Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου8 Φεβρουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Η’, του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Στρατηλάτου.
Ων Θεόδωρος, αξίαν Στρατηλάτης,
Υπήρξε τμηθείς, και Θεού Στρατηλάτης.
Όμβριμον ογδοάτη Θεοδώρου αυχένα κόψαν.
Ούτος ο Άγιος Θεόδωρος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Λικινίου, εν έτει τκ’ [320], καταγόμενος μεν από τα Ευχάϊτα, τα οποία κοινώς λέγονται Εφλεέμ, ευρισκόμενα εν τη Γαλατία, κατοικών δε εις την Ηράκλειαν, την ευρισκομένην κατά την Μαύρην Θάλασσαν. Ούτος λοιπόν υπερέβαλε τους πολλούς, τόσον κατά το κάλλος της ψυχής και την ευμορφίαν του σώματος, όσον και κατά την δύναμιν των λόγων, δια τούτο και όλοι εφιλοτιμούντο να αποκτήσουν την φιλίαν του. Δια τούτο και ο βασιλεύς Λικίνιος, πολλήν επιμέλειαν και φροντίδα είχε να συνομιλήση με αυτόν, και με όλον οπού ήκουσεν, ότι ήτον Χριστιανός, και ότι σιγχαίνεται και μισεί τους λεγομένους παρά των Ελλήνων και παρ’ αυτού του ιδίου θεούς.
Όθεν τούτου χάριν απέστειλεν από την Νικομήδειαν επίτηδες μερικούς οφφικιάλους εδικούς του, τους οποίους επρόσταξε να φέρουν τον Άγιον με τιμήν εις αυτόν. Επειδή δε ο Άγιος Θεόδωρος εμήνυσε με τους ιδίους απεσταλμένους εις τον βασιλέα, ότι αυτός ο ίδιος πρέπει καλλίτερα να υπάγη εις την Ηράκλειαν, ομού με τους μεγαλιτέρους του θεούς, και δια άλλας αιτίας, και δια χάριν μερικών υποθέσεων δημοσίων· δια τούτο ευθύς ο βασιλεύς πέρνωντας μαζί του τους χρυσούς και αργυρούς θεούς του, επήγεν εις την Ηράκλειαν. Ο δε Άγιος Θεόδωρος επροθυμοποιήθη και ενεδυναμώθη εις το μαρτύριον με οπτασίας νυκτερινάς, αι οποίαι επέμφθησαν εις αυτόν από τον Θεόν. Όθεν ευθύς οπού ήκουσεν, ότι ο Λικίνιος επλησίασεν εις τα τείχη της πόλεως, εκάθισεν επάνω εις άλογον, και επροϋπάντησεν αυτόν μετά τιμής, καθώς έπρεπε.
Ο δε βασιλεύς εμβαίνωντας εις την πόλιν, παρεκάλει τον Άγιον να θυσιάση εις τους θεούς. Ο δε Μάρτυς εζήτησε να πάρη αυτούς δια να τους λατρεύση πρώτον εις τον οίκον του. Πέρνωντας δε ο Άγιος τους θεούς, κατά το μέσον της νυκτός ετζάκισεν αυτούς, και τους εμοίρασεν εις τους πτωχούς. Όταν δε εξημέρωσεν, είπε Μαξέντιος ο κομενταρήσιος προς τον βασιλέα, ότι είδε το κεφάλι της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος, οπού το εβάστα ένας πτωχός και το περιέφερεν εις τους δρόμους. Τότε άρπασαν παρευθύς οι δορυφόροι του βασιλέως τον Άγιον Θεόδωρον, και πρώτον μεν, εκδύνουσιν αυτόν, και τεντόνουσιν από τα τέσσαρα μέρη του σώματος. Έπειτα δίδουσι με νεύρα βοδίων, εις μεν την ράχιν του αθλητού ξυλίας επτακοσίας, εις δε την κοιλίαν του, ξυλίας πεντήκοντα. Τον δε λαιμόν του Αγίου κτυπώσι με μολυβένας μπάλλας, είτα ξέουσιν αυτόν και με λαμπάδας καίουσιν, ύστερον δε τρίβουσι τας πληγωμένας και κεκαυμένας σάρκας του με τούβλα και κεραμίδια. Και έτζι τον ρίπτουσιν εις την φυλακήν, και σφαλίζουσι τους πόδας του εις το τιμωρητικόν ξύλον, αφίνοντες αυτόν εκεί νηστικόν επτά ημέρας.
Μετά ταύτα, εύγαλαν αυτόν από την φυλακήν, και εκάρφωσαν τας χείρας και πόδας του εις ένα σταυρόν. Έπειτα (ω της θηριώδους απανθρωπίας!) επέρασαν εις το παιδογόνον και κρύφιον μέλος του Μάρτυρος ένα περόνι, το οποίον έφθασεν έως μέσα εις τα εντόσθιά του. Εστέκοντο δε και τριγύρω παιδία, οπού εσαΐτευον τον Άγιον εις το πρόσωπον. Όθεν από τας σαΐτας εχύθησαν αι κόραι των οφθαλμών του. Άλλοι δε κόπτοντες πλαγίως τα κεκρυμμένα του μόρια, εξέκοψαν μαζί και τα σπερμογόνα του μέλη. Επειδή δε ο Άγιος έμεινε την νύκτα εις τον σταυρόν, δια τούτο ενόμισεν ο Λικίνιος, ότι ήδη απέθανεν, απατάτο όμως ο μάταιος. Διατί ο Άγιος ελύθη εκ των δεσμών από θείον Άγγελον, και όλος έγινεν υγιής, ψάλλων και ευλογών τον Θεόν. Όταν δε εξημέρωσεν, έστειλεν ο Λικίνιος ανθρώπους δια να πάρουν το σώμα του και να το ρίψουν εις την θάλασσαν. Οι δε απεσταλμένοι βλέποντες τον Άγιον ζωντανόν και υγιή, επίστευσαν εις τον Χριστόν άνθρωποι ογδοηνταπέντε, και μετά ταύτα επίστευσαν και άλλοι τριακόσιοι, των οποίων ήτον πρώτος ο ανθύπατος Κέστης. Ούτοι γαρ αποσταλέντες δια να θανατώσουν τους πιστεύσαντας ογδοηνταπέντε, επίστευσαν και αυτοί.
Βλέπωντας δε ο Λικίνιος, πως ήτον η πόλις τεταραγμένη, επρόσταξε να αποκεφαλίσουν τον Άγιον. Χριστιανοί δε πολλοί εκεί ευρισκόμενοι, εμπόδιζον τους στρατιώτας. Αλλ’ ο Άγιος μόλις καταπαύσας τους Χριστιανούς, απεκεφαλίσθη, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον. Το δε άγιον αυτού λείψανον ανεκομίσθη από την Ηράκλειαν εις τα Ευχάϊτα, και ετέθη εις τον πατρικόν αυτού οίκον, καθώς ο Μάρτυς επρόσταξε περί τούτου τον ταχυγράφον του Αύγαρον. Ο οποίος παρών εις το μαρτύριόν του, έγραψε τας κατά μέρος ερωτήσεις και αποκρίσεις του Αγίου, και τα διάφορα είδη των βασάνων οπού έλαβε, και τας παρά Θεού βοηθείας και αντιλήψεις, οπού ηξιώθη (1). (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού, όρα εις τον πεζογράφον Δαμασκηνόν.)
(1) Η δε ανακομιδή του λειψάνου του, εορτάζεται κατά την ογδόην του Ιουνίου. Σημείωσαι, ότι εις τον Άγιον τούτον Θεόδωρον, εγκώμιον έπλεξεν Ευθύμιος ο Ζυγαδηνός, ου η αρχή· «Τον του Θεού δώρων επώνυμον Μάρτυρα», όπερ μετέφρασεν εις το απλούν η εμή αδυναμία, και ευρίσκεται εις το εν Καρεαίς κελλίον των Αγίων Θεοδώρων. Ο δε ελληνικός αυτού Βίος ευρίσκεται εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Λικινίω τω βασιλεί».
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Προφήτου Ζαχαρίου.
Ίππους εώρας τους νόας Ζαχαρία,
Δι’ ων προς ύψος Ουρανών αφιππάσω.
Ούτος ο Προφήτης Ζαχαρίας ερμηνεύεται, μνήμη Θεού. Ήτον δε από το γένος του Ισραήλ εκ φυλής Λευΐ και εγεννήθη εις την Γαλαάδ. Εγύρισε δε εις την Ιερουσαλήμ ύστερα από την εν Βαβυλώνι σκλαβίαν των Εβραίων, γέρωντας εις τους χρόνους. Εκεί δε εις την Βαβυλώνα ευρισκόμενος, πολλάς προφητείας έκαμεν εις τον λαόν του Θεού, και πολλά τέρατα και σημεία έδωκεν, εις απόδειξιν της αληθείας των προφητειών του. Ούτος είπεν εις τον αρχιερέα Ιωσεδέκ, ότι θέλει γεννήσει υιόν, και ότι θέλει ιερατεύσει εις τον Κύριον εν τη Ιερουσαλήμ. Ούτος ευλόγησε και τον Σαλαθιήλ και είπεν αυτώ, ότι θέλει γεννήσει υιόν, και θέλει καλέσει το όνομά του Ζοροβάβελ, ήγουν σπέρμα Βαβυλώνος. Ζορό γαρ, ερμηνεύεται σπέρμα. Βαβέλ δε, Βαβυλών. Κατά δε τους χρόνους Κύρου του βασιλέως Περσών έδωκεν ένα σημείον παράδοξον δια τον Κροίσον τον βασιλέα της Λυδίας, και δια την εκπόρθησιν και αφανισμόν της Ιερουσαλήμ, και δια το τέλος του Ισραήλ. Ομοίως και δια την αρχήν και τέλος των εθνών, και δια την μέχρι τέλους καταστροφήν και ερήμωσιν του εν Ιερουσαλήμ Ναού, και ότι έχουν να λείψουν οι Προφήται από τους Ισραηλίτας, και να αργήσουν οι ιερείς και τα Σάββατα. Αυτός επροφήτευσε και δια την διπλήν κρίσιν, οπού έχει να γένη (2), και άλλα δε πολλά προφητεύσας, εκοιμήθη εις γήρας βαθύ, και ετάφη κοντά εις τον τάφον Αγγαίου του Προφήτου (3).
(2) Ίσως διπλή κρίσις εννοείται εδώ η της ψυχής και του σώματος. Και τα δύω γαρ εν τη μελλούση κρίσει κριθήσονται. Σημείωσαι, ότι το λείψανον του Προφήτου τούτου Ζαχαρίου ευρίσκετο εις τον εν Κωνσταντινουπόλει Ναόν του αδελφοθέου Ιακώβου, τον οποίον ανήγειρεν Ιουστίνος ο βασιλεύς (σελ. 1152 της Δωδεκαβίβλου).
(3) Ο Ζαχαρίας ούτος ήτον υιός Βαραχίου, και επροφήτευσεν εν τω ογδόω μηνί, κατά τον δεύτερον χρόνον του βασιλέως Δαρείου, ως τούτο δηλούται εν κεφαλαίω πρώτω της αυτού προφητείας, η οποία διαμοιράζεται εις δεκατέσσαρα κεφάλαια. Ήτον δε κατά τους χρόνους συνομήλικος με τον Προφήτην Αγγαίον, και κατά τον βίον ομότροπος. Τας δε προφητείας του προείρηκεν εις τους Ιουδαίους, και προ του Αγγαίου, και μετά τον Αγγαίον. Θαυμασίως δε ο Προφήτης ούτος, είπερ και άλλος, τα περί του Χριστού διεσάφησεν, ως μαρτυρεί Αλέξανδρος ο Μαυροκορδάτος, εις σελ. σπγ’ των Ιουδαϊκών. Ο γαρ εξ αργύρου και χρυσού στέφανος, ον αναφέρει εν τω ς’ κεφαλ., τη μοναρχία του Σωτήρος, και τη καθ’ ημάς Εκκλησία αρμόζει, τη συνεστώση εξ Ιουδαίων και Εθνών. Μερικοί δε λέγουσιν, ότι ο Προφήτης ούτος μαρτυρικού τέλους ηξιώθη. Σημείωσαι, ότι ο Ζαχαρίας ούτος και ο Αγγαίος και ο Μαλαχίας, καλούνται Προφήται του δευτέρου Ναού, ως ακμάσαντες εν τω καιρώ εκείνω, ότε ο Ζοροβάβελ αυτόν έκτισεν, ως λέγει ο Κανόνικος Κλήμης εν τη ανασκευή της τελευταίον διερμηνευθείσης Διαθήκης.
*
Αι Άγιαι Μάρτυρες Μάρθα και Μαρία αι αδελφαί, συν τω Οσίω Λυκαρίωνι, ξίφει τελειούνται.
Εις την Μάρθαν και Μαρίαν.
Άσπερ παρήξεν εις το φως γαστήρ μία,
Μάρθαν Μαρίαν, εν στεροί φωτός ξίφος.
Εις τον Λυκαρίωνα.
Διπλούν εδέξω Λυκαρίων το στέφος,
Όσιος οία και αθλητής Κυρίου.
Αύται αι Άγιαι ήτον αδελφαί κατά σάρκα, και εζούσαν κατ’ ιδίαν, μεταχειριζόμεναι παρθενίαν. Επειδή δε έτυχε να περάση ο ηγεμών από το οσπήτιον εκείνο, εις το οποίον εκατοίκουν, έσκυψαν από το παράθυρον, και είπον, ότι είναι Χριστιαναίς. Ο δε ηγεμών λυπούμενος, ελεεινολόγει τον θάνατον οπού έχουν να λάβουν εις την νεότητά των. Αι δε Άγιαι ανταπεκρίθησαν, ότι, ο δια τον Χριστόν θάνατος, δεν είναι θάνατος, αλλά ζωή, η οποία τέλος δεν έχει. Τούτο το ίδιον ωμολόγησε και ο Άγιος Οσιομάρτυς Λυκαρίων, ο οποίος ήτον παις μοναχός, και σύντροφος των Αγίων. Όθεν κατά προσταγήν του ηγεμόνος και οι τρεις εκαρφώθησαν εις τρεις σταυρούς. Τελευταίον δε, απεκεφαλίσθησαν με ξίφος από τους δημίους, και έτζι παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου (4).
(4) Σημείωσαι, ότι το ενταύθα παρά τω Μηναίω κείμενον δίστιχον του Αγίου Λυκαρίωνος, ευρίσκεται κατά την εβδόμην του Ιουνίου, όταν εορτάζεται ο Άγιος Μάρτυς Λυκαρίων, και το Συναξάριον αυτού γράφεται. Εκείνω γαρ μάλλον εστιί αρμόδιον, ή τούτω.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Νικηφόρος και Στέφανος, ξεσθέντες τελειούνται.
Ξεσθείσι Νικηφόρω και τω Στεφάνω,
Νικηφόρου στέφανος επλάκη τέλους.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Φιλαδέλφου και Πολυκάρπου.
Υπήρξεν όντως, η τελευτή του βίου,
Και Φιλαδέλφω και Πολυκάρπω φίλη.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Μακαρίου Επισκόπου Πάφου.
Πάφου πρόεδρος, ένδον εκρύβη τάφου,
Και τ’ άλλα Μακάριος, ου κλήσιν μόνον.
*
Μνήμη του Αγίου Περγέτου.
Πώς αν παρέλθω, αγέραστον Περγέτην,
Συν τοις Αγίοις, όντα κατειλεγμένον;
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Η΄, τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου.
Ὢν Θεόδωρος, ἀξίαν Στρατηλάτης,
Ὑπῆρξε τμηθείς, καὶ Θεοῦ Στρατηλάτης.
Ὄμβριμον ὀγδοάτῃ Θεοδώρου αὐχένα κόψαν.
Οὗτος ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λικινίου, ἐν ἔτει τκ΄ [320], καταγόμενος μὲν ἀπὸ τὰ Εὐχάϊτα, τὰ ὁποῖα κοινῶς λέγονται Ἐφλεέμ, εὑρισκόμενα ἐν τῇ Γαλατίᾳ, κατοικῶν δὲ εἰς τὴν Ἡράκλειαν, τὴν εὑρισκομένην κατὰ τὴν Μαύρην Θάλασσαν. Οὗτος λοιπὸν ὑπερέβαλε τοὺς πολλούς, τόσον κατὰ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς καὶ τὴν εὐμορφίαν τοῦ σώματος, ὅσον καὶ κατὰ τὴν δύναμιν τῶν λόγων, διὰ τοῦτο καὶ ὅλοι ἐφιλοτιμοῦντο νὰ ἀποκτήσουν τὴν φιλίαν του. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ βασιλεὺς Λικίνιος, πολλὴν ἐπιμέλειαν καὶ φροντίδα εἶχε νὰ συνομιλήσῃ μὲ αὐτόν, καὶ μὲ ὅλον ὁποῦ ἤκουσεν, ὅτι ἦτον Χριστιανός, καὶ ὅτι σιγχαίνεται καὶ μισεῖ τοὺς λεγομένους παρὰ τῶν Ἑλλήνων καὶ παρ’ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου θεούς.
Ὅθεν τούτου χάριν ἀπέστειλεν ἀπὸ τὴν Νικομήδειαν ἐπίτηδες μερικοὺς ὀφφικιάλους ἐδικούς του, τοὺς ὁποίους ἐπρόσταξε νὰ φέρουν τὸν Ἅγιον μὲ τιμὴν εἰς αὐτόν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἐμήνυσε μὲ τοὺς ἰδίους ἀπεσταλμένους εἰς τὸν βασιλέα, ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος πρέπει καλλίτερα νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἡράκλειαν, ὁμοῦ μὲ τοὺς μεγαλιτέρους του θεούς, καὶ διὰ ἄλλας αἰτίας, καὶ διὰ χάριν μερικῶν ὑποθέσεων δημοσίων· διὰ τοῦτο εὐθὺς ὁ βασιλεὺς πέρνωντας μαζί του τοὺς χρυσοῦς καὶ ἀργυροῦς θεούς του, ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἡράκλειαν. Ὁ δὲ Ἅγιος Θεόδωρος ἐπροθυμοποιήθη καὶ ἐνεδυναμώθη εἰς τὸ μαρτύριον μὲ ὀπτασίας νυκτερινάς, αἱ ὁποῖαι ἐπέμφθησαν εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὸν Θεόν. Ὅθεν εὐθὺς ὁποῦ ἤκουσεν, ὅτι ὁ Λικίνιος ἐπλησίασεν εἰς τὰ τείχη τῆς πόλεως, ἐκάθισεν ἐπάνω εἰς ἄλογον, καὶ ἐπροϋπάντησεν αὐτὸν μετὰ τιμῆς, καθὼς ἔπρεπε.
Ὁ δὲ βασιλεὺς ἐμβαίνωντας εἰς τὴν πόλιν, παρεκάλει τὸν Ἅγιον νὰ θυσιάσῃ εἰς τοὺς θεούς. Ὁ δὲ Μάρτυς ἐζήτησε νὰ πάρῃ αὐτοὺς διὰ νὰ τοὺς λατρεύσῃ πρῶτον εἰς τὸν οἶκόν του. Πέρνωντας δὲ ὁ Ἅγιος τοὺς θεούς, κατὰ τὸ μέσον τῆς νυκτὸς ἐτζάκισεν αὐτούς, καὶ τοὺς ἐμοίρασεν εἰς τοὺς πτωχούς. Ὅταν δὲ ἐξημέρωσεν, εἶπε Μαξέντιος ὁ κομενταρήσιος πρὸς τὸν βασιλέα, ὅτι εἶδε τὸ κεφάλι τῆς μεγάλης θεᾶς Ἀρτέμιδος, ὁποῦ τὸ ἐβάστα ἕνας πτωχὸς καὶ τὸ περιέφερεν εἰς τοὺς δρόμους. Τότε ἅρπασαν παρευθὺς οἱ δορυφόροι τοῦ βασιλέως τὸν Ἅγιον Θεόδωρον, καὶ πρῶτον μέν, ἐκδύνουσιν αὐτόν, καὶ τεντόνουσιν ἀπὸ τὰ τέσσαρα μέρη τοῦ σώματος. Ἔπειτα δίδουσι μὲ νεῦρα βοδίων, εἰς μὲν τὴν ῥάχιν τοῦ ἀθλητοῦ ξυλίας ἑπτακοσίας, εἰς δὲ τὴν κοιλίαν του, ξυλίας πεντήκοντα. Τὸν δὲ λαιμὸν τοῦ Ἁγίου κτυπῶσι μὲ μολυβένας μπάλλας, εἶτα ξέουσιν αὐτὸν καὶ μὲ λαμπάδας καίουσιν, ὕστερον δὲ τρίβουσι τὰς πληγωμένας καὶ κεκαυμένας σάρκας του μὲ τοῦβλα καὶ κεραμίδια. Καὶ ἔτζι τὸν ῥίπτουσιν εἰς τὴν φυλακήν, καὶ σφαλίζουσι τοὺς πόδας του εἰς τὸ τιμωρητικὸν ξύλον, ἀφίνοντες αὐτὸν ἐκεῖ νηστικὸν ἑπτὰ ἡμέρας.
Μετὰ ταῦτα, εὔγαλαν αὐτὸν ἀπὸ τὴν φυλακήν, καὶ ἐκάρφωσαν τὰς χεῖρας καὶ πόδας του εἰς ἕνα σταυρόν. Ἔπειτα (ὢ τῆς θηριώδους ἀπανθρωπίας!) ἐπέρασαν εἰς τὸ παιδογόνον καὶ κρύφιον μέλος τοῦ Μάρτυρος ἕνα περόνι, τὸ ὁποῖον ἔφθασεν ἕως μέσα εἰς τὰ ἐντόσθιά του. Ἐστέκοντο δὲ καὶ τριγύρω παιδία, ὁποῦ ἐσαΐτευον τὸν Ἅγιον εἰς τὸ πρόσωπον. Ὅθεν ἀπὸ τὰς σαΐτας ἐχύθησαν αἱ κόραι τῶν ὀφθαλμῶν του. Ἄλλοι δὲ κόπτοντες πλαγίως τὰ κεκρυμμένα του μόρια, ἐξέκοψαν μαζὶ καὶ τὰ σπερμογόνα του μέλη. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος ἔμεινε τὴν νύκτα εἰς τὸν σταυρόν, διὰ τοῦτο ἐνόμισεν ὁ Λικίνιος, ὅτι ἤδη ἀπέθανεν, ἀπατᾶτο ὅμως ὁ μάταιος. Διατὶ ὁ Ἅγιος ἐλύθη ἐκ τῶν δεσμῶν ἀπὸ θεῖον Ἄγγελον, καὶ ὅλος ἔγινεν ὑγιής, ψάλλων καὶ εὐλογῶν τὸν Θεόν. Ὅταν δὲ ἐξημέρωσεν, ἔστειλεν ὁ Λικίνιος ἀνθρώπους διὰ νὰ πάρουν τὸ σῶμά του καὶ νὰ τὸ ῥίψουν εἰς τὴν θάλασσαν. Οἱ δὲ ἀπεσταλμένοι βλέποντες τὸν Ἅγιον ζωντανὸν καὶ ὑγιῆ, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστὸν ἄνθρωποι ὀγδοηνταπέντε, καὶ μετὰ ταῦτα ἐπίστευσαν καὶ ἄλλοι τριακόσιοι, τῶν ὁποίων ἦτον πρῶτος ὁ ἀνθύπατος Κέστης. Οὗτοι γὰρ ἀποσταλέντες διὰ νὰ θανατώσουν τοὺς πιστεύσαντας ὀγδοηνταπέντε, ἐπίστευσαν καὶ αὐτοί.
Βλέπωντας δὲ ὁ Λικίνιος, πῶς ἦτον ἡ πόλις τεταραγμένη, ἐπρόσταξε νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν Ἅγιον. Χριστιανοὶ δὲ πολλοὶ ἐκεῖ εὑρισκόμενοι, ἐμπόδιζον τοὺς στρατιώτας. Ἀλλ’ ὁ Ἅγιος μόλις καταπαύσας τοὺς Χριστιανούς, ἀπεκεφαλίσθη, καὶ οὕτως ἔλαβεν ὁ μακάριος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Τὸ δὲ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον ἀνεκομίσθη ἀπὸ τὴν Ἡράκλειαν εἰς τὰ Εὐχάϊτα, καὶ ἐτέθη εἰς τὸν πατρικὸν αὐτοῦ οἶκον, καθὼς ὁ Μάρτυς ἐπρόσταξε περὶ τούτου τὸν ταχυγράφον του Αὔγαρον. Ὁ ὁποῖος παρὼν εἰς τὸ μαρτύριόν του, ἔγραψε τὰς κατὰ μέρος ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις τοῦ Ἁγίου, καὶ τὰ διάφορα εἴδη τῶν βασάνων ὁποῦ ἔλαβε, καὶ τὰς παρὰ Θεοῦ βοηθείας καὶ ἀντιλήψεις, ὁποῦ ἠξιώθη (1). (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ, ὅρα εἰς τὸν πεζογράφον Δαμασκηνόν.)
(1) Ἡ δὲ ἀνακομιδὴ τοῦ λειψάνου του, ἑορτάζεται κατὰ τὴν ὀγδόην τοῦ Ἰουνίου. Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὸν Ἅγιον τοῦτον Θεόδωρον, ἐγκώμιον ἔπλεξεν Εὐθύμιος ὁ Ζυγαδηνός, οὗ ἡ ἀρχή· «Τὸν τοῦ Θεοῦ δώρων ἐπώνυμον Μάρτυρα», ὅπερ μετέφρασεν εἰς τὸ ἁπλοῦν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία, καὶ εὑρίσκεται εἰς τὸ ἐν Καρεαῖς κελλίον τῶν Ἁγίων Θεοδώρων. Ὁ δὲ ἑλληνικὸς αὐτοῦ Βίος εὑρίσκεται ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Λικινίῳ τῷ βασιλεῖ».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Προφήτου Ζαχαρίου.
Ἵππους ἑώρας τοὺς νόας Ζαχαρία,
Δι’ ὧν πρὸς ὕψος Οὐρανῶν ἀφιππάσω.
Οὗτος ὁ Προφήτης Ζαχαρίας ἑρμηνεύεται, μνήμη Θεοῦ. Ἦτον δὲ ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Ἰσραὴλ ἐκ φυλῆς Λευῒ καὶ ἐγεννήθη εἰς τὴν Γαλαάδ. Ἐγύρισε δὲ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐν Βαβυλῶνι σκλαβίαν τῶν Ἑβραίων, γέρωντας εἰς τοὺς χρόνους. Ἐκεῖ δὲ εἰς τὴν Βαβυλῶνα εὑρισκόμενος, πολλὰς προφητείας ἔκαμεν εἰς τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ πολλὰ τέρατα καὶ σημεῖα ἔδωκεν, εἰς ἀπόδειξιν τῆς ἀληθείας τῶν προφητειῶν του. Οὗτος εἶπεν εἰς τὸν ἀρχιερέα Ἰωσεδέκ, ὅτι θέλει γεννήσει υἱόν, καὶ ὅτι θέλει ἱερατεύσει εἰς τὸν Κύριον ἐν τῇ Ἱερουσαλήμ. Οὗτος εὐλόγησε καὶ τὸν Σαλαθιὴλ καὶ εἶπεν αὐτῷ, ὅτι θέλει γεννήσει υἱόν, καὶ θέλει καλέσει τὸ ὄνομά του Ζοροβάβελ, ἤγουν σπέρμα Βαβυλῶνος. Ζορὸ γάρ, ἑρμηνεύεται σπέρμα. Βαβὲλ δέ, Βαβυλών. Κατὰ δὲ τοὺς χρόνους Κύρου τοῦ βασιλέως Περσῶν ἔδωκεν ἕνα σημεῖον παράδοξον διὰ τὸν Κροῖσον τὸν βασιλέα τῆς Λυδίας, καὶ διὰ τὴν ἐκπόρθησιν καὶ ἀφανισμὸν τῆς Ἱερουσαλήμ, καὶ διὰ τὸ τέλος τοῦ Ἰσραήλ. Ὁμοίως καὶ διὰ τὴν ἀρχὴν καὶ τέλος τῶν ἐθνῶν, καὶ διὰ τὴν μέχρι τέλους καταστροφὴν καὶ ἐρήμωσιν τοῦ ἐν Ἱερουσαλὴμ Ναοῦ, καὶ ὅτι ἔχουν νὰ λείψουν οἱ Προφῆται ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας, καὶ νὰ ἀργήσουν οἱ ἱερεῖς καὶ τὰ Σάββατα. Αὐτὸς ἐπροφήτευσε καὶ διὰ τὴν διπλῆν κρίσιν, ὁποῦ ἔχει νὰ γένῃ (2), καὶ ἄλλα δὲ πολλὰ προφητεύσας, ἐκοιμήθη εἰς γῆρας βαθύ, καὶ ἐτάφη κοντὰ εἰς τὸν τάφον Ἀγγαίου τοῦ Προφήτου (3).
(2) Ἴσως διπλῆ κρίσις ἐννοεῖται ἐδῶ ἡ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Καὶ τὰ δύω γὰρ ἐν τῇ μελλούσῃ κρίσει κριθήσονται. Σημείωσαι, ὅτι τὸ λείψανον τοῦ Προφήτου τούτου Ζαχαρίου εὑρίσκετο εἰς τὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει Ναὸν τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου, τὸν ὁποῖον ἀνήγειρεν Ἰουστῖνος ὁ βασιλεύς (σελ. 1152 τῆς Δωδεκαβίβλου).
(3) Ὁ Ζαχαρίας οὗτος ἦτον υἱὸς Βαραχίου, καὶ ἐπροφήτευσεν ἐν τῷ ὀγδόῳ μηνί, κατὰ τὸν δεύτερον χρόνον τοῦ βασιλέως Δαρείου, ὡς τοῦτο δηλοῦται ἐν κεφαλαίῳ πρώτῳ τῆς αὐτοῦ προφητείας, ἡ ὁποία διαμοιράζεται εἰς δεκατέσσαρα κεφάλαια. Ἦτον δὲ κατὰ τοὺς χρόνους συνομήλικος μὲ τὸν Προφήτην Ἀγγαῖον, καὶ κατὰ τὸν βίον ὁμότροπος. Τὰς δὲ προφητείας του προείρηκεν εἰς τοὺς Ἰουδαίους, καὶ πρὸ τοῦ Ἀγγαίου, καὶ μετὰ τὸν Ἀγγαῖον. Θαυμασίως δὲ ὁ Προφήτης οὗτος, εἴπερ καὶ ἄλλος, τὰ περὶ τοῦ Χριστοῦ διεσάφησεν, ὡς μαρτυρεῖ Ἀλέξανδρος ὁ Μαυροκορδᾶτος, εἰς σελ. σπγ΄ τῶν Ἰουδαϊκῶν. Ὁ γὰρ ἐξ ἀργύρου καὶ χρυσοῦ στέφανος, ὃν ἀναφέρει ἐν τῷ ς΄ κεφαλ., τῇ μοναρχίᾳ τοῦ Σωτῆρος, καὶ τῇ καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίᾳ ἁρμόζει, τῇ συνεστώσῃ ἐξ Ἰουδαίων καὶ Ἐθνῶν. Μερικοὶ δὲ λέγουσιν, ὅτι ὁ Προφήτης οὗτος μαρτυρικοῦ τέλους ἠξιώθη. Σημείωσαι, ὅτι ὁ Ζαχαρίας οὗτος καὶ ὁ Ἀγγαῖος καὶ ὁ Μαλαχίας, καλοῦνται Προφῆται τοῦ δευτέρου Ναοῦ, ὡς ἀκμάσαντες ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὅτε ὁ Ζοροβάβελ αὐτὸν ἔκτισεν, ὡς λέγει ὁ Κανόνικος Κλήμης ἐν τῇ ἀνασκευῇ τῆς τελευταῖον διερμηνευθείσης Διαθήκης.
*
Αἱ Ἅγιαι Μάρτυρες Μάρθα καὶ Μαρία αἱ ἀδελφαί, σὺν τῷ Ὁσίῳ Λυκαρίωνι, ξίφει τελειοῦνται.
Εἰς τὴν Μάρθαν καὶ Μαρίαν.
Ἅσπερ παρῆξεν εἰς τὸ φῶς γαστὴρ μία,
Μάρθαν Μαρίαν, ἓν στεροῖ φωτὸς ξίφος.
Εἰς τὸν Λυκαρίωνα.
Διπλοῦν ἐδέξω Λυκαρίων τὸ στέφος,
Ὅσιος οἷα καὶ ἀθλητὴς Κυρίου.
Αὗται αἱ Ἅγιαι ἦτον ἀδελφαὶ κατὰ σάρκα, καὶ ἐζοῦσαν κατ’ ἰδίαν, μεταχειριζόμεναι παρθενίαν. Ἐπειδὴ δὲ ἔτυχε νὰ περάσῃ ὁ ἡγεμὼν ἀπὸ τὸ ὁσπήτιον ἐκεῖνο, εἰς τὸ ὁποῖον ἐκατοίκουν, ἔσκυψαν ἀπὸ τὸ παράθυρον, καὶ εἶπον, ὅτι εἶναι Χριστιαναῖς. Ὁ δὲ ἡγεμὼν λυπούμενος, ἐλεεινολόγει τὸν θάνατον ὁποῦ ἔχουν νὰ λάβουν εἰς τὴν νεότητά των. Αἱ δὲ Ἅγιαι ἀνταπεκρίθησαν, ὅτι, ὁ διὰ τὸν Χριστὸν θάνατος, δὲν εἶναι θάνατος, ἀλλὰ ζωή, ἡ ὁποία τέλος δὲν ἔχει. Τοῦτο τὸ ἴδιον ὡμολόγησε καὶ ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Λυκαρίων, ὁ ὁποῖος ἦτον παῖς μοναχός, καὶ σύντροφος τῶν Ἁγίων. Ὅθεν κατὰ προσταγὴν τοῦ ἡγεμόνος καὶ οἱ τρεῖς ἐκαρφώθησαν εἰς τρεῖς σταυρούς. Τελευταῖον δέ, ἀπεκεφαλίσθησαν μὲ ξίφος ἀπὸ τοὺς δημίους, καὶ ἔτζι παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ ἔλαβον τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου (4).
(4) Σημείωσαι, ὅτι τὸ ἐνταῦθα παρὰ τῷ Μηναίῳ κείμενον δίστιχον τοῦ Ἁγίου Λυκαρίωνος, εὑρίσκεται κατὰ τὴν ἑβδόμην τοῦ Ἰουνίου, ὅταν ἑορτάζεται ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λυκαρίων, καὶ τὸ Συναξάριον αὐτοῦ γράφεται. Ἐκείνῳ γὰρ μᾶλλόν ἐστιν ἁρμόδιον, ἢ τούτῳ.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Νικηφόρος καὶ Στέφανος, ξεσθέντες τελειοῦνται.
Ξεσθεῖσι Νικηφόρῳ καὶ τῷ Στεφάνῳ,
Νικηφόρου στέφανος ἐπλάκη τέλους.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Φιλαδέλφου καὶ Πολυκάρπου.
Ὑπῆρξεν ὄντως, ἡ τελευτὴ τοῦ βίου,
Καὶ Φιλαδέλφῳ καὶ Πολυκάρπῳ φίλη.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Μακαρίου Ἐπισκόπου Πάφου.
Πάφου πρόεδρος, ἔνδον ἐκρύβη τάφου,
Καὶ τ’ ἄλλα Μακάριος, οὐ κλῆσιν μόνον.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Περγέτου.
Πῶς ἂν παρέλθω, ἀγέραστον Περγέτην,
Σὺν τοῖς Ἁγίοις, ὄντα κατειλεγμένον;
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *