Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου7 Οκτωβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Ζ’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Σεργίου και Βάκχου.
Χαλκά σα νεύρα Βάκχε προς νεύρων βίαν,
Και προς ξίφος Σέργιε πυρ ση καρδία.
Σέργιον εβδομάτη ξίφος έκτανε, νεύρα δε Βάκχον.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει σϞς’ [296], εκ της παλαιάς Ρώμης καταγόμενοι και οι δύω. Και ο μεν Σέργιος, ήτον πριμμικήριος της σχολής των Κεντηλίων, ο δε Βάκχος, ήτον σεκουνδικήριος. Επειδή δε εδιαβάλθησαν εις τον βασιλέα ως Χριστιανοί, δια τούτο εφέρθησαν εις το βασιλικόν βήμα, και ωμολόγησαν παρρησία τον Χριστόν. Όθεν πρώτον μεν, υστερούνται τα σημεία οπού εφόρουν της αξίας των. Έπειτα φορέσαντες δια καταισχύνην γυναικεία φορέματα, και σιδηράς αλυσίδας λαβόντες εις τον λαιμόν, πομπεύονται με τοιούτον σχήμα δια μέσου όλου του παζαρίου. Μετά ταύτα επαραστάθησαν εις τον βασιλέα, και καταπλήξαντες αυτόν με την δύναμιν των θείων λόγων τους, πέμπονται από την Ρώμην εις την πόλιν Ευφρατησίων, προς τον δούκα της Ανατολής Αντίοχον, δια να τους βασανίση εκείνος, ως πλέον άσπλαγχνος και ωμός οπού ήτον. Επειδή δε και εις εκείνον παρασταθέντες οι Άγιοι, δεν ενικήθησαν, ούτε από τας κολακείας, ούτε από τους φοβερισμούς του τυράννου, δια τούτο, ο μεν Σέργιος παραδίδεται εις ασφαλή φυλακήν. Ο δε μακάριος Βάκχος δέρνεται άσπλαγχνα με ωμά νεύρα. Και επειδή εδάρθη εις ώραν πολλήν, μέσα εις αυτάς τας βασάνους παρέδωκε το πνεύμα του εις χείρας Θεού.
Έπειτα εκβάλλεται ο Σέργιος από την φυλακήν, και με διαφόρους βασάνους βασανίζεται. Καρφόνεται γαρ εις τους πόδας με σιδηρά υποδήματα, και με αυτά αναγκάζεται να τρέχη. Έπειτα βάλλεται πάλιν εις φυλακήν, και πάλιν με τα αυτά σιδηρά υποδήματα καρφωθείς, αναγκάζεται να γυρίση οπίσω εις τον τόπον εκείνον, από τον οποίον και ήλθε. Και τελευταίον την κεφαλήν αποκόπτεται. Και έτζι λαμβάνουν και οι δύω τους στεφάνους του μαρτυρίου. Τα δε τίμια αυτών λείψανα, απεθησαυρίσθησαν εντίμως υπό των Χριστιανών εις τον ίδιον τόπον εκείνον, όπου και απεκεφαλίσθη ο Μάρτυς Σέργιος. Ύστερον δε από πολλούς χρόνους εκτίσθη και Ναός εις όνομα αυτών από μερικούς Επισκόπους. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτών όρα εις τον Νέον Παράδεισον (1).)
(1) Σημείωσαι, ότι των Αγίων τούτων Μαρτύρων, ευρίσκεται ασματική Ακολουθία ολόκληρος, τετυπωμένη εις φυλλάδα. Το δε Μαρτύριον αυτών συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Μαξιμιανού βασιλεύοντος». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ιουλιανού Πρεσβυτέρου και Καισαρίου Διακόνου.
Σάκκω δοθείσι και βυθώ Θεός Λόγος,
Διττοίς αθληταίς σάκκον εις χαράν στρέφει.
Όταν ο Κλαύδιος Καίσαρ εβασίλευεν εις την Ρώμην, εν έτει σξη’ [268], και εθανάτωσε την ιδίαν του μητέρα, διατί ήτον Χριστιανή, από τότε και ύστερα, καμμία ευσπλαγχνία και έλεος δεν εγίνετο πλέον εις τους Χριστιανούς. Τότε δε και ο μακάριος ούτος Καισάριος ελθών από την Αφρικήν εις την πόλιν την ονομαζομένην Ταρακηνήν, και βλέπωντας τας σιγχαμεράς θυσίας των Ελλήνων, έπτυσεν επάνω εις αυτάς, και τας εκαταπάτησεν. Όθεν πιασθείς, εβάλθη εις φυλακήν. Και αφ’ ου επέρασεν εις αυτήν τρεις ημέρας νηστικός, παρεδόθη εις τον ανθύπατον. Δεθείς λοιπόν οπίσω τας χείρας ο του Χριστού αθλητής, ετραβίζετο από τους στρατιώτας έμπροσθεν της καρότζας του άρχοντος. Όταν δε έφθασαν εις τον ναόν του Απόλλωνος, επροσευχήθη ο Άγιος, και ευθύς έπεσεν ο ναός από τα θεμέλια, και κατεπλάκωσε μέσα τον αρχιερέα των ειδώλων και άλλους πολλούς. Τούτο δε το θαύμα βλέπων Λεόντιος ο Υπατικός, επρόσπεσεν εις τον Άγιον. Και πιστεύσας τω Χριστώ, εβαπτίσθη φανερά έμπροσθεν εις όλους. Ελθών δε ο Ιερεύς των Χριστιανών Ιουλιανός, μετέδωκεν εις αυτόν τα άχραντα Μυστήρια. Και παρευθύς παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, καθώς τούτο εζήτησεν από τον Άγιον: ήγουν το να αποθάνη. Βλέπωντας δε τον σύντομον θάνατον του Λεοντίου, Λοξώριος ο άρχων, επίασε τον Πρεσβύτερον Ιουλιανόν, και Καισάριον τον Διάκονον, και επρόσταξε να βαλθούν μέσα εις σακκία τρίχινα, και να ριφθούν εις την θάλασσαν. Οι δε Άγιοι είπον προς αυτόν. Ημείς μεν, ω Λοξώριε, ριπτόμεθα εις την θάλασσαν. Εσύ δε, θέλεις δαγκασθής από φίδι, και με κακόν και οδυνηρόν θάνατον έχεις να απορρίψης την ψυχήν σου. Το οποίον και πραγματικώς έγινε. Διατί μετά δύω ημέρας του πνιγμού των Αγίων, περιεπάτει ο Λοξώριος εις τον αιγιαλόν της θαλάσσης. Και εκεί ευρών αυτόν ένας μέγας και φοβερός όφις, περιεπλέχθη εις τα ποδάριά του. Και αφ’ ου εκτύπησε δυνατά με την ουράν όλα τα μέλη του Λοξωρίου, αφήκεν αυτόν άπνουν και σχεδόν όλον νεκρόν.
Ένας δε Ιερεύς των Χριστιανών, Ευσέβιος ονόματι, και άλλος τις, Φίληξ ονομαζόμενος, από μίαν θεϊκήν οπτασίαν εστάλθησαν κάτω εις τον αιγιαλόν, και έλαβον τα σώματα των Αγίων, τα οποία είχεν εκβράσει έξω η θάλασσα κατά θείαν Πρόνοιαν. Τούτους δε διαπερνώντας και βαστάζοντας τα άγια λείψανα, βλέπωντας ο δυστυχής εκείνος Λοξώριος, πρισμένος ώντας από το φαρμάκι του οφιδίου, και ξένον θέαμα εις τους ορώντας ευρισκόμενος, ανεστέναξε και ελεεινολόγησε τον εαυτόν του. Μετά δε ολίγον απέρριψεν ο άθλιος την ψυχήν του. Αφ’ ου δε τα λείψανα των Αγίων ενταφιάσθησαν κοντά εις την πόλιν, ο υιός του ανωτέρω βαπτισθέντος Λεοντίου του Υπατικού, επίασε τον ρηθέντα Ευσέβιον τον Ιερέα και τον Φίληκα, και κόψας τας αυτών κεφαλάς, έρριψεν αυτάς εις τον ποταμόν. Τότε οδηγηθείς υπό θείου Αγγέλου, Κούαρτος ο Πρεσβύτερος, ο καταγόμενος από το κάστρον Καπούης της εν Ιταλία, επήγε και επήρε τα τούτων άγια λείψανα, και ενταφίασεν αυτά εις επίσημον και τίμιον τόπον.
*
Ο Άγιος Λεόντιος ο Υπατικός, τω Χριστώ πιστεύσας και επευξάμενος, εν ειρήνη τελειούται.
Λιπών ο Λεόντιος αρχήν την κάτω,
Ειρηνικώς εφεύρε τιμήν την άνω.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Ευσέβιος Πρεσβύτερος και Φίληξ, ξίφει τελειούνται.
Ευσέβιος Φίληξ τε μαρτύρων χάριν,
Δια ξίφους εύραντο μαρτύρων χάριν.
*
Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Πολυχρονίου.
Κτείνουσι πολλά Πολυχρόνιον ξίφη,
Προς τα ξίφη δε, λήψεται και τα στέφη.
Ούτος ο Άγιος εκατάγετο από την επαρχίαν την επιλεγομένην Γαμφανίτου. Ο δε πατήρ αυτού ωνομάζετο Βαρδάνιος, γεωργός ων κατά την τέχνην. Παιδιόθεν δε παρεδόθη από τον πατέρα του δια να μανθάνη τα ιερά γράμματα. Τόσην δε πολλήν σύνεσιν και φρονιμάδα και εγκράτειαν είχεν ο αοίδιμος, έτι παιδίον ων, ώστε οπού ηξιώθη να λάβη και χάριν παρά Θεού. Διότι με το να ήτον το νερόν μακράν από την πόλιν, και επροξένει εις αυτόν και εις τους άλλους συμπατριώτας του κόπον, δια τούτο επροσευχήθη ούτος προς τον Θεόν. Και ω του θαύματος! ανέβλυσε παραδόξως πηγή ύδατος κοντά εις το οσπήτιον του πατρός του. Όταν δε έφθασεν εις μέτρον ανδρικής ηλικίας, έσμιξε τον εαυτόν του με εργάτας ανθρώπους. Και μαζί με αυτούς επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Εργαζόμενος δε με αυτούς τας αμπέλους, εις δύω ημέρας, ή τρεις, έτρωγε μίαν φοράν. Ο δε οικοκύριος των αμπελώνων, βλέπωντας αυτόν, και θαυμάσας τον του Θεού εργάτην, εντράπη την αρετήν του. Όθεν δους εις αυτόν ποσότητα άσπρων, τον απέστειλε λέγωντας. Πήγαινε εις την πατρίδα σου, άνθρωπε του Θεού, και προσεύχου υπέρ εμού. Δια δε την πίστιν και ευλάβειαν, οπού είχεν εις αυτόν, εκράτησε το δικέλλι του. Το οποίον ενήργησε πολλά θαύματα.
Λαβών δε τα άσπρα ο του Χριστού δούλος, έκτισε με αυτά μίαν Εκκλησίαν, και εις αυτήν ευρίσκετο. Όταν δε συνεκροτήθη εν Νικαία η αγία και Οικουμενική Πρώτη Συνοδος, εν έτει τκε’ [325], ευρέθη και αυτός εις αυτήν, και έγινε πρόμαχος της ευσεβείας. Αναγνώστης δε ων πρότερον, έλαβεν ύστερον και το του Διακόνου και Πρεσβυτέρου αξίωμα. Αφ’ ου δε ο μέγας εν βασιλεύσι Κωνσταντίνος ετελεύτησεν, έλαβε πολλήν άδειαν και πλατυσμόν η του Αρείου αίρεσις. Τότε ουν ο Άγιος ούτος, κρατώντας στερεά την ευσεβή πίστιν, εσπούδαζε πάντοτε να την αυξάνη και να την στερεόνη. Όθεν οι κακόδοξοι Αρειανοί βλέποντες αυτόν, κατετήκοντο από τον φθόνον τους. Δια τούτο εν μια ημέρα ευρόντες αυτόν λειτουργούντα και παριστάμενον εις το Άγιον Θυσιαστήριον, επήδησαν αιφνιδίως, και με τα ξίφη κατέσφαξαν τον αοίδιμον, και κατέκοψαν. Και σμίξαντες το μαρτυρικόν αυτού αίμα με το μυστικόν και θείον αίμα του Κυρίου, παρέπεμψαν αυτόν, χωρίς να θέλουν, θυσίαν εις τον Θεόν.
*
Οι Όσιοι εννενήκοντα εννέα Πατέρες, οι εν τη νήσω Κρήτη ασκήσαντες, εν ειρήνη τελειούνται (2).
(2) Τον Βίον αυτών όρα εις το Νέον Λειμωνάριον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Ζ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Σεργίου καὶ Βάκχου.
Χαλκᾶ σὰ νεῦρα Βάκχε πρὸς νεύρων βίαν,
Καὶ πρὸς ξίφος Σέργιε πῦρ σὴ καρδία.
Σέργιον ἑβδομάτῃ ξίφος ἔκτανε, νεῦρα δὲ Βάκχον.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ ἐν ἔτει σϞς΄ [296], ἐκ τῆς παλαιᾶς Ῥώμης καταγόμενοι καὶ οἱ δύω. Καὶ ὁ μὲν Σέργιος, ἦτον πριμμικήριος τῆς σχολῆς τῶν Κεντηλίων, ὁ δὲ Βάκχος, ἦτον σεκουνδικήριος. Ἐπειδὴ δὲ ἐδιαβάλθησαν εἰς τὸν βασιλέα ὡς Χριστιανοί, διὰ τοῦτο ἐφέρθησαν εἰς τὸ βασιλικὸν βῆμα, καὶ ὡμολόγησαν παρρησίᾳ τὸν Χριστόν. Ὅθεν πρῶτον μέν, ὑστεροῦνται τὰ σημεῖα ὁποῦ ἐφόρουν τῆς ἀξίας των. Ἔπειτα φορέσαντες διὰ καταισχύνην γυναικεῖα φορέματα, καὶ σιδηρᾶς ἁλυσίδας λαβόντες εἰς τὸν λαιμόν, πομπεύονται μὲ τοιοῦτον σχῆμα διὰ μέσου ὅλου τοῦ παζαρίου. Μετὰ ταῦτα ἐπαραστάθησαν εἰς τὸν βασιλέα, καὶ καταπλήξαντες αὐτὸν μὲ τὴν δύναμιν τῶν θείων λόγων τους, πέμπονται ἀπὸ τὴν Ῥώμην εἰς τὴν πόλιν Εὐφρατησίων, πρὸς τὸν δοῦκα τῆς Ἀνατολῆς Ἀντίοχον, διὰ νὰ τοὺς βασανίσῃ ἐκεῖνος, ὡς πλέον ἄσπλαγχνος καὶ ὠμὸς ὁποῦ ἦτον. Ἐπειδὴ δὲ καὶ εἰς ἐκεῖνον παρασταθέντες οἱ Ἅγιοι, δὲν ἐνικήθησαν, οὔτε ἀπὸ τὰς κολακείας, οὔτε ἀπὸ τοὺς φοβερισμοὺς τοῦ τυράννου, διὰ τοῦτο, ὁ μὲν Σέργιος παραδίδεται εἰς ἀσφαλῆ φυλακήν. Ὁ δὲ μακάριος Βάκχος δέρνεται ἄσπλαγχνα μὲ ὠμὰ νεῦρα. Καὶ ἐπειδὴ ἐδάρθη εἰς ὥραν πολλήν, μέσα εἰς αὐτὰς τὰς βασάνους παρέδωκε τὸ πνεῦμά του εἰς χεῖρας Θεοῦ.
Ἔπειτα ἐκβάλλεται ὁ Σέργιος ἀπὸ τὴν φυλακήν, καὶ μὲ διαφόρους βασάνους βασανίζεται. Καρφόνεται γὰρ εἰς τοὺς πόδας μὲ σιδηρᾶ ὑποδήματα, καὶ μὲ αὐτὰ ἀναγκάζεται νὰ τρέχῃ. Ἔπειτα βάλλεται πάλιν εἰς φυλακήν, καὶ πάλιν μὲ τὰ αὐτὰ σιδηρᾶ ὑποδήματα καρφωθείς, ἀναγκάζεται νὰ γυρίσῃ ὀπίσω εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον καὶ ἦλθε. Καὶ τελευταῖον τὴν κεφαλὴν ἀποκόπτεται. Καὶ ἔτζι λαμβάνουν καὶ οἱ δύω τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Τὰ δὲ τίμια αὐτῶν λείψανα, ἀπεθησαυρίσθησαν ἐντίμως ὑπὸ τῶν Χριστιανῶν εἰς τὸν ἴδιον τόπον ἐκεῖνον, ὅπου καὶ ἀπεκεφαλίσθη ὁ Μάρτυς Σέργιος. Ὕστερον δὲ ἀπὸ πολλοὺς χρόνους ἐκτίσθη καὶ Ναὸς εἰς ὄνομα αὐτῶν ἀπὸ μερικοὺς Ἐπισκόπους. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῶν ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον (1).)
(1) Σημείωσαι, ὅτι τῶν Ἁγίων τούτων Μαρτύρων, εὑρίσκεται ᾀσματικὴ Ἀκολουθία ὁλόκληρος, τετυπωμένη εἰς φυλλάδα. Τὸ δὲ Μαρτύριον αὐτῶν συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Μαξιμιανοῦ βασιλεύοντος». (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἰουλιανοῦ Πρεσβυτέρου καὶ Καισαρίου Διακόνου.
Σάκκῳ δοθεῖσι καὶ βυθῷ Θεὸς Λόγος,
Διττοῖς ἀθληταῖς σάκκον εἰς χαρὰν στρέφει.
Ὅταν ὁ Κλαύδιος Καῖσαρ ἐβασίλευεν εἰς τὴν Ῥώμην, ἐν ἔτει σξη΄ [268], καὶ ἐθανάτωσε τὴν ἰδίαν του μητέρα, διατὶ ἦτον Χριστιανή, ἀπὸ τότε καὶ ὕστερα, κᾀμμία εὐσπλαγχνία καὶ ἔλεος δὲν ἐγίνετο πλέον εἰς τοὺς Χριστιανούς. Τότε δὲ καὶ ὁ μακάριος οὗτος Καισάριος ἐλθὼν ἀπὸ τὴν Ἀφρικὴν εἰς τὴν πόλιν τὴν ὀνομαζομένην Ταρακηνήν, καὶ βλέπωντας τὰς σιγχαμερὰς θυσίας τῶν Ἑλλήνων, ἔπτυσεν ἐπάνω εἰς αὐτάς, καὶ τὰς ἐκαταπάτησεν. Ὅθεν πιασθείς, ἐβάλθη εἰς φυλακήν. Καὶ ἀφ’ οὗ ἐπέρασεν εἰς αὐτὴν τρεῖς ἡμέρας νηστικός, παρεδόθη εἰς τὸν ἀνθύπατον. Δεθεὶς λοιπὸν ὀπίσω τὰς χεῖρας ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητής, ἐτραβίζετο ἀπὸ τοὺς στρατιώτας ἔμπροσθεν τῆς καρότζας τοῦ ἄρχοντος. Ὅταν δὲ ἔφθασαν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἀπόλλωνος, ἐπροσευχήθη ὁ Ἅγιος, καὶ εὐθὺς ἔπεσεν ὁ ναὸς ἀπὸ τὰ θεμέλια, καὶ κατεπλάκωσε μέσα τὸν ἀρχιερέα τῶν εἰδώλων καὶ ἄλλους πολλούς. Τοῦτο δὲ τὸ θαῦμα βλέπων Λεόντιος ὁ Ὑπατικός, ἐπρόσπεσεν εἰς τὸν Ἅγιον. Καὶ πιστεύσας τῷ Χριστῷ, ἐβαπτίσθη φανερὰ ἔμπροσθεν εἰς ὅλους. Ἐλθὼν δὲ ὁ Ἱερεὺς τῶν Χριστιανῶν Ἰουλιανός, μετέδωκεν εἰς αὐτὸν τὰ ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ παρευθὺς παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, καθὼς τοῦτο ἐζήτησεν ἀπὸ τὸν Ἅγιον: ἤγουν τὸ νὰ ἀποθάνῃ. Βλέπωντας δὲ τὸν σύντομον θάνατον τοῦ Λεοντίου, Λοξώριος ὁ ἄρχων, ἐπίασε τὸν Πρεσβύτερον Ἰουλιανόν, καὶ Καισάριον τὸν Διάκονον, καὶ ἐπρόσταξε νὰ βαλθοῦν μέσα εἰς σακκία τρίχινα, καὶ νὰ ῥιφθοῦν εἰς τὴν θάλασσαν. Οἱ δὲ Ἅγιοι εἶπον πρὸς αὐτόν. Ἡμεῖς μέν, ὦ Λοξώριε, ῥιπτόμεθα εἰς τὴν θάλασσαν. Ἐσὺ δέ, θέλεις δαγκασθῇς ἀπὸ φίδι, καὶ μὲ κακὸν καὶ ὀδυνηρὸν θάνατον ἔχεις νὰ ἀπορρίψῃς τὴν ψυχήν σου. Τὸ ὁποῖον καὶ πραγματικῶς ἔγινε. Διατὶ μετὰ δύω ἡμέρας τοῦ πνιγμοῦ τῶν Ἁγίων, περιεπάτει ὁ Λοξώριος εἰς τὸν αἰγιαλὸν τῆς θαλάσσης. Καὶ ἐκεῖ εὑρὼν αὐτὸν ἕνας μέγας καὶ φοβερὸς ὄφις, περιεπλέχθη εἰς τὰ ποδάριά του. Καὶ ἀφ’ οὗ ἐκτύπησε δυνατὰ μὲ τὴν οὐρὰν ὅλα τὰ μέλη τοῦ Λοξωρίου, ἀφῆκεν αὐτὸν ἄπνουν καὶ σχεδὸν ὅλον νεκρόν.
Ἕνας δὲ Ἱερεὺς τῶν Χριστιανῶν, Εὐσέβιος ὀνόματι, καὶ ἄλλος τις, Φίληξ ὀνομαζόμενος, ἀπὸ μίαν θεϊκὴν ὀπτασίαν ἐστάλθησαν κάτω εἰς τὸν αἰγιαλόν, καὶ ἔλαβον τὰ σώματα τῶν Ἁγίων, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐκβράσει ἔξω ἡ θάλασσα κατὰ θείαν Πρόνοιαν. Τούτους δὲ διαπερνῶντας καὶ βαστάζοντας τὰ ἅγια λείψανα, βλέπωντας ὁ δυστυχὴς ἐκεῖνος Λοξώριος, πρισμένος ὤντας ἀπὸ τὸ φαρμάκι τοῦ ὀφιδίου, καὶ ξένον θέαμα εἰς τοὺς ὁρῶντας εὑρισκόμενος, ἀνεστέναξε καὶ ἐλεεινολόγησε τὸν ἑαυτόν του. Μετὰ δὲ ὀλίγον ἀπέρριψεν ὁ ἄθλιος τὴν ψυχήν του. Ἀφ’ οὗ δὲ τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων ἐνταφιάσθησαν κοντὰ εἰς τὴν πόλιν, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνωτέρω βαπτισθέντος Λεοντίου τοῦ Ὑπατικοῦ, ἐπίασε τὸν ῥηθέντα Εὐσέβιον τὸν Ἱερέα καὶ τὸν Φίληκα, καὶ κόψας τὰς αὐτῶν κεφαλάς, ἔρριψεν αὐτὰς εἰς τὸν ποταμόν. Τότε ὁδηγηθεὶς ὑπὸ θείου Ἀγγέλου, Κούαρτος ὁ Πρεσβύτερος, ὁ καταγόμενος ἀπὸ τὸ κάστρον Καπούης τῆς ἐν Ἰταλίᾳ, ἐπῆγε καὶ ἐπῆρε τὰ τούτων ἅγια λείψανα, καὶ ἐνταφίασεν αὐτὰ εἰς ἐπίσημον καὶ τίμιον τόπον.
*
Ὁ Ἅγιος Λεόντιος ὁ Ὑπατικός, τῷ Χριστῷ πιστεύσας καὶ ἐπευξάμενος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Λιπὼν ὁ Λεόντιος ἀρχὴν τὴν κάτω,
Εἰρηνικῶς ἐφεῦρε τιμὴν τὴν ἄνω.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Εὐσέβιος Πρεσβύτερος καὶ Φίληξ, ξίφει τελειοῦνται.
Εὐσέβιος Φίληξ τε μαρτύρων χάριν,
Διὰ ξίφους εὕραντο μαρτύρων χάριν.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πολυχρονίου.
Κτείνουσι πολλὰ Πολυχρόνιον ξίφη,
Πρὸς τὰ ξίφη δέ, λήψεται καὶ τὰ στέφη.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν τὴν ἐπιλεγομένην Γαμφανίτου. Ὁ δὲ πατὴρ αὐτοῦ ὠνομάζετο Βαρδάνιος, γεωργὸς ὢν κατὰ τὴν τέχνην. Παιδιόθεν δὲ παρεδόθη ἀπὸ τὸν πατέρα του διὰ νὰ μανθάνῃ τὰ ἱερὰ γράμματα. Τόσην δὲ πολλὴν σύνεσιν καὶ φρονιμάδα καὶ ἐγκράτειαν εἶχεν ὁ ἀοίδιμος, ἔτι παιδίον ὤν, ὥστε ὁποῦ ἠξιώθη νὰ λάβῃ καὶ χάριν παρὰ Θεοῦ. Διότι μὲ τὸ νὰ ἦτον τὸ νερὸν μακρὰν ἀπὸ τὴν πόλιν, καὶ ἐπροξένει εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τοὺς ἄλλους συμπατριώτας του κόπον, διὰ τοῦτο ἐπροσευχήθη οὗτος πρὸς τὸν Θεόν. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ἀνέβλυσε παραδόξως πηγὴ ὕδατος κοντὰ εἰς τὸ ὁσπήτιον τοῦ πατρός του. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς μέτρον ἀνδρικῆς ἡλικίας, ἔσμιξε τὸν ἑαυτόν του μὲ ἐργάτας ἀνθρώπους. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἐπῆγεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἐργαζόμενος δὲ μὲ αὐτοὺς τὰς ἀμπέλους, εἰς δύω ἡμέρας, ἢ τρεῖς, ἔτρωγε μίαν φοράν. Ὁ δὲ οἰκοκύριος τῶν ἀμπελώνων, βλέπωντας αὐτόν, καὶ θαυμάσας τὸν τοῦ Θεοῦ ἐργάτην, ἐντράπη τὴν ἀρετήν του. Ὅθεν δοὺς εἰς αὐτὸν ποσότητα ἄσπρων, τὸν ἀπέστειλε λέγωντας. Πήγαινε εἰς τὴν πατρίδα σου, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, καὶ προσεύχου ὑπὲρ ἐμοῦ. Διὰ δὲ τὴν πίστιν καὶ εὐλάβειαν, ὁποῦ εἶχεν εἰς αὐτόν, ἐκράτησε τὸ δικέλλι του. Τὸ ὁποῖον ἐνήργησε πολλὰ θαύματα.
Λαβὼν δὲ τὰ ἄσπρα ὁ τοῦ Χριστοῦ δοῦλος, ἔκτισε μὲ αὐτὰ μίαν Ἐκκλησίαν, καὶ εἰς αὐτὴν εὑρίσκετο. Ὅταν δὲ συνεκροτήθη ἐν Νικαίᾳ ἡ ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Πρώτη Συνοδος, ἐν ἔτει τκε΄ [325], εὑρέθη καὶ αὐτὸς εἰς αὐτήν, καὶ ἔγινε πρόμαχος τῆς εὐσεβείας. Ἀναγνώστης δὲ ὢν πρότερον, ἔλαβεν ὕστερον καὶ τὸ τοῦ Διακόνου καὶ Πρεσβυτέρου ἀξίωμα. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ μέγας ἐν βασιλεῦσι Κωνσταντῖνος ἐτελεύτησεν, ἔλαβε πολλὴν ἄδειαν καὶ πλατυσμὸν ἡ τοῦ Ἀρείου αἵρεσις. Τότε οὖν ὁ Ἅγιος οὗτος, κρατῶντας στερεὰ τὴν εὐσεβῆ πίστιν, ἐσπούδαζε πάντοτε νὰ τὴν αὐξάνῃ καὶ νὰ τὴν στερεόνῃ. Ὅθεν οἱ κακόδοξοι Ἀρειανοὶ βλέποντες αὐτόν, κατετήκοντο ἀπὸ τὸν φθόνον τους. Διὰ τοῦτο ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ εὑρόντες αὐτὸν λειτουργοῦντα καὶ παριστάμενον εἰς τὸ Ἅγιον Θυσιαστήριον, ἐπήδησαν αἰφνιδίως, καὶ μὲ τὰ ξίφη κατέσφαξαν τὸν ἀοίδιμον, καὶ κατέκοψαν. Καὶ σμίξαντες τὸ μαρτυρικὸν αὐτοῦ αἷμα μὲ τὸ μυστικὸν καὶ θεῖον αἷμα τοῦ Κυρίου, παρέπεμψαν αὐτόν, χωρὶς νὰ θέλουν, θυσίαν εἰς τὸν Θεόν.
*
Οἱ Ὅσιοι ἐννενήκοντα ἐννέα Πατέρες, οἱ ἐν τῇ νήσῳ Κρήτῃ ἀσκήσαντες, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦνται (2).
(2) Τὸν Βίον αὐτῶν ὅρα εἰς τὸ Νέον Λειμωνάριον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *