Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου4 Σεπτεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Δ’, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Βαβύλα Επισκόπου Αντιοχείας, και των συν αυτώ τριών Παίδων.
Εις τον Βαβύλαν.
Ο Χριστόν αυτόν Βαβύλας θύων πάλαι,
Χριστώ προθύμως θύεται δια ξίφους.
Εις τους τρεις Παίδας.
Υπέρ μεγίστου Δεσπότου Θεού Λόγου,
Τρέχουσι θερμώς προς ξίφος τα παιδία.
Παίδας και Βαβύλαν πέφνε ξίφος αμφί τετάρτην.
Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Νουμεριανού εν έτει σπδ’ [284], γέγονε δε Επίσκοπος της Αντιοχείας, τον Ζεβίνον διαδεξάμενος, κατά τον Ευσέβιον (βιβλ. ζ’, κεφ. κθ’). Ούτος λοιπόν μανθάνωντας, ότι ο βασιλεύς Νουμεριανός απανθρωπότατα έσφαξε τον υιόν του βασιλέως Περσών, τον οποίον είχε λάβη ενέχειρον και αμανέτι της προς τους Πέρσας ειρήνης· και ότι εθυσίασεν εις τα είδωλα (1)· τούτο, λέγω, μανθάνωντας, και ότι ο Νουμεριανός επεχείρει ακόμη να μολύνη και την Εκκλησίαν των Χριστιανών, με το να εζήτει να έμβη μέσα εις αυτήν τοιούτος φονεύς και ειδωλολάτρης: τούτου χάριν εστάθη εις τας πόρτας της Εκκλησίας ανδρειότατα ο αοίδιμος Βαβύλας, και σχίσας τους σωματοφύλακας και δορυφόρους, εξάπλωσε την δεξιάν του χείρα εις το στήθος του μιαρού βασιλέως. Και αφ’ ου τούτον επετίμησεν ικανώς, εδίωξεν αυτόν και έξω από την Εκκλησίαν. Ο δε βασιλεύς κατά το παρόν μεν εσιώπησεν, και δεν έκαμε κανένα κίνημα, φοβούμενος, μήπως ήθελε γένη καμμία επανάστασις από το πλήθος των Χριστιανών, οπού ήτον συνηθροισμένον εκεί. Βαρέως όμως και πικρώς την ύβριν ταύτην και ατιμίαν υπέμεινε. Την δε ερχομένην ημέραν εκαλέσθη ο Άγιος, και παρασταθείς έμπροσθεν του βασιλικού βήματος, ερωτήθη από τον βασιλέα. Και επειδή κατέπληξεν αυτόν με τας σοφάς αυτού αντιρρήσεις, και μήτε με κολακείας, μήτε με δυνατούς φοβερισμούς έστερξε να αφήση την εις Χριστόν πίστιν, τούτου χάριν εδέθη από τον λαιμόν και από τους πόδας με σιδηράς αλυσίδας. Και ούτως ατίμως αλυσοδεμένος, επέρασεν από το μέσον της πόλεως, και εβάλθη εις φυλακήν.
Είχε δε ο Άγιος ακολουθούντα εις αυτόν και τρία παιδία, αδέλφια κατά σάρκα. Τα οποία, κατά μεν την ηλικίαν, ήτον πολλά νέα, κατά δε την γνώσιν, ήτον γέροντες. Ταύτα λοιπόν δεν ήθελαν να χωρισθούν από την ιεράν και γλυκυτάτην διδασκαλίαν και συνοδίαν του διδασκάλου των. Όθεν ο βασιλεύς παραστήσας αυτά έμπροσθέν του, και ερωτήσας, αν αρνούνται τον Χριστόν και τον διδάσκαλόν τους Βαβύλαν, και αν θυσιάζουν εις τα είδωλα, εύρεν αυτά στερεά και ανδρειωμένα. Καλέσας δε και την μητέρα των, και ευρών και αυτήν βεβαίαν και αμετάθετον εις την του Χριστού πίστιν, επρόσταξε, την μεν μητέρα να κτυπήσουν εις το πρόσωπον, εις δε τα παιδία, να δώσουν τόσας ξυλίας, όσων χρόνων ήτον το καθ’ ένα.
Έπειτα, ευγάνει μεν τα παιδία έξω, φέρει δε έσω τον διδάσκαλον αυτών Βαβύλαν, και λέγει εις αυτόν, θέλωντας να τον απατήση. Ιδού τα παιδία είναι έτοιμα να θυσιάσουν εις τους θεούς. Ο δε Άγιος ήλεγξεν αυτόν, ότι ψευδώς τούτο λέγει. Όθεν προστάζει ο απάνθρωπος τύραννος να κρεμασθή ο Άγιος ομού με τα τρία παιδία, επάνω εις ξύλα, και να καταξέεται με σιδηρά ονύχια. Έπειτα, τον μεν διδάσκαλον Βαβύλαν, κλείει μέσα εις ένα μικρόν οίκον, οπού ήτον εκεί κοντά. Τους δε παίδας και μαθητάς του, επεχείρει να κολακεύση με διαφόρους και πολυτρόπους κολακείας. Αφ’ ου δε εγνώρισεν ότι ματαίως κοπιάζει, έφερε πάλιν έμπροσθέν του τον Άγιον, και εσυμβούλευεν αυτόν δια να διδάξη τα παιδία να αρνηθούν την ευσέβειαν.
Επειδή δε είδεν αυτόν προθυμότερα από το πρώτον αντιλέγοντα και απολογούμενον, άναψεν από τον θυμόν, και αποφασίζει να θανατωθή με το ξίφος. Και λοιπόν ο μακάριος Βαβύλας βαλών έμπροσθέν του τα τρία άκακα παιδία, όταν είδεν αυτά πρότερον αποκεφαλισθέντα, είπεν εκείνο το του Ησαΐου· «Ιδού εγώ και τα παιδία, α μοι έδωκεν ο Θεός». Είτα ακολούθως απεκεφαλίσθη και αυτός εν έτει σπγ’ [283] και ετάφη από τους Χριστιανούς έτζι ως ήτον με τας αλυσίδας εις τον λαιμόν και εις τους πόδας, καθώς εις αυτούς επαρήγγειλεν έτι ζώντας ο Άγιος (2). (Τον ελληνικόν Βίον αυτού συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Νουμεριανού τα σκήπτρα»· σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα.)
(1) Σημείωσαι, ότι ο θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, δύω εγκωμιαστικούς λόγους έπλεξεν εις την κορυφήν του Ιερομάρτυρος τούτου Βαβύλα. Εν τω δευτέρω ουν λόγω αναφέρει και περί της υποθέσεως ταύτης, λέγων· «Λαβών γαρ (ο Νουμεριανός δηλαδή) νόμω φιλίας και συνθηκών το παιδίον εκείνο το βασιλικόν, πάντα ομού κατεπάτησε και ανέτρεψε, τους όρκους, τας συνθήκας, την προς ανθρώπους αιδώ, την προς το θείον ευλάβειαν, τον από της ηλικίας έλεον… τούτων, λέγω, ουδέν εις νουν ο μιαρός εκείνος εβάλετο, αλλά πάντα ρίψας αθρόως από της ψυχής, τον φόνον εκείνον, τον πάντων εναγέστατον των φόνων, εργάζεται» (τομ. ε’ της εν Ετόνη εκδόσεως). Περί τούτου γράφει και ο Θεοδώρητος εν βιβλ. γ’, κεφ. θ’, της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, ότι ο παραβάτης Ιουλιανός μέλλων απελθείν εις την Περσίαν και πολεμήσαι, ερώτησε τον εν Δάφνη Απόλλωνα να του προειπή τα μέλλοντα. Ο δε είπεν ότι εμποδίζεται από τους γειτονεύοντας νεκρούς, εννοώντας ο ψευδόμαντης, το λείψανον του καλλινίκου τούτου Μάρτυρος Βαβύλα, και των συναθλησάντων αυτώ Παίδων. Τούτου χάριν ο Ιουλιανός, γινώσκωντας των Μαρτύρων την δύναμιν, επρόσταξε και εσήκωσαν από εκεί οι Χριστιανοί τα άγια λείψανα του θείου Βαβύλα, οίτινες χορεύοντες κατά την οδόν, και την δαβιτικήν άδοντες μελωδίαν, καθ’ έκαστον κώλον επεφθέγγοντο· «αισχυνθήτωσαν πάντες οι προσκυνούντες τοις γλυπτοίς». Ήτταν γαρ του δαίμονος υπελάμβανον, του Μάρτυρος την μετάθεσιν.
(2) Και ο Χρυσορρήμων βεβαιοί τούτο, οπού λέγει εδώ ο Συναξαριστής. Φησί γαρ· «μέλλων τοίνυν ο μακάριος αποσφάττεσθαι Βαβύλας, μετά του σιδήρου το σώμα ταφήναι επέσκηψε, δεικνύς, ότι τα δοκούντα επονείδιστα είναι, ταύτα, όταν δια τον Χριστόν γίνεται, σεμνά τε εστι και λαμπρά. Και ου μόνον ουκ εγκαλύπτεσθαι, αλλά και σεμνύνεσθαι επ’ αυτοίς χρη τον πάσχοντα. Καν τούτω τον μακάριον Παύλον μιμούμενος, ος άνω και κάτω τα στίγματα, τα δεσμά, την άλυσιν έστρεφε, καυχώμενος και μεγαλοφρονών, εφ’ οις ησχύνοντο έτεροι» (Λογ. β’ εις τον Ιερομάρτυρα τούτον Βαβύλαν). Και καθώς οι εν πολέμω νικήσαντες, ήτον συνήθεια, και εθάπτοντο μαζί με τα άρματα εκείνα με τα οποία ενίκησαν τους εχθρούς· τοιουτοτρόπως και ο Ιερομάρτυς ούτος Βαβύλας ηθέλησε να ενταφιασθή μαζί με τας αλυσίδας εκείνας, με τας οποίας ενίκησε τον Διάβολον. Έχων προς τούτοις και τον θώρακα της πίστεως, και την περικεφαλαίαν του σωτηρίου και τα άλλα νοητά άρματα. Όθεν είπεν ο ίδιος Χρυσορρήμων· «έτι γαρ και νυν παράκειται ταύτα τα όπλα τοις του Χριστού στρατιώταις. Και καθάπερ τους αριστέας μετά των όπλων θάπτουσιν οι βασιλείς, ούτω και ο Χριστός εποίησε, και μετά των όπλων αυτούς έθαψεν. Ίνα και προ της αναστάσεως δείξη πάσαν την δόξαν και την δύναμιν των Αγίων» (Λογ. εις τον Μάρτυρα Βαρλαάμ).
*
Τη αυτή ημέρα ο Άγιος Μάρτυς Βαβύλας ο εν Αντιοχεία διδάσκαλος, συν τοις ογδοήκοντα τέσσαρσι παισί, ξίφει τελειούται.
Εις τον Βαβύλαν.
Μαθήσεώς σοι μισθός εκ των Παιδίων,
Βαβύλα θείε της τομής κοινωνία.
Εις τους ογδοήκοντα τέσσαρας Παίδας.
Αίνον προσήξαν τω Θεώ Παίδες πάλαι,
Οι νυν δε Παίδες τας ψυχάς αυτών ξίφει.
Όταν ο βασιλεύς Μαξιμιανός ευρίσκετο εις την Νικομήδειαν, και εκίνει διωγμόν κατά των Χριστιανών, εν έτει σϞη’ [298], από τον φόβον τους εκρύπτοντο οι Χριστιανοί. Τότε λοιπόν προσελθών εις αυτόν ένας από τους ειδωλολάτρας λέγει. Βασιλεύ, υποκάτω εις μίαν κρυπτήν καμάραν κάθηται ένας γέρων ονόματι Βαβύλας, και διδάσκει τα των αφρόνων Χριστιανών παιδία, να σέβωνται μεν τον εσταυρωμένον, να αποστρέφωνται δε τους θεούς. Παρευθύς λοιπόν εστάλθησαν ομού με αυτόν στρατιώται, και έφερον έμπροσθεν του βασιλέως τον διδάσκαλον Βαβύλαν ομού με τους μαθητάς του, ογδοηντατέσσαρας όντας τον αριθμόν. Όθεν ο Μαξιμιανός λέγει προς αυτόν. Διατί, ω γέρων, είσαι τόσον πεπλανημένος, και πιστεύεις ένα άνθρωπόν βιοθανή και κακοθάνατον, τον οποίον εσταύρωσαν οι Ιουδαίοι; Διατί δεν προσκυνείς τους θεούς, τους οποίους προσκυνεί όλη η οικουμένη; Ή διατί γελάς τα νήπια των αφρόνων Χριστιανών, και διδάσκεις αυτά να μη προσκυνούν τους θεούς; Ο Άγιος απεκρίθη. Οι θεοί των εθνών, βασιλεύ, είναι δαιμόνια. Ο δε εδικός μας Θεός, εποίησε τους ουρανούς. Συ δε και οι μετά σου Έλληνες, με το να είσθε τυφλοί, δεν βλέπετε την αλήθειαν.
Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς, άναψεν από τον θυμόν. Και ευθύς προστάζει να κτυπούν τέσσαρες στρατιώται με πέτρας εις τα μάγουλα, εις τα πλευρά, και εις τας άντζας του Αγίου. Ο δε Άγιος βλέπων το σώμα του, οπού εκοκκίνησεν όλον από το αίμα, ευχαριστώ σοι Κύριε, εφώναξεν, ότι εμένα τον γέροντα και ασθενή έδειξες δυνατώτερον από βασιλέα νέον και δυνατόν. Όθεν επειδή είπε ταύτα, δια τούτο με τους αυτούς λίθους τζακίζεται ο Άγιος κατά τους αστραγάλους και κατά τους ώμους. Και αφ’ ου ετζακίσθησαν όλα τα άρθρα και αι αρμονίαι του σώματός του, δέχεται αλυσίδας βαρείας εις τον λαιμόν. Και έτζι βάλλονται οι πόδες του εις το τιμωρητικόν ξύλον, και κλείεται εις φυλακήν. Τότε άρχισεν ο βασιλεύς να κολακεύη τα ογδοηντατέσσαρα παιδία, και να τα παρακινή να θυσιάσουν εις τους θεούς. Τα δε παιδία, δεν απεκρίνοντο εις αυτόν ολότελα, αλλά συχνάκις έστρεφον και έβλεπον ένα το άλλο. Χωρίσας δε από αυτά δέκα, τα πλέον μεγαλίτερα κατά την ηλικίαν, λέγει προς αυτά. Εσείς, ω τέκνα, ως φρόνιμα οπού είσθε, καταπεισθήτε εις τα λόγιά μου και θυσιάσετε εις τους θεούς. Και θέλετε είσθε μαζί με εμένα εις το παλάτιον δια να απολαμβάνετε πολλά αγαθά.
Δύω δε από αυτά, Αμμώνιος και Δονάτος ονομαζόμενα, είπον προς τον βασιλέα. Ημείς είμεθα πιστοί Χριστιανοί, και δια τούτο δεν θέλομεν υποφέρομέν ποτε να θυσιάσωμεν εις κωφούς και αλάλους δαίμονας. Όθεν δια τα λόγια ταύτα, δέρνονται υπό των στρατιωτών τα του Χριστού αρνία. Και δερνόμενα, περισσότερον ανδρειόνοντο και εφώναζον συνεχώς. Χριστιανοί είμεθα, και δεν θυσιάζομεν. Τότε ο βασιλεύς γυρίσας εις τα άλλα παιδία είπε. Καν εσείς θυσιάσετε, δια να μη πάθητε από τα άλλα χειρότερα. Παρευθύς δε και εκείνα εφώναξαν. Χριστιανοί είμεθα, και δεν θυσιάζομεν. Αλλά ας ήναι ανάθεμα εις εσένα και εις τους θεούς σου. Τότε προστάζει ο τύραννος να δαρθούν όλα δυνατά, και να βαλθούν εις την φυλακήν. Και τινάς να μη δώση ψωμί εις αυτά, αλλά να τα αφήσουν δια να αποθάνουν από την πείναν.
Έπειτα προστάζει, να κρεμασθή μεν ο διδάσκαλος αυτών Βαβύλας, και να καταξανθή με ωμά νεύρα βοών. Κάθε δε παιδίον ηρώτα, ανίσως αρνήται τον Χριστόν και τον διδάσκαλόν του. Επειδή δε εκείνα συμφώνως εις τούτο δεν επείθοντο, δια τούτο επρόσταξεν ο τύραννος να θανατωθούν δια ξίφους, τόσον αυτά, όσον και ο διδάσκαλός των. Πηγαίνωντας λοιπόν ο Άγιος συντροφευμένος με τους ογδοηντατέσσαρας μαθητάς του, εις τον τόπον της καταδίκης, έψαλλεν ησύχως με ηδονήν μεγάλην· «Ιδού εγώ και τα παιδία, α μοι έδωκεν ο Θεός». Πρώτος λοιπόν ο θείος Βαβύλας απεκεφαλίσθη, κατά την προσταγήν του βασιλέως. Έπειτα ακολούθως απεκεφαλίσθησαν και τα παιδία. Μερικοί δε Χριστιανοί ελθόντες δια νυκτός, έβαλον τα λείψανα των Αγίων μέσα εις ένα μικρόν πλοίον, και τα επήγαν εις την Κωνσταντινούπολιν. Και ούτω βαλόντες αυτά μέσα εις τρία σεντούκια, τα ενταφίασαν έξω του τείχους της πόλεως κατά το βόρειον μέρος, όπου είναι Μοναστήριον, Χώρα επονομαζόμενον.
*
Μνήμη του Αγίου Προφήτου και θεόπτου Μωϋσέως.
Ουκ εκ πέτρας νυν, ουδ’ οπισθίων μέρος,
Μωσή θεωρείς. Αλλ’ όλον Θεόν βλέπεις.
Ούτος εγεννήθη μεν εις την Αίγυπτον, και δια τον φόβον του Φαραώ ερρίφθη εις τον βάλτον του ποταμού Νείλου, περικλεισμένος μέσα εις μίαν θήβην, ήτοι σεντούκι πλεγμένον από παπύρι, και έξωθεν αλειμμένον με άσφαλτον ήτις ήτον ομοία με πίσσαν (3). Επάρθη δε εκ του ποταμού από την θυγατέρα του βασιλέως Φαραώ Θέρμουθιν ονομαζομένην (4), και ανατρέφεται ως υιός αυτής, φιλοτίμως και βασιλικώς, και μανθάνει όλην την σοφίαν των Αιγυπτίων. Όταν δε έγινε χρόνων τεσσαράκοντα, εθανάτωσεν ένα άνθρωπον Αιγύπτιον, όστις εμάχετο και έδερνεν ένα Εβραίον. Δια τον φόνον λοιπόν τούτον φοβηθείς, έφυγε και επήγεν εις γην Μαδιάμ. Και εκεί επήρε γυναίκα Σεπφώραν την θυγατέρα του Ιοθόρ.
Εσχόλαζε δε και επροσηύχετο πάντοτε εις τον Θεόν, και δια της μελέτης και προσευχής εκαθάριζε τον νουν και την καρδίαν του. Όθεν είδε τον Θεόν εις το όρος του Σινά, καθώς ήτον δυνατόν να ιδή άνθρωπος τον Θεόν. Και γίνεται με τους ιδίους του οφθαλμούς θεατής του εν τη βάτω θαύματος. Ήτις καιομένη μεν, μη κατακαιομένη δε, ήτοι μη χωνευομένη, προεικόνιζε την εν τη Παρθένω πραγματικήν και ουσιώδη κατοίκησιν της θεότητος. Τελειώσας δε άλλους τεσσαράκοντα χρόνους εν τη γη Μαδιάμ, κατέβη εις Αίγυπτον κατά προσταγήν Θεού, ώντας ογδοήκοντα χρόνων γέρωντας, δια να ελευθερώση τον Ισραηλιτικόν λαόν από τας χείρας των Αιγυπτίων.
Επειδή δε ο Φαραώ δεν επείθετο να ελευθερώση τον Ισραήλ, δια τούτο τιμωρεί ο Μωϋσής την Αίγυπτον με τας δέκα πληγάς. Όθεν με την βοήθειαν και θέλησιν του Θεού, πέρνωντας τον Ισραηλιτικόν λαόν από την Αίγυπτον, ομού με αργύριον και χρυσίον πολύ, διεπέρασεν αυτόν παραδόξως δια μέσου της Ερυθράς Θαλάσσης. Και εν τη ερήμω επαίδευσεν αυτόν άλλους τεσσαράκοντα χρόνους με τον γραπτόν Νόμον, και με διάφορα σημεία και θαύματα. Επειδή δε και αυτός ως άνθρωπος επαρώξυνε τον Θεόν, διατί ελάλησε και είπε με δισταγμόν: «Ακούσατέ μου, ω απειθείς, μη εκ της πέτρας ταύτης εξάξομεν υμίν ύδωρ;» (Αριθ. κ’, 10), ανταποκρινόμενος δηλαδή προς τον λαόν, οπού τον ανάγκαζε· δια τούτο, λέγω, δεν εμβήκεν εις την γην της επαγγελίας. Αλλά αναβάς εις το όρος Ναβαύ, εκεί απέθανεν, ώντας χρόνων εκατόν είκοσιν. Επρόλαβε δε την παρουσίαν του Χριστού έτη χίλια τετρακόσια ογδοήκοντα πέντε (5).
(3) Την θήβην ωνόμασεν ο άδηλος Ερμηνευτής κιβωτόν παπύρου θήκης, ή υδρίαν, ή πλατυσμόν, ήν τινες καλούσι στήτην. Ο δε Ιώσηπος πλέγμα αυτήν ονομάζει.
(4) Άλλοι δε είπον, ότι αύτη ωνομάζετο Μέρις, ή Μέρρινα (εν τω α’ τόμω της Αδολεσχίας).
(5) Σημείωσαι, ότι κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εφέρθη η θαυματουργός ράβδος του προφήτου τούτου Μωϋσέως εις την Κωνσταντινούπολιν, και ευγήκεν ο βασιλεύς πεζός και επροϋπάντησεν αυτήν. Κτίσας δε Ναόν της Θεοτόκου, έβαλε την ράβδον εις αυτόν. Έπειτα μετέφερεν αυτήν εις το παλάτιον, ως λέγει Γεώργιος ο Κωδινός (και όρα σελ. 1152 της Δωδεκαβίβλου). Και τούτο δε σημείωσαι, ότι την πρώτην και δευτέραν ωδήν του προφήτου τούτου Μωϋσέως ερμηνεύσαμεν εις το απλούν, ομού και τας άλλας ωδάς της στιχολογίας, τας οποίας εστείλαμεν δια να τυπωθούν. Επειδή δε εις την στιχολογίαν εκείνην, αλησμονήσαμεν να δώσωμεν εις τους αναγνώστας μίαν αναγκαίαν είδησιν, τούτου χάριν δίδομεν ταύτην εδώ. Μερικοί αδελφοί, βλέποντες εις το μζ’ κεφάλαιον του καθολικού και τετυπωμένου Τυπικού να γράφη· «Δει ειδέναι, ότι, τω Κυρίω άσωμεν, ου λέγομεν εφ’ όλην την Πεντηκοστήν»· τούτο λέγω βλέποντες, και μη νοούντες αυτό, καταλιμπάνουσι και αυτούς τους συνήθεις δέκα στίχους τους εν εκάστη ωδή λεγομένους εκ της στιχολογίας. Ουκ ορθώς δε τούτο ποιούσι. Καθότι οι συνήθεις δέκα στίχοι της στιχολογίας, ουδέποτε καταλιμπάνονται εν εκάστη ωδή, ούτε εις όλον το διάστημα της Πεντηκοστής, ούτε εις άλλον καιρόν. Εις μερικά δε ευαγή μοναστήρια του Όρους, τα ακριβέστερα των άλλων εν ταις Ακολουθίαις, λέγουσι τους ανωτέρω στίχους εκ της στιχολογίας, και όταν ψάλληται ο Κανών του Μεγάλου Σαββάτου. Το δε υπό του Τυπικού λεγόμενον ούτω νοείται: οι παλαιοί Πατέρες εδιάλεξαν μερικούς στίχους από κάθε ωδήν της στιχολογίας, παράνω από τους συνειθισμένους δέκα, και τούτους τους στίχους εδιώρισαν να ψάλλωνται κατά τας ημέρας εκείνας, κατά τας οποίας ψάλλεται η Παρακλητική, όταν ούτε προεόρτιά εισί τινος εορτής, ούτε μεθέορτα. Μίαν τοιαύτην στιχολογίαν είδον εγώ χειρόγραφον εν τω ιερώ Κοινοβίω του Διονυσίου, όπου και εψάλλετο. Ομοίως και εν τη Μεγίστη Λαύρα και εν τη των Ιβήρων. Περί τοιαύτης λοιπόν στιχολογίας λέγει το Τυπικόν, ότι ου λέγεται εν τω διαστήματι όλης της Πεντηκοστής, και ουχί περί της κοινής ταύτης και δεκαστίχου της υπό πάντων εγνωσμένης. Μία λοιπόν ούσα η στιχολογία όλη, κατά τρεις τρόπους αναγινώσκεται, ή ψάλλεται: άλλως εν τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή· άλλως εν ταις ημέραις, καθ’ ας ψάλλεται η Παρακλητική· και άλλως εν ταις ημέραις, καθ’ ας ψάλλονται εορταί και προεόρτια, και μεθέορτα. Και απλώς, καθ’ ας η Παρακλητική ου ψάλλεται. Όρα δε και εν κεφαλαίω ογ’ του αυτού Τυπικού, όπου καθαρώτερα λέγει, ότι ου σχολάζουσιν οι στίχοι (της στιχολογίας δηλ.) πώποτε. Πλην εν τη μεγάλη Κυριακή (του Πάσχα) και εν πάση τη Διακαινησίμω εβδομάδι. Περί δε του, τω Κυρίω άσωμεν, πώς ψάλλεται, άκουε. Όταν ψάλλεται η Οκτώηχος (ήτοι η Παρακλητική), άρχεται ο πρώτος χορός λέγειν· «τω Κυρίω άσωμεν ενδόξως γαρ δεδόξασται, ίππον και αναβάτην έρριψεν εις θάλασσαν». Είτα ο έτερος χορός· «Βοηθός και σκεπαστής». Και τους καθ’ εξής στίχους λέγουσι χύμα και οι δύω χοροί, έκαστος τον οικείον στίχον. Όταν δε φθάσουν το «Επάγη ωσεί τείχος τα κύματα, επάγη και τα κύματα εν μέσω της θαλάσσης», τότε ψάλλουσι τον ειρμόν και τα τροπάρια του κανόνος, ποιούντες αυτά δεκατέσσαρα.
*
Η Αγία Ερμιόνη, μία των τεσσάρων θυγατέρων Φιλίππου του Αποστόλου, εν ειρήνη τελειούται.
Χωρεί προς αυτούς Ουρανούς Ερμιόνη,
Έρμαιον ευρηκυία την σωτηρίαν.
Φίλιππος ο αγιώτατος Απόστολος ο εκ των επτά Διακόνων, ο τον ευνούχον της Κανδάκης βαπτίσας, είχε θυγατέρας τέσσαρας. Τας οποίας ο Ευαγγελιστής Λουκάς εις τας Πράξεις μαρτυρεί, ότι ήτον παρθένοι και προφήτισσαι (Πραξ. κα’, 8)· από τας οποίας η Ερμιόνη και η Ευτυχίς, επήγαν εις την Ασίαν και εζήτουν Ιωάννην τον Θεολόγον. Μη ευρούσαι δε αυτόν, επειδή και μετέθηκεν αυτόν ο Θεός ωσάν τον Ενώχ και ’Ηλιαν, εύρον αντί εκείνου Πετρώνιον τον μαθητήν του Αγίου Παύλου. Και διδαχθείσαι από αυτόν, εσπούδαζον να μιμούνται και τας αρετάς και την γνώμην αυτού. Η δε Ερμιόνη εμεταχειρίζετο την ιατρικήν τέχνην. Δια τούτο και έτρεχεν εις αυτήν πλήθος ανθρώπων πολύ, και όλοι ιατρεύοντο με την επικάλεσιν και το όνομα του Χριστού. Όταν δε ο βασιλεύς Τραϊανός επέρνα δια να υπάγη να πολεμήση κατά των Περσών, τότε εδιαβάλθη εις αυτόν η Αγία Ερμιόνη ως Χριστιανή. Όθεν παραστήσας αυτήν έμπροσθέν του ο βασιλεύς, εδοκίμαζε να την απατήση με κολακείας, και να την χωρίση από την πίστιν του Χριστού. Αλλ’ επειδή να την καταπείση δεν εδυνήθη, δια τούτο επρόσταξε να ραπίζουν αυτήν εις το πρόσωπον ώρας αρκετάς. Αλλ’ η Μάρτυς βλέπουσα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν καθήμενον εν τω κριτηρίω εις σχήμα του Πετρωνίου, συνομιλούντα και ενδυναμόνοντα αυτήν, εκ τούτου ενόμιζε τα ραπίσματα ως ένα ουδέν. Όθεν και ο βασιλεύς βλέπωντας το στερεόν και αμετάβλητον του νοός της, και εντραπείς, αφήκεν αυτήν.
Από τότε λοιπόν η Αγία Ερμιόνη άνοιξεν εις την Ασίαν ένα ιερόν πανδοχείον. Και δεχομένη όλους τους ξένους, επαρηγόρει αυτούς ψυχικά και σωματικά. Και ήτον να ιδή τινάς, ότι εκεί εδοξάζετο ο Κύριος καθ’ εκάστην ημέραν από κάθε άνθρωπον, έως ου απέθανεν ο Τραϊανός. Αφ’ ου δε εβασίλευσεν Αδριανός ο γαμβρός του Τραϊανού, εν έτει ριζ’ [117], και έμαθε τα περί της Αγίας Ερμιόνης, ευθύς έστειλε και την έφερε, και λέγει προς αυτήν. Λέγε μοι, ω γραΐδιον, πόσων χρόνων είσαι; και από ποίον γένος υπάρχεις; Η δε Αγία απεκρίθη. Ο Χριστός μου ηξεύρει πόσων χρόνων είμαι, και από ποίον γένος υπάρχω. Ο βασιλεύς είπεν. Ευγάλετε το παλλίον, ήτοι το επανωφόρι της, και δέρνετε αυτήν άσπλαγχνα λέγοντες. Εις εκείνα οπού ερωτά ο βασιλεύς, αποκρίνου με σεμνότητα. Εν όσω δε καιρώ εδέρνετο η Αγία, δεν έλειπεν ο ψαλμός από το στόμα της. Αφ’ ου δε οι δήμιοι απέκαμαν δέρνοντες, επρόσταξεν ο βασιλεύς να βάλουν περόνια υποκάτω εις τους πόδας της Μάρτυρος. Επειδή δε η Αγία λαμβάνουσα την βάσανον ταύτην, ευχαρίστει περισσότερον τον Θεόν, δια τούτο άναψεν ο βασιλεύς από τον θυμόν. Και προστάζει να καή ένα καζάνι γεμάτον από πίσσαν και τεάφι, και άσφαλτον και μολύβι, και ούτω να βαλθή μέσα εις αυτό η Αγία. Όθεν αναβλέψασα εις τον ουρανόν, και ζητήσασα δύναμιν από τον Θεόν, εσφράγισε τον εαυτόν της με το σημείον του σταυρού, και έτζι εμβήκε μέσα εις το αναμμένον καζάνι. Και ω του θαύματος! παρευθύς έσβυσε το πυρ, και εχύθησαν έξω το μολύβι και τα λοιπά είδη. Και ούτως η Μάρτυς έμεινεν αβλαβής.
Ο δε βασιλεύς βλέπων το τοιούτον θαυμάσιον, εθυμώθη περισσότερον. Και προστάζει να καύσουν δεύτερον το καζάνι τόσον πολλά, ώστε οπού να χωνεύσουν μέσα εις αυτό τα κόκκαλα της Μάρτυρος. Τούτο δε ποιήσαντες οι δήμιοι, έβλεπον την Αγίαν, οπού εστέκετο εις το μέσον του καζανίου, ωσάν να εστέκετο μέσα εις δρόσον. Ήτις και είπε προς τον τύραννον. Βασιλεύ, ζη Κύριος ο Θεός! καθώς εσύ αυτού μακράν καθήμενος, δεν αισθάνεσαι την καύσιν του καζανίου τούτου, έτζι ουδέ εγώ αισθάνομαι αυτήν. Ο δε βασιλεύς θαυμάσας εις τούτο, εσηκώθη από τον θρόνον του και επήγε κοντά. Και εγγίσας το χέρι του εις το καζάνι, ευθύς ευγήκε το δέρμα και τα ονύχια της χειρός του.
Τότε η Αγία εφώναξε μέσα από το καζάνι. Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών. Ο δε βασιλεύς τούτο ακούσας, εθυμώθη δυνατά, και προστάζει να καή ένα τηγάνι μεγάλον έως οπού να σπιθοβολά, και μέσα εις αυτό να βάλουν γυμνήν την Αγίαν. Όταν λοιπόν εμβήκεν η Αγία εις το αναμμένον τηγάνι, Άγγελος Κυρίου ο φυλάττων αυτήν, εσκόρπισε την φωτίαν από το ένα μέρος και από το άλλο του τηγανίου. Και τους μεν παρευρεθέντας εκεί, κατέκαυσε, την δε Αγίαν, εποίησε να ευρίσκετο μέσα εις το τηγάνι, ωσάν μέσα εις χλοηφόρον τόπον, και να υμνή και να δοξάζη ευχαρίστως τον Κύριον.
Τούτο το παράδοξον θαύμα βλέπωντας ο Αδριανός, ετρόμαξε. Και προστάζει να ευγάλουν την Μάρτυρα από το τηγάνι, φοβούμενος, μήπως κατακαή και αυτός από το πυρ. Όταν λοιπόν ευγήκεν έξω η Αγία, λέγει προς τον Αδριανόν. Βασιλεύ, ήξευρε, ότι ο Κύριός μου με έκαμε να υπνώσω μέσα εις το τηγάνι. Και λοιπόν είδον εις τον ύπνον μου, ότι επροσκύνουν τον μεγάλον θεόν Ηρακλήν. Ο δε βασιλεύς τούτο ακούσας, εχάρη. Και προστάζει αυτήν να έμβη μέσα εις τον ελληνικόν ναόν. Εισελθούσης δε της Αγίας και προσευξαμένης εις τον αληθή και φιλάνθρωπον Θεόν, ευθύς έγινε βροντή από τον ουρανόν, και μαζί με την βροντήν έπεσαν όλα τα είδωλα, οπού ευρίσκοντο εις τον ναόν, και κατατζακισθέντα έγιναν ωσάν κονιορτός.
Τότε η Αγία ευγήκεν από τον ναόν και λέγει εις τον βασιλέα. Έμβα, ω βασιλεύ, εις τον ναόν, και βοήθησον εις τους θεούς σου. Διατί αυτοί έπεσον, και δεν ημπορούν να σηκωθούν. Εμβαίνωντας δε ο βασιλεύς, και βλέπωντας την συντριβήν και κατατζακισμόν των ειδώλων, επρόσταξε να αποκεφαλίσουν την Αγίαν έξω της πόλεως. Επήραν λοιπόν αυτήν Θεόδουλος και Θεότιμος οι δήμιοι, και ευγήκαν έξω της πόλεως. Και επειδή ώρμησαν να αποκεφαλίσουν αυτήν προ του να προσευχηθή, εξηράνθησαν τα χέρια αυτών. Όθεν προσπέσαντες εις την Αγίαν, επίστευσαν ολοψύχως εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και ούτως έγιναν υγιείς. Παρακαλέσαντες δε την Αγίαν να προσευχηθή και δια λόγου των, ίνα παραδώσωσι τας ψυχάς των εις τον Κύριον έμπροσθέν της, ούτως εκοιμήθησαν και ετελειώθησαν με μακάριον τέλος. Έπειτα και η Αγία εκοιμήθη εις τον ίδιον τόπον. Μερικοί δε ευλαβείς Χριστιανοί, πέρνοντες τα τίμια αυτών λείψανα, ενταφίασαν αυτά εις την πόλιν της Εφέσου, εν τόπω σεμνώ και τιμίω, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος.
*
Οι Άγιοι Θεότιμος (6) και Θεόδουλος, οι από δημίων πιστεύσαντες, εν ειρήνη τελειούνται.
Θεότιμος τέθνηκε συν Θεοδούλω,
Τιμήν συν αυτώ δουλικήν δους Κυρίω.
(6) Εν δε τοις χειρογράφοις Συναξαρισταίς Τιμόθεος ούτος γράφεται.
*
Ο Άγιος Πετρώνιος εν ειρήνη τελειούται (7).
Υπήρχε Χριστός τω Πετρωνίω πέτρα,
Ανωτέρω μένοντι πειρασμών βίας.
(7) Εν δε τοις τετυπωμένοις Μηναίοις Μάρτυς γράφεται ο Πετρώνιος ούτος.
*
Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Χαριτίνης.
Όπερ δι’ ευχής είχε σαρκός την λύσιν,
Ιδού δι’ ευχής λαμβάνει Χαριτίνη (8).
(8) Σημείωσαι, ότι τούτο το ίδιον δίστιχον ευρίσκεται και εις την συνώνυμον αυτής Χαριτίνην, κατά την πέμπτην Οκτωβρίου.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Σάρβηλος (9) λιθοβοληθείς τελειούται.
Βέβηλον ο Σάρβηλος ου σέβων σέβας,
Ανδρών βεβήλων χερσί βάλλεται λίθοις.
(9) Εν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή Ζάρβηλος γράφεται.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Κεντυρίωνος, Θεοδώρου, Αμμιανού, και Ιουλιανού, ορμωμένων εκ κώμης Κανδαύλης.
Εις τον Κεντυρίωνα.
Ο Κεντυρίων πυρ πόθου θείου πνέων,
Ψυχήν προθύμως εις το πυρ αποπνέει.
Εις τον Θεόδωρον, Αμμιανόν και Ιουλιανόν.
Τριττοίς αθληταίς η πυρά κλίμαξ ξένη,
Δι’ ης ανήλθον ουρανού εις το πλάτος.
Ούτοι οι Άγιοι δια την εις Χριστόν ομολογίαν, βασανίζονται πρώτον με διαφόρους βασάνους υπό Μαξιμιανού βασιλέως εν έτει σπη’ [288], έπειτα βάλλονται μέσα εις ένα λουτρόν αναμμένον. Και διαφυλαχθέντες αβλαβείς υπό θείου Αγγέλου, κόπτονται τους πόδας με τζεκούρι. Και ριφθέντες μέσα εις φωτίαν, τελειούνται εν Κυρίω.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Θαθουήλ και Βεβαίας.
Τμηθέντες άμφω Θαθουήλ και Βεβαία,
Ζωήν βεβαίαν εύρον αντ’ εψευσμένης.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον εις τον καιρόν Αδριανού (10) βασιλέως, εν έτει ριζ’ [117], από τους οποίους ο Θαθουήλ ήτον ιερεύς της δαιμονικής πλάνης. Διδαχθείς δε από ένα Επίσκοπον, επρόσδραμεν εις την πίστιν του Χριστού. Όθεν δια την αιτίαν ταύτην δέρνεται με ραβδία από Αύγαρον τον τοπάρχην, και καίεται εις τα ομμάτια. Είτα δεθείς οπίσω τας χείρας, δέρνεται εις την κοιλίαν. Κρεμασθείς δε από το ένα χέρι, ξέεται και καίεται υποκάτω με πυρ. Έπειτα βαλθείς εις όργανον μηχανικόν, πριονίζεται από την κεφαλήν. Και ούτως ετελειώθη με μάχαιραν, ομού με την αδελφήν του Βεβαίαν.
(10) Εν δε τω χειρογράφω Συναξαριστή γράφεται Τραϊανού.
*
Μνήμη των Αγίων τριών χιλιάδων, και εξακοσίων εικοσιοκτώ Μαρτύρων.
Εξακοσίους Χριστέ και τρισχιλίους,
Συν συνάθλοις ήνωσας Αγγέλοις άνω.
Ούτοι οι Άγιοι ευρέθησαν κρυμμένοι εις τα βουνά και σπήλαια της Νικομηδείας εν έτει σϞ’ [290], τους οποίους, αφ’ ου πρότερον ετιμώρησεν ο βασιλεύς Μαξιμιανός με διαφόρους βασάνους, τελευταίον τους εθανάτωσε. Και ούτως έλαβον της αθλήσεως τους στεφάνους.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Δ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Βαβύλα Ἐπισκόπου Ἀντιοχείας, καὶ τῶν σὺν αὐτῷ τριῶν Παίδων.
Εἰς τὸν Βαβύλαν.
Ὁ Χριστὸν αὐτὸν Βαβύλας θύων πάλαι,
Χριστῷ προθύμως θύεται διὰ ξίφους.
Εἰς τοὺς τρεῖς Παῖδας.
Ὑπὲρ μεγίστου Δεσπότου Θεοῦ Λόγου,
Τρέχουσι θερμῶς πρὸς ξίφος τὰ παιδία.
Παῖδας καὶ Βαβύλαν πέφνε ξίφος ἀμφὶ τετάρτην.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Νουμεριανοῦ ἐν ἔτει σπδ΄ [284], γέγονε δὲ Ἐπίσκοπος τῆς Ἀντιοχείας, τὸν Ζεβῖνον διαδεξάμενος, κατὰ τὸν Εὐσέβιον (βιβλ. ζ΄, κεφ. κθ΄). Οὗτος λοιπὸν μανθάνωντας, ὅτι ὁ βασιλεὺς Νουμεριανὸς ἀπανθρωπότατα ἔσφαξε τὸν υἱὸν τοῦ βασιλέως Περσῶν, τὸν ὁποῖον εἶχε λάβῃ ἐνέχειρον καὶ ἀμανέτι τῆς πρὸς τοὺς Πέρσας εἰρήνης· καὶ ὅτι ἐθυσίασεν εἰς τὰ εἴδωλα (1)· τοῦτο, λέγω, μανθάνωντας, καὶ ὅτι ὁ Νουμεριανὸς ἐπεχείρει ἀκόμη νὰ μολύνῃ καὶ τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Χριστιανῶν, μὲ τὸ νὰ ἐζήτει νὰ ἔμβῃ μέσα εἰς αὐτὴν τοιοῦτος φονεὺς καὶ εἰδωλολάτρης: τούτου χάριν ἐστάθη εἰς τὰς πόρτας τῆς Ἐκκλησίας ἀνδρειότατα ὁ ἀοίδιμος Βαβύλας, καὶ σχίσας τοὺς σωματοφύλακας καὶ δορυφόρους, ἐξάπλωσε τὴν δεξιάν του χεῖρα εἰς τὸ στῆθος τοῦ μιαροῦ βασιλέως. Καὶ ἀφ’ οὗ τοῦτον ἐπετίμησεν ἱκανῶς, ἐδίωξεν αὐτὸν καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. Ὁ δὲ βασιλεὺς κατὰ τὸ παρὸν μὲν ἐσιώπησεν, καὶ δὲν ἔκαμε κᾀνένα κίνημα, φοβούμενος, μήπως ἤθελε γένῃ κᾀμμία ἐπανάστασις ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν Χριστιανῶν, ὁποῦ ἦτον συνηθροισμένον ἐκεῖ. Βαρέως ὅμως καὶ πικρῶς τὴν ὕβριν ταύτην καὶ ἀτιμίαν ὑπέμεινε. Τὴν δὲ ἐρχομένην ἡμέραν ἐκαλέσθη ὁ Ἅγιος, καὶ παρασταθεὶς ἔμπροσθεν τοῦ βασιλικοῦ βήματος, ἐρωτήθη ἀπὸ τὸν βασιλέα. Καὶ ἐπειδὴ κατέπληξεν αὐτὸν μὲ τὰς σοφὰς αὑτοῦ ἀντιρρήσεις, καὶ μήτε μὲ κολακείας, μήτε μὲ δυνατοὺς φοβερισμοὺς ἔστερξε νὰ ἀφήσῃ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, τούτου χάριν ἐδέθη ἀπὸ τὸν λαιμὸν καὶ ἀπὸ τοὺς πόδας μὲ σιδηρᾶς ἁλυσίδας. Καὶ οὕτως ἀτίμως ἁλυσοδεμένος, ἐπέρασεν ἀπὸ τὸ μέσον τῆς πόλεως, καὶ ἐβάλθη εἰς φυλακήν.
Εἶχε δὲ ὁ Ἅγιος ἀκολουθοῦντα εἰς αὐτὸν καὶ τρία παιδία, ἀδέλφια κατὰ σάρκα. Τὰ ὁποῖα, κατὰ μὲν τὴν ἡλικίαν, ἦτον πολλὰ νέα, κατὰ δὲ τὴν γνῶσιν, ἦτον γέροντες. Ταῦτα λοιπὸν δὲν ἤθελαν νὰ χωρισθοῦν ἀπὸ τὴν ἱερὰν καὶ γλυκυτάτην διδασκαλίαν καὶ συνοδίαν τοῦ διδασκάλου των. Ὅθεν ὁ βασιλεὺς παραστήσας αὐτὰ ἔμπροσθέν του, καὶ ἐρωτήσας, ἂν ἀρνοῦνται τὸν Χριστὸν καὶ τὸν διδάσκαλόν τους Βαβύλαν, καὶ ἂν θυσιάζουν εἰς τὰ εἴδωλα, εὗρεν αὐτὰ στερεὰ καὶ ἀνδρειωμένα. Καλέσας δὲ καὶ τὴν μητέρα των, καὶ εὑρὼν καὶ αὐτὴν βεβαίαν καὶ ἀμετάθετον εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, ἐπρόσταξε, τὴν μὲν μητέρα νὰ κτυπήσουν εἰς τὸ πρόσωπον, εἰς δὲ τὰ παιδία, νὰ δώσουν τόσας ξυλίας, ὅσων χρόνων ἦτον τὸ καθ’ ἕνα.
Ἔπειτα, εὐγάνει μὲν τὰ παιδία ἔξω, φέρει δὲ ἔσω τὸν διδάσκαλον αὐτῶν Βαβύλαν, καὶ λέγει εἰς αὐτόν, θέλωντας νὰ τὸν ἀπατήσῃ. Ἰδοὺ τὰ παιδία εἶναι ἕτοιμα νὰ θυσιάσουν εἰς τοὺς θεούς. Ὁ δὲ Ἅγιος ἤλεγξεν αὐτόν, ὅτι ψευδῶς τοῦτο λέγει. Ὅθεν προστάζει ὁ ἀπάνθρωπος τύραννος νὰ κρεμασθῇ ὁ Ἅγιος ὁμοῦ μὲ τὰ τρία παιδία, ἐπάνω εἰς ξύλα, καὶ νὰ καταξέεται μὲ σιδηρᾶ ὀνύχια. Ἔπειτα, τὸν μὲν διδάσκαλον Βαβύλαν, κλείει μέσα εἰς ἕνα μικρὸν οἶκον, ὁποῦ ἦτον ἐκεῖ κοντά. Τοὺς δὲ παῖδας καὶ μαθητάς του, ἐπεχείρει νὰ κολακεύσῃ μὲ διαφόρους καὶ πολυτρόπους κολακείας. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐγνώρισεν ὅτι ματαίως κοπιάζει, ἔφερε πάλιν ἔμπροσθέν του τὸν Ἅγιον, καὶ ἐσυμβούλευεν αὐτὸν διὰ νὰ διδάξῃ τὰ παιδία νὰ ἀρνηθοῦν τὴν εὐσέβειαν.
Ἐπειδὴ δὲ εἶδεν αὐτὸν προθυμότερα ἀπὸ τὸ πρῶτον ἀντιλέγοντα καὶ ἀπολογούμενον, ἄναψεν ἀπὸ τὸν θυμόν, καὶ ἀποφασίζει νὰ θανατωθῇ μὲ τὸ ξίφος. Καὶ λοιπὸν ὁ μακάριος Βαβύλας βαλὼν ἔμπροσθέν του τὰ τρία ἄκακα παιδία, ὅταν εἶδεν αὐτὰ πρότερον ἀποκεφαλισθέντα, εἶπεν ἐκεῖνο τὸ τοῦ Ἡσαΐου· «Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία, ἅ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός». Εἶτα ἀκολούθως ἀπεκεφαλίσθη καὶ αὐτὸς ἐν ἔτει σπγ΄ [283] καὶ ἐτάφη ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἔτζι ὡς ἦτον μὲ τὰς ἁλυσίδας εἰς τὸν λαιμὸν καὶ εἰς τοὺς πόδας, καθὼς εἰς αὐτοὺς ἐπαρήγγειλεν ἔτι ζῶντας ὁ Ἅγιος (2). (Τὸν ἑλληνικὸν Βίον αὐτοῦ συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Νουμεριανοῦ τὰ σκῆπτρα»· σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ.)
(1) Σημείωσαι, ὅτι ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, δύω ἐγκωμιαστικοὺς λόγους ἔπλεξεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Ἱερομάρτυρος τούτου Βαβύλα. Ἐν τῷ δευτέρῳ οὖν λόγῳ ἀναφέρει καὶ περὶ τῆς ὑποθέσεως ταύτης, λέγων· «Λαβὼν γάρ (ὁ Νουμεριανὸς δηλαδή) νόμῳ φιλίας καὶ συνθηκῶν τὸ παιδίον ἐκεῖνο τὸ βασιλικόν, πᾶντα ὁμοῦ κατεπάτησε καὶ ἀνέτρεψε, τοὺς ὅρκους, τὰς συνθήκας, τὴν πρὸς ἀνθρώπους αἰδῶ, τὴν πρὸς τὸ θεῖον εὐλάβειαν, τὸν ἀπὸ τῆς ἡλικίας ἔλεον… τούτων, λέγω, οὐδὲν εἰς νοῦν ὁ μιαρὸς ἐκεῖνος ἐβάλετο, ἀλλὰ πᾶντα ῥίψας ἀθρόως ἀπὸ τῆς ψυχῆς, τὸν φόνον ἐκεῖνον, τὸν πάντων ἐναγέστατον τῶν φόνων, ἐργάζεται» (τόμ. ε΄ τῆς ἐν Ἐτόνῃ ἐκδόσεως). Περὶ τούτου γράφει καὶ ὁ Θεοδώρητος ἐν βιβλ. γ΄, κεφ. θ΄, τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, ὅτι ὁ παραβάτης Ἰουλιανὸς μέλλων ἀπελθεῖν εἰς τὴν Περσίαν καὶ πολεμῆσαι, ἐρώτησε τὸν ἐν Δάφνῃ Ἀπόλλωνα νὰ τοῦ προειπῇ τὰ μέλλοντα. Ὁ δὲ εἶπεν ὅτι ἐμποδίζεται ἀπὸ τοὺς γειτονεύοντας νεκρούς, ἐννοώντας ὁ ψευδόμαντης, τὸ λείψανον τοῦ καλλινίκου τούτου Μάρτυρος Βαβύλα, καὶ τῶν συναθλησάντων αὐτῷ Παίδων. Τούτου χάριν ὁ Ἰουλιανός, γινώσκωντας τῶν Μαρτύρων τὴν δύναμιν, ἐπρόσταξε καὶ ἐσήκωσαν ἀπὸ ἐκεῖ οἱ Χριστιανοὶ τὰ ἅγια λείψανα τοῦ θείου Βαβύλα, οἵτινες χορεύοντες κατὰ τὴν ὁδόν, καὶ τὴν δαβιτικὴν ᾄδοντες μελῳδίαν, καθ’ ἕκαστον κῶλον ἐπεφθέγγοντο· «αἰσχυνθήτωσαν πᾶντες οἱ προσκυνοῦντες τοῖς γλυπτοῖς». Ἧτταν γὰρ τοῦ δαίμονος ὑπελάμβανον, τοῦ Μάρτυρος τὴν μετάθεσιν.
(2) Καὶ ὁ Χρυσορρήμων βεβαιοῖ τοῦτο, ὁποῦ λέγει ἐδῶ ὁ Συναξαριστής. Φησὶ γάρ· «μέλλων τοίνυν ὁ μακάριος ἀποσφάττεσθαι Βαβύλας, μετὰ τοῦ σιδήρου τὸ σῶμα ταφῆναι ἐπέσκηψε, δεικνύς, ὅτι τὰ δοκοῦντα ἐπονείδιστα εἶναι, ταῦτα, ὅταν διὰ τὸν Χριστὸν γίνεται, σεμνά τέ ἐστι καὶ λαμπρά. Καὶ οὐ μόνον οὐκ ἐγκαλύπτεσθαι, ἀλλὰ καὶ σεμνύνεσθαι ἐπ’ αὐτοῖς χρὴ τὸν πάσχοντα. Κᾂν τούτῳ τὸν μακάριον Παῦλον μιμούμενος, ὃς ἄνω καὶ κάτω τὰ στίγματα, τὰ δεσμά, τὴν ἅλυσιν ἔστρεφε, καυχώμενος καὶ μεγαλοφρονῶν, ἐφ’ οἷς ᾐσχύνοντο ἕτεροι» (Λόγ. β΄ εἰς τὸν Ἱερομάρτυρα τοῦτον Βαβύλαν). Καὶ καθὼς οἱ ἐν πολέμῳ νικήσαντες, ἦτον συνήθεια, καὶ ἐθάπτοντο μαζὶ μὲ τὰ ἅρματα ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἐνίκησαν τοὺς ἐχθρούς· τοιουτοτρόπως καὶ ὁ Ἱερομάρτυς οὗτος Βαβύλας ἠθέλησε νὰ ἐνταφιασθῇ μαζὶ μὲ τὰς ἁλυσίδας ἐκείνας, μὲ τὰς ὁποίας ἐνίκησε τὸν Διάβολον. Ἔχων πρὸς τούτοις καὶ τὸν θώρακα τῆς πίστεως, καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου καὶ τὰ ἄλλα νοητὰ ἅρματα. Ὅθεν εἶπεν ὁ ἴδιος Χρυσορρήμων· «ἔτι γὰρ καὶ νῦν παράκειται ταῦτα τὰ ὅπλα τοῖς τοῦ Χριστοῦ στρατιώταις. Καὶ καθάπερ τοὺς ἀριστέας μετὰ τῶν ὅπλων θάπτουσιν οἱ βασιλεῖς, οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς ἐποίησε, καὶ μετὰ τῶν ὅπλων αὐτοὺς ἔθαψεν. Ἵνα καὶ πρὸ τῆς ἀναστάσεως δείξῃ πᾶσαν τὴν δόξαν καὶ τὴν δύναμιν τῶν Ἁγίων» (Λόγ. εἰς τὸν Μάρτυρα Βαρλαάμ).
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βαβύλας ὁ ἐν Ἀντιοχείᾳ διδάσκαλος, σὺν τοῖς ὀγδοήκοντα τέσσαρσι παισί, ξίφει τελειοῦται.
Εἰς τὸν Βαβύλαν.
Μαθήσεώς σοι μισθὸς ἐκ τῶν Παιδίων,
Βαβύλα θεῖε τῆς τομῆς κοινωνία.
Εἰς τοὺς ὀγδοήκοντα τέσσαρας Παῖδας.
Αἶνον προσῆξαν τῷ Θεῷ Παῖδες πάλαι,
Οἱ νῦν δὲ Παῖδες τὰς ψυχὰς αὑτῶν ξίφει.
Ὅταν ὁ βασιλεὺς Μαξιμιανὸς εὑρίσκετο εἰς τὴν Νικομήδειαν, καὶ ἐκίνει διωγμὸν κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ἐν ἔτει σϞη΄ [298], ἀπὸ τὸν φόβον τους ἐκρύπτοντο οἱ Χριστιανοί. Τότε λοιπὸν προσελθὼν εἰς αὐτὸν ἕνας ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας λέγει. Βασιλεῦ, ὑποκάτω εἰς μίαν κρυπτὴν καμάραν κάθηται ἕνας γέρων ὀνόματι Βαβύλας, καὶ διδάσκει τὰ τῶν ἀφρόνων Χριστιανῶν παιδία, νὰ σέβωνται μὲν τὸν ἐσταυρωμένον, νὰ ἀποστρέφωνται δὲ τοὺς θεούς. Παρευθὺς λοιπὸν ἐστάλθησαν ὁμοῦ μὲ αὐτὸν στρατιῶται, καὶ ἔφερον ἔμπροσθεν τοῦ βασιλέως τὸν διδάσκαλον Βαβύλαν ὁμοῦ μὲ τοὺς μαθητάς του, ὀγδοηντατέσσαρας ὄντας τὸν ἀριθμόν. Ὅθεν ὁ Μαξιμιανὸς λέγει πρὸς αὐτόν. Διατί, ὦ γέρων, εἶσαι τόσον πεπλανημένος, καὶ πιστεύεις ἕνα ἄνθρωπὸν βιοθανῆ καὶ κακοθάνατον, τὸν ὁποῖον ἐσταύρωσαν οἱ Ἰουδαῖοι; Διατί δὲν προσκυνεῖς τοὺς θεούς, τοὺς ὁποίους προσκυνεῖ ὅλη ἡ οἰκουμένη; Ἢ διατί γελᾷς τὰ νήπια τῶν ἀφρόνων Χριστιανῶν, καὶ διδάσκεις αὐτὰ νὰ μὴ προσκυνοῦν τοὺς θεούς; Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη. Οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν, βασιλεῦ, εἶναι δαιμόνια. Ὁ δὲ ἐδικός μας Θεός, ἐποίησε τοὺς οὐρανούς. Σὺ δὲ καὶ οἱ μετὰ σοῦ Ἕλληνες, μὲ τὸ νὰ εἶσθε τυφλοί, δὲν βλέπετε τὴν ἀλήθειαν.
Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ βασιλεύς, ἄναψεν ἀπὸ τὸν θυμόν. Καὶ εὐθὺς προστάζει νὰ κτυποῦν τέσσαρες στρατιῶται μὲ πέτρας εἰς τὰ μάγουλα, εἰς τὰ πλευρά, καὶ εἰς τὰς ἄντζας τοῦ Ἁγίου. Ὁ δὲ Ἅγιος βλέπων τὸ σῶμά του, ὁποῦ ἐκοκκίνησεν ὅλον ἀπὸ τὸ αἷμα, εὐχαριστῶ σοι Κύριε, ἐφώναξεν, ὅτι ἐμένα τὸν γέροντα καὶ ἀσθενῆ ἔδειξες δυνατώτερον ἀπὸ βασιλέα νέον καὶ δυνατόν. Ὅθεν ἐπειδὴ εἶπε ταῦτα, διὰ τοῦτο μὲ τοὺς αὐτοὺς λίθους τζακίζεται ὁ Ἅγιος κατὰ τοὺς ἀστραγάλους καὶ κατὰ τοὺς ὤμους. Καὶ ἀφ’ οὗ ἐτζακίσθησαν ὅλα τὰ ἄρθρα καὶ αἱ ἁρμονίαι τοῦ σώματός του, δέχεται ἁλυσίδας βαρείας εἰς τὸν λαιμόν. Καὶ ἔτζι βάλλονται οἱ πόδες του εἰς τὸ τιμωρητικὸν ξύλον, καὶ κλείεται εἰς φυλακήν. Τότε ἄρχισεν ὁ βασιλεὺς νὰ κολακεύῃ τὰ ὀγδοηντατέσσαρα παιδία, καὶ νὰ τὰ παρακινῇ νὰ θυσιάσουν εἰς τοὺς θεούς. Τὰ δὲ παιδία, δὲν ἀπεκρίνοντο εἰς αὐτὸν ὁλότελα, ἀλλὰ συχνάκις ἔστρεφον καὶ ἔβλεπον ἕνα τὸ ἄλλο. Χωρίσας δὲ ἀπὸ αὐτὰ δέκα, τὰ πλέον μεγαλίτερα κατὰ τὴν ἡλικίαν, λέγει πρὸς αὐτά. Ἐσεῖς, ὦ τέκνα, ὡς φρόνιμα ὁποῦ εἶσθε, καταπεισθῆτε εἰς τὰ λόγιά μου καὶ θυσιάσετε εἰς τοὺς θεούς. Καὶ θέλετε εἶσθε μαζὶ μὲ ἐμένα εἰς τὸ παλάτιον διὰ νὰ ἀπολαμβάνετε πολλὰ ἀγαθά.
Δύω δὲ ἀπὸ αὐτά, Ἀμμώνιος καὶ Δονάτος ὀνομαζόμενα, εἶπον πρὸς τὸν βασιλέα. Ἡμεῖς εἴμεθα πιστοὶ Χριστιανοί, καὶ διὰ τοῦτο δὲν θέλομεν ὑποφέρομέν ποτε νὰ θυσιάσωμεν εἰς κωφοὺς καὶ ἀλάλους δαίμονας. Ὅθεν διὰ τὰ λόγια ταῦτα, δέρνονται ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν τὰ τοῦ Χριστοῦ ἀρνία. Καὶ δερνόμενα, περισσότερον ἀνδρειόνοντο καὶ ἐφώναζον συνεχῶς. Χριστιανοὶ εἴμεθα, καὶ δὲν θυσιάζομεν. Τότε ὁ βασιλεὺς γυρίσας εἰς τὰ ἄλλα παιδία εἶπε. Κᾂν ἐσεῖς θυσιάσετε, διὰ νὰ μὴ πάθητε ἀπὸ τὰ ἄλλα χειρότερα. Παρευθὺς δὲ καὶ ἐκεῖνα ἐφώναξαν. Χριστιανοὶ εἴμεθα, καὶ δὲν θυσιάζομεν. Ἀλλὰ ἂς ᾖναι ἀνάθεμα εἰς ἐσένα καὶ εἰς τοὺς θεούς σου. Τότε προστάζει ὁ τύραννος νὰ δαρθοῦν ὅλα δυνατά, καὶ νὰ βαλθοῦν εἰς τὴν φυλακήν. Καὶ τινὰς νὰ μὴ δώσῃ ψωμὶ εἰς αὐτά, ἀλλὰ νὰ τὰ ἀφήσουν διὰ νὰ ἀποθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖναν.
Ἔπειτα προστάζει, νὰ κρεμασθῇ μὲν ὁ διδάσκαλος αὐτῶν Βαβύλας, καὶ νὰ καταξανθῇ μὲ ὠμὰ νεῦρα βοῶν. Κάθε δὲ παιδίον ἠρώτα, ἀνίσως ἀρνῆται τὸν Χριστὸν καὶ τὸν διδάσκαλόν του. Ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνα συμφώνως εἰς τοῦτο δὲν ἐπείθοντο, διὰ τοῦτο ἐπρόσταξεν ὁ τύραννος νὰ θανατωθοῦν διὰ ξίφους, τόσον αὐτά, ὅσον καὶ ὁ διδάσκαλός των. Πηγαίνωντας λοιπὸν ὁ Ἅγιος συντροφευμένος μὲ τοὺς ὀγδοηντατέσσαρας μαθητάς του, εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, ἔψαλλεν ἡσύχως μὲ ἡδονὴν μεγάλην· «Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία, ἅ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός». Πρῶτος λοιπὸν ὁ θεῖος Βαβύλας ἀπεκεφαλίσθη, κατὰ τὴν προσταγὴν τοῦ βασιλέως. Ἔπειτα ἀκολούθως ἀπεκεφαλίσθησαν καὶ τὰ παιδία. Μερικοὶ δὲ Χριστιανοὶ ἐλθόντες διὰ νυκτός, ἔβαλον τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων μέσα εἰς ἕνα μικρὸν πλοῖον, καὶ τὰ ἐπῆγαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Καὶ οὕτω βαλόντες αὐτὰ μέσα εἰς τρία σεντούκια, τὰ ἐνταφίασαν ἔξω τοῦ τείχους τῆς πόλεως κατὰ τὸ βόρειον μέρος, ὅπου εἶναι Μοναστήριον, Χώρα ἐπονομαζόμενον.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Προφήτου καὶ θεόπτου Μωϋσέως.
Οὐκ ἐκ πέτρας νῦν, οὐδ’ ὀπισθίων μέρος,
Μωσῆ θεωρεῖς. Ἀλλ’ ὅλον Θεὸν βλέπεις.
Οὗτος ἐγεννήθη μὲν εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ διὰ τὸν φόβον τοῦ Φαραὼ ἐρρίφθη εἰς τὸν βάλτον τοῦ ποταμοῦ Νείλου, περικλεισμένος μέσα εἰς μίαν θήβην, ἤτοι σεντοῦκι πλεγμένον ἀπὸ παπύρι, καὶ ἔξωθεν ἀλειμμένον μὲ ἄσφαλτον ἥτις ἦτον ὁμοία μὲ πίσσαν (3). Ἐπάρθη δὲ ἐκ τοῦ ποταμοῦ ἀπὸ τὴν θυγατέρα τοῦ βασιλέως Φαραὼ Θέρμουθιν ὀνομαζομένην (4), καὶ ἀνατρέφεται ὡς υἱὸς αὐτῆς, φιλοτίμως καὶ βασιλικῶς, καὶ μανθάνει ὅλην τὴν σοφίαν τῶν Αἰγυπτίων. Ὅταν δὲ ἔγινε χρόνων τεσσαράκοντα, ἐθανάτωσεν ἕνα ἄνθρωπον Αἰγύπτιον, ὅστις ἐμάχετο καὶ ἔδερνεν ἕνα Ἑβραῖον. Διὰ τὸν φόνον λοιπὸν τοῦτον φοβηθείς, ἔφυγε καὶ ἐπῆγεν εἰς γῆν Μαδιάμ. Καὶ ἐκεῖ ἐπῆρε γυναῖκα Σεπφώραν τὴν θυγατέρα τοῦ Ἰοθόρ.
Ἐσχόλαζε δὲ καὶ ἐπροσηύχετο πάντοτε εἰς τὸν Θεόν, καὶ διὰ τῆς μελέτης καὶ προσευχῆς ἐκαθάριζε τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν του. Ὅθεν εἶδε τὸν Θεὸν εἰς τὸ ὄρος τοῦ Σινᾶ, καθὼς ἦτον δυνατὸν νὰ ἰδῇ ἄνθρωπος τὸν Θεόν. Καὶ γίνεται μὲ τοὺς ἰδίους του ὀφθαλμοὺς θεατὴς τοῦ ἐν τῇ βάτῳ θαύματος. Ἥτις καιομένη μέν, μὴ κατακαιομένη δέ, ἤτοι μὴ χωνευομένη, προεικόνιζε τὴν ἐν τῇ Παρθένῳ πραγματικὴν καὶ οὐσιώδη κατοίκησιν τῆς θεότητος. Τελειώσας δὲ ἄλλους τεσσαράκοντα χρόνους ἐν τῇ γῇ Μαδιάμ, κατέβη εἰς Αἴγυπτον κατὰ προσταγὴν Θεοῦ, ὤντας ὀγδοήκοντα χρόνων γέρωντας, διὰ νὰ ἐλευθερώσῃ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν Αἰγυπτίων.
Ἐπειδὴ δὲ ὁ Φαραὼ δὲν ἐπείθετο νὰ ἐλευθερώσῃ τὸν Ἰσραήλ, διὰ τοῦτο τιμωρεῖ ὁ Μωϋσῆς τὴν Αἴγυπτον μὲ τὰς δέκα πληγάς. Ὅθεν μὲ τὴν βοήθειαν καὶ θέλησιν τοῦ Θεοῦ, πέρνωντας τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ὁμοῦ μὲ ἀργύριον καὶ χρυσίον πολύ, διεπέρασεν αὐτὸν παραδόξως διὰ μέσου τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης. Καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐπαίδευσεν αὐτὸν ἄλλους τεσσαράκοντα χρόνους μὲ τὸν γραπτὸν Νόμον, καὶ μὲ διάφορα σημεῖα καὶ θαύματα. Ἐπειδὴ δὲ καὶ αὐτὸς ὡς ἄνθρωπος ἐπαρώξυνε τὸν Θεόν, διατὶ ἐλάλησε καὶ εἶπε μὲ δισταγμόν: «Ἀκούσατέ μου, ὦ ἀπειθεῖς, μὴ ἐκ τῆς πέτρας ταύτης ἐξάξομεν ὑμῖν ὕδωρ;» (Ἀριθ. κ΄, 10), ἀνταποκρινόμενος δηλαδὴ πρὸς τὸν λαόν, ὁποῦ τὸν ἀνάγκαζε· διὰ τοῦτο, λέγω, δὲν ἐμβῆκεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας. Ἀλλὰ ἀναβὰς εἰς τὸ ὄρος Ναβαῦ, ἐκεῖ ἀπέθανεν, ὤντας χρόνων ἑκατὸν εἴκοσιν. Ἐπρόλαβε δὲ τὴν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ ἔτη χίλια τετρακόσια ὀγδοήκοντα πέντε (5).
(3) Τὴν θήβην ὠνόμασεν ὁ ἄδηλος Ἑρμηνευτὴς κιβωτὸν παπύρου θήκης, ἢ ὑδρίαν, ἢ πλατυσμόν, ἥν τινες καλοῦσι στήτην. Ὁ δὲ Ἰώσηπος πλέγμα αὐτὴν ὀνομάζει.
(4) Ἄλλοι δὲ εἶπον, ὅτι αὕτη ὠνομάζετο Μέρις, ἢ Μέρρινα (ἐν τῷ α΄ τόμῳ τῆς Ἀδολεσχίας).
(5) Σημείωσαι, ὅτι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἐφέρθη ἡ θαυματουργὸς ῥάβδος τοῦ προφήτου τούτου Μωϋσέως εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ εὐγῆκεν ὁ βασιλεὺς πεζὸς καὶ ἐπροϋπάντησεν αὐτήν. Κτίσας δὲ Ναὸν τῆς Θεοτόκου, ἔβαλε τὴν ῥάβδον εἰς αὐτόν. Ἔπειτα μετέφερεν αὐτὴν εἰς τὸ παλάτιον, ὡς λέγει Γεώργιος ὁ Κωδινός (καὶ ὅρα σελ. 1152 τῆς Δωδεκαβίβλου). Καὶ τοῦτο δὲ σημείωσαι, ὅτι τὴν πρώτην καὶ δευτέραν ᾠδὴν τοῦ προφήτου τούτου Μωϋσέως ἑρμηνεύσαμεν εἰς τὸ ἁπλοῦν, ὁμοῦ καὶ τὰς ἄλλας ᾠδὰς τῆς στιχολογίας, τὰς ὁποίας ἐστείλαμεν διὰ νὰ τυπωθοῦν. Ἐπειδὴ δὲ εἰς τὴν στιχολογίαν ἐκείνην, ἀλησμονήσαμεν νὰ δώσωμεν εἰς τοὺς ἀναγνώστας μίαν ἀναγκαίαν εἴδησιν, τούτου χάριν δίδομεν ταύτην ἐδῶ. Μερικοὶ ἀδελφοί, βλέποντες εἰς τὸ μζ΄ κεφάλαιον τοῦ καθολικοῦ καὶ τετυπωμένου Τυπικοῦ νὰ γράφῃ· «Δεῖ εἰδέναι, ὅτι, τῷ Κυρίῳ ᾄσωμεν, οὐ λέγομεν ἐφ’ ὅλην τὴν Πεντηκοστήν»· τοῦτο λέγω βλέποντες, καὶ μὴ νοοῦντες αὐτό, καταλιμπάνουσι καὶ αὐτοὺς τοὺς συνήθεις δέκα στίχους τοὺς ἐν ἑκάστῃ ᾠδῇ λεγομένους ἐκ τῆς στιχολογίας. Οὐκ ὀρθῶς δὲ τοῦτο ποιοῦσι. Καθότι οἱ συνήθεις δέκα στίχοι τῆς στιχολογίας, οὐδέποτε καταλιμπάνονται ἐν ἑκάστῃ ᾠδῇ, οὔτε εἰς ὅλον τὸ διάστημα τῆς Πεντηκοστῆς, οὔτε εἰς ἄλλον καιρόν. Εἰς μερικὰ δὲ εὐαγῆ μοναστήρια τοῦ Ὄρους, τὰ ἀκριβέστερα τῶν ἄλλων ἐν ταῖς Ἀκολουθίαις, λέγουσι τοὺς ἀνωτέρω στίχους ἐκ τῆς στιχολογίας, καὶ ὅταν ψάλληται ὁ Κανὼν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Τὸ δὲ ὑπὸ τοῦ Τυπικοῦ λεγόμενον οὕτω νοεῖται: οἱ παλαιοὶ Πατέρες ἐδιάλεξαν μερικοὺς στίχους ἀπὸ κάθε ᾠδὴν τῆς στιχολογίας, παράνω ἀπὸ τοὺς συνειθισμένους δέκα, καὶ τούτους τοὺς στίχους ἐδιώρισαν νὰ ψάλλωνται κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, κατὰ τὰς ὁποίας ψάλλεται ἡ Παρακλητική, ὅταν οὔτε προεόρτιά εἰσί τινος ἑορτῆς, οὔτε μεθέορτα. Μίαν τοιαύτην στιχολογίαν εἶδον ἐγὼ χειρόγραφον ἐν τῷ ἱερῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου, ὅπου καὶ ἐψάλλετο. Ὁμοίως καὶ ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων. Περὶ τοιαύτης λοιπὸν στιχολογίας λέγει τὸ Τυπικόν, ὅτι οὐ λέγεται ἐν τῷ διαστήματι ὅλης τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ οὐχὶ περὶ τῆς κοινῆς ταύτης καὶ δεκαστίχου τῆς ὑπὸ πάντων ἐγνωσμένης. Μία λοιπὸν οὖσα ἡ στιχολογία ὅλη, κατὰ τρεῖς τρόπους ἀναγινώσκεται, ἢ ψάλλεται: ἄλλως ἐν τῇ Μεγάλῃ Τεσσαρακοστῇ· ἄλλως ἐν ταῖς ἡμέραις, καθ’ ἃς ψάλλεται ἡ Παρακλητική· καὶ ἄλλως ἐν ταῖς ἡμέραις, καθ’ ἃς ψάλλονται ἑορταὶ καὶ προεόρτια, καὶ μεθέορτα. Καὶ ἁπλῶς, καθ’ ἃς ἡ Παρακλητικὴ οὐ ψάλλεται. Ὅρα δὲ καὶ ἐν κεφαλαίῳ ογ΄ τοῦ αὐτοῦ Τυπικοῦ, ὅπου καθαρώτερα λέγει, ὅτι οὐ σχολάζουσιν οἱ στίχοι (τῆς στιχολογίας δηλ.) πώποτε. Πλὴν ἐν τῇ μεγάλῃ Κυριακῇ (τοῦ Πάσχα) καὶ ἐν πάσῃ τῇ Διακαινησίμῳ ἑβδομάδι. Περὶ δὲ τοῦ, τῷ Κυρίῳ ᾄσωμεν, πῶς ψάλλεται, ἄκουε. Ὅταν ψάλλεται ἡ Ὀκτώηχος (ἤτοι ἡ Παρακλητική), ἄρχεται ὁ πρῶτος χορὸς λέγειν· «τῷ Κυρίῳ ᾄσωμεν ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται, ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν». Εἶτα ὁ ἕτερος χορός· «Βοηθὸς καὶ σκεπαστής». Καὶ τοὺς καθ’ ἑξῆς στίχους λέγουσι χύμα καὶ οἱ δύω χοροί, ἕκαστος τὸν οἰκεῖον στίχον. Ὅταν δὲ φθάσουν τὸ «Ἐπάγη ὡσεὶ τεῖχος τὰ κύματα, ἐπάγη καὶ τὰ κύματα ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης», τότε ψάλλουσι τὸν εἱρμὸν καὶ τὰ τροπάρια τοῦ κανόνος, ποιοῦντες αὐτὰ δεκατέσσαρα.
*
Ἡ Ἁγία Ἑρμιόνη, μία τῶν τεσσάρων θυγατέρων Φιλίππου τοῦ Ἀποστόλου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Χωρεῖ πρὸς αὐτοὺς Οὐρανοὺς Ἑρμιόνη,
Ἕρμαιον εὑρηκυῖα τὴν σωτηρίαν.
Φίλιππος ὁ ἁγιώτατος Ἀπόστολος ὁ ἐκ τῶν ἑπτὰ Διακόνων, ὁ τὸν εὐνοῦχον τῆς Κανδάκης βαπτίσας, εἶχε θυγατέρας τέσσαρας. Τὰς ὁποίας ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς εἰς τὰς Πράξεις μαρτυρεῖ, ὅτι ἦτον παρθένοι καὶ προφήτισσαι (Πράξ. κα΄, 8)· ἀπὸ τὰς ὁποίας ἡ Ἑρμιόνη καὶ ἡ Εὐτυχίς, ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἀσίαν καὶ ἐζήτουν Ἰωάννην τὸν Θεολόγον. Μὴ εὑροῦσαι δὲ αὐτόν, ἐπειδὴ καὶ μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Θεὸς ὡσὰν τὸν Ἐνὼχ καὶ ’Ηλίαν, εὗρον ἀντὶ ἐκείνου Πετρώνιον τὸν μαθητὴν τοῦ Ἁγίου Παύλου. Καὶ διδαχθεῖσαι ἀπὸ αὐτόν, ἐσπούδαζον νὰ μιμοῦνται καὶ τὰς ἀρετὰς καὶ τὴν γνώμην αὐτοῦ. Ἡ δὲ Ἑρμιόνη ἐμεταχειρίζετο τὴν ἰατρικὴν τέχνην. Διὰ τοῦτο καὶ ἔτρεχεν εἰς αὐτὴν πλῆθος ἀνθρώπων πολύ, καὶ ὅλοι ἰατρεύοντο μὲ τὴν ἐπικάλεσιν καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν δὲ ὁ βασιλεὺς Τραϊανὸς ἐπέρνα διὰ νὰ ὑπάγῃ νὰ πολεμήσῃ κατὰ τῶν Περσῶν, τότε ἐδιαβάλθη εἰς αὐτὸν ἡ Ἁγία Ἑρμιόνη ὡς Χριστιανή. Ὅθεν παραστήσας αὐτὴν ἔμπροσθέν του ὁ βασιλεύς, ἐδοκίμαζε νὰ τὴν ἀπατήσῃ μὲ κολακείας, καὶ νὰ τὴν χωρίσῃ ἀπὸ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλ’ ἐπειδὴ νὰ τὴν καταπείσῃ δὲν ἐδυνήθη, διὰ τοῦτο ἐπρόσταξε νὰ ῥαπίζουν αὐτὴν εἰς τὸ πρόσωπον ὥρας ἀρκετάς. Ἀλλ’ ἡ Μάρτυς βλέπουσα τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καθήμενον ἐν τῷ κριτηρίῳ εἰς σχῆμα τοῦ Πετρωνίου, συνομιλοῦντα καὶ ἐνδυναμόνοντα αὐτήν, ἐκ τούτου ἐνόμιζε τὰ ῥαπίσματα ὡς ἕνα οὐδέν. Ὅθεν καὶ ὁ βασιλεὺς βλέπωντας τὸ στερεὸν καὶ ἀμετάβλητον τοῦ νοός της, καὶ ἐντραπείς, ἀφῆκεν αὐτήν.
Ἀπὸ τότε λοιπὸν ἡ Ἁγία Ἑρμιόνη ἄνοιξεν εἰς τὴν Ἀσίαν ἕνα ἱερὸν πανδοχεῖον. Καὶ δεχομένη ὅλους τοὺς ξένους, ἐπαρηγόρει αὐτοὺς ψυχικὰ καὶ σωματικά. Καὶ ἦτον νὰ ἰδῇ τινάς, ὅτι ἐκεῖ ἐδοξάζετο ὁ Κύριος καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἀπὸ κάθε ἄνθρωπον, ἕως οὗ ἀπέθανεν ὁ Τραϊανός. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐβασίλευσεν Ἀδριανὸς ὁ γαμβρὸς τοῦ Τραϊανοῦ, ἐν ἔτει ριζ΄ [117], καὶ ἔμαθε τὰ περὶ τῆς Ἁγίας Ἑρμιόνης, εὐθὺς ἔστειλε καὶ τὴν ἔφερε, καὶ λέγει πρὸς αὐτήν. Λέγε μοι, ὦ γραΐδιον, πόσων χρόνων εἶσαι; καὶ ἀπὸ ποῖον γένος ὑπάρχεις; Ἡ δὲ Ἁγία ἀπεκρίθη. Ὁ Χριστός μου ἠξεύρει πόσων χρόνων εἶμαι, καὶ ἀπὸ ποῖον γένος ὑπάρχω. Ὁ βασιλεὺς εἶπεν. Εὐγάλετε τὸ παλλίον, ἤτοι τὸ ἐπανωφόρι της, καὶ δέρνετε αὐτὴν ἄσπλαγχνα λέγοντες. Εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ ἐρωτᾷ ὁ βασιλεύς, ἀποκρίνου μὲ σεμνότητα. Ἐν ὅσῳ δὲ καιρῷ ἐδέρνετο ἡ Ἁγία, δὲν ἔλειπεν ὁ ψαλμὸς ἀπὸ τὸ στόμα της. Ἀφ’ οὗ δὲ οἱ δήμιοι ἀπέκαμαν δέρνοντες, ἐπρόσταξεν ὁ βασιλεὺς νὰ βάλουν περόνια ὑποκάτω εἰς τοὺς πόδας τῆς Μάρτυρος. Ἐπειδὴ δὲ ἡ Ἁγία λαμβάνουσα τὴν βάσανον ταύτην, εὐχαρίστει περισσότερον τὸν Θεόν, διὰ τοῦτο ἄναψεν ὁ βασιλεὺς ἀπὸ τὸν θυμόν. Καὶ προστάζει νὰ καῇ ἕνα καζάνι γεμάτον ἀπὸ πίσσαν καὶ τεάφι, καὶ ἄσφαλτον καὶ μολύβι, καὶ οὕτω νὰ βαλθῇ μέσα εἰς αὐτὸ ἡ Ἁγία. Ὅθεν ἀναβλέψασα εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ζητήσασα δύναμιν ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐσφράγισε τὸν ἑαυτόν της μὲ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ, καὶ ἔτζι ἐμβῆκε μέσα εἰς τὸ ἀναμμένον καζάνι. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! παρευθὺς ἔσβυσε τὸ πῦρ, καὶ ἐχύθησαν ἔξω τὸ μολύβι καὶ τὰ λοιπὰ εἴδη. Καὶ οὕτως ἡ Μάρτυς ἔμεινεν ἀβλαβής.
Ὁ δὲ βασιλεὺς βλέπων τὸ τοιοῦτον θαυμάσιον, ἐθυμώθη περισσότερον. Καὶ προστάζει νὰ καύσουν δεύτερον τὸ καζάνι τόσον πολλά, ὥστε ὁποῦ νὰ χωνεύσουν μέσα εἰς αὐτὸ τὰ κόκκαλα τῆς Μάρτυρος. Τοῦτο δὲ ποιήσαντες οἱ δήμιοι, ἔβλεπον τὴν Ἁγίαν, ὁποῦ ἐστέκετο εἰς τὸ μέσον τοῦ καζανίου, ὡσὰν νὰ ἐστέκετο μέσα εἰς δρόσον. Ἥτις καὶ εἶπε πρὸς τὸν τύραννον. Βασιλεῦ, ζῇ Κύριος ὁ Θεός! καθὼς ἐσὺ αὐτοῦ μακρὰν καθήμενος, δὲν αἰσθάνεσαι τὴν καῦσιν τοῦ καζανίου τούτου, ἔτζι οὐδὲ ἐγὼ αἰσθάνομαι αὐτήν. Ὁ δὲ βασιλεὺς θαυμάσας εἰς τοῦτο, ἐσηκώθη ἀπὸ τὸν θρόνον του καὶ ἐπῆγε κοντά. Καὶ ἐγγίσας τὸ χέρι του εἰς τὸ καζάνι, εὐθὺς εὐγῆκε τὸ δέρμα καὶ τὰ ὀνύχια τῆς χειρός του.
Τότε ἡ Ἁγία ἐφώναξε μέσα ἀπὸ τὸ καζάνι. Μέγας εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν. Ὁ δὲ βασιλεὺς τοῦτο ἀκούσας, ἐθυμώθη δυνατά, καὶ προστάζει νὰ καῇ ἕνα τηγάνι μεγάλον ἕως ὁποῦ νὰ σπιθοβολᾷ, καὶ μέσα εἰς αὐτὸ νὰ βάλουν γυμνὴν τὴν Ἁγίαν. Ὅταν λοιπὸν ἐμβῆκεν ἡ Ἁγία εἰς τὸ ἀναμμένον τηγάνι, Ἄγγελος Κυρίου ὁ φυλάττων αὐτήν, ἐσκόρπισε τὴν φωτίαν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τοῦ τηγανίου. Καὶ τοὺς μὲν παρευρεθέντας ἐκεῖ, κατέκαυσε, τὴν δὲ Ἁγίαν, ἐποίησε νὰ εὑρίσκετο μέσα εἰς τὸ τηγάνι, ὡσὰν μέσα εἰς χλοηφόρον τόπον, καὶ νὰ ὑμνῇ καὶ νὰ δοξάζῃ εὐχαρίστως τὸν Κύριον.
Τοῦτο τὸ παράδοξον θαῦμα βλέπωντας ὁ Ἀδριανός, ἐτρόμαξε. Καὶ προστάζει νὰ εὐγάλουν τὴν Μάρτυρα ἀπὸ τὸ τηγάνι, φοβούμενος, μήπως κατακαῇ καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ πῦρ. Ὅταν λοιπὸν εὐγῆκεν ἔξω ἡ Ἁγία, λέγει πρὸς τὸν Ἀδριανόν. Βασιλεῦ, ἤξευρε, ὅτι ὁ Κύριός μου μὲ ἔκαμε νὰ ὑπνώσω μέσα εἰς τὸ τηγάνι. Καὶ λοιπόν εἶδον εἰς τὸν ὕπνον μου, ὅτι ἐπροσκύνουν τὸν μεγάλον θεὸν Ἡρακλῆν. Ὁ δὲ βασιλεὺς τοῦτο ἀκούσας, ἐχάρη. Καὶ προστάζει αὐτὴν νὰ ἔμβῃ μέσα εἰς τὸν ἑλληνικὸν ναόν. Εἰσελθούσης δὲ τῆς Ἁγίας καὶ προσευξαμένης εἰς τὸν ἀληθῆ καὶ φιλάνθρωπον Θεόν, εὐθὺς ἔγινε βροντὴ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, καὶ μαζὶ μὲ τὴν βροντὴν ἔπεσαν ὅλα τὰ εἴδωλα, ὁποῦ εὑρίσκοντο εἰς τὸν ναόν, καὶ κατατζακισθέντα ἔγιναν ὡσὰν κονιορτός.
Τότε ἡ Ἁγία εὐγῆκεν ἀπὸ τὸν ναὸν καὶ λέγει εἰς τὸν βασιλέα. Ἔμβα, ὦ βασιλεῦ, εἰς τὸν ναόν, καὶ βοήθησον εἰς τοὺς θεούς σου. Διατὶ αὐτοὶ ἔπεσον, καὶ δὲν ἠμποροῦν νὰ σηκωθοῦν. Ἐμβαίνωντας δὲ ὁ βασιλεύς, καὶ βλέπωντας τὴν συντριβὴν καὶ κατατζακισμὸν τῶν εἰδώλων, ἐπρόσταξε νὰ ἀποκεφαλίσουν τὴν Ἁγίαν ἔξω τῆς πόλεως. Ἐπῆραν λοιπὸν αὐτὴν Θεόδουλος καὶ Θεότιμος οἱ δήμιοι, καὶ εὐγῆκαν ἔξω τῆς πόλεως. Καὶ ἐπειδὴ ὥρμησαν νὰ ἀποκεφαλίσουν αὐτὴν πρὸ τοῦ νὰ προσευχηθῇ, ἐξηράνθησαν τὰ χέρια αὐτῶν. Ὅθεν προσπέσαντες εἰς τὴν Ἁγίαν, ἐπίστευσαν ὁλοψύχως εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ οὕτως ἔγιναν ὑγιεῖς. Παρακαλέσαντες δὲ τὴν Ἁγίαν νὰ προσευχηθῇ καὶ διὰ λόγου των, ἵνα παραδώσωσι τὰς ψυχάς των εἰς τὸν Κύριον ἔμπροσθέν της, οὕτως ἐκοιμήθησαν καὶ ἐτελειώθησαν μὲ μακάριον τέλος. Ἔπειτα καὶ ἡ Ἁγία ἐκοιμήθη εἰς τὸν ἴδιον τόπον. Μερικοὶ δὲ εὐλαβεῖς Χριστιανοί, πέρνοντες τὰ τίμια αὐτῶν λείψανα, ἐνταφίασαν αὐτὰ εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἐφέσου, ἐν τόπῳ σεμνῷ καὶ τιμίῳ, εἰς δόξαν Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος.
*
Οἱ Ἅγιοι Θεότιμος (6) καὶ Θεόδουλος, οἱ ἀπὸ δημίων πιστεύσαντες, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦνται.
Θεότιμος τέθνηκε σὺν Θεοδούλῳ,
Τιμὴν σὺν αὐτῷ δουλικὴν δοὺς Κυρίῳ.
(6) Ἐν δὲ τοῖς χειρογράφοις Συναξαρισταῖς Τιμόθεος οὗτος γράφεται.
*
Ὁ Ἅγιος Πετρώνιος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (7).
Ὑπῆρχε Χριστὸς τῷ Πετρωνίῳ πέτρα,
Ἀνωτέρῳ μένοντι πειρασμῶν βίας.
(7) Ἐν δὲ τοῖς τετυπωμένοις Μηναίοις Μάρτυς γράφεται ὁ Πετρώνιος οὗτος.
*
Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Χαριτίνης.
Ὅπερ δι’ εὐχῆς εἶχε σαρκὸς τὴν λύσιν,
Ἰδοὺ δι’ εὐχῆς λαμβάνει Χαριτίνη (8).
(8) Σημείωσαι, ὅτι τοῦτο τὸ ἴδιον δίστιχον εὑρίσκεται καὶ εἰς τὴν συνώνυμον αὐτῆς Χαριτίνην, κατὰ τὴν πέμπτην Ὀκτωβρίου.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάρβηλος (9) λιθοβοληθεὶς τελειοῦται.
Βέβηλον ὁ Σάρβηλος οὐ σέβων σέβας,
Ἀνδρῶν βεβήλων χερσὶ βάλλεται λίθοις.
(9) Ἐν δὲ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ Ζάρβηλος γράφεται.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Κεντυρίωνος, Θεοδώρου, Ἀμμιανοῦ, καὶ Ἰουλιανοῦ, ὁρμωμένων ἐκ κώμης Κανδαύλης.
Εἰς τὸν Κεντυρίωνα.
Ὁ Κεντυρίων πῦρ πόθου θείου πνέων,
Ψυχὴν προθύμως εἰς τὸ πῦρ ἀποπνέει.
Εἰς τὸν Θεόδωρον, Ἀμμιανὸν καὶ Ἰουλιανόν.
Τριττοῖς ἀθληταῖς ἡ πυρὰ κλίμαξ ξένη,
Δι’ ἧς ἀνῆλθον οὐρανοῦ εἰς τὸ πλάτος.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι διὰ τὴν εἰς Χριστὸν ὁμολογίαν, βασανίζονται πρῶτον μὲ διαφόρους βασάνους ὑπὸ Μαξιμιανοῦ βασιλέως ἐν ἔτει σπη΄ [288], ἔπειτα βάλλονται μέσα εἰς ἕνα λουτρὸν ἀναμμένον. Καὶ διαφυλαχθέντες ἀβλαβεῖς ὑπὸ θείου Ἀγγέλου, κόπτονται τοὺς πόδας μὲ τζεκοῦρι. Καὶ ῥιφθέντες μέσα εἰς φωτίαν, τελειοῦνται ἐν Κυρίῳ.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Θαθουὴλ καὶ Βεβαίας.
Τμηθέντες ἄμφω Θαθουὴλ καὶ Βεβαία,
Ζωὴν βεβαίαν εὗρον ἀντ’ ἐψευσμένης.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον εἰς τὸν καιρὸν Ἀδριανοῦ (10) βασιλέως, ἐν ἔτει ριζ΄ [117], ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ Θαθουὴλ ἦτον ἱερεὺς τῆς δαιμονικῆς πλάνης. Διδαχθεὶς δὲ ἀπὸ ἕνα Ἐπίσκοπον, ἐπρόσδραμεν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν διὰ τὴν αἰτίαν ταύτην δέρνεται μὲ ῥαβδία ἀπὸ Αὔγαρον τὸν τοπάρχην, καὶ καίεται εἰς τὰ ὀμμάτια. Εἶτα δεθεὶς ὀπίσω τὰς χεῖρας, δέρνεται εἰς τὴν κοιλίαν. Κρεμασθεὶς δὲ ἀπὸ τὸ ἕνα χέρι, ξέεται καὶ καίεται ὑποκάτω μὲ πῦρ. Ἔπειτα βαλθεὶς εἰς ὄργανον μηχανικόν, πριονίζεται ἀπὸ τὴν κεφαλήν. Καὶ οὕτως ἐτελειώθη μὲ μάχαιραν, ὁμοῦ μὲ τὴν ἀδελφήν του Βεβαίαν.
(10) Ἐν δὲ τῷ χειρογράφῳ Συναξαριστῇ γράφεται Τραϊανοῦ.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων τριῶν χιλιάδων, καὶ ἑξακοσίων εἰκοσιοκτὼ Μαρτύρων.
Ἑξακοσίους Χριστὲ καὶ τρισχιλίους,
Σὺν συνάθλοις ἥνωσας Ἀγγέλοις ἄνω.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι εὑρέθησαν κρυμμένοι εἰς τὰ βουνὰ καὶ σπήλαια τῆς Νικομηδείας ἐν ἔτει σϞ΄ [290], τοὺς ὁποίους, ἀφ’ οὗ πρότερον ἐτιμώρησεν ὁ βασιλεὺς Μαξιμιανὸς μὲ διαφόρους βασάνους, τελευταῖον τοὺς ἐθανάτωσε. Καὶ οὕτως ἔλαβον τῆς ἀθλήσεως τοὺς στεφάνους.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *