Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου8 Μαΐου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Η’, μνήμη του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, ήτοι η σύναξις της αγίας κόνεως της εκπορευομένης εκ του τάφου αυτού, ήγουν του Μάννα (1).
Ου βρώσιν αλλά ρώσιν ανθρώποις νέμει,
Το του τάφου σου Μάννα μύστα Κυρίου.
Ογδοάτη τελέουσι ροδισμόν βροντογόνοιο.
Ο πανάγαθος και φιλάνθρωπος Κύριος ημών, όχι μόνον εδόξασε τους Αγίους, οπού δια την αγάπην του αγωνίσθηκαν προθύμως, τόσον τους ιερούς μαθητάς και Αποστόλους, όσον και Προφήτας και Μάρτυρας, και όλους τους αυτώ ευαρεστήσαντας, και αξίωσεν αυτούς της Βασιλείας των Ουρανών, και των αιωνίων αγαθών, αλλά ακόμη και τους τόπους εκείνους, κατά τους οποίους εδιάτριψαν, ή ετάφησαν, και αυτούς, λέγω, αποδείχνει γεμάτους από θείας χάριτας, και λαμπρύνει τούτους με πολλά θαύματα. Όθεν ακολούθως, και τον τάφον του σήμερον εορταζομένου Ιωάννου του Θεολόγου εχαρίτωσε, και με πολλά εστόλισε θαύματα. Ο τάφος γαρ ούτος του μεγάλου τούτου Ευαγγελιστού, μέσα εις τον οποίον ετάφη, αφ’ ου έζησε χρόνους ρκ’ [120], επί του βασιλέως Τραϊανού, όταν έμελλε να μετατεθή, ο τάφος, λέγω, ούτος, κάθε χρόνον αναβρύει αιφνιδίως κατά την σημερινήν ημέραν με τρόπον θεϊκόν και παράδοξον, μίαν σκόνιν, την οποίαν οι εγχώριοι ονομάζουσι Μάννα, και ταύτην οι λαμβάνοντες, μεταχειρίζονται εις απολύτρωσιν κάθε πάθους, εις ιατρείαν ψυχών, και εις υγείαν σωμάτων, δοξάζοντες τον Θεόν και τον αυτού θεράποντα Ιωάννην.
Μανθάνομεν δε από το εγκώμιον, οπού έχει ο Πατριάρχης των Ιεροσολύμων Σωφρόνιος εις τον Θεολόγον τούτον Ιωάννην, ότι, πατήρ μεν τούτου ήτον ο Ζεβεδαίος. Μήτηρ δε αυτού, ήτον η Σαλώμη, η οποία ήτον θυγάτηρ Ιωσήφ του μνηστευσαμένου την Υπεραγίαν Θεοτόκον. Ο γαρ Ιωσήφ είχε τέσσαρας υιούς, Ιάκωβον, Συμεών, Ιούδαν και Ιωσήν, και θυγατέρας τρεις, την Εσθήρ, την Μάρθαν, και την Σαλώμην, η οποία εχρημάτισε γυνή του Ζεβεδαίου, μήτηρ δε του Ιωάννου. Εκ τούτου δε συμπεραίνεται, ότι ο Κύριος ημών, ήτον θείος του Ιωάννου, ως αδελφός λογιζόμενος Σαλώμης της θυγατρός Ιωσήφ, του νομιζομένου πατρός του Κυρίου (2). Πρέπει δε να ηξεύρωμεν, ότι όταν παρεδόθη ο Κύριος ημών τοις Ιουδαίοις και εσταυρώθη, όλοι μεν οι άλλοι μαθηταί έφυγον από τον φόβον τους, μόνος δε ούτος ο Ιωάννης ήτον παρών, ως αγαπητός (και ως αγαπών τον Κύριον με τελείαν αγάπην, επειδή κατ’ αυτόν πάλιν τον ίδιον η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον). Μόνος λέγω ούτος πρώτος με τον Πέτρον, επήγεν εις τον τάφον. Μόνος ούτος έλαβε την Θεοτόκον εις τα ίδια, μόνος ούτος εις την γην απόκτησε τρεις μητέρας, πρώτην την Σαλώμην, από την οποίαν σαρκικώς εγεννήθη, δευτέραν την Βροντήν, επειδή υιός βροντής εχρημάτισεν. Ο γαρ Κύριος ωνόμασεν αυτόν και τον αδελφόν του Ιάκωβον, Βοεναργές, ο δηλοί υιοί βροντής (Μαρ. γ’, 17). Τρίτην μητέρα κατά χάριν και θέσιν απόκτησε, την Κυρίαν Θεοτόκον, κατά το προς αυτόν ρηθέν λόγιον του Κυρίου το «Ιδού η Μήτηρ σου» (Ιω. ιθ’, 27). Ο Θεολόγος ούτος ήτον μαζί με την Θεοτόκον, έως της αγίας αυτής Κοιμήσεως. Μετά δε την Κοίμησιν αυτής, ευγήκεν από τα Ιεροσόλυμα και επήγεν εις την Έφεσον, κηρύττων το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Εκεί λοιπόν ευρισκόμενος, κατέστρεψε μεν δια προσευχής του τον περίφημον ναόν της Αρτέμιδος. Ηλευθέρωσε δε από την πλάνην της ειδωλολατρείας, και έφερεν εις το φως της θεογνωσίας, τεσσαράκοντα μυριάδας, ήτοι τετρακοσίας χιλιάδας ανθρώπων, οίτινες ελάτρευον εις την ψευδοθεάν Αρτέμιδα. Ηλίβατον δε ονομάζεται το βουνόν, επάνω εις το οποίον είναι κτισμένος ο Ναός Ιωάννου του Θεολόγου κατά την παλαιάν Έφεσον. Κατά δυσμάς δε του βουνού, ήτον ο τάφος του Αγίου Αποστόλου Τιμοθέου. Ο τάφος δε Μαρίας της Μαγδαληνής, και το σπήλαιον των επτά Παίδων, ταύτα ευρίσκονται εις το εκεί πλησιάζον βουνόν, το οποίον ονομάζεται Χειλετών, ή Χειλέων. Ο δε τάφος της Αγίας Ερμιόνης, η οποία ήτον μία από τας τέσσαρας θυγατέρας τας Προφήτιδας Φιλίππου ενός των επτά Διακόνων (3), ταύτης, λέγω, ο τάφος, ευρίσκεται εις το εκεί πλησιάζον βουνόν. Αλλά και τα άγια λείψανα Αυδάκτου Μάρτυρος και της αυτού θυγατρός Καλλισθένης (4), και άλλων Μαρτύρων και Επισκόπων, Αρίστωνος, λέγω, Τυράννου, Αριστοβούλου, και Παύλου του Ερημοπολίτου, όλα ταύτα τα λείψανα εις εκείνο το βουνόν ευρίσκονται.
Τελείται δε η του Ιωάννου Σύναξις και εορτή εν τω σεπτώ και αποστολικώ Ναώ αυτού, τω ευρισκομένω εις τόπον καλούμενον Έβδομον.
(1) Σημείωσαι, ότι εγκώμιον έπλεξεν εις τον Ευαγγελιστήν τούτον Ιωάννην Πρόκλος ο Κωνσταντινουπόλεως, ου η αρχή· «Οι μεν άλλοι Ευαγγελισταί». (Σώζεται εν τη Λαύρα και εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου.) Και Νικήτας ο Ρήτωρ εγκώμιον έχει εις τον αυτόν, ου η αρχή· «Ο τον μέγαν της βροντής γόνον». (Σώζεται εν τη των Ιβήρων, και τη του Διονυσίου, και εις τον έβδομον Πανηγυρικόν της ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου.) Ομοίως και Γρηγόριος ο Παλαμάς, ου η αρχή· «Εορτήν άγομεν σήμερον». (Σώζεται εν τη Λαύρα, και εν τω τρίτω Πανηγυρικώ του Βατοπαιδίου.) Και ο Χρυσόστομος, ου η αρχή· «Πάλιν ημίν εξ ουρανού επεδήμησεν ο μέγας». (Σώζεται εν τη του Παντοκράτορος.) Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα σώζεται εγκώμιον εις τούτον τον Ευαγγελιστήν και εις την Θεοτόκον Κυρίλλου Αλεξανδρείας, ου η αρχή· «Της μεν των Αγίων ευκλείας τε και δόξης».
(2) Σημείωσαι, ότι εδώ αφήκα εκείνα, οπού λέγει μεταξύ ο θείος Σωφρόνιος. Ήγουν ότι ο Κύριος εβάπτισεν οικείαις χερσί μόνον τον Πέτρον. Ο δε Πέτρος εβάπτισε τον Ανδρέαν. Ο δε Ανδρέας εβάπτισε τον Ιάκωβον και Ιωάννην. Ο δε Ιάκωβος και Ιωάννης εβάπτισαν τους λοιπούς Αποστόλους. Απαράδεκτα γαρ ταύτα νομίζονται παρά τοις κριτικοίς, καθ’ ότι είναι εναντία τω Ευαγγελίω α’. Διατί ο Ιωάννης ούτος λέγει φανερά ότι ο Ιησούς δεν εβάπτιζε· «Καίτοι γε Ιησούς αυτός ουκ εβάπτιζεν, αλλ’ οι μαθηταί αυτού» (Ιω. δ’, 2). β’. Διατί οι Απόστολοι εβαπτίσθησαν με το Πνεύμα το Άγιον και με την πυροειδή χάριν αυτού, κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. Καθώς επηγγείλατο αυτοίς ο Κύριος ειπών· «Ιωάννης μεν εβάπτισεν ύδατι, υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Αγίω ου μετά πολλάς ταύτας ημέρας» (Πραξ. α’, 5). Και αυτός δε ο Πρόδρομος εκήρυττε λέγων περί του Κυρίου· «Εγώ μεν βαπτίζω υμάς εν ύδατι, αυτός δε βαπτίσει υμάς εν Πνεύματι Αγίω και πυρί» (Λουκ. γ’, 16). Όθεν και ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος λέγει, ότι το υπερώον εις το οποίον κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον, έγινεν ωσάν κολυμβήθρα, μέσα εις την οποίαν εβαπτίσθησαν όλοι οι Απόστολοι, και οι λοιποί οι εκεί ευρισκόμενοι. Αλλά και ο θείος Χρυσόστομος εν τη ερμηνεία του Ευαγγελίου, δεν θέλει, ότι να εβαπτίσθησαν οι Απόστολοι άλλο βάπτισμα έξω από το του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. Εκείνο δε, οπού λέγει παρακάτω ο θείος Σωφρόνιος, ότι ο Πέτρος και Ιωάννης εβάπτισαν την Θεοτόκον, τούτο είναι πάντη απίθανον. Όρα δε και εις την τριακοστήν του Ιουνίου μηνός εν τη εορτή των ιβ’ Αποστόλων, όπου γράφεται ταύτα· «Δει ειδέναι, ότι οι Πανεύφημοι Απόστολοι και οι Δώδεκα, και οι υπ’ αυτούς Εβδομήκοντα, ους ο Κύριος Αποστόλους ανέδειξε, συν ταις πισταίς γυναιξίν, ουκ ετελέσθησαν τω θείω βαπτίσματι, δια το αυτόν εκείνον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν υποσχέσθαι αυτοίς ούτως μετά την θείαν Ανάστασιν, και ειπείν· “ότι Ιωάννης μεν εβάπτισεν εν ύδατι, υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Αγίω”». Και πάλιν· «Χρη ουν γινώσκειν ότι μετά το υποστρέψαι τους Αποστόλους εις Ιερουσαλήμ από όρους του καλουμένου Ελαιώνος, και καθίσαι εν τω υπερώω συν πάσι τοις πιστοίς αδελφοίς του Κυρίου, και τη Παναχράντω αυτού Μητρί, ως είναι πάντας ρκ’, κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον επ’ αυτούς, και εμπλησθέντες υπ’ αυτού, καθώς και Ιωήλ ο Προφήτης φησίν, ουκ εδεήθησαν ετέρου βαπτίσματος».
(3) Αύτη εορτάζεται κατά την τετάρτην του Σεπτεμβρίου.
(4) Ο Άγιος ούτος Αύδακτος και Καλλισθένη η θυγάτηρ αυτού, εορτάζονται κατά την τετάρτην του Οκτωβρίου.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου πατρός ημών Αρσενίου του Μεγάλου.
Λαθείν βιώσας Αρσένιος ηγάπα,
Ος ου δε πάντως εκβιώσας λανθάνει.
Ούτος ο Όσιος ήτον γέννημα και θρέμμα της μεγαλοπόλεως παλαιάς Ρώμης, εκ νεαράς ηλικίας φυλάξας τον εαυτόν του καθαρόν ενδιαίτημα του Θεού. Όθεν επειδή ήτον γεμάτος από κάθε αρετήν και σοφίαν, τόσον την εσωτερικήν και θείαν, όσον και την εξωτερικήν και ανθρωπίνην, δια τούτο έλαβε και την χειροτονίαν του Διακόνου, κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου του Μεγάλου εν έτει τοθ’ [379]. Τω τότε δε καιρώ εζήτει με πολλήν επιμέλειαν ο ρηθείς βασιλεύς Θεοδόσιος άνδρα πνευματικόν και σοφόν, δια να διδάξη τους υιούς του, τον Ονώριον, λέγω, και τον Αρκάδιον, με τα μαθήματα της φιλοσοφίας, και μάλιστα με τα μαθήματα εκείνα, με τα οποία ο Θεός θεραπεύεται. Όθεν γράφει προ του μεν, εις τον Γρατιανόν τον βασιλεύοντα εν έτει τος’ [376], έπειτα δε, και τον τότε Πάπαν Ιννοκέντιον περί του Αρσενίου, και μόλις και μετά βίας εδυνήθη να τύχη του ποθουμένου. Λοιπόν αναχωρήσας από την Ρώμην ο θείος Αρσένιος, ανέβη εις την Κωνσταντινούπολιν, και επαραστάθη έμπροσθεν του Θεοδοσίου. Βλέπων δε αυτόν ο βασιλεύς, πως είχε, σεμνόν μεν το πρόσωπον και το χρώμα, εύτακτον δε το βλέμμα, ταπεινόν δε το φρόνημα, και απλώς ειπείν, βλέπων αυτόν, πως ήτον στολισμένος με κάθε αρετήν, εγέμισεν από πολλήν χαράν και ευφροσύνην. Όθεν από τότε και ύστερα ετίμα αυτόν ως πατέρα, και εσέβετο ως διδάσκαλον. Οι δε της βασιλικής Συγκλήτου άρχοντες, έβλεπον αυτόν, ωσάν ένα μέγαν θησαυρόν και κειμήλιον. Ο δε Αρσένιος, εμίσει μεν την δόξαν και ελογίζετο αυτήν ωσάν σκύβαλα, ηγάπα δε τον Θεόν, και επόθει την μοναχικήν πολιτείαν, δια τούτο επαρακάλει καθ’ εκάστην τον Κύριον να τελειώση την αίτησίν του, και παρευθύς ακούει άνωθεν μίαν φωνήν, η οποία έλεγεν «Αρσένιε φεύγε τους ανθρώπους και σώζου».
Όθεν ο Όσιος χωρίς να χάση καιρόν, άλλαξε τα φορέματά του, και αναχωρεί εις την Αλεξάνδρειαν, και κουρεύσας τα μαλλία του, έγινε μοναχός εις την Σκήτην, βάλλων τον εαυτόν του υποκάτω εις κάθε σκληραγωγίαν και άσκησιν, και δεόμενος του Θεού. Εκεί δε ευρισκόμενος, πάλιν ήκουσε θείαν φωνήν λέγουσαν «Αρσένιε φεύγε, σιώπα, ησύχαζε, και σώζου». Προς τούτον τον μέγαν Αρσένιον επήγε μίαν φοράν Θεόφιλος ο Αλεξανδρείας ομού με άλλους, και ερώτησεν αυτόν λέγων. Ειπέ εις ημάς, πάτερ, λόγον ωφελείας. Ο δε Όσιος απεκρίθη, εάν σας ειπώ, φυλάττετε τον λόγον μου; Οι δε είπον, ναι εξάπαντος τον φυλάττομεν. Τότε λέγει ο Όσιος, όπου ακούετε, πως ευρίσκεται ο Αρσένιος, μη πλησιάσετε εις αυτόν. Περί τούτου του Οσίου λέγουσιν, ότι εις όλον τον χρόνον της ζωής του δουλεύωντας ζιμπίλια, είχε και ένα παλαιόν μανδύλιον εις τον κόλπον του, με το οποίον εσπόγγιζε τα δάκρυα των ομμάτων του. Ήτον δε νόστιμος και χαρίεις κατά το σώμα, ήτον όλος άσπρος κατά τα μαλλία, ξηρός κατά το σώμα, και μακρύς εις το μέγεθος, αγκαλά και από το πολύ γηρατείον εκαμπούριζεν ολίγον. Είχε τα γένεια μακρά έως την κοιλίαν, το είδος του προσώπου του ήτον αγγελικόν και σεβάσμιον, ωσάν το του Πατριάρχου Ιακώβ. Δια τούτο δεν ήθελε να φαίνεται εις κανένα κατά το πρόσωπον.
