Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου6 Αυγούστου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ς’, η Μεταμόρφωσις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Θαβώρ υπέρ παν γης εδοξάσθη μέρος,
Ιδόν Θεού λάμψασαν εν δόξη φύσιν.
Μορφήν ανδρομέην κατά έκτην Χριστός άμειψεν.
Κατά την έκτην του Αυγούστου μηνός (1) την ανάμνησιν της θείας Μεταμορφώσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού η Αγία του Θεού Εκκλησία περιχαρώς εορτάζει. Η δε αιτία της εορτής ταύτης είναι η εφεξής. Ο Δεσπότης ημών Χριστός πολλαίς φοραίς προείπεν εις τους Αγίους του μαθητάς, δια τους κινδύνους και πάθη και θάνατον, οπού αυτός έμελλε να λάβη. Ομοίως και δια τας σφαγάς και τον θάνατον των μαθητών του. Επειδή δε οι μεν κίνδυνοι και τα δεινά, ήτον πρόχειρα και εν τη παρούση ζωή, τα δε αγαθά, οπού έμελλον να λάβουν, ήτον μετά ταύτα και ελπιζόμενα, τούτου χάριν ηθέλησεν ο Κύριος να πληροφορήση τους μαθητάς του και με τους ιδίους των οφθαλμούς, τις, και ποταπή είναι η δόξα εκείνη, με την οποίαν μέλλει να έλθη εν τη κοινή αναστάσει, την οποίαν έχουν και αυτοί να απολαύσουν. Όθεν αναβιβάζει αυτούς επάνω εις όρος υψηλόν κατ’ ιδίαν, και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού έγιναν άσπρα ωσάν το φως. Εφάνη δε εις αυτούς ο Μωϋσής και Ηλίας, συνομιλούντες με τον Χριστόν. Επήρε δε τρεις μόνους Αποστόλους, ως προκρίτους και υπερέχοντας. Ο μεν γαρ Πέτρος επροκρίθη, επειδή ηγάπα πολλά τον Χριστόν. Ο δε Ιωάννης, επειδή ηγαπάτο από τον Χριστόν. Ο δε Ιάκωβος, επειδή εδύνετο να πίη το ποτήριον του θανάτου, το οποίον και ο Κύριος έπιεν. Έφερε δε εις το μέσον τους τον Μωϋσήν και τον Ηλίαν, δια να διορθώση τας σφαλεράς υποψίας, οπού είχον οι πολλοί περί αυτού. Καθότι, άλλοι μεν έλεγον τον Κύριον, πως είναι ο Ηλίας. Άλλοι δε, πως είναι ο Ιερεμίας. Δια τούτο λοιπόν επαράστησεν εις το Θαβώρ τους πρώτους και κορυφαίους Προφήτας, δια να γνωρίσουν οι μαθηταί, και δια των μαθητών όλοι οι άνθρωποι, πόση διαφορά είναι αναμεταξύ του Χριστού, και των Προφητών. Ο μεν γαρ Χριστός, είναι Δεσπότης. Οι δε Προφήται, είναι δούλοι. Και ίνα μάθουν, ότι ο Κύριος έχει την εξουσίαν του θανάτου και της ζωής. Δια τούτο, από μεν τους αποθαμένους, έφερε τον Μωϋσήν. Από δε τους ζωντανούς, έφερε τον Ηλίαν. (Όρα εις τον Θησαυρόν του Δαμασκηνού, και εις τον Μακάριον Κωφόν (2).)
(1) Επειδή ο λόγος εδώ είναι περί της Μεταμορφώσεως, σημειούμεν χάριν των φιλολόγων, περί του πότε εγένετο η εορτή αύτη. Και λέγομεν, ότι κατά τον Καισαρείας Ευσέβιον, (παρά Κορεσσίω) και τους περισσοτέρους διδασκάλους της Εκκλησίας, η Μεταμόρφωσις έγινε προ του Πάθους τεσσαράκοντα ημέρας, συμμαρτυρούντος τούτο και του πεζογράφου Δαμασκηνού εν τω εις την Μεταμόρφωσιν λόγω, ήτοι αύτη έγινε κατά τον Φευρουάριον μήνα, και ουχί κατά τον Αύγουστον, ως νυν εορτάζεται. Ότι δε η τοιαύτη δόξα και γνώμη, είναι η μάλλον πιθανωτέρα και κοινοτέρα της του Χριστού Εκκλησίας, βεβαιούται από τα ακόλουθα.
Α’. Διατί ο Ευαγγελιστής Ματθαίος ο αυτόπτης και αυτήκοος μαθητής και Απόστολος του Κυρίου λέγει, ότι ο Κύριος προ του ακόμη να μεταμορφωθή, έλεγε προς τους μαθητάς του ταύτα· «Από τότε ήρξατο ο Ιησούς δεικνύειν τοις μαθηταίς αυτού, ότι δει αυτόν απελθείν εις Ιεροσόλυμα, και πολλά παθείν από των πρεσβυτέρων και αρχιερέων, και γραμματέων, και αποκτανθήναι, και τη τρίτη ημέρα αναστήναι» (Ματθ. ις’, 21). Από τα λόγια δε ταύτα συνάγεται, ότι κοντά εις το Πάθος η Μεταμόρφωσις εγένετο.
Β’. Διατί κατά την σειράν και τάξιν των κεφαλαίων του Ευαγγελιστού Ματθαίου, εγγύς του Πάθους έγινεν η Μεταμόρφωσις. Επειδή διηγούμενος ο ανωτέρω Ματθαίος την θείαν Μεταμόρφωσιν εν κεφαλαίω ιζ’, μετά τρία μόνα κεφάλαια, ευθύς αναφέρει τα Βαΐα εν κεφαλαίω δηλαδή κα’.
Γ’. Διατί και ο περιώνυμος διδάσκαλος Ιωσήφ ο Βρυέννιος εν τω έαρι λέγει, ότι έγινεν η Μεταμόρφωσις (σελ. 18 του γ’ τόμου) εγγύς δηλαδή του Πάθους, του γενομένου εν τη εαρινή ισημερία κατά την κγ’ του Μαρτίου.
Κατά τον Φευρουάριον λοιπόν εγένετο η Μεταμόρφωσις, μετετέθη δε αύτη και εορτάζεται κατά τον Αύγουστον μήνα. Α’. Διατί η Μεταμόρφωσις, επειδή έγινεν, ως είπομεν, προ τεσσαράκοντα ημερών του Πάθους, δια τούτο συνέβαινε να πίπτη μέσα εις την μεγάλην Τεσσαρακοστήν. Και ακολούθως ως εορτή δηλωτική του μέλλοντος αιώνος, ήτον χρεία να εορτάζεται οκτώ ημέρας κατά σειράν. Τούτο δε ήτον ανάρμοστον να γίνεται εν τω καιρώ της νηστείας της αγίας Τεσσαρακοστής, πενθικής ούσης, και του κακωτικού τούτου βίου δηλωτικής. Β’. Μετετέθη εις τον Αύγουστον, και όχι εις άλλον μήνα, δια την αιτίαν ταύτην. Και βλέπε σοφίαν και σύνεσιν των τα θεία καλώς διαταξαμένων θείων Πατέρων. Επειδή, ως είπομεν, η Μεταμόρφωσις έγινε προ τεσσαράκοντα ημερών του Πάθους και του Σταυρού, η δε Ύψωσις του τιμίου Σταυρού εορτάζεται κατά την ιδ’ του Σεπτεμβρίου, και επέχει τα δίκαια του Σταυρού και του Πάθους του Κυρίου, δια τούτο οι θείοι Πατέρες, μετρήσαντες προ της ημέρας ταύτης τεσσαράκοντα ημέρας, εδιάταξαν να εορτάζεται η θεία Μεταμόρφωσις κατά την ς’ του Αυγούστου. Από της ς’ γαρ του Αυγούστου έως της ιδ’ του Σεπτεμβρίου τεσσαράκοντα ολόκληραι ημέραι συμποσούνται, και ούτε παράνω, ούτε παρακάτω.
Εδιώρισαν δε οι αυτοί θείοι Πατέρες, να ψάλλωνται εν τη εορτή της Μεταμορφώσεως και Καταβασίαι, ουχί οι της ιδίας εορτής ειρμοί, καθώς είναι σύνηθες να γίνεται εις τας λοιπάς Δεσποτικάς εορτάς, ωσάν εις την Χριστού Γέννησιν, και Υπαπαντήν, και την των Θεοφανείων. Το να ψάλλωνται δηλαδή Καταβασίαι οι ειρμοί των αυτών εορτών. Αλλά εδιώρισαν να ψάλλωνται εν αυτή καταβασίαι οι ειρμοί της Υψώσεως του Σταυρού, δια να δείξουν την αναφοράν και σχέσιν οπού η Μεταμόρφωσις έχει με το Πάθος, και η ς’ του Αυγούστου με την ιδ’ του Σεπτεμβρίου, ήτοι με την Ύψωσιν του Σταυρού. Όθεν και το πρώτον τροπάριον της Μεταμορφώσεως ευθύς προοιμιάζει και αναφέρει τον Σταυρόν ουτωσί λέγον· «Προ του Σταυρού σου Κύριε». Ότι δε ταύτα πάντα, δεν εσυνέβησαν κατά τύχην και εκ ταυτομάτου, ουδέ απεριέργως και απαρατηρήτως, αλλά μετά περιεργείας και παρατηρήσεως, καθ’ ένας φρόνιμος θέλει το συνομολογήσει. Τις γαρ δύναται να ειπή, ότι κατά τύχην ευρέθησαν τεσσαράκοντα ημέραι από της ς’ του Αυγούστου, καθ’ ην η Μεταμόρφωσις εορτάζεται, μέχρι της ιδ’ του Σεπτεμβρίου, καθ’ ην η Ύψωσις του Σταυρού εορτάζεται, και ούτε παράνω, ούτε παρακάτω; Βέβαια ουδείς.
