Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου6 Φεβρουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ς’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Βουκόλου Επισκόπου Σμύρνης.
Σμύρνης ο ποιμήν Βουκόλος θυηπόλος,
Άγρυπνός εστι και θανών ποίμνης φύλαξ.
Αγλαόν ηελίοιο, φάος λίπε Βουκόλος έκτη.
Ούτος ο Άγιος εκ νεαράς ηλικίας καθαρίσας τον εαυτόν του, έγινε κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος. Όθεν ευρών αυτόν δόκιμον και άξιον ο πανεύφημος και ηγαπημένος τω Χριστώ Ιωάννης ο Θεολόγος, εχειροτόνησεν αυτόν Επίσκοπον και ποιμένα της εν Σμύρνη Εκκλησίας. Και λοιπόν ο θείος ούτος ιεράρχης υπό του Αγίου Πνεύματος φωτιζόμενος, εφώτιζε και αυτός τους εν τω σκότει της αγνωσίας ευρισκομένους Έλληνας, και δια μέσου του Αγίου Βαπτίσματος, εποίει αυτούς υιούς φωτός και ημέρας, ελευθερόνωντάς τους από τα ανήμερα θηρία, ήτοι από τους αγρίους και σκοτεινούς δαίμονας. Όταν δε ο Άγιος έμελλε να υπάγη προς Κύριον, εχειροτόνησε τον Άγιον Πολύκαρπον διάδοχον εις την αυτήν μεγαλόπολιν Σμύρνην, και ποιμένα και διδάσκαλον αυτόν εκατάστησε των λογικών προβάτων, και έτζι προς Κύριον εξεδήμησεν. Όταν δε ενταφιάσθη το άγιον αυτού λείψανον, έκαμεν ο Θεός να βλαστήση από τον τάφον του ένα δένδρον, το οποίον εχάριζε και χαρίζει έως την σήμερον, διαφόρους ιατρείας εις τους προστρέχοντας αυτώ μετά πίστεως.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ιουλιανού του εν Εμέση.
Χριστός τέτρηται χείρας ήλοις και πόδας,
Ιουλιανός προστίθησι και κάραν.
Ούτος ήτον από την Έμεσαν πόλιν της Κοίλης Συρίας, η οποία τουρκιστί ονομάζεται Εμς, ευσεβής προς τον Θεόν, νέος κατά την ηλικίαν, και ιατρός ψυχών και σωμάτων. Όταν δε επιάσθη από τους Έλληνας ο Επίσκοπος της Εμέσης Ιουλιανός, και ο Διάκονος Λουκάς, και ο Αναγνώστης Μώκιος (1), κατά τους χρόνους του βασιλέως Νουμεριανού εν έτει σπδ’ [284], και εκαταδικάσθησαν και οι τρεις να δοθούν φαγητόν εις τα θηρία· τότε ο Άγιος ούτος Ιουλιανός βλέπωντας αυτούς, οπού εφέροντο εις τα θηρία, επόνεσε κατά την καρδίαν. Όθεν έτρεξε και τους έφθασε, και φθάσας τους ασπάσθη. Δια τούτο λοιπόν επιάσθη και αυτός, αφ’ ου εκείνοι εθανατώθησαν. Όθεν εκάρφωσαν την κεφαλήν του και τας χείρας και πόδας του. Έτζι δε καρφωμένος ώντας ο τρισόλβιος, επλαγίασε μέσα εις ένα σπήλαιον, και εκεί παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού.
(1) Ούτοι εορτάζονται κατά την εικοστήν ενάτην του Ιαννουαρίου.
*
Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Φαύστης και των συν αυτή Ευϊλασίου και Μαξίμου.
Τρεις Μάρτυρες πάσχουσιν ιχθύων πάθος,
Κοινή τυχόντες οργάνου του τηγάνου.
Αύτη η Αγία Φαύστα ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού, εν έτει σϞθ’ [299], καταγομένη από την Κύζικον, θυγάτηρ γονέων ευσεβών και πλουσίων, μετά τον θάνατον των οποίων έμεινε κυρία πλούτου πολλού και περιουσίας. Πλην ούτε η νεότης της ηλικίας της, ούτε η απάτη του πλούτου, εδυνήθηκαν να την χωρίσουν από τας αρετάς, και τα καλά έργα. Εσχόλαζε γαρ η μακαρία, και έδωκε τον εαυτόν της εις την αφθορίαν και παρθενίαν, εις την νηστείαν και εις την προσευχήν, και εις την μελέτην των θείων Γραφών. Επειδή δε η φήμη αυτής έφθασεν έως και εις αυτόν τον βασιλέα, δια τούτο εστάλθη προς αυτήν ένας περιφανής άνθρωπος της Συγκλήτου, Ευϊλάσιος ονόματι, παραγγελθείς, ότι, ή να την πείση να θυσιάση εις τους θεούς, ή αν δεν πεισθή, να την πνίξη εις την θάλασσαν.
Πηγαίνωντας λοιπόν ο Ευϊλάσιος, εδοκίμασε την Αγίαν με κάθε δοκιμήν βασάνων, και επειδή είδεν αυτήν, πως έμεινεν αβλαβής από όλα τα βάσανα δια της χάριτος του Θεού, και έκαμε διάφορα θαύματα, τούτου χάριν επίστευσεν εις τον Χριστόν. Όθεν αποστέλλεται άλλος άρχων παρά του βασιλέως, Μάξιμος ονομαζόμενος, ο οποίος με πικρά βάσανα ετιμώρησε και την Αγίαν και τον Ευϊλάσιον. Βλέπωντας δε τας θαυματουργίας, οπού εποίησεν η Αγία δια της προσευχής της, επίστευσε και αυτός εις τον Χριστόν. Και εις το τηγάνι εκείνο, οπού ετοίμασε δια να βάλη και τους δύω Αγίους, εις αυτό το ίδιον εμβήκε και αυτός ομού με εκείνους, κατά προσταγήν του βασιλέως. Και έτζι ομού και οι τρεις έλαβον το τέλος του μαρτυρίου και τους του μαρτυρίου στεφάνους. (Το κατά πλάτος Μαρτύριον αυτών όρα εις τον Νέον Παράδεισον (2).)
(2) Το ελληνικόν Μαρτύριον αυτών ευρίσκεται εν τη των Ιβήρων Μονή και εν άλλαις, ου η αρχή· «Κατ’ εκείνον τον καιρόν».
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Φαύστου, Βασιλείου, και Σιλουανού, και των Αγίων Μαρτύρων των εν τοις Δαρείου.
Τριών συνάθλων, εν δια ξίφους τέλος,
Οι τον Θεόν φρονούσιν εν τε και τρία.
*
Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Φωτίου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ου η Σύναξις τελείται εν τω Προφητείω (ήτοι εν τω Ναώ) του τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, τω όντι εν τοις Ηρεμίας (3).
Θνήσκων Φώτιος, ου ταράττομαι λέγει,
Προς την τελευτήν, ων προητοιμασμένος.
(3) Σημειούμεν εδώ, ότι ο ιερός ούτος Φώτιος ήτον κατά τους χρόνους Θεοφίλου του βασιλέως εν έτει 829, του οποίου έγινε πρωτοσπαθάριος και πρωτοασηκρήτις, και έφερεν τα πρωτεία της Συγκλήτου και βασιλικής βουλής, κατά τον Διάκονον Ιωάννην τον συγγράψαντα τον Βίον του Αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου. Τόσην δε δύναμιν είχεν εις την γραμματικήν, ποιητικήν, ρητορικήν τε και φιλοσοφίαν· προς τούτοις δε και ιατρικήν, και πάσαν άλλην επιστήμην εξωτερικήν, εις τρόπον οπού, όχι μόνον άλλος τοιούτος δεν ευρίσκετο εν εκείνω τω καιρώ, αλλά και με τους παλαιούς εσυναριθμείτο. Καθώς Νικήτας ο Παμφλαγονίας μαρτυρεί περί αυτού εν τω Βίω του Αγίου Ιγνατίου, και μόλον οπού ήτον εχθρός του. Ψηφισθείς λοιπόν ούτος από όλον τον κλήρον (πλην πέντε μόνον) έγινε Μοναχός υπό Γρηγορίου Επισκόπου Συρακούσης τη πρώτη ημέρα, τη δευτέρα έγινεν Αναγνώστης, τη τρίτη Υποδιάκονος, τη τετάρτη Διάκονος, τη πέμπτη Πρεσβύτερος και τη έκτη, ήτις ήτον η κε’ του Δεκεμβρίου καθ’ ην εορτάζομεν τα Γενέθλια του Κυρίου, έγινεν Επίσκοπος, εν έτει 858. Και ούτως εκβληθέντος του Αγίου Ιγνατίου, έγινεν ούτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως αν και ακουσίως. Ψεύδεται άρα ο Νεοκαισαρείας Στυλιανός, γράφων προς Στέφανον, ότι κατά την αυτήν ημέραν έγινε και Πρεσβύτερος και Επίσκοπος. Ομοίως και ο Σμύρνης Μητροφάνης, και ο Παμφλαγονίας Νικήτας, και ο Θεόγνωστος, οι πολλά κατά του αγιωτάτου Φωτίου τούτου γράψαντες. Ομοίως και ο Βαρώνιος ο λέγων, ότι ο Φώτιος ήτον ευνούχος, συνάγων τούτο απατηλώς από μίαν επιστολήν Ιωάννου Σακελλαρίου. Ου γαρ ο Ιωάννης ούτος έγραψεν προς τον Φώτιον, αλλ’ ο Φώτιος προς τον Ιωάννην, όρα σελ. 274, του β’ τόμου του Μελετίου, και εις τα προλεγόμενα της εν τη Αγία Σοφία συστάσης Συνόδου επί του αγιωτάτου Φωτίου, εν τω ημετέρω Πηδαλίω.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Βαρσανουφίου.
Εκ γης συνέστη σώμα Βαρσανουφίου,
Και γην υπήλθε, την εαυτού μητέρα.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του επικαλουμένου Προφήτου, μαθητού του Αγίου Βαρσανουφίου.
Δίκαιόν εστιν, ω Ιωάννη άμα,
Τάττειν σε ώδε, τω φίλω διδασκάλω (4).
(4) Σημειούμεν, ότι ο Άγιος Βαρσανούφιος ούτος, συν Ιωάννη τω επικαλουμένω Προφήτη και μαθητή αυτού, έχουσι βίβλον αξιόλογον, πολλάς ερωτήσεις περιέχουσαν, από τας οποίας, τινές μεν, λύονται από τον ένα, τινές δε, από τον άλλον. Αύτη η βίβλος ετυπώθη εν Βενετία εις τους 1816.
*
Ο Όσιος Ιωάννης ο εν Λυκώ τη πόλει, εν ειρήνη τελειούται (5).
Τον εν Λυκώ δε πού Ιωάννην θέμις,
Τάττειν ότι μη, ώδ’ Ιωάννη άμα;
(5) Όρα τον κατά πλάτος Βίον τούτου εις το Εκλόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ς΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Βουκόλου Ἐπισκόπου Σμύρνης.
Σμύρνης ὁ ποιμὴν Βουκόλος θυηπόλος,
Ἄγρυπνός ἐστι καὶ θανὼν ποίμνης φύλαξ.
Ἀγλαὸν ἠελίοιο, φάος λίπε Βουκόλος ἕκτῃ.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας καθαρίσας τὸν ἑαυτόν του, ἔγινε κατοικητήριον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅθεν εὑρὼν αὐτὸν δόκιμον καὶ ἄξιον ὁ πανεύφημος καὶ ἠγαπημένος τῷ Χριστῷ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ἐχειροτόνησεν αὐτὸν Ἐπίσκοπον καὶ ποιμένα τῆς ἐν Σμύρνῃ Ἐκκλησίας. Καὶ λοιπὸν ὁ θεῖος οὗτος ἱεράρχης ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φωτιζόμενος, ἐφώτιζε καὶ αὐτὸς τοὺς ἐν τῷ σκότει τῆς ἀγνωσίας εὑρισκομένους Ἕλληνας, καὶ διὰ μέσου τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἐποίει αὐτοὺς υἱοὺς φωτὸς καὶ ἡμέρας, ἐλευθερόνωντάς τους ἀπὸ τὰ ἀνήμερα θηρία, ἤτοι ἀπὸ τοὺς ἀγρίους καὶ σκοτεινοὺς δαίμονας. Ὅταν δὲ ὁ Ἅγιος ἔμελλε νὰ ὑπάγῃ πρὸς Κύριον, ἐχειροτόνησε τὸν Ἅγιον Πολύκαρπον διάδοχον εἰς τὴν αὐτὴν μεγαλόπολιν Σμύρνην, καὶ ποιμένα καὶ διδάσκαλον αὐτὸν ἐκατάστησε τῶν λογικῶν προβάτων, καὶ ἔτζι πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν. Ὅταν δὲ ἐνταφιάσθη τὸ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον, ἔκαμεν ὁ Θεὸς νὰ βλαστήσῃ ἀπὸ τὸν τάφον του ἕνα δένδρον, τὸ ὁποῖον ἐχάριζε καὶ χαρίζει ἕως τὴν σήμερον, διαφόρους ἰατρείας εἰς τοὺς προστρέχοντας αὐτῷ μετὰ πίστεως.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἰουλιανοῦ τοῦ ἐν Ἐμέσῃ.
Χριστὸς τέτρηται χεῖρας ἥλοις καὶ πόδας,
Ἰουλιανὸς προστίθησι καὶ κάραν.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν Ἔμεσαν πόλιν τῆς Κοίλης Συρίας, ἡ ὁποία τουρκιστὶ ὀνομάζεται Ἔμς, εὐσεβὴς πρὸς τὸν Θεόν, νέος κατὰ τὴν ἡλικίαν, καὶ ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων. Ὅταν δὲ ἐπιάσθη ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Ἐμέσης Ἰουλιανός, καὶ ὁ Διάκονος Λουκᾶς, καὶ ὁ Ἀναγνώστης Μώκιος (1), κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Νουμεριανοῦ ἐν ἔτει σπδ΄ [284], καὶ ἐκαταδικάσθησαν καὶ οἱ τρεῖς νὰ δοθοῦν φαγητὸν εἰς τὰ θηρία· τότε ὁ Ἅγιος οὗτος Ἰουλιανὸς βλέπωντας αὐτούς, ὁποῦ ἐφέροντο εἰς τὰ θηρία, ἐπόνεσε κατὰ τὴν καρδίαν. Ὅθεν ἔτρεξε καὶ τοὺς ἔφθασε, καὶ φθάσας τοὺς ἀσπάσθη. Διὰ τοῦτο λοιπὸν ἐπιάσθη καὶ αὐτός, ἀφ’ οὗ ἐκεῖνοι ἐθανατώθησαν. Ὅθεν ἐκάρφωσαν τὴν κεφαλήν του καὶ τὰς χεῖρας καὶ πόδας του. Ἔτζι δὲ καρφωμένος ὤντας ὁ τρισόλβιος, ἐπλαγίασε μέσα εἰς ἕνα σπήλαιον, καὶ ἐκεῖ παρέδωκε τὴν ἁγίαν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ.
(1) Οὗτοι ἑορτάζονται κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἐνάτην τοῦ Ἰαννουαρίου.
*
Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Φαύστης καὶ τῶν σὺν αὐτῇ Εὐϊλασίου καὶ Μαξίμου.
Τρεῖς Μάρτυρες πάσχουσιν ἰχθύων πάθος,
Κοινῇ τυχόντες ὀργάνου τοῦ τηγάνου.
Αὕτη ἡ Ἁγία Φαῦστα ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει σϞθ΄ [299], καταγομένη ἀπὸ τὴν Κύζικον, θυγάτηρ γονέων εὐσεβῶν καὶ πλουσίων, μετὰ τὸν θάνατον τῶν ὁποίων ἔμεινε κυρία πλούτου πολλοῦ καὶ περιουσίας. Πλὴν οὔτε ἡ νεότης τῆς ἡλικίας της, οὔτε ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου, ἐδυνήθηκαν νὰ τὴν χωρίσουν ἀπὸ τὰς ἀρετάς, καὶ τὰ καλὰ ἔργα. Ἐσχόλαζε γὰρ ἡ μακαρία, καὶ ἔδωκε τὸν ἑαυτόν της εἰς τὴν ἀφθορίαν καὶ παρθενίαν, εἰς τὴν νηστείαν καὶ εἰς τὴν προσευχήν, καὶ εἰς τὴν μελέτην τῶν θείων Γραφῶν. Ἐπειδὴ δὲ ἡ φήμη αὐτῆς ἔφθασεν ἕως καὶ εἰς αὐτὸν τὸν βασιλέα, διὰ τοῦτο ἐστάλθη πρὸς αὐτὴν ἕνας περιφανὴς ἄνθρωπος τῆς Συγκλήτου, Εὐϊλάσιος ὀνόματι, παραγγελθείς, ὅτι, ἢ νὰ τὴν πείσῃ νὰ θυσιάσῃ εἰς τοὺς θεούς, ἢ ἂν δὲν πεισθῇ, νὰ τὴν πνίξῃ εἰς τὴν θάλασσαν.
Πηγαίνωντας λοιπὸν ὁ Εὐϊλάσιος, ἐδοκίμασε τὴν Ἁγίαν μὲ κάθε δοκιμὴν βασάνων, καὶ ἐπειδὴ εἶδεν αὐτήν, πῶς ἔμεινεν ἀβλαβὴς ἀπὸ ὅλα τὰ βάσανα διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔκαμε διάφορα θαύματα, τούτου χάριν ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν. Ὅθεν ἀποστέλλεται ἄλλος ἄρχων παρὰ τοῦ βασιλέως, Μάξιμος ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος μὲ πικρὰ βάσανα ἐτιμώρησε καὶ τὴν Ἁγίαν καὶ τὸν Εὐϊλάσιον. Βλέπωντας δὲ τὰς θαυματουργίας, ὁποῦ ἐποίησεν ἡ Ἁγία διὰ τῆς προσευχῆς της, ἐπίστευσε καὶ αὐτὸς εἰς τὸν Χριστόν. Καὶ εἰς τὸ τηγάνι ἐκεῖνο, ὁποῦ ἑτοίμασε διὰ νὰ βάλῃ καὶ τοὺς δύω Ἁγίους, εἰς αὐτὸ τὸ ἴδιον ἐμβῆκε καὶ αὐτὸς ὁμοῦ μὲ ἐκείνους, κατὰ προσταγὴν τοῦ βασιλέως. Καὶ ἔτζι ὁμοῦ καὶ οἱ τρεῖς ἔλαβον τὸ τέλος τοῦ μαρτυρίου καὶ τοὺς τοῦ μαρτυρίου στεφάνους. (Τὸ κατὰ πλάτος Μαρτύριον αὐτῶν ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον (2).)
(2) Τὸ ἑλληνικὸν Μαρτύριον αὐτῶν εὑρίσκεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων Μονῇ καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρόν».
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Φαύστου, Βασιλείου, καὶ Σιλουανοῦ, καὶ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων τῶν ἐν τοῖς Δαρείου.
Τριῶν συνάθλων, ἓν διὰ ξίφους τέλος,
Οἳ τὸν Θεὸν φρονοῦσιν ἕν τε καὶ τρία.
*
Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Φωτίου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, οὗ ἡ Σύναξις τελεῖται ἐν τῷ Προφητείῳ (ἤτοι ἐν τῷ Ναῷ) τοῦ τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, τῷ ὄντι ἐν τοῖς Ἠρεμίας (3).
Θνήσκων Φώτιος, οὐ ταράττομαι λέγει,
Πρὸς τὴν τελευτήν, ὢν προητοιμασμένος.
(3) Σημειοῦμεν ἐδῶ, ὅτι ὁ ἱερὸς οὗτος Φώτιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Θεοφίλου τοῦ βασιλέως ἐν ἔτει 829, τοῦ ὁποίου ἔγινε πρωτοσπαθάριος καὶ πρωτοασηκρῆτις, καὶ ἔφερεν τὰ πρωτεῖα τῆς Συγκλήτου καὶ βασιλικῆς βουλῆς, κατὰ τὸν Διάκονον Ἰωάννην τὸν συγγράψαντα τὸν Βίον τοῦ Ἁγίου Ἰωσὴφ τοῦ ὑμνογράφου. Τόσην δὲ δύναμιν εἶχεν εἰς τὴν γραμματικήν, ποιητικήν, ῥητορικήν τε καὶ φιλοσοφίαν· πρὸς τούτοις δὲ καὶ ἰατρικήν, καὶ πᾶσαν ἄλλην ἐπιστήμην ἐξωτερικήν, εἰς τρόπον ὁποῦ, ὄχι μόνον ἄλλος τοιοῦτος δὲν εὑρίσκετο ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς παλαιοὺς ἐσυναριθμεῖτο. Καθὼς Νικήτας ὁ Παμφλαγονίας μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου, καὶ μὅλον ὁποῦ ἦτον ἐχθρός του. Ψηφισθεὶς λοιπὸν οὗτος ἀπὸ ὅλον τὸν κλῆρον (πλὴν πέντε μόνον) ἔγινε Μοναχὸς ὑπὸ Γρηγορίου Ἐπισκόπου Συρακούσης τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ, τῇ δευτέρᾳ ἔγινεν Ἀναγνώστης, τῇ τρίτῃ Ὑποδιάκονος, τῇ τετάρτῃ Διάκονος, τῇ πέμπτῃ Πρεσβύτερος καὶ τῇ ἕκτῃ, ἥτις ἦτον ἡ κε΄ τοῦ Δεκεμβρίου καθ’ ἣν ἑορτάζομεν τὰ Γενέθλια τοῦ Κυρίου, ἔγινεν Ἐπίσκοπος, ἐν ἔτει 858. Καὶ οὕτως ἐκβληθέντος τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου, ἔγινεν οὗτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἂν καὶ ἀκουσίως. Ψεύδεται ἄρα ὁ Νεοκαισαρείας Στυλιανός, γράφων πρὸς Στέφανον, ὅτι κατὰ τὴν αὐτὴν ἡμέραν ἔγινε καὶ Πρεσβύτερος καὶ Ἐπίσκοπος. Ὁμοίως καὶ ὁ Σμύρνης Μητροφάνης, καὶ ὁ Παμφλαγονίας Νικήτας, καὶ ὁ Θεόγνωστος, οἱ πολλὰ κατὰ τοῦ ἁγιωτάτου Φωτίου τούτου γράψαντες. Ὁμοίως καὶ ὁ Βαρώνιος ὁ λέγων, ὅτι ὁ Φώτιος ἦτον εὐνοῦχος, συνάγων τοῦτο ἀπατηλῶς ἀπὸ μίαν ἐπιστολὴν Ἰωάννου Σακελλαρίου. Οὐ γὰρ ὁ Ἰωάννης οὗτος ἔγραψεν πρὸς τὸν Φώτιον, ἀλλ’ ὁ Φώτιος πρὸς τὸν Ἰωάννην, ὅρα σελ. 274, τοῦ β΄ τόμου τοῦ Μελετίου, καὶ εἰς τὰ προλεγόμενα τῆς ἐν τῇ Ἁγίᾳ Σοφίᾳ συστάσης Συνόδου ἐπὶ τοῦ ἁγιωτάτου Φωτίου, ἐν τῷ ἡμετέρῳ Πηδαλίῳ.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Βαρσανουφίου.
Ἐκ γῆς συνέστη σῶμα Βαρσανουφίου,
Καὶ γῆν ὑπῆλθε, τὴν ἑαυτοῦ μητέρα.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ ἐπικαλουμένου Προφήτου, μαθητοῦ τοῦ Ἁγίου Βαρσανουφίου.
Δίκαιόν ἐστιν, ὦ Ἰωάννη ἅμα,
Τάττειν σε ὧδε, τῷ φίλῳ διδασκάλῳ (4).
(4) Σημειοῦμεν, ὅτι ὁ Ἅγιος Βαρσανούφιος οὗτος, σὺν Ἰωάννῃ τῷ ἐπικαλουμένῳ Προφήτῃ καὶ μαθητῇ αὐτοῦ, ἔχουσι βίβλον ἀξιόλογον, πολλὰς ἐρωτήσεις περιέχουσαν, ἀπὸ τὰς ὁποίας, τινὲς μέν, λύονται ἀπὸ τὸν ἕνα, τινὲς δέ, ἀπὸ τὸν ἄλλον. Αὕτη ἡ βίβλος ἐτυπώθη ἐν Βενετίᾳ εἰς τοὺς 1816.
*
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν Λυκῷ τῇ πόλει, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (5).
Τὸν ἐν Λυκῷ δὲ ποῦ Ἰωάννην θέμις,
Τάττειν ὅτι μή, ὧδ’ Ἰωάννῃ ἅμα;
(5) Ὅρα τὸν κατὰ πλάτος Βίον τούτου εἰς τὸ Ἐκλόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *