Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου9 Ιουνίου

Των Αγίων Κυρίλλου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Θέκλας, Μαριάμνης, Μάρθας, Μαρίας, Ενναθά, Αλεξάνδρου Επισκόπου Προύσης κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος Κύριλλος ΑλεξανδρείαςΤω αυτώ μηνί Θ’, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Κυρίλλου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας.

Θανών Κύριλλος της Αλεξάνδρου Πάπας,
Προς Κύριον μετήλθε πάντων Κυρίων.

Εύρατο τυμβοχοήν ένατον Κύριλλος ες ήμαρ.

Τον κατά πλάτος Βίον του Αγίου τούτου Κυρίλλου, όστις ήκμασε κατά το υκ’ [420] έτος, όρα εις το Νέον Εκλόγιον, τον οποίον η εμή αδυναμία μετέφρασεν βέλτιον, και εις ην οράται τελειότητα ήγαγεν. Ομοίως όρα περί του Αγίου τούτου, και εις την δεκάτην ογδόην του Ιαννουαρίου. Σημειούμεν δε ενταύθα, ότι η καθ’ αυτό και κυρία μνήμη και κοίμησις του Αγίου τούτου, εορτάζεται σήμερον. Εις δε την δεκάτην ογδόην του Ιαννουαρίου μηνός, δεν εορτάζεται η μνήμη της κοιμήσεως και τελευτής του, αλλά η μνήμη της φυγής του. Δηλαδή της από της Αλεξανδρείας εις Έφεσον ίσως αναβάσεώς του. Αξία γαρ εορτής εκρίθη η τοιαύτη του Αγίου φυγή, διατί εστάθη αιτία πολλών αγαθών εις την Εκκλησίαν του Χριστού. Καθότι δι’ αυτής, η μεν αγία και Οικουμενική Τρίτη Σύνοδος συνεκροτήθη, η δε του Νεστορίου βλάσφημος αίρεσις εξωστρακίσθη, και η Ορθοδοξία της πίστεως εις την οικουμένην εκηρύχθη. Μαρτυρούσι δε τούτο, και άλλα πολλά, μάλιστα δε οι εν τη δεκάτη ογδόη του Ιαννουαρίου ευρισκόμενοι στίχοι ούτοι (1). «Φυγής Κυρίλλου σήμερον μνήμην άγει. Αλλ’ ου τελευτής της αειμνήστου κτίσις». Το δε, σιγής (αντί φυγής) ευρισκόμενον εν τοις τετυπωμένοις Μηναίοις, τυπογραφικόν σφάλμα εστίν. Ότι δε εξ αντιστρόφου, σήμερον είναι η καθ’ αυτό μνήμη της κοιμήσεως του Αγίου, μαρτυρούσι και τούτο οι ανωτέρω στίχοι του Χριστοφόρου Πατρικίου Μυτιληναίου.

(1) Τούτου του Αγίου την Ακολουθίαν ανεπλήρωσεν η εμή αδυναμία, και τελείαν αυτήν απειργάσατο. Την αναπλήρωσιν δε ταύτην, όρα εν τω τέλει του παρόντος Ιουνίου. Ου γαρ έκρινα εύλογον να μη μεταδώσω εις το κοινόν δια του τύπου, τοιούτου μεγάλου Πατρός τροπάρια. [Σ.τ.ε.: Παρατίθενται εις το τέλος του παρόντος τρίτου τόμου.] Περί του Αγίου Κυρίλλου τούτου γράφει ο Ευεργετινός, σελ. 453, ότι ηρώτησεν αυτόν ένας αδελφός, όστις ενωχλείτο από τους λογισμούς της πορνείας, λέγων· τι ποιήσω Πάτερ; Και απεκρίθη αυτώ ο Άγιος· ανίσως δεν έχης λογισμούς, έχεις την πράξιν, ήτοι ανίσως δεν αντιστέκεσαι εις τους αισχρούς λογισμούς, φανερόν ότι πράττεις αυτούς, και δια τούτο δεν ενοχλείσαι πλέον από αυτούς. Διατί εκείνος οπού τελειόνοι δια του έργου, όσα οι λογισμοί του υποβάλλουσιν, αυτός, πώς θέλει ενοχλείται από αυτούς; Είπε δε ο Άγιος προς τον αδελφόν· μήπως έχης συνομιλίαν και συναναστροφήν με γυναίκα; Ο αδελφός απεκρίθη, ουχί, αλλ’ οι λογισμοί μου, είναι παλαιοί και νέοι ζωγράφοι (ήγουν αι ενθυμήσεις και τα είδωλα των λογισμών, είναι οπού με ενοχλούσιν, αι οποίαι ενθυμήσεις, είναι μεν παλαιοί ζωγράφοι, καθότι παλαιά έφθασαν να τυπωθούν εις την φαντασίαν μου· είναι δε και νέοι ζωγράφοι, καθότι συνεχώς δια της προλήψεως ή προσβολής, νεάζουν και ανακαινίζονται εις την φαντασίαν μου). Απεκρίθη αυτώ ο Άγιος· νεκρούς μη φοβήσαι, αλλά τους ζωντανούς φεύγε, και εκτείνου μάλλον εις προσευχήν. Και νεκρούς μεν, ωνόμασεν ο θείος Πατήρ, τας παλαιάς ενθυμήσεις των απόντων προσώπων, οπού είδε τινάς. Ζωντανούς δε, τας συνομιλίας και συναναστροφάς των παρόντων ζώντων προσώπων, από τα οποία τινάς σκανδαλίζεται. Σημείωσαι, ότι εις τον μέγαν τούτον Κύριλλον εγκώμιον γλαφυρώτατον έπλεξεν ο υπερφυής Ζωναράς, ου η αρχή· «Άρδει μεν ο πολυχεύμων Νείλος, ο ποταμός ο Αιγύπτιος». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τω τετάρτω Πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου, και εν τη του Διονυσίου, αλλά δη και εν τη των Ιβήρων.)

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων πέντε Κανονικών παρθένων, των υπό του Πρεσβυτέρου αυτών αποτμηθεισών, Θέκλας, Μαριάμνης, Μάρθας, Μαρίας, και Ενναθά.

Τας Κανονικάς δια φιλαργυρίαν,
Έκτεινε θύτης· ω θύτου ταλαντάτου!

Κατά τους χρόνους Σαβωρίου του βασιλέως Περσών εν έτει τλ’ [330], ήτον ένας Ιερεύς Παύλος ονομαζόμενος κοντά εις ένα χωρίον ονομαζόμενον Αζά, πλούσιος, έχων μαζί του και πέντε κανονικάς, ήτοι παρθένους Μοναχάς, αι οποίαι ήτον στολισμέναι με την λαμπρότητα των αρετών. Ούτος λοιπόν ιερούργει και συνέψαλλε μαζί με αυτάς, όσα δε άσπρα έδιδον εις αυτόν αι κανονικαί, αυτός τα εθησαύριζεν. Ο δε μισόκαλος Διάβολος, μη υποφέρωντας να βλέπη την κατά Θεόν προκοπήν των κανονικών, η οποία κάθε ημέραν και ώραν αύξανε, και εις το έμπροσθεν επεκτείνετο, τι ετεχνάσθη ο παμπόνηρος; Έκαμε να δοθή εις τον αρχιμάγον του βασιλέως η είδησις αύτη με το μέσον ενός Πέρσου Νιρσή ονομαζομένου, ότι δηλαδή είναι ένας Ιερεύς Χριστιανός πλούσιος, και εάν θέλης, ω αυθέντα, να κερδήσης τον πλούτον του, παράστησον αυτόν έμπροσθέν σου μαζί με τας παρθένους, οπού έχει. Και επειδή εκείναι δεν έχουν να αρνηθούν την πίστιν αυτών, εσύ έχεις να κερδήσης όλον τον πλούτον αυτών.

Ευθύς λοιπόν ο αρχιμάγος επαράστησεν αυτόν έμπροσθέν του ομού με τας κανονικάς και παρθένους, και με όλην την περιουσίαν του. Τότε εμβήκεν ο Σατανάς εις την καρδίαν του Ιερέως, και είπεν εις τον αρχιμάγον. Διατί επήρες τα άσπρα μου, χωρίς να κάμω κανένα κακόν εις εσένα; Ο αρχιμάγος απεκρίθη, επειδή είσαι Χριστιανός, και δεν φυλάττεις την προσταγήν του βασιλέως. Ο Παύλος απεκρίθη, και τι με προστάζεις να κάμω; Ο αρχιμάγος του είπεν. Ανίσως προσκυνήσης τον ήλιον, και φάγης αίμα, έπαρε τα άσπρα σου, και πήγαινε εις το οσπήτι σου. Τότε ο άθλιος Παύλος γυρίσας εδώ και εκεί, και βλέπωντας τα άσπρα, και τα άλλα του πράγματα ερριμμένα κατά γης, ελκύσθη από αυτά. Όθεν απεκρίθη την ελεεινήν ταύτην απόκρισιν, όσα μοι είπες, ω αυθέντα, όλα τα κάμνω. Όθεν ο τάλας προσκυνήσας φευ! τον ήλιον, έφαγεν από το αίμα των θυσιών, και έπιεν από αυτό. Επειδή δε ο αρχιμάγος εξέπεσεν από τον σκοπόν του, και δεν εδυνήθη να πάρη τον πλούτον του αθλίου Παύλου, κατάπεισον, του είπε, και τας υποτασσομένας σοι παρθένους, να κάμουν και αυταίς τούτο το ίδιον, οπού συ έκαμες, και να πάρουν άνδρας, και τότε λάβετε τον πλούτον σας, και πηγαίνετε όπου θέλετε. Τότε ο Παύλος πηγαίνωντας εις τας παρθένους, λέγει εις αυτάς· ο αρχιμάγος επήρε τα άσπρα μας, και παραστήσας εμέ εις το κριτήριον, παρεκίνησέ με να κάμω την προσταγήν του βασιλέως. Όθεν εγώ επροσκύνησα τον ήλιον, και την φωτίαν, και έφαγον και έπιον από το αίμα των θυσιών. Παρακινεί δε ο αυτός και εσάς δια μέσου εμού, να κάμετε τούτο το ίδιον, οπού έκαμα και εγώ, και έτζι να πάρετε τα άσπρα και πράγματα σας, και να υπάγετε εις τον οίκον σας.

Αι δε παρθένοι ακούσασαι ταύτα, όλαι εκ συμφώνου έπτυσαν εις το πρόσωπόν του, και είπον, άθλιε άνθρωπε, ετόλμησας όλως να κάμης εσύ τοιαύτην μεγάλην αμαρτίαν, και έπειτα δεν εντράπης να παρακινής και ημάς εις αυτήν; Ιδού εσύ εφάνης δεύτερος Ιούδας προδότης. Διατί, καθώς εκείνος δια τα άσπρα παρέδωκεν εις θάνατον τον Διδάσκαλον και Δεσπότην ημών Χριστόν, και μόλον οπού δεν εκέρδησεν αυτά, επειδή μετά την παράδοσιν, επήγε και εκρεμάσθη μόνος του, έτζι και εσύ, άθλιε, ωσάν δεύτερος Ιούδας, απώλεσας την ψυχήν σου δια τα αργύρια, και δεν ενθυμήθης, ταλαίπωρε, τον πλούσιον εκείνον, οπού είχεν άσπρα και γεννήματα πολλά, και έλεγε· «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά. Φάγε, πίε, ευφραίνου». Δια τούτο και ήκουσεν· «Άφρον, ταύτη τη νυκτί, την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου, α δε ητοίμασας, τίνι έσται;» Λέγομεν λοιπόν εις εσένα, ως ενώπιον του Θεού παραστεκόμεναι, ότι και τα δύω ταύτα παραδείγματα, και το του Ιούδα, και το του πλουσίου, εις εσένα επληρώθησαν. Όθεν και πάλιν εδευτέρωσαν και έπτυσαν αυτόν εις το πρόσωπον, ως αποστάτην της πίστεως του Χριστού. Τότε κατά προσταγήν του αρχιμάγου, εδάρθησαν αι πέντε παρθένοι ανελεήμονα εις πολλάς ώρας. Όταν δε εδέρνοντο αι αοίδιμοι με ραβδία, τούτον τον λόγον έλεγον· ημείς προσκυνούμεν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, εις δε τας προσταγάς του βασιλέως δεν υπακούομεν και εκείνο οπού θέλεις, ποίησον εις ημάς. Ο δε αρχιμάγος κάθε τρόπον εμηχανάτο, δια να κερδήση τα άσπρα του αθλίου Παύλου. Όθεν απεφάσισε να αποκεφαλισθούν αι τίμιαι παρθένοι, δια της χειρός του ιδίου Παύλου. Απεφάσισε δε τούτο, με τοιούτον σκοπόν. Ότι, αν ο Παύλος δεν καταπεισθή να τας θανατώση ο ίδιος, εκ τούτου να εύρη αφορμήν να πάρη τα άσπρα του, και να θανατώση αυτόν μαζί με τας παρθένους.

Ο δε άθλιος εκείνος ακούσας και μαθών τον τοιούτον σκοπόν του αρχιμάγου, ευθύς γυρίσας και ιδών τα άσπρα του, ενικήθη από την τούτων αγάπην και επιθυμίαν. Όθεν είπε προς τον αρχιμάγον, όσα επρόσταξες, όλα τα κάμνω. Και λοιπόν τετυφλωμένος ώντας από την φιλαργυρίαν, (ω ρύσαι ημάς Κύριε, τοιαύτης φιλαργυρίας!) επήρεν ο τρισάθλιος το σπαθί, και επήγε κοντά εις τας παρθένους, δια να τας αποκεφαλίση. Αι δε Άγιαι, βλέπουσαι αυτόν ερχόμενον κατ’ επάνω των, έμειναν εκστατικαί. Όθεν με μίαν φωνην και αι πέντε εφώναξαν προς αυτόν· άθλιε και ταλαίπωρε, ποιμήν ώντας, ήλθες ωσάν λύκος άγριος δια να θανατώσης ημάς το ποίμνιόν σου; αυτό είναι το τίμιον Σώμα; αυτό είναι το άγιον Αίμα του Κυρίου, τα οποία επέρναμεν από τας ακαθάρτους σου χείρας και τα εμεταλαμβάναμεν; ω της πολλής σου τυφλότητος! ήξευρε, παράνομε, ότι το σπαθί και ο θάνατος, οπού λαμβάνομεν σήμερον από λόγου σου, αυτά θέλουν γένουν εις ημάς ζωή αιώνιος. Και ημείς μεν, πηγαίνομεν προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Εσύ δε δυστυχέστατε πάντων ανθρώπων, θέλεις χάσεις μαζί με τον πλούτον σου και την ψυχήν σου, και ογλίγωρα θέλεις κρεμασθής με σχοινίον, και θέλεις υπάγεις εις τον σύντροφον και ομόφρονά σου Ιούδαν, δια να κολάζεσαι με εκείνον αιώνια. Ταύτα και άλλα όμοια είπον προς αυτόν αι μακάριαι παρθένοι. Έπειτα προσευχηθείσαι, απεκεφαλίσθησαν παρ’ αυτού. Τότε ο αρχιμάγος λέγει προς τον αρνησίχριστον Παύλον με δολιότητα· ήξευρε, ω Παύλε, ότι εγώ εις κανένα άλλον άνθρωπον δεν είδον την ευφυΐαν και επιτηδειότητα, οπού εσύ έχεις. Δια τούτο χωρίς την προσταγήν του βασιλέως, δεν δύναμαι να σε αφήσω. Διότι ο βασιλεύς, αφ’ ου μάθη από λόγου μου την προκοπήν σου, θέλει σε αναβιβάσει εις μεγάλην τιμήν. Όθεν τώρα ευφράνθητι μαζί με εμένα, και μείναι εις το κελλίον τούτο κοντά μου, και τω πρωί θέλω αναφέρω περί σου εις τον βασιλέα. Ο δε άθλιος απεκρίθη, ας γένη καθώς εσύ επρόσταξες. Την νύκτα δε εκείνην απέστειλεν ο αρχιμάγος τους δούλους του εις τον Παύλον, οι οποίοι δέσαντες τον λαιμόν του με σχοινίον, τον έπνιξαν. Τω πρωί δε πηγαίνωντας ο αρχιμάγος, εύρεν αυτόν κρεμασμένον, και είπεν εις τους άλλους, ότι μόνος εκρέμασε τον εαυτόν του. Όθεν κατεβάσας αυτόν από την κρεμάλαν, έρριψεν αυτόν δια να τον φάγουν οι σκύλοι. Και εκείνος μεν ο άθλιος, με τοιούτον τρόπον απέρριψε την ψυχήν του. Ο δε αρχιμάγος, εκέρδησεν όλα τα άσπρα του, και έτζι έλαβε τέλος και έκβασιν η πρόρρησις των αγίων γυναικών. Ο γαρ ταλαίπωρος Παύλος κρεμασθείς, έλαβε διπλούν θάνατον και της ψυχής, και του σώματος (2).

(2) Όντως εις τούτον τον ταλαίπωρον αρμόζουσι τα λόγια εκείνα του Χρυσοστόμου, τα οποία βάλλει κατά της φιλαργυρίας και πλεονεξίας, και των φιλαργύρων και πλεονεκτών. «Επάρατος ο της πλεονεξίας βωμός. Παρά γαρ τον των ειδώλων αν έλθης βωμόν, όψει αιγείων και βοείων αιμάτων όζοντα. Παρά δε τον της πλεονεξίας βωμόν αν έλθης, αιμάτων ανθρωπίνων όψει χαλεπόν αποπνέοντα. Αν παραστής ενταύθα, ου θεάση πτερά καιόμενα ορνίθων, ουδέ κνίσσαν και καπνόν αναδιδόμενον, αλλά σώματα ανθρώπων απολλύμενα. Οι μεν γαρ, εις κρημνούς εαυτούς έρριψαν, οι δε βρόχον ήψαν (ήτοι εκρεμάσθησαν) οι δε, ξίφος διήλασαν δια του λαιμού. Είδες θυσίας ωμάς και απανθρώπους; βούλει τούτων χαλεπωτέρας ιδείν; εγώ σοι δείξω, ουκέτι σώματα ανθρώπων, αλλά και ψυχάς ανθρώπων κατασφαττομένας εκεί. Ου κορέννυται, ουδέ ίσταται μέχρι του αίματος των ανθρώπων, αλλ’ αν μη και την ψυχήν αυτήν καταθύση, ουκ εμπίπλαται ο της πλεονεξίας βωμός» (Λογ. ιη’ εις την προς Εφεσ.). Όρα και εις την εικοστήν έκτην του Σεπτεμβρίου.

*

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Αλέξανδρος Επίσκοπος Προύσης, ξίφει τελειούται.

Πανευπρεπής σοι κόσμος ιερωσύνης,
Ο λαμπρός άθλος Αλέξανδρε του ξίφους.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Ανανίας, ξίφει τελειούται.

Την γλώσσαν είχεν ως σπάθην κατά πλάνης,
Ανανίας ο Μάρτυς, ον κτείνει σπάθη.

*

Ο Όσιος Κύρος, εν ειρήνη τελειούται.

Μη την νοητήν εικόνα χράνας Κύρε,
Θεώ παρέστης, ούπερ ει κατ’ εικόνα.

*

Αι Άγιαι τρεις Παρθενομάρτυρες αι από Χίου, ξίφει τελειούνται.

Εστιμμίσαντο τη χρόα των αιμάτων,
Νύμφαι Θεού τρεις, ας ανείλε το ξίφος (3).

(3) Περιττώς δε γράφεται εδώ, η μνήμη και το Συναξάριον της Αγίας Μάρτυρος Πελαγίας της εξ Αντιοχείας της κρημνισάσης εαυτήν. Ταύτης γαρ η μνήμη και το Συναξάριον εγράφη κατά την ογδόην του Οκτωβρίου.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος Κύριλλος ΑλεξανδρείαςΤῷ αὐτῷ μηνὶ Θ΄, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Κυρίλλου Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας.

Θανὼν Κύριλλος τῆς Ἀλεξάνδρου Πάπας,
Πρὸς Κύριον μετῆλθε πάντων Κυρίων.

Εὕρατο τυμβοχοὴν ἔνατον Κύριλλος ἐς ἦμαρ.

Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ Ἁγίου τούτου Κυρίλλου, ὅστις ἤκμασε κατὰ τὸ υκ΄ [420] ἔτος, ὅρα εἰς τὸ Νέον Ἐκλόγιον, τὸν ὁποῖον ἡ ἐμὴ ἀδυναμία μετέφρασεν βέλτιον, καὶ εἰς ἣν ὁρᾶται τελειότητα ἤγαγεν. Ὁμοίως ὅρα περὶ τοῦ Ἁγίου τούτου, καὶ εἰς τὴν δεκάτην ὀγδόην τοῦ Ἰαννουαρίου. Σημειοῦμεν δὲ ἐνταῦθα, ὅτι ἡ καθ’ αὑτὸ καὶ κυρία μνήμη καὶ κοίμησις τοῦ Ἁγίου τούτου, ἑορτάζεται σήμερον. Εἰς δὲ τὴν δεκάτην ὀγδόην τοῦ Ἰαννουαρίου μηνός, δὲν ἑορτάζεται ἡ μνήμη τῆς κοιμήσεως καὶ τελευτῆς του, ἀλλὰ ἡ μνήμη τῆς φυγῆς του. Δηλαδὴ τῆς ἀπὸ τῆς Ἀλεξανδρείας εἰς Ἔφεσον ἴσως ἀναβάσεώς του. Ἀξία γὰρ ἑορτῆς ἐκρίθη ἡ τοιαύτη τοῦ Ἁγίου φυγή, διατὶ ἐστάθη αἰτία πολλῶν ἀγαθῶν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Καθότι δι’ αὐτῆς, ἡ μὲν ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Τρίτη Σύνοδος συνεκροτήθη, ἡ δὲ τοῦ Νεστορίου βλάσφημος αἵρεσις ἐξωστρακίσθη, καὶ ἡ Ὀρθοδοξία τῆς πίστεως εἰς τὴν οἰκουμένην ἐκηρύχθη. Μαρτυροῦσι δὲ τοῦτο, καὶ ἄλλα πολλά, μάλιστα δὲ οἱ ἐν τῇ δεκάτῃ ὀγδόῃ τοῦ Ἰαννουαρίου εὑρισκόμενοι στίχοι οὗτοι (1). «Φυγῆς Κυρίλλου σήμερον μνήμην ἄγει. Ἀλλ’ οὐ τελευτῆς τῆς ᾀειμνήστου κτίσις». Τὸ δέ, σιγῆς (ἀντὶ φυγῆς) εὑρισκόμενον ἐν τοῖς τετυπωμένοις Μηναίοις, τυπογραφικὸν σφάλμα ἐστίν. Ὅτι δὲ ἐξ ἀντιστρόφου, σήμερον εἶναι ἡ καθ’ αὑτὸ μνήμη τῆς κοιμήσεως τοῦ Ἁγίου, μαρτυροῦσι καὶ τοῦτο οἱ ἀνωτέρω στίχοι τοῦ Χριστοφόρου Πατρικίου Μυτιληναίου.

(1) Τούτου τοῦ Ἁγίου τὴν Ἀκολουθίαν ἀνεπλήρωσεν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία, καὶ τελείαν αὐτὴν ἀπειργάσατο. Τὴν ἀναπλήρωσιν δὲ ταύτην, ὅρα ἐν τῷ τέλει τοῦ παρόντος Ἰουνίου. Οὐ γὰρ ἔκρινα εὔλογον νὰ μὴ μεταδώσω εἰς τὸ κοινὸν διὰ τοῦ τύπου, τοιούτου μεγάλου Πατρὸς τροπάρια. [Σ.τ.ἐ.: Παρατίθενται εἰς τὸ τέλος τοῦ παρόντος τρίτου τόμου.] Περὶ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου τούτου γράφει ὁ Εὐεργετινός, σελ. 453, ὅτι ἠρώτησεν αὐτὸν ἕνας ἀδελφός, ὅστις ἐνωχλεῖτο ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς πορνείας, λέγων· τί ποιήσω Πάτερ; Καὶ ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἅγιος· ἀνίσως δὲν ἔχῃς λογισμούς, ἔχεις τὴν πρᾶξιν, ἤτοι ἀνίσως δὲν ἀντιστέκεσαι εἰς τοὺς αἰσχροὺς λογισμούς, φανερὸν ὅτι πράττεις αὐτούς, καὶ διὰ τοῦτο δὲν ἐνοχλεῖσαι πλέον ἀπὸ αὐτούς. Διατὶ ἐκεῖνος ὁποῦ τελειόνοι διὰ τοῦ ἔργου, ὅσα οἱ λογισμοὶ τοῦ ὑποβάλλουσιν, αὐτός, πῶς θέλει ἐνοχλεῖται ἀπὸ αὐτούς; Εἶπε δὲ ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν ἀδελφόν· μήπως ἔχῃς συνομιλίαν καὶ συναναστροφὴν μὲ γυναῖκα; Ὁ ἀδελφὸς ἀπεκρίθη, οὐχί, ἀλλ’ οἱ λογισμοί μου, εἶναι παλαιοὶ καὶ νέοι ζωγράφοι (ἤγουν αἱ ἐνθυμήσεις καὶ τὰ εἴδωλα τῶν λογισμῶν, εἶναι ὁποῦ μὲ ἐνοχλοῦσιν, αἱ ὁποῖαι ἐνθυμήσεις, εἶναι μὲν παλαιοὶ ζωγράφοι, καθότι παλαιὰ ἔφθασαν νὰ τυπωθοῦν εἰς τὴν φαντασίαν μου· εἶναι δὲ καὶ νέοι ζωγράφοι, καθότι συνεχῶς διὰ τῆς προλήψεως ἢ προσβολῆς, νεάζουν καὶ ἀνακαινίζονται εἰς τὴν φαντασίαν μου). Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἅγιος· νεκροὺς μὴ φοβῆσαι, ἀλλὰ τοὺς ζωντανοὺς φεῦγε, καὶ ἐκτείνου μᾶλλον εἰς προσευχήν. Καὶ νεκροὺς μέν, ὠνόμασεν ὁ θεῖος Πατήρ, τὰς παλαιὰς ἐνθυμήσεις τῶν ἀπόντων προσώπων, ὁποῦ εἶδέ τινας. Ζωντανοὺς δέ, τὰς συνομιλίας καὶ συναναστροφὰς τῶν παρόντων ζώντων προσώπων, ἀπὸ τὰ ὁποῖά τινας σκανδαλίζεται. Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὸν μέγαν τοῦτον Κύριλλον ἐγκώμιον γλαφυρώτατον ἔπλεξεν ὁ ὑπερφυὴς Ζωναρᾶς, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἄρδει μὲν ὁ πολυχεύμων Νεῖλος, ὁ ποταμὸς ὁ Αἰγύπτιος». (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῷ τετάρτῳ Πανηγυρικῷ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου, καὶ ἐν τῇ τοῦ Διονυσίου, ἀλλὰ δὴ καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων.)

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων πέντε Κανονικῶν παρθένων, τῶν ὑπὸ τοῦ Πρεσβυτέρου αὐτῶν ἀποτμηθεισῶν, Θέκλας, Μαριάμνης, Μάρθας, Μαρίας, καὶ Ἐνναθᾶ.

Τὰς Κανονικὰς διὰ φιλαργυρίαν,
Ἔκτεινε θύτης· ὢ θύτου ταλαντάτου!

Κατὰ τοὺς χρόνους Σαβωρίου τοῦ βασιλέως Περσῶν ἐν ἔτει τλ΄ [330], ἦτον ἕνας Ἱερεὺς Παῦλος ὀνομαζόμενος κοντὰ εἰς ἕνα χωρίον ὀνομαζόμενον Ἀζᾶ, πλούσιος, ἔχων μαζί του καὶ πέντε κανονικάς, ἤτοι παρθένους Μοναχάς, αἱ ὁποῖαι ἦτον στολισμέναι μὲ τὴν λαμπρότητα τῶν ἀρετῶν. Οὗτος λοιπὸν ἱερούργει καὶ συνέψαλλε μαζὶ μὲ αὐτάς, ὅσα δὲ ἄσπρα ἔδιδον εἰς αὐτὸν αἱ κανονικαί, αὐτὸς τὰ ἐθησαύριζεν. Ὁ δὲ μισόκαλος Διάβολος, μὴ ὑποφέρωντας νὰ βλέπῃ τὴν κατὰ Θεὸν προκοπὴν τῶν κανονικῶν, ἡ ὁποία κάθε ἡμέραν καὶ ὥραν αὔξανε, καὶ εἰς τὸ ἔμπροσθεν ἐπεκτείνετο, τί ἐτεχνάσθη ὁ παμπόνηρος; Ἔκαμε νὰ δοθῇ εἰς τὸν ἀρχιμάγον τοῦ βασιλέως ἡ εἴδησις αὕτη μὲ τὸ μέσον ἑνὸς Πέρσου Νιρσῆ ὀνομαζομένου, ὅτι δηλαδὴ εἶναι ἕνας Ἱερεὺς Χριστιανὸς πλούσιος, καὶ ἐὰν θέλῃς, ὦ αὐθέντα, νὰ κερδήσῃς τὸν πλοῦτόν του, παράστησον αὐτὸν ἔμπροσθέν σου μαζὶ μὲ τὰς παρθένους, ὁποῦ ἔχει. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖναι δὲν ἔχουν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστιν αὑτῶν, ἐσὺ ἔχεις νὰ κερδήσῃς ὅλον τὸν πλοῦτον αὐτῶν.

Εὐθὺς λοιπὸν ὁ ἀρχιμάγος ἐπαράστησεν αὐτὸν ἔμπροσθέν του ὁμοῦ μὲ τὰς κανονικὰς καὶ παρθένους, καὶ μὲ ὅλην τὴν περιουσίαν του. Τότε ἐμβῆκεν ὁ Σατανᾶς εἰς τὴν καρδίαν τοῦ Ἱερέως, καὶ εἶπεν εἰς τὸν ἀρχιμάγον. Διατί ἐπῆρες τὰ ἄσπρα μου, χωρὶς νὰ κάμω κᾀνένα κακὸν εἰς ἐσένα; Ὁ ἀρχιμάγος ἀπεκρίθη, ἐπειδὴ εἶσαι Χριστιανός, καὶ δὲν φυλάττεις τὴν προσταγὴν τοῦ βασιλέως. Ὁ Παῦλος ἀπεκρίθη, καὶ τί μὲ προστάζεις νὰ κάμω; Ὁ ἀρχιμάγος τοῦ εἶπεν. Ἀνίσως προσκυνήσῃς τὸν ἥλιον, καὶ φάγῃς αἷμα, ἔπαρε τὰ ἄσπρα σου, καὶ πήγαινε εἰς τὸ ὁσπῆτί σου. Τότε ὁ ἄθλιος Παῦλος γυρίσας ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, καὶ βλέπωντας τὰ ἄσπρα, καὶ τὰ ἄλλα του πράγματα ἐρριμμένα κατὰ γῆς, ἑλκύσθη ἀπὸ αὐτά. Ὅθεν ἀπεκρίθη τὴν ἐλεεινὴν ταύτην ἀπόκρισιν, ὅσα μοι εἶπες, ὦ αὐθέντα, ὅλα τὰ κάμνω. Ὅθεν ὁ τάλας προσκυνήσας φεῦ! τὸν ἥλιον, ἔφαγεν ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν θυσιῶν, καὶ ἔπιεν ἀπὸ αὐτό. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἀρχιμάγος ἐξέπεσεν ἀπὸ τὸν σκοπόν του, καὶ δὲν ἐδυνήθη νὰ πάρῃ τὸν πλοῦτον τοῦ ἀθλίου Παύλου, κατάπεισον, τοῦ εἶπε, καὶ τὰς ὑποτασσομένας σοι παρθένους, νὰ κάμουν καὶ αὐταῖς τοῦτο τὸ ἴδιον, ὁποῦ σὺ ἔκαμες, καὶ νὰ πάρουν ἄνδρας, καὶ τότε λάβετε τὸν πλοῦτόν σας, καὶ πηγαίνετε ὅπου θέλετε. Τότε ὁ Παῦλος πηγαίνωντας εἰς τὰς παρθένους, λέγει εἰς αὐτάς· ὁ ἀρχιμάγος ἐπῆρε τὰ ἄσπρα μας, καὶ παραστήσας ἐμὲ εἰς τὸ κριτήριον, παρεκίνησέ με νὰ κάμω τὴν προσταγὴν τοῦ βασιλέως. Ὅθεν ἐγὼ ἐπροσκύνησα τὸν ἥλιον, καὶ τὴν φωτίαν, καὶ ἔφαγον καὶ ἔπιον ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν θυσιὼν. Παρακινεῖ δὲ ὁ αὐτὸς καὶ ἐσᾶς διὰ μέσου ἐμοῦ, νὰ κάμετε τοῦτο τὸ ἴδιον, ὁποῦ ἔκαμα καὶ ἐγώ, καὶ ἔτζι νὰ πάρετε τὰ ἄσπρα καὶ πράγματα σας, καὶ νὰ ὑπάγετε εἰς τὸν οἶκόν σας.

Αἱ δὲ παρθένοι ἀκούσασαι ταῦτα, ὅλαι ἐκ συμφώνου ἔπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπόν του, καὶ εἶπον, ἄθλιε ἄνθρωπε, ἐτόλμησας ὅλως νὰ κάμῃς ἐσὺ τοιαύτην μεγάλην ἁμαρτίαν, καὶ ἔπειτα δὲν ἐντράπης νὰ παρακινῇς καὶ ἡμᾶς εἰς αὐτήν; Ἰδοὺ ἐσὺ ἐφάνης δεύτερος Ἰούδας προδότης. Διατὶ, καθὼς ἐκεῖνος διὰ τὰ ἄσπρα παρέδωκεν εἰς θάνατον τὸν Διδάσκαλον καὶ Δεσπότην ἡμῶν Χριστόν, καὶ μὅλον ὁποῦ δὲν ἐκέρδησεν αὐτά, ἐπειδὴ μετὰ τὴν παράδοσιν, ἐπῆγε καὶ ἐκρεμάσθη μόνος του, ἔτζι καὶ ἐσύ, ἄθλιε, ὡσὰν δεύτερος Ἰούδας, ἀπώλεσας τὴν ψυχήν σου διὰ τὰ ἀργύρια, καὶ δὲν ἐνθυμήθης, ταλαίπωρε, τὸν πλούσιον ἐκεῖνον, ὁποῦ εἶχεν ἄσπρα καὶ γεννήματα πολλά, καὶ ἔλεγε· «Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά. Φάγε, πίε, εὐφραίνου». Διὰ τοῦτο καὶ ἤκουσεν· «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί, τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ, ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται;» Λέγομεν λοιπὸν εἰς ἐσένα, ὡς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ παραστεκόμεναι, ὅτι καὶ τὰ δύω ταῦτα παραδείγματα, καὶ τὸ τοῦ Ἰούδα, καὶ τὸ τοῦ πλουσίου, εἰς ἐσένα ἐπληρώθησαν. Ὅθεν καὶ πάλιν ἐδευτέρωσαν καὶ ἔπτυσαν αὐτὸν εἰς τὸ πρόσωπον, ὡς ἀποστάτην τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Τότε κατὰ προσταγὴν τοῦ ἀρχιμάγου, ἐδάρθησαν αἱ πέντε παρθένοι ἀνελεήμονα εἰς πολλὰς ὥρας. Ὅταν δὲ ἐδέρνοντο αἱ ἀοίδιμοι μὲ ῥαβδία, τοῦτον τὸν λόγον ἔλεγον· ἡμεῖς προσκυνοῦμεν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, εἰς δὲ τὰς προσταγὰς τοῦ βασιλέως δὲν ὑπακούομεν καὶ ἐκεῖνο ὁποῦ θέλεις, ποίησον εἰς ἡμᾶς. Ὁ δὲ ἀρχιμάγος κάθε τρόπον ἐμηχανᾶτο, διὰ νὰ κερδήσῃ τὰ ἄσπρα τοῦ ἀθλίου Παύλου. Ὅθεν ἀπεφάσισε νὰ ἀποκεφαλισθοῦν αἱ τίμιαι παρθένοι, διὰ τῆς χειρὸς τοῦ ἰδίου Παύλου. Ἀπεφάσισε δὲ τοῦτο, μὲ τοιοῦτον σκοπόν. Ὅτι, ἂν ὁ Παῦλος δὲν καταπεισθῇ νὰ τὰς θανατώσῃ ὁ ἴδιος, ἐκ τούτου νὰ εὕρῃ ἀφορμὴν νὰ πάρῃ τὰ ἄσπρα του, καὶ νὰ θανατώσῃ αὐτὸν μαζὶ μὲ τὰς παρθένους.

Ὁ δὲ ἄθλιος ἐκεῖνος ἀκούσας καὶ μαθὼν τὸν τοιοῦτον σκοπὸν τοῦ ἀρχιμάγου, εὐθὺς γυρίσας καὶ ἰδὼν τὰ ἄσπρα του, ἐνικήθη ἀπὸ τὴν τούτων ἀγάπην καὶ ἐπιθυμίαν. Ὅθεν εἶπε πρὸς τὸν ἀρχιμάγον, ὅσα ἐπρόσταξες, ὅλα τὰ κάμνω. Καὶ λοιπὸν τετυφλωμένος ὤντας ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν, (ὢ ῥῦσαι ἡμᾶς Κύριε, τοιαύτης φιλαργυρίας!) ἐπῆρεν ὁ τρισάθλιος τὸ σπαθί, καὶ ἐπῆγε κοντὰ εἰς τὰς παρθένους, διὰ νὰ τὰς ἀποκεφαλίσῃ. Αἱ δὲ Ἅγιαι, βλέπουσαι αὐτὸν ἐρχόμενον κατ’ ἐπάνω των, ἔμειναν ἐκστατικαί. Ὅθεν μὲ μίαν φωνην καὶ αἱ πέντε ἐφώναξαν πρὸς αὐτόν· ἄθλιε καὶ ταλαίπωρε, ποιμὴν ὤντας, ἦλθες ὡσὰν λύκος ἄγριος διὰ νὰ θανατώσῃς ἡμᾶς τὸ ποίμνιόν σου; αὐτὸ εἶναι τὸ τίμιον Σῶμα; αὐτὸ εἶναι τὸ ἅγιον Αἷμα τοῦ Κυρίου, τὰ ὁποῖα ἐπέρναμεν ἀπὸ τὰς ἀκαθάρτους σου χεῖρας καὶ τὰ ἐμεταλαμβάναμεν; ὢ τῆς πολλῆς σου τυφλότητος! ἤξευρε, παράνομε, ὅτι τὸ σπαθὶ καὶ ὁ θάνατος, ὁποῦ λαμβάνομεν σήμερον ἀπὸ λόγου σου, αὐτὰ θέλουν γένουν εἰς ἡμᾶς ζωὴ αἰώνιος. Καὶ ἡμεῖς μέν, πηγαίνομεν πρὸς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἐσὺ δὲ δυστυχέστατε πάντων ἀνθρώπων, θέλεις χάσεις μαζὶ μὲ τὸν πλοῦτόν σου καὶ τὴν ψυχήν σου, καὶ ὀγλίγωρα θέλεις κρεμασθῇς μὲ σχοινίον, καὶ θέλεις ὑπάγεις εἰς τὸν σύντροφον καὶ ὁμόφρονά σου Ἰούδαν, διὰ νὰ κολάζεσαι μὲ ἐκεῖνον αἰώνια. Ταῦτα καὶ ἄλλα ὅμοια εἶπον πρὸς αὐτὸν αἱ μακάριαι παρθένοι. Ἔπειτα προσευχηθεῖσαι, ἀπεκεφαλίσθησαν παρ’ αὐτοῦ. Τότε ὁ ἀρχιμάγος λέγει πρὸς τὸν ἀρνησίχριστον Παῦλον μὲ δολιότητα· ἤξευρε, ὦ Παῦλε, ὅτι ἐγὼ εἰς κᾀνένα ἄλλον ἄνθρωπον δὲν εἶδον τὴν εὐφυΐαν καὶ ἐπιτηδειότητα, ὁποῦ ἐσὺ ἔχεις. Διὰ τοῦτο χωρὶς τὴν προσταγὴν τοῦ βασιλέως, δὲν δύναμαι νὰ σὲ ἀφήσω. Διότι ὁ βασιλεύς, ἀφ’ οὗ μάθῃ ἀπὸ λόγου μου τὴν προκοπήν σου, θέλει σὲ ἀναβιβάσει εἰς μεγάλην τιμήν. Ὅθεν τώρα εὐφράνθητι μαζὶ μὲ ἐμένα, καὶ μεῖναι εἰς τὸ κελλίον τοῦτο κοντά μου, καὶ τῷ πρωῒ θέλω ἀναφέρω περὶ σοῦ εἰς τὸν βασιλέα. Ὁ δὲ ἄθλιος ἀπεκρίθη, ἂς γένῃ καθὼς ἐσὺ ἐπρόσταξες. Τὴν νύκτα δὲ ἐκείνην ἀπέστειλεν ὁ ἀρχιμάγος τοὺς δούλους του εἰς τὸν Παῦλον, οἱ ὁποῖοι δέσαντες τὸν λαιμόν του μὲ σχοινίον, τὸν ἔπνιξαν. Τῷ πρωῒ δὲ πηγαίνωντας ὁ ἀρχιμάγος, εὗρεν αὐτὸν κρεμασμένον, καὶ εἶπεν εἰς τοὺς ἄλλους, ὅτι μόνος ἐκρέμασε τὸν ἑαυτόν του. Ὅθεν κατεβάσας αὐτὸν ἀπὸ τὴν κρεμάλαν, ἔρριψεν αὐτὸν διὰ νὰ τὸν φάγουν οἱ σκύλοι. Καὶ ἐκεῖνος μὲν ὁ ἄθλιος, μὲ τοιοῦτον τρόπον ἀπέρριψε τὴν ψυχήν του. Ὁ δὲ ἀρχιμάγος, ἐκέρδησεν ὅλα τὰ ἄσπρα του, καὶ ἔτζι ἔλαβε τέλος καὶ ἔκβασιν ἡ πρόρρησις τῶν ἁγίων γυναικῶν. Ὁ γὰρ ταλαίπωρος Παῦλος κρεμασθείς, ἔλαβε διπλοῦν θάνατον καὶ τῆς ψυχῆς, καὶ τοῦ σώματος (2).

(2) Ὄντως εἰς τοῦτον τὸν ταλαίπωρον ἁρμόζουσι τὰ λόγια ἐκεῖνα τοῦ Χρυσοστόμου, τὰ ὁποῖα βάλλει κατὰ τῆς φιλαργυρίας καὶ πλεονεξίας, καὶ τῶν φιλαργύρων καὶ πλεονεκτῶν. «Ἐπάρατος ὁ τῆς πλεονεξίας βωμός. Παρὰ γὰρ τὸν τῶν εἰδώλων ἂν ἔλθῃς βωμόν, ὄψει αἰγείων καὶ βοείων αἱμάτων ὄζοντα. Παρὰ δὲ τὸν τῆς πλεονεξίας βωμὸν ἂν ἔλθῃς, αἱμάτων ἀνθρωπίνων ὄψει χαλεπὸν ἀποπνέοντα. Ἂν παραστῇς ἐνταῦθα, οὐ θεάσῃ πτερὰ καιόμενα ὀρνίθων, οὐδὲ κνίσσαν καὶ καπνὸν ἀναδιδόμενον, ἀλλὰ σώματα ἀνθρώπων ἀπολλύμενα. Οἱ μὲν γάρ, εἰς κρημνοὺς ἑαυτοὺς ἔρριψαν, οἱ δὲ βρόχον ἧψαν (ἤτοι ἐκρεμάσθησαν) οἱ δέ, ξίφος διήλασαν διὰ τοῦ λαιμοῦ. Εἶδες θυσίας ὠμὰς καὶ ἀπανθρώπους; βούλει τούτων χαλεπωτέρας ἰδεῖν; ἐγώ σοι δείξω, οὐκέτι σώματα ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ψυχὰς ἀνθρώπων κατασφαττομένας ἐκεῖ. Οὐ κορέννυται, οὐδὲ ἵσταται μέχρι τοῦ αἵματος τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ’ ἂν μὴ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτὴν καταθύσῃ, οὐκ ἐμπίπλαται ὁ τῆς πλεονεξίας βωμός» (Λόγ. ιη΄ εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσ.). Ὅρα καὶ εἰς τὴν εἰκοστὴν ἕκτην τοῦ Σεπτεμβρίου.

*

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀλέξανδρος Ἐπίσκοπος Προύσης, ξίφει τελειοῦται.

Πανευπρεπής σοι κόσμος ἱερωσύνης,
Ὁ λαμπρὸς ἆθλος Ἀλέξανδρε τοῦ ξίφους.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀνανίας, ξίφει τελειοῦται.

Τὴν γλῶσσαν εἶχεν ὡς σπάθην κατὰ πλάνης,
Ἀνανίας ὁ Μάρτυς, ὃν κτείνει σπάθη.

*

Ὁ Ὅσιος Κῦρος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Μὴ τὴν νοητὴν εἰκόνα χράνας Κῦρε,
Θεῷ παρέστης, οὗπερ εἶ κατ’ εἰκόνα.

*

Αἱ Ἅγιαι τρεῖς Παρθενομάρτυρες αἱ ἀπὸ Χίου, ξίφει τελειοῦνται.

Ἑστιμμίσαντο τῇ χρόᾳ τῶν αἱμάτων,
Νύμφαι Θεοῦ τρεῖς, ἃς ἀνεῖλε τὸ ξίφος (3).

(3) Περιττῶς δὲ γράφεται ἐδῶ, ἡ μνήμη καὶ τὸ Συναξάριον τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Πελαγίας τῆς ἐξ Ἀντιοχείας τῆς κρημνισάσης ἑαυτήν. Ταύτης γὰρ ἡ μνήμη καὶ τὸ Συναξάριον ἐγράφη κατὰ τὴν ὀγδόην τοῦ Ὀκτωβρίου.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

 

 

Των Αγίων Κυρίλλου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Θέκλας, Μαριάμνης, Μάρθας, Μαρίας, Ενναθά, Αλεξάνδρου Επισκόπου Προύσης κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.