Οίδα, ότι ο Αθηνών Μελέτιος εν τω α’ τόμω της Εκκλησιαστικής Ιστορίας λέγει, πως μετεμορφώθη ο Κύριος κατά την ς’ του Αυγούστου, αλλ’ έπρεπε να φέρη και κανένα μάρτυρα των λόγων του, και όχι να μας λέγη αδέσποτα και αμάρτυρα. Ότι εις τα μέσα θετέον του Απριλλίου, περιεπάτει ο Ιησούς εν τη Γαλιλαία, και ότι εν τη αρχή του Μαΐου εξήλθεν από της Γαλιλαίας, και εις τας τόσας του μηνός, και την δείνα ημέραν της εβδομάδος έκαμεν εκείνο το θαύμα, και εις την δείνα το άλλο. Πράγμα οπού και Απόστολος και μαθητής του Κυρίου να ήτον τινάς, αυτόπτης και αυτήκοος των θαυμάτων και λόγων του Κυρίου, με τόσην λεπτολογίαν και ακρίβειαν δεν εδύνετο να τα γράψη. Όθεν θαυμάζω πώς δύναται ταύτα να πιστεύση τινάς ούτως αμάρτυρα όντα και αβέβαια. Ει δε καί τινας προβάλοι το δόσιμον του διδράχμου, το οποίον αναφέρει ο Ματθαίος μετά την Μεταμόρφωσιν, ότι αυτό εδίδετο κατά τον μήνα Τισρί, ήτοι κατά τον Σεπτέμβριον, και εκ τούτου συμπεραίνει, ότι η Μεταμόρφωσις έγινεν εν τη ς’ του Αυγούστου, αποκρινόμεθα, ότι ουκ ορθώς ούτος λαλεί. Επειδή, τα μεν βασιλικά και εξωτερικά τέλη και δοσίματα, αυτά εσυνάγοντο κατά τον Σεπτέμβριον, αρχήν όντα του χρόνου πολιτικήν. Τα δε δίδραχμα, επειδή και ήτον δόσιμον ιερατικόν, ακολούθως εσυνάγοντο και κατά τον Μάρτιον, αρχήν όντα του χρόνου νομικήν, ήτοι κατά τον νόμον Μωσέως. Ότι δε το δίδραχμον ήτον ιερατικόν δόσιμον, και τοις Ιερεύσιν εδίδετο, μαρτυρεί η θεία Γραφή λέγουσα· «Και έδωκε Μωϋσής τα λύτρα των πλεοναζόντων (άπερ ήτον τα δίδραχμα) Ααρών και τοις υιοίς αυτού δια φωνής Κυρίου, ον τρόπον συνέταξε Κύριος τω Μωϋσή» (Αριθ. γ’, 51).
Ει δε και προβάλοι τινάς τον Ευαγγελιστήν Λουκάν, πως εν τω ενάτω κεφαλαίω του κατ’ αυτόν Ευαγγελίου τάττει την Μεταμόρφωσιν, και ουχί ύστερον; Αποκρινόμεθα, ότι ο Ευαγγελιστής αυτός πρωθύστερα συνειθίζει να γράφη τα πράγματα, ήγουν τα ύστερα γράφει πρότερα. Ούτω την ύστερον γενομένην ξενοδοχίαν εν Βηθανία εν τη οικία του Φαρισαίου, ήτοι Σίμωνος του λεπρού, αυτός τίθησι προτέραν, ώς τινες κρίνουσι. (Και όρα σελ. 54 της νεοτυπώτου Εκατονταετηρίδος.) Ούτως ευθύς σχεδόν από την κατάβασιν του Σαρανταρίου όρους, γράφει πως εισήλθεν ο Κύριος εις την συναγωγήν και ανέστη αναγνώναι, το οποίον έγινεν εν τω δευτέρω έτει του Ευαγγελικού κηρύγματος του Κυρίου, κατά τον συγγραφέα της αυτής Εκατονταετηρίδος κύριον Ευγένιον (σελ. 45). Ούτω λοιπόν και την Μεταμόρφωσιν, οπού έπρεπε να γράψη εν τοις υστέροις κεφαλαίοις του Ευαγγελίου του, την έγραψε πρότερον.
Ήθελε δε απορήση τινάς, διατί καθ’ εκάστην εν ταις ώραις λέγεται το κοντάκιον της Μεταμορφώσεως, και όχι άλλης τινός εορτής; Λύοντες ουν την απορίαν λέγομεν, ότι επειδή και η εορτή αύτη της Μεταμορφώσεως είναι εορτή του μέλλοντος αιώνος· ώσπερ γαρ οι Απόστολοι εώρων την δόξαν του Χριστού εν τη Μεταμορφώσει, ούτω και οι μακάριοι εν τω μέλλοντι αιώνι έχουν να βλέπουν την αυτήν δόξαν του Χριστού, καθώς υψηγορεί ο αρεοπαγίτης Διονύσιος εν κεφαλαίω πρώτω περί θείων ονομάτων· τούτου χάριν η Εκκλησία, θέλουσα να έχουν πάντοτε οι Χριστιανοί εις την μνήμην τους την δόξαν εκείνην, οπού έχουν να απολαύσουν, εδιώρισε να λέγουν καθ’ εκάστην το κοντάκιον της εορτής ταύτης, ίνα δια της συνεχούς υπομνήσεως, προς πόθον αυτούς κινήση και έρωτα της μελλούσης δόξης. Καθώς χάριν παραδείγματος και ο αθλοθέτης, δείχνωντας τον στέφανον εις τον αθλητήν, χαροποιεί την καρδίαν του, και ενδυναμόνοι αυτόν εις το να αθλήση νομίμως και καρτερικώς, δια να κερδήση τοιούτον ωραίον και πολύτιμον στέφανον, έτζι και η του Χριστού Εκκλησία προθέττουσα και δείχνουσα εις τους αθλητάς της ευσεβείας Χριστιανούς, τον στέφανον της θείας δόξης, οπού μέλλουν να απολαύσουν, χαροποιεί αυτούς, και τους ενδυναμόνοι εις το να αθλήσουν ανδρείως, δια να αξιωθούν τοιούτου περικαλλεστάτου και ωραιοτάτου στεφάνου της ακηράτου μακαριότητος.
(2) Σημείωσαι, ότι εις την εορτήν της Μεταμορφώσεως Λόγους έπλεξαν, ο Χρυσόστομος τέσσαρας. Ων του μεν ενός η αρχή εστιν αύτη· «Αμήν Αμήν λέγω υμίν, ότι εισί τινες». Του δε ετέρου, αύτη· «Δεύτε φιλέορτοι και τήμερον». Του δε τρίτου αύτη· «Επειδή πολλά περί κινδύνων». Του δε τετάρτου αύτη· «Ει τις υμίν ω θεόλεκτον άθροισμα». Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ου η αρχή· «Δεύτε πανηγυρίσωμεν σήμερον». Ανδρέας ο Κρήτης, ου η αρχή· «Όσοι τη κενώσει του λόγου». Γρηγόριος ο Παλαμάς δύω, ων του μεν ενός η αρχή εστιν αύτη· «Επαινούμεν και ημείς και θαυμάζομεν», του δε ετέρου αύτη· «Ησαΐας ο Προφήτης, περί του Ευαγγελίου». Εφραίμ ο Σύρος, ου η αρχή· «Εκ της χώρας θέρους χαρμονή». Αναστάσιος ο Σιναΐτης λόγον εξεφώνησεν επάνω εις αυτό το Θαβώριον όρος, ου η αρχή· «Ως φοβερός ο τόπος ούτος· συνεξιστάμενος καγώ». (Σώζονται οι ανωτέρω εν τη Λαύρα, εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου, και εν τη Μονή των Ιβήρων και του Παντοκράτορος.) Νικηφόρος Χούμνος ο επί του Κανικλίου. (Σώζεται εν τη του Παντοκράτορος.) Μακάριος ο χρυσοκέφαλος, ου η αρχή· «Θεός Κύριος επ’ Όρους επέφανε». (Σώζεται εν τω τετυπωμένω βιβλίω του αυτού.) Ευρίσκονται δε εν τη Μονή του Παντοκράτορος και οκτώηχοι Κανόνες εις την Μεταμόρφωσιν, συντεθέντες υπό Ματθαίου του Καμαριώτου. Αλλά και ο Αθανάσιος και ο Πρόκλος, και ο Αντίοχος λόγους έχουσιν εις την Μεταμόρφωσιν (παρά τη Ιερά Τελετουργία τη νεοτυπώτω). Εν δε τη Λαύρα σώζεται και Λόγος Τιμοθέου Πρεσβυτέρου Αντιοχείας, ου η αρχή· «Πολλοίς και διαφόροις όπλοις». Τον δε ανωτέρω λόγον τον επιγραφόμενον του Χρυσοστόμου, ου η αρχή· «Δεύτε φιλέορτοι και τήμερον», τούτον λέγω, πολλοί θέλουσι, να ήναι πόνημα του Αγίου Πρόκλου.
Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ς΄, ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Θαβὼρ ὑπὲρ πᾶν γῆς ἐδοξάσθη μέρος,
Ἰδὸν Θεοῦ λάμψασαν ἐν δόξῃ φύσιν.
Μορφὴν ἀνδρομέην κατὰ ἕκτην Χριστὸς ἄμειψεν.
Κατὰ τὴν ἕκτην τοῦ Αὐγούστου μηνὸς (1) τὴν ἀνάμνησιν τῆς θείας Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ Ἁγία τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία περιχαρῶς ἑορτάζει. Ἡ δὲ αἰτία τῆς ἑορτῆς ταύτης εἶναι ἡ ἐφεξῆς. Ὁ Δεσπότης ἡμῶν Χριστὸς πολλαῖς φοραῖς προεῖπεν εἰς τοὺς Ἁγίους του μαθητάς, διὰ τοὺς κινδύνους καὶ πάθη καὶ θάνατον, ὁποῦ αὐτὸς ἔμελλε νὰ λάβῃ. Ὁμοίως καὶ διὰ τὰς σφαγὰς καὶ τὸν θάνατον τῶν μαθητῶν του. Ἐπειδὴ δὲ οἱ μὲν κίνδυνοι καὶ τὰ δεινά, ἦτον πρόχειρα καὶ ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ, τὰ δὲ ἀγαθά, ὁποῦ ἔμελλον νὰ λάβουν, ἦτον μετὰ ταῦτα καὶ ἐλπιζόμενα, τούτου χάριν ἠθέλησεν ὁ Κύριος νὰ πληροφορήσῃ τοὺς μαθητάς του καὶ μὲ τοὺς ἰδίους των ὀφθαλμούς, τίς, καὶ ποταπὴ εἶναι ἡ δόξα ἐκείνη, μὲ τὴν ὁποίαν μέλλει νὰ ἔλθῃ ἐν τῇ κοινῇ ἀναστάσει, τὴν ὁποίαν ἔχουν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀπολαύσουν. Ὅθεν ἀναβιβάζει αὐτοὺς ἐπάνω εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ’ ἰδίαν, καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἔγιναν ἄσπρα ὡσὰν τὸ φῶς. Ἐφάνη δὲ εἰς αὐτοὺς ὁ Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας, συνομιλοῦντες μὲ τὸν Χριστόν. Ἐπῆρε δὲ τρεῖς μόνους Ἀποστόλους, ὡς προκρίτους καὶ ὑπερέχοντας. Ὁ μὲν γὰρ Πέτρος ἐπροκρίθη, ἐπειδὴ ἠγάπα πολλὰ τὸν Χριστόν. Ὁ δὲ Ἰωάννης, ἐπειδὴ ἠγαπᾶτο ἀπὸ τὸν Χριστόν. Ὁ δὲ Ἰάκωβος, ἐπειδὴ ἐδύνετο νὰ πίῃ τὸ ποτήριον τοῦ θανάτου, τὸ ὁποῖον καὶ ὁ Κύριος ἔπιεν. Ἔφερε δὲ εἰς τὸ μέσον τους τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἠλίαν, διὰ νὰ διορθώσῃ τὰς σφαλερὰς ὑποψίας, ὁποῦ εἶχον οἱ πολλοὶ περὶ αὐτοῦ. Καθότι, ἄλλοι μὲν ἔλεγον τὸν Κύριον, πῶς εἶναι ὁ Ἠλίας. Ἄλλοι δέ, πῶς εἶναι ὁ Ἱερεμίας. Διὰ τοῦτο λοιπὸν ἐπαράστησεν εἰς τὸ Θαβὼρ τοὺς πρώτους καὶ κορυφαίους Προφήτας, διὰ νὰ γνωρίσουν οἱ μαθηταί, καὶ διὰ τῶν μαθητῶν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πόση διαφορὰ εἶναι ἀναμεταξὺ τοῦ Χριστοῦ, καὶ τῶν Προφητῶν. Ὁ μὲν γὰρ Χριστός, εἶναι Δεσπότης. Οἱ δὲ Προφῆται, εἶναι δοῦλοι. Καὶ ἵνα μάθουν, ὅτι ὁ Κύριος ἔχει τὴν ἐξουσίαν τοῦ θανάτου καὶ τῆς ζωῆς. Διὰ τοῦτο, ἀπὸ μὲν τοὺς ἀποθαμένους, ἔφερε τὸν Μωϋσῆν. Ἀπὸ δὲ τοὺς ζωντανούς, ἔφερε τὸν Ἠλίαν. (Ὅρα εἰς τὸν Θησαυρὸν τοῦ Δαμασκηνοῦ, καὶ εἰς τὸν Μακάριον Κωφόν (2).)
(1) Ἐπειδὴ ὁ λόγος ἐδῶ εἶναι περὶ τῆς Μεταμορφώσεως, σημειοῦμεν χάριν τῶν φιλολόγων, περὶ τοῦ πότε ἐγένετο ἡ ἑορτὴ αὕτη. Καὶ λέγομεν, ὅτι κατὰ τὸν Καισαρείας Εὐσέβιον, (παρὰ Κορεσσίῳ) καὶ τοὺς περισσοτέρους διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Μεταμόρφωσις ἔγινε πρὸ τοῦ Πάθους τεσσαράκοντα ἡμέρας, συμμαρτυροῦντος τοῦτο καὶ τοῦ πεζογράφου Δαμασκηνοῦ ἐν τῷ εἰς τὴν Μεταμόρφωσιν λόγῳ, ἤτοι αὕτη ἔγινε κατὰ τὸν Φευρουάριον μῆνα, καὶ οὐχὶ κατὰ τὸν Αὔγουστον, ὡς νῦν ἑορτάζεται. Ὅτι δὲ ἡ τοιαύτη δόξα καὶ γνώμη, εἶναι ἡ μᾶλλον πιθανωτέρα καὶ κοινοτέρα τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, βεβαιοῦται ἀπὸ τὰ ἀκόλουθα.
Α΄. Διατὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ὁ αὐτόπτης καὶ αὐτήκοος μαθητὴς καὶ Ἀπόστολος τοῦ Κυρίου λέγει, ὅτι ὁ Κύριος πρὸ τοῦ ἀκόμη νὰ μεταμορφωθῇ, ἔλεγε πρὸς τοὺς μαθητάς του ταῦτα· «Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς δεικνύειν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ὅτι δεῖ αὐτὸν ἀπελθεῖν εἰς Ἱεροσόλυμα, καὶ πολλὰ παθεῖν ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ἀρχιερέων, καὶ γραμματέων, καὶ ἀποκτανθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι» (Ματθ. ις΄, 21). Ἀπὸ τὰ λόγια δὲ ταῦτα συνάγεται, ὅτι κοντὰ εἰς τὸ Πάθος ἡ Μεταμόρφωσις ἐγένετο.
Β΄. Διατὶ κατὰ τὴν σειρὰν καὶ τάξιν τῶν κεφαλαίων τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, ἐγγὺς τοῦ Πάθους ἔγινεν ἡ Μεταμόρφωσις. Ἐπειδὴ διηγούμενος ὁ ἀνωτέρω Ματθαῖος τὴν θείαν Μεταμόρφωσιν ἐν κεφαλαίῳ ιζ΄, μετὰ τρία μόνα κεφάλαια, εὐθὺς ἀναφέρει τὰ Βαΐα ἐν κεφαλαίῳ δηλαδὴ κα΄.
Γ΄. Διατὶ καὶ ὁ περιώνυμος διδάσκαλος Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος ἐν τῷ ἔαρι λέγει, ὅτι ἔγινεν ἡ Μεταμόρφωσις (σελ. 18 τοῦ γ΄ τόμου) ἐγγὺς δηλαδὴ τοῦ Πάθους, τοῦ γενομένου ἐν τῇ ἐαρινῇ ἰσημερίᾳ κατὰ τὴν κγ΄ τοῦ Μαρτίου.
Κατὰ τὸν Φευρουάριον λοιπὸν ἐγένετο ἡ Μεταμόρφωσις, μετετέθη δὲ αὕτη καὶ ἑορτάζεται κατὰ τὸν Αὔγουστον μῆνα. Α΄. Διατὶ ἡ Μεταμόρφωσις, ἐπειδὴ ἔγινεν, ὡς εἴπομεν, πρὸ τεσσαράκοντα ἡμερῶν τοῦ Πάθους, διὰ τοῦτο συνέβαινε νὰ πίπτῃ μέσα εἰς τὴν μεγάλην Τεσσαρακοστήν. Καὶ ἀκολούθως ὡς ἑορτὴ δηλωτικὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ἦτον χρεία νὰ ἑορτάζεται ὀκτὼ ἡμέρας κατὰ σειράν. Τοῦτο δὲ ἦτον ἀνάρμοστον νὰ γίνεται ἐν τῷ καιρῷ τῆς νηστείας τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, πενθικῆς οὔσης, καὶ τοῦ κακωτικοῦ τούτου βίου δηλωτικῆς. Β΄. Μετετέθη εἰς τὸν Αὔγουστον, καὶ ὄχι εἰς ἄλλον μῆνα, διὰ τὴν αἰτίαν ταύτην. Καὶ βλέπε σοφίαν καὶ σύνεσιν τῶν τὰ θεῖα καλῶς διαταξαμένων θείων Πατέρων. Ἐπειδή, ὡς εἴπομεν, ἡ Μεταμόρφωσις ἔγινε πρὸ τεσσαράκοντα ἡμερῶν τοῦ Πάθους καὶ τοῦ Σταυροῦ, ἡ δὲ Ὕψωσις τοῦ τιμίου Σταυροῦ ἑορτάζεται κατὰ τὴν ιδ΄ τοῦ Σεπτεμβρίου, καὶ ἐπέχει τὰ δίκαια τοῦ Σταυροῦ καὶ τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου, διὰ τοῦτο οἱ θεῖοι Πατέρες, μετρήσαντες πρὸ τῆς ἡμέρας ταύτης τεσσαράκοντα ἡμέρας, ἐδιάταξαν νὰ ἑορτάζεται ἡ θεία Μεταμόρφωσις κατὰ τὴν ς΄ τοῦ Αὐγούστου. Ἀπὸ τῆς ς΄ γὰρ τοῦ Αὐγούστου ἕως τῆς ιδ΄ τοῦ Σεπτεμβρίου τεσσαράκοντα ὁλόκληραι ἡμέραι συμποσοῦνται, καὶ οὔτε παράνω, οὔτε παρακάτω.
Ἐδιώρισαν δὲ οἱ αὐτοὶ θεῖοι Πατέρες, νὰ ψάλλωνται ἐν τῇ ἑορτῇ τῆς Μεταμορφώσεως καὶ Καταβασίαι, οὐχὶ οἱ τῆς ἰδίας ἑορτῆς εἱρμοί, καθὼς εἶναι σύνηθες νὰ γίνεται εἰς τὰς λοιπὰς Δεσποτικὰς ἑορτάς, ὡσὰν εἰς τὴν Χριστοῦ Γέννησιν, καὶ Ὑπαπαντήν, καὶ τὴν τῶν Θεοφανείων. Τὸ νὰ ψάλλωνται δηλαδὴ Καταβασίαι οἱ εἱρμοὶ τῶν αὐτῶν ἑορτῶν. Ἀλλὰ ἐδιώρισαν νὰ ψάλλωνται ἐν αὐτῇ καταβασίαι οἱ εἱρμοὶ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ, διὰ νὰ δείξουν τὴν ἀναφορὰν καὶ σχέσιν ὁποῦ ἡ Μεταμόρφωσις ἔχει μὲ τὸ Πάθος, καὶ ἡ ς΄ τοῦ Αὐγούστου μὲ τὴν ιδ΄ τοῦ Σεπτεμβρίου, ἤτοι μὲ τὴν Ὕψωσιν τοῦ Σταυροῦ. Ὅθεν καὶ τὸ πρῶτον τροπάριον τῆς Μεταμορφώσεως εὐθὺς προοιμιάζει καὶ ἀναφέρει τὸν Σταυρὸν οὑτωσὶ λέγον· «Πρὸ τοῦ Σταυροῦ σου Κύριε». Ὅτι δὲ ταῦτα πᾶντα, δὲν ἐσυνέβησαν κατὰ τύχην καὶ ἐκ ταυτομάτου, οὐδὲ ἀπεριέργως καὶ ἀπαρατηρήτως, ἀλλὰ μετὰ περιεργείας καὶ παρατηρήσεως, καθ’ ἕνας φρόνιμος θέλει τὸ συνομολογήσει. Τίς γὰρ δύναται νὰ εἰπῇ, ὅτι κατὰ τύχην εὑρέθησαν τεσσαράκοντα ἡμέραι ἀπὸ τῆς ς΄ τοῦ Αὐγούστου, καθ’ ἣν ἡ Μεταμόρφωσις ἑορτάζεται, μέχρι τῆς ιδ΄ τοῦ Σεπτεμβρίου, καθ’ ἣν ἡ Ὕψωσις τοῦ Σταυροῦ ἑορτάζεται, καὶ οὔτε παράνω, οὔτε παρακάτω; Βέβαια οὐδείς.
Οἶδα, ὅτι ὁ Ἀθηνῶν Μελέτιος ἐν τῷ α΄ τόμῳ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας λέγει, πῶς μετεμορφώθη ὁ Κύριος κατὰ τὴν ς΄ τοῦ Αὐγούστου, ἀλλ’ ἔπρεπε νὰ φέρῃ καὶ κᾀνένα μάρτυρα τῶν λόγων του, καὶ ὄχι νὰ μᾶς λέγῃ ἀδέσποτα καὶ ἀμάρτυρα. Ὅτι εἰς τὰ μέσα θετέον τοῦ Ἀπριλλίου, περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, καὶ ὅτι ἐν τῇ ἀρχῇ τοῦ Μαΐου ἐξῆλθεν ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας, καὶ εἰς τὰς τόσας τοῦ μηνός, καὶ τὴν δεῖνα ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος ἔκαμεν ἐκεῖνο τὸ θαῦμα, καὶ εἰς τὴν δεῖνα τὸ ἄλλο. Πρᾶγμα ὁποῦ καὶ Ἀπόστολος καὶ μαθητὴς τοῦ Κυρίου νὰ ἦτον τινάς, αὐτόπτης καὶ αὐτήκοος τῶν θαυμάτων καὶ λόγων τοῦ Κυρίου, μὲ τόσην λεπτολογίαν καὶ ἀκρίβειαν δὲν ἐδύνετο νὰ τὰ γράψῃ. Ὅθεν θαυμάζω πῶς δύναται ταῦτα νὰ πιστεύσῃ τινὰς οὕτως ἀμάρτυρα ὄντα καὶ ἀβέβαια. Εἰ δὲ καί τινας προβάλοι τὸ δόσιμον τοῦ διδράχμου, τὸ ὁποῖον ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος μετὰ τὴν Μεταμόρφωσιν, ὅτι αὐτὸ ἐδίδετο κατὰ τὸν μῆνα Τισρί, ἤτοι κατὰ τὸν Σεπτέμβριον, καὶ ἐκ τούτου συμπεραίνει, ὅτι ἡ Μεταμόρφωσις ἔγινεν ἐν τῇ ς΄ τοῦ Αὐγούστου, ἀποκρινόμεθα, ὅτι οὐκ ὀρθῶς οὗτος λαλεῖ. Ἐπειδή, τὰ μὲν βασιλικὰ καὶ ἐξωτερικὰ τέλη καὶ δοσίματα, αὐτὰ ἐσυνάγοντο κατὰ τὸν Σεπτέμβριον, ἀρχὴν ὄντα τοῦ χρόνου πολιτικήν. Τὰ δὲ δίδραχμα, ἐπειδὴ καὶ ἦτον δόσιμον ἱερατικόν, ἀκολούθως ἐσυνάγοντο καὶ κατὰ τὸν Μάρτιον, ἀρχὴν ὄντα τοῦ χρόνου νομικήν, ἤτοι κατὰ τὸν νόμον Μωσέως. Ὅτι δὲ τὸ δίδραχμον ἦτον ἱερατικὸν δόσιμον, καὶ τοῖς Ἱερεῦσιν ἐδίδετο, μαρτυρεῖ ἡ θεία Γραφὴ λέγουσα· «Καὶ ἔδωκε Μωϋσῆς τὰ λύτρα τῶν πλεοναζόντων (ἅπερ ἦτον τὰ δίδραχμα) Ἀαρὼν καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ διὰ φωνῆς Κυρίου, ὃν τρόπον συνέταξε Κύριος τῷ Μωϋσῇ» (Ἀριθ. γ΄, 51).
Εἰ δὲ καὶ προβάλοι τινὰς τὸν Εὐαγγελιστὴν Λουκᾶν, πῶς ἐν τῷ ἐνάτῳ κεφαλαίῳ τοῦ κατ’ αὐτὸν Εὐαγγελίου τάττει τὴν Μεταμόρφωσιν, καὶ οὐχὶ ὕστερον; Ἀποκρινόμεθα, ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς αὐτὸς πρωθύστερα συνειθίζει νὰ γράφῃ τὰ πράγματα, ἤγουν τὰ ὕστερα γράφει πρότερα. Οὕτω τὴν ὕστερον γενομένην ξενοδοχίαν ἐν Βηθανίᾳ ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, ἤτοι Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, αὐτὸς τίθησι προτέραν, ὥς τινες κρίνουσι. (Καὶ ὅρα σελ. 54 τῆς νεοτυπώτου Ἑκατονταετηρίδος.) Οὕτως εὐθὺς σχεδὸν ἀπὸ τὴν κατάβασιν τοῦ Σαρανταρίου ὄρους, γράφει πῶς εἰσῆλθεν ὁ Κύριος εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ ἀνέστη ἀναγνῶναι, τὸ ὁποῖον ἔγινεν ἐν τῷ δευτέρῳ ἔτει τοῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος τοῦ Κυρίου, κατὰ τὸν συγγραφέα τῆς αὐτῆς Ἑκατονταετηρίδος κύριον Εὐγένιον (σελ. 45). Οὕτω λοιπὸν καὶ τὴν Μεταμόρφωσιν, ὁποῦ ἔπρεπε νὰ γράψῃ ἐν τοῖς ὑστέροις κεφαλαίοις τοῦ Εὐαγγελίου του, τὴν ἔγραψε πρότερον.
Ἤθελε δὲ ἀπορήσῃ τινάς, διατί καθ’ ἑκάστην ἐν ταῖς ὥραις λέγεται τὸ κοντάκιον τῆς Μεταμορφώσεως, καὶ ὄχι ἄλλης τινὸς ἑορτῆς; Λύοντες οὖν τὴν ἀπορίαν λέγομεν, ὅτι ἐπειδὴ καὶ ἡ ἑορτὴ αὕτη τῆς Μεταμορφώσεως εἶναι ἑορτὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος· ὥσπερ γὰρ οἱ Ἀπόστολοι ἑώρων τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ Μεταμορφώσει, οὕτω καὶ οἱ μακάριοι ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι ἔχουν νὰ βλέπουν τὴν αὐτὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ, καθὼς ὑψηγορεῖ ὁ ἀρεοπαγίτης Διονύσιος ἐν κεφαλαίῳ πρώτῳ περὶ θείων ὀνομάτων· τούτου χάριν ἡ Ἐκκλησία, θέλουσα νὰ ἔχουν πάντοτε οἱ Χριστιανοὶ εἰς τὴν μνήμην τους τὴν δόξαν ἐκείνην, ὁποῦ ἔχουν νὰ ἀπολαύσουν, ἐδιώρισε νὰ λέγουν καθ’ ἑκάστην τὸ κοντάκιον τῆς ἑορτῆς ταύτης, ἵνα διὰ τῆς συνεχοῦς ὑπομνήσεως, πρὸς πόθον αὐτοὺς κινήσῃ καὶ ἔρωτα τῆς μελλούσης δόξης. Καθὼς χάριν παραδείγματος καὶ ὁ ἀθλοθέτης, δείχνωντας τὸν στέφανον εἰς τὸν ἀθλητήν, χαροποιεῖ τὴν καρδίαν του, καὶ ἐνδυναμόνοι αὐτὸν εἰς τὸ νὰ ἀθλήσῃ νομίμως καὶ καρτερικῶς, διὰ νὰ κερδήσῃ τοιοῦτον ὡραῖον καὶ πολύτιμον στέφανον, ἔτζι καὶ ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία προθέττουσα καὶ δείχνουσα εἰς τοὺς ἀθλητὰς τῆς εὐσεβείας Χριστιανούς, τὸν στέφανον τῆς θείας δόξης, ὁποῦ μέλλουν νὰ ἀπολαύσουν, χαροποιεῖ αὐτούς, καὶ τοὺς ἐνδυναμόνοι εἰς τὸ νὰ ἀθλήσουν ἀνδρείως, διὰ νὰ ἀξιωθοῦν τοιούτου περικαλλεστάτου καὶ ὡραιοτάτου στεφάνου τῆς ἀκηράτου μακαριότητος.
(2) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὴν ἑορτὴν τῆς Μεταμορφώσεως Λόγους ἔπλεξαν, ὁ Χρυσόστομος τέσσαρας. Ὧν τοῦ μὲν ἑνὸς ἡ ἀρχή ἐστιν αὕτη· «Ἀμὴν Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι εἰσί τινες». Τοῦ δὲ ἑτέρου, αὕτη· «Δεῦτε φιλέορτοι καὶ τήμερον». Τοῦ δὲ τρίτου αὕτη· «Ἐπειδὴ πολλὰ περὶ κινδύνων». Τοῦ δὲ τετάρτου αὕτη· «Εἴ τις ὑμῖν ὦ θεόλεκτον ἄθροισμα». Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, οὗ ἡ ἀρχή· «Δεῦτε πανηγυρίσωμεν σήμερον». Ἀνδρέας ὁ Κρήτης, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὅσοι τῇ κενώσει τοῦ λόγου». Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δύω, ὧν τοῦ μὲν ἑνὸς ἡ ἀρχή ἐστιν αὕτη· «Ἐπαινοῦμεν καὶ ἡμεῖς καὶ θαυμάζομεν», τοῦ δὲ ἑτέρου αὕτη· «Ἡσαΐας ὁ Προφήτης, περὶ τοῦ Εὐαγγελίου». Ἐφραὶμ ὁ Σύρος, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἐκ τῆς χώρας θέρους χαρμονή». Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης λόγον ἐξεφώνησεν ἐπάνω εἰς αὐτὸ τὸ Θαβώριον ὄρος, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· συνεξιστάμενος κἀγώ». (Σῴζονται οἱ ἀνωτέρω ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου, καὶ ἐν τῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ τοῦ Παντοκράτορος.) Νικηφόρος Χοῦμνος ὁ ἐπὶ τοῦ Κανικλίου. (Σῴζεται ἐν τῇ τοῦ Παντοκράτορος.) Μακάριος ὁ χρυσοκέφαλος, οὗ ἡ ἀρχή· «Θεὸς Κύριος ἐπ’ Ὄρους ἐπέφανε». (Σῴζεται ἐν τῷ τετυπωμένῳ βιβλίῳ τοῦ αὐτοῦ.) Εὑρίσκονται δὲ ἐν τῇ Μονῇ τοῦ Παντοκράτορος καὶ ὀκτώηχοι Κανόνες εἰς τὴν Μεταμόρφωσιν, συντεθέντες ὑπὸ Ματθαίου τοῦ Καμαριώτου. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀθανάσιος καὶ ὁ Πρόκλος, καὶ ὁ Ἀντίοχος λόγους ἔχουσιν εἰς τὴν Μεταμόρφωσιν (παρὰ τῇ Ἱερᾷ Τελετουργίᾳ τῇ νεοτυπώτῳ). Ἐν δὲ τῇ Λαύρᾳ σῴζεται καὶ Λόγος Τιμοθέου Πρεσβυτέρου Ἀντιοχείας, οὗ ἡ ἀρχή· «Πολλοῖς καὶ διαφόροις ὅπλοις». Τὸν δὲ ἀνωτέρω λόγον τὸν ἐπιγραφόμενον τοῦ Χρυσοστόμου, οὗ ἡ ἀρχή· «Δεῦτε φιλέορτοι καὶ τήμερον», τοῦτον λέγω, πολλοὶ θέλουσι, νὰ ᾖναι πόνημα τοῦ Ἁγίου Πρόκλου.
Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *