Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου9 Δεκεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Θ’, η Σύλληψις της Αγίας Άννης, μητρός της Υπεραγίας ημών Θεοτόκου.
Ουχ ώσπερ Εύα και συ τίκτεις εν λύπαις.
Χαράν γαρ ένδον Άννα κοιλίας φέρεις.
Τη δ’ ενάτη Μαρίην Θεομήτορα σύλλαβεν Άννα.
Ο Κύριος ημών και Θεός θέλωντας να ετοιμάση δια τον εαυτόν του ναόν ζωντανόν, και οίκον άγιον δια να κατοικήση, απέστειλε τον Άγγελον αυτού (τον οποίον λέγουσιν ότι ήτον ο Γαβριήλ) προς τους δικαίους Ιωακείμ και Άνναν. Από τους οποίους ηυδόκησε να γεννηθή η κατά σάρκα Μήτηρ αυτού. Και τούτον αποστείλας προεμήνυσεν, ότι θέλει συλλάβη η στείρα και γερόντισσα Άννα. Ίνα με την σύλληψιν της στείρας βεβαιώση την εκ της Παρθένου εδικήν του άσπορον σύλληψιν και άφθορον γέννησιν. Και λοιπόν συνελήφθη η Αγία Θεοτόκος και Παρθένος Μαρία εν τη κοιλία της Άννης εκ σπέρματος του Ιωακείμ. Και εγεννήθη, όχι καθώς λέγουσί τινες, επτά μηνών ή χωρίς ανδρός. Άπαγε! Αλλά εννέα τελείων μηνών και εκ συναφείας ανδρός. Πλην εξ επαγγελίας και Αγγέλου προρρήσεως και υπέρ τους νόμους της φύσεως, τόσον δια το άγονον της Άννης, όσον και δια το γηραλέον.
Μόνος γαρ ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός συνελήφθη και εγεννήθη χωρίς συνάφειαν ανδρός και χωρίς σποράν, εκ της Αγίας Παρθένου Μαρίας απορρήτως και ανερμηνεύτως, καθώς ηξεύρει μόνος αυτός. Και επειδή ήτον τέλειος Θεός, δια τούτο και όλα τα της κατά σάρκα αυτού οικονομίας προσέλαβε τέλεια. Καθώς και την των ανθρώπων φύσιν τελείαν αυτός εδημιούργησε και έπλασε κατ’ αρχάς. Ταύτην λοιπόν την ημέραν πανηγυρίζομεν σήμερον. Επειδή και έχει ενθύμησιν των θείων χρησμών και χαροποιών μηνυμάτων, των δοθέντων υπό Αγγέλου εις τους δικαίους Θεοπροπάτορας, περί της συλλήψεως της αγνής Θεομήτορος. Τούτους γαρ τους δια λόγου χρησμούς του Αγγέλου έργα και πράγματα ποιών, ο εκ του μηδενός υποστήσας τα πάντα Θεός, εκίνησε την στειρεύουσαν και γηραλέαν μήτραν της Άννης εις καρποφορίαν. Και την διαπεράσασαν την ζωήν της με απαιδίαν, ταύτην παραδόξως παιδοτόκον μητέρα εργάζεται σήμερον. Και χαρίζει εις τους δικαίους άξιον καρπόν της αυτών αιτήσεως. Ευδόκησε γαρ, ότι οι σώφρονες γονείς να γεννήσουν θυγατέρα την προ των αιώνων προορισθείσαν και εκλεχθείσαν εκ πασών των γενεών, από την οποίαν αυτός έμελλε να γεννηθή. Η δε Σύναξις αυτών τελείται εν τω σεβασμίω οίκω της Θεοτόκου, τω όντι εν τοις Ευοράνοις κοντά εις την αγιωτάτην μεγάλην Εκκλησίαν (1).
(1) Σημείωσαι, ότι εις την Σύλληψιν της Αγίας Άννης εγκώμιον απλούν εφιλοπόνησεν ο οσιολογιώτατος διδάσκαλος κύριος Χριστοφόρος ο Προδρομίτης. Έχει δε και εγκώμιον ελληνικόν εις αυτήν Γεώργιος ο Νικομηδείας, ου η αρχή· «Ουρανών η γη ταις της χάριτος μαρμαρυγαίς». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη του Διονυσίου, και εν τω πρώτω Πανηγυρικώ της του Βατοπαιδίου.) Εμελούργησα δε και εγώ τροπάρια εις την λιτήν της εορτής ταύτης ως ελλείποντα, τα οποία επρόσθεσα εν τω τέλει του Δεκεμβρίου τούτου, ίνα συντυπωθούν. [Σ.τ.ε.: Τυπώνονται εις το τέλος του τρίτου τόμου της παρούσης εκδόσεως.]
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη της Αγίας Προφήτιδος Άννης, της μητρός Σαμουήλ του Προφήτου.
Τι σου επαινέσειεν Άννα τις πλέον;
Το καρτερόφρον; ή το της ευτεκνίας;
Η μακαρία Άννα ήτον από την πόλιν Αρμαθαίμ, εκ του βουνού του Εφραίμ. Πέρνουσα δε άνδρα από την φυλήν του Λευΐ, ονομαζόμενον Ελκανάν, δεν εγέννα παιδίον, με το να ήτον στείρα. Ο δε άνδρας αυτής επήρε και άλλην γυναίκα Φεννάναν ονομαζομένην, ήτις ήτον αντίζηλος της Άννης, και ετεκνογόνει με αυτήν και ευφραίνετο. Η δε Άννα πάντοτε ωνειδίζετο (ωσάν να μην ήτον αρκετή η θλίψις, οπού εδοκίμαζεν η μακαρία δια την ατεκνίαν της). Αυτή λοιπόν επειδή ωνειδίζετο, τόσον από τον άνδρα της, όσον και από την Φεννάναν την αντίζηλόν της, και από όλους ακόμη τους συγγενείς και φίλους, τούτου χάριν επαρακάλει πολλά τον Θεόν η αοίδιμος, δια να λυθή η στείρωσίς της και να γεννήση παιδίον. Αλλ’ όμως με τας παρακλήσεις της ταύτας, τίποτε δεν εκατώρθονε, και μόλον οπού έπραττεν αόκνως τας εντολάς του Κυρίου, τας υπό του Νόμου διοριζομένας. Έτζι γαρ οι Άγιοι μόλις και μετά βίας παρά του Κυρίου λαμβάνουν τα αιτήματά των.
Πηγαίνουσα δε μίαν φοράν ομού με τον άνδρα της εις την Σηλώμ, οπού ήτον η Κιβωτός και η Σκηνή του Θεού Παντοκράτορος, δια να προσφέρη θυσίας εις τον Θεόν με το χέρι του ιερέως Ηλεί, έλαβε μίαν μόνην μερίδα από τας θυσίας, με το να μη είχε παιδίον. Η δε Φεννάνα έλαβε δύω μερίδας, με το να είχε τέκνα. Όθεν δια τούτο ελυπήθη μεν, δεν απεγνώσθη δε, ουδέ εσκέπασεν η εντροπή το πρόσωπόν της. Αλλά μάλλον καλάς ελπίδας έχουσα, τι κάμνει; Αφήκε μεν τον άνδρα της να υπάγη εις το οσπήτιον, αυτή δε μόνη έμεινεν εις τον οίκον Κυρίου. Και πίπτουσα εις το έδαφος και κλαίουσα, έτζι επροσευχήθη. «Κύριε ο Θεός των Πατέρων μου, εάν επιβλέπων επιβλέψης επί την ταπείνωσιν της δούλης σου, και μου ενθυμηθής και μοι δώσης καρπόν κοιλίας, θέλω δώσω αυτόν εις εσένα, δια να σε δουλεύη όλας τας ημέρας της ζωής του».
Τι έκαμε λοιπόν ο Θεός; Παρήκουσε της δεήσεώς της; Μη γένοιτο! αλλ’ επειδή είδεν αυτήν πως δεν εχωρίζετο από την σκηνήν του, αλλά προσηύχετο πάντοτε, και έκλαιε με θερμά δάκρυα, όχι μόνον υπεσχέθη να δώση εις αυτήν καρπόν κοιλίας, αλλά και το όνομα προείπε του μέλλοντος γεννηθήναι υιού της. Είπε γαρ προς αυτήν Ηλεί ο ιερεύς· «Πορεύου εις ειρήνην, ο Θεός Ισραήλ, δώη σοι παν αίτημά σου, ο ητήσω παρ’ αυτού» (Α’ Βασιλ. α’, 17). Ούτος δε ο λόγος δεν δηλοί άλλο, πάρεξ το όνομα του Σαμουήλ. Σαμουήλ γαρ Θεαίτητος ερμηνεύεται. Ήγουν παρά Θεού αιτηθείς, ήτοι ζητηθείς. Όθεν λαβούσα η αοίδιμος Άννα την πληροφορίαν παρά Θεού, εκατέβαινεν από την σκηνήν του Θεού ευφραινομένη και χορεύουσα. Και λοιπόν συλλαβούσα, εγέννησε Σαμουήλ τον Προφήτην. Και αφ’ ου απεγαλακτίσθη, επήρεν αυτόν η φιλόθεος μήτηρ και ανέβη εις την Σηλώμ. Και προσπίπτουσα εις τον Θεόν, απέδιδεν εις αυτόν τας ευχαριστίας. Ο δε ιερεύς Ηλεί ευλόγησεν αυτήν και τον άνδρα της, λέγων. Άμποτε να σοι δώση ο Κύριος έτερον καρπόν κοιλίας, αντί Σαμουήλ του υιού σου. «Αποτίσαι σοι Κύριος σπέρμα εκ της γυναικός ταύτης, αντί του χρέους, ου έχρησας τω Κυρίω» (Α’ Βασιλ. β’, 20).
Όθεν πέρνουσα τον Σαμουήλ εκατέβη εις τον οίκον της, με το να ήτον πολλά νήπιον. Όταν δε έγινε μειράκιον, ήτοι έως είκοσι χρόνων (2) επήρε τούτον από το χέρι, και έφερεν εις τον Ναόν, και αφ’ ου επροσευχήθη εις τον Θεόν, παρέδωκεν αυτόν εις τας χείρας Ηλεί του ιερέως. Έκαμε δε εις αυτόν και εφούδ, και μικράν διπλοΐδα (3). Και βλέπουσα τούτον, πως ελειτούργει και υπηρέτει εις τον Θεόν έμπροσθεν Ηλεί του ιερέως, έχαιρεν υπερβολικά. Εγέννησε δε ακόμη τρεις υιούς και τρεις θυγατέρας (4) και πηγαίνουσα εις το ιερόν επρόσπεσεν εις τον Κύριον ευχαριστούσα. Σηκωθείσα δε επάνω, είπε την ωδήν ταύτην. «Εστερεώθη η καρδία μου εν Κυρίω. Υψώθη κέρας μου εν Θεώ μου. Επλατύνθη επ’ εχθρούς μου το στόμα μου, ευφράνθην εν σωτηρίω σου». Και τα λοιπά της ωδής όλης εκελάδησε λόγια, καθό δε ήτον Προφήτις και μήτηρ Προφήτου, δια τούτο έλεγε προφητεύουσα «Ότι στείρα έτεκεν επτά, και η πολλή εν τέκνοις ησθένησεν». Αύτη μεν γαρ έχαιρε δια τα επτά τέκνα της, η δε Φεννάνα η αντίζηλός της πέντε τέκνα έχουσα, ή και ολιγώτερα, αύτη λέγω αποστειρωθείσα, πλέον δεν εγέννα. Η αοίδιμος λοιπόν Άννα μείνασα εις την παρούσαν ζωήν χρόνους αρκετούς, και ευχαριστούσα πάντοτε τον Θεόν και προφητεύουσα, απήλθε προς Κύριον.
(2) Τούτο δεν αναφέρει η Αγία Γραφή εις το α’ και β’ κεφάλαιον της πρώτης των Βασιλειών. Αλλά μόνον λέγει, ότι όταν απεγαλακτίσθη το παιδάριον, τότε επροσφέρθη υπό της μητρός του, και ην λειτουργών τω προσώπω Κυρίου ενώπιον Ηλεί του ιερέως.
(3) Ο δε Σύμμαχος έχει «Εφούδ βαρ και εφεστρίδα μικράν». Ο δε Θεοδοτίων «Εφώδ βαρ και επιδύτην μικρόν». Τι δε είναι το εφούδ, αποκρίνεται ο Θεοδώρητος, ότι δια του ενδύματος τούτου πολλά πράγματα μέλλοντα και αγνοούμενα επρομήνυεν ο Δεσπότης Θεός. Απορεί δε, διατί ο Σαμουήλ εφόρει το εφούδ Λευΐτης ων, εις καιρόν οπού αυτό ήτον διωρισμένον να το φορή μόνος ο Αρχιερεύς; Λύων ουν την απορίαν λέγει ότι εικός είναι να εχάρισε την χάριν ταύτην εις τον Σαμουήλ ο Ηλεί, βλέπων εις αυτόν επανθούσαν την θείαν χάριν. Διατί υπεσχέθη εις τον Θεόν προ του να γεννηθή. Διατί παραδόξως εγεννήθη και εις την Σκηνήν ανετράφη. Και διατί ήτον Άγιος και θεαίτητος και Ναζηραίος.
(4) Η θεία Γραφή λέγει, ότι τρεις υιούς και θυγατέρας δύω εγέννησε, και ουχί τρεις. Ώστε οπού όλα τα τέκνα της Άννης ομού με τον Σαμουήλ, είναι εξ και όχι επτά. Ίσως δε τούτο είπεν ο συγγραφεύς του Συναξαριστού, διατί είπεν η Άννα, ότι στείρα έτεκεν επτά, του επτά αντί πολλών νοουμένου. Καθώς συνειθίζεται να νοήται έτζι παρά τη Αγία Γραφή. Σημείωσαι, ότι εις την Άνναν ταύτην πέντε λόγους έγραψεν ο Χρυσοστομικός κάλαμος περιεχομένους εν τω πέμπτω τόμω της εν Ετόνη εκδόσεως. Και ο μεν πρώτος άρχεται ούτως· «Επειδάν ξένον τινά καταχθέντα προς ημάς». Ο δε δεύτερος· «Ουδέν άρα ίσον ευχής, αγαπητοί». Ο τρίτος· «Ει μη δοκώ προσκορής τισιν είναι και φορτικός». Ο τέταρτος· «Ουκ οίδα ποίοις χρήσωμαι λόγοις σήμερον». Ο δε πέμπτος· «Οι θησαυρόν ανορύττοντες εν τω κόσμω, αγαπητοί».
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Στεφάνου του νεολαμπούς, του εν τω Αγίω Αντίπα κειμένου.
Εξήγαγες γης τον Στέφανον και βίον,
Στέφει δε δόξης εστεφάνωσας Λόγε.
Ούτος ο νεοφανής αστήρ ήτον κατά τους χρόνους Θεοφίλου του εικονομάχου εν έτει ωκθ’ [829], γέννημα και θρέμμα υπάρχων της Κωνσταντινουπόλεως. Οι δε γονείς του ωνομάζοντο Ζαχαρίας και Θεοφανώ, στολισμένοι με κάθε αρετήν και σύνεσιν, και κατοικούντες εις την τοποθεσίαν του εν Κωνσταντινουπόλει καλουμένου Ζεύγματος, όχι μακράν από την Εκκλησίαν του θείου Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου. Τούτον τον Άγιον, όταν είχεν εγγαστρωμένον η μήτηρ του, απείχετο και δεν έτρωγε παχέα φαγητά (οποίον μάλιστα είναι το κρέας) αλλά αρκείτο εις μόνον το ψωμί και νερόν και εις λάχανα, έως οπού εγέννησεν αυτόν. Όταν δε εγεννήθη ο Άγιος, ω του θαύματος! εφάνη εις τα στήθη του ένας σταυρός φωτοειδής και υπέρκαλος. Τούτο δε ήτον ένα σημείον μεγαλώτατον της σταυρώσεως και απροσπαθείας, οπού έμελλε να έχη ο Άγιος εις τα του κόσμου πράγματα. Επειδή δε ετειλίχθη εις τα βρεφικά σπάργανα, ήτον ανάγκη και να βυζάνη κατά τους νόμους της φύσεως. Ο Άγιος όμως ούτος, ανώτερος εφάνη των νόμων της φύσεως. Επειδή όταν η μήτηρ του έτρωγε φαγητόν περισσότερον και εχόρταινεν, τότε αυτός ουδέ να εγγίση ήθελεν εις το βυζί της. Πολλαίς φοραίς δε έμεινεν αβύζαστος έως δύω ή και τρεις ημέρας, ανίσως ηκολούθει χορτασμός εις την μητέρα του. Και λοιπόν ήτον ανάγκη να εγκρατεύεται η μήτηρ, δια να θρέψη τον τοιούτον χαριτωμένον υιόν της. Όθεν εκ της αιτίας ταύτης, έκπληξις ομού και θλίψις εκυρίευε τους φίλους και συγγενείς του παιδίου.
Είτα βαπτίζεται ο Άγιος. Λύεται από τα βρεφικά σπάργανα. Αποκόπτει το γάλα και κατ’ ολίγον αυξάνει, και πέμπεται εις παιδαγωγόν δια να μανθάνη τα ιερά γράμματα. Τα οποία προθύμως εμάνθανε, και ήτον εις τους γονείς του υποτασσόμενος. Όταν δε ο θεομισής Θεόφιλος απέθανε, παρευθύς ανεβιβάσθη με θείαν ψήφον εις τον Πατριαρχικόν θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως ο Άγιος Μεθόδιος. Τότε λοιπόν και ο τίμιος Ζαχαρίας ο πατήρ του Αγίου τούτου Στεφάνου, εχειροτονήθη Πρεσβύτερος, και εσυναριθμήθη εις τον κλήρον της μεγάλης Εκκλησίας. Κατ’ εκείνον δε τον καιρόν και ο υιός του ούτος θείος Στέφανος, εκουρεύθη τα μαλλία της κεφαλής, και έγινε και αυτός της Εκκλησίας κληρικός, ήτοι Αναγνώστης. Και όσον συνεχώς ο πατήρ του επήγαινεν εις την Εκκλησίαν, τόσον συνεχώς τον ηκολούθει και ο θείος Στέφανος. Κατά δε τον δέκατον όγδοον χρόνον του Αγίου, αποθνήσκει ο πατήρ του Ζαχαρίας. Όθεν αδείας τυχών ο σεπτός Στέφανος, έκλεισε τον εαυτόν του μέσα εις τον ευκτήριον οίκον του Αγίου Κορυφαίου Πέτρου, και εκεί μένων πάντοτε, επροσηύχετο, αρκούμενος εις μόνην την τροφήν των λαχάνων.
Εις καιρόν λοιπόν οπού έτζι επολιτεύετο ο Όσιος, φαίνεται μίαν νύκτα εις αυτόν Πέτρος ο του Κυρίου Απόστολος, και του λέγει. Ειρήνη σοι τέκνον, καλή είναι αυτή η αρχή της προθυμίας σου, ο Κύριος να σε ενδυναμώση. Έπειτα μετά τρεις χρόνους φαίνεται εις αυτόν και ο θείος Ιερομάρτυς Αντίπας, και λέγει του. Ειρήνη σοι τέκνον. Ψάλλε μοι, και δεν θέλω σε εγκαταλείψω (5). Από τότε λοιπόν έδιδε τον εαυτόν του εις περισσοτέραν προσευχήν και νηστείαν ο Άγιος, τρώγωντας μίαν φοράν, ή δύω την εβδομάδα, από το συνειθισμένον του φαγητόν. Το οποίον ήτον κραμβολάχανον χωρίς άλας. Με τοιούτον τρόπον καθαρίσας τον εαυτόν του ο αοίδιμος, ηξιώθη της χειροτονίας του Πρεσβυτέρου, και πολλά ενεργούσε θαύματα.
Κατά δε τον δωδέκατον χρόνον της βασιλείας του ευσεβούς βασιλέως Βασιλείου του Μακεδόνος, τον δε τεσσαρακοστόν της του Αγίου ηλικίας, ήτοι εν έτει ωοθ’ [879], έγινε σεισμός μεγάλος εις την Κωνσταντινούπολιν. Από τον οποίον εσχίσθη εις κάθε μέρος ο Ναός του Αγίου Αντίπα. Όθεν ευγήκεν από εκεί ο Όσιος, και εμβήκε μέσα εις ένα λάκκον παρόμοιον με τάφον. Και εκεί έμεινε δώδεκα χρόνους, σανίδα έχων υπό κάτω του, εστρωμένην με σάκκον τρίχινον, και επάνω εις ταύτην κοιμώμενος. Όθεν από την πολλήν υγρασίαν του τόπου, εφθάρησαν και έπεσον αι τρίχες της κεφαλής και των γενείων του. Και τα οδόντιά του αχάμνιναν, και σχεδόν όλον το σώμα του έγινε παράλυτον. Αναγκασθείς λοιπόν ευγήκεν από τον λάκκον όλος νενεκρωμένος. Έπειτα ενδυθείς το θείον και αγγελικόν σχήμα των Μοναχών, έδειξε μεγαλιτέραν και υπέρ άνθρωπον άσκησιν. Όταν γαρ ελειτούργει εις μόνας τας δεσποτικάς εορτάς, έπερνε μετά την απόλυσιν της λειτουργίας ένα ξηρόν σύκον, και το στόμα του έπλυνε με ολίγον νερόν, και με αυτά μόνα αρκείτο ο τρισμακάριστος. Με τοιούτους επιπόνους και τραχείς αγώνας της ασκήσεως, διεπέρασεν ο ουρανοπολίτης ούτος Πατήρ ημών Στέφανος, χρόνους ολοκλήρους πενηνταπέντε. Κατά δε τον εβδομηκοστόν τρίτον χρόνον όλης του της ζωής, ή μάλλον ειπείν, νεκρώσεως, παρέθετο την ψυχήν του εις χείρας Θεού.
(5) Εκ τούτου του λόγου φαίνεται, ότι εν τω ευκτηρίω οίκω του Αγίου Αντίπα ηγωνίζετο τότε ο Άγιος, ως τούτο και παρακάτω δηλούται, και όχι εν τω του Αποστόλου Πέτρου.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Σωσίθεος ξίφει τελειούται.
Σωσίθεον σωθείσιν εγγράφει λόγος,
Υπέρ Θεού σώζοντος εκτετμημένον.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Ναρσής ο Πέρσης ξίφει τελειούται.
Πέρσης κάραν σοι Ναρσής Χριστέ προσφέρει,
Κρείττον γε δώρον σμυρνοχρυσολιβάνου.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Ισαάκ ξίφει τελειούται.
Πάθους το λείπον Ισαάκ Σάρρας τέκνου,
Σφαγείς ανεπλήρωσεν Ισαάκ νέος.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Θ΄, ἡ Σύλληψις τῆς Ἁγίας Ἄννης, μητρὸς τῆς Ὑπεραγίας ἡμῶν Θεοτόκου.
Οὐχ ὥσπερ Εὖα καὶ σὺ τίκτεις ἐν λύπαις.
Χαρὰν γὰρ ἔνδον Ἄννα κοιλίας φέρεις.
Τῇ δ’ ἐνάτῃ Μαρίην Θεομήτορα σύλλαβεν Ἄννα.
Ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ Θεὸς θέλωντας νὰ ἑτοιμάσῃ διὰ τὸν ἑαυτόν του ναὸν ζωντανόν, καὶ οἶκον ἅγιον διὰ νὰ κατοικήσῃ, ἀπέστειλε τὸν Ἄγγελον αὑτοῦ (τὸν ὁποῖον λέγουσιν ὅτι ἦτον ὁ Γαβριήλ) πρὸς τοὺς δικαίους Ἰωακεὶμ καὶ Ἄνναν. Ἀπὸ τοὺς ὁποίους ηὐδόκησε νὰ γεννηθῇ ἡ κατὰ σάρκα Μήτηρ αὑτοῦ. Καὶ τοῦτον ἀποστείλας προεμήνυσεν, ὅτι θέλει συλλάβῃ ἡ στεῖρα καὶ γερόντισσα Ἄννα. Ἵνα μὲ τὴν σύλληψιν τῆς στείρας βεβαιώσῃ τὴν ἐκ τῆς Παρθένου ἐδικήν του ἄσπορον σύλληψιν καὶ ἄφθορον γέννησιν. Καὶ λοιπὸν συνελήφθη ἡ Ἁγία Θεοτόκος καὶ Παρθένος Μαρία ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς Ἄννης ἐκ σπέρματος τοῦ Ἰωακείμ. Καὶ ἐγεννήθη, ὄχι καθὼς λέγουσί τινες, ἑπτὰ μηνῶν ἢ χωρὶς ἀνδρός. Ἄπαγε! Ἀλλὰ ἐννέα τελείων μηνῶν καὶ ἐκ συναφείας ἀνδρός. Πλὴν ἐξ ἐπαγγελίας καὶ Ἀγγέλου προρρήσεως καὶ ὑπὲρ τοὺς νόμους τῆς φύσεως, τόσον διὰ τὸ ἄγονον τῆς Ἄννης, ὅσον καὶ διὰ τὸ γηραλέον.
Μόνος γὰρ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς συνελήφθη καὶ ἐγεννήθη χωρὶς συνάφειαν ἀνδρὸς καὶ χωρὶς σποράν, ἐκ τῆς Ἁγίας Παρθένου Μαρίας ἀπορρήτως καὶ ἀνερμηνεύτως, καθὼς ἠξεύρει μόνος αὐτός. Καὶ ἐπειδὴ ἦτον τέλειος Θεός, διὰ τοῦτο καὶ ὅλα τὰ τῆς κατὰ σάρκα αὑτοῦ οἰκονομίας προσέλαβε τέλεια. Καθὼς καὶ τὴν τῶν ἀνθρώπων φύσιν τελείαν αὐτὸς ἐδημιούργησε καὶ ἔπλασε κατ’ ἀρχάς. Ταύτην λοιπὸν τὴν ἡμέραν πανηγυρίζομεν σήμερον. Ἐπειδὴ καὶ ἔχει ἐνθύμησιν τῶν θείων χρησμῶν καὶ χαροποιῶν μηνυμάτων, τῶν δοθέντων ὑπὸ Ἀγγέλου εἰς τοὺς δικαίους Θεοπροπάτορας, περὶ τῆς συλλήψεως τῆς ἁγνῆς Θεομήτορος. Τούτους γὰρ τοὺς διὰ λόγου χρησμοὺς τοῦ Ἀγγέλου ἔργα καὶ πράγματα ποιῶν, ὁ ἐκ τοῦ μηδενὸς ὑποστήσας τὰ πᾶντα Θεός, ἐκίνησε τὴν στειρεύουσαν καὶ γηραλέαν μήτραν τῆς Ἄννης εἰς καρποφορίαν. Καὶ τὴν διαπεράσασαν τὴν ζωήν της μὲ ἀπαιδίαν, ταύτην παραδόξως παιδοτόκον μητέρα ἐργάζεται σήμερον. Καὶ χαρίζει εἰς τοὺς δικαίους ἄξιον καρπὸν τῆς αὐτῶν αἰτήσεως. Εὐδόκησε γάρ, ὅτι οἱ σώφρονες γονεῖς νὰ γεννήσουν θυγατέρα τὴν πρὸ τῶν αἰώνων προορισθεῖσαν καὶ ἐκλεχθεῖσαν ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν αὐτὸς ἔμελλε νὰ γεννηθῇ. Ἡ δὲ Σύναξις αὐτῶν τελεῖται ἐν τῷ σεβασμίῳ οἴκῳ τῆς Θεοτόκου, τῷ ὄντι ἐν τοῖς Εὐοράνοις κοντὰ εἰς τὴν ἁγιωτάτην μεγάλην Ἐκκλησίαν (1).
(1) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὴν Σύλληψιν τῆς Ἁγίας Ἄννης ἐγκώμιον ἁπλοῦν ἐφιλοπόνησεν ὁ ὁσιολογιώτατος διδάσκαλος κύριος Χριστοφόρος ὁ Προδρομίτης. Ἔχει δὲ καὶ ἐγκώμιον ἑλληνικὸν εἰς αὐτὴν Γεώργιος ὁ Νικομηδείας, οὗ ἡ ἀρχή· «Οὐρανῶν ἡ γῆ ταῖς τῆς χάριτος μαρμαρυγαῖς». (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τοῦ Διονυσίου, καὶ ἐν τῷ πρώτῳ Πανηγυρικῷ τῆς τοῦ Βατοπαιδίου.) Ἐμελούργησα δὲ καὶ ἐγὼ τροπάρια εἰς τὴν λιτὴν τῆς ἑορτῆς ταύτης ὡς ἐλλείποντα, τὰ ὁποῖα ἐπρόσθεσα ἐν τῷ τέλει τοῦ Δεκεμβρίου τούτου, ἵνα συντυπωθοῦν. [Σ.τ.ἐ.: Τυπώνονται εἰς τὸ τέλος τοῦ τρίτου τόμου τῆς παρούσης ἐκδόσεως.]
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ἁγίας Προφήτιδος Ἄννης, τῆς μητρὸς Σαμουὴλ τοῦ Προφήτου.
Τί σου ἐπαινέσειεν Ἄννα τις πλέον;
Τὸ καρτερόφρον; ἢ τὸ τῆς εὐτεκνίας;
Ἡ μακαρία Ἄννα ἦτον ἀπὸ τὴν πόλιν Ἀρμαθαίμ, ἐκ τοῦ βουνοῦ τοῦ Ἐφραίμ. Πέρνουσα δὲ ἄνδρα ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Λευΐ, ὀνομαζόμενον Ἑλκανᾶν, δὲν ἐγέννα παιδίον, μὲ τὸ νὰ ἦτον στεῖρα. Ὁ δὲ ἄνδρας αὐτῆς ἐπῆρε καὶ ἄλλην γυναῖκα Φεννάναν ὀνομαζομένην, ἥτις ἦτον ἀντίζηλος τῆς Ἄννης, καὶ ἐτεκνογόνει μὲ αὐτὴν καὶ εὐφραίνετο. Ἡ δὲ Ἄννα πάντοτε ὠνειδίζετο (ὡσὰν νὰ μὴν ἦτον ἀρκετὴ ἡ θλίψις, ὁποῦ ἐδοκίμαζεν ἡ μακαρία διὰ τὴν ἀτεκνίαν της). Αὐτὴ λοιπὸν ἐπειδὴ ὠνειδίζετο, τόσον ἀπὸ τὸν ἄνδρα της, ὅσον καὶ ἀπὸ τὴν Φεννάναν τὴν ἀντίζηλόν της, καὶ ἀπὸ ὅλους ἀκόμη τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους, τούτου χάριν ἐπαρακάλει πολλὰ τὸν Θεὸν ἡ ἀοίδιμος, διὰ νὰ λυθῇ ἡ στείρωσίς της καὶ νὰ γεννήσῃ παιδίον. Ἀλλ’ ὅμως μὲ τὰς παρακλήσεις της ταύτας, τίποτε δὲν ἐκατώρθονε, καὶ μὅλον ὁποῦ ἔπραττεν ἀόκνως τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου, τὰς ὑπὸ τοῦ Νόμου διοριζομένας. Ἔτζι γὰρ οἱ Ἅγιοι μόλις καὶ μετὰ βίας παρὰ τοῦ Κυρίου λαμβάνουν τὰ αἰτήματά των.
Πηγαίνουσα δὲ μίαν φορὰν ὁμοῦ μὲ τὸν ἄνδρα της εἰς τὴν Σηλώμ, ὁποῦ ἦτον ἡ Κιβωτὸς καὶ ἡ Σκηνὴ τοῦ Θεοῦ Παντοκράτορος, διὰ νὰ προσφέρῃ θυσίας εἰς τὸν Θεὸν μὲ τὸ χέρι τοῦ ἱερέως Ἠλεί, ἔλαβε μίαν μόνην μερίδα ἀπὸ τὰς θυσίας, μὲ τὸ νὰ μὴ εἶχε παιδίον. Ἡ δὲ Φεννάνα ἔλαβε δύω μερίδας, μὲ τὸ νὰ εἶχε τέκνα. Ὅθεν διὰ τοῦτο ἐλυπήθη μέν, δὲν ἀπεγνώσθη δέ, οὐδὲ ἐσκέπασεν ἡ ἐντροπὴ τὸ πρόσωπόν της. Ἀλλὰ μᾶλλον καλὰς ἐλπίδας ἔχουσα, τί κάμνει; Ἀφῆκε μὲν τὸν ἄνδρα της νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ ὁσπήτιον, αὐτὴ δὲ μόνη ἔμεινεν εἰς τὸν οἶκον Κυρίου. Καὶ πίπτουσα εἰς τὸ ἔδαφος καὶ κλαίουσα, ἔτζι ἐπροσευχήθη. «Κύριε ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων μου, ἐὰν ἐπιβλέπων ἐπιβλέψῃς ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης σου, καὶ μοῦ ἐνθυμηθῇς καί μοι δώσῃς καρπὸν κοιλίας, θέλω δώσω αὐτὸν εἰς ἐσένα, διὰ νὰ σὲ δουλεύῃ ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς του».
Τί ἔκαμε λοιπὸν ὁ Θεός; Παρήκουσε τῆς δεήσεώς της; Μὴ γένοιτο! ἀλλ’ ἐπειδὴ εἶδεν αὐτὴν πῶς δὲν ἐχωρίζετο ἀπὸ τὴν σκηνήν του, ἀλλὰ προσηύχετο πάντοτε, καὶ ἔκλαιε μὲ θερμὰ δάκρυα, ὄχι μόνον ὑπεσχέθη νὰ δώσῃ εἰς αὐτὴν καρπὸν κοιλίας, ἀλλὰ καὶ τὸ ὄνομα προεῖπε τοῦ μέλλοντος γεννηθῆναι υἱοῦ της. Εἶπε γὰρ πρὸς αὐτὴν Ἠλεὶ ὁ ἱερεύς· «Πορεύου εἰς εἰρήνην, ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, δώη σοι πᾶν αἴτημά σου, ὃ ᾐτήσω παρ’ αὐτοῦ» (Α΄ Βασιλ. α΄, 17). Οὗτος δὲ ὁ λόγος δὲν δηλοῖ ἄλλο, πάρεξ τὸ ὄνομα τοῦ Σαμουήλ. Σαμουὴλ γὰρ Θεαίτητος ἑρμηνεύεται. Ἤγουν παρὰ Θεοῦ αἰτηθείς, ἤτοι ζητηθείς. Ὅθεν λαβοῦσα ἡ ἀοίδιμος Ἄννα τὴν πληροφορίαν παρὰ Θεοῦ, ἐκατέβαινεν ἀπὸ τὴν σκηνὴν τοῦ Θεοῦ εὐφραινομένη καὶ χορεύουσα. Καὶ λοιπὸν συλλαβοῦσα, ἐγέννησε Σαμουὴλ τὸν Προφήτην. Καὶ ἀφ’ οὗ ἀπεγαλακτίσθη, ἐπῆρεν αὐτὸν ἡ φιλόθεος μήτηρ καὶ ἀνέβη εἰς τὴν Σηλώμ. Καὶ προσπίπτουσα εἰς τὸν Θεόν, ἀπέδιδεν εἰς αὐτὸν τὰς εὐχαριστίας. Ὁ δὲ ἱερεὺς Ἠλεὶ εὐλόγησεν αὐτὴν καὶ τὸν ἄνδρα της, λέγων. Ἄμποτε νὰ σοὶ δώσῃ ὁ Κύριος ἕτερον καρπὸν κοιλίας, ἀντὶ Σαμουὴλ τοῦ υἱοῦ σου. «Ἀποτίσαι σοι Κύριος σπέρμα ἐκ τῆς γυναικὸς ταύτης, ἀντὶ τοῦ χρέους, οὗ ἔχρησας τῷ Κυρίῳ» (Α΄ Βασιλ. β΄, 20).
Ὅθεν πέρνουσα τὸν Σαμουὴλ ἐκατέβη εἰς τὸν οἶκόν της, μὲ τὸ νὰ ἦτον πολλὰ νήπιον. Ὅταν δὲ ἔγινε μειράκιον, ἤτοι ἕως εἴκοσι χρόνων (2) ἐπῆρε τοῦτον ἀπὸ τὸ χέρι, καὶ ἔφερεν εἰς τὸν Ναόν, καὶ ἀφ’ οὗ ἐπροσευχήθη εἰς τὸν Θεόν, παρέδωκεν αὐτὸν εἰς τὰς χεῖρας Ἠλεὶ τοῦ ἱερέως. Ἔκαμε δὲ εἰς αὐτὸν καὶ ἐφούδ, καὶ μικρὰν διπλοΐδα (3). Καὶ βλέπουσα τοῦτον, πῶς ἐλειτούργει καὶ ὑπηρέτει εἰς τὸν Θεὸν ἔμπροσθεν Ἠλεὶ τοῦ ἱερέως, ἔχαιρεν ὑπερβολικά. Ἐγέννησε δὲ ἀκόμη τρεῖς υἱοὺς καὶ τρεῖς θυγατέρας (4) καὶ πηγαίνουσα εἰς τὸ ἱερὸν ἐπρόσπεσεν εἰς τὸν Κύριον εὐχαριστοῦσα. Σηκωθεῖσα δὲ ἐπάνω, εἶπε τὴν ᾠδὴν ταύτην. «Ἐστερεώθη ἡ καρδία μου ἐν Κυρίῳ. Ὑψώθη κέρας μου ἐν Θεῷ μου. Ἐπλατύνθη ἐπ’ ἐχθρούς μου τὸ στόμα μου, εὐφράνθην ἐν σωτηρίῳ σου». Καὶ τὰ λοιπὰ τῆς ᾠδῆς ὅλης ἐκελάδησε λόγια, καθὸ δὲ ἦτον Προφῆτις καὶ μήτηρ Προφήτου, διὰ τοῦτο ἔλεγε προφητεύουσα «Ὅτι στεῖρα ἔτεκεν ἑπτά, καὶ ἡ πολλὴ ἐν τέκνοις ἠσθένησεν». Αὕτη μὲν γὰρ ἔχαιρε διὰ τὰ ἑπτὰ τέκνα της, ἡ δὲ Φεννάνα ἡ ἀντίζηλός της πέντε τέκνα ἔχουσα, ἢ καὶ ὀλιγώτερα, αὕτη λέγω ἀποστειρωθεῖσα, πλέον δὲν ἐγέννα. Ἡ ἀοίδιμος λοιπὸν Ἄννα μείνασα εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν χρόνους ἀρκετούς, καὶ εὐχαριστοῦσα πάντοτε τὸν Θεὸν καὶ προφητεύουσα, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον.
(2) Τοῦτο δὲν ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφὴ εἰς τὸ α΄ καὶ β΄ κεφάλαιον τῆς πρώτης τῶν Βασιλειῶν. Ἀλλὰ μόνον λέγει, ὅτι ὅταν ἀπεγαλακτίσθη τὸ παιδάριον, τότε ἐπροσφέρθη ὑπὸ τῆς μητρός του, καὶ ἦν λειτουργῶν τῷ προσώπῳ Κυρίου ἐνώπιον Ἠλεὶ τοῦ ἱερέως.
(3) Ὁ δὲ Σύμμαχος ἔχει «Ἐφοὺδ βὰρ καὶ ἐφεστρίδα μικράν». Ὁ δὲ Θεοδοτίων «Ἐφὼδ βὰρ καὶ ἐπιδύτην μικρόν». Τί δὲ εἶναι τὸ ἐφούδ, ἀποκρίνεται ὁ Θεοδώρητος, ὅτι διὰ τοῦ ἐνδύματος τούτου πολλὰ πράγματα μέλλοντα καὶ ἀγνοούμενα ἐπρομήνυεν ὁ Δεσπότης Θεός. Ἀπορεῖ δέ, διατί ὁ Σαμουὴλ ἐφόρει τὸ ἐφοὺδ Λευΐτης ὤν, εἰς καιρὸν ὁποῦ αὐτὸ ἦτον διωρισμένον νὰ τὸ φορῇ μόνος ὁ Ἀρχιερεύς; Λύων οὖν τὴν ἀπορίαν λέγει ὅτι εἰκὸς εἶναι νὰ ἐχάρισε τὴν χάριν ταύτην εἰς τὸν Σαμουὴλ ὁ Ἠλεί, βλέπων εἰς αὐτὸν ἐπανθοῦσαν τὴν θείαν χάριν. Διατὶ ὑπεσχέθη εἰς τὸν Θεὸν πρὸ τοῦ νὰ γεννηθῇ. Διατὶ παραδόξως ἐγεννήθη καὶ εἰς τὴν Σκηνὴν ἀνετράφη. Καὶ διατὶ ἦτον Ἅγιος καὶ θεαίτητος καὶ Ναζηραῖος.
(4) Ἡ θεία Γραφὴ λέγει, ὅτι τρεῖς υἱοὺς καὶ θυγατέρας δύω ἐγέννησε, καὶ οὐχὶ τρεῖς. Ὥστε ὁποῦ ὅλα τὰ τέκνα τῆς Ἄννης ὁμοῦ μὲ τὸν Σαμουήλ, εἶναι ἓξ καὶ ὄχι ἑπτά. Ἴσως δὲ τοῦτο εἶπεν ὁ συγγραφεὺς τοῦ Συναξαριστοῦ, διατὶ εἶπεν ἡ Ἄννα, ὅτι στεῖρα ἔτεκεν ἑπτά, τοῦ ἑπτὰ ἀντὶ πολλῶν νοουμένου. Καθὼς συνειθίζεται νὰ νοῆται ἔτζι παρὰ τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ. Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὴν Ἄνναν ταύτην πέντε λόγους ἔγραψεν ὁ Χρυσοστομικὸς κάλαμος περιεχομένους ἐν τῷ πέμπτῳ τόμῳ τῆς ἐν Ἐτόνῃ ἐκδόσεως. Καὶ ὁ μὲν πρῶτος ἄρχεται οὕτως· «Ἐπειδὰν ξένον τινα καταχθέντα πρὸς ἡμᾶς». Ὁ δὲ δεύτερος· «Οὐδὲν ἄρα ἶσον εὐχῆς, ἀγαπητοί». Ὁ τρίτος· «Εἰ μὴ δοκῶ προσκορής τισιν εἶναι καὶ φορτικός». Ὁ τέταρτος· «Οὐκ οἶδα ποίοις χρήσωμαι λόγοις σήμερον». Ὁ δὲ πέμπτος· «Οἱ θησαυρὸν ἀνορύττοντες ἐν τῷ κόσμῳ, ἀγαπητοί».
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Στεφάνου τοῦ νεολαμποῦς, τοῦ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ἀντίπᾳ κειμένου.
Ἐξήγαγες γῆς τὸν Στέφανον καὶ βίον,
Στέφει δὲ δόξης ἐστεφάνωσας Λόγε.
Οὗτος ὁ νεοφανὴς ἀστὴρ ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου ἐν ἔτει ωκθ΄ [829], γέννημα καὶ θρέμμα ὑπάρχων τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ δὲ γονεῖς του ὠνομάζοντο Ζαχαρίας καὶ Θεοφανώ, στολισμένοι μὲ κάθε ἀρετὴν καὶ σύνεσιν, καὶ κατοικοῦντες εἰς τὴν τοποθεσίαν τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει καλουμένου Ζεύγματος, ὄχι μακρὰν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ θείου Πρωτομάρτυρος καὶ Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου. Τοῦτον τὸν Ἅγιον, ὅταν εἶχεν ἐγγαστρωμένον ἡ μήτηρ του, ἀπείχετο καὶ δὲν ἔτρωγε παχέα φαγητά (ὁποῖον μάλιστα εἶναι τὸ κρέας) ἀλλὰ ἀρκεῖτο εἰς μόνον τὸ ψωμὶ καὶ νερὸν καὶ εἰς λάχανα, ἕως ὁποῦ ἐγέννησεν αὐτόν. Ὅταν δὲ ἐγεννήθη ὁ Ἅγιος, ὢ τοῦ θαύματος! ἐφάνη εἰς τὰ στήθη του ἕνας σταυρὸς φωτοειδὴς καὶ ὑπέρκαλος. Τοῦτο δὲ ἦτον ἕνα σημεῖον μεγαλώτατον τῆς σταυρώσεως καὶ ἀπροσπαθείας, ὁποῦ ἔμελλε νὰ ἔχῃ ὁ Ἅγιος εἰς τὰ τοῦ κόσμου πράγματα. Ἐπειδὴ δὲ ἐτειλίχθη εἰς τὰ βρεφικὰ σπάργανα, ἦτον ἀνάγκη καὶ νὰ βυζάνῃ κατὰ τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Ὁ Ἅγιος ὅμως οὗτος, ἀνώτερος ἐφάνη τῶν νόμων τῆς φύσεως. Ἐπειδὴ ὅταν ἡ μήτηρ του ἔτρωγε φαγητὸν περισσότερον καὶ ἐχόρταινεν, τότε αὐτὸς οὐδὲ νὰ ἐγγίσῃ ἤθελεν εἰς τὸ βυζί της. Πολλαῖς φοραῖς δὲ ἔμεινεν ἀβύζαστος ἕως δύω ἢ καὶ τρεῖς ἡμέρας, ἀνίσως ἠκολούθει χορτασμὸς εἰς τὴν μητέρα του. Καὶ λοιπὸν ἦτον ἀνάγκη νὰ ἐγκρατεύεται ἡ μήτηρ, διὰ νὰ θρέψῃ τὸν τοιοῦτον χαριτωμένον υἱόν της. Ὅθεν ἐκ τῆς αἰτίας ταύτης, ἔκπληξις ὁμοῦ καὶ θλίψις ἐκυρίευε τοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς τοῦ παιδίου.
Εἶτα βαπτίζεται ὁ Ἅγιος. Λύεται ἀπὸ τὰ βρεφικὰ σπάργανα. Ἀποκόπτει τὸ γάλα καὶ κατ’ ὀλίγον αὐξάνει, καὶ πέμπεται εἰς παιδαγωγὸν διὰ νὰ μανθάνῃ τὰ ἱερὰ γράμματα. Τὰ ὁποῖα προθύμως ἐμάνθανε, καὶ ἦτον εἰς τοὺς γονεῖς του ὑποτασσόμενος. Ὅταν δὲ ὁ θεομισὴς Θεόφιλος ἀπέθανε, παρευθὺς ἀνεβιβάσθη μὲ θείαν ψῆφον εἰς τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ Ἅγιος Μεθόδιος. Τότε λοιπὸν καὶ ὁ τίμιος Ζαχαρίας ὁ πατὴρ τοῦ Ἁγίου τούτου Στεφάνου, ἐχειροτονήθη Πρεσβύτερος, καὶ ἐσυναριθμήθη εἰς τὸν κλῆρον τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας. Κατ’ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν καὶ ὁ υἱός του οὗτος θεῖος Στέφανος, ἐκουρεύθη τὰ μαλλία τῆς κεφαλῆς, καὶ ἔγινε καὶ αὐτὸς τῆς Ἐκκλησίας κληρικός, ἤτοι Ἀναγνώστης. Καὶ ὅσον συνεχῶς ὁ πατήρ του ἐπήγαινεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, τόσον συνεχῶς τὸν ἠκολούθει καὶ ὁ θεῖος Στέφανος. Κατὰ δὲ τὸν δέκατον ὄγδοον χρόνον τοῦ Ἁγίου, ἀποθνήσκει ὁ πατήρ του Ζαχαρίας. Ὅθεν ἀδείας τυχὼν ὁ σεπτὸς Στέφανος, ἔκλεισε τὸν ἑαυτόν του μέσα εἰς τὸν εὐκτήριον οἶκον τοῦ Ἁγίου Κορυφαίου Πέτρου, καὶ ἐκεῖ μένων πάντοτε, ἐπροσηύχετο, ἀρκούμενος εἰς μόνην τὴν τροφὴν τῶν λαχάνων.
Εἰς καιρὸν λοιπὸν ὁποῦ ἔτζι ἐπολιτεύετο ὁ Ὅσιος, φαίνεται μίαν νύκτα εἰς αὐτὸν Πέτρος ὁ τοῦ Κυρίου Ἀπόστολος, καὶ τοῦ λέγει. Εἰρήνη σοι τέκνον, καλὴ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀρχὴ τῆς προθυμίας σου, ὁ Κύριος νὰ σὲ ἐνδυναμώσῃ. Ἔπειτα μετὰ τρεῖς χρόνους φαίνεται εἰς αὐτὸν καὶ ὁ θεῖος Ἱερομάρτυς Ἀντίπας, καὶ λέγει του. Εἰρήνη σοι τέκνον. Ψάλλε μοι, καὶ δὲν θέλω σε ἐγκαταλείψω (5). Ἀπὸ τότε λοιπὸν ἔδιδε τὸν ἑαυτόν του εἰς περισσοτέραν προσευχὴν καὶ νηστείαν ὁ Ἅγιος, τρώγωντας μίαν φοράν, ἢ δύω τὴν ἑβδομάδα, ἀπὸ τὸ συνειθισμένον του φαγητόν. Τὸ ὁποῖον ἦτον κραμβολάχανον χωρὶς ἅλας. Μὲ τοιοῦτον τρόπον καθαρίσας τὸν ἑαυτόν του ὁ ἀοίδιμος, ἠξιώθη τῆς χειροτονίας τοῦ Πρεσβυτέρου, καὶ πολλὰ ἐνεργοῦσε θαύματα.
Κατὰ δὲ τὸν δωδέκατον χρόνον τῆς βασιλείας τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως Βασιλείου τοῦ Μακεδόνος, τὸν δὲ τεσσαρακοστὸν τῆς τοῦ Ἁγίου ἡλικίας, ἤτοι ἐν ἔτει ωοθ΄ [879], ἔγινε σεισμὸς μεγάλος εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐσχίσθη εἰς κάθε μέρος ὁ Ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἀντίπα. Ὅθεν εὐγῆκεν ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ὅσιος, καὶ ἐμβῆκε μέσα εἰς ἕνα λάκκον παρόμοιον μὲ τάφον. Καὶ ἐκεῖ ἔμεινε δώδεκα χρόνους, σανίδα ἔχων ὑπὸ κάτω του, ἐστρωμένην μὲ σάκκον τρίχινον, καὶ ἐπάνω εἰς ταύτην κοιμώμενος. Ὅθεν ἀπὸ τὴν πολλὴν ὑγρασίαν τοῦ τόπου, ἐφθάρησαν καὶ ἔπεσον αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς καὶ τῶν γενείων του. Καὶ τὰ ὀδόντιά του ἀχάμνιναν, καὶ σχεδὸν ὅλον τὸ σῶμά του ἔγινε παράλυτον. Ἀναγκασθεὶς λοιπὸν εὐγῆκεν ἀπὸ τὸν λάκκον ὅλος νενεκρωμένος. Ἔπειτα ἐνδυθεὶς τὸ θεῖον καὶ ἀγγελικὸν σχῆμα τῶν Μοναχῶν, ἔδειξε μεγαλιτέραν καὶ ὑπὲρ ἄνθρωπον ἄσκησιν. Ὅταν γὰρ ἐλειτούργει εἰς μόνας τὰς δεσποτικὰς ἑορτάς, ἔπερνε μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας ἕνα ξηρὸν σῦκον, καὶ τὸ στόμα του ἔπλυνε μὲ ὀλίγον νερόν, καὶ μὲ αὐτὰ μόνα ἀρκεῖτο ὁ τρισμακάριστος. Μὲ τοιούτους ἐπιπόνους καὶ τραχεῖς ἀγῶνας τῆς ἀσκήσεως, διεπέρασεν ὁ οὐρανοπολίτης οὗτος Πατὴρ ἡμῶν Στέφανος, χρόνους ὁλοκλήρους πενηνταπέντε. Κατὰ δὲ τὸν ἑβδομηκοστὸν τρίτον χρόνον ὅλης του τῆς ζωῆς, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν, νεκρώσεως, παρέθετο τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ.
(5) Ἐκ τούτου τοῦ λόγου φαίνεται, ὅτι ἐν τῷ εὐκτηρίῳ οἴκῳ τοῦ Ἁγίου Ἀντίπα ἠγωνίζετο τότε ὁ Ἅγιος, ὡς τοῦτο καὶ παρακάτω δηλοῦται, καὶ ὄχι ἐν τῷ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σωσίθεος ξίφει τελειοῦται.
Σωσίθεον σωθεῖσιν ἐγγράφει λόγος,
Ὑπὲρ Θεοῦ σῴζοντος ἐκτετμημένον.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ναρσῆς ὁ Πέρσης ξίφει τελειοῦται.
Πέρσης κάραν σοι Ναρσῆς Χριστὲ προσφέρει,
Κρεῖττόν γε δῶρον σμυρνοχρυσολιβάνου.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰσαὰκ ξίφει τελειοῦται.
Πάθους τὸ λεῖπον Ἰσαὰκ Σάρρας τέκνου,
Σφαγεὶς ἀνεπλήρωσεν Ἰσαὰκ νέος.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *