Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου6 Απριλίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ς’, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Ευτυχίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Ευτύχιον θανόντα τιμών τοις λόγοις,
Εμαυτόν αυτός ευτυχέστατον κρίνω.
Ψυχή Ευτυχίοιο πύλη πόλου οίγεται έκτη.
Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Ευτύχιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού του μεγάλου εν έτει φλ’ [530], καταγόμενος μεν, εκ της επαρχίας της Φρυγίας, από ένα χωρίον ονομαζόμενον θεία Κώμη. Ανατραφείς δε κοντά εις τον Πρεσβύτερον Ησύχιον (ο οποίος, ήτον μεν πάππος του Αγίου, δια δε την θεοφιλίαν του ηξιώθη παρά Θεού να κάμνη θαύματα), εβαπτίσθη από τον αυτόν πάππον του εις την Εκκλησίαν της Αυγουστοπόλεως, εις την οποίαν ετέλει την θείαν Λειτουργίαν ο ρηθείς πάππος του, και ήτον σκευοφύλαξ της Εκκλησίας εκείνης. Επειδή δε ο Άγιος ούτος εμελέτησε τα ιερά λόγια, και έφθασεν εις το βάθος της γνώσεως των Γραφών, τούτου χάριν εκαλέσθη από τον τότε Επίσκοπον της Αμασείας, και παρ’ αυτού εκουρεύθη τας τρίχας της κεφαλής, ήτοι έγινεν Αναγνώστης εν τω Ναώ της κυρίας Θεοτόκου, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον του Ουρβικίου. Έπειτα εχειροτονήθη Πρεσβύτερος, και πηγαίνωντας εις το εν Αμασεία συστηθέν Μοναστήριον από τον Μελέτιον και Σέλευκον τους Αρχιερείς, γίνεται εις αυτό Μοναχός, είτα και Αρχιμανδρίτης καθίσταται.
Εις καιρόν δε οπού η αγία και Οικουμενική Πέμπτη Σύνοδος συνεκροτείτο από τον βασιλέα Ιουστινιανόν εν έτει φνγ’ [553], και εκαλούντο εις αυτήν όλοι οι απανταχού ευρισκόμενοι Αρχιερείς· τότε λέγω, επειδή ο Επίσκοπος της Αμασείας δεν εδύνατο να υπάγη εις την Σύνοδον δια κάποιαν ασθένειαν οπού συνέβη εις αυτόν, τούτου χάριν εστάλθη ο μακάριος ούτος Ευτύχιος, δια να αναπληρώση τον τόπον του Αμασείας εις την Σύνοδον. Πηγαίνωντας λοιπόν εις την Κωνσταντινούπολιν ο θείος Ευτύχιος, έδωκεν εις τους εκεί να καταλάβουν με την δοκιμήν, την αρετήν και σοφίαν του. Εφάνη γαρ λαμπρός με τας σοφάς αντιρρήσεις και αποκρίσεις οπού έκαμε κατά των αιρετικών, δείξας από τας θείας Γραφάς, ότι οι τότε αιρετικοί, (οποίοι ήσαν Άνθιμος ο Τραπεζούντιος, ο φρονών τα του Ευτυχούς δυσσεβή φρονήματα, και Σεβήρος, και Πέτρος ο Απαμείας, και Ζωόρας, και αφίνω τον Ωριγένη και Δίδυμον και Ευάγριον τους παλαιούς αιρετικούς, τους οποίους αναθεμάτισεν η αυτή Σύνοδος, ομού με τα συγγράμματα αυτών), απέδειξε, λέγω, ο θείος ούτος Ευτύχιος, ότι οι ρηθέντες αιρετικοί, πρέπει να αναθεματισθούν. Όθεν εκ τούτου εκίνησεν ο Άγιος τους Κωνσταντινουπολίτας και αυτόν ακόμη τον βασιλέα Ιουστινιανόν, εις το να αγαπήσουν αυτόν, τόσον οπού, και ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μηνάς, είπεν εκ θείας αποκαλύψεως, ότι αυτός είναι ο εδικός του διάδοχος. Δια τούτο αφ’ ου μετά ολίγον καιρόν εξεδήμησε προς Κύριον ο Μηνάς, εκάλεσε τον Άγιον τούτον Ευτύχιον από την Αμάσειαν ο βασιλεύς Ιουστινιανός, και με την ψήφον των Αρχιερέων και όλου του πληρώματος της Εκκλησίας, και όλης της πόλεως, ανέδειξεν αυτόν Πατριάρχην της λαμπράς Κωνσταντινουπόλεως.
Μετά ταύτα ο των ζιζανίων σπορεύς Διάβολος, μη υποφέρωντας να βλέπη την ευστάθειαν και ειρήνην της του Χριστού Εκκλησίας, δια τούτο ηθέλησε να συγχύση ταύτην με σαθρά δόγματα. Όθεν έπεισε μερικούς να λέγουν, ότι η εκ της Αγίας Παρθένου προσληφθείσα σαρξ παρά του Θεού Λόγου, ήτον προ του πάθους άφθαρτος. Εις τούτο δε το κακόδοξον φρόνημα, έπεσε και ο βασιλεύς Ιουστινιανός, τον οποίον επειδή ο Άγιος ήλεγξε, δια τούτο εξωρίσθη παρ’ αυτού εις την Αμάσειαν, (ύστερον αφ’ ου επατριάρχευσε δώδεκα χρόνους, μήνας τέσσαρας, και ημέρας δεκατρείς και έγινεν αντ’ αυτού Πατριάρχης ο από Σχολαστικών Ιωάννης). Πηγαίνωντας δε ο Άγιος εις το εν Αμασεία παλαιόν του Μοναστήριον, ηκολούθει πάλιν την προτέραν του άσκησιν, και πολλάς εκεί θαυματουργίας εποίησεν. Αφ’ ου δε επέρασαν δώδεκα χρόνοι εις την εξορίαν, πάλιν ανεκαλέσθη ο Όσιος και ανέβη εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως εν έτει φος’, [576], δηλαδή ύστερον αφ’ ου ο Ιουστινιανός απέθανε (1). Και αφ’ ου έγιναν βασιλείς ο Ιουστίνος εν έτει φξε’ [565], και ο Τιβέριος εν έτει φος’ [576]. Ηξιώθη δε ο Άγιος λαμπράν υποδοχήν και δεξίωσιν από όλους τους πρώτους της Κωνσταντινουπόλεως, όταν επανεγύρισε. Κατέπαυσε και δια προσευχής του και την λοιμικήν ασθένειαν, οπού τότε ηκολούθησεν εις Κωνσταντινούπολιν, και εθανάτονεν όλους ομού τους ανθρώπους. Ποιήσας λοιπόν επί του θρόνου χρόνους εικοσιτέσσαρας και μήνας εξ μετά την επάνοδον, προς Κύριον εξεδήμησεν. Ούτος ο Άγιος προείπε μεν εις τον Τιβέριον, ότι έχει να γένη βασιλεύς. Πηγαίνωντας δε να τον επισκεφθή, προείπεν εις αυτόν και ότι μέλλει να τελευτήση. Τα οποία και τα δύω έγιναν δια των έργων, επειδή μετά τέσσαρας μήνας της κοιμήσεως του Αγίου, απέθανεν ο Τιβέριος. Κατετέθη δε το λείψανον του Αγίου Ευτυχίου υποκάτω εις την αγίαν Τράπεζαν της Εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων, όπου ευρίσκοντο και τα άγια λείψανα Ανδρέου και Λουκά και Τιμοθέου των ιερών Αποστόλων (2). Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία.
(1) Ο Μελέτιος λέγει, ότι ο Ιουστινιανός απέθανε με την αίρεσιν, σελ. 86 του β’ τόμου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας. Όρα περί αυτού εις την δευτέραν Αυγούστου εν τη περί του Ιουστινιανού υποσημειώσει.
(2) Πώς νοείται το υποκάτω της αγίας Τραπέζης αποτίθεσθαι τα άγια λείψανα ταύτα, όρα εις την υποσημείωσιν του Συναξαρίου του Οσίου Πατρός ημών Νείλου εν τη δωδεκάτη του Νοεμβρίου.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων εκατόν είκοσι Μαρτύρων των εν Περσίδι πυρί τελειωθέντων.
Αν εξαριθμής ους το πυρ Πέρσας φλέγει,
Εύρης έχοντας τετράκις το τρις δέκα.
*
Η Οσία Πλατωνίς εν ειρήνη τελειούται.
Πόλου πλάτη φέρουσι την Πλατωνίδα,
Την αρεταίς λάμψασαν εις τα γης πλάτη.
*
Οι Άγιοι δύω Μάρτυρες οι εν Ασκάλωνι, εν τη γη άχρι της οσφύος χωσθέντες, τελειούνται.
Ανηρότως σοι γη φύει καρπόν Λόγε,
Ο καρπός άνδρες άχρις οσφύος δύω.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Γρηγόριος ο Σιναΐτης, ο ασκήσας εν έτει ͵ατι’ [1310], εν ειρήνη τελειούται (3).
Κανών ακριβής Γρηγόριε ωράθης,
Θείας προσευχής, πάντας εις ην οτρύνεις.
(3) Τον Βίον τούτου συνέγραψεν ελληνιστί ο μαθητής αυτού αγιώτατος Κάλλιστος ο Κωνσταντινουπόλεως, ευρίσκεται δε μεταφρασμένος εις το απλούν εν τω Νέω Εκλογίω.
*
Ο Όσιος Γρηγόριος, ο ασκήσας εν τοις ορίοις της Μεγίστης Λαύρας του Άθω εν έτει ͵ατη’ [1308], εν ειρήνη τελειούται (4).
Τον Γρηγόριον νήψεως τον εργάτην,
Λόγοις γεραίρω και γαρ ούτως ην θέμις.
(4) Ούτος εκ Βυζαντίου ορμώμενος, εχρημάτισε διδάσκαλος του θείου Γρηγορίου του Παλαμά εν τη νηπτική φιλοσοφία, και δι’ Αγγέλου τροφήν ελάμβανεν. Όρα εις την Ακολουθίαν των Αγιορειτών Πατέρων.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ς΄, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Εὐτυχίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Εὐτύχιον θανόντα τιμῶν τοῖς λόγοις,
Ἐμαυτὸν αὐτὸς εὐτυχέστατον κρίνω.
Ψυχῇ Εὐτυχίοιο πύλη πόλου οἴγεται ἕκτῃ.
Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Εὐτύχιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ τοῦ μεγάλου ἐν ἔτει φλ΄ [530], καταγόμενος μέν, ἐκ τῆς ἐπαρχίας τῆς Φρυγίας, ἀπὸ ἕνα χωρίον ὀνομαζόμενον θεία Κώμη. Ἀνατραφεὶς δὲ κοντὰ εἰς τὸν Πρεσβύτερον Ἡσύχιον (ὁ ὁποῖος, ἦτον μὲν πάππος τοῦ Ἁγίου, διὰ δὲ τὴν θεοφιλίαν του ἠξιώθη παρὰ Θεοῦ νὰ κάμνῃ θαύματα), ἐβαπτίσθη ἀπὸ τὸν αὐτὸν πάππον του εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Αὐγουστοπόλεως, εἰς τὴν ὁποίαν ἐτέλει τὴν θείαν Λειτουργίαν ὁ ῥηθεὶς πάππος του, καὶ ἦτον σκευοφύλαξ τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνης. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος οὗτος ἐμελέτησε τὰ ἱερὰ λόγια, καὶ ἔφθασεν εἰς τὸ βάθος τῆς γνώσεως τῶν Γραφῶν, τούτου χάριν ἐκαλέσθη ἀπὸ τὸν τότε Ἐπίσκοπον τῆς Ἀμασείας, καὶ παρ’ αὐτοῦ ἐκουρεύθη τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς, ἤτοι ἔγινεν Ἀναγνώστης ἐν τῷ Ναῷ τῆς κυρίας Θεοτόκου, τὸν εὑρισκόμενον εἰς τόπον λεγόμενον τοῦ Οὐρβικίου. Ἔπειτα ἐχειροτονήθη Πρεσβύτερος, καὶ πηγαίνωντας εἰς τὸ ἐν Ἀμασείᾳ συστηθὲν Μοναστήριον ἀπὸ τὸν Μελέτιον καὶ Σέλευκον τοὺς Ἀρχιερεῖς, γίνεται εἰς αὐτὸ Μοναχός, εἶτα καὶ Ἀρχιμανδρίτης καθίσταται.
Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἡ ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Πέμπτη Σύνοδος συνεκροτεῖτο ἀπὸ τὸν βασιλέα Ἰουστινιανὸν ἐν ἔτει φνγ΄ [553], καὶ ἐκαλοῦντο εἰς αὐτὴν ὅλοι οἱ ἁπανταχοῦ εὑρισκόμενοι Ἀρχιερεῖς· τότε λέγω, ἐπειδὴ ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Ἀμασείας δὲν ἐδύνατο νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Σύνοδον διὰ κᾄποιαν ἀσθένειαν ὁποῦ συνέβη εἰς αὐτόν, τούτου χάριν ἐστάλθη ὁ μακάριος οὗτος Εὐτύχιος, διὰ νὰ ἀναπληρώσῃ τὸν τόπον τοῦ Ἀμασείας εἰς τὴν Σύνοδον. Πηγαίνωντας λοιπὸν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ὁ θεῖος Εὐτύχιος, ἔδωκεν εἰς τοὺς ἐκεῖ νὰ καταλάβουν μὲ τὴν δοκιμήν, τὴν ἀρετὴν καὶ σοφίαν του. Ἐφάνη γὰρ λαμπρὸς μὲ τὰς σοφὰς ἀντιρρήσεις καὶ ἀποκρίσεις ὁποῦ ἔκαμε κατὰ τῶν αἱρετικῶν, δείξας ἀπὸ τὰς θείας Γραφάς, ὅτι οἱ τότε αἱρετικοί, (ὁποῖοι ἦσαν Ἄνθιμος ὁ Τραπεζούντιος, ὁ φρονῶν τὰ τοῦ Εὐτυχοῦς δυσσεβῆ φρονήματα, καὶ Σεβῆρος, καὶ Πέτρος ὁ Ἀπαμείας, καὶ Ζωόρας, καὶ ἀφίνω τὸν Ὠριγένη καὶ Δίδυμον καὶ Εὐάγριον τοὺς παλαιοὺς αἱρετικούς, τοὺς ὁποίους ἀναθεμάτισεν ἡ αὐτὴ Σύνοδος, ὁμοῦ μὲ τὰ συγγράμματα αὐτῶν), ἀπέδειξε, λέγω, ὁ θεῖος οὗτος Εὐτύχιος, ὅτι οἱ ῥηθέντες αἱρετικοί, πρέπει νὰ ἀναθεματισθοῦν. Ὅθεν ἐκ τούτου ἐκίνησεν ὁ Ἅγιος τοὺς Κωνσταντινουπολίτας καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν βασιλέα Ἰουστινιανόν, εἰς τὸ νὰ ἀγαπήσουν αὐτόν, τόσον ὁποῦ, καὶ ὁ τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μηνᾶς, εἶπεν ἐκ θείας ἀποκαλύψεως, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ἐδικός του διάδοχος. Διὰ τοῦτο ἀφ’ οὗ μετὰ ὀλίγον καιρὸν ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον ὁ Μηνᾶς, ἐκάλεσε τὸν Ἅγιον τοῦτον Εὐτύχιον ἀπὸ τὴν Ἀμάσειαν ὁ βασιλεὺς Ἰουστινιανός, καὶ μὲ τὴν ψῆφον τῶν Ἀρχιερέων καὶ ὅλου τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὅλης τῆς πόλεως, ἀνέδειξεν αὐτὸν Πατριάρχην τῆς λαμπρᾶς Κωνσταντινουπόλεως.
Μετὰ ταῦτα ὁ τῶν ζιζανίων σπορεὺς Διάβολος, μὴ ὑποφέρωντας νὰ βλέπῃ τὴν εὐστάθειαν καὶ εἰρήνην τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, διὰ τοῦτο ἠθέλησε νὰ συγχύσῃ ταύτην μὲ σαθρὰ δόγματα. Ὅθεν ἔπεισε μερικοὺς νὰ λέγουν, ὅτι ἡ ἐκ τῆς Ἁγίας Παρθένου προσληφθεῖσα σὰρξ παρὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἦτον πρὸ τοῦ πάθους ἄφθαρτος. Εἰς τοῦτο δὲ τὸ κακόδοξον φρόνημα, ἔπεσε καὶ ὁ βασιλεὺς Ἰουστινιανός, τὸν ὁποῖον ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος ἤλεγξε, διὰ τοῦτο ἐξωρίσθη παρ’ αὐτοῦ εἰς τὴν Ἀμάσειαν, (ὕστερον ἀφ’ οὗ ἐπατριάρχευσε δώδεκα χρόνους, μῆνας τέσσαρας, καὶ ἡμέρας δεκατρεῖς καὶ ἔγινεν ἀντ’ αὐτοῦ Πατριάρχης ὁ ἀπὸ Σχολαστικῶν Ἰωάννης). Πηγαίνωντας δὲ ὁ Ἅγιος εἰς τὸ ἐν Ἀμασείᾳ παλαιόν του Μοναστήριον, ἠκολούθει πάλιν τὴν προτέραν του ἄσκησιν, καὶ πολλὰς ἐκεῖ θαυματουργίας ἐποίησεν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν δώδεκα χρόνοι εἰς τὴν ἐξορίαν, πάλιν ἀνεκαλέσθη ὁ Ὅσιος καὶ ἀνέβη εἰς τὸν θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐν ἔτει φος΄, [576], δηλαδὴ ὕστερον ἀφ’ οὗ ὁ Ἰουστινιανὸς ἀπέθανε (1). Καὶ ἀφ’ οὗ ἔγιναν βασιλεῖς ὁ Ἰουστῖνος ἐν ἔτει φξε΄ [565], καὶ ὁ Τιβέριος ἐν ἔτει φος΄ [576]. Ἠξιώθη δὲ ὁ Ἅγιος λαμπρὰν ὑποδοχὴν καὶ δεξίωσιν ἀπὸ ὅλους τοὺς πρώτους τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅταν ἐπανεγύρισε. Κατέπαυσε καὶ διὰ προσευχῆς του καὶ τὴν λοιμικὴν ἀσθένειαν, ὁποῦ τότε ἠκολούθησεν εἰς Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἐθανάτονεν ὅλους ὁμοῦ τοὺς ἀνθρώπους. Ποιήσας λοιπὸν ἐπὶ τοῦ θρόνου χρόνους εἰκοσιτέσσαρας καὶ μῆνας ἓξ μετὰ τὴν ἐπάνοδον, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν. Οὗτος ὁ Ἅγιος προεῖπε μὲν εἰς τὸν Τιβέριον, ὅτι ἔχει νὰ γένῃ βασιλεύς. Πηγαίνωντας δὲ νὰ τὸν ἐπισκεφθῇ, προεῖπεν εἰς αὐτὸν καὶ ὅτι μέλλει νὰ τελευτήσῃ. Τὰ ὁποῖα καὶ τὰ δύω ἔγιναν διὰ τῶν ἔργων, ἐπειδὴ μετὰ τέσσαρας μῆνας τῆς κοιμήσεως τοῦ Ἁγίου, ἀπέθανεν ὁ Τιβέριος. Κατετέθη δὲ τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου Εὐτυχίου ὑποκάτω εἰς τὴν ἁγίαν Τράπεζαν τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου εὑρίσκοντο καὶ τὰ ἅγια λείψανα Ἀνδρέου καὶ Λουκᾶ καὶ Τιμοθέου τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων (2). Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ.
(1) Ὁ Μελέτιος λέγει, ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς ἀπέθανε μὲ τὴν αἵρεσιν, σελ. 86 τοῦ β΄ τόμου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας. Ὅρα περὶ αὐτοῦ εἰς τὴν δευτέραν Αὐγούστου ἐν τῇ περὶ τοῦ Ἰουστινιανοῦ ὑποσημειώσει.
(2) Πῶς νοεῖται τὸ ὑποκάτω τῆς ἁγίας Τραπέζης ἀποτίθεσθαι τὰ ἅγια λείψανα ταῦτα, ὅρα εἰς τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ Συναξαρίου τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Νείλου ἐν τῇ δωδεκάτῃ τοῦ Νοεμβρίου.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων ἑκατὸν εἴκοσι Μαρτύρων τῶν ἐν Περσίδι πυρὶ τελειωθέντων.
Ἂν ἐξαριθμῇς οὓς τὸ πῦρ Πέρσας φλέγει,
Εὕρῃς ἔχοντας τετράκις τὸ τρὶς δέκα.
*
Ἡ Ὁσία Πλατωνὶς ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Πόλου πλάτη φέρουσι τὴν Πλατωνίδα,
Τὴν ἀρεταῖς λάμψασαν εἰς τὰ γῆς πλάτη.
*
Οἱ Ἅγιοι δύω Μάρτυρες οἱ ἐν Ἀσκάλωνι, ἐν τῇ γῇ ἄχρι τῆς ὀσφύος χωσθέντες, τελειοῦνται.
Ἀνηρότως σοι γῆ φύει καρπὸν Λόγε,
Ὁ καρπὸς ἄνδρες ἄχρις ὀσφύος δύω.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, ὁ ἀσκήσας ἐν ἔτει ͵ατι΄ [1310], ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (3).
Κανὼν ἀκριβὴς Γρηγόριε ὡράθης,
Θείας προσευχῆς, πᾶντας εἰς ἣν ὀτρύνεις.
(3) Τὸν Βίον τούτου συνέγραψεν ἑλληνιστὶ ὁ μαθητὴς αὐτοῦ ἁγιώτατος Κάλλιστος ὁ Κωνσταντινουπόλεως, εὑρίσκεται δὲ μεταφρασμένος εἰς τὸ ἁπλοῦν ἐν τῷ Νέῳ Ἐκλογίῳ.
*
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, ὁ ἀσκήσας ἐν τοῖς ὁρίοις τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἄθω ἐν ἔτει ͵ατη΄ [1308], ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (4).
Τὸν Γρηγόριον νήψεως τὸν ἐργάτην,
Λόγοις γεραίρω καὶ γὰρ οὕτως ἦν θέμις.
(4) Οὗτος ἐκ Βυζαντίου ὁρμώμενος, ἐχρημάτισε διδάσκαλος τοῦ θείου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἐν τῇ νηπτικῇ φιλοσοφίᾳ, καὶ δι’ Ἀγγέλου τροφὴν ἐλάμβανεν. Ὅρα εἰς τὴν Ἀκολουθίαν τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Των Αγίων Ευτυχίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Πλατωνίδος, Γρηγορίου του Σιναΐτου κ.ά.