Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου9 Ιανουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Θ’, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου.
Ο Πολύευκτος ου πάθος τομή Λόγε,
Πολλής δι’ ευχής είχε σου παθείν χάριν.
Αμφ’ ενάτην Πολύευκτε το μη πολύ δώκέ σοι εύχος.
Ούτος ήτον κατά τους χρόνους των βασιλέων Δεκίου και Βαλλεριανού, εν έτει σνε’ [255], στρατιωτικήν τέχνην έχων εις την πόλιν της Αρμενίας Μελιτινήν, ο οποίος πρώτος εμαρτύρησεν εις την αυτήν πόλιν. Επειδή γαρ εξεδόθη νόμος ασεβής, ο οποίος επρόσταζε να αρνούνται οι Χριστιανοί τον Χριστόν, εκείνοι δε οπού δεν πείθονται, να λαμβάνουν ζημίαν τον θάνατον, τούτου χάριν ο του Χριστού γενναίος αθλητής Πολύευκτος, χωρίς να δειλιάση τελείως, εκήρυξε παρρησία τον Χριστόν. Και με το πολύ θάρρος και την μεγαλοψυχίαν του, εσύντριψε τα είδωλα τα παρά των Ελλήνων σεβόμενα. Και αγκαλά ο πενθερός του τον εσυμβούλευε να αρνηθή τον Χριστόν, και η γυνή του εθρήνει και ωλοφύρετο δι’ αυτόν, αυτός όμως ο καρτερόψυχος, ούτε εις τας συμβουλάς του πενθερού του επείσθη, ούτε εις τους θρήνους της γυναικός του εσυμπόνεσεν. Εφύλαττε δε βεβαίας τας συμφωνίας και υποσχέσεις οπού έδωκεν εις τον Μάρτυρα Νέαρχον τον φίλον του, ο οποίος εφοβείτο και υπώπτευε, μήπως μετατεθή από την πίστιν του Χριστού. Όθεν μείνας στερεός και αμετασάλευτος εν τη ομολογία της πίστεως, έλαβε τον δια ξίφους θάνατον, και ούτως ο μακάριος ανήλθεν εις τα ουράνια. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον μαρτυρικόν και αγιώτατον αυτού Ναόν. (Το Μαρτύριον του Αγίου τούτου Πολυεύκτου ευρίσκεται ελληνικόν εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Είπερ τις άλλη καλλίστη των διηγήσεων». Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα, σώζεται το Μαρτύριον τούτου μεταφρασμένον εις το απλούν υπό του πανοσιολογιωτάτου κυρίου Κυρίλλου Πελοποννησίου, του και της αυτής Μεγίστης Λαύρας προηγουμένου.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ευστρατίου του Θαυματουργού.
Καν Ευστρατίου πνεύμα λαμβάνη πόλος,
Το σώμα τη γη θαυμάτων βλύζει χάριν.
Ούτος εκατάγετο από την χώραν την ονομαζομένην Ταρσίου, η οποία ευρίσκεται υποκάτω εις την τοποθεσίαν των Οπτημάτων. Κόμης ων κατά την αξίαν (1) της καλουμένης Βιτζιαννής, και υιός υπάρχων γονέων ευσεβών, Γεωργίου και Μεγεθούς, οίτινες έζων με αυτάρκη αγαθά, εν έτει ωη’ [808]. Ούτος λοιπόν καλώς ανετράφη και επαιδεύθη από τους γονείς του, και όταν έφθασεν εις τον εικοστόν χρόνον της ηλικίας του, εκυριεύθη από τον θεϊκόν έρωτα. Όθεν αφήσας τους γονείς του, έφυγεν εις το βουνόν του Ολύμπου, και επήγεν εις το Μοναστήριον το καλούμενον των Αγαύρων, εις το οποίον έλαμψαν κατά την άσκησιν και αρετήν, οι από την μητέρα του θείοι, ο Βασίλειος λέγω και ο Γρηγόριος. Δεχθείς λοιπόν από τους θείους του ο Ευστράτιος, εκουρεύθη τας τρίχας της κεφαλής, και έγινε Μοναχός. Αφ’ ου δε επέτυχε του ποθουμένου, υπηρέτει εις όλους τους αδελφούς με καρδίαν πρόθυμον και με ταπεινόν φρόνημα, χωρίς να έχη εις τον νουν του κανένα πράγμα του παρόντος αιώνος, και χωρίς να αποκτά άλλο, πάρεξ ένα ύφασμα τρίχινον, ήτοι υφασμένον από γηδίσσας τρίχας, και ένα, υφασμένον από μαλλί προβάτου, επάνω εις τα οποία ανεπαύετο. Εις όποιον δε τόπον εύρισκεν, εκεί έπερνεν ολίγην άνεσιν. Διότι δεν είχε τόπον διωρισμένον εις το να κοιμάται. Λέγουσι δε, ότι αφ’ ου έγινε Μοναχός, δεν εκοιμήθη ποτέ ανάσκελα, μήτε εις το ζερβόν μέρος του σώματος, εις όλους τους εβδομηνταπέντε χρόνους της ασκήσεώς του. Αφ’ ου δε οι προτερινοί Ηγούμενοι του Μοναστηρίου ετελεύτησαν, τότε ο μέγας ούτος Ευστράτιος, ενεπιστεύθη την ηγουμενίαν των αδελφών, πεισθείς εις την εκείνων παρακάλεσιν.
Κατ’ εκείνον δε τον καιρόν Λέων ο θηριώνυμος, ήτοι Λέων ο πέμπτος, ο καλούμενος Αρμένιος, γυρίσας νικητής από τον πόλεμον, οπού έκαμε κατά των Βουλγάρων, εσηκώθη εναντίον εις την βασιλείαν του ευσεβεστάτου Μιχαήλ (του Κουροπαλάτου δηλαδή και Ραγκαβέ, του εν έτει ωια’ [811] βασιλεύσαντος) και υστερήσας τον Μιχαήλ από την γυναίκα και τέκνα του, και δέσας και κόψας τα μαλλία του, εξώρισεν αυτόν εις την απέναντι της Κωνσταντινουπόλεως ευρισκομένην νήσον της Πρώτης (2). Αυτός λέγω ο αλιτήριος Λέων, εσπούδαζε να ανακαινίση πάλιν την αίρεσιν των Εικονομάχων, την προ πολλών χρόνων σβεσθείσαν. Τότε όλοι οι Χριστιανοί άφιναν τα οσπήτιά των και έφευγον. Όθεν ακολούθως και ούτος ο Όσιος Ευστράτιος, με την παρακίνησιν του Οσίου Ιωαννικίου του Μεγάλου, του εν τω Ολύμπω δηλαδή, αφήκε το Μοναστήριόν του και επήγεν εις την πατρίδα του. Όταν δε πάλιν η Εκκλησία απέλαβε τον εδικόν της στολισμόν, με την αναστήλωσιν και προσκύνησιν των αγίων εικόνων, την γενομένην επί Μιχαήλ και Θεοδώρας, εν έτει ψμβ’ [842], τότε και οι όσιοι και σημειοφόροι Πατέρες, εγύρισαν πάλιν εις τα εδικά των Μοναστήρια. Ακολούθως δε και ο Άγιος ούτος Ευστράτιος εγύρισεν εις το Μοναστήριόν του.
Όθεν όλην μεν την ημέραν, εσυγκοπίαζεν αόκνως με τους αδελφούς εις τα σωματικά έργα. Την δε νύκτα, επέρνα με στάσεις ολονυκτίους και γονυκλισίας. Ου μόνον δε ταύτα, αλλά και όταν ετελείτο η κανονική ακολουθία και ψαλμωδία της Εκκλησίας, αυτός ο αοίδιμος εμβαίνωντας μέσα εις το άγιον Βήμα, εστέκετο από την αρχήν της ακολουθίας έως τέλους, λέγωντας εκτενώς εις τον εαυτόν του το, Κύριε ελέησον. Όσα δε θαύματα έγιναν από αυτόν, δεν είναι δυνατόν να τα γράψη τινάς, με το να ήναι πολλά εις τον αριθμόν. Τα οποία έλαβε παρά Θεού, ως ένα σημείον αληθέστατον της προς αυτόν τον Θεόν ευαρεστήσεώς του. Όταν δε ο Άγιος έμελλε να απέλθη προς Κύριον, εκάλεσεν όλους τους υποτασσομένους εις αυτόν Μοναχούς και τους λέγει. Αδελφοί και Πατέρες, ο καιρός της ζωής μου έλαβε τέλος, λοιπόν τέκνα μου αγαπητά, φυλάξετε την παρακαταθήκην του αγίου σχήματος, οπού παρελάβετε, ηξεύροντες, ότι τα μεν παρόντα πράγματα, είναι πρόσκαιρα και μάταια. Τα δε μέλλοντα, είναι αιώνια και παντοτινά. Όθεν σπουδάσατε τέκνα μου, δια να αξιωθήτε της μερίδος των σωζομένων. Ταύτα ειπών και προσευχηθείς, εσφράγισεν αυτούς (με το σημείον δηλαδή του Σταυρού). Είτα σηκώσας τα ομμάτιά του εις τους ουρανούς, είπε· «Εις χείρας σου Κύριε παρατίθημι το πνεύμα μου». Και ευθύς ύπνωσε τον της αναπαύσεως ύπνον, ζήσας χρόνους ολοκλήρους εννενηνταπέντε.
(1) Τι αξίωμα ήτον ο κόμης, όρα εις την εικοστήν τετάρτην του Μαρτίου, εν τη υποσημειώσει του Συναξαρίου του Ιερομάρτυρος Αρτέμονος Πρεσβυτέρου Λαοδικείας.
(2) Εκεί δε εις την Πρώτην ευρισκόμενος ο Μιχαήλ έγινε Μοναχός και διεπέρασε την ζωήν του. Τον δε υιόν του Θεοφύλακτον ευνούχισεν ο Λέων, και την μητέρα του και τους αδελφούς του εξώρισεν. Όρα σελ. 258, του β’ τομ. της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Μελετίου.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Θ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου.
Ὁ Πολύευκτος οὗ πάθος τομὴ Λόγε,
Πολλῆς δι’ εὐχῆς εἶχε σοῦ παθεῖν χάριν.
Ἀμφ’ ἐνάτην Πολύευκτε τὸ μὴ πολὺ δῶκέ σοι εὖχος.
Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τῶν βασιλέων Δεκίου καὶ Βαλλεριανοῦ, ἐν ἔτει σνε΄ [255], στρατιωτικὴν τέχνην ἔχων εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἁρμενίας Μελιτινήν, ὁ ὁποῖος πρῶτος ἐμαρτύρησεν εἰς τὴν αὐτὴν πόλιν. Ἐπειδὴ γὰρ ἐξεδόθη νόμος ἀσεβής, ὁ ὁποῖος ἐπρόσταζε νὰ ἀρνοῦνται οἱ Χριστιανοὶ τὸν Χριστόν, ἐκεῖνοι δὲ ὁποῦ δὲν πείθονται, νὰ λαμβάνουν ζημίαν τὸν θάνατον, τούτου χάριν ὁ τοῦ Χριστοῦ γενναῖος ἀθλητὴς Πολύευκτος, χωρὶς νὰ δειλιάσῃ τελείως, ἐκήρυξε παρρησίᾳ τὸν Χριστόν. Καὶ μὲ τὸ πολὺ θάρρος καὶ τὴν μεγαλοψυχίαν του, ἐσύντριψε τὰ εἴδωλα τὰ παρὰ τῶν Ἑλλήνων σεβόμενα. Καὶ ἀγκαλὰ ὁ πενθερός του τὸν ἐσυμβούλευε νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν, καὶ ἡ γυνή του ἐθρήνει καὶ ὠλοφύρετο δι’ αὐτόν, αὐτὸς ὅμως ὁ καρτερόψυχος, οὔτε εἰς τὰς συμβουλὰς τοῦ πενθεροῦ του ἐπείσθη, οὔτε εἰς τοὺς θρήνους τῆς γυναικός του ἐσυμπόνεσεν. Ἐφύλαττε δὲ βεβαίας τὰς συμφωνίας καὶ ὑποσχέσεις ὁποῦ ἔδωκεν εἰς τὸν Μάρτυρα Νέαρχον τὸν φίλον του, ὁ ὁποῖος ἐφοβεῖτο καὶ ὑπώπτευε, μήπως μετατεθῇ ἀπὸ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν μείνας στερεὸς καὶ ἀμετασάλευτος ἐν τῇ ὁμολογίᾳ τῆς πίστεως, ἔλαβε τὸν διὰ ξίφους θάνατον, καὶ οὕτως ὁ μακάριος ἀνῆλθεν εἰς τὰ οὐράνια. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις εἰς τὸν μαρτυρικὸν καὶ ἁγιώτατον αὐτοῦ Ναόν. (Τὸ Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου τούτου Πολυεύκτου εὑρίσκεται ἑλληνικὸν ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Εἴπερ τις ἄλλη καλλίστη τῶν διηγήσεων». Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, σῴζεται τὸ Μαρτύριον τούτου μεταφρασμένον εἰς τὸ ἁπλοῦν ὑπὸ τοῦ πανοσιολογιωτάτου κυρίου Κυρίλλου Πελοποννησίου, τοῦ καὶ τῆς αὐτῆς Μεγίστης Λαύρας προηγουμένου.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Εὐστρατίου τοῦ Θαυματουργοῦ.
Κᾂν Εὐστρατίου πνεῦμα λαμβάνῃ πόλος,
Τὸ σῶμα τῇ γῇ θαυμάτων βλύζει χάριν.
Οὗτος ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν χώραν τὴν ὀνομαζομένην Ταρσίου, ἡ ὁποία εὑρίσκεται ὑποκάτω εἰς τὴν τοποθεσίαν τῶν Ὀπτημάτων. Κόμης ὢν κατὰ τὴν ἀξίαν (1) τῆς καλουμένης Βιτζιαννῆς, καὶ υἱὸς ὑπάρχων γονέων εὐσεβῶν, Γεωργίου καὶ Μεγεθοῦς, οἵτινες ἔζων μὲ αὐτάρκη ἀγαθά, ἐν ἔτει ωη΄ [808]. Οὗτος λοιπὸν καλῶς ἀνετράφη καὶ ἐπαιδεύθη ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, καὶ ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸν εἰκοστὸν χρόνον τῆς ἡλικίας του, ἐκυριεύθη ἀπὸ τὸν θεϊκὸν ἔρωτα. Ὅθεν ἀφήσας τοὺς γονεῖς του, ἔφυγεν εἰς τὸ βουνὸν τοῦ Ὀλύμπου, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ Μοναστήριον τὸ καλούμενον τῶν Ἀγαύρων, εἰς τὸ ὁποῖον ἔλαμψαν κατὰ τὴν ἄσκησιν καὶ ἀρετήν, οἱ ἀπὸ τὴν μητέρα του θεῖοι, ὁ Βασίλειος λέγω καὶ ὁ Γρηγόριος. Δεχθεὶς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς θείους του ὁ Εὐστράτιος, ἐκουρεύθη τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς, καὶ ἔγινε Μοναχός. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέτυχε τοῦ ποθουμένου, ὑπηρέτει εἰς ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς μὲ καρδίαν πρόθυμον καὶ μὲ ταπεινὸν φρόνημα, χωρὶς νὰ ἔχῃ εἰς τὸν νοῦν του κᾀνένα πρᾶγμα τοῦ παρόντος αἰῶνος, καὶ χωρὶς νὰ ἀποκτᾷ ἄλλο, πάρεξ ἕνα ὕφασμα τρίχινον, ἤτοι ὑφασμένον ἀπὸ γηδίσσας τρίχας, καὶ ἕνα, ὑφασμένον ἀπὸ μαλλὶ προβάτου, ἐπάνω εἰς τὰ ὁποῖα ἀνεπαύετο. Εἰς ὅποιον δὲ τόπον εὕρισκεν, ἐκεῖ ἔπερνεν ὀλίγην ἄνεσιν. Διότι δὲν εἶχε τόπον διωρισμένον εἰς τὸ νὰ κοιμᾶται. Λέγουσι δέ, ὅτι ἀφ’ οὗ ἔγινε Μοναχός, δὲν ἐκοιμήθη ποτὲ ἀνάσκελα, μήτε εἰς τὸ ζερβὸν μέρος τοῦ σώματος, εἰς ὅλους τοὺς ἑβδομηνταπέντε χρόνους τῆς ἀσκήσεώς του. Ἀφ’ οὗ δὲ οἱ προτερινοὶ Ἡγούμενοι τοῦ Μοναστηρίου ἐτελεύτησαν, τότε ὁ μέγας οὗτος Εὐστράτιος, ἐνεπιστεύθη τὴν ἡγουμενίαν τῶν ἀδελφῶν, πεισθεὶς εἰς τὴν ἐκείνων παρακάλεσιν.
Κατ’ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν Λέων ὁ θηριώνυμος, ἤτοι Λέων ὁ πέμπτος, ὁ καλούμενος Ἁρμένιος, γυρίσας νικητὴς ἀπὸ τὸν πόλεμον, ὁποῦ ἔκαμε κατὰ τῶν Βουλγάρων, ἐσηκώθη ἐναντίον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ εὐσεβεστάτου Μιχαήλ (τοῦ Κουροπαλάτου δηλαδὴ καὶ Ῥαγκαβέ, τοῦ ἐν ἔτει ωια΄ [811] βασιλεύσαντος) καὶ ὑστερήσας τὸν Μιχαὴλ ἀπὸ τὴν γυναῖκα καὶ τέκνα του, καὶ δέσας καὶ κόψας τὰ μαλλία του, ἐξώρισεν αὐτὸν εἰς τὴν ἀπέναντι τῆς Κωνσταντινουπόλεως εὑρισκομένην νῆσον τῆς Πρώτης (2). Αὐτὸς λέγω ὁ ἀλιτήριος Λέων, ἐσπούδαζε νὰ ἀνακαινίσῃ πάλιν τὴν αἵρεσιν τῶν Εἰκονομάχων, τὴν πρὸ πολλῶν χρόνων σβεσθεῖσαν. Τότε ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἄφιναν τὰ ὁσπήτιά των καὶ ἔφευγον. Ὅθεν ἀκολούθως καὶ οὗτος ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος, μὲ τὴν παρακίνησιν τοῦ Ὁσίου Ἰωαννικίου τοῦ Μεγάλου, τοῦ ἐν τῷ Ὀλύμπῳ δηλαδή, ἀφῆκε τὸ Μοναστήριόν του καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν πατρίδα του. Ὅταν δὲ πάλιν ἡ Ἐκκλησία ἀπέλαβε τὸν ἐδικόν της στολισμόν, μὲ τὴν ἀναστήλωσιν καὶ προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων, τὴν γενομένην ἐπὶ Μιχαὴλ καὶ Θεοδώρας, ἐν ἔτει ψμβ΄ [842], τότε καὶ οἱ ὅσιοι καὶ σημειοφόροι Πατέρες, ἐγύρισαν πάλιν εἰς τὰ ἐδικά των Μοναστήρια. Ἀκολούθως δὲ καὶ ὁ Ἅγιος οὗτος Εὐστράτιος ἐγύρισεν εἰς τὸ Μοναστήριόν του.
Ὅθεν ὅλην μὲν τὴν ἡμέραν, ἐσυγκοπίαζεν ἀόκνως μὲ τοὺς ἀδελφοὺς εἰς τὰ σωματικὰ ἔργα. Τὴν δὲ νύκτα, ἐπέρνα μὲ στάσεις ὁλονυκτίους καὶ γονυκλισίας. Οὐ μόνον δὲ ταῦτα, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐτελεῖτο ἡ κανονικὴ ἀκολουθία καὶ ψαλμωδία τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸς ὁ ἀοίδιμος ἐμβαίνωντας μέσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα, ἐστέκετο ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς ἀκολουθίας ἕως τέλους, λέγωντας ἐκτενῶς εἰς τὸν ἑαυτόν του τὸ, Κύριε ἐλέησον. Ὅσα δὲ θαύματα ἔγιναν ἀπὸ αὐτόν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ γράψῃ τινάς, μὲ τὸ νὰ ᾖναι πολλὰ εἰς τὸν ἀριθμόν. Τὰ ὁποῖα ἔλαβε παρὰ Θεοῦ, ὡς ἕνα σημεῖον ἀληθέστατον τῆς πρὸς αὐτὸν τὸν Θεὸν εὐαρεστήσεώς του. Ὅταν δὲ ὁ Ἅγιος ἔμελλε νὰ ἀπέλθῃ πρὸς Κύριον, ἐκάλεσεν ὅλους τοὺς ὑποτασσομένους εἰς αὐτὸν Μοναχοὺς καὶ τοὺς λέγει. Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, ὁ καιρὸς τῆς ζωῆς μου ἔλαβε τέλος, λοιπὸν τέκνα μου ἀγαπητά, φυλάξετε τὴν παρακαταθήκην τοῦ ἁγίου σχήματος, ὁποῦ παρελάβετε, ἠξεύροντες, ὅτι τὰ μὲν παρόντα πράγματα, εἶναι πρόσκαιρα καὶ μάταια. Τὰ δὲ μέλλοντα, εἶναι αἰώνια καὶ παντοτινά. Ὅθεν σπουδάσατε τέκνα μου, διὰ νὰ ἀξιωθῆτε τῆς μερίδος τῶν σῳζομένων. Ταῦτα εἰπὼν καὶ προσευχηθείς, ἐσφράγισεν αὐτούς (μὲ τὸ σημεῖον δηλαδὴ τοῦ Σταυροῦ). Εἶτα σηκώσας τὰ ὀμμάτιά του εἰς τοὺς οὐρανούς, εἶπε· «Εἰς χεῖράς σου Κύριε παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου». Καὶ εὐθὺς ὕπνωσε τὸν τῆς ἀναπαύσεως ὕπνον, ζήσας χρόνους ὁλοκλήρους ἐννενηνταπέντε.
(1) Τί ἀξίωμα ἦτον ὁ κόμης, ὅρα εἰς τὴν εἰκοστὴν τετάρτην τοῦ Μαρτίου, ἐν τῇ ὑποσημειώσει τοῦ Συναξαρίου τοῦ Ἱερομάρτυρος Ἀρτέμονος Πρεσβυτέρου Λαοδικείας.
(2) Ἐκεῖ δὲ εἰς τὴν Πρώτην εὑρισκόμενος ὁ Μιχαὴλ ἔγινε Μοναχὸς καὶ διεπέρασε τὴν ζωήν του. Τὸν δὲ υἱόν του Θεοφύλακτον εὐνούχισεν ὁ Λέων, καὶ τὴν μητέρα του καὶ τοὺς ἀδελφούς του ἐξώρισεν. Ὅρα σελ. 258, τοῦ β΄ τόμ. τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ Μελετίου.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *