Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου4 Οκτωβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Δ’, μνήμη του Αγίου Ιεροθέου, Επισκόπου Αθηνών.
Ιερόθεος ιερώθη σοι πάλαι,
Νυν δ’ αυ μεταστάς και συνήφθη σοι Λόγε.
Ηοί (ήτοι τη ημέρα) σήμα κάλυψε τετάρτη Ιερόθειον.
Ούτος ήτον από τας Αθήνας, ένας από τους εννέα βουλευτάς του εν τω Αρείω Πάγω κριτηρίου, καθώς ήτον και ο θείος Διονύσιος ο μαθητής του. Προκατηχηθείς δε την εις Χριστόν πίστιν από τον Απόστολον Παύλον, και βαπτισθείς, χειροτονείται Επίσκοπος Αθηνών. Αυτός δε πάλιν μυσταγωγεί τελειότερον τα περί Χριστού δόγματα τον Αρεοπαγίτην Διονύσιον. Ούτος ο μακάριος παρεγένετο εις την Κοίμησιν της Υπεραγίας Θεοτόκου δια νεφέλης, μετά των Αποστόλων και των Ισαποστόλων Ιεραρχών. Και ήτον έξαρχος μετά τους Αποστόλους, των θείων υμνωδιών, όλος εκδημών, όλος εξιστάμενος εαυτού, και την προς τα υμνούμενα κοινωνίαν πάσχων. Διο και από όλους οπού τον ήκουον, και τον έβλεπον, και τον ήξευρον πρότερον, και δεν τον ήξευρον, εκρίνετο, πως είναι ένας θεόληπτος, και ένας θείος υμνολόγος. Καθώς ταύτα λέγει αυτολεξεί ο μαθητής αυτού μέγας Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης εν τω γ’ κεφαλαίω περί θείων ονομάτων. Καλώς λοιπόν και θεοφιλώς πολιτευσάμενος, και ευφράνας τον Θεόν με την θεάρεστον αυτού πολιτείαν και τα κατορθώματα, προς αυτόν εξεδήμησεν (1).
(1) Εις τον μέγαν τούτον Ιερόθεον έπλεξεν εγκώμιον γλαφυρόν ο σοφός Ευθύμιος ο Ζυγαδηνός. Όπερ ευρίσκεται ανέκδοτον εν τοις Πανηγυρικοίς της Μεγίστης Λαύρας, του Κοινοβίου της του Αγίου Διονυσίου Μονής, και εν τοις του Βατοπαιδίου, και Ιβήρων, ου η αρχή· «Ιερόθεον επαινέσομαι τον ιερόν του Θεού άνθρωπον, δίκαιον γαρ». Συνέθετο δε και η εμή ευτέλεια τροπάριά τινα δια τους βουλομένους εορτάζειν την μνήμην αυτού.
*
Τη αυτή ημέρα ο Άγιος Ιερομάρτυς Πέτρος Καπιτωλίων (ή Καπιτωλίας (2)) ξίφει τελειούται.
Εύθηκτος ων μάχαιρα Πνεύματος Πέτρος,
Το του ξίφους εύθηκτον ουκ εδειλία.
Ούτος ήτον γέννημα και θρέμμα της πόλεως Καπιτωλίων, σοφός πολλά, και διαφέρων από τους πολλούς κατά την φρονιμάδα και σύνεσιν. Λαβών δε πρότερον γυναίκα με γάμον, και γεννήσας τρία παιδία, ύστερον έγινε Μοναχός. Ετιμήθη δε βιαίως και με το αξίωμα της Ιερωσύνης από τον Αρχιερέα της Μητροπόλεως Βόστρων (3). Είτα διαβάλλεται κοντά εις τον εθνάρχην των Αγαρηνών, ότι ήτον διδάσκαλος των Χριστιανών. Επειδή δε φανερώτερα και γενναιότερα ελάλησε περί της του Χριστού πίστεως έμπροσθεν του εθνάρχου, δια τούτο κόπτουσι την δεξιάν χείρα και τους δύω πόδας του. Έπειτα ευγάνουσι τους οφθαλμούς του, και καρφόνουσιν αυτόν εις τον Σταυρόν. Και τελευταίον τον αποκεφαλίζουσι. Το δε μαρτυρικόν αυτού σώμα καυθέν δια πυρός, ερρίφθη εις τον ποταμόν.
(2) Η Καπιτωλία, κατά τον Μελέτιον, είναι το νυν λεγόμενον Σουβέτε, πόλις της Δαμασκού, εις την οποίαν δείκνυται ο τάφος του Ιώβ.
(3) Η Βόστρα είναι Μητρόπολις της Πετραίας Αραβίας, έχουσα θρόνον Μητροπολίτου υπό τον Ιεροσολύμων. Πρότερον δε ήτον υπό τον Αντιοχείας. Κοινώς αύτη λέγεται Βουσσερέθ κατά τον Μελέτιον.
*
Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Δομνίνης και των θυγατέρων αυτής Βερίνης και Προσδόκης (4).
Το του ποταμού ρεύμα ρύμμα τρεις κόραι,
Βιωτικών έχουσιν αγνοημάτων.
Αύται αι Άγιαι, τρωθείσαι από τον ένθεον ζήλον και τον του Θεού έρωτα, άφησαν οσπήτια και συγγενείς, και επήγαν εις την πόλιν Έδεσσαν. Εις καιρόν δε οπού διέτριβον εκεί, ιδού αιφνιδίως έρχεται ο ανήρ της Βερνίκης και ο πατήρ της, Έλληνες όντες, μαζί με άλλους στρατιώτας. Πιασθείσαι λοιπόν υπ’ αυτών αι Άγιαι, επήγαν εις την Ιεράπολιν, κοντά εις την οποίαν τρέχει ένας ποταμός. Όθεν όταν οι στρατιώται έτρωγον και εμέθουν, αι Άγιαι αύται κρυφίως φεύγουσαι, και προσευξάμεναι εις τον Θεόν, εμβήκαν εις τον ποταμόν. Και αφήκαν εαυτάς εις τα κύματα του ποταμού. Και έτζι ετελειώθησαν αι μακάριαι δια του πνιγμού του ύδατος.
(4) Σημείωσαι, ότι ο θείος Χρυσόστομος έχει εγκώμιον πλατύ εις τας τρεις γυναίκας ταύτας εν τω ε’ τόμω της εν Ετόνη εκδόσεως. Βερνίκην δε γράφει ταύτην, και ουχί Βερίνην, ως γράφεται εν τω χειρογράφω και τετυπωμένω Συναξαριστή. Λέγει δε ο Άγιος εκεί, όχι πως αι θυγατέρες της Δομνίνης επνίγησαν μόναι εις τον ποταμόν. Αλλ’ ότι η μήτηρ αυτών Δομνίνα τας εβύθισεν εις τον ποταμόν. Εφοβήθη γαρ, μήπως οι στρατιώται φθείρουσι την παρθενίαν των θυγατέρων της. Όθεν εκείναι μεν, υπήκουσαν εις την μητέρα των. Η δε μήτηρ πέρνουσα αυτάς, την μίαν από το ένα χέρι, και την άλλην από το άλλο, τας εβύθισεν εις το νερόν του ποταμού, και ομού με εκείνας κατεβυθίσθη και αυτή. Άφησαν δε έξω του ποταμού τα υποδήματά των. Ίνα γνωρισθή, ότι κρυφίως από τους στρατιώτας έφυγον και επνίγησαν, και όχι με την είδησιν εκείνων. Ίνα μη κακοπαθήσωσιν ύστερον από τον κριτήν οπού τους έστειλεν. Επαινεί ουν ο Χρυσορρήμων, την μεν μητέρα δια την μεγάλην ανδρίαν οπού έδειξε, να νικήση τον πόθον της φύσεως και να θανατώση μόνη της τα γεννήματα της κοιλίας της, τας δε θυγατέρας δια την μεγάλην υπακοήν και ευπείθειαν, οπού έδειξαν, εις το να στέρξουν να πνιγούν υπό της μητρός των.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Αυδάκτου και Καλλισθένης της θυγατρός αυτού.
Εις τον Αύδακτον.
Ξίφει θανών Αύδακτε Μάρτυς Κυρίου,
Συν Μάρτυσι ζης και Θεόν ζώντα βλέπεις.
Εις την Καλλισθένην.
Χριστού θεωρεί κάλλος η Καλλισθένη,
Ούπερ το θείον είχεν εις σκέπην σθένος.
Ούτος ήτον από την Έφεσον. Ετιμήθη δε παρά του Μαξιμίνου, και έγινε δουξ δουκών και έπαρχος, εν έτει σλε’ [235], διατί υπερέβαλε τους άλλους κατά τον πλούτον και φρόνησιν. Επειδή όμως ο Μαξιμίνος εζήτησε την θυγατέρα του Καλλισθένην, δια να την λάβη γυναίκα με γάμον, ο δε Αύδακτος δεν ηθέλησε να την δώση εις εκείνον, με το να ήτον αλλότριος της των Χριστιανών πίστεως, τούτου χάριν διήρπασαν τα υπάρχοντά του, και εξώρισαν αυτόν εις Μελιτινήν, όπου και τον απεκεφάλισαν. Η δε θυγάτηρ του Καλλισθένη, κουρεύσασα τα μαλλία της κεφαλής της, και ανδρίκεια φορέματα ενδυθείσα, εκρύπτετο εις την Νικομήδειαν. Ύστερον δε από οκτώ χρόνους, επήγεν εις την Θράκην κοντά εις μίαν γυναίκα, της οποίας η θυγάτηρ είχε βεβλαμμένους τους οφθαλμούς. Όθεν ιατρεύσασα αυτήν, εζητείτο από τους γονείς της να λάβη με γάμον γυναίκα την ιατρευθείσαν θυγατέρα των, δια την χάριν της ιατρείας. Αλλ’ η μακαρία ωμολόγησε τα εις αυτήν συμβάντα, ότι είναι γυνή, και κάμνουσα αυτούς να δοξάσουν τον Θεόν, ανεχώρησεν.
Αφ’ ου ο Μαξιμίνος εθανατώθη, έγινε διάδοχος της βασιλείας ο Λικίνιος, εν έτει τιβ’ [312]. Όθεν η Καλλισθένη ενεφανίσθη εις την γυναίκα του Λικινίου, Κωνσταντίαν ονόματι, ήτις ήτον Χριστιανή, και αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Εκείνη δε εδέχθη ευμενώς την Καλλισθένην, και αποκατασταίνει αυτήν ως μητέρα του υιού της. Και έτζι με το μέσον αυτό, όχι μόνον επήρεν οπίσω όλην την περιουσίαν του πατρός της, την οποίαν είχε πάρη πρότερον ο Μαξιμίνος, ως είπομεν, αλλά και το λείψανον του αοιδίμου πατρός της Αυδάκτου μεταφέρει από την Μελιτινήν εις την Έφεσον. Και ναόν εις το όνομα αυτού κτίσασα, απεθησαύρισε το άγιόν του λείψανον εν αυτώ. Αποστολικώς λοιπόν η Αγία διαπεράσασα το υπόλοιπον της ζωής της, προς Κύριον εξεδήμησεν. (Όρα και εις το Συναξάριον του Θεολόγου κατά την ογδόην του Μαΐου μηνός.)
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Αμμούν ο Αιγύπτιος εν ειρήνη τελειούται.
Ασκήσεως διήλθε την στενήν τρίβον,
Αμμούν ο θείος και τρυφής εύρε πλάτος.
Ούτος ήτον κατά το γένος Αιγύπτιος, ορφανός δε γενόμενος, με το να απέθανον οι γονείς του, ηναγκάσθη από τον θείον του να λάβη με γάμον γυναίκα. Τούτου δε γενομένου, εσυμφώνησε μετά της γυναικός του, ίνα φυλάξουν παρθενίαν. Εδούλευε δε πάντοτε εις τον βαλσαμώνα (ήτοι εις τον κήπον οπού είχε το εκλεκτόν χόρτον του καλουμένου οποβαλσάμου (5)), το οποίον έργον επροξένει εις αυτόν πολλούς κόπους και μόχθους. Ύστερον δε από χρόνους δεκαοκτώ, ανεχώρησεν από εκεί και επήγεν εις τον Μέγαν Αντώνιον. Από τον οποίον θαυμασθείς δια την ενάρετον πολιτείαν του, εις πολλούς ευρίσκετο ωφελείας υπόθεσις, όχι μόνον δια την αρετήν και τον θεοφιλή βίον του, αλλά και δια τα πολλά θαύματα οπού εποίει. Τούτου του Αγίου την μακαρίαν ψυχήν είδεν ο Μέγας Αντώνιος, πως ανεφέρετο εις Ουρανούς υπό Αγίων Αγγέλων (6).
(5) Περί του οποβαλσάμου τούτου όρα εις την εικοστήν έκτην του Δεκεμβρίου εν ταις υποσημειώσεσι του εκείσε πρώτου Συναξαρίου.
(6) Σημείωσαι, ότι δια τον Αμμούν τούτον γράφει ο Σωκράτης, βιβλ. δ’, κεφ. κβ’, της Εκκλησιαστικής Ιστορίας. Ότι νέος ώντας, δεν ήθελε να υπανδρευθή. Επειδή δε οι συγγενείς του εσυμβούλευον αυτόν, ότι υβρίζει με τούτο τον τίμιον γάμον, επήρε γυναίκα. Αγαγών δε αυτήν εις τον κοιτώνα, επήρε βιβλίον Αποστολικόν εις τας χείρας, και ανεγίνωσκεν εις την του Παύλου προς Κορινθίους πρώτην Επιστολήν, όσα παραγγέλλει εκεί προς τους υπανδρευομένους· επρόσθεττε δε και αυτός από λόγου του πολλά: πόσον δηλαδή κοπιαστική είναι η μετά γυναικός και ανδρός συμβίωσις! πόσα φορτικά έχει η γυνή δια τα κοιλοπονήματα, και δια την ανατροφήν των τέκνων! Έλεγε δε και ότι η παρθενία είναι καθαρά και ελευθέρα, και κάμνει τους παρθένους να πλησιάζουν εις τον Θεόν. Όθεν με ταύτα και τα τοιαύτα, έπεισεν αυτήν να ζήση με παρθενίαν. Και λοιπόν πέρνωντας αυτήν, επήγεν εις το όρος της Νητρίας, και εκάθισαν ομού εις μίαν καλύβην, ουκ έχοντες διάκρισιν άρρενος και θήλεος, αλλ’ εν όντες εν Χριστώ. Είτα εκάθισεν ο καθείς χωριστά, και επέρασαν την ζωήν τους με ξηροφαγίαν και μεγάλην άσκησιν. Περί του Αμμούν τούτου και της συζύγου του, διηγείται και το Λαυσαϊκόν και όρα εκεί.
Λέγει δε ο Άγιος Ισαάκ, ότι το όρος εν ω διέτριβεν ο Αντώνιος, όταν είδε την ψυχήν του Οσίου Αμμούν ανερχομένην, ήτον μακράν από το όρος της Νητρίας, εν ω ήτον ο Αμμούν, δεκατρείς ημέρας (Λογ. ξζ’, σελ. 392). Φαίνεται δε, ότι ο Αμμούν ούτος είναι ο ίδιος εκείνος, οπού αναφέρεται εις τας επτά του Δεκεμβρίου. Καθότι και εκείνος εν τη Νητρία ήτον. Ίσως δε ο Αμμούν ούτος είναι εκείνος, όστις γράφεται εις το Εκλόγιον εκ μέρους του Ιερωνύμου.
Αναγινώσκομεν δε εις τον Ευεργετινόν, ότι επαινετήν απόκρισιν έδωκεν ο Αμμούν ούτος εις τον ερωτήσαντα αυτόν αδελφόν και ειπόντα. Πέμπει με ο πνευματικός μου πατήρ εις διακονίαν, και φοβούμαι την πορνείαν. Ο δε Αμμούν είπεν αυτώ. Εις οποίαν ώραν έρχεταί σοι πειρασμός, ειπέ. Ο Θεός των Δυνάμεων, ευχαίς του πατρός μου εξελού με. Επληρώθη δε ο λόγος του Αγίου δια των έργων. Διατί απελθόντος του αδελφού εκείνου ποτέ εις υπηρεσίαν του Γέροντός του, μία παρθένος βλέπουσα αυτόν να έμβη εις τον οίκον της, έκλεισε την πόρταν. Ο δε αδελφός εφώναξε με φωνήν μεγάλην και είπεν. Ο Θεός του πατρός μου, εξελού με. Και ευθέως ευρέθη εις την οδόν της Σκήτεως (σελ. 231). Προσθέττει δε ο αυτός Ευεργετινός, ότι ο Αμμούν ούτος, γυμνόν ποτέ δεν είδε τον εαυτόν του, λέγων, ότι είναι απρεπές εις τον Μοναχόν να βλέπη γυμνόν το σώμα του. Όθεν χρείας ποτέ γενομένης, ίνα διαπεράση τον ποταμόν τον καλούμενον Λύκον, ότε εγένετο πλημμύρα νερού, παρεκάλεσε τον μετ’ αυτού όντα Θεόδωρον, να υπάγη μακράν, δια να μην ιδούν γυμνούς ένας τον άλλον, όταν κολυμβούν. Μακρύναντος δε του Θεοδώρου, πάλιν ο Αμμούν εντρέπετο να γυμνωθή. Εν ω δε καιρώ εντρέπετο και εφρόντιζε, πώς να περάση τον ποταμόν, ω του θαύματος! αρπάχθη (ίσως υπό θείου Αγγέλου) και ευρέθη εις το αντίπερα μέρος του ποταμού (σελ. 655). Δια τούτο λέγει ο Μέγας Βασίλειος, ότι η Παρθένος και Μοναχή, καν και δεν ήναι κανένας άνθρωπος παρών, πρέπει να εντρέπεται αυτή τον εαυτόν της, και να μη πράττη κανένα πράγμα ανάξιον της του νυμφίου Χριστού θεωρίας και αρεσκείας, οποίον είναι και το να γυμνόνεται. «Καν μόνη η παρθένος η, μηδενός ανθρώπου παρόντος το σύνολον, πράττειν τι των μη αξίων του νυμφίου ουκ ανεχομένη. Καν γαρ μηδείς των ανθρώπων άλλος παρή, αλλ’ αυτή εαυτή πάρεστιν η παρθένος. Και πάντων μάλλον εαυτήν οφείλει αιδείσθαι. Ου γαρ δη τους μεν άλλους ως αιδούς αξίους φυλάσσεται, εαυτήν δε, ως ουκ αξίαν αιδούς ατιμάσει» (Λογ. περί Παρθενίας). Και πάλιν «Ου γαρ δει, καν εν οίκω μόνη καθέζηται καθ’ εαυτήν η παρθένος, διότι μηδείς πάρεστι των ανθρώπων, αδιαφόρως γυμνούσθαι» (αυτόθι).
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Φαύστου, Γαΐου, Ευσεβίου και Χαιρήμονος των Διακόνων.
Χριστώ συνήφθη η τετράς Διακόνων,
Φαύστος Γάϊος Ευσέβιος Χαιρήμων.
Ούτοι ήτον μαθηταί του μεγάλου Διονυσίου, και Διάκονοι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και ο μεν Γάϊος και Φαύστος εξωρίσθησαν μαζί με τον διδάσκαλόν τους, και πολλά παθόντες, έλαβον το τέλος του μαρτυρίου. Ο δε Ευσέβιος και Χαιρήμων, ύστερα από την εξορίαν του διδασκάλου των, επεσκέπτοντο τους Αγίους Μάρτυρας, τους ευρισκομένους εις τας φυλακάς. Και έθαπτον τα τίμια αυτών λείψανα. Διαρκέσαντες δε έως εις τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου, εν έτει σν’ [250], και πολλούς πειρασμούς υπομείναντες δια την εις Χριστόν ομολογίαν, τελευταίον απετμήθησαν τας κεφαλάς, και ούτως έλαβον του μαρτυρίου τους στεφάνους (7).
(7) Ο ενταύθα αναφερόμενος Διονύσιος, ο Αλεξανδρείας εστίν, ο υπέρ της ομολογίας της πίστεως πολλάς υπομείνας βασάνους από τον ηγεμόνα Αιμιλιανόν, ως γράφει ο Ευσέβιος, βιβλίω ζ’, κεφ. ια’, της Εκκλησιαστικής Ιστορίας. Εξωρίσθη δε ο Άγιος Διονύσιος με τους μαθητάς του εις την εν Λιβύα Κεφρώ. Οι ακολουθήσαντες δε μαθηταί του, είναι Μάξιμος ο πρεσβύτερος, Φαύστος, Ευσέβιος, και Χαιρήμων. Γάϊος δε παρ’ Ευσεβίω ουκ αναφέρεται, ειμή Γερμανός. Ο δε Ευσέβιος ο πρώην Διάκονος, έγινεν ύστερον Λαοδικείας Επίσκοπος. Ο δε πρεσβύτερος Μάξιμος, μετά του Διονυσίου διεδέχθη την λειτουργίαν των εν Αλεξανδρεία αδελφών, ήτοι έγινεν Επίσκοπος Αλεξανδρείας. Ο δε Φαύστος γηραιός γεγονώς, απετμήθη την κεφαλήν. Ταύτα μεν γράφει ο Ευσέβιος, και όρα εκεί. Ο Άγιος δε Διονύσιος εορτάζεται κατά την τρίτην του παρόντος μηνός.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Δ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱεροθέου, Ἐπισκόπου Ἀθηνῶν.
Ἱερόθεος ἱερώθη σοι πάλαι,
Νῦν δ’ αὖ μεταστὰς καὶ συνήφθη σοι Λόγε.
Ἠοῖ (ἤτοι τῇ ἡμέρᾳ) σῆμα κάλυψε τετάρτῃ Ἱερόθειον.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὰς Ἀθήνας, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐννέα βουλευτὰς τοῦ ἐν τῷ Ἀρείῳ Πάγῳ κριτηρίου, καθὼς ἦτον καὶ ὁ θεῖος Διονύσιος ὁ μαθητής του. Προκατηχηθεὶς δὲ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν ἀπὸ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον, καὶ βαπτισθείς, χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν. Αὐτὸς δὲ πάλιν μυσταγωγεῖ τελειότερον τὰ περὶ Χριστοῦ δόγματα τὸν Ἀρεοπαγίτην Διονύσιον. Οὗτος ὁ μακάριος παρεγένετο εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου διὰ νεφέλης, μετὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἰσαποστόλων Ἱεραρχῶν. Καὶ ἦτον ἔξαρχος μετὰ τοὺς Ἀποστόλους, τῶν θείων ὑμνῳδιῶν, ὅλος ἐκδημῶν, ὅλος ἐξιστάμενος ἑαυτοῦ, καὶ τὴν πρὸς τὰ ὑμνούμενα κοινωνίαν πάσχων. Διὸ καὶ ἀπὸ ὅλους ὁποῦ τὸν ἤκουον, καὶ τὸν ἔβλεπον, καὶ τὸν ἤξευρον πρότερον, καὶ δὲν τὸν ἤξευρον, ἐκρίνετο, πῶς εἶναι ἕνας θεόληπτος, καὶ ἕνας θεῖος ὑμνολόγος. Καθὼς ταῦτα λέγει αὐτολεξεὶ ὁ μαθητὴς αὐτοῦ μέγας Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ἐν τῷ γ΄ κεφαλαίῳ περὶ θείων ὀνομάτων. Καλῶς λοιπὸν καὶ θεοφιλῶς πολιτευσάμενος, καὶ εὐφράνας τὸν Θεὸν μὲ τὴν θεάρεστον αὑτοῦ πολιτείαν καὶ τὰ κατορθώματα, πρὸς αὐτὸν ἐξεδήμησεν (1).
(1) Εἰς τὸν μέγαν τοῦτον Ἱερόθεον ἔπλεξεν ἐγκώμιον γλαφυρὸν ὁ σοφὸς Εὐθύμιος ὁ Ζυγαδηνός. Ὅπερ εὑρίσκεται ἀνέκδοτον ἐν τοῖς Πανηγυρικοῖς τῆς Μεγίστης Λαύρας, τοῦ Κοινοβίου τῆς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου Μονῆς, καὶ ἐν τοῖς τοῦ Βατοπαιδίου, καὶ Ἰβήρων, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἱερόθεον ἐπαινέσομαι τὸν ἱερὸν τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπον, δίκαιον γάρ». Συνέθετο δὲ καὶ ἡ ἐμὴ εὐτέλεια τροπάριά τινα διὰ τοὺς βουλομένους ἑορτάζειν τὴν μνήμην αὐτοῦ.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πέτρος Καπιτωλίων (ἢ Καπιτωλίας (2)) ξίφει τελειοῦται.
Εὔθηκτος ὢν μάχαιρα Πνεύματος Πέτρος,
Τὸ τοῦ ξίφους εὔθηκτον οὐκ ἐδειλία.
Οὗτος ἦτον γέννημα καὶ θρέμμα τῆς πόλεως Καπιτωλίων, σοφὸς πολλά, καὶ διαφέρων ἀπὸ τοὺς πολλοὺς κατὰ τὴν φρονιμάδα καὶ σύνεσιν. Λαβὼν δὲ πρότερον γυναῖκα μὲ γάμον, καὶ γεννήσας τρία παιδία, ὕστερον ἔγινε Μοναχός. Ἐτιμήθη δὲ βιαίως καὶ μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης ἀπὸ τὸν Ἀρχιερέα τῆς Μητροπόλεως Βόστρων (3). Εἶτα διαβάλλεται κοντὰ εἰς τὸν ἐθνάρχην τῶν Ἀγαρηνῶν, ὅτι ἦτον διδάσκαλος τῶν Χριστιανῶν. Ἐπειδὴ δὲ φανερώτερα καὶ γενναιότερα ἐλάλησε περὶ τῆς τοῦ Χριστοῦ πίστεως ἔμπροσθεν τοῦ ἐθνάρχου, διὰ τοῦτο κόπτουσι τὴν δεξιὰν χεῖρα καὶ τοὺς δύω πόδας του. Ἔπειτα εὐγάνουσι τοὺς ὀφθαλμούς του, καὶ καρφόνουσιν αὐτὸν εἰς τὸν Σταυρόν. Καὶ τελευταῖον τὸν ἀποκεφαλίζουσι. Τὸ δὲ μαρτυρικὸν αὐτοῦ σῶμα καυθὲν διὰ πυρός, ἐρρίφθη εἰς τὸν ποταμόν.
(2) Ἡ Καπιτωλία, κατὰ τὸν Μελέτιον, εἶναι τὸ νῦν λεγόμενον Σουβέτε, πόλις τῆς Δαμασκοῦ, εἰς τὴν ὁποίαν δείκνυται ὁ τάφος τοῦ Ἰώβ.
(3) Ἡ Βόστρα εἶναι Μητρόπολις τῆς Πετραίας Ἀραβίας, ἔχουσα θρόνον Μητροπολίτου ὑπὸ τὸν Ἱεροσολύμων. Πρότερον δὲ ἦτον ὑπὸ τὸν Ἀντιοχείας. Κοινῶς αὕτη λέγεται Βουσσερὲθ κατὰ τὸν Μελέτιον.
*
Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Δομνίνης καὶ τῶν θυγατέρων αὐτῆς Βερίνης καὶ Προσδόκης (4).
Τὸ τοῦ ποταμοῦ ῥεῦμα ῥύμμα τρεῖς κόραι,
Βιωτικῶν ἔχουσιν ἀγνοημάτων.
Αὗται αἱ Ἅγιαι, τρωθεῖσαι ἀπὸ τὸν ἔνθεον ζῆλον καὶ τὸν τοῦ Θεοῦ ἔρωτα, ἄφησαν ὁσπήτια καὶ συγγενεῖς, καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν πόλιν Ἔδεσσαν. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ διέτριβον ἐκεῖ, ἰδοὺ αἰφνιδίως ἔρχεται ὁ ἀνὴρ τῆς Βερνίκης καὶ ὁ πατήρ της, Ἕλληνες ὄντες, μαζὶ μὲ ἄλλους στρατιώτας. Πιασθεῖσαι λοιπὸν ὑπ’ αὐτῶν αἱ Ἅγιαι, ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἱεράπολιν, κοντὰ εἰς τὴν ὁποίαν τρέχει ἕνας ποταμός. Ὅθεν ὅταν οἱ στρατιῶται ἔτρωγον καὶ ἐμέθουν, αἱ Ἅγιαι αὗται κρυφίως φεύγουσαι, καὶ προσευξάμεναι εἰς τὸν Θεόν, ἐμβῆκαν εἰς τὸν ποταμόν. Καὶ ἀφῆκαν ἑαυτὰς εἰς τὰ κύματα τοῦ ποταμοῦ. Καὶ ἔτζι ἐτελειώθησαν αἱ μακάριαι διὰ τοῦ πνιγμοῦ τοῦ ὕδατος.
(4) Σημείωσαι, ὅτι ὁ θεῖος Χρυσόστομος ἔχει ἐγκώμιον πλατὺ εἰς τὰς τρεῖς γυναῖκας ταύτας ἐν τῷ ε΄ τόμῳ τῆς ἐν Ἐτόνῃ ἐκδόσεως. Βερνίκην δὲ γράφει ταύτην, καὶ οὐχὶ Βερίνην, ὡς γράφεται ἐν τῷ χειρογράφῳ καὶ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ. Λέγει δὲ ὁ Ἅγιος ἐκεῖ, ὄχι πῶς αἱ θυγατέρες τῆς Δομνίνης ἐπνίγησαν μόναι εἰς τὸν ποταμόν. Ἀλλ’ ὅτι ἡ μήτηρ αὐτῶν Δομνίνα τὰς ἐβύθισεν εἰς τὸν ποταμόν. Ἐφοβήθη γάρ, μήπως οἱ στρατιῶται φθείρουσι τὴν παρθενίαν τῶν θυγατέρων της. Ὅθεν ἐκεῖναι μέν, ὑπήκουσαν εἰς τὴν μητέρα των. Ἡ δὲ μήτηρ πέρνουσα αὐτάς, τὴν μίαν ἀπὸ τὸ ἕνα χέρι, καὶ τὴν ἄλλην ἀπὸ τὸ ἄλλο, τὰς ἐβύθισεν εἰς τὸ νερὸν τοῦ ποταμοῦ, καὶ ὁμοῦ μὲ ἐκείνας κατεβυθίσθη καὶ αὐτή. Ἄφησαν δὲ ἔξω τοῦ ποταμοῦ τὰ ὑποδήματά των. Ἵνα γνωρισθῇ, ὅτι κρυφίως ἀπὸ τοὺς στρατιώτας ἔφυγον καὶ ἐπνίγησαν, καὶ ὄχι μὲ τὴν εἴδησιν ἐκείνων. Ἵνα μὴ κακοπαθήσωσιν ὕστερον ἀπὸ τὸν κριτὴν ὁποῦ τοὺς ἔστειλεν. Ἐπαινεῖ οὖν ὁ Χρυσορρήμων, τὴν μὲν μητέρα διὰ τὴν μεγάλην ἀνδρίαν ὁποῦ ἔδειξε, νὰ νικήσῃ τὸν πόθον τῆς φύσεως καὶ νὰ θανατώσῃ μόνη της τὰ γεννήματα τῆς κοιλίας της, τὰς δὲ θυγατέρας διὰ τὴν μεγάλην ὑπακοὴν καὶ εὐπείθειαν, ὁποῦ ἔδειξαν, εἰς τὸ νὰ στέρξουν νὰ πνιγοῦν ὑπὸ τῆς μητρός των.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Αὐδάκτου καὶ Καλλισθένης τῆς θυγατρὸς αὐτοῦ.
Εἰς τὸν Αὔδακτον.
Ξίφει θανὼν Αὔδακτε Μάρτυς Κυρίου,
Σὺν Μάρτυσι ζῇς καὶ Θεὸν ζῶντα βλέπεις.
Εἰς τὴν Καλλισθένην.
Χριστοῦ θεωρεῖ κάλλος ἡ Καλλισθένη,
Οὗπερ τὸ θεῖον εἶχεν εἰς σκέπην σθένος.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν Ἔφεσον. Ἐτιμήθη δὲ παρὰ τοῦ Μαξιμίνου, καὶ ἔγινε δοὺξ δουκῶν καὶ ἔπαρχος, ἐν ἔτει σλε΄ [235], διατὶ ὑπερέβαλε τοὺς ἄλλους κατὰ τὸν πλοῦτον καὶ φρόνησιν. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Μαξιμῖνος ἐζήτησε τὴν θυγατέρα του Καλλισθένην, διὰ νὰ τὴν λάβῃ γυναῖκα μὲ γάμον, ὁ δὲ Αὔδακτος δὲν ἠθέλησε νὰ τὴν δώσῃ εἰς ἐκεῖνον, μὲ τὸ νὰ ἦτον ἀλλότριος τῆς τῶν Χριστιανῶν πίστεως, τούτου χάριν διήρπασαν τὰ ὑπάρχοντά του, καὶ ἐξώρισαν αὐτὸν εἰς Μελιτινήν, ὅπου καὶ τὸν ἀπεκεφάλισαν. Ἡ δὲ θυγάτηρ του Καλλισθένη, κουρεύσασα τὰ μαλλία τῆς κεφαλῆς της, καὶ ἀνδρίκεια φορέματα ἐνδυθεῖσα, ἐκρύπτετο εἰς τὴν Νικομήδειαν. Ὕστερον δὲ ἀπὸ ὀκτὼ χρόνους, ἐπῆγεν εἰς τὴν Θρᾴκην κοντὰ εἰς μίαν γυναῖκα, τῆς ὁποίας ἡ θυγάτηρ εἶχε βεβλαμμένους τοὺς ὀφθαλμούς. Ὅθεν ἰατρεύσασα αὐτήν, ἐζητεῖτο ἀπὸ τοὺς γονεῖς της νὰ λάβῃ μὲ γάμον γυναῖκα τὴν ἰατρευθεῖσαν θυγατέρα των, διὰ τὴν χάριν τῆς ἰατρείας. Ἀλλ’ ἡ μακαρία ὡμολόγησε τὰ εἰς αὐτὴν συμβάντα, ὅτι εἶναι γυνή, καὶ κάμνουσα αὐτοὺς νὰ δοξάσουν τὸν Θεόν, ἀνεχώρησεν.
Ἀφ’ οὗ ὁ Μαξιμῖνος ἐθανατώθη, ἔγινε διάδοχος τῆς βασιλείας ὁ Λικίνιος, ἐν ἔτει τιβ΄ [312]. Ὅθεν ἡ Καλλισθένη ἐνεφανίσθη εἰς τὴν γυναῖκα τοῦ Λικινίου, Κωνσταντίαν ὀνόματι, ἥτις ἦτον Χριστιανή, καὶ ἀδελφὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἐκείνη δὲ ἐδέχθη εὐμενῶς τὴν Καλλισθένην, καὶ ἀποκατασταίνει αὐτὴν ὡς μητέρα τοῦ υἱοῦ της. Καὶ ἔτζι μὲ τὸ μέσον αὐτό, ὄχι μόνον ἐπῆρεν ὀπίσω ὅλην τὴν περιουσίαν τοῦ πατρός της, τὴν ὁποίαν εἶχε πάρῃ πρότερον ὁ Μαξιμῖνος, ὡς εἴπομεν, ἀλλὰ καὶ τὸ λείψανον τοῦ ἀοιδίμου πατρός της Αὐδάκτου μεταφέρει ἀπὸ τὴν Μελιτινὴν εἰς τὴν Ἔφεσον. Καὶ ναὸν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ κτίσασα, ἀπεθησαύρισε τὸ ἅγιόν του λείψανον ἐν αὐτῷ. Ἀποστολικῶς λοιπὸν ἡ Ἁγία διαπεράσασα τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς της, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν. (Ὅρα καὶ εἰς τὸ Συναξάριον τοῦ Θεολόγου κατὰ τὴν ὀγδόην τοῦ Μαΐου μηνός.)
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ἀμμοῦν ὁ Αἰγύπτιος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἀσκήσεως διῆλθε τὴν στενὴν τρίβον,
Ἀμμοῦν ὁ θεῖος καὶ τρυφῆς εὗρε πλάτος.
Οὗτος ἦτον κατὰ τὸ γένος Αἰγύπτιος, ὀρφανὸς δὲ γενόμενος, μὲ τὸ νὰ ἀπέθανον οἱ γονεῖς του, ἠναγκάσθη ἀπὸ τὸν θεῖόν του νὰ λάβῃ μὲ γάμον γυναῖκα. Τούτου δὲ γενομένου, ἐσυμφώνησε μετὰ τῆς γυναικός του, ἵνα φυλάξουν παρθενίαν. Ἐδούλευε δὲ πάντοτε εἰς τὸν βαλσαμῶνα (ἤτοι εἰς τὸν κῆπον ὁποῦ εἶχε τὸ ἐκλεκτὸν χόρτον τοῦ καλουμένου ὀποβαλσάμου (5)), τὸ ὁποῖον ἔργον ἐπροξένει εἰς αὐτὸν πολλοὺς κόπους καὶ μόχθους. Ὕστερον δὲ ἀπὸ χρόνους δεκαοκτώ, ἀνεχώρησεν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν Μέγαν Ἀντώνιον. Ἀπὸ τὸν ὁποῖον θαυμασθεὶς διὰ τὴν ἐνάρετον πολιτείαν του, εἰς πολλοὺς εὑρίσκετο ὠφελείας ὑπόθεσις, ὄχι μόνον διὰ τὴν ἀρετὴν καὶ τὸν θεοφιλῆ βίον του, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰ πολλὰ θαύματα ὁποῦ ἐποίει. Τούτου τοῦ Ἁγίου τὴν μακαρίαν ψυχὴν εἶδεν ὁ Μέγας Ἀντώνιος, πῶς ἀνεφέρετο εἰς Οὐρανοὺς ὑπὸ Ἁγίων Ἀγγέλων (6).
(5) Περὶ τοῦ ὀποβαλσάμου τούτου ὅρα εἰς τὴν εἰκοστὴν ἕκτην τοῦ Δεκεμβρίου ἐν ταῖς ὑποσημειώσεσι τοῦ ἐκεῖσε πρώτου Συναξαρίου.
(6) Σημείωσαι, ὅτι διὰ τὸν Ἀμμοῦν τοῦτον γράφει ὁ Σωκράτης, βιβλ. δ΄, κεφ. κβ΄, τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας. Ὅτι νέος ὤντας, δὲν ἤθελε νὰ ὑπανδρευθῇ. Ἐπειδὴ δὲ οἱ συγγενεῖς του ἐσυμβούλευον αὐτόν, ὅτι ὑβρίζει μὲ τοῦτο τὸν τίμιον γάμον, ἐπῆρε γυναῖκα. Ἀγαγὼν δὲ αὐτὴν εἰς τὸν κοιτῶνα, ἐπῆρε βιβλίον Ἀποστολικὸν εἰς τὰς χεῖρας, καὶ ἀνεγίνωσκεν εἰς τὴν τοῦ Παύλου πρὸς Κορινθίους πρώτην Ἐπιστολήν, ὅσα παραγγέλλει ἐκεῖ πρὸς τοὺς ὑπανδρευομένους· ἐπρόσθεττε δὲ καὶ αὐτὸς ἀπὸ λόγου του πολλά: πόσον δηλαδὴ κοπιαστικὴ εἶναι ἡ μετὰ γυναικὸς καὶ ἀνδρὸς συμβίωσις! πόσα φορτικὰ ἔχει ἡ γυνὴ διὰ τὰ κοιλοπονήματα, καὶ διὰ τὴν ἀνατροφὴν τῶν τέκνων! Ἔλεγε δὲ καὶ ὅτι ἡ παρθενία εἶναι καθαρὰ καὶ ἐλευθέρα, καὶ κάμνει τοὺς παρθένους νὰ πλησιάζουν εἰς τὸν Θεόν. Ὅθεν μὲ ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα, ἔπεισεν αὐτὴν νὰ ζήσῃ μὲ παρθενίαν. Καὶ λοιπὸν πέρνωντας αὐτήν, ἐπῆγεν εἰς τὸ ὄρος τῆς Νητρίας, καὶ ἐκάθισαν ὁμοῦ εἰς μίαν καλύβην, οὐκ ἔχοντες διάκρισιν ἄρρενος καὶ θήλεος, ἀλλ’ ἓν ὄντες ἐν Χριστῷ. Εἶτα ἐκάθισεν ὁ καθεὶς χωριστά, καὶ ἐπέρασαν τὴν ζωήν τους μὲ ξηροφαγίαν καὶ μεγάλην ἄσκησιν. Περὶ τοῦ Ἀμμοῦν τούτου καὶ τῆς συζύγου του, διηγεῖται καὶ τὸ Λαυσαϊκὸν καὶ ὅρα ἐκεῖ.
Λέγει δὲ ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ, ὅτι τὸ ὄρος ἐν ᾧ διέτριβεν ὁ Ἀντώνιος, ὅταν εἶδε τὴν ψυχὴν τοῦ Ὁσίου Ἀμμοῦν ἀνερχομένην, ἦτον μακρὰν ἀπὸ τὸ ὄρος τῆς Νητρίας, ἐν ᾧ ἦτον ὁ Ἀμμοῦν, δεκατρεῖς ἡμέρας (Λόγ. ξζ΄, σελ. 392). Φαίνεται δέ, ὅτι ὁ Ἀμμοῦν οὗτος εἶναι ὁ ἴδιος ἐκεῖνος, ὁποῦ ἀναφέρεται εἰς τὰς ἑπτὰ τοῦ Δεκεμβρίου. Καθότι καὶ ἐκεῖνος ἐν τῇ Νητρίᾳ ἦτον. Ἴσως δὲ ὁ Ἀμμοῦν οὗτος εἶναι ἐκεῖνος, ὅστις γράφεται εἰς τὸ Ἐκλόγιον ἐκ μέρους τοῦ Ἱερωνύμου.
Ἀναγινώσκομεν δὲ εἰς τὸν Εὐεργετινόν, ὅτι ἐπαινετὴν ἀπόκρισιν ἔδωκεν ὁ Ἀμμοῦν οὗτος εἰς τὸν ἐρωτήσαντα αὐτὸν ἀδελφὸν καὶ εἰπόντα. Πέμπει με ὁ πνευματικός μου πατὴρ εἰς διακονίαν, καὶ φοβοῦμαι τὴν πορνείαν. Ὁ δὲ Ἀμμοῦν εἶπεν αὐτῷ. Εἰς ὁποίαν ὥραν ἔρχεταί σοι πειρασμός, εἰπέ. Ὁ Θεὸς τῶν Δυνάμεων, εὐχαῖς τοῦ πατρός μου ἐξελοῦ με. Ἐπληρώθη δὲ ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου διὰ τῶν ἔργων. Διατὶ ἀπελθόντος τοῦ ἀδελφοῦ ἐκείνου ποτὲ εἰς ὑπηρεσίαν τοῦ Γέροντός του, μία παρθένος βλέπουσα αὐτὸν νὰ ἔμβῃ εἰς τὸν οἶκόν της, ἔκλεισε τὴν πόρταν. Ὁ δὲ ἀδελφὸς ἐφώναξε μὲ φωνὴν μεγάλην καὶ εἶπεν. Ὁ Θεὸς τοῦ πατρός μου, ἐξελοῦ με. Καὶ εὐθέως εὑρέθη εἰς τὴν ὁδὸν τῆς Σκήτεως (σελ. 231). Προσθέττει δὲ ὁ αὐτὸς Εὐεργετινός, ὅτι ὁ Ἀμμοῦν οὗτος, γυμνὸν ποτὲ δὲν εἶδε τὸν ἑαυτόν του, λέγων, ὅτι εἶναι ἀπρεπὲς εἰς τὸν Μοναχὸν νὰ βλέπῃ γυμνὸν τὸ σῶμά του. Ὅθεν χρείας ποτὲ γενομένης, ἵνα διαπεράσῃ τὸν ποταμὸν τὸν καλούμενον Λύκον, ὅτε ἐγένετο πλημμύρα νεροῦ, παρεκάλεσε τὸν μετ’ αὐτοῦ ὄντα Θεόδωρον, νὰ ὑπάγῃ μακράν, διὰ νὰ μὴν ἰδοῦν γυμνοὺς ἕνας τὸν ἄλλον, ὅταν κολυμβοῦν. Μακρύναντος δὲ τοῦ Θεοδώρου, πάλιν ὁ Ἀμμοῦν ἐντρέπετο νὰ γυμνωθῇ. Ἐν ᾧ δὲ καιρῷ ἐντρέπετο καὶ ἐφρόντιζε, πῶς νὰ περάσῃ τὸν ποταμόν, ὢ τοῦ θαύματος! ἁρπάχθη (ἴσως ὑπὸ θείου Ἀγγέλου) καὶ εὑρέθη εἰς τὸ ἀντίπερα μέρος τοῦ ποταμοῦ (σελ. 655). Διὰ τοῦτο λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅτι ἡ Παρθένος καὶ Μοναχή, κᾂν καὶ δὲν ᾖναι κᾀνένας ἄνθρωπος παρών, πρέπει νὰ ἐντρέπεται αὐτὴ τὸν ἑαυτόν της, καὶ νὰ μὴ πράττῃ κᾀνένα πρᾶγμα ἀνάξιον τῆς τοῦ νυμφίου Χριστοῦ θεωρίας καὶ ἀρεσκείας, ὁποῖον εἶναι καὶ τὸ νὰ γυμνόνεται. «Κᾂν μόνη ἡ παρθένος ᾖ, μηδενὸς ἀνθρώπου παρόντος τὸ σύνολον, πράττειν τι τῶν μὴ ἀξίων τοῦ νυμφίου οὐκ ἀνεχομένη. Κᾂν γὰρ μηδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἄλλος παρῇ, ἀλλ’ αὐτὴ ἑαυτῇ πάρεστιν ἡ παρθένος. Καὶ πάντων μᾶλλον ἑαυτὴν ὀφείλει αἰδεῖσθαι. Οὐ γὰρ δὴ τοὺς μὲν ἄλλους ὡς αἰδοῦς ἀξίους φυλάσσεται, ἑαυτὴν δέ, ὡς οὐκ ἀξίαν αἰδοῦς ἀτιμάσει» (Λόγ. περὶ Παρθενίας). Καὶ πάλιν «Οὐ γὰρ δεῖ, κᾂν ἐν οἴκῳ μόνη καθέζηται καθ’ ἑαυτὴν ἡ παρθένος, διότι μηδεὶς πάρεστι τῶν ἀνθρώπων, ἀδιαφόρως γυμνοῦσθαι» (αὐτόθι).
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Φαύστου, Γαΐου, Εὐσεβίου καὶ Χαιρήμονος τῶν Διακόνων.
Χριστῷ συνήφθη ἡ τετρὰς Διακόνων,
Φαῦστος Γάϊος Εὐσέβιος Χαιρήμων.
Οὗτοι ἦτον μαθηταὶ τοῦ μεγάλου Διονυσίου, καὶ Διάκονοι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ μὲν Γάϊος καὶ Φαῦστος ἐξωρίσθησαν μαζὶ μὲ τὸν διδάσκαλόν τους, καὶ πολλὰ παθόντες, ἔλαβον τὸ τέλος τοῦ μαρτυρίου. Ὁ δὲ Εὐσέβιος καὶ Χαιρήμων, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐξορίαν τοῦ διδασκάλου των, ἐπεσκέπτοντο τοὺς Ἁγίους Μάρτυρας, τοὺς εὑρισκομένους εἰς τὰς φυλακάς. Καὶ ἔθαπτον τὰ τίμια αὐτῶν λείψανα. Διαρκέσαντες δὲ ἕως εἰς τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Δεκίου, ἐν ἔτει σν΄ [250], καὶ πολλοὺς πειρασμοὺς ὑπομείναντες διὰ τὴν εἰς Χριστὸν ὁμολογίαν, τελευταῖον ἀπετμήθησαν τὰς κεφαλάς, καὶ οὕτως ἔλαβον τοῦ μαρτυρίου τοὺς στεφάνους (7).
(7) Ὁ ἐνταῦθα ἀναφερόμενος Διονύσιος, ὁ Ἀλεξανδρείας ἐστίν, ὁ ὑπὲρ τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως πολλὰς ὑπομείνας βασάνους ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Αἰμιλιανόν, ὡς γράφει ὁ Εὐσέβιος, βιβλίῳ ζ΄, κεφ. ια΄, τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας. Ἐξωρίσθη δὲ ὁ Ἅγιος Διονύσιος μὲ τοὺς μαθητάς του εἰς τὴν ἐν Λιβύᾳ Κεφρώ. Οἱ ἀκολουθήσαντες δὲ μαθηταί του, εἶναι Μάξιμος ὁ πρεσβύτερος, Φαῦστος, Εὐσέβιος, καὶ Χαιρήμων. Γάϊος δὲ παρ’ Εὐσεβίῳ οὐκ ἀναφέρεται, εἰμὴ Γερμανός. Ὁ δὲ Εὐσέβιος ὁ πρῴην Διάκονος, ἔγινεν ὕστερον Λαοδικείας Ἐπίσκοπος. Ὁ δὲ πρεσβύτερος Μάξιμος, μετὰ τοῦ Διονυσίου διεδέχθη τὴν λειτουργίαν τῶν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἀδελφῶν, ἤτοι ἔγινεν Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας. Ὁ δὲ Φαῦστος γηραιὸς γεγονώς, ἀπετμήθη τὴν κεφαλήν. Ταῦτα μὲν γράφει ὁ Εὐσέβιος, καὶ ὅρα ἐκεῖ. Ὁ Ἅγιος δὲ Διονύσιος ἑορτάζεται κατὰ τὴν τρίτην τοῦ παρόντος μηνός.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Των Αγίων Ιεροθέου Επισκόπου Αθηνών, Δομνίνης της Μάρτυρος και των θυγατέρων αυτής κ.α.