Αγρύπνα συχνάκις και εστέκετο όρθιος εις την προσευχήν, χωρίς τελείως να κλίνη τα γόνατα από το εσπέρας έως οπού εύγαινεν ο ήλιος, και ούτως έπαυεν από το στάσιμον. Όθεν δια των τοιούτων αγώνων έφθασεν ο μακάριος εις το άκρον της απαθείας, και με τα αείρρυτα δάκρυά του, έσβεσε τελείως την ψυχόλεθρον πύρωσιν της σαρκός. Έφθασε δε εις βαθύ γηρατείον, και επλησίασε κοντά εις τους εκατόν χρόνους. Όταν δε έμελλε να απέλθη προς Κύριον, ερώτησαν αυτόν οι μαθηταί του, εις ποίον τόπον, και πώς, να τον ενταφιάσουν. Ο δε Όσιος εις αυτούς απεκρίθη, δεν ηξεύρετε, ω τέκνα μου, να δέσετε σχοινίον εις τα πόδιά μου και να με σύρετε εις το βουνόν; Έπειτα λέγει πάλιν εις αυτούς. Βλέπετε, τέκνα μου, πόσος φόβος ευρίσκεται εις εμένα εν τη φοβερά ώρα ταύτη του θανάτου; Οι δε μαθηταί του είπον. Ναι, βλέπομεν. Ο δε απεκρίθη. Πιστεύσατέ μοι, ότι ο φόβος ούτος δεν εχωρίσθη τελείως εκ της καρδίας μου, από τον καιρόν εκείνον, αφ’ ου έγινα Μοναχός. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις την Καλοκαιρινήν.) (5)
(5) Άξια σημειώσεως είναι τα τρία εκείνα ψυχωφελέστατα αποφθέγματα, οπού αφήκεν εις ημάς ο μέγας ούτος Πατήρ. Πρώτον το «Αρσένιε, δι’ ο εξήλθες», το οποίον εσυνείθιζε να λέγη κάθε ημέραν ο αοίδιμος, ανακαινίζων τον πρώτον εκείνον σκοπόν, δια τον οποίον ανεχώρησεν από τον κόσμον και επήγεν εις την έρημον. Δεύτερον το «Ο Θεός μου, μη εγκαταλίπης με, ότι ουδέν εποίησα αγαθόν ενώπιόν σου, αλλά δος μοι δια την αγαθότητά σου βαλείν αρχήν». (Όπερ όρα εν τη Φιλοκαλία εις το τελευταίον κεφάλαιον Θεοδώρου Εδέσσης, και εν άλλοις.) Τρίτον δε απόφθεγμα συμβουλευτικόν αφήκεν εις ημάς εν τω Βίω του γεγραμμένον, το λέγον· «Πάσάν σου την σπουδήν ποίησον, ίνα η ένδον σου εργασία κατά Θεόν η, και νικήσης τα έξω πάθη». Το οποίον αναφέρει πολλάκις εις τους λόγους του ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος, ως αναγκαίον εις κάθε άνθρωπον, οπού θέλει να σωθή. Διδασκόμεθα γαρ δι’ αυτού, ότι όλην την σπουδήν μας πρέπει να έχωμεν εις το να γίνεται η εσωτερική εργασία της ιεράς προσευχής και νήψεως, καθαρά, και δια μόνον τον Θεόν. Εάν γαρ αύτη ενεργήται καθαρά, ευκόλως θέλομεν νικήσομεν τα εξωτερικά πάθη του σώματος. Σημειούμεν εδώ, ότι ο Άγιος ούτος είχε και κεφάλαια, ή λόγους νηπτικούς. Καθώς αναφέρει τούτους εν τω προοιμίω της Βίβλου του, ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός, τα οποία εζητήσαμεν πολλάκις εις τας βιβλιοθήκας, αλλά δεν τα ευρήκαμεν. Όθεν λυ πηρόν είναι τη αληθεία η στέρησις των τοιούτων. Ο δε ελληνικός Βίος του Οσίου Αρσενίου σώζεται διεξοδικώτατος εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τε τω εβδόμω Πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου, και εν τη των Ιβήρων, ου η αρχή· «Αλλά των σπουδαίων άρα και φιλαρέτων ανδρών». Εν δε τη ρηθείση Μεγίστη Λαύρα ευρίσκεται λόγος προς τούτον, συγγραφείς παρά Θεοδώρου του Στουδίτου, ου η αρχή· «Αστήρ αειφανής ημίν». Σημείωσαι δε, ότι τα ανωτέρω του Πατρός συγγράμματα, τα οποία ο συγγραφεύς της παρούσης Βίβλου αναφέρει, {ότι} εξεδόθησάν ποτε, και όρα την Ελληνικήν Βιβλιοθήκην Ανθίμου Γαζή, τομ. β’, σελ. 124.
*
Ο Όσιος Μήλης ο υμνωδός εν ειρήνη τελειούται.
Εκστάντα Μήλην υμνοποιόν εκ βίου,
Υμνείν λόγοις δίκαιον ως εμός λόγος.
*
Τη αυτή ημέρα ολόκληρος σπείρα (ήτοι τάγμα) στρατιωτών ξίφει τελειούται.
Χριστοφρονούσα σπείρα τέμνεται κάρας,
Χριστοκτονούσαν σπείραν ου μιμουμένη.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Η΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἤτοι ἡ σύναξις τῆς ἁγίας κόνεως τῆς ἐκπορευομένης ἐκ τοῦ τάφου αὐτοῦ, ἤγουν τοῦ Μάννα (1).
Οὐ βρῶσιν ἀλλὰ ῥῶσιν ἀνθρώποις νέμει,
Τὸ τοῦ τάφου σου Μάννα μῦστα Κυρίου.
Ὀγδοάτῃ τελέουσι ῥοδισμὸν βροντογόνοιο.
Ὁ πανάγαθος καὶ φιλάνθρωπος Κύριος ἡμῶν, ὄχι μόνον ἐδόξασε τοὺς Ἁγίους, ὁποῦ διὰ τὴν ἀγάπην του ἀγωνίσθηκαν προθύμως, τόσον τοὺς ἱεροὺς μαθητὰς καὶ Ἀποστόλους, ὅσον καὶ Προφήτας καὶ Μάρτυρας, καὶ ὅλους τοὺς αὐτῷ εὐαρεστήσαντας, καὶ ἀξίωσεν αὐτοὺς τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, καὶ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τοὺς τόπους ἐκείνους, κατὰ τοὺς ὁποίους ἐδιάτριψαν, ἢ ἐτάφησαν, καὶ αὐτούς, λέγω, ἀποδείχνει γεμάτους ἀπὸ θείας χάριτας, καὶ λαμπρύνει τούτους μὲ πολλὰ θαύματα. Ὅθεν ἀκολούθως, καὶ τὸν τάφον τοῦ σήμερον ἑορταζομένου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἐχαρίτωσε, καὶ μὲ πολλὰ ἐστόλισε θαύματα. Ὁ τάφος γὰρ οὗτος τοῦ μεγάλου τούτου Εὐαγγελιστοῦ, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον ἐτάφη, ἀφ’ οὗ ἔζησε χρόνους ρκ΄ [120], ἐπὶ τοῦ βασιλέως Τραϊανοῦ, ὅταν ἔμελλε νὰ μετατεθῇ, ὁ τάφος, λέγω, οὗτος, κάθε χρόνον ἀναβρύει αἰφνιδίως κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν μὲ τρόπον θεϊκὸν καὶ παράδοξον, μίαν σκόνιν, τὴν ὁποίαν οἱ ἐγχώριοι ὀνομάζουσι Μάννα, καὶ ταύτην οἱ λαμβάνοντες, μεταχειρίζονται εἰς ἀπολύτρωσιν κάθε πάθους, εἰς ἰατρείαν ψυχῶν, καὶ εἰς ὑγείαν σωμάτων, δοξάζοντες τὸν Θεὸν καὶ τὸν αὐτοῦ θεράποντα Ἰωάννην.
Μανθάνομεν δὲ ἀπὸ τὸ ἐγκώμιον, ὁποῦ ἔχει ὁ Πατριάρχης τῶν Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος εἰς τὸν Θεολόγον τοῦτον Ἰωάννην, ὅτι, πατὴρ μὲν τούτου ἦτον ὁ Ζεβεδαῖος. Μήτηρ δὲ αὐτοῦ, ἦτον ἡ Σαλώμη, ἡ ὁποία ἦτον θυγάτηρ Ἰωσὴφ τοῦ μνηστευσαμένου τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον. Ὁ γὰρ Ἰωσὴφ εἶχε τέσσαρας υἱούς, Ἰάκωβον, Συμεών, Ἰούδαν καὶ Ἰωσῆν, καὶ θυγατέρας τρεῖς, τὴν Ἐσθήρ, τὴν Μάρθαν, καὶ τὴν Σαλώμην, ἡ ὁποία ἐχρημάτισε γυνὴ τοῦ Ζεβεδαίου, μήτηρ δὲ τοῦ Ἰωάννου. Ἐκ τούτου δὲ συμπεραίνεται, ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν, ἦτον θεῖος τοῦ Ἰωάννου, ὡς ἀδελφὸς λογιζόμενος Σαλώμης τῆς θυγατρὸς Ἰωσήφ, τοῦ νομιζομένου πατρὸς τοῦ Κυρίου (2). Πρέπει δὲ νὰ ἠξεύρωμεν, ὅτι ὅταν παρεδόθη ὁ Κύριος ἡμῶν τοῖς Ἰουδαίοις καὶ ἐσταυρώθη, ὅλοι μὲν οἱ ἄλλοι μαθηταὶ ἔφυγον ἀπὸ τὸν φόβον τους, μόνος δὲ οὗτος ὁ Ἰωάννης ἦτον παρών, ὡς ἀγαπητός (καὶ ὡς ἀγαπῶν τὸν Κύριον μὲ τελείαν ἀγάπην, ἐπειδὴ κατ’ αὐτὸν πάλιν τὸν ἴδιον ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον). Μόνος λέγω οὗτος πρῶτος μὲ τὸν Πέτρον, ἐπῆγεν εἰς τὸν τάφον. Μόνος οὗτος ἔλαβε τὴν Θεοτόκον εἰς τὰ ἴδια, μόνος οὗτος εἰς τὴν γῆν ἀπόκτησε τρεῖς μητέρας, πρώτην τὴν Σαλώμην, ἀπὸ τὴν ὁποίαν σαρκικῶς ἐγεννήθη, δευτέραν τὴν Βροντήν, ἐπειδὴ υἱὸς βροντῆς ἐχρημάτισεν. Ὁ γὰρ Κύριος ὠνόμασεν αὐτὸν καὶ τὸν ἀδελφόν του Ἰάκωβον, Βοεναργές, ὃ δηλοῖ υἱοὶ βροντῆς (Μαρ. γ΄, 17). Τρίτην μητέρα κατὰ χάριν καὶ θέσιν ἀπόκτησε, τὴν Κυρίαν Θεοτόκον, κατὰ τὸ πρὸς αὐτὸν ῥηθὲν λόγιον τοῦ Κυρίου τὸ «Ἰδοὺ ἡ Μήτηρ σου» (Ἰω. ιθ΄, 27). Ὁ Θεολόγος οὗτος ἦτον μαζὶ μὲ τὴν Θεοτόκον, ἕως τῆς ἁγίας αὐτῆς Κοιμήσεως. Μετὰ δὲ τὴν Κοίμησιν αὐτῆς, εὐγῆκεν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἔφεσον, κηρύττων τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐκεῖ λοιπὸν εὑρισκόμενος, κατέστρεψε μὲν διὰ προσευχῆς του τὸν περίφημον ναὸν τῆς Ἀρτέμιδος. Ἠλευθέρωσε δὲ ἀπὸ τὴν πλάνην τῆς εἰδωλολατρείας, καὶ ἔφερεν εἰς τὸ φῶς τῆς θεογνωσίας, τεσσαράκοντα μυριάδας, ἤτοι τετρακοσίας χιλιάδας ἀνθρώπων, οἵτινες ἐλάτρευον εἰς τὴν ψευδοθεὰν Ἀρτέμιδα. Ἠλίβατον δὲ ὀνομάζεται τὸ βουνόν, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον εἶναι κτισμένος ὁ Ναὸς Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου κατὰ τὴν παλαιὰν Ἔφεσον. Κατὰ δυσμὰς δὲ τοῦ βουνοῦ, ἦτον ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τιμοθέου. Ὁ τάφος δὲ Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς, καὶ τὸ σπήλαιον τῶν ἑπτὰ Παίδων, ταῦτα εὑρίσκονται εἰς τὸ ἐκεῖ πλησιάζον βουνόν, τὸ ὁποῖον ὀνομάζεται Χειλετῶν, ἢ Χειλέων. Ὁ δὲ τάφος τῆς Ἁγίας Ἑρμιόνης, ἡ ὁποία ἦτον μία ἀπὸ τὰς τέσσαρας θυγατέρας τὰς Προφήτιδας Φιλίππου ἑνὸς τῶν ἑπτὰ Διακόνων (3), ταύτης, λέγω, ὁ τάφος, εὑρίσκεται εἰς τὸ ἐκεῖ πλησιάζον βουνόν. Ἀλλὰ καὶ τὰ ἅγια λείψανα Αὐδάκτου Μάρτυρος καὶ τῆς αὐτοῦ θυγατρὸς Καλλισθένης (4), καὶ ἄλλων Μαρτύρων καὶ Ἐπισκόπων, Ἀρίστωνος, λέγω, Τυράννου, Ἀριστοβούλου, καὶ Παύλου τοῦ Ἐρημοπολίτου, ὅλα ταῦτα τὰ λείψανα εἰς ἐκεῖνο τὸ βουνὸν εὑρίσκονται.
Τελεῖται δὲ ἡ τοῦ Ἰωάννου Σύναξις καὶ ἑορτὴ ἐν τῷ σεπτῷ καὶ ἀποστολικῷ Ναῷ αὐτοῦ, τῷ εὑρισκομένῳ εἰς τόπον καλούμενον Ἕβδομον.
(1) Σημείωσαι, ὅτι ἐγκώμιον ἔπλεξεν εἰς τὸν Εὐαγγελιστὴν τοῦτον Ἰωάννην Πρόκλος ὁ Κωνσταντινουπόλεως, οὗ ἡ ἀρχή· «Οἱ μὲν ἄλλοι Εὐαγγελισταί». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ καὶ ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου.) Καὶ Νικήτας ὁ Ῥήτωρ ἐγκώμιον ἔχει εἰς τὸν αὐτόν, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὁ τὸν μέγαν τῆς βροντῆς γόνον». (Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων, καὶ τῇ τοῦ Διονυσίου, καὶ εἰς τὸν ἕβδομον Πανηγυρικὸν τῆς ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου.) Ὁμοίως καὶ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἑορτὴν ἄγομεν σήμερον». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, καὶ ἐν τῷ τρίτῳ Πανηγυρικῶ τοῦ Βατοπαιδίου.) Καὶ ὁ Χρυσόστομος, οὗ ἡ ἀρχή· «Πάλιν ἡμῖν ἐξ οὐρανοῦ ἐπεδήμησεν ὁ μέγας». (Σῴζεται ἐν τῇ τοῦ Παντοκράτορος.) Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ σῴζεται ἐγκώμιον εἰς τοῦτον τὸν Εὐαγγελιστὴν καὶ εἰς τὴν Θεοτόκον Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, οὗ ἡ ἀρχή· «Τῆς μὲν τῶν Ἁγίων εὐκλείας τε καὶ δόξης».
(2) Σημείωσαι, ὅτι ἐδῶ ἀφῆκα ἐκεῖνα, ὁποῦ λέγει μεταξὺ ὁ θεῖος Σωφρόνιος. Ἤγουν ὅτι ὁ Κύριος ἐβάπτισεν οἰκείαις χερσὶ μόνον τὸν Πέτρον. Ὁ δὲ Πέτρος ἐβάπτισε τὸν Ἀνδρέαν. Ὁ δὲ Ἀνδρέας ἐβάπτισε τὸν Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην. Ὁ δὲ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης ἐβάπτισαν τοὺς λοιποὺς Ἀποστόλους. Ἀπαράδεκτα γὰρ ταῦτα νομίζονται παρὰ τοῖς κριτικοῖς, καθ’ ὅτι εἶναι ἐναντία τῷ Εὐαγγελίῳ α΄. Διατὶ ὁ Ἰωάννης οὗτος λέγει φανερὰ ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐβάπτιζε· «Καίτοι γε Ἰησοῦς αὐτὸς οὐκ ἐβάπτιζεν, ἀλλ’ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ» (Ἰω. δ΄, 2). β΄. Διατὶ οἱ Ἀπόστολοι ἐβαπτίσθησαν μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ μὲ τὴν πυροειδῆ χάριν αὐτοῦ, κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς. Καθὼς ἐπηγγείλατο αὐτοῖς ὁ Κύριος εἰπών· «Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας» (Πράξ. α΄, 5). Καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Πρόδρομος ἐκήρυττε λέγων περὶ τοῦ Κυρίου· «Ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί» (Λουκ. γ΄, 16). Ὅθεν καὶ ὁ Θεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος λέγει, ὅτι τὸ ὑπερῷον εἰς τὸ ὁποῖον κατῆλθε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἔγινεν ὡσὰν κολυμβήθρα, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν ἐβαπτίσθησαν ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι, καὶ οἱ λοιποὶ οἱ ἐκεῖ εὑρισκόμενοι. Ἀλλὰ καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ τοῦ Εὐαγγελίου, δὲν θέλει, ὅτι νὰ ἐβαπτίσθησαν οἱ Ἀπόστολοι ἄλλο βάπτισμα ἔξω ἀπὸ τὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς. Ἐκεῖνο δέ, ὁποῦ λέγει παρακάτω ὁ θεῖος Σωφρόνιος, ὅτι ὁ Πέτρος καὶ Ἰωάννης ἐβάπτισαν τὴν Θεοτόκον, τοῦτο εἶναι πάντῃ ἀπίθανον. Ὅρα δὲ καὶ εἰς τὴν τριακοστὴν τοῦ Ἰουνίου μηνὸς ἐν τῇ ἑορτῇ τῶν ιβ΄ Ἀποστόλων, ὅπου γράφεται ταῦτα· «Δεῖ εἰδέναι, ὅτι οἱ Πανεύφημοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Δώδεκα, καὶ οἱ ὑπ’ αὐτοὺς Ἑβδομήκοντα, οὓς ὁ Κύριος Ἀποστόλους ἀνέδειξε, σὺν ταῖς πισταῖς γυναιξίν, οὐκ ἐτελέσθησαν τῷ θείῳ βαπτίσματι, διὰ τὸ αὐτὸν ἐκεῖνον τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ὑποσχέσθαι αὐτοῖς οὕτως μετὰ τὴν θείαν Ἀνάστασιν, καὶ εἰπεῖν· “ὅτι Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισεν ἐν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ”». Καὶ πάλιν· «Χρὴ οὖν γινώσκειν ὅτι μετὰ τὸ ὑποστρέψαι τοὺς Ἀποστόλους εἰς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου Ἐλαιῶνος, καὶ καθίσαι ἐν τῷ ὑπερῴῳ σὺν πᾶσι τοῖς πιστοῖς ἀδελφοῖς τοῦ Κυρίου, καὶ τῇ Παναχράντῳ αὐτοῦ Μητρί, ὡς εἶναι πάντας ρκ΄, κατῆλθε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπ’ αὐτούς, καὶ ἐμπλησθέντες ὑπ’ αὐτοῦ, καθὼς καὶ Ἰωὴλ ὁ Προφήτης φησίν, οὐκ ἐδεήθησαν ἑτέρου βαπτίσματος».
(3) Αὕτη ἑορτάζεται κατὰ τὴν τετάρτην τοῦ Σεπτεμβρίου.
(4) Ὁ Ἅγιος οὗτος Αὔδακτος καὶ Καλλισθένη ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ, ἑορτάζονται κατὰ τὴν τετάρτην τοῦ Ὀκτωβρίου.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀρσενίου τοῦ Μεγάλου.
Λαθεῖν βιώσας Ἀρσένιος ἠγάπα,
Ὃς οὐ δὲ πάντως ἐκβιώσας λανθάνει.
Οὗτος ὁ Ὅσιος ἦτον γέννημα καὶ θρέμμα τῆς μεγαλοπόλεως παλαιᾶς Ῥώμης, ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας φυλάξας τὸν ἑαυτόν του καθαρὸν ἐνδιαίτημα τοῦ Θεοῦ. Ὅθεν ἐπειδὴ ἦτον γεμάτος ἀπὸ κάθε ἀρετὴν καὶ σοφίαν, τόσον τὴν ἐσωτερικὴν καὶ θείαν, ὅσον καὶ τὴν ἐξωτερικὴν καὶ ἀνθρωπίνην, διὰ τοῦτο ἔλαβε καὶ τὴν χειροτονίαν τοῦ Διακόνου, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου ἐν ἔτει τοθ΄ [379]. Τῷ τότε δὲ καιρῷ ἐζήτει μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν ὁ ῥηθεὶς βασιλεὺς Θεοδόσιος ἄνδρα πνευματικὸν καὶ σοφόν, διὰ νὰ διδάξῃ τοὺς υἱούς του, τὸν Ὀνώριον, λέγω, καὶ τὸν Ἀρκάδιον, μὲ τὰ μαθήματα τῆς φιλοσοφίας, καὶ μάλιστα μὲ τὰ μαθήματα ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς θεραπεύεται. Ὅθεν γράφει πρὸ τοῦ μέν, εἰς τὸν Γρατιανὸν τὸν βασιλεύοντα ἐν ἔτει τος΄ [376], ἔπειτα δέ, καὶ τὸν τότε Πάπαν Ἰννοκέντιον περὶ τοῦ Ἀρσενίου, καὶ μόλις καὶ μετὰ βίας ἐδυνήθη νὰ τύχῃ τοῦ ποθουμένου. Λοιπὸν ἀναχωρήσας ἀπὸ τὴν Ῥώμην ὁ θεῖος Ἀρσένιος, ἀνέβη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἐπαραστάθη ἔμπροσθεν τοῦ Θεοδοσίου. Βλέπων δὲ αὐτὸν ὁ βασιλεύς, πῶς εἶχε, σεμνὸν μὲν τὸ πρόσωπον καὶ τὸ χρῶμα, εὔτακτον δὲ τὸ βλέμμα, ταπεινὸν δὲ τὸ φρόνημα, καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, βλέπων αὐτόν, πῶς ἦτον στολισμένος μὲ κάθε ἀρετήν, ἐγέμισεν ἀπὸ πολλὴν χαρὰν καὶ εὐφροσύνην. Ὅθεν ἀπὸ τότε καὶ ὕστερα ἐτίμα αὐτὸν ὡς πατέρα, καὶ ἐσέβετο ὡς διδάσκαλον. Οἱ δὲ τῆς βασιλικῆς Συγκλήτου ἄρχοντες, ἔβλεπον αὐτόν, ὡσὰν ἕνα μέγαν θησαυρὸν καὶ κειμήλιον. Ὁ δὲ Ἀρσένιος, ἐμίσει μὲν τὴν δόξαν καὶ ἐλογίζετο αὐτὴν ὡσὰν σκύβαλα, ἠγάπα δὲ τὸν Θεόν, καὶ ἐπόθει τὴν μοναχικὴν πολιτείαν, διὰ τοῦτο ἐπαρακάλει καθ’ ἑκάστην τὸν Κύριον νὰ τελειώσῃ τὴν αἴτησίν του, καὶ παρευθὺς ἀκούει ἄνωθεν μίαν φωνήν, ἡ ὁποία ἔλεγεν «Ἀρσένιε φεῦγε τοὺς ἀνθρώπους καὶ σώζου».
Ὅθεν ὁ Ὅσιος χωρὶς νὰ χάσῃ καιρόν, ἄλλαξε τὰ φορέματά του, καὶ ἀναχωρεῖ εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, καὶ κουρεύσας τὰ μαλλία του, ἔγινε μοναχὸς εἰς τὴν Σκήτην, βάλλων τὸν ἑαυτόν του ὑποκάτω εἰς κάθε σκληραγωγίαν καὶ ἄσκησιν, καὶ δεόμενος τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ δὲ εὑρισκόμενος, πάλιν ἤκουσε θείαν φωνὴν λέγουσαν «Ἀρσένιε φεῦγε, σιώπα, ἡσύχαζε, καὶ σώζου». Πρὸς τοῦτον τὸν μέγαν Ἀρσένιον ἐπῆγε μίαν φορὰν Θεόφιλος ὁ Ἀλεξανδρείας ὁμοῦ μὲ ἄλλους, καὶ ἐρώτησεν αὐτὸν λέγων. Εἰπὲ εἰς ἡμᾶς, πάτερ, λόγον ὠφελείας. Ὁ δὲ Ὅσιος ἀπεκρίθη, ἐὰν σᾶς εἰπῶ, φυλάττετε τὸν λόγον μου; Οἱ δὲ εἶπον, ναὶ ἐξάπαντος τὸν φυλάττομεν. Τότε λέγει ὁ Ὅσιος, ὅπου ἀκούετε, πῶς εὑρίσκεται ὁ Ἀρσένιος, μὴ πλησιάσετε εἰς αὐτόν. Περὶ τούτου τοῦ Ὁσίου λέγουσιν, ὅτι εἰς ὅλον τὸν χρόνον τῆς ζωῆς του δουλεύωντας ζιμπίλια, εἶχε καὶ ἕνα παλαιὸν μανδύλιον εἰς τὸν κόλπον του, μὲ τὸ ὁποῖον ἐσπόγγιζε τὰ δάκρυα τῶν ὀμμάτων του. Ἦτον δὲ νόστιμος καὶ χαρίεις κατὰ τὸ σῶμα, ἦτον ὅλος ἄσπρος κατὰ τὰ μαλλία, ξηρὸς κατὰ τὸ σῶμα, καὶ μακρὺς εἰς τὸ μέγεθος, ἀγκαλὰ καὶ ἀπὸ τὸ πολὺ γηρατεῖον ἐκαμπούριζεν ὀλίγον. Εἶχε τὰ γένεια μακρὰ ἕως τὴν κοιλίαν, τὸ εἶδος τοῦ προσώπου του ἦτον ἀγγελικὸν καὶ σεβάσμιον, ὡσὰν τὸ τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ. Διὰ τοῦτο δὲν ἤθελε νὰ φαίνεται εἰς κᾀνένα κατὰ τὸ πρόσωπον.
Ἀγρύπνα συχνάκις καὶ ἐστέκετο ὄρθιος εἰς τὴν προσευχήν, χωρὶς τελείως νὰ κλίνῃ τὰ γόνατα ἀπὸ τὸ ἑσπέρας ἕως ὁποῦ εὔγαινεν ὁ ἥλιος, καὶ οὕτως ἔπαυεν ἀπὸ τὸ στάσιμον. Ὅθεν διὰ τῶν τοιούτων ἀγώνων ἔφθασεν ὁ μακάριος εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἀπαθείας, καὶ μὲ τὰ ἀείρρυτα δάκρυά του, ἔσβεσε τελείως τὴν ψυχόλεθρον πύρωσιν τῆς σαρκός. Ἔφθασε δὲ εἰς βαθὺ γηρατεῖον, καὶ ἐπλησίασε κοντὰ εἰς τοὺς ἑκατὸν χρόνους. Ὅταν δὲ ἔμελλε νὰ ἀπέλθῃ πρὸς Κύριον, ἐρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταί του, εἰς ποῖον τόπον, καὶ πῶς, νὰ τὸν ἐνταφιάσουν. Ὁ δὲ Ὅσιος εἰς αὐτοὺς ἀπεκρίθη, δὲν ἠξεύρετε, ὦ τέκνα μου, νὰ δέσετε σχοινίον εἰς τὰ πόδιά μου καὶ νὰ μὲ σύρετε εἰς τὸ βουνόν; Ἔπειτα λέγει πάλιν εἰς αὐτούς. Βλέπετε, τέκνα μου, πόσος φόβος εὑρίσκεται εἰς ἐμένα ἐν τῇ φοβερᾷ ὥρᾳ ταύτῃ τοῦ θανάτου; Οἱ δὲ μαθηταί του εἶπον. Ναί, βλέπομεν. Ὁ δὲ ἀπεκρίθη. Πιστεύσατέ μοι, ὅτι ὁ φόβος οὗτος δὲν ἐχωρίσθη τελείως ἐκ τῆς καρδίας μου, ἀπὸ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, ἀφ’ οὗ ἔγινα Μοναχός. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὴν Καλοκαιρινήν.) (5)
(5) Ἄξια σημειώσεως εἶναι τὰ τρία ἐκεῖνα ψυχωφελέστατα ἀποφθέγματα, ὁποῦ ἀφῆκεν εἰς ἡμᾶς ὁ μέγας οὗτος Πατήρ. Πρῶτον τὸ «Ἀρσένιε, δι’ ὃ ἐξῆλθες», τὸ ὁποῖον ἐσυνείθιζε νὰ λέγῃ κάθε ἡμέραν ὁ ἀοίδιμος, ἀνακαινίζων τὸν πρῶτον ἐκεῖνον σκοπόν, διὰ τὸν ὁποῖον ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν ἔρημον. Δεύτερον τὸ «Ὁ Θεός μου, μὴ ἐγκαταλίπῃς με, ὅτι οὐδὲν ἐποίησα ἀγαθὸν ἐνώπιόν σου, ἀλλὰ δός μοι διὰ τὴν ἀγαθότητά σου βαλεῖν ἀρχήν». (Ὅπερ ὅρα ἐν τῇ Φιλοκαλίᾳ εἰς τὸ τελευταῖον κεφάλαιον Θεοδώρου Ἐδέσσης, καὶ ἐν ἄλλοις.) Τρίτον δὲ ἀπόφθεγμα συμβουλευτικὸν ἀφῆκεν εἰς ἡμᾶς ἐν τῷ Βίῳ του γεγραμμένον, τὸ λέγον· «Πᾶσάν σου τὴν σπουδὴν ποίησον, ἵνα ἡ ἔνδον σου ἐργασία κατὰ Θεὸν ᾖ, καὶ νικήσῃς τὰ ἔξω πάθη». Τὸ ὁποῖον ἀναφέρει πολλάκις εἰς τοὺς λόγους του ὁ Θεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος, ὡς ἀναγκαῖον εἰς κάθε ἄνθρωπον, ὁποῦ θέλει νὰ σωθῇ. Διδασκόμεθα γὰρ δι’ αὐτοῦ, ὅτι ὅλην τὴν σπουδήν μας πρέπει νὰ ἔχωμεν εἰς τὸ νὰ γίνεται ἡ ἐσωτερικὴ ἐργασία τῆς ἱερᾶς προσευχῆς καὶ νήψεως, καθαρά, καὶ διὰ μόνον τὸν Θεόν. Ἐὰν γὰρ αὕτη ἐνεργῆται καθαρά, εὐκόλως θέλομεν νικήσομεν τὰ ἐξωτερικὰ πάθη τοῦ σώματος. Σημειοῦμεν ἐδῶ, ὅτι ὁ Ἅγιος οὗτος εἶχε καὶ κεφάλαια, ἢ λόγους νηπτικούς. Καθὼς ἀναφέρει τούτους ἐν τῷ προοιμίῳ τῆς Βίβλου του, ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός, τὰ ὁποῖα ἐζητήσαμεν πολλάκις εἰς τὰς βιβλιοθήκας, ἀλλὰ δὲν τὰ εὑρήκαμεν. Ὅθεν λυ πηρὸν εἶναι τῇ ἀληθείᾳ ἡ στέρησις τῶν τοιούτων. Ὁ δὲ ἑλληνικὸς Βίος τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου σῴζεται διεξοδικώτατος ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἔν τε τῷ ἑβδόμῳ Πανηγυρικῷ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου, καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἀλλὰ τῶν σπουδαίων ἄρα καὶ φιλαρέτων ἀνδρῶν». Ἐν δὲ τῇ ῥηθείσῃ Μεγίστῃ Λαύρᾳ εὑρίσκεται λόγος πρὸς τοῦτον, συγγραφεὶς παρὰ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἀστὴρ ἀειφανὴς ἡμῖν». Σημείωσαι δέ, ὅτι τὰ ἀνωτέρω τοῦ Πατρὸς συγγράμματα, τὰ ὁποῖα ὁ συγγραφεὺς τῆς παρούσης Βίβλου ἀναφέρει, {ὅτι} ἐξεδόθησάν ποτε, καὶ ὅρα τὴν Ἑλληνικὴν Βιβλιοθήκην Ἀνθίμου Γαζῆ, τόμ. β΄, σελ. 124.
*
Ὁ Ὅσιος Μήλης ὁ ὑμνῳδὸς ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἐκστάντα Μήλην ὑμνοποιὸν ἐκ βίου,
Ὑμνεῖν λόγοις δίκαιον ὡς ἐμὸς λόγος.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁλόκληρος σπεῖρα (ἤτοι τάγμα) στρατιωτῶν ξίφει τελειοῦται.
Χριστοφρονοῦσα σπεῖρα τέμνεται κάρας,
Χριστοκτονοῦσαν σπεῖραν οὐ μιμουμένη.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *