Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου5 Απριλίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Ε’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Κλαυδιανού (1), και των συν αυτώ Διοδώρου, Ουΐκτορος, Ουϊκτωρίνου, Παππίου, Σεραπίωνος, και Νικηφόρου.
Σπεύδεις οκλάζων Κλαυδιανέ προς γόνυ,
Τομή κεφαλής προς Θεού δραμείν γόνυ.
Πέμπτη Κλαυδιανού κεφαλήν τάμε χειρ φονόεσσα.
(1) Εν δε τοις Μηναίοις γράφεται Κλαυδίου.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη της Οσίας Μητρός ημών Θεοδώρας της εν Θεσσαλονίκη.
Θεσσαλονίκη σχούσα καλά μυρία,
Και Θεοδώραν πλούτον άσυλον φέρεις.
Αύτη η Οσία Θεοδώρα, επειδή εκ νεαράς της ηλικίας ηγάπησε τον Χριστόν, δια τούτο αρνήθη τον κόσμον και τα εν κόσμω, και πηγαίνουσα εις Κοινόβιον, έγινε Μοναχή. Όθεν αγωνισθείσα, εκατώρθωσεν όλας τας αρετάς. Τόσην δε υπερβολικήν υπακοήν και τιμήν επρόσφερεν η μακαρία εις όλας τας αδελφάς, και μάλιστα εις την προεστώσαν και Ηγουμένην, εις τρόπον ότι, και μετά θάνατον έδειξεν αυτήν, ωσάν να ήτον ζωντανή. Όθεν επειδή εφύλαξε την ζωήν της καθαράν και ακηλίδωτον, δια τούτο αφήκε τον εαυτόν της εις τας λοιπάς αδελφάς του Μοναστηρίου, μίαν στήλην ζωντανήν, και ένα παράδειγμα έμψυχον της αρετής. Μετά ολίγον δε καιρόν αφ’ ου απέθανεν η Θεοδώρα, απέθανε και η Ηγουμένη, η οποία και αυτή έζησε με καθαράν και πνευματικήν ζωήν. Δια τούτο έγινε πολλή συνδρομή του λαού εις τον ενταφιασμόν της, και αρχόντων ονομαστών. Όταν λοιπόν εσυνάχθη πλήθος Μοναχών και επισήμων ανδρών, ανοίχθη ο τάφος, μέσα εις τον οποίον ήτον το λείψανον της Οσίας ταύτης Θεοδώρας εις χρόνους πολλούς, δια να βαλθή μέσα εις αυτόν και το λείψανον της Ηγουμένης. Τότε λοιπόν έγινεν ένα θαύμα εξαίσιον, το οποίον, φέρει μεν έκπληξιν εις τους βλέποντας, φέρει δε και κατάνυξιν εις τους ακούοντας. Ο τόπος, εις τον οποίον ευρίσκετο ο τάφος της Οσίας, ήτον υψηλός και επιτήδειος εις το να βλέπουν όλοι μέσα οι παρεστώτες εις αυτόν. Όθεν εις καιρόν οπού έβαλαν το λείψανον της Ηγουμένης μέσα εις τον τάφον, τότε ω του θαύματος! είδον όλοι οι παρεστώτες, ότι η προ πολλού νεκρά Θεοδώρα, ωσάν να ήτον ζωντανή, έσφιγξε και εσυμμάζωξε τον εαυτόν της εις ένα μέρος του τάφου, και έδωκε τόπον δια να ενταφιασθή η πνευματική της μήτηρ. Τούτο το εξαίσιον θαύμα βλέποντες όλοι οι παρευρεθέντες, εφώναζον ομοφώνως, το, Κύριε ελέησον. Από τότε δε και έως της σήμερον, πολλά σημεία εποίησεν ο Θεός δια της Οσίας ταύτης Θεοδώρας. Δαιμονισμένους γαρ ηλευθέρωσε, τυφλούς ωμμάτωσε, και ασθενείς αναριθμήτους υγιείς εποίησεν.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Θεοδώρας και Διδύμου.
Συν τη συνάθλω Δίδυμε τμηθείς φλέγη,
Φέρων συν αυτή δίδυμον τιμωρίαν.
Κατά τους χρόνους των βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, εν έτει σϞε’ [295], και ηγεμόνος της Αλεξανδρείας Ευστρατίου, διωγμός εκινείτο κατά των Χριστιανών. Τότε πιασθείσα η παρθένος αύτη Θεοδώρα, ωμολόγησε Θεόν τον Χριστόν ενώπιον πάντων. Όθεν δέρνεται και εις φυλακήν βάλλεται. Αφ’ ου δε επέρασαν μερικαί ημέραι, πάλιν εύγαλαν την Αγίαν από την φυλακήν και την έκριναν, έπειτα έκλεισαν αυτήν μέσα εις πορνοστάσιον. Ο δε ηγεμών έστειλε νέους ακολάστους δια να ατιμάσουν αυτήν. Οι δε νέοι ωρμούσαν ωσάν άλογα θηλυμανή, κατ’ επάνω της Αγίας. Η δε Αγία εδέετο του Θεού να την διαφυλάξη. Όθεν οικονόμησεν η θεία του Πρόνοια, και ευρέθη εκεί ένας ενδοξότατος άρχων ονόματι Δίδυμος, ο οποίος ενδυθείς φορέματα στρατιωτικά, και εκδυθείς τα εδικά του φορέματα, τα έδωκεν εις την παρθένον και τα εφόρεσεν, ομού και τα άρματά του. Ταύτα λοιπόν φορέσασα η παρθένος, καθώς ο Δίδυμος την εσυμβούλευσεν, ευγήκεν έξω από το πορνοστάσιον, και ούτως εφυλάχθη άμωμος και καθαρά, ευχαριστούσα τον Θεόν. Όθεν ένας από τους ασελγείς εκείνους εμβήκεν εις το πορνοστάσιον δια την παρθένον, ευρών δε τον Δίδυμον καθεζόμενον αντί εκείνης, έμεινεν εξεστηκώς, και εσυλλογίζετο εις τον εαυτόν του λέγων. Άράγε ο Χριστός δύναται να μεταβάλη τας παρθένους γυναίκας εις άνδρας; Ημείς είδομεν, ότι ο εισελθών Δίδυμος, οπού ήτον φορεμένος τα στρατιωτικά, ευγήκεν έξω. Η δε παρθένος, οπού ήτον εδώ, πού είναι τώρα; Εγώ μεν όταν ήκουον, ότι ο Χριστός μετέβαλε το νερόν εις κρασί, ενόμιζον πως είναι μύθος, και ψεύδος, αλλά τώρα βλέπω μεγαλίτερον θαύμα. Βλέπωντας δε ο Δίδυμος αυτόν ταύτα συλλογιζόμενον και απορούντα, του εφανέρωσε την υπόθεσιν, και πως αυτός είναι, οπού έπραξε τούτο το δράμα, και ότι εάν θέλη, ας ειπή τούτο εις τον άρχοντα, και ας προσθέση και τούτο ακόμη, ότι ο την παρθένον μετασχηματίσας και λυτρώσας Δίδυμος, αυτός προσμένει εκεί εις το πορνοστάσιον.
Ταύτα δε ευθύς, οπού ανήγγειλεν ο ακόλαστος εκείνος εις τον άρχοντα, ευθύς και επαράστησαν τον Δίδυμον εις το κριτήριον του άρχοντος. Ερώτησε λοιπόν ο άρχων λέγων. Πώς ετόλμησες να κάμης τοιούτον πράγμα; Ο Άγιος απεκρίθη, επειδή είμαι Χριστιανός, και ηξεύρω να πραγματεύωμαι καλώς, δια τούτο με μίαν και την αυτήν υπόθεσιν επροξένησα εις τον εαυτόν μου δύω στεφάνους. Ένα μεν, διατί εγλύτωσα την παρθένον από τα άθεα χέρια σας, και καθαράν αυτήν διεφύλαξα, και άλλο δε, διατί και εγώ εφανέρωσα εις εσάς τον εαυτόν μου, ότι είμαι Χριστιανός. Ο άρχων είπε. Δια μεν την τόλμην αυτήν, οπού έδειξας, προστάζω να κοπή η κεφαλή σου, δια δε, το ότι πιστεύεις εις τον Χριστόν, και δεν θέλεις να θυσιάσης εις τους θεούς, προστάζω να κατακαή το σώμα σου από την φωτίαν.
Ο δε Άγιος μετά χαράς ανεβόησεν, ευλογητός ο Θεός μου, ο μη παραβλέψας την επίνοιαν και μηχανήν, οπού εφεύρηκα. Όθεν πηγαίνωντας ο του Χριστού αθλητής εις τον τόπον της καταδίκης, επροσευχήθη, και ούτως απεκεφαλίσθη. Και η μεν αγία αυτού ψυχή, ανέβη εις τα Ουράνια, καθώς μερικοί Χριστιανοί είδον αυτήν και το εμαρτύρησαν, το δε σώμα του ερρίφθη εις την φωτίαν. Τότε μερικοί φιλόχριστοι συμμαζώξαντες τα τίμια λείψανα, οπού έμειναν από την φωτίαν, ενταφίασαν αυτά εις ένδοξον τόπον. Ομοίως δε και η παρθένος Θεοδώρα πάλιν πιασθείσα, εκάη και αυτή δια πυρός, και έτζι τελειώσασα τον του μαρτυρίου δρόμον, έλαβε παρά Κυρίου στέφανον άφθαρτον.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Θέρμος πυρί τελειούται.
Θέρμην έρωτος ενθέου Θέρμος φέρων,
Θέρμην πυρός φλέγοντος ως ψύξιν κρίνει.
*
Αι Άγιαι δύω Μάρτυρες Κυρία και Δούλη ξίφει τελειούνται.
Εχρήν έπεσθαι Κυρία και Δουλίδα,
Εκ γης ιούση προς Θεόν δια ξίφους.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Πομπήϊος ξίφει τελειούται.
Ως ζων πρόβατον Πομπήϊε Κυρίου,
Χέεις αμελχθείς αυχένα ξίφει γάλα.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Ζήνων πίσσαν χρισθείς, και εις πυρ βληθείς, και δόρατι ένδον της πυράς τρωθείς, τελειούται.
Άθλος τριπλούς Ζήνωνι πίσσα πυρ δόρυ,
Οίμαι δι’ ην έπασχε ταύτα Τριάδα.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Μάξιμος και Τερέντιος ξίφει τελειούνται.
Ίσου μετέσχον και στέφους ως και τέλους,
Τερέντιος Μάξιμος οις τομή τέλος.
*
Αι Άγιαι πέντε Κόραι αι από Λέσβου (ήτοι Μιτυλήνης) ξίφει τελειούνται.
Αθληφόρους τίθησι Λεσβίας Κόρας,
Μίαν δύω τρεις τέσσαρας πέντε ξίφος.
*
Ο Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος, ο αθλήσας εν τη νέα Εφέσω κατά το έτος ͵αωα’ [1801], ξίφει τελειούται (2).
Τομήν υποίσας ω Γεώργιε ξίφους,
Χαρά απέπτης εις χαράς το χωρίον.
(2) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Εκλόγιον, και εις το Νέον Λειμωνάριον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Ε΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Κλαυδιανοῦ (1), καὶ τῶν σὺν αὐτῷ Διοδώρου, Οὐΐκτορος, Οὐϊκτωρίνου, Παππίου, Σεραπίωνος, καὶ Νικηφόρου.
Σπεύδεις ὀκλάζων Κλαυδιανὲ πρὸς γόνυ,
Τομῇ κεφαλῆς πρὸς Θεοῦ δραμεῖν γόνυ.
Πέμπτῃ Κλαυδιανοῦ κεφαλὴν τάμε χεὶρ φονόεσσα.
(1) Ἐν δὲ τοῖς Μηναίοις γράφεται Κλαυδίου.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ.
Θεσσαλονίκη σχοῦσα καλὰ μυρία,
Καὶ Θεοδώραν πλοῦτον ἄσυλον φέρεις.
Αὕτη ἡ Ὁσία Θεοδώρα, ἐπειδὴ ἐκ νεαρᾶς της ἡλικίας ἠγάπησε τὸν Χριστόν, διὰ τοῦτο ἀρνήθη τὸν κόσμον καὶ τὰ ἐν κόσμῳ, καὶ πηγαίνουσα εἰς Κοινόβιον, ἔγινε Μοναχή. Ὅθεν ἀγωνισθεῖσα, ἐκατώρθωσεν ὅλας τὰς ἀρετάς. Τόσην δὲ ὑπερβολικὴν ὑπακοὴν καὶ τιμὴν ἐπρόσφερεν ἡ μακαρία εἰς ὅλας τὰς ἀδελφάς, καὶ μάλιστα εἰς τὴν προεστῶσαν καὶ Ἡγουμένην, εἰς τρόπον ὅτι, καὶ μετὰ θάνατον ἔδειξεν αὐτήν, ὡσὰν νὰ ἦτον ζωντανή. Ὅθεν ἐπειδὴ ἐφύλαξε τὴν ζωήν της καθαρὰν καὶ ἀκηλίδωτον, διὰ τοῦτο ἀφῆκε τὸν ἑαυτόν της εἰς τὰς λοιπὰς ἀδελφὰς τοῦ Μοναστηρίου, μίαν στήλην ζωντανήν, καὶ ἕνα παράδειγμα ἔμψυχον τῆς ἀρετῆς. Μετὰ ὀλίγον δὲ καιρὸν ἀφ’ οὗ ἀπέθανεν ἡ Θεοδώρα, ἀπέθανε καὶ ἡ Ἡγουμένη, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ ἔζησε μὲ καθαρὰν καὶ πνευματικὴν ζωήν. Διὰ τοῦτο ἔγινε πολλὴ συνδρομὴ τοῦ λαοῦ εἰς τὸν ἐνταφιασμόν της, καὶ ἀρχόντων ὀνομαστῶν. Ὅταν λοιπὸν ἐσυνάχθη πλῆθος Μοναχῶν καὶ ἐπισήμων ἀνδρῶν, ἀνοίχθη ὁ τάφος, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον ἦτον τὸ λείψανον τῆς Ὁσίας ταύτης Θεοδώρας εἰς χρόνους πολλούς, διὰ νὰ βαλθῇ μέσα εἰς αὐτὸν καὶ τὸ λείψανον τῆς Ἡγουμένης. Τότε λοιπὸν ἔγινεν ἕνα θαῦμα ἐξαίσιον, τὸ ὁποῖον, φέρει μὲν ἔκπληξιν εἰς τοὺς βλέποντας, φέρει δὲ καὶ κατάνυξιν εἰς τοὺς ἀκούοντας. Ὁ τόπος, εἰς τὸν ὁποῖον εὑρίσκετο ὁ τάφος τῆς Ὁσίας, ἦτον ὑψηλὸς καὶ ἐπιτήδειος εἰς τὸ νὰ βλέπουν ὅλοι μέσα οἱ παρεστῶτες εἰς αὐτόν. Ὅθεν εἰς καιρὸν ὁποῦ ἔβαλαν τὸ λείψανον τῆς Ἡγουμένης μέσα εἰς τὸν τάφον, τότε ὢ τοῦ θαύματος! εἶδον ὅλοι οἱ παρεστῶτες, ὅτι ἡ πρὸ πολλοῦ νεκρὰ Θεοδώρα, ὡσὰν νὰ ἦτον ζωντανή, ἔσφιγξε καὶ ἐσυμμάζωξε τὸν ἑαυτόν της εἰς ἕνα μέρος τοῦ τάφου, καὶ ἔδωκε τόπον διὰ νὰ ἐνταφιασθῇ ἡ πνευματική της μήτηρ. Τοῦτο τὸ ἐξαίσιον θαῦμα βλέποντες ὅλοι οἱ παρευρεθέντες, ἐφώναζον ὁμοφώνως, τὸ, Κύριε ἐλέησον. Ἀπὸ τότε δὲ καὶ ἕως τῆς σήμερον, πολλὰ σημεῖα ἐποίησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς Ὁσίας ταύτης Θεοδώρας. Δαιμονισμένους γὰρ ἠλευθέρωσε, τυφλοὺς ὠμμάτωσε, καὶ ἀσθενεῖς ἀναριθμήτους ὑγιεῖς ἐποίησεν.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Θεοδώρας καὶ Διδύμου.
Σὺν τῇ συνάθλῳ Δίδυμε τμηθεὶς φλέγῃ,
Φέρων σὺν αὐτῇ δίδυμον τιμωρίαν.
Κατὰ τοὺς χρόνους τῶν βασιλέων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει σϞε΄ [295], καὶ ἡγεμόνος τῆς Ἀλεξανδρείας Εὐστρατίου, διωγμὸς ἐκινεῖτο κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Τότε πιασθεῖσα ἡ παρθένος αὕτη Θεοδώρα, ὡμολόγησε Θεὸν τὸν Χριστὸν ἐνώπιον πάντων. Ὅθεν δέρνεται καὶ εἰς φυλακὴν βάλλεται. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν μερικαὶ ἡμέραι, πάλιν εὔγαλαν τὴν Ἁγίαν ἀπὸ τὴν φυλακὴν καὶ τὴν ἔκριναν, ἔπειτα ἔκλεισαν αὐτὴν μέσα εἰς πορνοστάσιον. Ὁ δὲ ἡγεμὼν ἔστειλε νέους ἀκολάστους διὰ νὰ ἀτιμάσουν αὐτήν. Οἱ δὲ νέοι ὡρμοῦσαν ὡσὰν ἄλογα θηλυμανῆ, κατ’ ἐπάνω τῆς Ἁγίας. Ἡ δὲ Ἁγία ἐδέετο τοῦ Θεοῦ νὰ τὴν διαφυλάξῃ. Ὅθεν οἰκονόμησεν ἡ θεία του Πρόνοια, καὶ εὑρέθη ἐκεῖ ἕνας ἐνδοξότατος ἄρχων ὀνόματι Δίδυμος, ὁ ὁποῖος ἐνδυθεὶς φορέματα στρατιωτικά, καὶ ἐκδυθεὶς τὰ ἐδικά του φορέματα, τὰ ἔδωκεν εἰς τὴν παρθένον καὶ τὰ ἐφόρεσεν, ὁμοῦ καὶ τὰ ἅρματά του. Ταῦτα λοιπὸν φορέσασα ἡ παρθένος, καθὼς ὁ Δίδυμος τὴν ἐσυμβούλευσεν, εὐγῆκεν ἔξω ἀπὸ τὸ πορνοστάσιον, καὶ οὕτως ἐφυλάχθη ἄμωμος καὶ καθαρά, εὐχαριστοῦσα τὸν Θεόν. Ὅθεν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀσελγεῖς ἐκείνους ἐμβῆκεν εἰς τὸ πορνοστάσιον διὰ τὴν παρθένον, εὑρὼν δὲ τὸν Δίδυμον καθεζόμενον ἀντὶ ἐκείνης, ἔμεινεν ἐξεστηκώς, καὶ ἐσυλλογίζετο εἰς τὸν ἑαυτόν του λέγων. Ἆράγε ὁ Χριστὸς δύναται νὰ μεταβάλῃ τὰς παρθένους γυναῖκας εἰς ἄνδρας; Ἡμεῖς εἴδομεν, ὅτι ὁ εἰσελθὼν Δίδυμος, ὁποῦ ἦτον φορεμένος τὰ στρατιωτικά, εὐγῆκεν ἔξω. Ἡ δὲ παρθένος, ὁποῦ ἦτον ἐδῶ, ποῦ εἶναι τώρα; Ἐγὼ μὲν ὅταν ἤκουον, ὅτι ὁ Χριστὸς μετέβαλε τὸ νερὸν εἰς κρασί, ἐνόμιζον πῶς εἶναι μῦθος, καὶ ψεῦδος, ἀλλὰ τώρα βλέπω μεγαλίτερον θαῦμα. Βλέπωντας δὲ ὁ Δίδυμος αὐτὸν ταῦτα συλλογιζόμενον καὶ ἀποροῦντα, τοῦ ἐφανέρωσε τὴν ὑπόθεσιν, καὶ πῶς αὐτὸς εἶναι, ὁποῦ ἔπραξε τοῦτο τὸ δράμα, καὶ ὅτι ἐὰν θέλῃ, ἂς εἰπῇ τοῦτο εἰς τὸν ἄρχοντα, καὶ ἂς προσθέσῃ καὶ τοῦτο ἀκόμη, ὅτι ὁ τὴν παρθένον μετασχηματίσας καὶ λυτρώσας Δίδυμος, αὐτὸς προσμένει ἐκεῖ εἰς τὸ πορνοστάσιον.
Ταῦτα δὲ εὐθύς, ὁποῦ ἀνήγγειλεν ὁ ἀκόλαστος ἐκεῖνος εἰς τὸν ἄρχοντα, εὐθὺς καὶ ἐπαράστησαν τὸν Δίδυμον εἰς τὸ κριτήριον τοῦ ἄρχοντος. Ἐρώτησε λοιπὸν ὁ ἄρχων λέγων. Πῶς ἐτόλμησες νὰ κάμῃς τοιοῦτον πρᾶγμα; Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη, ἐπειδὴ εἶμαι Χριστιανός, καὶ ἠξεύρω νὰ πραγματεύωμαι καλῶς, διὰ τοῦτο μὲ μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν ἐπροξένησα εἰς τὸν ἑαυτόν μου δύω στεφάνους. Ἕνα μέν, διατὶ ἐγλύτωσα τὴν παρθένον ἀπὸ τὰ ἄθεα χέριά σας, καὶ καθαρὰν αὐτὴν διεφύλαξα, καὶ ἄλλο δέ, διατὶ καὶ ἐγὼ ἐφανέρωσα εἰς ἐσᾶς τὸν ἑαυτόν μου, ὅτι εἶμαι Χριστιανός. Ὁ ἄρχων εἶπε. Διὰ μὲν τὴν τόλμην αὐτήν, ὁποῦ ἔδειξας, προστάζω νὰ κοπῇ ἡ κεφαλή σου, διὰ δέ, τὸ ὅτι πιστεύεις εἰς τὸν Χριστόν, καὶ δὲν θέλεις νὰ θυσιάσῃς εἰς τοὺς θεούς, προστάζω νὰ κατακαῇ τὸ σῶμά σου ἀπὸ τὴν φωτίαν.
Ὁ δὲ Ἅγιος μετὰ χαρᾶς ἀνεβόησεν, εὐλογητὸς ὁ Θεός μου, ὁ μὴ παραβλέψας τὴν ἐπίνοιαν καὶ μηχανήν, ὁποῦ ἐφεύρηκα. Ὅθεν πηγαίνωντας ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, ἐπροσευχήθη, καὶ οὕτως ἀπεκεφαλίσθη. Καὶ ἡ μὲν ἁγία αὐτοῦ ψυχή, ἀνέβη εἰς τὰ Οὐράνια, καθὼς μερικοὶ Χριστιανοὶ εἶδον αὐτὴν καὶ τὸ ἐμαρτύρησαν, τὸ δὲ σῶμά του ἐρρίφθη εἰς τὴν φωτίαν. Τότε μερικοὶ φιλόχριστοι συμμαζώξαντες τὰ τίμια λείψανα, ὁποῦ ἔμειναν ἀπὸ τὴν φωτίαν, ἐνταφίασαν αὐτὰ εἰς ἔνδοξον τόπον. Ὁμοίως δὲ καὶ ἡ παρθένος Θεοδώρα πάλιν πιασθεῖσα, ἐκάη καὶ αὐτὴ διὰ πυρός, καὶ ἔτζι τελειώσασα τὸν τοῦ μαρτυρίου δρόμον, ἔλαβε παρὰ Κυρίου στέφανον ἄφθαρτον.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θέρμος πυρὶ τελειοῦται.
Θέρμην ἔρωτος ἐνθέου Θέρμος φέρων,
Θέρμην πυρὸς φλέγοντος ὡς ψύξιν κρίνει.
*
Αἱ Ἅγιαι δύω Μάρτυρες Κυρία καὶ Δούλη ξίφει τελειοῦνται.
Ἐχρῆν ἕπεσθαι Κυρίᾳ καὶ Δουλίδα,
Ἐκ γῆς ἰούσῃ πρὸς Θεὸν διὰ ξίφους.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πομπήϊος ξίφει τελειοῦται.
Ὡς ζῶν πρόβατον Πομπήϊε Κυρίου,
Χέεις ἀμελχθεὶς αὐχένα ξίφει γάλα.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ζήνων πίσσαν χρισθείς, καὶ εἰς πῦρ βληθείς, καὶ δόρατι ἔνδον τῆς πυρᾶς τρωθείς, τελειοῦται.
Ἆθλος τριπλοῦς Ζήνωνι πίσσα πῦρ δόρυ,
Οἶμαι δι’ ἣν ἔπασχε ταῦτα Τριάδα.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μάξιμος καὶ Τερέντιος ξίφει τελειοῦνται.
Ἴσου μετέσχον καὶ στέφους ὡς καὶ τέλους,
Τερέντιος Μάξιμος οἷς τομὴ τέλος.
*
Αἱ Ἅγιαι πέντε Κόραι αἱ ἀπὸ Λέσβου (ἤτοι Μιτυλήνης) ξίφει τελειοῦνται.
Ἀθληφόρους τίθησι Λεσβίας Κόρας,
Μίαν δύω τρεῖς τέσσαρας πέντε ξίφος.
*
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος, ὁ ἀθλήσας ἐν τῇ νέᾳ Ἐφέσῳ κατὰ τὸ ἔτος ͵αωα΄ [1801], ξίφει τελειοῦται (2).
Τομὴν ὑποίσας ὦ Γεώργιε ξίφους,
Χαρᾷ ἀπέπτης εἰς χαρᾶς τὸ χωρίον.
(2) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Ἐκλόγιον, καὶ εἰς τὸ Νέον Λειμωνάριον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *