Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου9 Νοεμβρίου

Των Αγίων Ονησιφόρου και Πορφυρίου των Μαρτύρων, Ματρώνης, Θεοκτίστης της Λεσβίας κ.α.

 Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος ΟνησιφόροςΤω αυτώ μηνί Θ’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ονησιφόρου και Πορφυρίου.

Ίπποις Ονησιφόρε προς Θεόν τρέχων,
Έχεις συνιππεύοντα και τον οικέτην.

Νύσσης ουρανίης επέβη τ’ ενάτη ω αθληταί.

Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους καιρούς του κατά των Χριστιανών διωγμού, όστις εγένετο επί της βασιλείας Διοκλητιανού και Μαξιμιανού εν έτει σϞ’ [290]. Διαβαλθέντες δε ως Χριστιανοί προς τους τυράννους, και παρασταθέντες εις το βήμα, ωμολόγησαν τον Χριστόν Θεόν αληθινόν ποιητήν ουρανού και γης, με ανδρίαν μεγάλην. Όθεν δια την ομολογίαν τους ταύτην, υπέμειναν διάφορα βάσανα εις όλον το σώμα. Έπειτα απλώθησαν επάνω εις εσχάρας πυρακτωμένας. Έχαιρον δε οι αοίδιμοι εις όλα ταύτα τα παιδευτήρια και ευχαρίστουν τον Θεόν, βλέποντες δια μέσου αυτών την απόλαυσιν των αιωνίων αγαθών. Όθεν εκ τούτου και από τους πόνους του σώματος ελαφρύνοντο. Οι δε σκληροί εκείνοι και δυσσεβέστατοι τύραννοι, βλέποντες τους Αγίους, πως έχαιρον, και έμενον ανώτεροι από τας βασάνους, άναψαν από θυμόν περισσότερον. Όθεν έδεσαν τους τιμίους πόδας αυτών εις άλογα άγρια. Και έπειτα εδίωκον αυτά εις πολλάς ώρας μέσα εις ακάνθας και τριβόλους και τραχείς τόπους. Και λοιπόν κατεξέσχισαν και διεσκόρπισαν τας σάρκας των γενναίων αγωνιστών. Και έτζι έγιναν αίτιοι να αναβούν αι άγιαι ψυχαί των εις τον ποθούμενον Κύριον. Τότε μερικοί Χριστιανοί κρυφίως λαβόντες τα άγια αυτών λείψανα, ενταφίασαν αυτά εις χωρίον ονομαζόμενον Παγκεανών, δοξάζοντες και ευλογούντες τον Θεόν (1).

(1) Τούτων το Μαρτύριον ευρίσκεται ελληνικόν εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Της των Αγίων Προφητών προρρήσεως».

*

Τη αυτή ημέρα της Οσίας Μητρός ημών Ματρώνης.

Ζωής μενούσης αξιούται Ματρώνα,
Ως εν βίω ζήσασα ταύτης αξίως.

Αύτη ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαρκιανού και Λέοντος του Μεγάλου, του καλουμένου Μακέλλη, εν έτει υξς’ [466], καταγομένη από την Πέργην της Παμφυλίας. Λαβούσα δε νόμιμον άνδρα, εγέννησε μίαν θυγατέρα. Και έπειτα ανέβη εις την Κωνσταντινούπολιν ομού με τον άνδρα της, ούσα τότε χρόνων δεκαπέντε. Εκεί δε έγινε φίλη με μίαν παρθένον Ευγενίαν ονόματι, της οποίας την άσκησιν μιμησαμένη, δεν έλιπεν από τας Εκκλησίας του Θεού. Αλλά προσμένουσα πάντοτε εις αυτάς με νηστείας και αγρυπνίας, την μεν ψυχήν της εκαθάριζε, το δε σώμα της κατεξήρανε. Τον δε ευσεβή προς Θεόν πόθον της θερμότερον δια τούτων ανάψασα, παραδίδει την θυγατέρα της εις μίαν γνώριμον γυναίκα, ονομαζομένην Σωσάνναν. Αύτη δε φορέσασα ανδρίκεια φορέματα, πηγαίνει εις το Μοναστήριον του Αγίου Βασιανού. Και με σχήμα ευνούχου, συνανεστρέφετο με τους Μοναχούς όχι ολίγον καιρόν. Επειδή δε ο Άγιος Βασιανός (2) έμαθε τα κατ’ αυτήν δι’ αποκαλύψεως, δια τούτο έπεμψεν αυτήν εις το Μοναστήριον των γυναικών, το ευρισκόμενον εις την πόλιν Έμεσαν, ήτις τουρκιστί λέγεται Εμς. Από εκεί δε επήγεν η Οσία εις τα Ιεροσόλυμα. Και εκείθεν μεταβαίνει εις το Σίναιον όρος. Είτα απέρχεται εις το Βερούτι. Και εκεί δια προσευχής της εύγαλεν ύδωρ εις ένα άνυδρον τόπον. Επειδή δε εδοκίμασε πολλάς προσβολάς και πειρασμούς των δαιμόνων, επαναγυρίζει πάλιν εις την Κωνσταντινούπολιν και φανερωθείσα εις τον Άγιον Βασιανόν, εσυγχωρήθη από αυτόν να μένη εις το Μοναστήριον. Το οποίον κατά την ονομασίαν αυτής, επονομάζεται έως τώρα της Ματρώνης. Ζήσασα λοιπόν σχεδόν έως εκατόν χρόνους, εν ειρήνη προς Κύριον εξεδήμησεν. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτής όρα εις τον Νέον Παράδεισον (3).)

(2) Ούτος ο Άγιος εορτάζεται κατά την δεκάτην του Οκτωβρίου.

(3) Ταύτης τον Βίον συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Τους σώφρονας τον βίον». (Σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)

*

Οσία Θεοκτίστη η ΛεσβίαΗ Οσία Μήτηρ ημών Θεοκτίστη η Λεσβία εν ειρήνη τελειούται.

Λέσβου το θρέμμα παρθένος Θεοκτίστη,
Κτίστη Θεώ πρόσεισι νύμφη παγκάλη.

Αύτη εκατάγετο από την Μιτυλήνην, εκ πόλεως Μεθύμνης. Δοθείσα δε παιδιόθεν εις παρθενώνα, έγινε Μοναχή. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν χρόνων δεκαοκτώ, επήγεν εις το εκεί κοντά ευρισκόμενον χωρίον, δια να χαιρετήση την αδελφήν της. Κατ’ εκείνην δε την νύκτα έτυχε να έλθουν εις την Μιτυλήνην Κρητικοί κουρσάροι, των οποίων πρώτος ήτον ο ονομαστός εκείνος Νήσιρις. Ούτοι λοιπόν πέρνοντες τους άλλους εγχωρίους σκλάβους, επήραν μαζί και την Οσίαν και ανεχώρησαν. Την δε άλλην ημέραν άραξαν εις την νήσον Πάρον και αφ’ ου εύγαλαν τους σκλάβους έξω εις την στερεάν, εκάθισαν και ελογαρίαζον, πόσον να πωλήσουν τον κάθε σκλάβον. Η δε Οσία Θεοκτίστη καιρόν λαβούσα, έφυγε κρυφίως, και πηγαίνουσα μέσα εις τον λόγγον, εγλύτωσε τελείως από τας χείρας των. Από τότε λοιπόν εκεί μείνασα, διεπέρασε χρόνους τριανταπέντε η μακαρία, κακοπαθούσα και παλαίουσα με πείναν, με ψύχραν, με καύμα. Και ζώσα με λουμπινάρια και άγρια λάχανα, και μηδέποτε από άνθρωπον θεωρηθείσα εις το διάστημα αυτό. Αλλά μόνω τω Θεώ προσομιλούσα δια προσευχής, εις τον οποίον και έζη, και εις την πάναγνον Θεοτόκον.

Όταν δε ετελείωσαν οι τριανταπέντε χρόνοι, κατ’ οικονομίαν Θεού, επήγαν εις την Πάρον μερικοί κυνηγοί δια να κυνηγήσουν κατά τον τόπον εκείνον, όπου η Οσία διέτριβεν, έρημον όντα. Ένας δε από αυτούς χωρισθείς, και ανιχνεύωντας τον τόπον δια να εύρη κυνήγιον, εμβήκε μέσα εις ένα Ναόν της Θεοτόκου εκεί ευρισκόμενον, δια να θεωρήση τα εν αυτώ (4). Έρημος δε ήτον τότε ο τόπος εκείνος. Αφ’ ου δε εθεώρησε τα εν τω Ναώ και επροσευχήθη, εσήκωσεν επάνω τους οφθαλμούς του, και ιδού βλέπει κατά το δεξιόν μέρος της αγίας Τραπέζης, ωσάν μίαν κρόκην, ή στουπίον, το οποίον ερριπίζετο από τον άνεμον. Επειδή δε ηθέλησε να υπάγη παρεμπρός, δια να γνωρίση καλά το φαινόμενον, ακούει μίαν φωνήν οπού έλεγε. Στάσου ω άνθρωπε, και μη πλησιάσης. Εντρέπομαι γαρ να φανερωθώ εις εσένα, διατί είμαι γυμνή. Ο δε κυνηγός καταπλαγείς δια το αιφνίδιον της φωνής και φοβηθείς, εζήτει να φύγη. Εσηκώθησαν γαρ αι τρίχες της κεφαλής του, και εστέκοντο όρθιαι ωσάν άκανθαι. Μόλις δε και μετά βίας ελθών εις τον εαυτόν του, ηρώτα την φωνήσασαν, ποία, και πόθεν είναι. Η δε Αγία, ρίψον, απεκρίθη, το επανωφόρι σου δια να σκεπασθώ με αυτό, και τότε θέλω σοι διηγηθώ τα κατ’ εμέ. Και ο μεν κυνηγός, εποίησεν ογλίγωρα το προσταχθέν. Η δε Οσία λαβούσα το επανωφόρεμα και ενδυθείσα, εσφράγισε τον εαυτόν της με το σημείον του Σταυρού, και έτζι εφάνη εις τον κυνηγόν ένα θαυμαστόν και εξαίσιον θέαμα.

Διότι, αι μεν τρίχες της κεφαλής της, ήτον άσπραι, το δε πρόσωπόν της, ήτον μελανόν, σάρκες δε ολότελα δεν εφαίνοντο εις αυτήν, αλλ’ εφαίνετο μόνον ένα δέρμα, οπού συνείχε και εκράτει την αρμονίαν των νεύρων και των κοκκάλων. Και απλώς ειπείν, το όλον σώμα της εφαίνετο όχι σώμα, αλλά σκια σώματος. Αφ’ ου λοιπόν εδιηγήθη η Αγία όλην την περί αυτής υπόθεσιν, παρεκάλεσε τον κυνηγόν ότι, όταν πάλιν επαναγυρίση εις την νήσον δια να κυνηγήση, να της φέρη μερίδα του Αγίου Σώματος του Χριστού. Όθεν όταν ο κυνηγός επανεγύρισεν εις την Πάρον, έφερε μαζί του τα θεία Μυστήρια, τα οποία λαβούσα η Οσία και προσευχηθείσα, εκοινώνησε και τω Θεώ ευχαρίστησεν. Ο δε κυνηγός, επήγε μεν και εκυνήγησε. Ογλίγωρα δε πάλιν εγύρισεν εις την Οσίαν, την οποίαν εύρεν κειμένην νεκράν. Σκάψας λοιπόν την γην καθώς εδύνετο, και πολλά δεηθείς της Αγίας ίνα πρεσβεύη υπέρ αυτού προς τον Κύριον, ενταφίασεν αυτήν εις τον τόπον εκείνον, οπού την εύρε, δοξάζων και ευλογών τον Θεόν. (Τον πλατύτερον Βίον αυτής ελληνιστί μεν συνέγραψε Συμεών ο Μεταφραστής, ηρμήνευσε δε τούτον εις το απλούν ο μακαρίτης Αγάπιος, όστις Βίος αυτής ευρίσκεται εις τον Νέον Παράδεισον (5).)

(4) Ο Ναός ούτος της Θεοτόκου ο εις την Παροικίαν την πρωτεύουσαν πόλιν της νήσου Πάρου ευρισκόμενος, είναι θαυμαστός και περιώνυμος, καλούμενος Εκατονταπυλιανή. Καθότι αι πύλαι αυτής, αριθμουμένων και των παραθυρίδων, συμποσούνται, ως λέγουν, εκατόν. Ου μόνον γαρ ευρύχωρος και παμμεγέθης είναι κατά το μήκος και πλάτος, αλλά είναι ακόμη και οικοδομημένος με κολόνας πολλάς και μεγάλας, και με μάρμαρα θαυμαστά και αξιοθέατα. Το δε επάνω της αγίας Τραπέζης μαρμάρινον κουβούκλιον επί τεσσάρων κολόνων επιστηριζόμενον, είναι τη αληθεία θέαμα άξιον θεωρίας, δια τε την των μαρμάρων μεγαλοπρέπειαν, και δια την φιλοτεχνίαν με την οποίαν εκόσμησεν αυτό ο τεχνίτης του.

Εν τω Ναώ τούτω εισί δύω νερά, εν πηγάδιον εκτός του βήματος, και εν αγίασμα εν τω βήματι υποκάτω της αγίας Τραπέζης. Πολλά δε παρεκκλήσια ευρίσκονται εντός του Ναού, ων εν εστι και της ρηθείσης Αγίας Θεοκτίστης. Εν ω και εορτάζουσι την μνήμην αυτής οι Πάριοι, έχοντες και την ασματικήν της Ακολουθίαν. Αλλά και τα επάνωθεν του Ναού κατηχουμενεία, μεγαλοπρεπή εισι και αξιοθέατα. Και καθολικώς ειπείν, ο Ναός ούτος είναι μεγαλοπρεπέστατος, και τη αληθεία βασιλικής χειρός έργον και φιλοτέχνημα. Φαίνεται δε ότι εις τον καιρόν Συμεών του Μεταφραστού, όστις συνέγραψεν τον Βίον της Οσίας ταύτης Θεοκτίστης, δηλαδή εν έτει ωπς’ [886], δεν ήτον καθώς εκτίσθη ο Ναός αυτός εύμορφος και ωραίος, αλλ’ έσωζε μόνον μερικά λείψανα της παλαιάς εκείνης ωραιότητος οπού είχε. Ει δε τότε δεν ήτον ωραίος καθώς εκτίσθη, πολλώ μάλλον τώρα δεν έχει την παλαιάν ωραιότητα· τότε γαρ, λέγει ο αυτός Συμεών, ήτον έσωθεν ενδυμένος με πριονιστά μάρμαρα. Και τόσον ελέπτυνεν ο τεχνίτης την πέτραν, οπού εφαίνετο πως ήτον ο τοίχος ενδυμένος με ρούχα βύσσινα και με πορφυρά υφάσματα. Και τόσην επιτηδειότητα και σπουδήν έβαλεν εις το τοιούτον έργον, οπού εφιλονείκησε να δώση το κάλλος και ευμορφίαν της φύσεως εις τας αψύχους πέτρας. Περί δε του επάνω της αγίας Τραπέζης κουβουκλίου λέγει, ότι τόσην ευμορφίαν και τερπνότητα είχεν, ώστε οπού έδειχνε το πελέκημα εκείνου και τόρνευμα, να μη έχη φύσιν μαρμάρου, αλλά να φαίνεται ένα γάλα πηγμένον.

(5) Σημείωσαι, ότι το λείψανον της Οσίας ταύτης επήραν μετά ταύτα από την Πάρον, οι εν τη νήσω της Ικαρίας κατοικούντες. Οίτινες και έχουσιν αυτό αποτεθησαυρισμένον εις τόπον αφανή και απόκρυφον, ως λέγουσί τινες.

*

Μνήμη των Οσίων μητέρων ημών Ευστολίας και Σωπάτρας.

Εις την Ευστολίαν.

Όλη καλή συ προς Θεόν χωρείς Λόγον,
Στολαίς σταλείσα ψυχικαίς Ευστολία.

Εις την Σωπάτραν.

Σωπάτρα Πατρός Πνεύματός τε και Λόγου,
Θρόνω παρέστη δούσα γη το σαρκίον.

Η Αγία Ευστολία ήτον κατά τους χρόνους Μαυρικίου βασιλέως εν έτει φπδ’ [584], θυγάτηρ γονέων ευσεβών κατοικούντων εις την Ρώμην. Εκ νεαράς δε ηλικίας παρέδωκε τον εαυτόν της εις ένα Μοναστήριον, και εκαταγίνετο εις νηστείας και αγρυπνίας. Φλεγομένη δε από τον ένθεον έρωτα, αφήκε την Ρώμην και επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Και περιτριγυρίσασα τας εκεί αγίας Εκκλησίας, και πληρώσασα τον ιερόν πόθον της, επήγεν εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν της Θεοτόκου, εκεί δε ευρήκε Σωπάτραν την θυγατέρα του βασιλέως Μαυρικίου. Επειδή δε η αρετή δεν δύναται να κρυφθή, δια τούτο παρεκάλει η Σωπάτρα την μακαρίαν Ευστολίαν ως ενάρετον ούσαν, να έχη αυτήν πνευματικήν της μητέρα και φύλακα της ψυχής της.

Και λοιπόν αφήσασα η αοίδιμος Σωπάτρα την βασιλείαν του πατρός της και τας εν τη βασιλεία δόξας και ηδονάς, ενεδύθη το μοναχικόν σχήμα, και εμβήκεν εις αγώνας και πόνους πνευματικούς. Ζητήσασα δε από τον πατέρα της ένα τόπον επιτήδειον, έκτισε Ναόν ευκτήριον μαζί με την Οσίαν Ευστολίαν. Όθεν πολλαί γυναίκες ευλαβείς και παρθένοι πηγαίνουσαι εκεί, εμεταχειρίζοντο ομού με εκείνας τον σκληρόν και κοπιαστικόν βίον της μοναδικής πολιτείας. Η δε μακαρία Ευστολία αγωνισαμένη εις πολλούς χρόνους, και πρόξενος σωτηρίας εις πολλούς γενομένη, εν ειρήνη προς Κύριον εξεδήμησε, διάδοχον των αγώνων της καταλιπούσα την αοίδιμον Σωπάτραν την βασιλίδα. Διότι και αυτή, αγωνισαμένη παρομοίως με την πνευματικήν μητέρα αυτής Ευστολίαν, έφθασεν εις το άκρον της αρετής. Και ούτως απήλθεν εν ειρήνη προς Κύριον.

*

Όσιος Συμεών ο ΜεταφραστήςΟ Όσιος Πατήρ ημών Συμεών ο Μεταφραστής εν ειρήνη τελειούται.

Εκκλησία σοι Συμεών όφλει χάριν,
Υπέρ μεταφράσιος Αγίων βίων.

Ούτος ο Όσιος Συμεών πατρίδα είχε την Κωνσταντινούπολιν, ήτον δε κατά τους χρόνους του ευσεβεστάτου βασιλέως Λέοντος του Σοφού εν έτει ωπς’ [886] (6). Δια δε την αρετήν αυτού και σοφίαν, ανέβη εις το αξίωμα του μαγίστρου και λογοθέτου, και είχε πολλήν τιμήν κοντά εις τον βασιλέα. Όταν δε επήγαν εις την Κρήτην οι Άραβες με αρμάδα, και εκούρσευον διάφορα χωρία και κάστρα, τότε ο βασιλεύς εψήφισεν άρχοντα τον μέγαν εκείνον και στρατηγικώτατον Ημέρειον. Μαζί με τον οποίον απέστειλε και τον Όσιον τούτον Συμεών τον Μεταφραστήν, αποκρισιάριον προς τους Άραβας, οπού ετυράννουν την Κρήτην. Εις τούτους δε τους δύω έδωκεν εξουσίαν, ή να υποτάξουν με το καλόν εις την βασιλείαν τους Άραβας, ή να τους αφανίσουν με τα πολεμικά άρματα. Καθώς ταύτα διηγείται ο ίδιος Μεταφραστής, ο γράφων τον βίον της προρρηθείσης Οσίας Θεοκτίστης της Λεσβίας, της κατά την ημέραν ταύτην εορταζομένης. Αγκαλά δε και ο βασιλεύς ηγάπα πολλά και ετίμα τον Όσιον, τόσον δια την σοφίαν και αρετήν του, όσον και δια την φυσικήν ανδρίαν και επιτηδειότητα και εμπειρίαν, οπού είχεν εις τους πολέμους, μόλον τούτο ο αοίδιμος Συμεών δεν είχε προσπάθειαν εις τα τοιαύτα μάταια. Αλλά εμελέτα προ πολλού να παραιτήση τα του κόσμου πράγματα και να γένη καλόγηρος. Όθεν είπε προς τον βασιλέα, ότι εάν γυρίση νικητής από την Κρήτην, να του κάμη μίαν χάριν οπού έχει να ζητήση. Ο δε βασιλεύς υπεσχέθη, ότι αναμφιβόλως μέλλει να πληρώση το ζήτημά του. Όθεν πηγαίνωντας εις την Κρήτην με τον Ημέρειον, ελάλησεν ως αποκρισιάριος έμπροσθεν εις τους αρχηγούς των Αράβων και τόσον εγλύκανεν αυτούς με την σοφίαν των λόγων του, ώστε οπού χωρίς πόλεμον τους ενίκησε, και τους εκατάπεισε να πληρόνουν εις τον βασιλέα χαράτζιον.

Όθεν γυρίζωντας εις την Κωνσταντινούπολιν νικητής, επροσκύνησε τον βασιλέα, και τον παρεκάλεσε να του δώση την χάριν οπού του υπεσχέθη. Ο δε βασιλεύς, μη ηξεύρωντας τι έχει να του ζητήση, έδωκε την χείρα του εις τον Συμεών και την εφίλησε (τοιαύτη γαρ ήτον συνήθεια) νομίζωντας ότι έχει να ζητήση χρυσίον, ή καμμίαν τιμήν μεγαλιτέραν, καθώς ποθούν οι φιλόκοσμοι. Ο δε φιλόχριστος μάλλον, ή φιλόχρυσος Συμεών, δεν εζήτησεν άλλο χάρισμα από τον βασιλέα, ειμή το να τον αφήση να γένη καλόγηρος. Τότε ο βασιλεύς ελυπήθη μεν, διατί είχε να υστερηθή τοιούτον σοφόν και στρατηγικώτατον άνθρωπον, μη δυνάμενος δε να παραβή την υπόσχεσίν του, ενηγκαλίσθη τον θείον Συμεών μετά δακρύων και τον εφίλησε, λέγωντας. Ύπαγε, τέκνον, εις το έλεος του Θεού. Τον οποίον παρακάλει και δια τας εδικάς μου αμαρτίας.

Αφ’ ου λοιπόν έγινεν ο Όσιος μοναχός και ελυτρώθη από την σύγχυσιν του κόσμου, τότε συνέγραψεν όσους βίους Αγίων ευρήκεν. Έπειτα ως πλούσιος οπού ήτον, και είχε δύναμιν και τρόπον, έστειλεν ανθρώπους εις διάφορα κάστρα και τόπους και έφεραν εις αυτόν όσους βίους Αγίων ευρήκαν, τους οποίους αυτός πάλιν εμετάφρασεν εις γλυκυτάτην φράσιν. Όθεν εκ της αιτίας ταύτης επωνομάσθη Μεταφραστής. Και όλα όσα έγραψεν, είναι αληθή και αλάνθαστα, τα οποία και οι διδάσκαλοι των Ιταλών μετέφρασαν εις τα ιταλικά. Και έχουσι τον Όσιον τούτον Συμεών εις τα Συναξάριά των ως Άγιον, και τον εορτάζουν. Επειδή και εκοπίασε τόσον δια τον Κύριον, και δια τους Αγίους του. Γράφει δε και ο Δοσίθεος (σελ. 703 της Δωδεκαβίβλου), ότι όταν εκοιμήθη ο Όσιος ούτος Συμεών, εγκωμίασεν αυτόν ο σοφός εκείνος Μιχαήλ ο Ψελλός (7).

(6) Ουκ ορθώς δε γράφεται εις τον Νέον Παράδεισον, ότι ήτον εις τον καιρόν Λέοντος του Μεγάλου.

(7) Περί του Αγίου Συμεών τούτου γράφει ο Μελέτιος, ότι ήτον επ’ αρετή διαβεβοημένος. Όστις με την επίπνοιαν του Αγίου Πνεύματος, τα των Αγίων Μαρτύρων υπέρ της αληθείας σκάμματα με πολλούς ιδρώτας και πόνους συνέγραψε. Και καλλωπίσας με δύναμιν λόγου και σοφίας, εις ύμνον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και δόξαν αιωνίζουσαν των υπέρ αυτού αγωνισθέντων Αγίων Μαρτύρων, τα μνημολόγια και μαρτυρολόγια συνετάξατο κατά την ημέραν, κατά την οποίαν πας τις από αυτούς τον αμαράντινον στέφανον εστέφθη (τομ. β’, σελ. 297). Περί τούτου γράφει και ο Βελαρμίνος, Περί εκκλησιαστικών συγγραφέων. Και ο Βαρώνιος εις το Χρονικόν.

*

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Αντωνίου.

Αντώνιον κτείνουσι τον θείον ξύλοις,
Οι το ξύλον τιμώντες ως Θεόν πλάνοι.

Ούτος ήτον από την χώραν των Σύρων, πετροπελεκητής κατά την τέχνην. Βλέπωντας δε τους Έλληνας, οπού επήγαιναν εις τον ναόν των ειδώλων και εθυσίαζον, εσυμβούλευεν αυτούς να αφήσουν την πλάνην ταύτην. Επειδή όμως δεν εισακούετο δια τούτο ανεχώρησεν εις έρημον τόπον. Εκεί δε ευρών ένα αναχωρητήν και δούλον Θεού, Τιμόθεον ονομαζόμενον, μαζί με αυτόν έζησε χρόνους τρεις. Έπειτα λαβών τας ευχάς του, εκατέβη πάλιν εις το χωρίον του, εις το οποίον εκατοίκει ο πεπλανημένος εκείνος λαός των Ελλήνων. Ευρίσκωντας λοιπόν αυτούς εορτάζοντας τους δαίμονας, εμβήκε μέσα εις τον ναόν τους, και ετζάκισεν όλα τα είδωλα. Διο και πιασθείς από αυτούς, εδάρθη δυνατά. Έπειτα επήγεν εις την Απάμειαν της Συρίας και παρακαλέσας τον Επίσκοπον ονόματι Όσιον, έλαβεν από αυτόν εξουσίαν να κτίση Ναόν εις το όνομα της Αγίας Τριάδος. Όταν λοιπόν άρχισε δια να κτίζη τον Ναόν, έμαθον τούτο οι εγχωρίταί του Έλληνες. Όθεν επήγαν την νύκτα, και με τα ξύλα ασπλάγχνως αυτόν εθανάτωσαν. Και έτζι παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.

*

Οι Άγιοι Μάρτυρες Χριστοφόρος και Μαύρα ξίφει τελειούνται.

Πλάνην αμαυροί Μαύρα καρθείσα ξίφει,
Χριστού δε τμηθείς φως ορά Χριστοφόρος.

*

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ναρσή και Αρτέμονος.

Ναρσής συν Αρτέμονι εκκοπείς ξίφει,
Συν Αρτέμονι λαμβάνει και τα στέφη.

*

Όσιος Ιωάννης ο ΚολοβόςΟ Όσιος Πατήρ ημών Ιωάννης, ο δια το βραχύ της ηλικίας ονομασθείς Κολοβός, εν ειρήνη τελειούται.

Ιωάννην έκρυψε γης βραχύς τόπος,
Ος, καν βραχύς το σώμα, την πράξιν μέγας (8).

(8) Τον κατά πλάτος Βίον του Οσίου τούτου Ιωάννου όρα εις τον Νέον Παράδεισον. Γράφει δε περί αυτού ο Ευεργετινός (σελ. 203) ότι έδειξεν άκραν και αδιάκριτον υπακοήν εις τον γέροντά του. Ο γαρ γέρωντάς του, όστις ήτον Θηβαίος, πέρνωντας ένα ξύλον ξηρόν, εφύτευσεν αυτό. Είτα επρόσταξε τον Ιωάννην να ποτίζη αυτό καθ’ ημέραν με ένα λαγήνιον νερόν, έως ου να βλαστήση και να κάμη καρπόν. Τόσον δε μακράν ήτον το νερόν, ώστε οπού εχρειάζετο δια να υπάγη τινάς το βράδυ, και να γυρίση το πρωΐ. Όθεν ο μακάριος Ιωάννης αδιακρίτως υπακούσας, επότιζεν αυτό χρόνους ολοκλήρους τρεις. Μετά δε τους τρεις χρόνους, ω του θαύματος! εβλάστησε το κατάξηρον ξύλον και εκαρποφόρησε καρύδια. Πέρνωντας δε τον καρπόν ο γέρωντάς του, επήγεν εις την Εκκλησίαν της Σκήτεως, και είπεν εις τους αδελφούς. Λάβετε φάγετε αδελφοί και Πατέρες καρπόν υπακοής. Εις δε την σελ. 279 του αυτού αναγινώσκομεν, ότι ο Ιωάννης ούτος είπε τα αξιομνημόνευτα ταύτα. Ήτοι, ότι η ταπεινοφροσύνη και ο φόβος του Θεού, υπεράνω εισί πασών των αρετών. Όθεν και τον πάγκαλον Ιωσήφ η ταπεινοφροσύνη πέπρακεν. Ηδύνατο γαρ ειπείν, ότε επωλείτο, ότι αδελφός των πωλούντων ειμί. Επειδή δε σιωπών και ταπεινούμενος, επωλήθη, δια τούτο η ταπείνωσις κατέστησεν αυτόν ηγούμενον και άρχοντα εις Αίγυπτον. Ο αυτός είπε πάλιν. Το ελαφρόν φορτίον αφήσαντες, ήτοι το να μεμφώμεθα τον εαυτόν μας, το βαρύ φορτίον βαστάζομεν, ήτοι το να δικαιόνωμεν τον εαυτόν μας. Όθεν περί της ταπεινώσεως του Ιωάννου τούτου, είπε τις των Πατέρων. Ότι ο αββάς Ιωάννης, δια της ταπεινώσεως αυτού, εκρέμασεν όλην την Σκήτιν εν τω μικρώ δακτύλω αυτού. Ο αυτός δε Ιωάννης ο Κολοβός είπεν. Ο χορταζόμενος και λαλών μετά παιδίου, ήδη επόρνευσε τω λογισμώ μετ’ αυτού (εν τω Παραδείσω των Πατέρων).

*

Ο Όσιος Ελλάδιος εν ειρήνη τελειούται.

Ει και μετέστης Ελλάδιε του βίου,
Πίναξ έμεινας αρετών τοις εν βίω.

*

Οι Όσιοι και Θεοφόροι Πατέρες ημών Ευθύμιος και Νεόφυτος, οι Κτίτορες της Ιεράς και σεβασμίας Μονής του Δοχειαρίου, εν ειρήνη τελειούνται (9).

Ευθύμιον συνάμα τω Νεοφύτω,
Τιμώ κτίσαντας την Μονήν Αρχαγγέλων.

(9) Το Συναξάριον αυτών όρα εις την ξεχωριστήν φυλλάδα των του Όρους αγίων Πατέρων. Επειδή δε ενταύθα ο λόγος εστί περί της Ιεράς και σεβασμίας Μονής του Δοχειαρίου, λυπηρόν μοι εφάνη να σιωπήσω, και να μη δώσω την είδησιν εις πάντας τους Ορθοδόξους και φιλοθεοτόκους Χριστιανούς, περί της εν τη Μονή ταύτη ευρισκομένης παλαιάς και θαυματουργού εικόνος, της Κυρίας ημών Θεοτόκου, της επιλεγομένης Γοργοϋπηκόου. Όθεν μετά συντομίας αναφέρομεν εδώ τα περί αυτής, ωσάν ένα καρύκευμα των της Θεοτόκου θερμών εραστών.

Εις τα δεξιά μέρη της τραπέζης της ανωτέρω Μονής του Δοχειαρίου ευρίσκετο παλαιά εικών της Θεοτόκου. Με το να ήτον δε εκείθεν διάβασις, συνεχώς εδιάβαινεν ο τότε τραπεζάρης του Μοναστηρίου, μάλιστα δε εν τω καιρώ της νυκτός βαστάζων εις τας χείρας αναμμένα δαδία. Κατά το έτος λοιπόν ͵αχμς’ [1646] διαβαίνωντας εκείθεν ο τραπεζάρης, έχων και τα δαδία εις τας χείρας του, ω του θαύματος! ακούει μίαν φωνήν, εξελθούσαν από την εικόνα της Θεοτόκου και λέγουσαν· «Μη περνάς από αυτού, και μαυρίζεις τον τόπον με τον καπνόν». Ο δε τραπεζάρης, νομίσας ότι άνθρωπός τινας εφώνησεν, εκαταφρόνησε την φωνήν. Μετά δε ολίγας ημέρας πάλιν διαβαίνωντας εκείσε με τα δαδία, ακούει και δευτέραν φωνήν λέγουσαν· «Ω μοναχέ αμόναχε, έως πότε δεν παύεις καπνίζωντας την εμήν μορφήν, και μαυρίζωντάς με ατίμως;» Και ομού με την φωνήν έχασεν ο τάλας το φως των οφθαλμών του και έμεινε τυφλός.

Όθεν αισθανθείς, ότι έσφαλε πολλά, διατί εκαταφρόνησε την πρώτην φωνήν, κατεσκεύασεν ένα στασίδιον έμπροσθεν της εικόνος της Θεοτόκου, παρακαλών μετά δακρύων την Δέσποιναν του παντός, ίνα συγχωρήση αυτώ το εξ απροσεξίας αμάρτημα. Και εις σημείον της συγχωρήσεως, ίνα χαρίση αυτώ το φως των οφθαλμών του. Όπως βλέπων την αγίαν εικόνα της, δοξάζη και ευχαριστή αυτήν πάντοτε. Τι λοιπόν η φιλανθρωποτάτη Βασίλισσα; Εισήκουσε της δεήσεώς του, και φωνεί προς αυτόν λέγουσα· «Ιδού από της σήμερον χαρίζομαί σοι το φως των οφθαλμών σου. Και πρόσεχε εις το εξής να μη περάσης από αυτού με δαδία. Διότι εγώ είμαι η Κυρία της Μονής ταύτης, και γοργώς (ήτοι ταχέως) υπακούω εκείνων, οπού με επικαλούνται, και δίδω εις αυτούς τα προς σωτηρίαν αιτήματα». Όθεν έκτοτε έλαβε την επωνυμίαν η αγία αυτή εικών: το να επονομάζεται δηλαδή Γοργοϋπήκοος.

Και τη αληθεία Γοργοϋπήκοος εφάνη δια των έργων η θαυμαστή αύτη εικών, γοργώς και ταχέως υπακούουσα εκείνων, οπού προστρέχουν αυτή μετά ευλαβείας και πίστεως. Ενήργησε γαρ αύτη, και ολονένα ενεργεί πάμπολλα θαύματα, όχι μόνον εις το όρος του Άθω, και εις τους εν τω Όρει ασκουμένους Μοναχούς, αλλά και έξω εις τας πόλεις και χωρία, και εις τους εν αυτοίς κατοικούντας Χριστιανούς. Και μάρτυρες τούτων η Κούρσεβαις, ο Ίσβορος, το Γομάτον, το Γοσουβόστι, η Σιλίμνος, η Ζαγορά, η Θεσσαλονίκη, η Βουλγαρία, αι Σέρραι, η Θάσος και απλώς, η Ασία, και η Ευρώπη. Εις γαρ τούτους τους τόπους και επαρχίας ιάτρευσε και ιατρεύει η θαυματουργός εικών της Γοργοϋπηκόου διαφόρους ασθενείας. Διότι τους ατέκνους, ευτέκνους ποιεί, τας στείρας γυναίκας, πολυγόνους αποδεικνύει. Τους έχοντας τρικούγκουλα, θεραπεύει. Τους κλέπτοντας τα ξένα πράγματα, φανερόνοι. Τους εν θαλάσση κινδυνεύοντας, ελευθερόνοι. Τους υπό των κλεπτών σκλαβωθέντας, λυτρόνοι. Τους πάσχοντας από πονοκέφαλον και κώφωσιν, υγιείς απεργάζεται. Τους καταδυναστευομένους από αγγαρείας, απαλλάττει. Τους παραλύτους, ανορθοί. Τας ακρίδας, διώκει. Τους τυφλούς, ομματόνοι. Και τους κινδυνεύοντας από θανατηφόρους ασθενείας, ανιστά και υγιείς αποκαθίστησι. Καθώς τα θαύματα ταύτα ευρίσκονται γεγραμμένα εις την αυτήν Μονήν του Δοχειαρίου, με όλας τας περιστάσεις των.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος ΟνησιφόροςΤῷ αὐτῷ μηνὶ Θ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ὀνησιφόρου καὶ Πορφυρίου.

Ἵπποις Ὀνησιφόρε πρὸς Θεὸν τρέχων,
Ἔχεις συνιππεύοντα καὶ τὸν οἰκέτην.

Νύσσης οὐρανίης ἐπέβη τ’ ἐνάτῃ ὦ ἀθληταί.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς καιροὺς τοῦ κατὰ τῶν Χριστιανῶν διωγμοῦ, ὅστις ἐγένετο ἐπὶ τῆς βασιλείας Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ ἐν ἔτει σϞ΄ [290]. Διαβαλθέντες δὲ ὡς Χριστιανοὶ πρὸς τοὺς τυράννους, καὶ παρασταθέντες εἰς τὸ βῆμα, ὡμολόγησαν τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινὸν ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, μὲ ἀνδρίαν μεγάλην. Ὅθεν διὰ τὴν ὁμολογίαν τους ταύτην, ὑπέμειναν διάφορα βάσανα εἰς ὅλον τὸ σῶμα. Ἔπειτα ἁπλώθησαν ἐπάνω εἰς ἐσχάρας πυρακτωμένας. Ἔχαιρον δὲ οἱ ἀοίδιμοι εἰς ὅλα ταῦτα τὰ παιδευτήρια καὶ εὐχαρίστουν τὸν Θεόν, βλέποντες διὰ μέσου αὐτῶν τὴν ἀπόλαυσιν τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Ὅθεν ἐκ τούτου καὶ ἀπὸ τοὺς πόνους τοῦ σώματος ἐλαφρύνοντο. Οἱ δὲ σκληροὶ ἐκεῖνοι καὶ δυσσεβέστατοι τύραννοι, βλέποντες τοὺς Ἁγίους, πῶς ἔχαιρον, καὶ ἔμενον ἀνώτεροι ἀπὸ τὰς βασάνους, ἄναψαν ἀπὸ θυμὸν περισσότερον. Ὅθεν ἔδεσαν τοὺς τιμίους πόδας αὐτῶν εἰς ἄλογα ἄγρια. Καὶ ἔπειτα ἐδίωκον αὐτὰ εἰς πολλὰς ὥρας μέσα εἰς ἀκάνθας καὶ τριβόλους καὶ τραχεῖς τόπους. Καὶ λοιπὸν κατεξέσχισαν καὶ διεσκόρπισαν τὰς σάρκας τῶν γενναίων ἀγωνιστῶν. Καὶ ἔτζι ἔγιναν αἴτιοι νὰ ἀναβοῦν αἱ ἅγιαι ψυχαί των εἰς τὸν ποθούμενον Κύριον. Τότε μερικοὶ Χριστιανοὶ κρυφίως λαβόντες τὰ ἅγια αὐτῶν λείψανα, ἐνταφίασαν αὐτὰ εἰς χωρίον ὀνομαζόμενον Παγκεανῶν, δοξάζοντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν (1).

(1) Τούτων τὸ Μαρτύριον εὑρίσκεται ἑλληνικὸν ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Τῆς τῶν Ἁγίων Προφητῶν προρρήσεως».

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τῆς Ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν Ματρώνης.

Ζωῆς μενούσης ἀξιοῦται Ματρῶνα,
Ὡς ἐν βίῳ ζήσασα ταύτης ἀξίως.

Αὕτη ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαρκιανοῦ καὶ Λέοντος τοῦ Μεγάλου, τοῦ καλουμένου Μακέλλη, ἐν ἔτει υξς΄ [466], καταγομένη ἀπὸ τὴν Πέργην τῆς Παμφυλίας. Λαβοῦσα δὲ νόμιμον ἄνδρα, ἐγέννησε μίαν θυγατέρα. Καὶ ἔπειτα ἀνέβη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ὁμοῦ μὲ τὸν ἄνδρα της, οὖσα τότε χρόνων δεκαπέντε. Ἐκεῖ δὲ ἔγινε φίλη μὲ μίαν παρθένον Εὐγενίαν ὀνόματι, τῆς ὁποίας τὴν ἄσκησιν μιμησαμένη, δὲν ἔλιπεν ἀπὸ τὰς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ προσμένουσα πάντοτε εἰς αὐτὰς μὲ νηστείας καὶ ἀγρυπνίας, τὴν μὲν ψυχήν της ἐκαθάριζε, τὸ δὲ σῶμά της κατεξήρανε. Τὸν δὲ εὐσεβῆ πρὸς Θεὸν πόθον της θερμότερον διὰ τούτων ἀνάψασα, παραδίδει τὴν θυγατέρα της εἰς μίαν γνώριμον γυναῖκα, ὀνομαζομένην Σωσάνναν. Αὕτη δὲ φορέσασα ἀνδρίκεια φορέματα, πηγαίνει εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου Βασιανοῦ. Καὶ μὲ σχῆμα εὐνούχου, συνανεστρέφετο μὲ τοὺς Μοναχοὺς ὄχι ὀλίγον καιρόν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος Βασιανὸς (2) ἔμαθε τὰ κατ’ αὐτὴν δι’ ἀποκαλύψεως, διὰ τοῦτο ἔπεμψεν αὐτὴν εἰς τὸ Μοναστήριον τῶν γυναικῶν, τὸ εὑρισκόμενον εἰς τὴν πόλιν Ἔμεσαν, ἥτις τουρκιστὶ λέγεται Ἔμς. Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ ἐπῆγεν ἡ Ὁσία εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἐκεῖθεν μεταβαίνει εἰς τὸ Σίναιον ὄρος. Εἶτα ἀπέρχεται εἰς τὸ Βεροῦτι. Καὶ ἐκεῖ διὰ προσευχῆς της εὔγαλεν ὕδωρ εἰς ἕνα ἄνυδρον τόπον. Ἐπειδὴ δὲ ἐδοκίμασε πολλὰς προσβολὰς καὶ πειρασμοὺς τῶν δαιμόνων, ἐπαναγυρίζει πάλιν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ φανερωθεῖσα εἰς τὸν Ἅγιον Βασιανόν, ἐσυγχωρήθη ἀπὸ αὐτὸν νὰ μένῃ εἰς τὸ Μοναστήριον. Τὸ ὁποῖον κατὰ τὴν ὀνομασίαν αὐτῆς, ἐπονομάζεται ἕως τώρα τῆς Ματρώνης. Ζήσασα λοιπὸν σχεδὸν ἕως ἑκατὸν χρόνους, ἐν εἰρήνῃ πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῆς ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον (3).)

(2) Οὗτος ὁ Ἅγιος ἑορτάζεται κατὰ τὴν δεκάτην τοῦ Ὀκτωβρίου.

(3) Ταύτης τὸν Βίον συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Τοὺς σώφρονας τὸν βίον». (Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)

*

Οσία Θεοκτίστη η ΛεσβίαἩ Ὁσία Μήτηρ ἡμῶν Θεοκτίστη ἡ Λεσβία ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Λέσβου τὸ θρέμμα παρθένος Θεοκτίστη,
Κτίστῃ Θεῷ πρόσεισι νύμφη παγκάλη.

Αὕτη ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν Μιτυλήνην, ἐκ πόλεως Μεθύμνης. Δοθεῖσα δὲ παιδιόθεν εἰς παρθενῶνα, ἔγινε Μοναχή. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς ἡλικίαν χρόνων δεκαοκτώ, ἐπῆγεν εἰς τὸ ἐκεῖ κοντὰ εὑρισκόμενον χωρίον, διὰ νὰ χαιρετήσῃ τὴν ἀδελφήν της. Κατ’ ἐκείνην δὲ τὴν νύκτα ἔτυχε νὰ ἔλθουν εἰς τὴν Μιτυλήνην Κρητικοὶ κουρσάροι, τῶν ὁποίων πρῶτος ἦτον ὁ ὀνομαστὸς ἐκεῖνος Νήσιρις. Οὗτοι λοιπὸν πέρνοντες τοὺς ἄλλους ἐγχωρίους σκλάβους, ἐπῆραν μαζὶ καὶ τὴν Ὁσίαν καὶ ἀνεχώρησαν. Τὴν δὲ ἄλλην ἡμέραν ἄραξαν εἰς τὴν νῆσον Πάρον καὶ ἀφ’ οὗ εὔγαλαν τοὺς σκλάβους ἔξω εἰς τὴν στερεάν, ἐκάθισαν καὶ ἐλογαρίαζον, πόσον νὰ πωλήσουν τὸν κάθε σκλάβον. Ἡ δὲ Ὁσία Θεοκτίστη καιρὸν λαβοῦσα, ἔφυγε κρυφίως, καὶ πηγαίνουσα μέσα εἰς τὸν λόγγον, ἐγλύτωσε τελείως ἀπὸ τὰς χεῖράς των. Ἀπὸ τότε λοιπὸν ἐκεῖ μείνασα, διεπέρασε χρόνους τριανταπέντε ἡ μακαρία, κακοπαθοῦσα καὶ παλαίουσα μὲ πεῖναν, μὲ ψύχραν, μὲ καῦμα. Καὶ ζῶσα μὲ λουμπινάρια καὶ ἄγρια λάχανα, καὶ μηδέποτε ἀπὸ ἄνθρωπον θεωρηθεῖσα εἰς τὸ διάστημα αὐτό. Ἀλλὰ μόνῳ τῷ Θεῷ προσομιλοῦσα διὰ προσευχῆς, εἰς τὸν ὁποῖον καὶ ἔζη, καὶ εἰς τὴν πάναγνον Θεοτόκον.

Ὅταν δὲ ἐτελείωσαν οἱ τριανταπέντε χρόνοι, κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ, ἐπῆγαν εἰς τὴν Πάρον μερικοὶ κυνηγοὶ διὰ νὰ κυνηγήσουν κατὰ τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὅπου ἡ Ὁσία διέτριβεν, ἔρημον ὄντα. Ἕνας δὲ ἀπὸ αὐτοὺς χωρισθείς, καὶ ἀνιχνεύωντας τὸν τόπον διὰ νὰ εὕρῃ κυνήγιον, ἐμβῆκε μέσα εἰς ἕνα Ναὸν τῆς Θεοτόκου ἐκεῖ εὑρισκόμενον, διὰ νὰ θεωρήσῃ τὰ ἐν αὐτῷ (4). Ἔρημος δὲ ἦτον τότε ὁ τόπος ἐκεῖνος. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐθεώρησε τὰ ἐν τῷ Ναῷ καὶ ἐπροσευχήθη, ἐσήκωσεν ἐπάνω τοὺς ὀφθαλμούς του, καὶ ἰδοὺ βλέπει κατὰ τὸ δεξιὸν μέρος τῆς ἁγίας Τραπέζης, ὡσὰν μίαν κρόκην, ἢ στουπίον, τὸ ὁποῖον ἐρριπίζετο ἀπὸ τὸν ἄνεμον. Ἐπειδὴ δὲ ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ παρεμπρός, διὰ νὰ γνωρίσῃ καλὰ τὸ φαινόμενον, ἀκούει μίαν φωνὴν ὁποῦ ἔλεγε. Στάσου ὦ ἄνθρωπε, καὶ μὴ πλησιάσῃς. Ἐντρέπομαι γὰρ νὰ φανερωθῶ εἰς ἐσένα, διατὶ εἶμαι γυμνή. Ὁ δὲ κυνηγὸς καταπλαγεὶς διὰ τὸ αἰφνίδιον τῆς φωνῆς καὶ φοβηθείς, ἐζήτει νὰ φύγῃ. Ἐσηκώθησαν γὰρ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς του, καὶ ἐστέκοντο ὄρθιαι ὡσὰν ἄκανθαι. Μόλις δὲ καὶ μετὰ βίας ἐλθὼν εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἠρώτα τὴν φωνήσασαν, ποία, καὶ πόθεν εἶναι. Ἡ δὲ Ἁγία, ῥίψον, ἀπεκρίθη, τὸ ἐπανωφόρι σου διὰ νὰ σκεπασθῶ μὲ αὐτό, καὶ τότε θέλω σοι διηγηθῶ τὰ κατ’ ἐμέ. Καὶ ὁ μὲν κυνηγός, ἐποίησεν ὀγλίγωρα τὸ προσταχθέν. Ἡ δὲ Ὁσία λαβοῦσα τὸ ἐπανωφόρεμα καὶ ἐνδυθεῖσα, ἐσφράγισε τὸν ἑαυτόν της μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, καὶ ἔτζι ἐφάνη εἰς τὸν κυνηγὸν ἕνα θαυμαστὸν καὶ ἐξαίσιον θέαμα.

Διότι, αἱ μὲν τρίχες τῆς κεφαλῆς της, ἦτον ἄσπραι, τὸ δὲ πρόσωπόν της, ἦτον μελανόν, σάρκες δὲ ὁλότελα δὲν ἐφαίνοντο εἰς αὐτήν, ἀλλ’ ἐφαίνετο μόνον ἕνα δέρμα, ὁποῦ συνεῖχε καὶ ἐκράτει τὴν ἁρμονίαν τῶν νεύρων καὶ τῶν κοκκάλων. Καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, τὸ ὅλον σῶμά της ἐφαίνετο ὄχι σῶμα, ἀλλὰ σκιὰ σώματος. Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἐδιηγήθη ἡ Ἁγία ὅλην τὴν περὶ αὑτῆς ὑπόθεσιν, παρεκάλεσε τὸν κυνηγὸν ὅτι, ὅταν πάλιν ἐπαναγυρίσῃ εἰς τὴν νῆσον διὰ νὰ κυνηγήσῃ, νὰ τῆς φέρῃ μερίδα τοῦ Ἁγίου Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν ὅταν ὁ κυνηγὸς ἐπανεγύρισεν εἰς τὴν Πάρον, ἔφερε μαζί του τὰ θεῖα Μυστήρια, τὰ ὁποῖα λαβοῦσα ἡ Ὁσία καὶ προσευχηθεῖσα, ἐκοινώνησε καὶ τῷ Θεῷ εὐχαρίστησεν. Ὁ δὲ κυνηγός, ἐπῆγε μὲν καὶ ἐκυνήγησε. Ὀγλίγωρα δὲ πάλιν ἐγύρισεν εἰς τὴν Ὁσίαν, τὴν ὁποίαν εὗρεν κειμένην νεκράν. Σκάψας λοιπὸν τὴν γῆν καθὼς ἐδύνετο, καὶ πολλὰ δεηθεὶς τῆς Ἁγίας ἵνα πρεσβεύῃ ὑπὲρ αὐτοῦ πρὸς τὸν Κύριον, ἐνταφίασεν αὐτὴν εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὁποῦ τὴν εὗρε, δοξάζων καὶ εὐλογῶν τὸν Θεόν. (Τὸν πλατύτερον Βίον αὐτῆς ἑλληνιστὶ μὲν συνέγραψε Συμεὼν ὁ Μεταφραστής, ἡρμήνευσε δὲ τοῦτον εἰς τὸ ἁπλοῦν ὁ μακαρίτης Ἀγάπιος, ὅστις Βίος αὐτῆς εὑρίσκεται εἰς τὸν Νέον Παράδεισον (5).)

(4) Ὁ Ναὸς οὗτος τῆς Θεοτόκου ὁ εἰς τὴν Παροικίαν τὴν πρωτεύουσαν πόλιν τῆς νήσου Πάρου εὑρισκόμενος, εἶναι θαυμαστὸς καὶ περιώνυμος, καλούμενος Ἑκατονταπυλιανή. Καθότι αἱ πύλαι αὐτῆς, ἀριθμουμένων καὶ τῶν παραθυρίδων, συμποσοῦνται, ὡς λέγουν, ἑκατόν. Οὐ μόνον γὰρ εὐρύχωρος καὶ παμμεγέθης εἶναι κατὰ τὸ μῆκος καὶ πλάτος, ἀλλὰ εἶναι ἀκόμη καὶ οἰκοδομημένος μὲ κολόνας πολλὰς καὶ μεγάλας, καὶ μὲ μάρμαρα θαυμαστὰ καὶ ἀξιοθέατα. Τὸ δὲ ἐπάνω τῆς ἁγίας Τραπέζης μαρμάρινον κουβούκλιον ἐπὶ τεσσάρων κολόνων ἐπιστηριζόμενον, εἶναι τῇ ἀληθείᾳ θέαμα ἄξιον θεωρίας, διά τε τὴν τῶν μαρμάρων μεγαλοπρέπειαν, καὶ διὰ τὴν φιλοτεχνίαν μὲ τὴν ὁποίαν ἐκόσμησεν αὐτὸ ὁ τεχνίτης του.

Ἐν τῷ Ναῷ τούτῳ εἰσὶ δύω νερά, ἓν πηγάδιον ἐκτὸς τοῦ βήματος, καὶ ἓν ἁγίασμα ἐν τῷ βήματι ὑποκάτω τῆς ἁγίας Τραπέζης. Πολλὰ δὲ παρεκκλήσια εὑρίσκονται ἐντὸς τοῦ Ναοῦ, ὧν ἕν ἐστι καὶ τῆς ῥηθείσης Ἁγίας Θεοκτίστης. Ἐν ᾧ καὶ ἑορτάζουσι τὴν μνήμην αὐτῆς οἱ Πάριοι, ἔχοντες καὶ τὴν ᾀσματικήν της Ἀκολουθίαν. Ἀλλὰ καὶ τὰ ἐπάνωθεν τοῦ Ναοῦ κατηχουμενεῖα, μεγαλοπρεπῆ εἰσι καὶ ἀξιοθέατα. Καὶ καθολικῶς εἰπεῖν, ὁ Ναὸς οὗτος εἶναι μεγαλοπρεπέστατος, καὶ τῇ ἀληθείᾳ βασιλικῆς χειρὸς ἔργον καὶ φιλοτέχνημα. Φαίνεται δὲ ὅτι εἰς τὸν καιρὸν Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ, ὅστις συνέγραψεν τὸν Βίον τῆς Ὁσίας ταύτης Θεοκτίστης, δηλαδὴ ἐν ἔτει ωπς΄ [886], δὲν ἦτον καθὼς ἐκτίσθη ὁ Ναὸς αὐτὸς εὔμορφος καὶ ὡραῖος, ἀλλ’ ἔσωζε μόνον μερικὰ λείψανα τῆς παλαιᾶς ἐκείνης ὡραιότητος ὁποῦ εἶχε. Εἰ δὲ τότε δὲν ἦτον ὡραῖος καθὼς ἐκτίσθη, πολλῷ μᾶλλον τώρα δὲν ἔχει τὴν παλαιὰν ὡραιότητα· τότε γάρ, λέγει ὁ αὐτὸς Συμεών, ἦτον ἔσωθεν ἐνδυμένος μὲ πριονιστὰ μάρμαρα. Καὶ τόσον ἐλέπτυνεν ὁ τεχνίτης τὴν πέτραν, ὁποῦ ἐφαίνετο πῶς ἦτον ὁ τοῖχος ἐνδυμένος μὲ ῥοῦχα βύσσινα καὶ μὲ πορφυρᾶ ὑφάσματα. Καὶ τόσην ἐπιτηδειότητα καὶ σπουδὴν ἔβαλεν εἰς τὸ τοιοῦτον ἔργον, ὁποῦ ἐφιλονείκησε νὰ δώσῃ τὸ κάλλος καὶ εὐμορφίαν τῆς φύσεως εἰς τὰς ἀψύχους πέτρας. Περὶ δὲ τοῦ ἐπάνω τῆς ἁγίας Τραπέζης κουβουκλίου λέγει, ὅτι τόσην εὐμορφίαν καὶ τερπνότητα εἶχεν, ὥστε ὁποῦ ἔδειχνε τὸ πελέκημα ἐκείνου καὶ τόρνευμα, νὰ μὴ ἔχῃ φύσιν μαρμάρου, ἀλλὰ νὰ φαίνεται ἕνα γάλα πηγμένον.

(5) Σημείωσαι, ὅτι τὸ λείψανον τῆς Ὁσίας ταύτης ἐπῆραν μετὰ ταῦτα ἀπὸ τὴν Πάρον, οἱ ἐν τῇ νήσῳ τῆς Ἰκαρίας κατοικοῦντες. Οἵτινες καὶ ἔχουσιν αὐτὸ ἀποτεθησαυρισμένον εἰς τόπον ἀφανῆ καὶ ἀπόκρυφον, ὡς λέγουσί τινες.

*

Μνήμη τῶν Ὁσίων μητέρων ἡμῶν Εὐστολίας καὶ Σωπάτρας.

Εἰς τὴν Εὐστολίαν.

Ὅλη καλὴ σὺ πρὸς Θεὸν χωρεῖς Λόγον,
Στολαῖς σταλεῖσα ψυχικαῖς Εὐστολία.

Εἰς τὴν Σωπάτραν.

Σωπάτρα Πατρὸς Πνεύματός τε καὶ Λόγου,
Θρόνῳ παρέστη δοῦσα γῇ τὸ σαρκίον.

Ἡ Ἁγία Εὐστολία ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Μαυρικίου βασιλέως ἐν ἔτει φπδ΄ [584], θυγάτηρ γονέων εὐσεβῶν κατοικούντων εἰς τὴν Ῥώμην. Ἐκ νεαρᾶς δὲ ἡλικίας παρέδωκε τὸν ἑαυτόν της εἰς ἕνα Μοναστήριον, καὶ ἐκαταγίνετο εἰς νηστείας καὶ ἀγρυπνίας. Φλεγομένη δὲ ἀπὸ τὸν ἔνθεον ἔρωτα, ἀφῆκε τὴν Ῥώμην καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Καὶ περιτριγυρίσασα τὰς ἐκεῖ ἁγίας Ἐκκλησίας, καὶ πληρώσασα τὸν ἱερὸν πόθον της, ἐπῆγεν εἰς τὸν ἐν Βλαχέρναις Ναὸν τῆς Θεοτόκου, ἐκεῖ δὲ εὑρῆκε Σωπάτραν τὴν θυγατέρα τοῦ βασιλέως Μαυρικίου. Ἐπειδὴ δὲ ἡ ἀρετὴ δὲν δύναται νὰ κρυφθῇ, διὰ τοῦτο παρεκάλει ἡ Σωπάτρα τὴν μακαρίαν Εὐστολίαν ὡς ἐνάρετον οὖσαν, νὰ ἔχῃ αὐτὴν πνευματικήν της μητέρα καὶ φύλακα τῆς ψυχῆς της.

Καὶ λοιπὸν ἀφήσασα ἡ ἀοίδιμος Σωπάτρα τὴν βασιλείαν τοῦ πατρός της καὶ τὰς ἐν τῇ βασιλείᾳ δόξας καὶ ἡδονάς, ἐνεδύθη τὸ μοναχικὸν σχῆμα, καὶ ἐμβῆκεν εἰς ἀγῶνας καὶ πόνους πνευματικούς. Ζητήσασα δὲ ἀπὸ τὸν πατέρα της ἕνα τόπον ἐπιτήδειον, ἔκτισε Ναὸν εὐκτήριον μαζὶ μὲ τὴν Ὁσίαν Εὐστολίαν. Ὅθεν πολλαὶ γυναῖκες εὐλαβεῖς καὶ παρθένοι πηγαίνουσαι ἐκεῖ, ἐμεταχειρίζοντο ὁμοῦ μὲ ἐκείνας τὸν σκληρὸν καὶ κοπιαστικὸν βίον τῆς μοναδικῆς πολιτείας. Ἡ δὲ μακαρία Εὐστολία ἀγωνισαμένη εἰς πολλοὺς χρόνους, καὶ πρόξενος σωτηρίας εἰς πολλοὺς γενομένη, ἐν εἰρήνῃ πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε, διάδοχον τῶν ἀγώνων της καταλιποῦσα τὴν ἀοίδιμον Σωπάτραν τὴν βασιλίδα. Διότι καὶ αὐτή, ἀγωνισαμένη παρομοίως μὲ τὴν πνευματικὴν μητέρα αὑτῆς Εὐστολίαν, ἔφθασεν εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἀρετῆς. Καὶ οὕτως ἀπῆλθεν ἐν εἰρήνῃ πρὸς Κύριον.

*

Όσιος Συμεών ο ΜεταφραστήςὉ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ἐκκλησία σοι Συμεὼν ὄφλει χάριν,
Ὑπὲρ μεταφράσιος Ἁγίων βίων.

Οὗτος ὁ Ὅσιος Συμεὼν πατρίδα εἶχε τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἦτον δὲ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ εὐσεβεστάτου βασιλέως Λέοντος τοῦ Σοφοῦ ἐν ἔτει ωπς΄ [886] (6). Διὰ δὲ τὴν ἀρετὴν αὐτοῦ καὶ σοφίαν, ἀνέβη εἰς τὸ ἀξίωμα τοῦ μαγίστρου καὶ λογοθέτου, καὶ εἶχε πολλὴν τιμὴν κοντὰ εἰς τὸν βασιλέα. Ὅταν δὲ ἐπῆγαν εἰς τὴν Κρήτην οἱ Ἄραβες μὲ ἁρμάδα, καὶ ἐκούρσευον διάφορα χωρία καὶ κάστρα, τότε ὁ βασιλεὺς ἐψήφισεν ἄρχοντα τὸν μέγαν ἐκεῖνον καὶ στρατηγικώτατον Ἡμέρειον. Μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖον ἀπέστειλε καὶ τὸν Ὅσιον τοῦτον Συμεὼν τὸν Μεταφραστήν, ἀποκρισιάριον πρὸς τοὺς Ἄραβας, ὁποῦ ἐτυράννουν τὴν Κρήτην. Εἰς τούτους δὲ τοὺς δύω ἔδωκεν ἐξουσίαν, ἢ νὰ ὑποτάξουν μὲ τὸ καλὸν εἰς τὴν βασιλείαν τοὺς Ἄραβας, ἢ νὰ τοὺς ἀφανίσουν μὲ τὰ πολεμικὰ ἅρματα. Καθὼς ταῦτα διηγεῖται ὁ ἴδιος Μεταφραστής, ὁ γράφων τὸν βίον τῆς προρρηθείσης Ὁσίας Θεοκτίστης τῆς Λεσβίας, τῆς κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην ἑορταζομένης. Ἀγκαλὰ δὲ καὶ ὁ βασιλεὺς ἠγάπα πολλὰ καὶ ἐτίμα τὸν Ὅσιον, τόσον διὰ τὴν σοφίαν καὶ ἀρετήν του, ὅσον καὶ διὰ τὴν φυσικὴν ἀνδρίαν καὶ ἐπιτηδειότητα καὶ ἐμπειρίαν, ὁποῦ εἶχεν εἰς τοὺς πολέμους, μὅλον τοῦτο ὁ ἀοίδιμος Συμεὼν δὲν εἶχε προσπάθειαν εἰς τὰ τοιαῦτα μάταια. Ἀλλὰ ἐμελέτα πρὸ πολλοῦ νὰ παραιτήσῃ τὰ τοῦ κόσμου πράγματα καὶ νὰ γένῃ καλόγηρος. Ὅθεν εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα, ὅτι ἐὰν γυρίσῃ νικητὴς ἀπὸ τὴν Κρήτην, νὰ τοῦ κάμῃ μίαν χάριν ὁποῦ ἔχει νὰ ζητήσῃ. Ὁ δὲ βασιλεὺς ὑπεσχέθη, ὅτι ἀναμφιβόλως μέλλει νὰ πληρώσῃ τὸ ζήτημά του. Ὅθεν πηγαίνωντας εἰς τὴν Κρήτην μὲ τὸν Ἡμέρειον, ἐλάλησεν ὡς ἀποκρισιάριος ἔμπροσθεν εἰς τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν Ἀράβων καὶ τόσον ἐγλύκανεν αὐτοὺς μὲ τὴν σοφίαν τῶν λόγων του, ὥστε ὁποῦ χωρὶς πόλεμον τοὺς ἐνίκησε, καὶ τοὺς ἐκατάπεισε νὰ πληρόνουν εἰς τὸν βασιλέα χαράτζιον.

Ὅθεν γυρίζωντας εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν νικητής, ἐπροσκύνησε τὸν βασιλέα, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τοῦ δώσῃ τὴν χάριν ὁποῦ τοῦ ὑπεσχέθη. Ὁ δὲ βασιλεύς, μὴ ἠξεύρωντας τί ἔχει νὰ τοῦ ζητήσῃ, ἔδωκε τὴν χεῖρά του εἰς τὸν Συμεὼν καὶ τὴν ἐφίλησε (τοιαύτη γὰρ ἦτον συνήθεια) νομίζωντας ὅτι ἔχει νὰ ζητήσῃ χρυσίον, ἢ κᾀμμίαν τιμὴν μεγαλιτέραν, καθὼς ποθοῦν οἱ φιλόκοσμοι. Ὁ δὲ φιλόχριστος μᾶλλον, ἢ φιλόχρυσος Συμεών, δὲν ἐζήτησεν ἄλλο χάρισμα ἀπὸ τὸν βασιλέα, εἰμὴ τὸ νὰ τὸν ἀφήσῃ νὰ γένῃ καλόγηρος. Τότε ὁ βασιλεὺς ἐλυπήθη μέν, διατὶ εἶχε νὰ ὑστερηθῇ τοιοῦτον σοφὸν καὶ στρατηγικώτατον ἄνθρωπον, μὴ δυνάμενος δὲ νὰ παραβῇ τὴν ὑπόσχεσίν του, ἐνηγκαλίσθη τὸν θεῖον Συμεὼν μετὰ δακρύων καὶ τὸν ἐφίλησε, λέγωντας. Ὕπαγε, τέκνον, εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τὸν ὁποῖον παρακάλει καὶ διὰ τὰς ἐδικάς μου ἁμαρτίας.

Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἔγινεν ὁ Ὅσιος μοναχὸς καὶ ἐλυτρώθη ἀπὸ τὴν σύγχυσιν τοῦ κόσμου, τότε συνέγραψεν ὅσους βίους Ἁγίων εὑρῆκεν. Ἔπειτα ὡς πλούσιος ὁποῦ ἦτον, καὶ εἶχε δύναμιν καὶ τρόπον, ἔστειλεν ἀνθρώπους εἰς διάφορα κάστρα καὶ τόπους καὶ ἔφεραν εἰς αὐτὸν ὅσους βίους Ἁγίων εὑρῆκαν, τοὺς ὁποίους αὐτὸς πάλιν ἐμετάφρασεν εἰς γλυκυτάτην φράσιν. Ὅθεν ἐκ τῆς αἰτίας ταύτης ἐπωνομάσθη Μεταφραστής. Καὶ ὅλα ὅσα ἔγραψεν, εἶναι ἀληθῆ καὶ ἀλάνθαστα, τὰ ὁποῖα καὶ οἱ διδάσκαλοι τῶν Ἰταλῶν μετέφρασαν εἰς τὰ ἰταλικά. Καὶ ἔχουσι τὸν Ὅσιον τοῦτον Συμεὼν εἰς τὰ Συναξάριά των ὡς Ἅγιον, καὶ τὸν ἑορτάζουν. Ἐπειδὴ καὶ ἐκοπίασε τόσον διὰ τὸν Κύριον, καὶ διὰ τοὺς Ἁγίους του. Γράφει δὲ καὶ ὁ Δοσίθεος (σελ. 703 τῆς Δωδεκαβίβλου), ὅτι ὅταν ἐκοιμήθη ὁ Ὅσιος οὗτος Συμεών, ἐγκωμίασεν αὐτὸν ὁ σοφὸς ἐκεῖνος Μιχαὴλ ὁ Ψελλός (7).

(6) Οὐκ ὀρθῶς δὲ γράφεται εἰς τὸν Νέον Παράδεισον, ὅτι ἦτον εἰς τὸν καιρὸν Λέοντος τοῦ Μεγάλου.

(7) Περὶ τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τούτου γράφει ὁ Μελέτιος, ὅτι ἦτον ἐπ’ ἀρετῇ διαβεβοημένος. Ὅστις μὲ τὴν ἐπίπνοιαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὰ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ὑπὲρ τῆς ἀληθείας σκάμματα μὲ πολλοὺς ἱδρῶτας καὶ πόνους συνέγραψε. Καὶ καλλωπίσας μὲ δύναμιν λόγου καὶ σοφίας, εἰς ὕμνον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ δόξαν αἰωνίζουσαν τῶν ὑπὲρ αὐτοῦ ἀγωνισθέντων Ἁγίων Μαρτύρων, τὰ μνημολόγια καὶ μαρτυρολόγια συνετάξατο κατὰ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν πᾶς τις ἀπὸ αὐτοὺς τὸν ἀμαράντινον στέφανον ἐστέφθη (τόμ. β΄, σελ. 297). Περὶ τούτου γράφει καὶ ὁ Βελαρμῖνος, Περὶ ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Καὶ ὁ Βαρώνιος εἰς τὸ Χρονικόν.

*

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀντωνίου.

Ἀντώνιον κτείνουσι τὸν θεῖον ξύλοις,
Οἱ τὸ ξύλον τιμῶντες ὡς Θεὸν πλάνοι.

Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Σύρων, πετροπελεκητὴς κατὰ τὴν τέχνην. Βλέπωντας δὲ τοὺς Ἕλληνας, ὁποῦ ἐπήγαιναν εἰς τὸν ναὸν τῶν εἰδώλων καὶ ἐθυσίαζον, ἐσυμβούλευεν αὐτοὺς νὰ ἀφήσουν τὴν πλάνην ταύτην. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν εἰσακούετο διὰ τοῦτο ἀνεχώρησεν εἰς ἔρημον τόπον. Ἐκεῖ δὲ εὑρὼν ἕνα ἀναχωρητὴν καὶ δοῦλον Θεοῦ, Τιμόθεον ὀνομαζόμενον, μαζὶ μὲ αὐτὸν ἔζησε χρόνους τρεῖς. Ἔπειτα λαβὼν τὰς εὐχάς του, ἐκατέβη πάλιν εἰς τὸ χωρίον του, εἰς τὸ ὁποῖον ἐκατοίκει ὁ πεπλανημένος ἐκεῖνος λαὸς τῶν Ἑλλήνων. Εὑρίσκωντας λοιπὸν αὐτοὺς ἑορτάζοντας τοὺς δαίμονας, ἐμβῆκε μέσα εἰς τὸν ναόν τους, καὶ ἐτζάκισεν ὅλα τὰ εἴδωλα. Διὸ καὶ πιασθεὶς ἀπὸ αὐτούς, ἐδάρθη δυνατά. Ἔπειτα ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἀπάμειαν τῆς Συρίας καὶ παρακαλέσας τὸν Ἐπίσκοπον ὀνόματι Ὅσιον, ἔλαβεν ἀπὸ αὐτὸν ἐξουσίαν νὰ κτίσῃ Ναὸν εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅταν λοιπὸν ἄρχισε διὰ νὰ κτίζῃ τὸν Ναόν, ἔμαθον τοῦτο οἱ ἐγχωρῖταί του Ἕλληνες. Ὅθεν ἐπῆγαν τὴν νύκτα, καὶ μὲ τὰ ξύλα ἀσπλάγχνως αὐτὸν ἐθανάτωσαν. Καὶ ἔτζι παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ.

*

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Χριστοφόρος καὶ Μαῦρα ξίφει τελειοῦνται.

Πλάνην ἀμαυροῖ Μαῦρα καρθεῖσα ξίφει,
Χριστοῦ δὲ τμηθεὶς φῶς ὁρᾷ Χριστοφόρος.

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ναρσῆ καὶ Ἀρτέμονος.

Ναρσὴς σὺν Ἀρτέμονι ἐκκοπεὶς ξίφει,
Σὺν Ἀρτέμονι λαμβάνει καὶ τὰ στέφη.

*

Όσιος Ιωάννης ο ΚολοβόςὉ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης, ὁ διὰ τὸ βραχὺ τῆς ἡλικίας ὀνομασθεὶς Κολοβός, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ἰωάννην ἔκρυψε γῆς βραχὺς τόπος,
Ὅς, κᾂν βραχὺς τὸ σῶμα, τὴν πρᾶξιν μέγας (8).

(8) Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ Ὁσίου τούτου Ἰωάννου ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον. Γράφει δὲ περὶ αὐτοῦ ὁ Εὐεργετινὸς (σελ. 203) ὅτι ἔδειξεν ἄκραν καὶ ἀδιάκριτον ὑπακοὴν εἰς τὸν γέροντά του. Ὁ γὰρ γέρωντάς του, ὅστις ἦτον Θηβαῖος, πέρνωντας ἕνα ξύλον ξηρόν, ἐφύτευσεν αὐτό. Εἶτα ἐπρόσταξε τὸν Ἰωάννην νὰ ποτίζῃ αὐτὸ καθ’ ἡμέραν μὲ ἕνα λαγήνιον νερόν, ἕως οὗ νὰ βλαστήσῃ καὶ νὰ κάμῃ καρπόν. Τόσον δὲ μακρὰν ἦτον τὸ νερόν, ὥστε ὁποῦ ἐχρειάζετο διὰ νὰ ὑπάγῃ τινας τὸ βράδυ, καὶ νὰ γυρίσῃ τὸ πρωΐ. Ὅθεν ὁ μακάριος Ἰωάννης ἀδιακρίτως ὑπακούσας, ἐπότιζεν αὐτὸ χρόνους ὁλοκλήρους τρεῖς. Μετὰ δὲ τοὺς τρεῖς χρόνους, ὢ τοῦ θαύματος! ἐβλάστησε τὸ κατάξηρον ξύλον καὶ ἐκαρποφόρησε καρύδια. Πέρνωντας δὲ τὸν καρπὸν ὁ γέρωντάς του, ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Σκήτεως, καὶ εἶπεν εἰς τοὺς ἀδελφούς. Λάβετε φάγετε ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες καρπὸν ὑπακοῆς. Εἰς δὲ τὴν σελ. 279 τοῦ αὐτοῦ ἀναγινώσκομεν, ὅτι ὁ Ἰωάννης οὗτος εἶπε τὰ ἀξιομνημόνευτα ταῦτα. Ἤτοι, ὅτι ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὑπεράνω εἰσὶ πασῶν τῶν ἀρετῶν. Ὅθεν καὶ τὸν πάγκαλον Ἰωσὴφ ἡ ταπεινοφροσύνη πέπρακεν. Ἠδύνατο γὰρ εἰπεῖν, ὅτε ἐπωλεῖτο, ὅτι ἀδελφὸς τῶν πωλούντων εἰμί. Ἐπειδὴ δὲ σιωπῶν καὶ ταπεινούμενος, ἐπωλήθη, διὰ τοῦτο ἡ ταπείνωσις κατέστησεν αὐτὸν ἡγούμενον καὶ ἄρχοντα εἰς Αἴγυπτον. Ὁ αὐτὸς εἶπε πάλιν. Τὸ ἐλαφρὸν φορτίον ἀφήσαντες, ἤτοι τὸ νὰ μεμφώμεθα τὸν ἑαυτόν μας, τὸ βαρὺ φορτίον βαστάζομεν, ἤτοι τὸ νὰ δικαιόνωμεν τὸν ἑαυτόν μας. Ὅθεν περὶ τῆς ταπεινώσεως τοῦ Ἰωάννου τούτου, εἶπέ τις τῶν Πατέρων. Ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης, διὰ τῆς ταπεινώσεως αὐτοῦ, ἐκρέμασεν ὅλην τὴν Σκῆτιν ἐν τῷ μικρῷ δακτύλῳ αὐτοῦ. Ὁ αὐτὸς δὲ Ἰωάννης ὁ Κολοβὸς εἶπεν. Ὁ χορταζόμενος καὶ λαλῶν μετὰ παιδίου, ἤδη ἐπόρνευσε τῷ λογισμῷ μετ’ αὐτοῦ (ἐν τῷ Παραδείσῳ τῶν Πατέρων).

*

Ὁ Ὅσιος Ἑλλάδιος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Εἰ καὶ μετέστης Ἑλλάδιε τοῦ βίου,
Πίναξ ἔμεινας ἀρετῶν τοῖς ἐν βίῳ.

*

Οἱ Ὅσιοι καὶ Θεοφόροι Πατέρες ἡμῶν Εὐθύμιος καὶ Νεόφυτος, οἱ Κτίτορες τῆς Ἱερᾶς καὶ σεβασμίας Μονῆς τοῦ Δοχειαρίου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦνται (9).

Εὐθύμιον συνάμα τῷ Νεοφύτῳ,
Τιμῶ κτίσαντας τὴν Μονὴν Ἀρχαγγέλων.

(9) Τὸ Συναξάριον αὐτῶν ὅρα εἰς τὴν ξεχωριστὴν φυλλάδα τῶν τοῦ Ὄρους ἁγίων Πατέρων. Ἐπειδὴ δὲ ἐνταῦθα ὁ λόγος ἐστὶ περὶ τῆς Ἱερᾶς καὶ σεβασμίας Μονῆς τοῦ Δοχειαρίου, λυπηρόν μοι ἐφάνη νὰ σιωπήσω, καὶ νὰ μὴ δώσω τὴν εἴδησιν εἰς πᾶντας τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ φιλοθεοτόκους Χριστιανούς, περὶ τῆς ἐν τῇ Μονῇ ταύτῃ εὑρισκομένης παλαιᾶς καὶ θαυματουργοῦ εἰκόνος, τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου, τῆς ἐπιλεγομένης Γοργοϋπηκόου. Ὅθεν μετὰ συντομίας ἀναφέρομεν ἐδῶ τὰ περὶ αὐτῆς, ὡσὰν ἕνα καρύκευμα τῶν τῆς Θεοτόκου θερμῶν ἐραστῶν.

Εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τῆς τραπέζης τῆς ἀνωτέρω Μονῆς τοῦ Δοχειαρίου εὑρίσκετο παλαιὰ εἰκὼν τῆς Θεοτόκου. Μὲ τὸ νὰ ἦτον δὲ ἐκεῖθεν διάβασις, συνεχῶς ἐδιάβαινεν ὁ τότε τραπεζάρης τοῦ Μοναστηρίου, μάλιστα δὲ ἐν τῷ καιρῷ τῆς νυκτὸς βαστάζων εἰς τὰς χεῖρας ἀναμμένα δαδία. Κατὰ τὸ ἔτος λοιπόν ͵αχμς΄ [1646] διαβαίνωντας ἐκεῖθεν ὁ τραπεζάρης, ἔχων καὶ τὰ δαδία εἰς τὰς χεῖράς του, ὢ τοῦ θαύματος! ἀκούει μίαν φωνήν, ἐξελθοῦσαν ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καὶ λέγουσαν· «Μὴ περνᾷς ἀπὸ αὐτοῦ, καὶ μαυρίζεις τὸν τόπον μὲ τὸν καπνόν». Ὁ δὲ τραπεζάρης, νομίσας ὅτι ἄνθρωπός τινας ἐφώνησεν, ἐκαταφρόνησε τὴν φωνήν. Μετὰ δὲ ὀλίγας ἡμέρας πάλιν διαβαίνωντας ἐκεῖσε μὲ τὰ δαδία, ἀκούει καὶ δευτέραν φωνὴν λέγουσαν· «Ὦ μοναχὲ ἀμόναχε, ἕως πότε δὲν παύεις καπνίζωντας τὴν ἐμὴν μορφήν, καὶ μαυρίζωντάς με ἀτίμως;» Καὶ ὁμοῦ μὲ τὴν φωνὴν ἔχασεν ὁ τάλας τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν του καὶ ἔμεινε τυφλός.

Ὅθεν αἰσθανθείς, ὅτι ἔσφαλε πολλά, διατὶ ἐκαταφρόνησε τὴν πρώτην φωνήν, κατεσκεύασεν ἕνα στασίδιον ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, παρακαλῶν μετὰ δακρύων τὴν Δέσποιναν τοῦ παντός, ἵνα συγχωρήσῃ αὐτῷ τὸ ἐξ ἀπροσεξίας ἁμάρτημα. Καὶ εἰς σημεῖον τῆς συγχωρήσεως, ἵνα χαρίσῃ αὐτῷ τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν του. Ὅπως βλέπων τὴν ἁγίαν εἰκόνα της, δοξάζῃ καὶ εὐχαριστῇ αὐτὴν πάντοτε. Τί λοιπὸν ἡ φιλανθρωποτάτη Βασίλισσα; Εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς του, καὶ φωνεῖ πρὸς αὐτὸν λέγουσα· «Ἰδοὺ ἀπὸ τῆς σήμερον χαρίζομαί σοι τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν σου. Καὶ πρόσεχε εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μὴ περάσῃς ἀπὸ αὐτοῦ μὲ δαδία. Διότι ἐγὼ εἶμαι ἡ Κυρία τῆς Μονῆς ταύτης, καὶ γοργῶς (ἤτοι ταχέως) ὑπακούω ἐκείνων, ὁποῦ μὲ ἐπικαλοῦνται, καὶ δίδω εἰς αὐτοὺς τὰ πρὸς σωτηρίαν αἰτήματα». Ὅθεν ἔκτοτε ἔλαβε τὴν ἐπωνυμίαν ἡ ἁγία αὐτὴ εἰκών: τὸ νὰ ἐπονομάζεται δηλαδὴ Γοργοϋπήκοος.

Καὶ τῇ ἀληθείᾳ Γοργοϋπήκοος ἐφάνη διὰ τῶν ἔργων ἡ θαυμαστὴ αὕτη εἰκών, γοργῶς καὶ ταχέως ὑπακούουσα ἐκείνων, ὁποῦ προστρέχουν αὐτῇ μετὰ εὐλαβείας καὶ πίστεως. Ἐνήργησε γὰρ αὕτη, καὶ ὁλονένα ἐνεργεῖ πάμπολλα θαύματα, ὄχι μόνον εἰς τὸ ὄρος τοῦ Ἄθω, καὶ εἰς τοὺς ἐν τῷ Ὄρει ἀσκουμένους Μοναχούς, ἀλλὰ καὶ ἔξω εἰς τὰς πόλεις καὶ χωρία, καὶ εἰς τοὺς ἐν αὐτοῖς κατοικοῦντας Χριστιανούς. Καὶ μάρτυρες τούτων ᾑ Κούρσεβαις, ὁ Ἴσβορος, τὸ Γομάτον, τὸ Γοσουβόστι, ἡ Σιλίμνος, ἡ Ζαγορά, ἡ Θεσσαλονίκη, ἡ Βουλγαρία, αἱ Σέρραι, ἡ Θάσος καὶ ἁπλῶς, ἡ Ἀσία, καὶ ἡ Εὐρώπη. Εἰς γὰρ τούτους τοὺς τόπους καὶ ἐπαρχίας ἰάτρευσε καὶ ἰατρεύει ἡ θαυματουργὸς εἰκὼν τῆς Γοργοϋπηκόου διαφόρους ἀσθενείας. Διότι τοὺς ἀτέκνους, εὐτέκνους ποιεῖ, τὰς στείρας γυναῖκας, πολυγόνους ἀποδεικνύει. Τοὺς ἔχοντας τρικούγκουλα, θεραπεύει. Τοὺς κλέπτοντας τὰ ξένα πράγματα, φανερόνοι. Τοὺς ἐν θαλάσσῃ κινδυνεύοντας, ἐλευθερόνοι. Τοὺς ὑπὸ τῶν κλεπτῶν σκλαβωθέντας, λυτρόνοι. Τοὺς πάσχοντας ἀπὸ πονοκέφαλον καὶ κώφωσιν, ὑγιεῖς ἀπεργάζεται. Τοὺς καταδυναστευομένους ἀπὸ ἀγγαρείας, ἀπαλλάττει. Τοὺς παραλύτους, ἀνορθοῖ. Τὰς ἀκρίδας, διώκει. Τοὺς τυφλούς, ὀμματόνοι. Καὶ τοὺς κινδυνεύοντας ἀπὸ θανατηφόρους ἀσθενείας, ἀνιστᾷ καὶ ὑγιεῖς ἀποκαθίστησι. Καθὼς τὰ θαύματα ταῦτα εὑρίσκονται γεγραμμένα εἰς τὴν αὐτὴν Μονὴν τοῦ Δοχειαρίου, μὲ ὅλας τὰς περιστάσεις των.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

 

 Των Αγίων Ονησιφόρου και Πορφυρίου των Μαρτύρων, Ματρώνης, Θεοκτίστης της Λεσβίας κ.α.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.