Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου4 Νοεμβρίου

Των Αγίων Ιωαννικίου του εν τω Ολύμπω, Νικάνδρου επισκόπου Μύρων και Ερμαίου του Πρεσβυτέρου κ.α.

 Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος ΙωαννίκιοςΤω αυτώ μηνί Δ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ιωαννικίου του μεγάλου του εν τω Ολύμπω.

Τον Ιωαννίκιον εκ γης λαμβάνει,
Ο τω λόγω γην του Θεού πήξας Λόγος.

Σήμα σοι εν γε τετάρτη Ιωαννίκιε χεύσαν
(ήτοι επέχεαν και εκατεσκεύασαν).

Ούτος ο μακάριος Ιωαννίκιος εγεννήθη κατά τον εικοστόν τέταρτον χρόνον της τυραννίδος του θηριωνύμου και εικονομάχου Λέοντος του Ισαύρου, εν έτει ψμ’ [740], από πατέρα μεν, καλούμενον Μυριτρίκην, από μητέρα δε, ονομαζομένην Αναστασώ, πατρίδα έχων την Βιθυνίαν. Ούτος λοιπόν όταν έφθασεν εις μέτρον ανδρικής ηλικίας, επήγε μαζί με τον βασιλέα εις τον πόλεμον τον κατά των Βουλγάρων, και μεγάλας ανδραγαθίας και νίκας εποίησε, κατακόψας μεν πολλούς από τους Βουλγάρους, λυτρώσας δε πολλούς από τους ομοφύλους Γραικούς.

Έπειτα καταφρονήσας ως ουδέν, την δόξαν και τιμήν, οπού εμελέτα ο βασιλεύς να δώση εις αυτόν δια τας ανδραγαθίας του, πηγαίνει εις το βουνόν του Ολύμπου. Και εκεί ακούσας με τα αυτία του θείαν φωνήν, ανέβη εις τα υψηλότερα μέρη του βουνού. Εκεί δε ευρίσκει δύω Μοναχούς, οι οποίοι, ποτέ μεν δεν εθεωρήθησαν από άνθρωπον, εφορούσαν δε τρίχινα φορέματα, ήτοι υφασμένα από γηδίσσας τρίχας, και ετρέφοντο από αγρίας βοτάνας. Τούτους δε ευρών, μανθάνει από αυτούς, τι σκοπόν εμελέτα εις την καρδίαν του, και χάριν ευλογίας, λαμβάνει από αυτούς ένα φόρεμα. Από εκεί δε αναχωρήσας, επήγεν εις το βουνόν το ονομαζόμενον του Τριχάλικος. Έπειτα πηγαίνει εις το Μοναστήριον των Αυγάρων (1) και από εκεί φθάνει εις τα βουνά της Κουντουρίας. Και μαθών μόνον τριάντα ψαλμούς, έψαλλεν αυτούς μαζί με ένα τροπάριον ούτω συντεθειμένον. «Η ελπίς μου ο Θεός, καταφυγή μου ο Χριστός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον». Ούτω λοιπόν διαπεράσας τόπους πολλούς ο αοίδιμος, και ποιήσας θαυμάσια μεγαλώτατα, προείπε και δια τα πράγματα οπού έμελλον να γένουν. Και πηγαίνωντας εις το Μοναστήριον του Αντιδίου, εκεί ανεπαύθη εν ειρήνη, πλήρης ημερών γενόμενος. Ήτον γαρ χρόνων εννενηκοντατεσσάρων, όταν προς Κύριον εξεδήμησεν. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Νέον Παράδεισον (2).)

(1) Εν δε τω χειρογράφω Συναξαριστή, και εν τω κατά πλάτος Βίω αυτού γράφεται, Αγαύρων.

(2) Σημείωσαι, ότι τον Βίον του Οσίου Ιωαννικίου συνέγραψεν ελληνιστί ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Την προς αρετήν οδόν». (Σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Ιερομαρτύρων Νικάνδρου Επισκόπου Μύρων, και Ερμαίου Πρεσβυτέρου, χειροτονηθέντων παρά του Αγίου Αποστόλου Τίτου (3).

Θεόν ποθούντας ζώντα Μάρτυρας δύω,
Και ζώντας ενθάπτουσι πικρώς τω τάφω.

Ούτοι οι Άγιοι επειδή ετράβιζον πολλούς Έλληνας από τα είδωλα, και επίστρεφον εις την πίστιν του Χριστού, δια τούτο εδιαβάλθησαν εις τον κόμητα της πόλεως Λιβάνιον. Ο οποίος δέσας τους Αγίους εις τα άλογα εκείνα, τα οποία εφυλάττοντο μόνον δια να παραπηλαλούν, εδίωξεν αυτά. Τα δε άλογα βιαίως διωκόμενα, τόσον πολλά ετράβιξαν τους Αγίους, ώστε οπού αι σάρκες αυτών κατεκόπησαν, και όλη εκείνη η γη εκοκκίνισεν από το αίμα των. Έπειτα επρόσταξε να κρεμασθούν οι Άγιοι υψηλά και να κτυπώνται με σπάθην ξυλίνην. Μετά ταύτα ερρίφθησαν εις κάμινον πυρός, και επειδή έμειναν αβλαβείς από το πυρ δια της δυνάμεως του Θεού, δια τούτο επρόσταξεν ο απάνθρωπος τύραννος, να εμπήξουν καρφία εις τας καρδίας, εις τας κεφαλάς, και εις τα σπλάγχνα των Αγίων. Και ακόμη ζωντανούς όντας, επρόσταξε να αποκλείσουν μέσα εις τάφον. Όθεν έτζι κατακλεισθέντες οι μακάριοι, από την σκληράν και ανυπόφορον βίαν παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού. (Το ίδιον τούτο Συναξάριον είναι μεταφρασμένον και εις τον Νέον Παράδεισον.)

(3) Όρα εις το Συναξάριον του Αγίου Τίτου κατά την εικοστήν πέμπτην του Αυγούστου.

*

Άγιος Πορφύριος από μίμωνΟ Άγιος Πορφύριος ο από μίμων, ξίφει τελειούται.

Ο Πορφύριος ευστόλιστος εκ ξίφους,
Λαμπράν στολισθείς πορφύραν των αιμάτων.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Αυρηλιανού, εν έτει σο’ [270], καταγόμενος μεν, από την πόλιν Έφεσον. Αναθρεμμένος δε, εις τα θέατρα μαζί με τους μίμους: ήτοι τους υποκρινομένους κάθε ανθρώπου σχήμα και κίνημα. Ούτος λοιπόν δια την αισχράν και κατηγορημένην ταύτην τέχνην του, ηκολούθει με τον κόμητα της Αλεξανδρείας, και επήγε με αυτόν εις την Καισάρειαν. Και μίαν φοράν υποκριθείς το Άγιον Βάπτισμα των Χριστιανών, εβαπτίσθη από ένα άλλον μίμον, υποκρινόμενον ψευδώς, ότι είναι Επίσκοπος. Επερίπαιζον γαρ και οι δύω, και επεριγέλων τα εδικά μας μυστήρια. Αφ’ ου δε τούτο έγινε και εβαπτίσθη, ενεδύθη και άσπρον φόρεμα, κατά την συνήθειαν των βαπτιζομένων, και ω του θαύματος! εδέχθη τέλειον τον Χριστιανισμόν με την του Χριστού χάριν. Διότι αφ’ ου εβαπτίσθη, εφάνησαν έμπροσθεν αυτού Άγγελοι, οι οποίοι τον εδίδαξαν να προσεύχεται κατά ανατολάς, και να τυπόνη εις το μέτωπον, και εις όλον το σώμα του τον τίμιον Σταυρόν. Όθεν εκ του τοιούτου θαύματος, πολλοί επίστευσαν εις τον Χριστόν, και δια νεφέλης βαπτισθέντες, προσήλθον εις την καθολικήν Εκκλησίαν. Όθεν επειδή ο κόμης επρόσταξε τον Άγιον Πορφύριον, να αρνηθή την των Χριστιανών πίστιν, και εκείνος δεν ηθέλησε, δια τούτο απεκεφάλισεν αυτόν, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον. (Το ίδιον τούτο Συναξάριον ευρίσκεται μεταφρασμένον και εις τον Νέον Παράδεισον.)

*

Διήγησις εις τον θρήνον του Προφήτου Ιερεμίου περί της Ιερουσαλήμ, και εις την άλωσιν ταύτης, και περί της εκστάσεως Αβιμέλεχ.

Μάτην τι θρηνείς την υβρίστριαν πόλιν,
Ω των Προφητών πενθικώτατος πέλων;

Ο μέγας ούτος Προφήτης Ιερεμίας ήτον από χωρίον ονομαζόμενον Αναθώθ. Πολλά δε επροφήτευσε δια την Ιερουσαλήμ και Βαβυλώνα. Ομοίως και δια την ένσαρκον οικονομίαν του Υιού του Θεού, εις την οποίαν φαίνεται όλη η δύναμις και το κράτος της προφητείας. Τούτον τον Προφήτην έδειρε μίαν φοράν δυνατά Πασχώρ ο υιός του Εμήρ, ο προεστώς του οίκου Κυρίου. Και εις τον καταρράκτην αυτόν έβαλεν, διατί επένθει και ελυπείτο δια την σκλαβίαν, οπού έμελλε να πάθη η Ιερουσαλήμ. Επειδή δε η του Θεού πρόνοια ελύτρωσε τον Προφήτην από τον καταρράκτην, δια τούτο αυτός λυτρωθείς, επροφήτευσε και είπεν εις τον Πασχώρ· «Το όνομά σου θέλει γένη μέτοικον και ξένον από την γην ταύτην της Ιερουσαλήμ, και εν ταυτώ θέλει σε ελέγξει η αποστασία σου, διότι επικατάρατος είναι εκείνος ο άνθρωπος, οπού κάμνει το έργον του Κυρίου με αμέλειαν». «Επικατάρατος, ο ποιών τα έργα Κυρίου αμελώς» (Ιερ. λα’, 10).

Εις δε τας ημέρας του βασιλέως Ιωακείμ εθρήνει ο Ιερεμίας την Ιερουσαλήμ. Οι δε ψευδοπροφήται επαρακίνουν τους ιερείς να θανατώσουν αυτόν. Ο δε υιός Σαφάν, Αχεικάμ, ώντας μαζί με τον Ιερεμίαν, εμπόδιζε να μη τον θανατώσουν. Τότε είπεν ο Κύριος προς Ιερεμίαν. Κάμε εις τον εαυτόν σου δεσμά ξύλινα και βάλε αυτά εις τον λαιμόν σου. Και θέλω σε αποστείλω εις τον βασιλέα Μωάβ και Ιδουμαίας και Τύρου και Σιδώνος. Ταύτα δε ποιήσας ο Προφήτης, τα έβαλεν εις τον λαιμόν του. Τότε Ανανίας ο υιός Αζώρ ο ψευδοπροφήτης, εσηκώθη, και λαβών τα δεσμά από τον λαιμόν του Ιερεμίου, ετζάκισεν αυτά έμπροσθεν εις τα ομμάτια του λαού, λέγων. Έτζι είπεν ο Κύριος προς με· θέλω συντρίψω τον ζυγόν βασιλέως Βαβυλώνος από τον λαιμόν όλων των εθνών. Τότε είπεν ο Ιερεμίας προς τον ψευδοπροφήτην. Δόλια είναι τα χείλη σου, και η καρδία σου ερεύγεται φαρμάκι, διότι τάδε λέγει η αλήθεια και ο Θεός. Δεσμά ξύλινα ετζάκισας; Αντί τούτων δεσμά σιδηρά θέλω κάμω λέγει Κύριος Παντοκράτωρ, και θέλω βάλω αυτά εις τον τράχηλον των εθνών. Εσύ δε Ανανία, ογλίγωρα θέλεις απορρίψεις την ψυχήν σου. Και ω του θαύματος! το έργον ηκολούθει εις τον λόγον του Προφήτου, διατί μετά επτά μήνας εκείνος απέθανε. Κατά δε τον δέκατον όγδοον χρόνον της βασιλείας του Σεδεκίου βασιλέως Ιούδα, επένθει ο Ιερεμίας δια την Ιερουσαλήμ. Όθεν δια την αιτίαν ταύτην εβάλθη εις φυλακήν, όταν σχεδόν επλησίασαν οι Χαλδαίοι και Βαβυλώνιοι κοντά εις Ιερουσαλήμ. Αλλά δεν ηξεύρω πώς ευγήκεν ο Προφήτης έξω της φυλακής, και επήγεν εις την γην Βενιαμίν δια αναγκαίαν χρείαν οπού είχε. Και εκεί επιάσθη από τον λαόν των Χαλδαίων και δαρθείς από αυτούς, ερρίφθη εις την φυλακήν.

Αφ’ ου δε εκεί εδιάτριψεν ικανόν καιρόν ο Ιερεμίας, έστειλεν ο βασιλεύς Σεδεκίας, και εύγαλεν αυτόν κρυφίως από την φυλακήν και έπειτα λέγει εις αυτόν. Επειδή και ευεργετήθης από λόγου μου, ειπέ εκείνο οπού μέλλει να γένη εις τον καιρόν της βασιλείας μου. Τότε αποκριθείς ο Προφήτης είπε. Δεν είμαι εγώ οπού σοι λαλώ βασιλεύ. Αλλά είναι το Πνεύμα του Θεού, οπού λαλεί εν εμοί· και εκείνα οπού έγραψα, έγραψα: ήγουν εκείνα οπού έγραψα, είναι αληθινά και αμετάθετα. Όθεν βάλλεται πάλιν ο μακάριος Προφήτης εις την φυλακήν, οι δε διαβαλταί ενώχλουν πάλιν τον βασιλέα λέγοντες, ότι ο Ιερεμίας και εις την φυλακήν ευρισκόμενος, ψυχραίνει τας καρδίας των πολεμιστών, με το να μη κηρύττη ειρήνην, αλλά πόλεμον και ταραχήν. Όθεν κάλλιον είναι να θανατωθή ένας δια την σωτηρίαν των πολλών. Ο δε βασιλεύς είπε προς αυτούς. Ιδού αυτός ευρίσκεται εις τας χείρας σας. Τότε λοιπόν έρριψαν τον Ιερεμίαν εις τον λάκκον του Μελχίου και εις τον βόρβορον των νεκρών.

Μαθών δε τούτο ο Αβιμέλεχ, είπεν εις τον βασιλέα. Διατί εκακοποίησας, ω βασιλεύ, τον άνδρα Ιερεμίαν; Ο βασιλεύς απεκρίθη. Δεν έκαμα τούτο με το θέλημά μου, αλλά δια τον φόβον του λαού. Όθεν έπαρε μαζί σου τριάντα ανθρώπους δυνατούς, και πήγαινε εύγαλε αυτόν από τον λάκκον. Ο δε Αβιμέλεχ πορευθείς με ογλιγωρότητα, εύγαλε τον Ιερεμίαν αβλαβή δια της δυνάμεως του Θεού. Τότε ο βασιλεύς πέρνωντας τον Ιερεμίαν κοντά του λέγει προς αυτόν. Μη κρύψης από λόγου μου εκείνο οπού μέλλω να σου ζητήσω. Ο δε Ιερεμίας απεκρίθη. Διατί αποστρέφεσαι την αλήθειαν ω βασιλεύ; Εγώ δεν είμαι κήρυξ του ψεύδους, καν και πολλαίς φοραίς θανατώσης με. Ο δε βασιλεύς ώμοσε λέγων. Ζη ο Θεός των πατέρων μου! Δεν θέλω σε φονεύσω, δια κάθε λόγον οπού ήθελές μοι ειπής, ουδέ θέλω σε παραδώσω εις τας χείρας των αιμοβόρων ανδρών. Όθεν ο Ιερεμίας είπεν εις τον βασιλέα. Ανίσως φυλάξης την συμβουλήν μου ω βασιλεύ, και εύγης και υποδεχθής τους Βαβυλωνίους, ήξευρε ότι θέλεις γλυτώσεις την ζωήν σου, και η πόλις αύτη των Ιεροσολύμων δεν θέλει απολεσθή. Ειδέ και σταθής εναντίος εις αυτούς, ήξευρε ότι δεν θέλεις γλυτώσεις από τας χείρας των, αλλά και η πόλις αύτη θέλει αφανισθή από την φωτίαν. Επειδή δε ο βασιλεύς ελογίασεν ωσάν φλυαρίαν τα λόγια του Προφήτου, δια τούτο δεν εγλύτωσεν από τον πόλεμον και την ορμήν των Βαβυλωνίων. Όθεν αυτοί ελθόντες επερικύκλωσαν την πόλιν των Ιεροσολύμων, και εμποδίσαντες τας τροφάς οπού ήρχοντο έξωθεν μέσα εις αυτήν, επροξένησαν εις την πόλιν μεγάλην πείναν.

Ο δε βασιλεύς φοβούμενος δια να μη θανατωθή μέσα εις την πόλιν, φεύγει την νύκτα μαζί με τους ανθρώπους του. Οι δε Χαλδαίοι τούτον κυνηγήσαντες, επίασαν, και εθανάτωσαν τους υιούς του έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς του. Του δε βασιλέως Σεδεκία εύγαλαν τους οφθαλμούς, και δεμένον εκατέβασαν αυτόν εις την Βαβυλώνα, και έβαλον μέσα εις ένα μύλον, έχοντες αυτόν ωσάν ένα παίγνιον. Εις την παιδείαν δε ταύτην ευρίσκετο έως εις τας υστερινάς ημέρας της ζωής του. Ο δε Ναβουζαρδάν, ο αρχιμάγειρος του βασιλέως Ναβουχοδονόσορ, εμβαίνωντας εις την Ιερουσαλήμ, έκαυσεν αυτήν, και τον Ναόν του Θεού έκαμε κονιορτόν, κατά τον λόγον του Ιερεμίου. Ύστερον δε από εβδομήντα χρόνους, πάλιν ελύθη η σκλαβία της Ιερουσαλήμ, καθώς έμπροσθεν θέλει ρηθή. Πώς δε η άλωσις και σκλαβία έγινε της Ιερουσαλήμ, και ποία εισι τα λαληθέντα υπό Κυρίου προς τον Ιερεμίαν, λέγομεν τώρα εδώ. Κατά τας ημέρας εκείνας ελάλησε Κύριος προς Ιερεμίαν λέγων. Ιερεμία, εύγα έξω από την πόλιν μαζί με τον Βαρούχ, επειδή θέλω αφανίσω αυτήν δια το πλήθος των αμαρτιών των ανθρώπων, οπού κατοικούν εις αυτήν. Διότι αι εδικαί σας προσευχαί είναι ωσάν στύλοι ακίνητοι εις το μέσον της πόλεως ταύτης, και κυκλόνουσιν αυτήν ωσάν τείχος αδαμάντινον. Δια τούτο λοιπόν εύγα έξω από αυτήν, προτού να την περικυκλώση η δύναμις και το στράτευμα των Χαλδαίων. Τότε ελάλησεν ο Ιερεμίας προς τον Θεόν λέγων. Παρακαλώ σε Κύριε, συγχώρησόν μοι τω δούλω σου να λαλήσω έμπροσθέν σου. Και είπε Κύριος. Λάλει. Τότε είπεν Ιερεμίας. Κύριε, παραδίδεις την πόλιν ταύτην εις χείρας των Χαλδαίων, δια να καυχηθούν αυτοί, και να ειπούν, ότι ενίκησαν αυτήν; Κύριέ μου, ανίσως είναι θέλημά σου να αφανισθή η πόλις αύτη, ας αφανισθή από τας χείρας σου, και όχι από τους Χαλδαίους. Και είπεν ο Θεός, εσύ σηκώσου και εύγα έξω από αυτήν, οι δε Χαλδαίοι δεν θέλουν καυχηθούν, διατί, εάν εγώ δεν ανοίξω τας πόρτας της Ιερουσαλήμ εις αυτούς, αυτοί μόνοι να έμβουν εις αυτήν δεν δύνανται. Πήγαινε εις τον Βαρούχ, και ειπέ του αυτά οπού σοι λέγω. Και κατά την έκτην ώραν της νυκτός, έλθετε εις τα τείχη της πόλεως και βλέπετε, διατί εάν εγώ δεν ανοίξω εις τους Χαλδαίους, αυτοί μόνοι να έμβουν εις την Ιερουσαλήμ δεν δύνανται. Και αφ’ ου είπε ταύτα ο Κύριος, εχωρίσθη από τον Ιερεμίαν. Ο δε Ιερεμίας επήγεν εις τον Βαρούχ, και εφανέρωσε ταύτα εις αυτόν. Πηγαίνοντες δε και οι δύω εις τον Ναόν, έσχισαν τα ρούχα των, και έβαλαν στάκτην εις τας κεφαλάς των, και εθρήνουν την πόλιν Ιερουσαλήμ. Και ελθόντες κατά την έκτην ώραν της νυκτός εις τα τείχη της πόλεως, ήκουσαν φωνάς σαλπίγγων. Ήλθον γαρ Άγγελοι εκ του Ουρανού κρατούντες λαμπάδας εις τας χείρας των, και εστάθησαν επάνω εις τα τείχη της πόλεως. Βλέποντες δε αυτούς ο Ιερεμίας και ο Βαρούχ, έκλαυσαν και είπον. Τώρα είναι αληθινός ο λόγος οπού ελάλησεν ο Θεός. Και είπον εις τους Αγγέλους. Παρακαλούμεν σας, να μη χαλασθή η πόλις, έως οπού να λαλήσωμεν εις τον Θεόν.

Τότε ο Ιερεμίας ελάλησε λέγων. Δέομαί σου Κύριε, πρόσταξον να λαλήσω έμπροσθέν σου. Και είπε Κύριος. Λάλει. Και είπεν Ιερεμίας. Ιδού επληροφορήθημεν, ότι θέλεις παραδώσεις την Ιερουσαλήμ εις τας χείρας των εχθρών της, και ο λαός σου Ισραήλ, θέλει υπάγη σκλάβος εις την Βαβυλώνα. Λοιπόν, τι να κάμωμεν τα άγια σκεύη του Ναού σου; Και είπεν ο Κύριος. Παράδοσαι ταύτα εις την γην λέγων. Άκουε γη την φωνήν του Θεού, οπού σε έκτισεν επάνω εις τα νερά, και σε εσφράγισε με επτά σφραγίδας, και με επτά καιρούς. Και οπού μετά ταύτα θέλεις λάβης την ωραιότητά σου. Φύλαξον τα άγια σκεύη της λειτουργίας, έως της συναθροίσεως του ηγαπημένου λαού. Έπειτα ελάλησε πάλιν Ιερεμίας λέγων. Παρακαλώ σε Κύριε· τι να κάμω εις τον Αιθίοπα Αβιμέλεχ, ότι πολλάς ευεργεσίας εποίησεν εις εμένα τον δούλον σου; Διατί αυτός με εύγαλεν από τον λάκκον του βορβόρου, μέσα εις τον οποίον με έβαλον. Και δεν θέλω να ιδή τον αφανισμόν της πόλεως, δια να μη πήξη και αποθάνη από τον φόβον του, επειδή είναι δειλός και μικρόψυχος. Και είπε Κύριος προς Ιερεμίαν. Απόστειλον αυτόν εις τον αμπελώνα του Αγρίππα. Και θέλω σκεπάσω αυτόν υποκάτω εις την σκιαν του βουνού, έως να γυρίση ο λαός από την σκλαβίαν (4).

Τότε λοιπόν ο Ιερεμίας επήρε τα άγια σκεύη της λειτουργίας, κατά προσταγήν Θεού, και έβαλεν αυτά μέσα εις μίαν πέτραν, σφραγίσας εις αυτήν με το δακτυλίδι του, το όνομα του Θεού, ήτοι το τετραγράμματον Ιεχωβά. Το οποίον δηλοί κατά τους εβδομήκοντα, Κύριος. Και ω του θαύματος! ο τύπος της σφραγίδος έγινε τόσον βαθύς, ωσάν να εγλύφη με σμύλην σιδηράν. Εσκέπαζε δε την πέτραν μία νεφέλη, δια να ήναι από τους ανθρώπους δυσκολογνώριστος. Ευρίσκεται δε η πέτρα αύτη εν τη ερήμω, όπου κατεσκευάσθη η κιβωτός του Θεού πρότερον επί Μωϋσέως (5). Τω πρωί δε, λέγει ο Ιερεμίας εις τον Αβιμέλεχ. Λάβε το κοφίνι τέκνον, και πήγαινε εις το αμπέλι του Αγρίππα δια μέσου της στράτας του βουνού, και φέρε σύκα δια να φάγουν οι ασθενείς του λαού, ότι εις εσένα είναι η ευφροσύνη αυτών, και εις την κεφαλήν σου στέκεται η δόξα των. Και ευθύς επήγεν εις το αμπέλι. Όταν δε εκείνος επήγεν, ο ήλιος εβασίλευσε. Και ιδού ήλθον τα στρατεύματα των Χαλδαίων, και επερικύκλωσαν την Ιερουσαλήμ. Εσάλπισε δε ο μέγας Άγγελος λέγων. Έμβα εις την πόλιν όλη η δύναμις των Χαλδαίων, διότι ιδού ανοίχθη εις εσάς η πύλη. Τότε ο Ιερεμίας λαβών τα κλειδία του Ναού, ευγήκεν έξω από την πόλιν, και έρριψεν αυτά έμπροσθεν εις τον ήλιον και είπε. Λάβε ταύτα και φύλαξον έως την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν ο Κύριος θέλει σε εξετάσει δι’ αυτά. Επειδή ημείς δεν ευρέθημεν άξιοι να τα φυλάξωμεν. Ο δε Αβιμέλεχ λαβών τα σύκα εν τω καύματι, εύρε δένδρον και εκάθισεν υποκάτω εις την σκιαν του, δια να αναπαυθή ολίγον. Και κλίνας την κεφαλήν υποκάτω εις το κοφίνι, ω του θαύματος! εκοιμήθη εκεί χρόνους εβδομήντα. Τούτο δε έγινε κατά προσταγήν Θεού, δια τον λόγον, ον είπεν εις τον Ιερεμίαν, ότι εγώ θέλω σκεπάσω αυτόν.

Αφ’ ου δε επέρασαν οι εβδομήντα χρόνοι, εξύπνισε και είπε, γλυκά εκοιμήθηκα, πλην ολίγον, και δια τούτο η κεφαλή μου είναι βεβαρημένη, επειδή και δεν εχόρτασα ύπνον. Και ανοίξας το κοφίνι, ευρήκε τα σύκα οπού ακόμη έσταζαν γάλα, ωσάν να ήθελε τα κόψη προ ολίγης ώρας. Και είπεν. Ήθελα ακόμη να κοιμηθώ, αλλ’ επειδή με σπουδήν και ογλιγωράδα με έστειλεν ο Ιερεμίας, εάν κοιμηθώ, θέλω αργοπορήσω, και εκ τούτου έχει εκείνος να λυπηθή. Όθεν ας υπάγω ογλιγωρότερα, δια να χαροποιήσω αυτόν, και εκεί κοιμώμαι. Λαβών λοιπόν τα σύκα, επήγεν εις Ιερουσαλήμ. Και δεν εγνώριζεν, ούτε την Ιερουσαλήμ, ούτε το οσπήτιόν του, ούτε κανένα συγγενή του, ή φίλον. Και είπεν. Ευλογητός Κύριος. Έκστασις έγινεν εις εμένα σήμερον. Δεν είναι η πόλις αύτη Ιερουσαλήμ; Επλανήθη ο νους μου, με το να μην εχόρτασα ύπνον. Ευγήκε δε έξω από την πόλιν, και στοχαζόμενος τα σημάδια, έλεγεν. Αύτη αληθώς είναι η πόλις μου, δεν επλανήθηκα. Και πάλιν εμβήκεν εις την πόλιν, και ζητήσας, δεν εύρε κανένα από τους συγγενείς και φίλους του. Και είπεν. Ευλογητός Κύριος. Μεγάλη έκστασις έπεσεν εις εμένα.

Και πάλιν ευγήκεν έξω από την πόλιν και έμενε λυπούμενος, με το να μην ήξευρε τι να κάμη. Βαλών δε κάτω το κοφίνι είπεν. Εδώ θέλω καθίσω, έως οπού ο Κύριος να σηκώση την έκστασιν ταύτην από λόγου μου. Καθημένου δε αυτού, ιδού ήρχετο ένας γέρων από το χωράφι του, και λέγει εις αυτόν. Εις εσένα λέγω γέρων, ποία είναι η πόλις αύτη; Ο γέρων απεκρίθη. Η Ιερουσαλήμ είναι τέκνον. Λέγει ο Αβιμέλεχ. Πού είναι Ιερεμίας ο Προφήτης και Ιερεύς του Θεού, και Βαρούχ ο αναγνώστης, και όλος ο λαός της πόλεως; Ότι δεν ευρήκα αυτούς. Απεκρίθη ο γέρων. Δεν είσαι συ από την πόλιν ταύτην; Σήμερον ενθυμήθης τον Ιερεμίαν και τον λαόν, και ερωτάς δι’ αυτόν, ύστερα από τόσους χρόνους; Ο λαός είναι εις την Βαβυλώνα, τέκνον, τώρα εβδομήκοντα χρόνους, επειδή έγιναν σκλάβοι από τον βασιλέα Ναβουχοδονόσορ. Και πώς εσύ οπού είσαι νέος, και ακόμη τότε δεν ήσουν γεννημένος, πώς, λέγω, συ ερωτάς δια εκείνους, τους οποίους ακόμη δεν έφθασες να ιδής; Ταύτα δε ακούσας ο Αβιμέλεχ, λέγει προς τον γέροντα. Αν δεν ήσουν γέρωντας, και αν δεν ήτον εμποδισμένον να ατιμάζη τινάς τον μεγαλίτερόν του (λέγει γαρ ο Σειράχ· «Μη ατιμάσης άνθρωπον εν γήρει αυτού», η’, 6), εξάπαντος ήθελα σε περιγελάσω, και να σοι ειπώ, ότι είσαι τρελός. Επειδή και λέγεις, ότι ο λαός επήγε σκλάβος εις την Βαβυλώνα. Βέβαια ανίσως ήθελαν ανοιχθούν οι καταρράκται του ουρανού, και αν οι Άγγελοι του Θεού ήθελαν καταβούν, δια να πάρουν αυτούς με δύναμιν και εξουσίαν, πάλιν δεν ήθελαν υπάγουν τόσον ογλίγωρα εις την Βαβυλώνα. Διότι πόση ολίγη ώρα επέρασεν, αφ’ ου με έστειλεν ο πατήρ μου Ιερεμίας εις το αμπέλι του Αγρίππα, δια να πάρω ολίγα σύκα, και να δώσωμεν αυτά εις τους ασθενείς του λαού! Εγώ δε πηγαίνωντας υποκάτω εις δένδρον, από το καύμα εκοιμήθηκα ολίγον. Και νομίσας ότι αργοπόρησα, εξεσκέπασα τα σύκα, και ευρήκα οπού έσταζον γάλα, καθώς τότε οπού τα έκοψα από την συκήν. Συ δε πώς λέγεις, ότι εις τόσην ολίγην ώραν εσκλαβώθη ο λαός εις την Βαβυλώνα; Και δια να γνωρίσης, ότι δεν σοι λέγω ψεύματα, λάβε τα σύκα και ίδε. Βλέπωντας δε ο γέρων τα σύκα, είπεν. Ω τέκνον, δικαίου ανθρώπου είσαι υιός, και δια τούτο δεν ηθέλησεν ο Θεός να σοι δείξη την ερήμωσιν της πόλεως ταύτης. Αλλά έφερεν εις εσένα τοιαύτην έκστασιν. Ιδού εβδομήκοντα χρόνους έχει ο λαός εις την Βαβυλώνα, από την ημέραν εκείνην κατά την οποίαν εσκλαβώθη. Και δια να μάθης τέκνον, ότι είναι αληθινά αυτά οπού σοι λέγω, σήκωσαι τα ομμάτιά σου και ίδε τα χωράφια, ότι ακόμη δεν εφάνη η αύξησις των γεννημάτων. Ιδέ και τας συκίας, ότι ο καιρός των σύκων ακόμη δεν έφθασε. Και πληροφορήσου και πείσθητι εις τα λόγιά μου. Τότε ο Αβιμέλεχ ανανήψας ωσάν από μέθην, ήλθεν εις τον εαυτόν του και στοχασθείς την γην ακριβώς και τα εν αυτή δένδρα, είπεν. Ευλογητός ο Θεός του ουρανού και της γης, η ανάπαυσις των ψυχών των δικαίων. Έπειτα λέγει εις τον γέροντα. Τι μήνας είναι ούτος; Ο γέρων απεκρίθη. Δωδέκατος, τέκνον, ήτοι ο Φευρουάριος. Είτα λαβών από τον Αβιμέλεχ ολίγα σύκα και ευχηθείς αυτόν, ανεχώρησεν.

(4) Σημειούμεν εδώ, ότι παρά τω Συναξαριστή γράφονται και τα λόγια ταύτα. «Συ δε Ιερεμία, άπελθε μετά του λαού εις Βαβυλώνα, και μείνον με αυτούς ευαγγελιζόμενος». Τα λόγια όμως ταύτα δεν αναφέρονται εις την Αγίαν Γραφήν. Αλλ’ άλλος τις έγραψε ταύτα απεριέργως και τολμηρώς, καθώς του εφάνη, μη στοχασθείς ακριβώς τα εν τη Βίβλω του Προφήτου Ιερεμίου περιεχόμενα. Εν ταύτη γαρ αναγινώσκομεν, ότι ο Ιερεμίας δεν επήγεν εις την Βαβυλώνα. Αλλά μετά την άλωσιν της Ιερουσαλήμ εκατέβη εις Αίγυπτον εν Τάφναις (αι οποίαι ελληνιστί λέγονται Δάφναι) και εκεί επροφήτευσεν. Ως βεβαιούται τούτο, πρώτον από το μγ’ [= ν’] κεφάλαιον του Ιερεμίου, οπού ο ίδιος λέγει· «Και εισήλθον εις Αίγυπτον, και εισήλθον εν Τάφναις. Και εγένετο λόγος Κυρίου προς Ιερεμίαν εν Τάφναις λέγων», και τα λοιπά. Δείκνυται δε και από το να’ [= κη’] κεφάλαιον του αυτού οπού είπεν εις τον Σαραίαν ο Ιερεμίας ταύτα· «Και είπεν Ιερεμίας προς Σαραίαν, όταν έλθης εις την Βαβυλώνα, και όψη και αναγνώση πάντας τους λόγους τούτους. … Και έσται όταν παύση του αναγινώσκειν το Βιβλίον τούτο, και επιδήσεις επ’ αυτό λίθον, και ρίψεις αυτό εις μέσον του Ευφράτου» (στιχ. 61). Ταύτα δε τα λόγια δεν ήθελεν ειπή ο Ιερεμίας, αν αυτός επήγαινεν εις την Βαβυλώνα.

Δεύτερον, από τον σοφόν Θεοδώρητον. Ούτος γαρ λέγει εν τη επιγραφή του ρλς’ ψαλμού· «Τινές θρασύ πράγμα τετολμηκότες επέγραψαν τω ψαλμώ τούτω δια Ιερεμίου. Ιερεμίας δε ουκ απήχθη εις Βαβυλώνα μετά των δορυαλώτων. Αλλ’ ολίγον εν Ιερουσαλήμ διαγαγών χρόνον, υπό των παρανόμων βιασθείς Ιουδαίων, της εις Αίγυπτον οδού αυτοίς κεκοινώνηκε. Πώς ουν αρμόττει αυτώ λέγειν. Επί των ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμεν και εκλαύσαμεν;» Σχεδόν τα αυτά λέγει ο αυτός Θεοδώρητος και εις την επιγραφήν του ξδ’ ψαλμού, την λέγουσαν ωδή Ιερεμίου και Ιεζεκιήλ και τα λοιπά. Τρίτον τούτο βεβαιούται από τον ιερόν Θεοφύλακτον Βουλγαρίας. Ούτος γαρ εν τη υποθέσει της εις τον Ιωνάν ερμηνείας λέγει· «Τον θεσπέσιον Ιερεμίαν τοσαύτης ηξίωσε τιμής των Βαβυλωνίων ο βασιλεύς (ο Ναβουχοδονόσορ δηλαδή) ως αίρεσιν αυτώ της οικήσεως δούναι. Και τους μεν άλλους πάντας βασιλέας και άρχοντας, αιχμαλώτους απήγαγε. Τούτω δε μόνω δέδωκεν εξουσίαν διάγειν όπου βούλεται». Σημειούμεν δε και τούτο, ότι παρά τη εν Λειψία εκδόσει τη γραικολατινική, των του Θεοδωρήτου συγγραμμάτων, και τούτο αναφέρεται εν τοις υποσημειώμασι της επιγραφής του ξδ’ ψαλμού. Ότι ο Ιερεμίας πύργον υψηλόν οικοδομήσας, και εαυτόν εναποκλείσας, εν τούτω τους θρήνους συνέγραψεν, ολοφυρόμενος, τούτο μεν, την Ιερουσαλήμ, τούτο δε, τον εξανδραποδισμόν του λαού. Φαίνεται δε, ότι αφ’ ου συνέγραψε τους θρήνους εν τη γη της Ιερουσαλήμ, τότε εκατέβη εις Αίγυπτον.

Αλλά και ο Βαρούχ δεν έμεινεν εν τη Ιερουσαλήμ, ως γράφεται εδώ. Αλλά εκατέβη πρώτον εις την Αίγυπτον μαζί με τον Ιερεμίαν. Ως τούτο δείκνυται από το μγ’ [= ν’] κεφάλαιον του Ιερεμίου. Έπειτα επήγεν εις την Βαβυλώνα. Και ύστερα από πέντε χρόνους της αλώσεως της Ιερουσαλήμ ανέγνωσε το βιβλίον του εις τον λαόν. Καθώς τούτο δηλούται εκ του πρώτου κεφαλαίου αυτού, εν ω λέγει ούτως· «Εν τω έτει τω πέμπτω, εν εβδόμω μηνί, εν τω καιρώ, ω έλαβον οι Χαλδαίοι την Ιερουσαλήμ, ανέγνω Βαρούχ τους λόγους του βιβλίου τούτου εν ωσίν Ιεχονίου και εν ωσί πάντων των κατοικούντων εν Βαβυλώνι επί του ποταμού Σουδ» (Βαρ. κεφ. α’, στιχ. 2). Δια τούτο δεν εμεταφράσαμεν, ότι ο Βαρούχ και Αβιμέλεχ έστειλαν επιστολήν εις την Βαβυλώνα προς τον Ιερεμίαν δια του αετού, και ότι εκείνος εκάθισεν επί νεκρού και ανέστη. Και ότι εγύρισεν ο Ιερεμίας εις την Ιερουσαλήμ μαζί με τον λαόν, και τα όμοια. Επειδή αυτά δεν είναι αληθινά, ως εναντία εις την Γραφήν. Πλην και τούτο εποίησα, ερωτήσας και άλλους διδασκάλους και διακριτικούς, και μάλιστα τον παναγιώτατον και σοφώτατον πρώην Κωνσταντινουπόλεως κύριον Γρηγόριον, οίτινες έδωκάν μοι γνώμην να τα αφήσω αμετάφραστα. Ότι δε ο Ιερεμίας δεν επήγεν εις την Βαβυλώνα, αλλά επήγεν εις Δάφνας και εκεί ελιθοβολήθη, τούτο μαρτυρείται και εν τη πρώτη του Μαΐου κατά το Συναξάριον του Ιερεμίου. Μαρτυρεί τούτο και Αλέξανδρος ο Μαυροκορδάτος εις τα Ιουδαϊκά, και όρα εκεί. Αλλά γαρ και από την επιστολήν, οπού έστειλεν ο Ιερεμίας εις τους μέλλοντας αιχμαλωτισθήναι εις Βαβυλώνα, και από εκείνα οπού λέγει αυτοίς να μη προσκυνήσουν τους εν Βαβυλώνι θεούς και είδωλα, και από αυτήν, λέγω, είναι ολοφάνερον, ότι ο Ιερεμίας δεν επήγεν εις Βαβυλώνα. Επειδή αν επήγε, τις η χρεία να γράψη επιστολήν; Όρα δε την επιστολήν ταύτην μετά το Βιβλίον του Βαρούχ.

(5) Πού δε εφύλαξε ταύτα ο Ιερεμίας; Όρα ακριβέστερον εις την υποσημείωσιν του Συναξαρίου του Ιερεμίου, κατά την πρώτην του Μαΐου.

*

Άγιος Ιωάννης ΒατάτζηςΟ Άγιος και ευσεβέστατος βασιλεύς Ιωάννης δουξ ο Βατάτζης και ελεήμων, ο εν Μαγνησία, εν ειρήνη τελειούται.

Κάτω βασιλεύς ων το πριν στεφηφόρε,
Άνω Βασιλεύς νυν εδείχθης, ω κλέους!

Ούτος ο φιλόχριστος βασιλεύς Ιωάννης, πατρίδα μεν είχε την μεγαλόπολιν Αδριανούπολιν, προγόνους δε, τους πρώτους της βασιλικής συγκλήτου. Ο γαρ πάππος αυτού Κωνσταντίνος, ο Βατάτζης λεγόμενος, ήτον στρατοπεδάρχης του βασιλέως Μανουήλ του Κομνηνού, εν έτει ͵αρμγ’ [1143]. Αφ’ ου δε απέθανον οι γονείς του βασιλέως τούτου, έμεινε πολύς πλούτος εις αυτόν, τον οποίον διεμοίρασεν εις πτωχούς, και εξώδευσεν εις αφιερώματα θείων Ναών και Εκκλησιών. Έπειτα επήγεν εις το εν Βιθυνία Νύμφαιον, οπού τότε ήτον το παλάτιον και η καθέδρα των βασιλέων της Κωνσταντινουπόλεως. Εκεί δε ευρήκε τον από πατρός θείον του, κληρικόν όντα και ιερωμένον, κοντά εις τον βασιλέα Θεόδωρον τον Λάσκαριν, τον εν έτει ͵ασς’ [1206] βασιλεύσαντα (6). Με το μέσον λοιπόν του θείου του, έγινε φίλος με τον βασιλέα. Δεν υπερηφανεύετο όμως δια την φιλίαν ταύτην, αλλά ταπεινώς εις όλους εφέρετο. Όθεν και από όλους ηγαπάτο, ήθος έχων σεμνόν, ζωήν σώφρονα, όμμα ιλαρόν. Ήτον ευκολοπλησίαστος εις όλους, πράος, άκακος, γαληνός, και διαλεγόμενος εις όλους με πρόσωπον ήμερον. Και λοιπόν δια τας αρετάς του ταύτας, έλαβεν εις γυναίκα του την θυγατέρα του βασιλέως, Ειρήνην ονομαζομένην, ύστερον αφ’ ου εμονομάχησε με τον Λατίνον Κόραδον, τον καυχώμενον εις την δύναμίν του. Και αφ’ ου ενίκησεν αυτόν, ειπών «Κύριε Ιησού Χριστέ βοήθει μοι».

Αφ’ ου δε ο πενθερός του βασιλεύς Θεόδωρος απέθανεν, έλαβε την βασιλείαν ο χαριτώνυμος ούτος Ιωάννης εν έτει ͵ασκβ’ [1222]. Και λοιπόν ήτον εις όλους τους αδικουμένους προστάτης θερμότατος, εδείχνετο στάθμη της δικαιοσύνης. Μάλιστα δε εγνωρίζετο παρά πάσι, μία πηγή της ελεημοσύνης. Δι’ ο και κατ’ εξοχής τρόπον επωνομάζετο ελεήμων. Ομοίως εγνωρίζετο της ευσεβείας και ορθοδόξου πίστεως ζηλωτής. Ούτος γαρ ο αοίδιμος, έγινεν αίτιος να βαπτισθή εις τον καιρόν του το γένος των Ιουδαίων. Και ζήλον έλαβεν εις την καρδίαν του δια να ποιήση ένωσιν της Ανατολικής Εκκλησίας μετά της Δυτικής, δια την οποίαν πρέσβεις εστάλθησαν από τον ένατον Γρηγόριον τον Πάπαν Ρώμης. Και διάλεξις συνεκροτήθη μεταξύ Ανατολικών και Δυτικών, εξάρχου όντος της διαλέξεως, του τότε Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού του νέου. Και όσον το επ’ αυτώ, ετελείωσε την τοιαύτην ποθητήν ειρήνην, ανίσως οι δυτικοί ήθελαν στέρξουν να σηκώσουν από το σύμβολον της πίστεως την προσθήκην. Ούτος ο ελεήμων βασιλεύς, ήκουσε νοερώς και θείαν φωνήν ενηχηθείσαν αυτώ και λέγουσαν «Ο σταυρωθείς εγήγερται, ο μεγάλαυχος πέπτωκεν, ο καταπεσών και συντριβείς ανώρθωται». Από την οποίαν ενδυναμωθείς, κατετρόπωσε και κατέσφαξε δια μονομαχίας, τον μεγάλαυχον εκείνον Σουλτάνον Αζατίνην ονόματι, ο οποίος ευγαίνωντας από το Ικόνιον, εκούρσευε τας πόλεις οπού ευρίσκονται κατά τον ποταμόν Μαίανδρον. Κυβερνήσας λοιπόν θεοφιλώς το καράβι της παγκοσμίου βασιλείας ο τρισμακάριστος, παρέδωκεν εν ειρήνη την ψυχήν του εις χείρας Θεού, χρόνων ώντας εβδομηκονταδύω, το δε τίμιον αυτού σώμα ενταφιάσθη εις το Μοναστήριον του Σωτήρος Χριστού, το οποίον έκτισεν ο ίδιος αυτός βασιλεύς, και επωνόμασεν αυτό Σώσανδρα. Ύστερον δε δι’ αποκαλύψεως του ιδίου βασιλέως, μετεκομίσθη το τούτου άγιον σώμα εις την πόλιν της Μαγνησίας.

Θαύμα δε μέγα εφάνη, όταν ανεκομίσθη εκ του τάφου το τούτου άγιον λείψανον και μετεκομίσθη εις την Μαγνησίαν. Διότι όταν ο τάφος ανοίχθη, δεν ευγήκε καμμία δυσώδης αποφορά, αλλά εξήλθε μία ευωδία και χάρις, μεμιγμένη με ηδονήν και γλυκύτητα, ωσάν να ήθελεν ανοιχθή ένας κήπος αρωματικός και ευώδης. Ο δε νεκρός εφάνη, ωσάν να κάθεται επάνω εις θρόνον βασιλικόν, χωρίς να έχη καμμίαν λύσιν αρμονίας, χωρίς να έχη καμμίαν μελανίαν, και χωρίς τινα δυσωδίαν, ή σημείον άλλο νεκρότητος. Αλλ’ ο προ επτά χρόνων ενταφιασθείς, εβλέπετο ωσάν ζωντανός, έχων μεν εις τα μέλη του, το φυσικόν αυτών κίνημα. Φέρων δε εις τα μάγουλά του, το φυσικόν αυτών κοκκινάδι. Αλλά και αυτά τα βασιλικά στρώματα του λειψάνου, εφυλάχθησαν αδιάφθορα, ωσάν να ήθελαν ραφθούν σήμερον. Ούτως οίδε δοξάζειν Θεός τους αυτόν δοξάζοντας. Από τότε δε και ύστερον, ενήργει το τίμιον αυτού λείψανον εν τη Μαγνησία θαύματα πάμπολλα, ιατρεύον ασθενείας, διώκον δαίμονας, και άλλα πάθη θεραπεύον, δια της εν αυτώ κατοικούσης του Θεού χάριτος, πάντων των μετά πίστεως αυτώ προστρεχόντων, καθώς μερικά εξ αυτών αναφέρει ο μετ’ εγκωμίου κατά πλάτος Βίος του (7).

(6) Ούτος ο βασιλεύς εσυνέθεσε τον κατανυκτικόν και παρακλητικόν Κανόνα εις την Θεοτόκον: ήτοι το «Των λυπηρών επαγωγαί χειμάζουσι». Και άλλον Κανόνα χαιρετίσιμον εις την αυτήν Θεοτόκον, γεγραμμένον εν τω Νέω Θεοτοκαρίω, καθώς αυτοί επιγράφονται εις το όνομά του.

(7) Τον κατά πλάτος Βίον τούτου μετέφρασεν η εμή αδυναμία εις το απλούν εξ ου και εσυνώψισα το παρόν Συναξάριον. Αλλά και ολόκληρον ασματικήν Ακολουθίαν εξ υπαρχής εφιλοπόνησα εις την τούτου βασιλικήν μεγαλειότητα, άπερ ευρίσκονται νυν εις την Μαγνησίαν.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελεησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος ΙωαννίκιοςΤῷ αὐτῷ μηνὶ Δ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἰωαννικίου τοῦ μεγάλου τοῦ ἐν τῷ Ὀλύμπῳ.

Τὸν Ἰωαννίκιον ἐκ γῆς λαμβάνει,
Ὁ τῷ λόγῳ γῆν τοῦ Θεοῦ πήξας Λόγος.

Σῆμά σοι ἔν γε τετάρτῃ Ἰωαννίκιε χεῦσαν
(ἤτοι ἐπέχεαν καὶ ἐκατεσκεύασαν).

Οὗτος ὁ μακάριος Ἰωαννίκιος ἐγεννήθη κατὰ τὸν εἰκοστὸν τέταρτον χρόνον τῆς τυραννίδος τοῦ θηριωνύμου καὶ εἰκονομάχου Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου, ἐν ἔτει ψμ΄ [740], ἀπὸ πατέρα μέν, καλούμενον Μυριτρίκην, ἀπὸ μητέρα δέ, ὀνομαζομένην Ἀναστασώ, πατρίδα ἔχων τὴν Βιθυνίαν. Οὗτος λοιπὸν ὅταν ἔφθασεν εἰς μέτρον ἀνδρικῆς ἡλικίας, ἐπῆγε μαζὶ μὲ τὸν βασιλέα εἰς τὸν πόλεμον τὸν κατὰ τῶν Βουλγάρων, καὶ μεγάλας ἀνδραγαθίας καὶ νίκας ἐποίησε, κατακόψας μὲν πολλοὺς ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους, λυτρώσας δὲ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ὁμοφύλους Γραικούς.

Ἔπειτα καταφρονήσας ὡς οὐδέν, τὴν δόξαν καὶ τιμήν, ὁποῦ ἐμελέτα ὁ βασιλεὺς νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν διὰ τὰς ἀνδραγαθίας του, πηγαίνει εἰς τὸ βουνὸν τοῦ Ὀλύμπου. Καὶ ἐκεῖ ἀκούσας μὲ τὰ αὐτία του θείαν φωνήν, ἀνέβη εἰς τὰ ὑψηλότερα μέρη τοῦ βουνοῦ. Ἐκεῖ δὲ εὑρίσκει δύω Μοναχούς, οἱ ὁποῖοι, ποτὲ μὲν δὲν ἐθεωρήθησαν ἀπὸ ἄνθρωπον, ἐφοροῦσαν δὲ τρίχινα φορέματα, ἤτοι ὑφασμένα ἀπὸ γηδίσσας τρίχας, καὶ ἐτρέφοντο ἀπὸ ἀγρίας βοτάνας. Τούτους δὲ εὑρών, μανθάνει ἀπὸ αὐτούς, τί σκοπὸν ἐμελέτα εἰς τὴν καρδίαν του, καὶ χάριν εὐλογίας, λαμβάνει ἀπὸ αὐτοὺς ἕνα φόρεμα. Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ ἀναχωρήσας, ἐπῆγεν εἰς τὸ βουνὸν τὸ ὀνομαζόμενον τοῦ Τριχάλικος. Ἔπειτα πηγαίνει εἰς τὸ Μοναστήριον τῶν Αὐγάρων (1) καὶ ἀπὸ ἐκεῖ φθάνει εἰς τὰ βουνὰ τῆς Κουντουρίας. Καὶ μαθὼν μόνον τριάντα ψαλμούς, ἔψαλλεν αὐτοὺς μαζὶ μὲ ἕνα τροπάριον οὕτω συντεθειμένον. «Ἡ ἐλπίς μου ὁ Θεός, καταφυγή μου ὁ Χριστός, σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον». Οὕτω λοιπὸν διαπεράσας τόπους πολλοὺς ὁ ἀοίδιμος, καὶ ποιήσας θαυμάσια μεγαλώτατα, προεῖπε καὶ διὰ τὰ πράγματα ὁποῦ ἔμελλον νὰ γένουν. Καὶ πηγαίνωντας εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἀντιδίου, ἐκεῖ ἀνεπαύθη ἐν εἰρήνῃ, πλήρης ἡμερῶν γενόμενος. Ἦτον γὰρ χρόνων ἐννενηκοντατεσσάρων, ὅταν πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον (2).)

(1) Ἐν δὲ τῷ χειρογράφῳ Συναξαριστῇ, καὶ ἐν τῷ κατὰ πλάτος Βίῳ αὐτοῦ γράφεται, Ἀγαύρων.

(2) Σημείωσαι, ὅτι τὸν Βίον τοῦ Ὁσίου Ἰωαννικίου συνέγραψεν ἑλληνιστὶ ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Τὴν πρὸς ἀρετὴν ὁδόν». (Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Ἱερομαρτύρων Νικάνδρου Ἐπισκόπου Μύρων, καὶ Ἑρμαίου Πρεσβυτέρου, χειροτονηθέντων παρὰ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου (3).

Θεὸν ποθοῦντας ζῶντα Μάρτυρας δύω,
Καὶ ζῶντας ἐνθάπτουσι πικρῶς τῷ τάφῳ.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἐπειδὴ ἐτράβιζον πολλοὺς Ἕλληνας ἀπὸ τὰ εἴδωλα, καὶ ἐπίστρεφον εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦτο ἐδιαβάλθησαν εἰς τὸν κόμητα τῆς πόλεως Λιβάνιον. Ὁ ὁποῖος δέσας τοὺς Ἁγίους εἰς τὰ ἄλογα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἐφυλάττοντο μόνον διὰ νὰ παραπηλαλοῦν, ἐδίωξεν αὐτά. Τὰ δὲ ἄλογα βιαίως διωκόμενα, τόσον πολλὰ ἐτράβιξαν τοὺς Ἁγίους, ὥστε ὁποῦ αἱ σάρκες αὐτῶν κατεκόπησαν, καὶ ὅλη ἐκείνη ἡ γῆ ἐκοκκίνισεν ἀπὸ τὸ αἷμά των. Ἔπειτα ἐπρόσταξε νὰ κρεμασθοῦν οἱ Ἅγιοι ὑψηλὰ καὶ νὰ κτυπῶνται μὲ σπάθην ξυλίνην. Μετὰ ταῦτα ἐρρίφθησαν εἰς κάμινον πυρός, καὶ ἐπειδὴ ἔμειναν ἀβλαβεῖς ἀπὸ τὸ πῦρ διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦτο ἐπρόσταξεν ὁ ἀπάνθρωπος τύραννος, νὰ ἐμπήξουν καρφία εἰς τὰς καρδίας, εἰς τὰς κεφαλάς, καὶ εἰς τὰ σπλάγχνα τῶν Ἁγίων. Καὶ ἀκόμη ζωντανοὺς ὄντας, ἐπρόσταξε νὰ ἀποκλείσουν μέσα εἰς τάφον. Ὅθεν ἔτζι κατακλεισθέντες οἱ μακάριοι, ἀπὸ τὴν σκληρὰν καὶ ἀνυπόφορον βίαν παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ. (Τὸ ἴδιον τοῦτο Συναξάριον εἶναι μεταφρασμένον καὶ εἰς τὸν Νέον Παράδεισον.)

(3) Ὅρα εἰς τὸ Συναξάριον τοῦ Ἁγίου Τίτου κατὰ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην τοῦ Αὐγούστου.

*

Άγιος Πορφύριος από μίμωνὉ Ἅγιος Πορφύριος ὁ ἀπὸ μίμων, ξίφει τελειοῦται.

Ὁ Πορφύριος εὐστόλιστος ἐκ ξίφους,
Λαμπρὰν στολισθεὶς πορφύραν τῶν αἱμάτων.

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Αὐρηλιανοῦ, ἐν ἔτει σο΄ [270], καταγόμενος μέν, ἀπὸ τὴν πόλιν Ἔφεσον. Ἀναθρεμμένος δέ, εἰς τὰ θέατρα μαζὶ μὲ τοὺς μίμους: ἤτοι τοὺς ὑποκρινομένους κάθε ἀνθρώπου σχῆμα καὶ κίνημα. Οὗτος λοιπὸν διὰ τὴν αἰσχρὰν καὶ κατηγορημένην ταύτην τέχνην του, ἠκολούθει μὲ τὸν κόμητα τῆς Ἀλεξανδρείας, καὶ ἐπῆγε μὲ αὐτὸν εἰς τὴν Καισάρειαν. Καὶ μίαν φορὰν ὑποκριθεὶς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα τῶν Χριστιανῶν, ἐβαπτίσθη ἀπὸ ἕνα ἄλλον μίμον, ὑποκρινόμενον ψευδῶς, ὅτι εἶναι Ἐπίσκοπος. Ἐπερίπαιζον γὰρ καὶ οἱ δύω, καὶ ἐπεριγέλων τὰ ἐδικά μας μυστήρια. Ἀφ’ οὗ δὲ τοῦτο ἔγινε καὶ ἐβαπτίσθη, ἐνεδύθη καὶ ἄσπρον φόρεμα, κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν βαπτιζομένων, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ἐδέχθη τέλειον τὸν Χριστιανισμὸν μὲ τὴν τοῦ Χριστοῦ χάριν. Διότι ἀφ’ οὗ ἐβαπτίσθη, ἐφάνησαν ἔμπροσθεν αὐτοῦ Ἄγγελοι, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐδίδαξαν νὰ προσεύχεται κατὰ ἀνατολάς, καὶ νὰ τυπόνῃ εἰς τὸ μέτωπον, καὶ εἰς ὅλον τὸ σῶμά του τὸν τίμιον Σταυρόν. Ὅθεν ἐκ τοῦ τοιούτου θαύματος, πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν, καὶ διὰ νεφέλης βαπτισθέντες, προσῆλθον εἰς τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν. Ὅθεν ἐπειδὴ ὁ κόμης ἐπρόσταξε τὸν Ἅγιον Πορφύριον, νὰ ἀρνηθῇ τὴν τῶν Χριστιανῶν πίστιν, καὶ ἐκεῖνος δὲν ἠθέλησε, διὰ τοῦτο ἀπεκεφάλισεν αὐτόν, καὶ οὕτως ἔλαβεν ὁ ἀοίδιμος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. (Τὸ ἴδιον τοῦτο Συναξάριον εὑρίσκεται μεταφρασμένον καὶ εἰς τὸν Νέον Παράδεισον.)

*

Διήγησις εἰς τὸν θρῆνον τοῦ Προφήτου Ἱερεμίου περὶ τῆς Ἱερουσαλήμ, καὶ εἰς τὴν ἅλωσιν ταύτης, καὶ περὶ τῆς ἐκστάσεως Ἀβιμέλεχ.

Μάτην τί θρηνεῖς τὴν ὑβρίστριαν πόλιν,
Ὦ τῶν Προφητῶν πενθικώτατος πέλων;

Ὁ μέγας οὗτος Προφήτης Ἱερεμίας ἦτον ἀπὸ χωρίον ὀνομαζόμενον Ἀναθώθ. Πολλὰ δὲ ἐπροφήτευσε διὰ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ Βαβυλῶνα. Ὁμοίως καὶ διὰ τὴν ἔνσαρκον οἰκονομίαν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς τὴν ὁποίαν φαίνεται ὅλη ἡ δύναμις καὶ τὸ κράτος τῆς προφητείας. Τοῦτον τὸν Προφήτην ἔδειρε μίαν φορὰν δυνατὰ Πασχὼρ ὁ υἱὸς τοῦ Ἐμήρ, ὁ προεστὼς τοῦ οἴκου Κυρίου. Καὶ εἰς τὸν καταρράκτην αὐτὸν ἔβαλεν, διατὶ ἐπένθει καὶ ἐλυπεῖτο διὰ τὴν σκλαβίαν, ὁποῦ ἔμελλε νὰ πάθῃ ἡ Ἱερουσαλήμ. Ἐπειδὴ δὲ ἡ τοῦ Θεοῦ πρόνοια ἐλύτρωσε τὸν Προφήτην ἀπὸ τὸν καταρράκτην, διὰ τοῦτο αὐτὸς λυτρωθείς, ἐπροφήτευσε καὶ εἶπεν εἰς τὸν Πασχώρ· «Τὸ ὄνομά σου θέλει γένῃ μέτοικον καὶ ξένον ἀπὸ τὴν γῆν ταύτην τῆς Ἱερουσαλήμ, καὶ ἐν ταυτῷ θέλει σὲ ἐλέγξει ἡ ἀποστασία σου, διότι ἐπικατάρατος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ὁποῦ κάμνει τὸ ἔργον τοῦ Κυρίου μὲ ἀμέλειαν». «Ἐπικατάρατος, ὁ ποιῶν τὰ ἔργα Κυρίου ἀμελῶς» (Ἱερ. λα΄, 10).

Εἰς δὲ τὰς ἡμέρας τοῦ βασιλέως Ἰωακεὶμ ἐθρήνει ὁ Ἱερεμίας τὴν Ἱερουσαλήμ. Οἱ δὲ ψευδοπροφῆται ἐπαρακίνουν τοὺς ἱερεῖς νὰ θανατώσουν αὐτόν. Ὁ δὲ υἱὸς Σαφάν, Ἀχεικάμ, ὤντας μαζὶ μὲ τὸν Ἱερεμίαν, ἐμπόδιζε νὰ μὴ τὸν θανατώσουν. Τότε εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς Ἱερεμίαν. Κάμε εἰς τὸν ἑαυτόν σου δεσμὰ ξύλινα καὶ βάλε αὐτὰ εἰς τὸν λαιμόν σου. Καὶ θέλω σὲ ἀποστείλω εἰς τὸν βασιλέα Μωὰβ καὶ Ἰδουμαίας καὶ Τύρου καὶ Σιδῶνος. Ταῦτα δὲ ποιήσας ὁ Προφήτης, τὰ ἔβαλεν εἰς τὸν λαιμόν του. Τότε Ἀνανίας ὁ υἱὸς Ἀζὼρ ὁ ψευδοπροφήτης, ἐσηκώθη, καὶ λαβὼν τὰ δεσμὰ ἀπὸ τὸν λαιμὸν τοῦ Ἱερεμίου, ἐτζάκισεν αὐτὰ ἔμπροσθεν εἰς τὰ ὀμμάτια τοῦ λαοῦ, λέγων. Ἔτζι εἶπεν ὁ Κύριος πρός με· θέλω συντρίψω τὸν ζυγὸν βασιλέως Βαβυλῶνος ἀπὸ τὸν λαιμὸν ὅλων τῶν ἐθνῶν. Τότε εἶπεν ὁ Ἱερεμίας πρὸς τὸν ψευδοπροφήτην. Δόλια εἶναι τὰ χείλη σου, καὶ ἡ καρδία σου ἐρεύγεται φαρμάκι, διότι τάδε λέγει ἡ ἀλήθεια καὶ ὁ Θεός. Δεσμὰ ξύλινα ἐτζάκισας; Ἀντὶ τούτων δεσμὰ σιδηρᾶ θέλω κάμω λέγει Κύριος Παντοκράτωρ, καὶ θέλω βάλω αὐτὰ εἰς τὸν τράχηλον τῶν ἐθνῶν. Ἐσὺ δὲ Ἀνανία, ὀγλίγωρα θέλεις ἀπορρίψεις τὴν ψυχήν σου. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! τὸ ἔργον ἠκολούθει εἰς τὸν λόγον τοῦ Προφήτου, διατὶ μετὰ ἑπτὰ μῆνας ἐκεῖνος ἀπέθανε. Κατὰ δὲ τὸν δέκατον ὄγδοον χρόνον τῆς βασιλείας τοῦ Σεδεκίου βασιλέως Ἰούδα, ἐπένθει ὁ Ἱερεμίας διὰ τὴν Ἱερουσαλήμ. Ὅθεν διὰ τὴν αἰτίαν ταύτην ἐβάλθη εἰς φυλακήν, ὅταν σχεδὸν ἐπλησίασαν οἱ Χαλδαῖοι καὶ Βαβυλώνιοι κοντὰ εἰς Ἱερουσαλήμ. Ἀλλὰ δὲν ἠξεύρω πῶς εὐγῆκεν ὁ Προφήτης ἔξω τῆς φυλακῆς, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν γῆν Βενιαμὶν διὰ ἀναγκαίαν χρείαν ὁποῦ εἶχε. Καὶ ἐκεῖ ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν λαὸν τῶν Χαλδαίων καὶ δαρθεὶς ἀπὸ αὐτούς, ἐρρίφθη εἰς τὴν φυλακήν.

Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκεῖ ἐδιάτριψεν ἱκανὸν καιρὸν ὁ Ἱερεμίας, ἔστειλεν ὁ βασιλεὺς Σεδεκίας, καὶ εὔγαλεν αὐτὸν κρυφίως ἀπὸ τὴν φυλακὴν καὶ ἔπειτα λέγει εἰς αὐτόν. Ἐπειδὴ καὶ εὐεργετήθης ἀπὸ λόγου μου, εἰπὲ ἐκεῖνο ὁποῦ μέλλει νὰ γένῃ εἰς τὸν καιρὸν τῆς βασιλείας μου. Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Προφήτης εἶπε. Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁποῦ σοι λαλῶ βασιλεῦ. Ἀλλὰ εἶναι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὁποῦ λαλεῖ ἐν ἐμοί· καὶ ἐκεῖνα ὁποῦ ἔγραψα, ἔγραψα: ἤγουν ἐκεῖνα ὁποῦ ἔγραψα, εἶναι ἀληθινὰ καὶ ἀμετάθετα. Ὅθεν βάλλεται πάλιν ὁ μακάριος Προφήτης εἰς τὴν φυλακήν, οἱ δὲ διαβαλταὶ ἐνώχλουν πάλιν τὸν βασιλέα λέγοντες, ὅτι ὁ Ἱερεμίας καὶ εἰς τὴν φυλακὴν εὑρισκόμενος, ψυχραίνει τὰς καρδίας τῶν πολεμιστῶν, μὲ τὸ νὰ μὴ κηρύττῃ εἰρήνην, ἀλλὰ πόλεμον καὶ ταραχήν. Ὅθεν κάλλιον εἶναι νὰ θανατωθῇ ἕνας διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν πολλῶν. Ὁ δὲ βασιλεὺς εἶπε πρὸς αὐτούς. Ἰδοὺ αὐτὸς εὑρίσκεται εἰς τὰς χεῖράς σας. Τότε λοιπὸν ἔρριψαν τὸν Ἱερεμίαν εἰς τὸν λάκκον τοῦ Μελχίου καὶ εἰς τὸν βόρβορον τῶν νεκρῶν.

Μαθὼν δὲ τοῦτο ὁ Ἀβιμέλεχ, εἶπεν εἰς τὸν βασιλέα. Διατί ἐκακοποίησας, ὦ βασιλεῦ, τὸν ἄνδρα Ἱερεμίαν; Ὁ βασιλεὺς ἀπεκρίθη. Δὲν ἔκαμα τοῦτο μὲ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ διὰ τὸν φόβον τοῦ λαοῦ. Ὅθεν ἔπαρε μαζί σου τριάντα ἀνθρώπους δυνατούς, καὶ πήγαινε εὔγαλε αὐτὸν ἀπὸ τὸν λάκκον. Ὁ δὲ Ἀβιμέλεχ πορευθεὶς μὲ ὀγλιγωρότητα, εὔγαλε τὸν Ἱερεμίαν ἀβλαβῆ διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ βασιλεὺς πέρνωντας τὸν Ἱερεμίαν κοντά του λέγει πρὸς αὐτόν. Μὴ κρύψῃς ἀπὸ λόγου μου ἐκεῖνο ὁποῦ μέλλω νὰ σοῦ ζητήσω. Ὁ δὲ Ἱερεμίας ἀπεκρίθη. Διατί ἀποστρέφεσαι τὴν ἀλήθειαν ὦ βασιλεῦ; Ἐγὼ δὲν εἶμαι κήρυξ τοῦ ψεύδους, κᾂν καὶ πολλαῖς φοραῖς θανατώσῃς με. Ὁ δὲ βασιλεὺς ὤμοσε λέγων. Ζῇ ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μου! Δὲν θέλω σὲ φονεύσω, διὰ κάθε λόγον ὁποῦ ἤθελές μοι εἰπῇς, οὐδὲ θέλω σὲ παραδώσω εἰς τὰς χεῖρας τῶν αἱμοβόρων ἀνδρῶν. Ὅθεν ὁ Ἱερεμίας εἶπεν εἰς τὸν βασιλέα. Ἀνίσως φυλάξῃς τὴν συμβουλήν μου ὦ βασιλεῦ, καὶ εὔγῃς καὶ ὑποδεχθῇς τοὺς Βαβυλωνίους, ἤξευρε ὅτι θέλεις γλυτώσεις τὴν ζωήν σου, καὶ ἡ πόλις αὕτη τῶν Ἱεροσολύμων δὲν θέλει ἀπολεσθῇ. Εἰδὲ καὶ σταθῇς ἐναντίος εἰς αὐτούς, ἤξευρε ὅτι δὲν θέλεις γλυτώσεις ἀπὸ τὰς χεῖράς των, ἀλλὰ καὶ ἡ πόλις αὕτη θέλει ἀφανισθῇ ἀπὸ τὴν φωτίαν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ βασιλεὺς ἐλογίασεν ὡσὰν φλυαρίαν τὰ λόγια τοῦ Προφήτου, διὰ τοῦτο δὲν ἐγλύτωσεν ἀπὸ τὸν πόλεμον καὶ τὴν ὁρμὴν τῶν Βαβυλωνίων. Ὅθεν αὐτοὶ ἐλθόντες ἐπερικύκλωσαν τὴν πόλιν τῶν Ἱεροσολύμων, καὶ ἐμποδίσαντες τὰς τροφὰς ὁποῦ ἤρχοντο ἔξωθεν μέσα εἰς αὐτήν, ἐπροξένησαν εἰς τὴν πόλιν μεγάλην πεῖναν.

Ὁ δὲ βασιλεὺς φοβούμενος διὰ νὰ μὴ θανατωθῇ μέσα εἰς τὴν πόλιν, φεύγει τὴν νύκτα μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους του. Οἱ δὲ Χαλδαῖοι τοῦτον κυνηγήσαντες, ἐπίασαν, καὶ ἐθανάτωσαν τοὺς υἱούς του ἔμπροσθεν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του. Τοῦ δὲ βασιλέως Σεδεκία εὔγαλαν τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ δεμένον ἐκατέβασαν αὐτὸν εἰς τὴν Βαβυλῶνα, καὶ ἔβαλον μέσα εἰς ἕνα μύλον, ἔχοντες αὐτὸν ὡσὰν ἕνα παίγνιον. Εἰς τὴν παιδείαν δὲ ταύτην εὑρίσκετο ἕως εἰς τὰς ὑστερινὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς του. Ὁ δὲ Ναβουζαρδάν, ὁ ἀρχιμάγειρος τοῦ βασιλέως Ναβουχοδονόσορ, ἐμβαίνωντας εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἔκαυσεν αὐτήν, καὶ τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ ἔκαμε κονιορτόν, κατὰ τὸν λόγον τοῦ Ἱερεμίου. Ὕστερον δὲ ἀπὸ ἑβδομῆντα χρόνους, πάλιν ἐλύθη ἡ σκλαβία τῆς Ἱερουσαλήμ, καθὼς ἔμπροσθεν θέλει ῥηθῇ. Πῶς δὲ ἡ ἅλωσις καὶ σκλαβία ἔγινε τῆς Ἱερουσαλήμ, καὶ ποῖά εἰσι τὰ λαληθέντα ὑπὸ Κυρίου πρὸς τὸν Ἱερεμίαν, λέγομεν τώρα ἐδῶ. Κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας ἐλάλησε Κύριος πρὸς Ἱερεμίαν λέγων. Ἱερεμία, εὔγα ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν μαζὶ μὲ τὸν Βαρούχ, ἐπειδὴ θέλω ἀφανίσω αὐτὴν διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρώπων, ὁποῦ κατοικοῦν εἰς αὐτήν. Διότι αἱ ἐδικαί σας προσευχαὶ εἶναι ὡσὰν στύλοι ἀκίνητοι εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως ταύτης, καὶ κυκλόνουσιν αὐτὴν ὡσὰν τεῖχος ἀδαμάντινον. Διὰ τοῦτο λοιπὸν εὔγα ἔξω ἀπὸ αὐτήν, προτοῦ νὰ τὴν περικυκλώσῃ ἡ δύναμις καὶ τὸ στράτευμα τῶν Χαλδαίων. Τότε ἐλάλησεν ὁ Ἱερεμίας πρὸς τὸν Θεὸν λέγων. Παρακαλῶ σε Κύριε, συγχώρησόν μοι τῷ δούλῳ σου νὰ λαλήσω ἔμπροσθέν σου. Καὶ εἶπε Κύριος. Λάλει. Τότε εἶπεν Ἱερεμίας. Κύριε, παραδίδεις τὴν πόλιν ταύτην εἰς χεῖρας τῶν Χαλδαίων, διὰ νὰ καυχηθοῦν αὐτοί, καὶ νὰ εἰποῦν, ὅτι ἐνίκησαν αὐτήν; Κύριέ μου, ἀνίσως εἶναι θέλημά σου νὰ ἀφανισθῇ ἡ πόλις αὕτη, ἂς ἀφανισθῇ ἀπὸ τὰς χεῖράς σου, καὶ ὄχι ἀπὸ τοὺς Χαλδαίους. Καὶ εἶπεν ὁ Θεός, ἐσὺ σηκώσου καὶ εὔγα ἔξω ἀπὸ αὐτήν, οἱ δὲ Χαλδαῖοι δὲν θέλουν καυχηθοῦν, διατὶ, ἐὰν ἐγὼ δὲν ἀνοίξω τὰς πόρτας τῆς Ἱερουσαλὴμ εἰς αὐτούς, αὐτοὶ μόνοι νὰ ἔμβουν εἰς αὐτὴν δὲν δύνανται. Πήγαινε εἰς τὸν Βαρούχ, καὶ εἰπέ του αὐτὰ ὁποῦ σοὶ λέγω. Καὶ κατὰ τὴν ἕκτην ὥραν τῆς νυκτός, ἔλθετε εἰς τὰ τείχη τῆς πόλεως καὶ βλέπετε, διατὶ ἐὰν ἐγὼ δὲν ἀνοίξω εἰς τοὺς Χαλδαίους, αὐτοὶ μόνοι νὰ ἔμβουν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ δὲν δύνανται. Καὶ ἀφ’ οὗ εἶπε ταῦτα ὁ Κύριος, ἐχωρίσθη ἀπὸ τὸν Ἱερεμίαν. Ὁ δὲ Ἱερεμίας ἐπῆγεν εἰς τὸν Βαρούχ, καὶ ἐφανέρωσε ταῦτα εἰς αὐτόν. Πηγαίνοντες δὲ καὶ οἱ δύω εἰς τὸν Ναόν, ἔσχισαν τὰ ῥοῦχά των, καὶ ἔβαλαν στάκτην εἰς τὰς κεφαλάς των, καὶ ἐθρήνουν τὴν πόλιν Ἱερουσαλήμ. Καὶ ἐλθόντες κατὰ τὴν ἕκτην ὥραν τῆς νυκτὸς εἰς τὰ τείχη τῆς πόλεως, ἤκουσαν φωνὰς σαλπίγγων. Ἦλθον γὰρ Ἄγγελοι ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ κρατοῦντες λαμπάδας εἰς τὰς χεῖράς των, καὶ ἐστάθησαν ἐπάνω εἰς τὰ τείχη τῆς πόλεως. Βλέποντες δὲ αὐτοὺς ὁ Ἱερεμίας καὶ ὁ Βαρούχ, ἔκλαυσαν καὶ εἶπον. Τώρα εἶναι ἀληθινὸς ὁ λόγος ὁποῦ ἐλάλησεν ὁ Θεός. Καὶ εἶπον εἰς τοὺς Ἀγγέλους. Παρακαλοῦμέν σας, νὰ μὴ χαλασθῇ ἡ πόλις, ἕως ὁποῦ νὰ λαλήσωμεν εἰς τὸν Θεόν.

Τότε ὁ Ἱερεμίας ἐλάλησε λέγων. Δέομαί σου Κύριε, πρόσταξον νὰ λαλήσω ἔμπροσθέν σου. Καὶ εἶπε Κύριος. Λάλει. Καὶ εἶπεν Ἱερεμίας. Ἰδοὺ ἐπληροφορήθημεν, ὅτι θέλεις παραδώσεις τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἐχθρῶν της, καὶ ὁ λαός σου Ἰσραήλ, θέλει ὑπάγῃ σκλάβος εἰς τὴν Βαβυλῶνα. Λοιπόν, τί νὰ κάμωμεν τὰ ἅγια σκεύη τοῦ Ναοῦ σου; Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος. Παράδοσαι ταῦτα εἰς τὴν γῆν λέγων. Ἄκουε γῆ τὴν φωνὴν τοῦ Θεοῦ, ὁποῦ σὲ ἔκτισεν ἐπάνω εἰς τὰ νερά, καὶ σὲ ἐσφράγισε μὲ ἑπτὰ σφραγίδας, καὶ μὲ ἑπτὰ καιρούς. Καὶ ὁποῦ μετὰ ταῦτα θέλεις λάβῃς τὴν ὡραιότητά σου. Φύλαξον τὰ ἅγια σκεύη τῆς λειτουργίας, ἕως τῆς συναθροίσεως τοῦ ἠγαπημένου λαοῦ. Ἔπειτα ἐλάλησε πάλιν Ἱερεμίας λέγων. Παρακαλῶ σε Κύριε· τί νὰ κάμω εἰς τὸν Αἰθίοπα Ἀβιμέλεχ, ὅτι πολλὰς εὐεργεσίας ἐποίησεν εἰς ἐμένα τὸν δοῦλόν σου; Διατὶ αὐτὸς μὲ εὔγαλεν ἀπὸ τὸν λάκκον τοῦ βορβόρου, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον μὲ ἔβαλον. Καὶ δὲν θέλω νὰ ἰδῇ τὸν ἀφανισμὸν τῆς πόλεως, διὰ νὰ μὴ πήξῃ καὶ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὸν φόβον του, ἐπειδὴ εἶναι δειλὸς καὶ μικρόψυχος. Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Ἱερεμίαν. Ἀπόστειλον αὐτὸν εἰς τὸν ἀμπελῶνα τοῦ Ἀγρίππα. Καὶ θέλω σκεπάσω αὐτὸν ὑποκάτω εἰς τὴν σκιὰν τοῦ βουνοῦ, ἕως νὰ γυρίσῃ ὁ λαὸς ἀπὸ τὴν σκλαβίαν (4).

Τότε λοιπὸν ὁ Ἱερεμίας ἐπῆρε τὰ ἅγια σκεύη τῆς λειτουργίας, κατὰ προσταγὴν Θεοῦ, καὶ ἔβαλεν αὐτὰ μέσα εἰς μίαν πέτραν, σφραγίσας εἰς αὐτὴν μὲ τὸ δακτυλίδι του, τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἤτοι τὸ τετραγράμματον Ἰεχωβά. Τὸ ὁποῖον δηλοῖ κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κύριος. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ὁ τύπος τῆς σφραγίδος ἔγινε τόσον βαθύς, ὡσὰν νὰ ἐγλύφη μὲ σμύλην σιδηρᾶν. Ἐσκέπαζε δὲ τὴν πέτραν μία νεφέλη, διὰ νὰ ᾖναι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δυσκολογνώριστος. Εὑρίσκεται δὲ ἡ πέτρα αὕτη ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὅπου κατεσκευάσθη ἡ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ πρότερον ἐπὶ Μωϋσέως (5). Τῷ πρωῒ δέ, λέγει ὁ Ἱερεμίας εἰς τὸν Ἀβιμέλεχ. Λάβε τὸ κοφίνι τέκνον, καὶ πήγαινε εἰς τὸ ἀμπέλι τοῦ Ἀγρίππα διὰ μέσου τῆς στράτας τοῦ βουνοῦ, καὶ φέρε σῦκα διὰ νὰ φάγουν οἱ ἀσθενεῖς τοῦ λαοῦ, ὅτι εἰς ἐσένα εἶναι ἡ εὐφροσύνη αὐτῶν, καὶ εἰς τὴν κεφαλήν σου στέκεται ἡ δόξα των. Καὶ εὐθὺς ἐπῆγεν εἰς τὸ ἀμπέλι. Ὅταν δὲ ἐκεῖνος ἐπῆγεν, ὁ ἥλιος ἐβασίλευσε. Καὶ ἰδοὺ ἦλθον τὰ στρατεύματα τῶν Χαλδαίων, καὶ ἐπερικύκλωσαν τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἐσάλπισε δὲ ὁ μέγας Ἄγγελος λέγων. Ἔμβα εἰς τὴν πόλιν ὅλη ἡ δύναμις τῶν Χαλδαίων, διότι ἰδοὺ ἀνοίχθη εἰς ἐσᾶς ἡ πύλη. Τότε ὁ Ἱερεμίας λαβὼν τὰ κλειδία τοῦ Ναοῦ, εὐγῆκεν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, καὶ ἔρριψεν αὐτὰ ἔμπροσθεν εἰς τὸν ἥλιον καὶ εἶπε. Λάβε ταῦτα καὶ φύλαξον ἕως τὴν ἡμέραν ἐκείνην, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος θέλει σὲ ἐξετάσει δι’ αὐτά. Ἐπειδὴ ἡμεῖς δὲν εὑρέθημεν ἄξιοι νὰ τὰ φυλάξωμεν. Ὁ δὲ Ἀβιμέλεχ λαβὼν τὰ σῦκα ἐν τῷ καύματι, εὗρε δένδρον καὶ ἐκάθισεν ὑποκάτω εἰς τὴν σκιάν του, διὰ νὰ ἀναπαυθῇ ὀλίγον. Καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν ὑποκάτω εἰς τὸ κοφίνι, ὢ τοῦ θαύματος! ἐκοιμήθη ἐκεῖ χρόνους ἑβδομῆντα. Τοῦτο δὲ ἔγινε κατὰ προσταγὴν Θεοῦ, διὰ τὸν λόγον, ὃν εἶπεν εἰς τὸν Ἱερεμίαν, ὅτι ἐγὼ θέλω σκεπάσω αὐτόν.

Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν οἱ ἑβδομῆντα χρόνοι, ἐξύπνισε καὶ εἶπε, γλυκὰ ἐκοιμήθηκα, πλὴν ὀλίγον, καὶ διὰ τοῦτο ἡ κεφαλή μου εἶναι βεβαρημένη, ἐπειδὴ καὶ δὲν ἐχόρτασα ὕπνον. Καὶ ἀνοίξας τὸ κοφίνι, εὑρῆκε τὰ σῦκα ὁποῦ ἀκόμη ἔσταζαν γάλα, ὡσὰν νὰ ἤθελε τὰ κόψῃ πρὸ ὀλίγης ὥρας. Καὶ εἶπεν. Ἤθελα ἀκόμη νὰ κοιμηθῶ, ἀλλ’ ἐπειδὴ μὲ σπουδὴν καὶ ὀγλιγωράδα μὲ ἔστειλεν ὁ Ἱερεμίας, ἐὰν κοιμηθῶ, θέλω ἀργοπορήσω, καὶ ἐκ τούτου ἔχει ἐκεῖνος νὰ λυπηθῇ. Ὅθεν ἂς ὑπάγω ὀγλιγωρότερα, διὰ νὰ χαροποιήσω αὐτόν, καὶ ἐκεῖ κοιμῶμαι. Λαβὼν λοιπὸν τὰ σῦκα, ἐπῆγεν εἰς Ἱερουσαλήμ. Καὶ δὲν ἐγνώριζεν, οὔτε τὴν Ἱερουσαλήμ, οὔτε τὸ ὁσπήτιόν του, οὔτε κᾀνένα συγγενῆ του, ἢ φίλον. Καὶ εἶπεν. Εὐλογητὸς Κύριος. Ἔκστασις ἔγινεν εἰς ἐμένα σήμερον. Δὲν εἶναι ἡ πόλις αὕτη Ἱερουσαλήμ; Ἐπλανήθη ὁ νοῦς μου, μὲ τὸ νὰ μὴν ἐχόρτασα ὕπνον. Εὐγῆκε δὲ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, καὶ στοχαζόμενος τὰ σημάδια, ἔλεγεν. Αὕτη ἀληθῶς εἶναι ἡ πόλις μου, δὲν ἐπλανήθηκα. Καὶ πάλιν ἐμβῆκεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ ζητήσας, δὲν εὗρε κᾀνένα ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους του. Καὶ εἶπεν. Εὐλογητὸς Κύριος. Μεγάλη ἔκστασις ἔπεσεν εἰς ἐμένα.

Καὶ πάλιν εὐγῆκεν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ ἔμενε λυπούμενος, μὲ τὸ νὰ μὴν ἤξευρε τί νὰ κάμῃ. Βαλὼν δὲ κάτω τὸ κοφίνι εἶπεν. Ἐδῶ θέλω καθίσω, ἕως ὁποῦ ὁ Κύριος νὰ σηκώσῃ τὴν ἔκστασιν ταύτην ἀπὸ λόγου μου. Καθημένου δὲ αὐτοῦ, ἰδοὺ ἤρχετο ἕνας γέρων ἀπὸ τὸ χωράφι του, καὶ λέγει εἰς αὐτόν. Εἰς ἐσένα λέγω γέρων, ποία εἶναι ἡ πόλις αὕτη; Ὁ γέρων ἀπεκρίθη. Ἡ Ἱερουσαλὴμ εἶναι τέκνον. Λέγει ὁ Ἀβιμέλεχ. Ποῦ εἶναι Ἱερεμίας ὁ Προφήτης καὶ Ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ, καὶ Βαροὺχ ὁ ἀναγνώστης, καὶ ὅλος ὁ λαὸς τῆς πόλεως; Ὅτι δὲν εὑρῆκα αὐτούς. Ἀπεκρίθη ὁ γέρων. Δὲν εἶσαι σὺ ἀπὸ τὴν πόλιν ταύτην; Σήμερον ἐνθυμήθης τὸν Ἱερεμίαν καὶ τὸν λαόν, καὶ ἐρωτᾷς δι’ αὐτόν, ὕστερα ἀπὸ τόσους χρόνους; Ὁ λαὸς εἶναι εἰς τὴν Βαβυλῶνα, τέκνον, τώρα ἑβδομήκοντα χρόνους, ἐπειδὴ ἔγιναν σκλάβοι ἀπὸ τὸν βασιλέα Ναβουχοδονόσορ. Καὶ πῶς ἐσὺ ὁποῦ εἶσαι νέος, καὶ ἀκόμη τότε δὲν ἤσουν γεννημένος, πῶς, λέγω, σὺ ἐρωτᾷς διὰ ἐκείνους, τοὺς ὁποίους ἀκόμη δὲν ἔφθασες νὰ ἰδῇς; Ταῦτα δὲ ἀκούσας ὁ Ἀβιμέλεχ, λέγει πρὸς τὸν γέροντα. Ἂν δὲν ἤσουν γέρωντας, καὶ ἂν δὲν ἦτον ἐμποδισμένον νὰ ἀτιμάζῃ τινὰς τὸν μεγαλίτερόν του (λέγει γὰρ ὁ Σειράχ· «Μὴ ἀτιμάσῃς ἄνθρωπον ἐν γήρει αὐτοῦ», η΄, 6), ἐξάπαντος ἤθελα σὲ περιγελάσω, καὶ νὰ σοὶ εἰπῶ, ὅτι εἶσαι τρελός. Ἐπειδὴ καὶ λέγεις, ὅτι ὁ λαὸς ἐπῆγε σκλάβος εἰς τὴν Βαβυλῶνα. Βέβαια ἀνίσως ἤθελαν ἀνοιχθοῦν οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἂν οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἤθελαν καταβοῦν, διὰ νὰ πάρουν αὐτοὺς μὲ δύναμιν καὶ ἐξουσίαν, πάλιν δὲν ἤθελαν ὑπάγουν τόσον ὀγλίγωρα εἰς τὴν Βαβυλῶνα. Διότι πόση ὀλίγη ὥρα ἐπέρασεν, ἀφ’ οὗ μὲ ἔστειλεν ὁ πατήρ μου Ἱερεμίας εἰς τὸ ἀμπέλι τοῦ Ἀγρίππα, διὰ νὰ πάρω ὀλίγα σῦκα, καὶ νὰ δώσωμεν αὐτὰ εἰς τοὺς ἀσθενεῖς τοῦ λαοῦ! Ἐγὼ δὲ πηγαίνωντας ὑποκάτω εἰς δένδρον, ἀπὸ τὸ καῦμα ἐκοιμήθηκα ὀλίγον. Καὶ νομίσας ὅτι ἀργοπόρησα, ἐξεσκέπασα τὰ σῦκα, καὶ εὑρῆκα ὁποῦ ἔσταζον γάλα, καθὼς τότε ὁποῦ τὰ ἔκοψα ἀπὸ τὴν συκῆν. Σὺ δὲ πῶς λέγεις, ὅτι εἰς τόσην ὀλίγην ὥραν ἐσκλαβώθη ὁ λαὸς εἰς τὴν Βαβυλῶνα; Καὶ διὰ νὰ γνωρίσῃς, ὅτι δέν σοι λέγω ψεύματα, λάβε τὰ σῦκα καὶ ἴδε. Βλέπωντας δὲ ὁ γέρων τὰ σῦκα, εἶπεν. Ὦ τέκνον, δικαίου ἀνθρώπου εἶσαι υἱός, καὶ διὰ τοῦτο δὲν ἠθέλησεν ὁ Θεὸς νὰ σοὶ δείξῃ τὴν ἐρήμωσιν τῆς πόλεως ταύτης. Ἀλλὰ ἔφερεν εἰς ἐσένα τοιαύτην ἔκστασιν. Ἰδοὺ ἑβδομήκοντα χρόνους ἔχει ὁ λαὸς εἰς τὴν Βαβυλῶνα, ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην κατὰ τὴν ὁποίαν ἐσκλαβώθη. Καὶ διὰ νὰ μάθῃς τέκνον, ὅτι εἶναι ἀληθινὰ αὐτὰ ὁποῦ σοὶ λέγω, σήκωσαι τὰ ὀμμάτιά σου καὶ ἴδε τὰ χωράφια, ὅτι ἀκόμη δὲν ἐφάνη ἡ αὔξησις τῶν γεννημάτων. Ἰδὲ καὶ τὰς συκίας, ὅτι ὁ καιρὸς τῶν σύκων ἀκόμη δὲν ἔφθασε. Καὶ πληροφορήσου καὶ πείσθητι εἰς τὰ λόγιά μου. Τότε ὁ Ἀβιμέλεχ ἀνανήψας ὡσὰν ἀπὸ μέθην, ἦλθεν εἰς τὸν ἑαυτόν του καὶ στοχασθεὶς τὴν γῆν ἀκριβῶς καὶ τὰ ἐν αὐτῇ δένδρα, εἶπεν. Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ἡ ἀνάπαυσις τῶν ψυχῶν τῶν δικαίων. Ἔπειτα λέγει εἰς τὸν γέροντα. Τί μῆνας εἶναι οὗτος; Ὁ γέρων ἀπεκρίθη. Δωδέκατος, τέκνον, ἤτοι ὁ Φευρουάριος. Εἶτα λαβὼν ἀπὸ τὸν Ἀβιμέλεχ ὀλίγα σῦκα καὶ εὐχηθεὶς αὐτόν, ἀνεχώρησεν.

(4) Σημειοῦμεν ἐδῶ, ὅτι παρὰ τῷ Συναξαριστῇ γράφονται καὶ τὰ λόγια ταῦτα. «Σὺ δὲ Ἱερεμία, ἄπελθε μετὰ τοῦ λαοῦ εἰς Βαβυλῶνα, καὶ μεῖνον μὲ αὐτοὺς εὐαγγελιζόμενος». Τὰ λόγια ὅμως ταῦτα δὲν ἀναφέρονται εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν. Ἀλλ’ ἄλλος τις ἔγραψε ταῦτα ἀπεριέργως καὶ τολμηρῶς, καθὼς τοῦ ἐφάνη, μὴ στοχασθεὶς ἀκριβῶς τὰ ἐν τῇ Βίβλῳ τοῦ Προφήτου Ἱερεμίου περιεχόμενα. Ἐν ταύτῃ γὰρ ἀναγινώσκομεν, ὅτι ὁ Ἱερεμίας δὲν ἐπῆγεν εἰς τὴν Βαβυλῶνα. Ἀλλὰ μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐκατέβη εἰς Αἴγυπτον ἐν Τάφναις (αἱ ὁποῖαι ἑλληνιστὶ λέγονται Δάφναι) καὶ ἐκεῖ ἐπροφήτευσεν. Ὡς βεβαιοῦται τοῦτο, πρῶτον ἀπὸ τὸ μγ΄ [= ν΄] κεφάλαιον τοῦ Ἱερεμίου, ὁποῦ ὁ ἴδιος λέγει· «Καὶ εἰσῆλθον εἰς Αἴγυπτον, καὶ εἰσῆλθον ἐν Τάφναις. Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν ἐν Τάφναις λέγων», καὶ τὰ λοιπά. Δείκνυται δὲ καὶ ἀπὸ τὸ να΄ [= κη΄] κεφάλαιον τοῦ αὐτοῦ ὁποῦ εἶπεν εἰς τὸν Σαραίαν ὁ Ἱερεμίας ταῦτα· «Καὶ εἶπεν Ἱερεμίας πρὸς Σαραίαν, ὅταν ἔλθῃς εἰς τὴν Βαβυλῶνα, καὶ ὄψῃ καὶ ἀναγνώσῃ πᾶντας τοὺς λόγους τούτους. … Καὶ ἔσται ὅταν παύσῃ τοῦ ἀναγινώσκειν τὸ Βιβλίον τοῦτο, καὶ ἐπιδήσεις ἐπ’ αὐτὸ λίθον, καὶ ῥίψεις αὐτὸ εἰς μέσον τοῦ Εὐφράτου» (στίχ. 61). Ταῦτα δὲ τὰ λόγια δὲν ἤθελεν εἰπῇ ὁ Ἱερεμίας, ἂν αὐτὸς ἐπήγαινεν εἰς τὴν Βαβυλῶνα.

Δεύτερον, ἀπὸ τὸν σοφὸν Θεοδώρητον. Οὗτος γὰρ λέγει ἐν τῇ ἐπιγραφῇ τοῦ ρλς΄ ψαλμοῦ· «Τινὲς θρασὺ πρᾶγμα τετολμηκότες ἐπέγραψαν τῷ ψαλμῷ τούτῳ διὰ Ἱερεμίου. Ἱερεμίας δὲ οὐκ ἀπήχθη εἰς Βαβυλῶνα μετὰ τῶν δορυαλώτων. Ἀλλ’ ὀλίγον ἐν Ἱερουσαλὴμ διαγαγὼν χρόνον, ὑπὸ τῶν παρανόμων βιασθεὶς Ἰουδαίων, τῆς εἰς Αἴγυπτον ὁδοῦ αὐτοῖς κεκοινώνηκε. Πῶς οὖν ἁρμόττει αὐτῷ λέγειν. Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν;» Σχεδὸν τὰ αὐτὰ λέγει ὁ αὐτὸς Θεοδώρητος καὶ εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τοῦ ξδ΄ ψαλμοῦ, τὴν λέγουσαν ᾠδὴ Ἱερεμίου καὶ Ἰεζεκιὴλ καὶ τὰ λοιπά. Τρίτον τοῦτο βεβαιοῦται ἀπὸ τὸν ἱερὸν Θεοφύλακτον Βουλγαρίας. Οὗτος γὰρ ἐν τῇ ὑποθέσει τῆς εἰς τὸν Ἰωνᾶν ἑρμηνείας λέγει· «Τὸν θεσπέσιον Ἱερεμίαν τοσαύτης ἠξίωσε τιμῆς τῶν Βαβυλωνίων ὁ βασιλεύς (ὁ Ναβουχοδονόσορ δηλαδή) ὡς αἵρεσιν αὐτῷ τῆς οἰκήσεως δοῦναι. Καὶ τοὺς μὲν ἄλλους πᾶντας βασιλέας καὶ ἄρχοντας, αἰχμαλώτους ἀπήγαγε. Τούτῳ δὲ μόνῳ δέδωκεν ἐξουσίαν διάγειν ὅπου βούλεται». Σημειοῦμεν δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι παρὰ τῇ ἐν Λειψίᾳ ἐκδόσει τῇ γραικολατινικῇ, τῶν τοῦ Θεοδωρήτου συγγραμμάτων, καὶ τοῦτο ἀναφέρεται ἐν τοῖς ὑποσημειώμασι τῆς ἐπιγραφῆς τοῦ ξδ΄ ψαλμοῦ. Ὅτι ὁ Ἱερεμίας πύργον ὑψηλὸν οἰκοδομήσας, καὶ ἑαυτὸν ἐναποκλείσας, ἐν τούτῳ τοὺς θρήνους συνέγραψεν, ὀλοφυρόμενος, τοῦτο μέν, τὴν Ἱερουσαλήμ, τοῦτο δέ, τὸν ἐξανδραποδισμὸν τοῦ λαοῦ. Φαίνεται δέ, ὅτι ἀφ’ οὗ συνέγραψε τοὺς θρήνους ἐν τῇ γῇ τῆς Ἱερουσαλήμ, τότε ἐκατέβη εἰς Αἴγυπτον.

Ἀλλὰ καὶ ὁ Βαροὺχ δὲν ἔμεινεν ἐν τῇ Ἱερουσαλήμ, ὡς γράφεται ἐδῶ. Ἀλλὰ ἐκατέβη πρῶτον εἰς τὴν Αἴγυπτον μαζὶ μὲ τὸν Ἱερεμίαν. Ὡς τοῦτο δείκνυται ἀπὸ τὸ μγ΄ [= ν΄] κεφάλαιον τοῦ Ἱερεμίου. Ἔπειτα ἐπῆγεν εἰς τὴν Βαβυλῶνα. Καὶ ὕστερα ἀπὸ πέντε χρόνους τῆς ἁλώσεως τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀνέγνωσε τὸ βιβλίον του εἰς τὸν λαόν. Καθὼς τοῦτο δηλοῦται ἐκ τοῦ πρώτου κεφαλαίου αὐτοῦ, ἐν ᾧ λέγει οὕτως· «Ἐν τῷ ἔτει τῷ πέμπτῳ, ἐν ἑβδόμῳ μηνί, ἐν τῷ καιρῷ, ᾧ ἔλαβον οἱ Χαλδαῖοι τὴν Ἱερουσαλήμ, ἀνέγνω Βαροὺχ τοὺς λόγους τοῦ βιβλίου τούτου ἐν ὠσὶν Ἰεχονίου καὶ ἐν ὠσὶ πάντων τῶν κατοικούντων ἐν Βαβυλῶνι ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ Σούδ» (Βαρ. κεφ. α΄, στίχ. 2). Διὰ τοῦτο δὲν ἐμεταφράσαμεν, ὅτι ὁ Βαροὺχ καὶ Ἀβιμέλεχ ἔστειλαν ἐπιστολὴν εἰς τὴν Βαβυλῶνα πρὸς τὸν Ἱερεμίαν διὰ τοῦ ἀετοῦ, καὶ ὅτι ἐκεῖνος ἐκάθισεν ἐπὶ νεκροῦ καὶ ἀνέστη. Καὶ ὅτι ἐγύρισεν ὁ Ἱερεμίας εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ μαζὶ μὲ τὸν λαόν, καὶ τὰ ὅμοια. Ἐπειδὴ αὐτὰ δὲν εἶναι ἀληθινά, ὡς ἐναντία εἰς τὴν Γραφήν. Πλὴν καὶ τοῦτο ἐποίησα, ἐρωτήσας καὶ ἄλλους διδασκάλους καὶ διακριτικούς, καὶ μάλιστα τὸν παναγιώτατον καὶ σοφώτατον πρῴην Κωνσταντινουπόλεως κύριον Γρηγόριον, οἵτινες ἔδωκάν μοι γνώμην νὰ τὰ ἀφήσω ἀμετάφραστα. Ὅτι δὲ ὁ Ἱερεμίας δὲν ἐπῆγεν εἰς τὴν Βαβυλῶνα, ἀλλὰ ἐπῆγεν εἰς Δάφνας καὶ ἐκεῖ ἐλιθοβολήθη, τοῦτο μαρτυρεῖται καὶ ἐν τῇ πρώτῃ τοῦ Μαΐου κατὰ τὸ Συναξάριον τοῦ Ἱερεμίου. Μαρτυρεῖ τοῦτο καὶ Ἀλέξανδρος ὁ Μαυροκορδάτος εἰς τὰ Ἰουδαϊκά, καὶ ὅρα ἐκεῖ. Ἀλλὰ γὰρ καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιστολήν, ὁποῦ ἔστειλεν ὁ Ἱερεμίας εἰς τοὺς μέλλοντας αἰχμαλωτισθῆναι εἰς Βαβυλῶνα, καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποῦ λέγει αὐτοῖς νὰ μὴ προσκυνήσουν τοὺς ἐν Βαβυλῶνι θεοὺς καὶ εἴδωλα, καὶ ἀπὸ αὐτήν, λέγω, εἶναι ὁλοφάνερον, ὅτι ὁ Ἱερεμίας δὲν ἐπῆγεν εἰς Βαβυλῶνα. Ἐπειδὴ ἂν ἐπῆγε, τίς ἡ χρεία νὰ γράψῃ ἐπιστολήν; Ὅρα δὲ τὴν ἐπιστολὴν ταύτην μετὰ τὸ Βιβλίον τοῦ Βαρούχ.

(5) Ποῦ δὲ ἐφύλαξε ταῦτα ὁ Ἱερεμίας; Ὅρα ἀκριβέστερον εἰς τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ Συναξαρίου τοῦ Ἱερεμίου, κατὰ τὴν πρώτην τοῦ Μαΐου.

*

Άγιος Ιωάννης ΒατάτζηςὉ Ἅγιος καὶ εὐσεβέστατος βασιλεὺς Ἰωάννης δοὺξ ὁ Βατάτζης καὶ ἐλεήμων, ὁ ἐν Μαγνησίᾳ, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Κάτω βασιλεὺς ὢν τὸ πρὶν στεφηφόρε,
Ἄνω Βασιλεὺς νῦν ἐδείχθης, ὢ κλέους!

Οὗτος ὁ φιλόχριστος βασιλεὺς Ἰωάννης, πατρίδα μὲν εἶχε τὴν μεγαλόπολιν Ἀδριανούπολιν, προγόνους δέ, τοὺς πρώτους τῆς βασιλικῆς συγκλήτου. Ὁ γὰρ πάππος αὐτοῦ Κωνσταντῖνος, ὁ Βατάτζης λεγόμενος, ἦτον στρατοπεδάρχης τοῦ βασιλέως Μανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ, ἐν ἔτει ͵αρμγ΄ [1143]. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀπέθανον οἱ γονεῖς τοῦ βασιλέως τούτου, ἔμεινε πολὺς πλοῦτος εἰς αὐτόν, τὸν ὁποῖον διεμοίρασεν εἰς πτωχούς, καὶ ἐξώδευσεν εἰς ἀφιερώματα θείων Ναῶν καὶ Ἐκκλησιῶν. Ἔπειτα ἐπῆγεν εἰς τὸ ἐν Βιθυνίᾳ Νύμφαιον, ὁποῦ τότε ἦτον τὸ παλάτιον καὶ ἡ καθέδρα τῶν βασιλέων τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐκεῖ δὲ εὑρῆκε τὸν ἀπὸ πατρὸς θεῖόν του, κληρικὸν ὄντα καὶ ἱερωμένον, κοντὰ εἰς τὸν βασιλέα Θεόδωρον τὸν Λάσκαριν, τὸν ἐν ἔτει ͵ασς΄ [1206] βασιλεύσαντα (6). Μὲ τὸ μέσον λοιπὸν τοῦ θείου του, ἔγινε φίλος μὲ τὸν βασιλέα. Δὲν ὑπερηφανεύετο ὅμως διὰ τὴν φιλίαν ταύτην, ἀλλὰ ταπεινῶς εἰς ὅλους ἐφέρετο. Ὅθεν καὶ ἀπὸ ὅλους ἠγαπᾶτο, ἦθος ἔχων σεμνόν, ζωὴν σώφρονα, ὄμμα ἱλαρόν. Ἦτον εὐκολοπλησίαστος εἰς ὅλους, πρᾷος, ἄκακος, γαληνός, καὶ διαλεγόμενος εἰς ὅλους μὲ πρόσωπον ἥμερον. Καὶ λοιπὸν διὰ τὰς ἀρετάς του ταύτας, ἔλαβεν εἰς γυναῖκά του τὴν θυγατέρα τοῦ βασιλέως, Εἰρήνην ὀνομαζομένην, ὕστερον ἀφ’ οὗ ἐμονομάχησε μὲ τὸν Λατῖνον Κόραδον, τὸν καυχώμενον εἰς τὴν δύναμίν του. Καὶ ἀφ’ οὗ ἐνίκησεν αὐτόν, εἰπὼν «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ βοήθει μοι».

Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ πενθερός του βασιλεὺς Θεόδωρος ἀπέθανεν, ἔλαβε τὴν βασιλείαν ὁ χαριτώνυμος οὗτος Ἰωάννης ἐν ἔτει ͵ασκβ΄ [1222]. Καὶ λοιπὸν ἦτον εἰς ὅλους τοὺς ἀδικουμένους προστάτης θερμότατος, ἐδείχνετο στάθμη τῆς δικαιοσύνης. Μάλιστα δὲ ἐγνωρίζετο παρὰ πᾶσι, μία πηγὴ τῆς ἐλεημοσύνης. Δι’ ὃ καὶ κατ’ ἐξοχῆς τρόπον ἐπωνομάζετο ἐλεήμων. Ὁμοίως ἐγνωρίζετο τῆς εὐσεβείας καὶ ὀρθοδόξου πίστεως ζηλωτής. Οὗτος γὰρ ὁ ἀοίδιμος, ἔγινεν αἴτιος νὰ βαπτισθῇ εἰς τὸν καιρόν του τὸ γένος τῶν Ἰουδαίων. Καὶ ζῆλον ἔλαβεν εἰς τὴν καρδίαν του διὰ νὰ ποιήσῃ ἕνωσιν τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας μετὰ τῆς Δυτικῆς, διὰ τὴν ὁποίαν πρέσβεις ἐστάλθησαν ἀπὸ τὸν ἔνατον Γρηγόριον τὸν Πάπαν Ῥώμης. Καὶ διάλεξις συνεκροτήθη μεταξὺ Ἀνατολικῶν καὶ Δυτικῶν, ἐξάρχου ὄντος τῆς διαλέξεως, τοῦ τότε Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γερμανοῦ τοῦ νέου. Καὶ ὅσον τὸ ἐπ’ αὐτῷ, ἐτελείωσε τὴν τοιαύτην ποθητὴν εἰρήνην, ἀνίσως οἱ δυτικοὶ ἤθελαν στέρξουν νὰ σηκώσουν ἀπὸ τὸ σύμβολον τῆς πίστεως τὴν προσθήκην. Οὗτος ὁ ἐλεήμων βασιλεύς, ἤκουσε νοερῶς καὶ θείαν φωνὴν ἐνηχηθεῖσαν αὐτῷ καὶ λέγουσαν «Ὁ σταυρωθεὶς ἐγήγερται, ὁ μεγάλαυχος πέπτωκεν, ὁ καταπεσὼν καὶ συντριβεὶς ἀνώρθωται». Ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐνδυναμωθείς, κατετρόπωσε καὶ κατέσφαξε διὰ μονομαχίας, τὸν μεγάλαυχον ἐκεῖνον Σουλτάνον Ἀζατίνην ὀνόματι, ὁ ὁποῖος εὐγαίνωντας ἀπὸ τὸ Ἰκόνιον, ἐκούρσευε τὰς πόλεις ὁποῦ εὑρίσκονται κατὰ τὸν ποταμὸν Μαίανδρον. Κυβερνήσας λοιπὸν θεοφιλῶς τὸ καράβι τῆς παγκοσμίου βασιλείας ὁ τρισμακάριστος, παρέδωκεν ἐν εἰρήνῃ τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, χρόνων ὤντας ἑβδομηκονταδύω, τὸ δὲ τίμιον αὐτοῦ σῶμα ἐνταφιάσθη εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον ἔκτισεν ὁ ἴδιος αὐτὸς βασιλεύς, καὶ ἐπωνόμασεν αὐτὸ Σώσανδρα. Ὕστερον δὲ δι’ ἀποκαλύψεως τοῦ ἰδίου βασιλέως, μετεκομίσθη τὸ τούτου ἅγιον σῶμα εἰς τὴν πόλιν τῆς Μαγνησίας.

Θαῦμα δὲ μέγα ἐφάνη, ὅταν ἀνεκομίσθη ἐκ τοῦ τάφου τὸ τούτου ἅγιον λείψανον καὶ μετεκομίσθη εἰς τὴν Μαγνησίαν. Διότι ὅταν ὁ τάφος ἀνοίχθη, δὲν εὐγῆκε κᾀμμία δυσώδης ἀποφορά, ἀλλὰ ἐξῆλθε μία εὐωδία καὶ χάρις, μεμιγμένη μὲ ἡδονὴν καὶ γλυκύτητα, ὡσὰν νὰ ἤθελεν ἀνοιχθῆ ἕνας κῆπος ἀρωματικὸς καὶ εὐώδης. Ὁ δὲ νεκρὸς ἐφάνη, ὡσὰν νὰ κάθεται ἐπάνω εἰς θρόνον βασιλικόν, χωρὶς νὰ ἔχῃ κᾀμμίαν λύσιν ἁρμονίας, χωρὶς νὰ ἔχῃ κᾀμμίαν μελανίαν, καὶ χωρίς τινα δυσωδίαν, ἢ σημεῖον ἄλλο νεκρότητος. Ἀλλ’ ὁ πρὸ ἑπτὰ χρόνων ἐνταφιασθείς, ἐβλέπετο ὡσὰν ζωντανός, ἔχων μὲν εἰς τὰ μέλη του, τὸ φυσικὸν αὐτῶν κίνημα. Φέρων δὲ εἰς τὰ μάγουλά του, τὸ φυσικὸν αὐτῶν κοκκινάδι. Ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ βασιλικὰ στρώματα τοῦ λειψάνου, ἐφυλάχθησαν ἀδιάφθορα, ὡσὰν νὰ ἤθελαν ῥαφθοῦν σήμερον. Οὕτως οἶδε δοξάζειν Θεὸς τοὺς αὐτὸν δοξάζοντας. Ἀπὸ τότε δὲ καὶ ὕστερον, ἐνήργει τὸ τίμιον αὐτοῦ λείψανον ἐν τῇ Μαγνησίᾳ θαύματα πάμπολλα, ἰατρεῦον ἀσθενείας, διῶκον δαίμονας, καὶ ἄλλα πάθη θεραπεῦον, διὰ τῆς ἐν αὐτῷ κατοικούσης τοῦ Θεοῦ χάριτος, πάντων τῶν μετὰ πίστεως αὐτῷ προστρεχόντων, καθὼς μερικὰ ἐξ αὐτῶν ἀναφέρει ὁ μετ’ ἐγκωμίου κατὰ πλάτος Βίος του (7).

(6) Οὗτος ὁ βασιλεὺς ἐσυνέθεσε τὸν κατανυκτικὸν καὶ παρακλητικὸν Κανόνα εἰς τὴν Θεοτόκον: ἤτοι τὸ «Τῶν λυπηρῶν ἐπαγωγαὶ χειμάζουσι». Καὶ ἄλλον Κανόνα χαιρετίσιμον εἰς τὴν αὐτὴν Θεοτόκον, γεγραμμένον ἐν τῷ Νέῳ Θεοτοκαρίῳ, καθὼς αὐτοὶ ἐπιγράφονται εἰς τὸ ὄνομά του.

(7) Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τούτου μετέφρασεν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία εἰς τὸ ἁπλοῦν ἐξ οὗ καὶ ἐσυνώψισα τὸ παρὸν Συναξάριον. Ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρον ᾀσματικὴν Ἀκολουθίαν ἐξ ὑπαρχῆς ἐφιλοπόνησα εἰς τὴν τούτου βασιλικὴν μεγαλειότητα, ἅπερ εὑρίσκονται νῦν εἰς τὴν Μαγνησίαν.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλεησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

Των Αγίων Ιωαννικίου του εν τω Ολύμπω, Νικάνδρου επισκόπου Μύρων και Ερμαίου του Πρεσβυτέρου κ.α.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.