Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου4 Ιουνίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Δ’, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Μητροφάνους Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.
Γης μητρός εκστάς Μητρόφανες παμμάκαρ,
Εκεί μετήρας ου Πατήρ πάντων μέγας.
Μητροφάνης δε τετάρτη έδυ χθόνα βωτιάνειραν.
Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους Κωνσταντίνου του Μεγάλου εν έτει τκ’ [320], υιός υπάρχων Δομετίου. Ο δε Δομέτιος ήτον αδελφός Πρόβου του βασιλέως, του βασιλεύσαντος εν τη Ρώμη, εν έτει σος’ [276], ο οποίος εγέννησε δύω υιούς τον Πρόβον και τον Μητροφάνη τούτον. Ούτος λοιπόν μεταχειρισθείς λογισμόν σώφρονα και ορθόν, εστοχάσθη την θρησκείαν των ειδώλων, πως είναι ψευδής και πεπλανημένη, όθεν προσήλθεν εις την αληθή πίστιν του Χριστού. Πηγαίνωντας δε εις το Βυζάντιον, συνανεστρέφετο με τον Τίτον, τον Επίσκοπον του Βυζαντίου, ο οποίος ήτον άνθρωπος άγιος και θεοφόρος (1). Βλέπων δε τον Μητροφάνη, ότι ήτον στολισμένος με αρετάς, τον εσυναρίθμησε με τους κληρικούς, ήτοι εποίησεν αυτόν αναγνώστην. Αφ’ ου δε απέθανεν ο Άγιος Τίτος, έγινεν Επίσκοπος του Βυζαντίου, Δομέτιος ο πατήρ του Αγίου Μητροφάνους (2). Αποθανόντος δε του Δομετίου, έγινεν Επίσκοπος ο υιός αυτού Πρόβος, και αφ’ ου εκείνος εκυβέρνησε την Εκκλησίαν χρόνους δέκα, απήλθε προς Κύριον (3). Και ευθύς ο Άγιος ούτος Μητροφάνης, ο του Πρόβου μεν αδελφός, του δε Δομετίου υιός, ανέβη εις τον θρόνον του Βυζαντίου. Τούτον τον θείον Μητροφάνη ευρών ο Μέγας Κωνσταντίνος Επίσκοπον εις το Βυζάντιον, εστοχάσθη την αρετήν του, της γνώμης του την ισότητα, και την αγιότητα, οπού είχεν (4). Όθεν λέγεται, ότι όχι μόνον ηγάπησε τον τόπον εκείνον του Βυζαντίου, δια την καλήν θέσιν οπού έχει, δια την ευκρασίαν των τεσσάρων ωρών του χρόνου, ανοίξεως λέγω, θέρους, φθινοπώρου, και χειμώνος. Διατί ο τόπος αυτός προβάλλει πλουσίους καρπούς, διατί δεξιούται και υπηρετείται ωσάν από δύω χέρια, από την στερεάν, και από την θάλασσαν, και διατί αυτός προκαθέζεται των δύω μερών της οικουμένης, της Ευρώπης, λέγω, και της Ασίας. Ου μόνον, λέγω, δια αυτά ηγάπησεν ο Μέγας Κωνσταντίνος το Βυζάντιον, αλλά όχι ολιγώτερον ηγάπησεν αυτό και δια την αρετήν και αγιότητα του θείου τούτου Μητροφάνους, του εις αυτό επισκοπεύοντος. Όθεν εφάνη φιλότιμος εις τον τόπον αυτόν, και χωρίς να ακριβευθή έξοδα, έκτισε την θαυμαστήν και μεγαλόπολιν Κωνσταντινούπολιν, η οποία υπερνικά και υπερέχει όλας τας πόλεις της οικουμένης, και εις αυτήν έστησε την βασιλείαν, μετακομίσας ταύτην από την παλαιάν Ρώμην.
Όταν δε εσυνάχθη εν Νικαία η αγία και Οικουμενική Πρώτη Σύνοδος εν έτει τκε’ [325], ο μεν μακάριος ούτος Μητροφάνης, δια το γηρατείον και την ασθένειάν του, δεν εδυνήθη να υπάγη αυτοπροσώπως εις την Σύνοδον, ευρίσκετο γαρ τότε κλινήρης, επειδή η φυσική δύναμις του σώματός του απεμαράνθη. Αντί δε αυτού απέστειλε τοποτηρητήν εις την Σύνοδον, τον πρώτον αυτού Πρεσβύτερον Αλέξανδρον, άνδρα τίμιον, τον οποίον αφήκε και διάδοχον του θρόνου εν έτει τλ’ [330] (5). Αφ’ ου δε διελύθη η Σύνοδος, και εγύρισεν εις την Κωνσταντινούπολιν ο Μέγας Κωνσταντίνος μαζί με τους θεοφόρους πατέρας, τότε έλεγεν ο θείος Μητροφάνης, ότι απεκάλυψεν εις αυτόν ο Θεός, να γένουν διάδοχοι του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως ο ρηθείς πρωτοπρεσβύτερος Αλέξανδρος, και ο μετ’ αυτόν Παύλος, ως αρέσκοντες τω Θεώ, και ως άξιοι του πατριαρχικού αξιώματος. Ούτω λοιπόν κοιμηθείς ο μακάριος Μητροφάνης, απήλθε προς Κύριον. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία, και εις τον σεβάσμιον αυτού Ναόν, ο οποίος είναι κοντά εις τον Άγιον Μάρτυρα Ακάκιον εν τω Επτασκάλω, όπου και το τίμιον αυτού και άγιον ευρίσκεται λείψανον.
(1) Ο Τίτος ούτος λέγεται και Τράτος, όστις επατριάρχευσεν εν έτει σμα’ [241], επί Γορδιανού και Φιλίππου του Άραβος, του πατρός της Αγίας Ευγενίας, Δεκίου, Γάλλου, Αιμιλιανού, Ουαλλεριανού, Γαληΐνου, Κλαυδίου, Κεντυλιανού, Αυρηλιανού, Τακίτου, Φλωριανού, και Πρόβου, και επεσκόπησεν έτη λε’.
(2) Ούτος ελέγετο και Δομετιανός, όστις έγινεν Αρχιερεύς εν έτει σπγ’ [283], επί Πρόβου του αδελφού του, Κάρου, Διοκλητιανού, και Μαξιμιανού, Γαλλερίου, Μαξίμου, Μαξεντίου, και Κώνσταντος του Χλωρού, και επεσκόπησε χρόνους κδ’ και μήνας εξ.
(3) Ούτος επεσκόπησεν εν έτει τκ’ [320], επί Κωνσταντίνου του Μεγάλου, και έμεινεν εις την επισκοπήν χρόνους ιβ’. (Όρα σελ. 318 του πρώτου τόμου του Μελετίου).
(4) Περί του Αγίου τούτου Μητροφάνους, και ταύτα προστίθεται παρά τω αυτώ Μελετίω. Ότι εκηρύχθη πρώτος Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως, από την Πρώτην Οικουμενικήν Σύνοδον. Πατριαρχεύσας δε χρόνους δέκα, αφήκε διάδοχόν του τον Αλέξανδρον εν έτει τλ’ [330], επί Κωνσταντίνου του Μεγάλου, και των υιών του.
(5) Ο Αλέξανδρος ούτος εορτάζεται κατά την τριακοστήν του Αυγούστου. Και όρα το Συναξάριον αυτού, ίνα μάθης καί τινα άλλα περί του Αγίου τούτου Μητροφάνους.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη της Οσίας μητρός ημών Σοφίας, της ασκητικώς και οσίως βιωσάσης.
Ουκ εμποδών σοι κόσμος ώφθη Σοφία,
Προς την τελειότητα αρετής φθάσαι.
Αύτη η Αγία εκατάγετο από την πόλιν της Αίνου, θυγάτηρ γονέων ευσεβών και περιβοήτων κατά τον τόπον εκείνον. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν, συνεζεύχθη από τους γονείς της με νόμιμον άνδρα, με τον οποίον εγέννησεν έξι παιδία. Αγκαλά δε και ήτον ανάμεσα εις τας φροντίδας και ταραχάς του κόσμου, μόλον τούτο έδειξε δια των έργων, ότι δεν είναι κανένα εμπόδιον εις το να ευαρεστήση τω Θεώ όποιος θέλει, αι φροντίδες του κόσμου και ταραχαί, εάν μόνον εργάζεται τας εντολάς του Κυρίου, και μεταχειρίζεται τας θεοφιλείς πράξεις και αρετάς. Αύτη γαρ η μακαρία δεν έλειπεν από την Εκκλησίαν του Θεού, αλλά και εις τον οίκον της ευρισκομένη, αγρύπνα όλην την νυκτα, και εκατεγίνετο εις προσευχάς. Και επειδή απέθανον τα παιδία της, δια τούτο έγινε μήτηρ άλλων ορφανών παιδίων, και βοήθεια μεγάλη των χηρών. Διαμοιράσασα δε τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς, από τότε και ύστερα επέρνα την ζωήν της με δίαιταν ασκητικήν, και φαγητόν μεν είχε, τον ξηρόν άρτον, πιοτόν δε, το απλούν ύδωρ. Το δάκρυον δεν έλειπεν από τους οφθαλμούς της, οι Ψαλμοί του Δαβίδ, ήτον ακαταπαύστως εις το στόμα της. Δεν αδυνάτησεν, ουδέ αμέλησεν εις την προσευχήν. Η ταπείνωσις, οπού έδειχνεν εις κάθε άνθρωπον, και εις αυτούς ακόμη τους τυχόντας και παραμικρούς, ήτον άμετρος. Η ελεημοσύνη, οπού έκαμνεν εις όλους τους προσερχομένους πτωχούς, ήτον ιλαρά και πλουσία. Ενόμιζε γαρ η τρισολβία, ότι ήτον καλλίτερον να υστερήται αυτή, πάρεξ να αφήση τον πτωχόν να γυρίση άδειος από τον οίκον της, και περισσότερον έχαιρεν, όταν έδιδε, πάρεξ όταν ελάμβανε.
Δια τούτο και ηκολούθει εις αυτήν ένα θαύμα παράδοξον, διότι αυτή είχεν ένα αγγείον γεμάτον κρασί, και διωρισμένον δια να το μοιράζη εις τους πτωχούς. Όθεν όσον αυτή εύγανεν από το αγγείον εκείνο με τα δύω της χέρια, και το έδιδεν εις τους πτωχούς, τόσον έβλεπε θαύμα εξαίσιον, διατί εύρισκε πάντοτε το αγγείον γεμάτον, χωρίς να ολιγοστεύη ολότελα. Και εν όσω μεν, αυτή έκρυπτε το θαύμα και δεν το εφανέρονεν εις άλλον, ευρίσκετο γεμάτον το αγγείον, εις καιρόν οπού τούτο άνοιγεν. Αφ’ ου δε, θέλουσα να κηρύξη τα μεγαλεία του Θεού, εφανέρωσεν εις ένα συγγενή της το θαύμα, δεν ευρέθη πλέον το αγγείον γεμάτον καθώς το πρότερον, αλλ’ εφαίνετο άδειον και ελλιπές. Τούτο δε ελύπησε την μακαρίαν κατάκαρδα. Όθεν εκ τούτου λαμβάνουσα αφορμήν, και στοχαζομένη ότι δια την αναξιότητά της ηκολούθησεν η της δωρεάς του Θεού στέρησις, περισσότερον αύξησε την άσκησιν, τόσον οπού εξηράνθη το σώμα της εις το άκρον, και ούτε να αναπνεύση εδύνετο. Με τοιούτον λοιπόν τρόπον καλώς αγωνισαμένη η αοίδιμος, και τελείως μη εμποδισθείσα εις την αρετήν από τας φροντίδας και δυσκολίας του βίου, έζησε χρόνους τριαντατέσσαρας, όλοι δε οι χρόνοι της ζωής της έγιναν πενηντατρείς και επέκεινα. Τελευταίον δε κουρευθείσα και γενομένη Μοναχή, προς Κύριον εξεδήμησεν.
*
Ο Άγιος Οσιομάρτυς Ιωάννης ο ηγούμενος της Μονής Μοναγρίας, εν σάκκω βληθείς και εν θαλάσση ριφείς, τελειούται.
Καν σάκκος έξη, καν βυθού κρύψη τόπος,
Τον Ιωάννην Ουρανού λάβη τόπος.
*
Ο Όσιος Αλώνιος, εν ειρήνη τελειούται (6).
Ψυχών γεωργόν Αλώνιος ηδύνει,
Ψυχής άλωνι θεις καλών θημωνίαν.
(6) Ο Όσιος ούτος Αλώνιος αξιομνημόνευτον απόφθεγμα αφήκεν εις ημάς, εμφερόμενον παρά τω Ευεργετινώ, σελ. 265. Έχει δε ούτως επί λέξεως· «Ει μη το όλον κατέστρεψα, ουκ αν ηδυνήθην εμαυτόν οικοδομήσαι, ήγουν, ει μη παν ο εδόκει μοι αγαθόν εκ του οικείου θελήματος, κατέλιπον, ουκ αν ίσχυσα τας αρετάς κτήσασθαι». Ούτος επαινεθείς μίαν φοράν, διατί εστέκετο και υπηρέτει τους γέροντας οπού έτρωγον, δεν απεκρίθη τελείως. Ερωτηθείς δε, διατί εσιώπησεν; είπεν· «Ει απεκρίθην αυτοίς, ευρισκόμην καταδεξάμενος τον έπαινον» (σελ. 282 του αυτού). Άλλοτε ούτος ερωτηθείς, τι εστι το εξουθενείν εαυτόν; απεκρίθη· «Το είναί σε υποκάτω των αλόγων. Ταύτα γαρ ακατάκριτά εισι» (σελ. 281 αυτόθι).
*
Αι Άγιαι Μαρία και Μάρθα, αι αδελφαί του Λαζάρου, εν ειρήνη τελειούνται.
Εκ Βηθανίας τας αδελφάς Λαζάρου,
Σώζειν δύνασθαι και νεκράς πιστευτέον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Δ΄, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Μητροφάνους Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.
Γῆς μητρὸς ἐκστὰς Μητρόφανες παμμάκαρ,
Ἐκεῖ μετῆρας οὗ Πατὴρ πάντων μέγας.
Μητροφάνης δὲ τετάρτῃ ἔδυ χθόνα βωτιάνειραν.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου ἐν ἔτει τκ΄ [320], υἱὸς ὑπάρχων Δομετίου. Ὁ δὲ Δομέτιος ἦτον ἀδελφὸς Πρόβου τοῦ βασιλέως, τοῦ βασιλεύσαντος ἐν τῇ Ῥώμη, ἐν ἔτει σος΄ [276], ὁ ὁποῖος ἐγέννησε δύω υἱοὺς τὸν Πρόβον καὶ τὸν Μητροφάνη τοῦτον. Οὗτος λοιπὸν μεταχειρισθεὶς λογισμὸν σώφρονα καὶ ὀρθόν, ἐστοχάσθη τὴν θρῃσκείαν τῶν εἰδώλων, πῶς εἶναι ψευδὴς καὶ πεπλανημένη, ὅθεν προσῆλθεν εἰς τὴν ἀληθῆ πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Πηγαίνωντας δὲ εἰς τὸ Βυζάντιον, συνανεστρέφετο μὲ τὸν Τίτον, τὸν Ἐπίσκοπον τοῦ Βυζαντίου, ὁ ὁποῖος ἦτον ἄνθρωπος ἅγιος καὶ θεοφόρος (1). Βλέπων δὲ τὸν Μητροφάνη, ὅτι ἦτον στολισμένος μὲ ἀρετάς, τὸν ἐσυναρίθμησε μὲ τοὺς κληρικούς, ἤτοι ἐποίησεν αὐτὸν ἀναγνώστην. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀπέθανεν ὁ Ἅγιος Τίτος, ἔγινεν Ἐπίσκοπος τοῦ Βυζαντίου, Δομέτιος ὁ πατὴρ τοῦ Ἁγίου Μητροφάνους (2). Ἀποθανόντος δὲ τοῦ Δομετίου, ἔγινεν Ἐπίσκοπος ὁ υἱὸς αὑτοῦ Πρόβος, καὶ ἀφ’ οὗ ἐκεῖνος ἐκυβέρνησε τὴν Ἐκκλησίαν χρόνους δέκα, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον (3). Καὶ εὐθὺς ὁ Ἅγιος οὗτος Μητροφάνης, ὁ τοῦ Πρόβου μὲν ἀδελφός, τοῦ δὲ Δομετίου υἱός, ἀνέβη εἰς τὸν θρόνον τοῦ Βυζαντίου. Τοῦτον τὸν θεῖον Μητροφάνη εὑρὼν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος Ἐπίσκοπον εἰς τὸ Βυζάντιον, ἐστοχάσθη τὴν ἀρετήν του, τῆς γνώμης του τὴν ἰσότητα, καὶ τὴν ἁγιότητα, ὁποῦ εἶχεν (4). Ὅθεν λέγεται, ὅτι ὄχι μόνον ἠγάπησε τὸν τόπον ἐκεῖνον τοῦ Βυζαντίου, διὰ τὴν καλὴν θέσιν ὁποῦ ἔχει, διὰ τὴν εὐκρασίαν τῶν τεσσάρων ὡρῶν τοῦ χρόνου, ἀνοίξεως λέγω, θέρους, φθινοπώρου, καὶ χειμῶνος. Διατὶ ὁ τόπος αὐτὸς προβάλλει πλουσίους καρπούς, διατὶ δεξιοῦται καὶ ὑπηρετεῖται ὡσὰν ἀπὸ δύω χέρια, ἀπὸ τὴν στερεάν, καὶ ἀπὸ τὴν θάλασσαν, καὶ διατὶ αὐτὸς προκαθέζεται τῶν δύω μερῶν τῆς οἰκουμένης, τῆς Εὐρώπης, λέγω, καὶ τῆς Ἀσίας. Οὐ μόνον, λέγω, διὰ αὐτὰ ἠγάπησεν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὸ Βυζάντιον, ἀλλὰ ὄχι ὀλιγώτερον ἠγάπησεν αὐτὸ καὶ διὰ τὴν ἀρετὴν καὶ ἁγιότητα τοῦ θείου τούτου Μητροφάνους, τοῦ εἰς αὐτὸ ἐπισκοπεύοντος. Ὅθεν ἐφάνη φιλότιμος εἰς τὸν τόπον αὐτόν, καὶ χωρὶς νὰ ἀκριβευθῇ ἔξοδα, ἔκτισε τὴν θαυμαστὴν καὶ μεγαλόπολιν Κωνσταντινούπολιν, ἡ ὁποία ὑπερνικᾷ καὶ ὑπερέχει ὅλας τὰς πόλεις τῆς οἰκουμένης, καὶ εἰς αὐτὴν ἔστησε τὴν βασιλείαν, μετακομίσας ταύτην ἀπὸ τὴν παλαιὰν Ῥώμην.
Ὅταν δὲ ἐσυνάχθη ἐν Νικαίᾳ ἡ ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Πρώτη Σύνοδος ἐν ἔτει τκε΄ [325], ὁ μὲν μακάριος οὗτος Μητροφάνης, διὰ τὸ γηρατεῖον καὶ τὴν ἀσθένειάν του, δὲν ἐδυνήθη νὰ ὑπάγῃ αὐτοπροσώπως εἰς τὴν Σύνοδον, εὑρίσκετο γὰρ τότε κλινήρης, ἐπειδὴ ἡ φυσικὴ δύναμις τοῦ σώματός του ἀπεμαράνθη. Ἀντὶ δὲ αὐτοῦ ἀπέστειλε τοποτηρητὴν εἰς τὴν Σύνοδον, τὸν πρῶτον αὐτοῦ Πρεσβύτερον Ἀλέξανδρον, ἄνδρα τίμιον, τὸν ὁποῖον ἀφῆκε καὶ διάδοχον τοῦ θρόνου ἐν ἔτει τλ΄ [330] (5). Ἀφ’ οὗ δὲ διελύθη ἡ Σύνοδος, καὶ ἐγύρισεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μαζὶ μὲ τοὺς θεοφόρους πατέρας, τότε ἔλεγεν ὁ θεῖος Μητροφάνης, ὅτι ἀπεκάλυψεν εἰς αὐτὸν ὁ Θεός, νὰ γένουν διάδοχοι τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ ῥηθεὶς πρωτοπρεσβύτερος Ἀλέξανδρος, καὶ ὁ μετ’ αὐτὸν Παῦλος, ὡς ἀρέσκοντες τῷ Θεῷ, καὶ ὡς ἄξιοι τοῦ πατριαρχικοῦ ἀξιώματος. Οὕτω λοιπὸν κοιμηθεὶς ὁ μακάριος Μητροφάνης, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις καὶ ἑορτὴ ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ, καὶ εἰς τὸν σεβάσμιον αὐτοῦ Ναόν, ὁ ὁποῖος εἶναι κοντὰ εἰς τὸν Ἅγιον Μάρτυρα Ἀκάκιον ἐν τῷ Ἑπτασκάλῳ, ὅπου καὶ τὸ τίμιον αὐτοῦ καὶ ἅγιον εὑρίσκεται λείψανον.
(1) Ὁ Τίτος οὗτος λέγεται καὶ Τράτος, ὅστις ἐπατριάρχευσεν ἐν ἔτει σμα΄ [241], ἐπὶ Γορδιανοῦ καὶ Φιλίππου τοῦ Ἄραβος, τοῦ πατρὸς τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, Δεκίου, Γάλλου, Αἱμιλιανοῦ, Οὐαλλεριανοῦ, Γαληΐνου, Κλαυδίου, Κεντυλιανοῦ, Αὐρηλιανοῦ, Τακίτου, Φλωριανοῦ, καὶ Πρόβου, καὶ ἐπεσκόπησεν ἔτη λε΄.
(2) Οὗτος ἐλέγετο καὶ Δομετιανός, ὅστις ἔγινεν Ἀρχιερεὺς ἐν ἔτει σπγ΄ [283], ἐπὶ Πρόβου τοῦ ἀδελφοῦ του, Κάρου, Διοκλητιανοῦ, καὶ Μαξιμιανοῦ, Γαλλερίου, Μαξίμου, Μαξεντίου, καὶ Κώνσταντος τοῦ Χλωροῦ, καὶ ἐπεσκόπησε χρόνους κδ΄ καὶ μῆνας ἕξ.
(3) Οὗτος ἐπεσκόπησεν ἐν ἔτει τκ΄ [320], ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, καὶ ἔμεινεν εἰς τὴν ἐπισκοπὴν χρόνους ιβ΄. (Ὅρα σελ. 318 τοῦ πρώτου τόμου τοῦ Μελετίου).
(4) Περὶ τοῦ Ἁγίου τούτου Μητροφάνους, καὶ ταῦτα προστίθεται παρὰ τῷ αὐτῷ Μελετίῳ. Ὅτι ἐκηρύχθη πρῶτος Πατριάρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀπὸ τὴν Πρώτην Οἰκουμενικὴν Σύνοδον. Πατριαρχεύσας δὲ χρόνους δέκα, ἀφῆκε διάδοχόν του τὸν Ἀλέξανδρον ἐν ἔτει τλ΄ [330], ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, καὶ τῶν υἱῶν του.
(5) Ὁ Ἀλέξανδρος οὗτος ἑορτάζεται κατὰ τὴν τριακοστὴν τοῦ Αὐγούστου. Καὶ ὅρα τὸ Συναξάριον αὐτοῦ, ἵνα μάθῃς καί τινα ἄλλα περὶ τοῦ Ἁγίου τούτου Μητροφάνους.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ὁσίας μητρὸς ἡμῶν Σοφίας, τῆς ἀσκητικῶς καὶ ὁσίως βιωσάσης.
Οὐκ ἐμποδών σοι κόσμος ὤφθη Σοφία,
Πρὸς τὴν τελειότητα ἀρετῆς φθάσαι.
Αὕτη ἡ Ἁγία ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Αἴνου, θυγάτηρ γονέων εὐσεβῶν καὶ περιβοήτων κατὰ τὸν τόπον ἐκεῖνον. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς ἡλικίαν, συνεζεύχθη ἀπὸ τοὺς γονεῖς της μὲ νόμιμον ἄνδρα, μὲ τὸν ὁποῖον ἐγέννησεν ἕξι παιδία. Ἀγκαλὰ δὲ καὶ ἦτον ἀνάμεσα εἰς τὰς φροντίδας καὶ ταραχὰς τοῦ κόσμου, μὅλον τοῦτο ἔδειξε διὰ τῶν ἔργων, ὅτι δὲν εἶναι κᾀνένα ἐμπόδιον εἰς τὸ νὰ εὐαρεστήσῃ τῷ Θεῷ ὅποιος θέλει, αἱ φροντίδες τοῦ κόσμου καὶ ταραχαί, ἐὰν μόνον ἐργάζεται τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου, καὶ μεταχειρίζεται τὰς θεοφιλεῖς πράξεις καὶ ἀρετάς. Αὕτη γὰρ ἡ μακαρία δὲν ἔλειπεν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν οἶκόν της εὑρισκομένη, ἀγρύπνα ὅλην τὴν νυκτα, καὶ ἐκατεγίνετο εἰς προσευχάς. Καὶ ἐπειδὴ ἀπέθανον τὰ παιδία της, διὰ τοῦτο ἔγινε μήτηρ ἄλλων ὀρφανῶν παιδίων, καὶ βοήθεια μεγάλη τῶν χηρῶν. Διαμοιράσασα δὲ τὰ ὑπάρχοντά της εἰς τοὺς πτωχούς, ἀπὸ τότε καὶ ὕστερα ἐπέρνα τὴν ζωήν της μὲ δίαιταν ἀσκητικήν, καὶ φαγητὸν μὲν εἶχε, τὸν ξηρὸν ἄρτον, πιοτὸν δέ, τὸ ἁπλοῦν ὕδωρ. Τὸ δάκρυον δὲν ἔλειπεν ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς της, οἱ Ψαλμοὶ τοῦ Δαβίδ, ἦτον ἀκαταπαύστως εἰς τὸ στόμα της. Δὲν ἀδυνάτησεν, οὐδὲ ἀμέλησεν εἰς τὴν προσευχήν. Ἡ ταπείνωσις, ὁποῦ ἔδειχνεν εἰς κάθε ἄνθρωπον, καὶ εἰς αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς τυχόντας καὶ παραμικρούς, ἦτον ἄμετρος. Ἡ ἐλεημοσύνη, ὁποῦ ἔκαμνεν εἰς ὅλους τοὺς προσερχομένους πτωχούς, ἦτον ἱλαρὰ καὶ πλουσία. Ἐνόμιζε γὰρ ἡ τρισολβία, ὅτι ἦτον καλλίτερον νὰ ὑστερῆται αὐτή, πάρεξ νὰ ἀφήσῃ τὸν πτωχὸν νὰ γυρίσῃ ἄδειος ἀπὸ τὸν οἶκόν της, καὶ περισσότερον ἔχαιρεν, ὅταν ἔδιδε, πάρεξ ὅταν ἐλάμβανε.
Διὰ τοῦτο καὶ ἠκολούθει εἰς αὐτὴν ἕνα θαῦμα παράδοξον, διότι αὐτὴ εἶχεν ἕνα ἀγγεῖον γεμάτον κρασί, καὶ διωρισμένον διὰ νὰ τὸ μοιράζῃ εἰς τοὺς πτωχούς. Ὅθεν ὅσον αὐτὴ εὔγανεν ἀπὸ τὸ ἀγγεῖον ἐκεῖνο μὲ τὰ δύω της χέρια, καὶ τὸ ἔδιδεν εἰς τοὺς πτωχούς, τόσον ἔβλεπε θαῦμα ἐξαίσιον, διατὶ εὕρισκε πάντοτε τὸ ἀγγεῖον γεμάτον, χωρὶς νὰ ὀλιγοστεύῃ ὁλότελα. Καὶ ἐν ὅσῳ μέν, αὐτὴ ἔκρυπτε τὸ θαῦμα καὶ δὲν τὸ ἐφανέρονεν εἰς ἄλλον, εὑρίσκετο γεμάτον τὸ ἀγγεῖον, εἰς καιρὸν ὁποῦ τοῦτο ἄνοιγεν. Ἀφ’ οὗ δέ, θέλουσα νὰ κηρύξῃ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, ἐφανέρωσεν εἰς ἕνα συγγενῆ της τὸ θαῦμα, δὲν εὑρέθη πλέον τὸ ἀγγεῖον γεμάτον καθὼς τὸ πρότερον, ἀλλ’ ἐφαίνετο ἄδειον καὶ ἐλλιπές. Τοῦτο δὲ ἐλύπησε τὴν μακαρίαν κατάκαρδα. Ὅθεν ἐκ τούτου λαμβάνουσα ἀφορμήν, καὶ στοχαζομένη ὅτι διὰ τὴν ἀναξιότητά της ἠκολούθησεν ἡ τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ στέρησις, περισσότερον αὔξησε τὴν ἄσκησιν, τόσον ὁποῦ ἐξηράνθη τὸ σῶμά της εἰς τὸ ἄκρον, καὶ οὔτε νὰ ἀναπνεύσῃ ἐδύνετο. Μὲ τοιοῦτον λοιπὸν τρόπον καλῶς ἀγωνισαμένη ἡ ἀοίδιμος, καὶ τελείως μὴ ἐμποδισθεῖσα εἰς τὴν ἀρετὴν ἀπὸ τὰς φροντίδας καὶ δυσκολίας τοῦ βίου, ἔζησε χρόνους τριαντατέσσαρας, ὅλοι δὲ οἱ χρόνοι τῆς ζωῆς της ἔγιναν πενηντατρεῖς καὶ ἐπέκεινα. Τελευταῖον δὲ κουρευθεῖσα καὶ γενομένη Μοναχή, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν.
*
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἰωάννης ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Μοναγρίας, ἐν σάκκῳ βληθεὶς καὶ ἐν θαλάσσῃ ῥιφείς, τελειοῦται.
Κᾂν σάκκος ἕξῃ, κᾂν βυθοῦ κρύψῃ τόπος,
Τὸν Ἰωάννην Οὐρανοῦ λάβῃ τόπος.
*
Ὁ Ὅσιος Ἁλώνιος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (6).
Ψυχῶν γεωργὸν Ἁλώνιος ἡδύνει,
Ψυχῆς ἅλωνι θεὶς καλῶν θημωνίαν.
(6) Ὁ Ὅσιος οὗτος Ἁλώνιος ἀξιομνημόνευτον ἀπόφθεγμα ἀφῆκεν εἰς ἡμᾶς, ἐμφερόμενον παρὰ τῷ Εὐεργετινῷ, σελ. 265. Ἔχει δὲ οὕτως ἐπὶ λέξεως· «Εἰ μὴ τὸ ὅλον κατέστρεψα, οὐκ ἂν ἠδυνήθην ἐμαυτὸν οἰκοδομῆσαι, ἤγουν, εἰ μὴ πᾶν ὃ ἐδόκει μοι ἀγαθὸν ἐκ τοῦ οἰκείου θελήματος, κατέλιπον, οὐκ ἂν ἴσχυσα τὰς ἀρετὰς κτήσασθαι». Οὗτος ἐπαινεθεὶς μίαν φοράν, διατὶ ἐστέκετο καὶ ὑπηρέτει τοὺς γέροντας ὁποῦ ἔτρωγον, δὲν ἀπεκρίθη τελείως. Ἐρωτηθεὶς δέ, διατί ἐσιώπησεν; εἶπεν· «Εἰ ἀπεκρίθην αὐτοῖς, εὑρισκόμην καταδεξάμενος τὸν ἔπαινον» (σελ. 282 τοῦ αὐτοῦ). Ἄλλοτε οὗτος ἐρωτηθείς, τί ἐστι τὸ ἐξουθενεῖν ἑαυτόν; ἀπεκρίθη· «Τὸ εἶναί σε ὑποκάτω τῶν ἀλόγων. Ταῦτα γὰρ ἀκατάκριτά εἰσι» (σελ. 281 αὐτόθι).
*
Αἱ Ἅγιαι Μαρία καὶ Μάρθα, αἱ ἀδελφαὶ τοῦ Λαζάρου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦνται.
Ἐκ Βηθανίας τὰς ἀδελφὰς Λαζάρου,
Σῴζειν δύνασθαι καὶ νεκρὰς πιστευτέον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *