Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου6 Σεπτεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ς’, μνήμη του εν Κολασσαίς της Φρυγίας γενομένου θαύματος παρά του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ.
Ώφθης Μιχαήλ, Νώε σω ναώ νέος,
Χώνη ποταμών τον κατακλυσμόν λύων.
Ρουν Μιχαήλ ποταμών χώνευσε νόων αγός έκτη.
Ο μέγας Αρχιστράτηγος του Θεού Μιχαήλ, και παλαιά μεν προ της ενσάρκου οικονομίας, είχεν ευσπλαγχνίαν και κηδεμονίαν προς το ανθρώπινον γένος, και πολλάς ευεργεσίας έδειξεν εις αυτό. Μετά δε την επί γης ένσαρκον παρουσίαν του Θεού Λόγου, πολλά μεγαλιτέραν ευσπλαγχνίαν και αγάπην έδειξεν εις ημάς τους Χριστιανούς, τους καυχωμένους εις το όνομα του Χριστού. Όθεν από τότε και ύστερον, τρέχωντας νοερώς εις όλα τα μέρη της οικουμένης, και δίδωντας πλουσίας τας ευεργεσίας του, εκατοίκησε και εις ένα τόπον της Φρυγίας ονομαζόμενον Χερέτωπα.
Καθώς και ο μέγας Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, κηρύττωντας το Ευαγγέλιον εις εκείνα τα μέρη, προφητικώς είπεν, ότι μετά ολίγον καιρόν θέλει γένη θειοτέρα επισκοπή και ξεχωριστή πρόνοια του των Αγγέλων αρχηγού Μιχαήλ εις εκείνον τον τόπον. Διότι αφ’ ου επέρασεν ολίγος καιρός μετά την τοιαύτην πρόρρησιν, η γη εκείνη ανέβλυσε νερόν αγιάσματος δια μέσου της του Αρχαγγέλου δυνάμεως, το οποίον ιάτρευε κάθε πάθος των ασθενούντων. Όθεν ένας Χριστιανός ευεργετηθείς υπό του Αρχαγγέλου, με το να ιατρεύθη η θυγάτηρ του από το ρηθέν ύδωρ του αγιάσματος, έκτισεν εκεί ένα Ναόν ωραιότατον εις όνομα του Αρχιστρατήγου. Ομοίως έκτισε και επάνω εις το αγίασμα μίαν σκέπην περικαλλή και πολυέξοδον.
Αφ’ ου δε επέρασαν χρόνοι εννενήκοντα, επήγεν εις τον άνωθεν Ναόν του Αρχαγγέλου ένας θεοφιλής και ευλαβής νέος, ονόματι Άρχιππος, καταγόμενος από την Ιεράπολιν. Όστις δια τον πόθον, οπού είχεν εις τον Αρχιστράτηγον Μιχαήλ, κατεστάθη προσμονάριος και υπηρέτης του Ναού του, διαπερνώντας ζωήν πολλά εγκρατή και ασκητικήν. Όθεν επειδή επρόκοψε μεγάλως, τόσον κατά τους χρόνους της ηλικίας, όσον και κατά την αρετήν, και ενίκησε τελείως τα θελήματα της σαρκός, δια τούτο ηξιώθη και χαρισμάτων παρά Θεού. Δια ταύτην λοιπόν την αιτίαν και τα πλήθη των απίστων Ελλήνων εκατάτρεχον αυτόν, και με θυμόν κατ’ αυτού εκινούντο τόσον, ώστε οπού μίαν φοράν πιάσαντες αυτόν από τας τρίχας της κεφαλής, έδειραν με ραβδία τα ιερά μέλη του σώματός του. Αλλά και εναντίον του νερού του αγιάσματος ορμήσαντες, εδοκίμαζον να αφανίσουν αυτό από τον φθόνον τους. Αλλ’ ω της μεγίστης του Αρχαγγέλου δυνάμεως! άλλων μεν Ελλήνων τα χέρια επιάνοντο, και να κινηθούν δεν εδύναντο· άλλους δε, φλόγα πυρός έμπροσθεν απαντώσα, εγύριζεν εις τα οπίσω απράκτους.
Όθεν μη δυνάμενοι να κατορθώσουν τον κακόν τους σκοπόν, εστοχάσθηκαν άλλην μηχανήν: ήγουν να γυρίσουν με αυλάκια τον ποταμόν, οπού εκεί κοντά έτρεχε, δια να ορμήση κατ’ ευθείαν εις τον Ναόν. Ίνα και τον τίμιον άνδρα Άρχιππον πνίξωσι, και τον εκεί προσμένοντα λαόν, και την ιαματικήν δύναμιν του ύδατος εκείνου του αγιάσματος νικήσωσι, με το να σμίξη με αυτό ο ποταμός, και εκ τούτου να αποβάλη των ιαμάτων την δύναμιν. Τοιαύτα μεν εμελέτων οι άφρονες. Αλλ’ ο ποταμός, ω των θαυμασίων σου Κύριε! ωσάν να ήτον έμψυχος, εγύρισεν εις το άλλο μέρος, και απράκτους τας βουλάς των απίστων απέδειξε.
Θυμωθέντες λοιπόν οι ασεβείς περισσότερον, εστοχάσθησαν να ενώσουν και άλλους δύω ποταμούς, οι οποίοι έτρεχον κατ’ εκείνον τον τόπον, και ούτω να τους αφήσουν να ορμήσουν, ίνα κατασύρουν, όχι μόνον το νερόν του αγιάσματος, αλλά και αυτόν τον Ναόν, και τον τόπον του Ναού. Μάλιστα δε, διατί και ο τόπος του Ναού ήτον κατηφορικός, και ακολούθως εσυνήργει εις τον στοχασμόν και επίνοιάν τους. Όταν δε εσυνάχθησαν οι κατάρατοι, και έσκαψαν ένα χαντάκι βαθύ, και τριγύρω περιφράξαντες, εγύρισαν τους δύω ποταμούς εις αυτό, και αφήκαν να ορμήσουν κατά του Ναού του Αρχαγγέλου· τότε ο ρηθείς αοίδιμος Άρχιππος ο προσμονάριος, εκατάλαβε την μηχανήν των ασεβών, και δια τούτο θερμώς τον Αρχάγγελον παρεκάλει. Όθεν ο Αρχάγγελος επακούσας της δεήσεώς του, εφάνη εις αυτόν, και κατ’ όνομα τούτον εκάλεσεν. Ο δε Άρχιππος εκπλαγείς, τόσον από την παράδοξον θεωρίαν του Αρχαγγέλου, όσον και διατί εξ ονόματος αυτόν εκάλεσεν, ευγήκεν έξω από τον Ναόν, και ευθύς πίπτει πρημνής εις την γην. Ο δε Μιχαήλ, έγειραι, του είπε, και έλα εις εμένα, και θέλεις ιδής Θεού δύναμιν άμαχον.
Και λοιπόν ευθύς οπού εσημείωσε τον τύπον του σταυρού ο Αρχάγγελος, ευθύς και οι ποταμοί εστάθησαν ωσάν τείχος ακίνητοι. Έπειτα εχάραξε το σημείον του σταυρού επάνω εις μίαν πέτραν υψηλοτάτην, οπού ήτον κοντά εις τον Ναόν, και ω του θαύματος! ευθύς έγινε μία βροντή φοβερά. Και η μεν γη, εσείσθη μεγάλως· η δε πέτρα, εσχίσθη. Ο δε Αρχάγγελος πάλιν εσημείωσε τον τύπον του σταυρού, και είπεν· ας συντριφθή η δύναμις του Διαβόλου· ας πλημμυρήση δε από εδώ κάθε κακών ελευθερία εις εκείνους, οπού πλησιάζουν μετά πίστεως. Έπειτα με μεγάλην και λαμπράν φωνήν επρόσταξε ταύτα εις τους ποταμούς λέγων· εις την χώνην ταύτην χωνεύθητε ω ποταμοί. Όθεν από τότε και έως της σήμερον χωνεύεται εκεί το νερόν με παράδοξον τρόπον. Διο και από την αιτίαν ταύτην, Χώναι ωνομάσθη ο τόπος, εις δόξαν του αληθινού Θεού ημών, και εις έπαινον και τιμήν του πανενδόξου και θερμού ημών αντιλήπτορος Μιχαήλ. (Το περί τούτου κατά πλάτος Συναξάριον, όρα εις τον Νέον Θησαυρόν (1).)
(1) Σημείωσαι ότι εν τη Μεγίστη Λαύρα, και εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων, ευρίσκεται εγκώμιον εις το θαύμα του Αρχιστρατήγου, ου η αρχή· «Και το περί των άλλων Αγίων».
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ευδοξίου, Ρωμύλου, Ζήνωνος και Μακαρίου.
Τμηθέντες Ευδόξιος, Ρωμύλος, Ζήνων,
Και Μακάριος, μακαριστοί του τέλους.
Από τους Αγίους τούτους, ο μεν Ρωμύλος, ήτον εις τους χρόνους Τραϊανού του βασιλέως εν έτει Ϟη’ [98], έχων το του πραιποσίτου αξίωμα. Επειδή δε, ήλεγξε μεν τον βασιλέα Τραϊανόν, διατί εξώρισε τους εν τη Ανατολή στρατιώτας Χριστιανούς, οί τινες ήτον ένδεκα χιλιάδες, και εθανάτωσεν αυτούς· ωμολόγησε δε τον εαυτόν του Χριστιανόν· δια ταύτα, λέγω, τα αίτια, εξαπλωθείς κατά γης, εδάρθη με ραβδία. Και επειδή ελογίαζε τας πληγάς ως ευεργεσίας, άναψε τον τύραννον εις περισσότερον θυμόν. Όθεν και αποκεφαλισθείς, ετελειώθη και έλαβε παρά Κυρίου τον της αθλήσεως στέφανον.
Ο δε θείος Ευδόξιος, ήτον εις τους χρόνους του Διοκλητιανού εν έτει σϞ’ [290], κόμης κατά το αξίωμα, εις το οποίον εκαταβιβάσθη από το ανώτερον αξίωμα οπού είχε του πριμμικηρίου, δια την εις Χριστόν αγάπην. Ούτος λοιπόν εδιαβάλθη ως Χριστιανός εις τον τότε ηγεμόνα και αυθέντην της Μελιτινής, της νυν καλουμένης Μαλατιάς, ήτις ήτον μητρόπολις της μικράς Αρμενίας, παρακειμένη εις τον Ευφράτην ποταμόν. Και ευθύς εστάλθησαν άνθρωποι δια να τον φέρουν. Ο δε Άγιος Ευδόξιος ευθύς οπού έμαθε τούτο, εφόρεσεν ένα φόρεμα πενιχρότερον δια να μη γνωρισθή. Όθεν απαντήσας τους απεσταλμένους και ερωτηθείς, πού ευρίσκεται Ευδόξιος ο κόμης, υπεσχέθη ο Άγιος να δείξη εις αυτούς τον ζητούμενον, ανίσως και υπάγωσιν εις το οσπήτι του, και να αναπαύση αυτούς ολίγον από τον κόπον της οδοιπορίας.
Υποδεχθείς λοιπόν αυτούς και περιποιηθείς φιλοφρόνως, ωμολόγησεν, ότι αυτός είναι ο ζητούμενος Ευδόξιος. Οι δε στρατιώται τούτο ακούσαντες, ελυπήθησαν πολλά. Όθεν αντί της φιλοξενίας οπού τοις έδειξεν, αυτοί του έδωκαν άδειαν να αναχωρήση. Αλλ’ ο Μάρτυς εστοχάσθη να τους ακολουθήση περισσότερον, πάρεξ να φύγη. Και λοιπόν καλέσας την γυναίκα του, Βασίλισσαν ονομαζομένην, αφήκεν εις την αυτής φροντίδα και πρόνοιαν όλα τα εν τω οίκω του πράγματα. Έπειτα της έδωκε την υστερινήν ταύτην εντολήν και παραγγελίαν: ήγουν να μη κλαύση δια τον θάνατόν του, αλλά μάλιστα να τιμήση την ημέραν του θανάτου του με κάθε φαιδρότητα και χαράν. Και εις το χωρίον του να σχεδιάση ένα ευτελή τάφον, χωρίς επιγραφήν, και εκεί να θάψη το σώμα του.
Ευθύς λοιπόν ο αοίδιμος Ευδόξιος καταφρονήσας ευγένειαν, δόξαν, αγάπην γυναικός και προσπάθειαν τέκνων, πηγαίνει μόνος του προς τον ηγεμόνα, και παρρησία ομολογεί τον Χριστόν. Ο δε ηγεμών θέλωντας να φοβίση, τόσον τον Άγιον Ευδόξιον, όσον και τους άλλους στρατιώτας, έβλεψε με άγριον βλέμμα εις τους στρατιώτας. Και όσοι, είπεν, από εσάς, δεν θέλετε να θυσιάσετε εις τους θεούς, λύσατε τας στρατιωτικάς ζώνας, και παρασταθήτε φανερά έμπροσθέν μου. Τότε ο γενναίος Ευδόξιος λύσας την ζώνην, ήτις ήτον σημείον του οφφικίου του κόμητος, ρίπτει αυτήν επάνω εις το πρόσωπον του άρχοντος. Ομοίως δε και όλοι οι περιεστώτες στρατιώται Χριστιανοί, όντες εις τον αριθμόν χίλιοι εκατόν τέσσαρες, και αυτοί, λέγω, λύσαντες τας στρατιωτικάς ζώνας των, έρριψαν αυτάς εις τον ηγεμόνα. Ο δε ηγεμών τούτο ιδών, ανέφερεν αυτό εις τον Διοκλητιανόν. Ο δε Διοκλητιανός λαβών την είδησιν ταύτην, εμάνη από τον θυμόν. Και ευθύς προστάζει, ότι να τιμωρήση μεν ο ηγεμών βαρέως εκείνους, οπού εστάθησαν αίτιοι της τοιαύτης τόλμης, η δε βουλή και το κριτήριον να διορίση την κατά των άλλων απόφασιν.
Επειδή λοιπόν έλαβε την εξουσίαν ταύτην ο ηγεμών, βλέπωντας τον Άγιον Ευδόξιον μη πειθόμενον όλως εις το να αρνηθή τον Χριστόν, προστάζει να τεντωθή από τα τέσσαρα μέρη: από τας δύω χείρας δηλαδή και τους δύω πόδας, και να δαρθή με χλωρά λωρία. Έπειτα ρίπτει αυτόν εις την φυλακήν. Μετά δε ολίγας ημέρας ευγάνωντας αυτόν από την φυλακήν, προστάζει να τζακίσουν τα νεύρα του τραχήλου του με μολυβδίνας μπάλλας, και να εκβάλουν από τον τόπον τους τα άρθρα και αρμονίας του σώματός του· το οποίον αληθώς είναι ένας θάνατος, από όλους τους θανάτους πικρότερος. Και τελευταίον, προστάζει να τον θανατώσουν δια ξίφους. Πηγαίνωντας λοιπόν ο του Χριστού μάρτυς εις τον τόπον της τελειώσεως, επροσευχήθη. Και στραφείς βλέπει την γυναίκα του, και ενθυμίζει πάλιν αυτήν εκείνα, οπού προλαβών της επαρήγγειλε.
Βλέπει δε και ένα του φίλον, Ζήνωνα ονομαζόμενον, όστις εθρήνει δια τον θάνατόν του. Και λέγει προς αυτόν. Μη κλαίης, ω φίλε Ζήνων. Διατί εγώ ηξεύρω βεβαίως, ότι ο Θεός, εις τον οποίον λατρεύω, δεν θέλει μας χωρίσει απ’ αλλήλων, τους οποίους ήνωσεν εις εν φιλία θερμή, και ο προς Θεόν γνήσιος έρως. Ευθύς λοιπόν με τον λόγον του Αγίου, εκήρυξεν ο Ζήνων τον Χριστόν και εκόπη την κεφαλήν. Έπειτα και ο αοίδιμος Ευδόξιος αποθνήσκει δια ξίφους. Παρομοίως δε ετελειώθησαν και οι χίλιοι εκατόν τέσσαρες Μάρτυρες. Αφ’ ου δε επέρασαν επτά ημέραι, εφάνη κατ’ όναρ ο Άγιος Ευδόξιος εις την γυναίκα του, και την προστάζει να ειπή εις τον Μακάριον τον φίλον του, δια να υπάγη εις το πραιτώριον: ήτοι εις τον οίκον του ηγεμόνος. Πηγαίνωντας λοιπόν εκεί, ο Μακάριος επιάσθη, και ομολογήσας τον Χριστόν, αποθνήσκει και αυτός δια ξίφους, και έτζι απήλθε δια να συγχαίρη με τον φίλον του Ευδόξιον και με τους λοιπούς, αιωνίως εις τα Ουράνια (2).
(2) Σημείωσαι, ότι εν τη Μεγίστη Λαύρα και εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων σώζεται ελληνικόν το κατά πλάτος Μαρτύριον του Αγίου Ευδοξίου, και των άλλων Μαρτύρων.
*
Τη αυτή ημέρα οι Άγιοι χίλιοι και εκατόν τέσσαρες στρατιώται ξίφει τελειούνται.
Δεκάς δεκαπλή και χιλιάς Μαρτύρων,
Και τετράς απλή συντελευτώσι ξίφει.
*
Η Αγία Καλοδότη ξίφει τελειούται.
Καλοδότη τμηθείσα την κάραν ξίφει,
Καλών δοτήρι σοι παρίσταται Λόγε.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Φαύστος ο Πρεσβύτερος ξίφει τελειούται.
Την γην ο Φαύστος εκλιπών δια ξίφους,
Προς φαύσιν ήρθη της άνω κατοικίας.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Μακάριος και Ανδρέας, ξίφει τελειούνται.
Ξίφει θανόντες Μακάριος, Ανδρέας,
Ώδευσαν άμφω την μακαρίαν τρίβον.
*
Ο Όσιος Βίβος ξίφει τελειούται.
Τον αρετής στέφανον αρνείται Βίβος,
Ει μη στέφανον και τον εκ ξίφους λάβη.
*
Οι Άγιοι Κυριακός, Διονύσιος και Ανδρέας, ξίφει τελειούνται.
Διονυσίω συμφωνήσαντας δύω,
Διονυσίω συγκατέκτανε ξίφος.
*
Αι Άγιαι Ανδροπελαγία και Θέκλα, ξίφει τελειούνται.
Ως ανδρική τις ην Ανδροπελαγία,
Προς την κεφαλής εκτομήν ως η Θέκλα.
*
Ο Άγιος Θεόκτιστος ο ναύκληρος ξίφει τελειούται.
Θεόκτιστος ναύκληρος εκτμηθείς κάραν,
Ψυχής ιθύνει το σκάφος προς τον πόλον.
*
Ο Άγιος Κυριακός ο δημότης ξίφει τελειούται.
Ο Κυριακός δημότης, αλλ’ εκ ξίφους,
Συνθιασώτης του χορού των Μαρτύρων.
*
Ο Άγιος Σαραπάβων ο βουλευτής ξίφει τελειούται.
Βέλτιον ουδέν άλλο βουλεύση τάχα,
Του μαρτυρήσαι Σαραπάβων εκ ξίφους.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον εις τους χρόνους Δεκίου του βασιλέως εν έτει σν’ [250]. Διαβαλθέντες δε ως Χριστιανοί εις τον άρχοντα Ουαλλέριον, παρεστάθησαν έμπροσθέν του. Ο δε άρχων καταπλαγείς δια την στερεάν και άφοβον αυτών καρδίαν, προστάζει να θανατωθούν δια ξίφους. Όθεν αφ’ ου εθανατώθησαν, επήραν τα σώματα αυτών τινές Χριστιανοί της Αλεξανδρείας, και ενταφίασαν αυτά, δια να ήναι εις την πόλιν αυτών πολύτιμος θησαυρός και ασύλητος.
*
Τη αυτή ημέρα συνέδραμε και τα Εγκαίνια της Υπεραγίας Θεοτόκου εις το Δεύτερον εν τω οίκω της Αγίας Ειρήνης.
Σκηνήν αγιάζουσι νυν εγκαινίοις,
Της την βροτείαν φύσιν εγκαινισάσης.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ς΄, μνήμη τοῦ ἐν Κολασσαῖς τῆς Φρυγίας γενομένου θαύματος παρὰ τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαήλ.
Ὤφθης Μιχαήλ, Νῶε σῷ ναῷ νέος,
Χώνῃ ποταμῶν τὸν κατακλυσμὸν λύων.
Ῥοῦν Μιχαὴλ ποταμῶν χώνευσε νόων ἀγὸς ἕκτῃ.
Ὁ μέγας Ἀρχιστράτηγος τοῦ Θεοῦ Μιχαήλ, καὶ παλαιὰ μὲν πρὸ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας, εἶχεν εὐσπλαγχνίαν καὶ κηδεμονίαν πρὸς τὸ ἀνθρώπινον γένος, καὶ πολλὰς εὐεργεσίας ἔδειξεν εἰς αὐτό. Μετὰ δὲ τὴν ἐπὶ γῆς ἔνσαρκον παρουσίαν τοῦ Θεοῦ Λόγου, πολλὰ μεγαλιτέραν εὐσπλαγχνίαν καὶ ἀγάπην ἔδειξεν εἰς ἡμᾶς τοὺς Χριστιανούς, τοὺς καυχωμένους εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν ἀπὸ τότε καὶ ὕστερον, τρέχωντας νοερῶς εἰς ὅλα τὰ μέρη τῆς οἰκουμένης, καὶ δίδωντας πλουσίας τὰς εὐεργεσίας του, ἐκατοίκησε καὶ εἰς ἕνα τόπον τῆς Φρυγίας ὀνομαζόμενον Χερέτωπα.
Καθὼς καὶ ὁ μέγας Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, κηρύττωντας τὸ Εὐαγγέλιον εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη, προφητικῶς εἶπεν, ὅτι μετὰ ὀλίγον καιρὸν θέλει γένῃ θειοτέρα ἐπισκοπὴ καὶ ξεχωριστὴ πρόνοια τοῦ τῶν Ἀγγέλων ἀρχηγοῦ Μιχαὴλ εἰς ἐκεῖνον τὸν τόπον. Διότι ἀφ’ οὗ ἐπέρασεν ὀλίγος καιρὸς μετὰ τὴν τοιαύτην πρόρρησιν, ἡ γῆ ἐκείνη ἀνέβλυσε νερὸν ἁγιάσματος διὰ μέσου τῆς τοῦ Ἀρχαγγέλου δυνάμεως, τὸ ὁποῖον ἰάτρευε κάθε πάθος τῶν ἀσθενούντων. Ὅθεν ἕνας Χριστιανὸς εὐεργετηθεὶς ὑπὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου, μὲ τὸ νὰ ἰατρεύθη ἡ θυγάτηρ του ἀπὸ τὸ ῥηθὲν ὕδωρ τοῦ ἁγιάσματος, ἔκτισεν ἐκεῖ ἕνα Ναὸν ὡραιότατον εἰς ὄνομα τοῦ Ἀρχιστρατήγου. Ὁμοίως ἔκτισε καὶ ἐπάνω εἰς τὸ ἁγίασμα μίαν σκέπην περικαλλῆ καὶ πολυέξοδον.
Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν χρόνοι ἐννενήκοντα, ἐπῆγεν εἰς τὸν ἄνωθεν Ναὸν τοῦ Ἀρχαγγέλου ἕνας θεοφιλὴς καὶ εὐλαβὴς νέος, ὀνόματι Ἄρχιππος, καταγόμενος ἀπὸ τὴν Ἱεράπολιν. Ὅστις διὰ τὸν πόθον, ὁποῦ εἶχεν εἰς τὸν Ἀρχιστράτηγον Μιχαήλ, κατεστάθη προσμονάριος καὶ ὑπηρέτης τοῦ Ναοῦ του, διαπερνῶντας ζωὴν πολλὰ ἐγκρατῆ καὶ ἀσκητικήν. Ὅθεν ἐπειδὴ ἐπρόκοψε μεγάλως, τόσον κατὰ τοὺς χρόνους τῆς ἡλικίας, ὅσον καὶ κατὰ τὴν ἀρετήν, καὶ ἐνίκησε τελείως τὰ θελήματα τῆς σαρκός, διὰ τοῦτο ἠξιώθη καὶ χαρισμάτων παρὰ Θεοῦ. Διὰ ταύτην λοιπὸν τὴν αἰτίαν καὶ τὰ πλήθη τῶν ἀπίστων Ἑλλήνων ἐκατάτρεχον αὐτόν, καὶ μὲ θυμὸν κατ’ αὐτοῦ ἐκινοῦντο τόσον, ὥστε ὁποῦ μίαν φορὰν πιάσαντες αὐτὸν ἀπὸ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς, ἔδειραν μὲ ῥαβδία τὰ ἱερὰ μέλη τοῦ σώματός του. Ἀλλὰ καὶ ἐναντίον τοῦ νεροῦ τοῦ ἁγιάσματος ὁρμήσαντες, ἐδοκίμαζον νὰ ἀφανίσουν αὐτὸ ἀπὸ τὸν φθόνον τους. Ἀλλ’ ὢ τῆς μεγίστης τοῦ Ἀρχαγγέλου δυνάμεως! ἄλλων μὲν Ἑλλήνων τὰ χέρια ἐπιάνοντο, καὶ νὰ κινηθοῦν δὲν ἐδύναντο· ἄλλους δέ, φλόγα πυρὸς ἔμπροσθεν ἀπαντῶσα, ἐγύριζεν εἰς τὰ ὀπίσω ἀπράκτους.
Ὅθεν μὴ δυνάμενοι νὰ κατορθώσουν τὸν κακόν τους σκοπόν, ἐστοχάσθηκαν ἄλλην μηχανήν: ἤγουν νὰ γυρίσουν μὲ αὐλάκια τὸν ποταμόν, ὁποῦ ἐκεῖ κοντὰ ἔτρεχε, διὰ νὰ ὁρμήσῃ κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὸν Ναόν. Ἵνα καὶ τὸν τίμιον ἄνδρα Ἄρχιππον πνίξωσι, καὶ τὸν ἐκεῖ προσμένοντα λαόν, καὶ τὴν ἰαματικὴν δύναμιν τοῦ ὕδατος ἐκείνου τοῦ ἁγιάσματος νικήσωσι, μὲ τὸ νὰ σμίξῃ μὲ αὐτὸ ὁ ποταμός, καὶ ἐκ τούτου νὰ ἀποβάλῃ τῶν ἰαμάτων τὴν δύναμιν. Τοιαῦτα μὲν ἐμελέτων οἱ ἄφρονες. Ἀλλ’ ὁ ποταμός, ὢ τῶν θαυμασίων σου Κύριε! ὡσὰν νὰ ἦτον ἔμψυχος, ἐγύρισεν εἰς τὸ ἄλλο μέρος, καὶ ἀπράκτους τὰς βουλὰς τῶν ἀπίστων ἀπέδειξε.
Θυμωθέντες λοιπὸν οἱ ἀσεβεῖς περισσότερον, ἐστοχάσθησαν νὰ ἑνώσουν καὶ ἄλλους δύω ποταμούς, οἱ ὁποῖοι ἔτρεχον κατ’ ἐκεῖνον τὸν τόπον, καὶ οὕτω νὰ τοὺς ἀφήσουν νὰ ὁρμήσουν, ἵνα κατασύρουν, ὄχι μόνον τὸ νερὸν τοῦ ἁγιάσματος, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν Ναόν, καὶ τὸν τόπον τοῦ Ναοῦ. Μάλιστα δέ, διατὶ καὶ ὁ τόπος τοῦ Ναοῦ ἦτον κατηφορικός, καὶ ἀκολούθως ἐσυνήργει εἰς τὸν στοχασμὸν καὶ ἐπίνοιάν τους. Ὅταν δὲ ἐσυνάχθησαν οἱ κατάρατοι, καὶ ἔσκαψαν ἕνα χαντάκι βαθύ, καὶ τριγύρω περιφράξαντες, ἐγύρισαν τοὺς δύω ποταμοὺς εἰς αὐτό, καὶ ἀφῆκαν νὰ ὁρμήσουν κατὰ τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἀρχαγγέλου· τότε ὁ ῥηθεὶς ἀοίδιμος Ἄρχιππος ὁ προσμονάριος, ἐκατάλαβε τὴν μηχανὴν τῶν ἀσεβῶν, καὶ διὰ τοῦτο θερμῶς τὸν Ἀρχάγγελον παρεκάλει. Ὅθεν ὁ Ἀρχάγγελος ἐπακούσας τῆς δεήσεώς του, ἐφάνη εἰς αὐτόν, καὶ κατ’ ὄνομα τοῦτον ἐκάλεσεν. Ὁ δὲ Ἄρχιππος ἐκπλαγείς, τόσον ἀπὸ τὴν παράδοξον θεωρίαν τοῦ Ἀρχαγγέλου, ὅσον καὶ διατὶ ἐξ ὀνόματος αὐτὸν ἐκάλεσεν, εὐγῆκεν ἔξω ἀπὸ τὸν Ναόν, καὶ εὐθὺς πίπτει πρημνὴς εἰς τὴν γῆν. Ὁ δὲ Μιχαήλ, ἔγειραι, τοῦ εἶπε, καὶ ἔλα εἰς ἐμένα, καὶ θέλεις ἰδῇς Θεοῦ δύναμιν ἄμαχον.
Καὶ λοιπὸν εὐθὺς ὁποῦ ἐσημείωσε τὸν τύπον τοῦ σταυροῦ ὁ Ἀρχάγγελος, εὐθὺς καὶ οἱ ποταμοὶ ἐστάθησαν ὡσὰν τεῖχος ἀκίνητοι. Ἔπειτα ἐχάραξε τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ ἐπάνω εἰς μίαν πέτραν ὑψηλοτάτην, ὁποῦ ἦτον κοντὰ εἰς τὸν Ναόν, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ἔγινε μία βροντὴ φοβερά. Καὶ ἡ μὲν γῆ, ἐσείσθη μεγάλως· ἡ δὲ πέτρα, ἐσχίσθη. Ὁ δὲ Ἀρχάγγελος πάλιν ἐσημείωσε τὸν τύπον τοῦ σταυροῦ, καὶ εἶπεν· ἂς συντριφθῇ ἡ δύναμις τοῦ Διαβόλου· ἂς πλημμυρήσῃ δὲ ἀπὸ ἐδῶ κάθε κακῶν ἐλευθερία εἰς ἐκείνους, ὁποῦ πλησιάζουν μετὰ πίστεως. Ἔπειτα μὲ μεγάλην καὶ λαμπρὰν φωνὴν ἐπρόσταξε ταῦτα εἰς τοὺς ποταμοὺς λέγων· εἰς τὴν χώνην ταύτην χωνεύθητε ὦ ποταμοί. Ὅθεν ἀπὸ τότε καὶ ἕως τῆς σήμερον χωνεύεται ἐκεῖ τὸ νερὸν μὲ παράδοξον τρόπον. Διὸ καὶ ἀπὸ τὴν αἰτίαν ταύτην, Χῶναι ὠνομάσθη ὁ τόπος, εἰς δόξαν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καὶ εἰς ἔπαινον καὶ τιμὴν τοῦ πανενδόξου καὶ θερμοῦ ἡμῶν ἀντιλήπτορος Μιχαήλ. (Τὸ περὶ τούτου κατὰ πλάτος Συναξάριον, ὅρα εἰς τὸν Νέον Θησαυρόν (1).)
(1) Σημείωσαι ὅτι ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, καὶ ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων, εὑρίσκεται ἐγκώμιον εἰς τὸ θαῦμα τοῦ Ἀρχιστρατήγου, οὗ ἡ ἀρχή· «Καὶ τὸ περὶ τῶν ἄλλων Ἁγίων».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Εὐδοξίου, Ῥωμύλου, Ζήνωνος καὶ Μακαρίου.
Τμηθέντες Εὐδόξιος, Ῥωμύλος, Ζήνων,
Καὶ Μακάριος, μακαριστοὶ τοῦ τέλους.
Ἀπὸ τοὺς Ἁγίους τούτους, ὁ μὲν Ῥωμύλος, ἦτον εἰς τοὺς χρόνους Τραϊανοῦ τοῦ βασιλέως ἐν ἔτει Ϟη΄ [98], ἔχων τὸ τοῦ πραιποσίτου ἀξίωμα. Ἐπειδὴ δέ, ἤλεγξε μὲν τὸν βασιλέα Τραϊανόν, διατὶ ἐξώρισε τοὺς ἐν τῇ Ἀνατολῇ στρατιώτας Χριστιανούς, οἵ τινες ἦτον ἕνδεκα χιλιάδες, καὶ ἐθανάτωσεν αὐτούς· ὡμολόγησε δὲ τὸν ἑαυτόν του Χριστιανόν· διὰ ταῦτα, λέγω, τὰ αἴτια, ἐξαπλωθεὶς κατὰ γῆς, ἐδάρθη μὲ ῥαβδία. Καὶ ἐπειδὴ ἐλογίαζε τὰς πληγὰς ὡς εὐεργεσίας, ἄναψε τὸν τύραννον εἰς περισσότερον θυμόν. Ὅθεν καὶ ἀποκεφαλισθείς, ἐτελειώθη καὶ ἔλαβε παρὰ Κυρίου τὸν τῆς ἀθλήσεως στέφανον.
Ὁ δὲ θεῖος Εὐδόξιος, ἦτον εἰς τοὺς χρόνους τοῦ Διοκλητιανοῦ ἐν ἔτει σϞ΄ [290], κόμης κατὰ τὸ ἀξίωμα, εἰς τὸ ὁποῖον ἐκαταβιβάσθη ἀπὸ τὸ ἀνώτερον ἀξίωμα ὁποῦ εἶχε τοῦ πριμμικηρίου, διὰ τὴν εἰς Χριστὸν ἀγάπην. Οὗτος λοιπὸν ἐδιαβάλθη ὡς Χριστιανὸς εἰς τὸν τότε ἡγεμόνα καὶ αὐθέντην τῆς Μελιτινῆς, τῆς νῦν καλουμένης Μαλατιᾶς, ἥτις ἦτον μητρόπολις τῆς μικρᾶς Ἁρμενίας, παρακειμένη εἰς τὸν Εὐφράτην ποταμόν. Καὶ εὐθὺς ἐστάλθησαν ἄνθρωποι διὰ νὰ τὸν φέρουν. Ὁ δὲ Ἅγιος Εὐδόξιος εὐθὺς ὁποῦ ἔμαθε τοῦτο, ἐφόρεσεν ἕνα φόρεμα πενιχρότερον διὰ νὰ μὴ γνωρισθῇ. Ὅθεν ἀπαντήσας τοὺς ἀπεσταλμένους καὶ ἐρωτηθείς, ποῦ εὑρίσκεται Εὐδόξιος ὁ κόμης, ὑπεσχέθη ὁ Ἅγιος νὰ δείξῃ εἰς αὐτοὺς τὸν ζητούμενον, ἀνίσως καὶ ὑπάγωσιν εἰς τὸ ὁσπῆτί του, καὶ νὰ ἀναπαύσῃ αὐτοὺς ὀλίγον ἀπὸ τὸν κόπον τῆς ὁδοιπορίας.
Ὑποδεχθεὶς λοιπὸν αὐτοὺς καὶ περιποιηθεὶς φιλοφρόνως, ὡμολόγησεν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ζητούμενος Εὐδόξιος. Οἱ δὲ στρατιῶται τοῦτο ἀκούσαντες, ἐλυπήθησαν πολλά. Ὅθεν ἀντὶ τῆς φιλοξενίας ὁποῦ τοῖς ἔδειξεν, αὐτοὶ τοῦ ἔδωκαν ἄδειαν νὰ ἀναχωρήσῃ. Ἀλλ’ ὁ Μάρτυς ἐστοχάσθη νὰ τοὺς ἀκολουθήσῃ περισσότερον, πάρεξ νὰ φύγῃ. Καὶ λοιπὸν καλέσας τὴν γυναῖκά του, Βασίλισσαν ὀνομαζομένην, ἀφῆκεν εἰς τὴν αὐτῆς φροντίδα καὶ πρόνοιαν ὅλα τὰ ἐν τῷ οἴκῳ του πράγματα. Ἔπειτα τῆς ἔδωκε τὴν ὑστερινὴν ταύτην ἐντολὴν καὶ παραγγελίαν: ἤγουν νὰ μὴ κλαύσῃ διὰ τὸν θάνατόν του, ἀλλὰ μάλιστα νὰ τιμήσῃ τὴν ἡμέραν τοῦ θανάτου του μὲ κάθε φαιδρότητα καὶ χαράν. Καὶ εἰς τὸ χωρίον του νὰ σχεδιάσῃ ἕνα εὐτελῆ τάφον, χωρὶς ἐπιγραφήν, καὶ ἐκεῖ νὰ θάψῃ τὸ σῶμά του.
Εὐθὺς λοιπὸν ὁ ἀοίδιμος Εὐδόξιος καταφρονήσας εὐγένειαν, δόξαν, ἀγάπην γυναικὸς καὶ προσπάθειαν τέκνων, πηγαίνει μόνος του πρὸς τὸν ἡγεμόνα, καὶ παρρησίᾳ ὁμολογεῖ τὸν Χριστόν. Ὁ δὲ ἡγεμὼν θέλωντας νὰ φοβίσῃ, τόσον τὸν Ἅγιον Εὐδόξιον, ὅσον καὶ τοὺς ἄλλους στρατιώτας, ἔβλεψε μὲ ἄγριον βλέμμα εἰς τοὺς στρατιώτας. Καὶ ὅσοι, εἶπεν, ἀπὸ ἐσᾶς, δὲν θέλετε νὰ θυσιάσετε εἰς τοὺς θεούς, λύσατε τὰς στρατιωτικὰς ζώνας, καὶ παρασταθῆτε φανερὰ ἔμπροσθέν μου. Τότε ὁ γενναῖος Εὐδόξιος λύσας τὴν ζώνην, ἥτις ἦτον σημεῖον τοῦ ὀφφικίου τοῦ κόμητος, ῥίπτει αὐτὴν ἐπάνω εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἄρχοντος. Ὁμοίως δὲ καὶ ὅλοι οἱ περιεστῶτες στρατιῶται Χριστιανοί, ὄντες εἰς τὸν ἀριθμὸν χίλιοι ἑκατὸν τέσσαρες, καὶ αὐτοί, λέγω, λύσαντες τὰς στρατιωτικὰς ζώνας των, ἔρριψαν αὐτὰς εἰς τὸν ἡγεμόνα. Ὁ δὲ ἡγεμὼν τοῦτο ἰδών, ἀνέφερεν αὐτὸ εἰς τὸν Διοκλητιανόν. Ὁ δὲ Διοκλητιανὸς λαβὼν τὴν εἴδησιν ταύτην, ἐμάνη ἀπὸ τὸν θυμόν. Καὶ εὐθὺς προστάζει, ὅτι νὰ τιμωρήσῃ μὲν ὁ ἡγεμὼν βαρέως ἐκείνους, ὁποῦ ἐστάθησαν αἴτιοι τῆς τοιαύτης τόλμης, ἡ δὲ βουλὴ καὶ τὸ κριτήριον νὰ διορίσῃ τὴν κατὰ τῶν ἄλλων ἀπόφασιν.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔλαβε τὴν ἐξουσίαν ταύτην ὁ ἡγεμών, βλέπωντας τὸν Ἅγιον Εὐδόξιον μὴ πειθόμενον ὅλως εἰς τὸ νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν, προστάζει νὰ τεντωθῇ ἀπὸ τὰ τέσσαρα μέρη: ἀπὸ τὰς δύω χεῖρας δηλαδὴ καὶ τοὺς δύω πόδας, καὶ νὰ δαρθῇ μὲ χλωρὰ λωρία. Ἔπειτα ῥίπτει αὐτὸν εἰς τὴν φυλακήν. Μετὰ δὲ ὀλίγας ἡμέρας εὐγάνωντας αὐτὸν ἀπὸ τὴν φυλακήν, προστάζει νὰ τζακίσουν τὰ νεῦρα τοῦ τραχήλου του μὲ μολυβδίνας μπάλλας, καὶ νὰ ἐκβάλουν ἀπὸ τὸν τόπον τους τὰ ἄρθρα καὶ ἁρμονίας τοῦ σώματός του· τὸ ὁποῖον ἀληθῶς εἶναι ἕνας θάνατος, ἀπὸ ὅλους τοὺς θανάτους πικρότερος. Καὶ τελευταῖον, προστάζει νὰ τὸν θανατώσουν διὰ ξίφους. Πηγαίνωντας λοιπὸν ὁ τοῦ Χριστοῦ μάρτυς εἰς τὸν τόπον τῆς τελειώσεως, ἐπροσευχήθη. Καὶ στραφεὶς βλέπει τὴν γυναῖκά του, καὶ ἐνθυμίζει πάλιν αὐτὴν ἐκεῖνα, ὁποῦ προλαβὼν τῆς ἐπαρήγγειλε.
Βλέπει δὲ καὶ ἕνα του φίλον, Ζήνωνα ὀνομαζόμενον, ὅστις ἐθρήνει διὰ τὸν θάνατόν του. Καὶ λέγει πρὸς αὐτόν. Μὴ κλαίῃς, ὦ φίλε Ζήνων. Διατὶ ἐγὼ ἠξεύρω βεβαίως, ὅτι ὁ Θεός, εἰς τὸν ὁποῖον λατρεύω, δὲν θέλει μᾶς χωρίσει ἀπ’ ἀλλήλων, τοὺς ὁποίους ἥνωσεν εἰς ἓν φιλία θερμή, καὶ ὁ πρὸς Θεὸν γνήσιος ἔρως. Εὐθὺς λοιπὸν μὲ τὸν λόγον τοῦ Ἁγίου, ἐκήρυξεν ὁ Ζήνων τὸν Χριστὸν καὶ ἐκόπη τὴν κεφαλήν. Ἔπειτα καὶ ὁ ἀοίδιμος Εὐδόξιος ἀποθνήσκει διὰ ξίφους. Παρομοίως δὲ ἐτελειώθησαν καὶ οἱ χίλιοι ἑκατὸν τέσσαρες Μάρτυρες. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν ἑπτὰ ἡμέραι, ἐφάνη κατ’ ὄναρ ὁ Ἅγιος Εὐδόξιος εἰς τὴν γυναῖκά του, καὶ τὴν προστάζει νὰ εἰπῇ εἰς τὸν Μακάριον τὸν φίλον του, διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ πραιτώριον: ἤτοι εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἡγεμόνος. Πηγαίνωντας λοιπὸν ἐκεῖ, ὁ Μακάριος ἐπιάσθη, καὶ ὁμολογήσας τὸν Χριστόν, ἀποθνήσκει καὶ αὐτὸς διὰ ξίφους, καὶ ἔτζι ἀπῆλθε διὰ νὰ συγχαίρῃ μὲ τὸν φίλον του Εὐδόξιον καὶ μὲ τοὺς λοιπούς, αἰωνίως εἰς τὰ Οὐράνια (2).
(2) Σημείωσαι, ὅτι ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ καὶ ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων σῴζεται ἑλληνικὸν τὸ κατὰ πλάτος Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Εὐδοξίου, καὶ τῶν ἄλλων Μαρτύρων.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ οἱ Ἅγιοι χίλιοι καὶ ἑκατὸν τέσσαρες στρατιῶται ξίφει τελειοῦνται.
Δεκὰς δεκαπλῆ καὶ χιλιὰς Μαρτύρων,
Καὶ τετρὰς ἁπλῆ συντελευτῶσι ξίφει.
*
Ἡ Ἁγία Καλοδότη ξίφει τελειοῦται.
Καλοδότη τμηθεῖσα τὴν κάραν ξίφει,
Καλῶν δοτῆρί σοι παρίσταται Λόγε.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Φαῦστος ὁ Πρεσβύτερος ξίφει τελειοῦται.
Τὴν γῆν ὁ Φαῦστος ἐκλιπὼν διὰ ξίφους,
Πρὸς φαῦσιν ἤρθη τῆς ἄνω κατοικίας.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μακάριος καὶ Ἀνδρέας, ξίφει τελειοῦνται.
Ξίφει θανόντες Μακάριος, Ἀνδρέας,
Ὥδευσαν ἄμφω τὴν μακαρίαν τρίβον.
*
Ὁ Ὅσιος Βίβος ξίφει τελειοῦται.
Τὸν ἀρετῆς στέφανον ἀρνεῖται Βίβος,
Εἰ μὴ στέφανον καὶ τὸν ἐκ ξίφους λάβῃ.
*
Οἱ Ἅγιοι Κυριακός, Διονύσιος καὶ Ἀνδρέας, ξίφει τελειοῦνται.
Διονυσίῳ συμφωνήσαντας δύω,
Διονυσίῳ συγκατέκτανε ξίφος.
*
Αἱ Ἅγιαι Ἀνδροπελαγία καὶ Θέκλα, ξίφει τελειοῦνται.
Ὡς ἀνδρική τις ἦν Ἀνδροπελαγία,
Πρὸς τὴν κεφαλῆς ἐκτομὴν ὡς ἡ Θέκλα.
*
Ὁ Ἅγιος Θεόκτιστος ὁ ναύκληρος ξίφει τελειοῦται.
Θεόκτιστος ναύκληρος ἐκτμηθεὶς κάραν,
Ψυχῆς ἰθύνει τὸ σκάφος πρὸς τὸν πόλον.
*
Ὁ Ἅγιος Κυριακὸς ὁ δημότης ξίφει τελειοῦται.
Ὁ Κυριακὸς δημότης, ἀλλ’ ἐκ ξίφους,
Συνθιασώτης τοῦ χοροῦ τῶν Μαρτύρων.
*
Ὁ Ἅγιος Σαραπάβων ὁ βουλευτὴς ξίφει τελειοῦται.
Βέλτιον οὐδὲν ἄλλο βουλεύσῃ τάχα,
Τοῦ μαρτυρῆσαι Σαραπάβων ἐκ ξίφους.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον εἰς τοὺς χρόνους Δεκίου τοῦ βασιλέως ἐν ἔτει σν΄ [250]. Διαβαλθέντες δὲ ὡς Χριστιανοὶ εἰς τὸν ἄρχοντα Οὐαλλέριον, παρεστάθησαν ἔμπροσθέν του. Ὁ δὲ ἄρχων καταπλαγεὶς διὰ τὴν στερεὰν καὶ ἄφοβον αὐτῶν καρδίαν, προστάζει νὰ θανατωθοῦν διὰ ξίφους. Ὅθεν ἀφ’ οὗ ἐθανατώθησαν, ἐπῆραν τὰ σώματα αὐτῶν τινὲς Χριστιανοὶ τῆς Ἀλεξανδρείας, καὶ ἐνταφίασαν αὐτά, διὰ νὰ ᾖναι εἰς τὴν πόλιν αὑτῶν πολύτιμος θησαυρὸς καὶ ἀσύλητος.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ συνέδραμε καὶ τὰ Ἐγκαίνια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου εἰς τὸ Δεύτερον ἐν τῷ οἴκῳ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης.
Σκηνὴν ἁγιάζουσι νῦν ἐγκαινίοις,
Τῆς τὴν βροτείαν φύσιν ἐγκαινισάσης.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *