Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου4 Αυγούστου

Των Αγιων επτά Παίδων των εν Εφέσω, Ευδοκίας, Θαθουήλ, Κοσμά Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

 

4-8 (1)Τω αυτώ μηνί Δ’, μνήμη των Αγιων επτά Παίδων των εν Εφέσω, Μαξιμιλιανού, Εξακουστωδιανού, Ιαμβλίχου, Μαρτινιανού, Διονυσίου, Αντωνίνου (1), και Κωνσταντίνου.

Τον επτάριθμον τιμώ χορόν Μαρτύρων,
Δείξαντα ανάστασιν νεκρών τω κόσμω.

Τη δε τετάρτη νεκροέγερτοι ξύνθανον επτά.

Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου, εν έτει σνβ’ [252], οίτινες αφ’ ου διεμοίρασαν εις τους πτωχούς όλα των τα υπάρχοντα, εμβήκαν μέσα εις ένα σπήλαιον και εκρύφθησαν. Παρακαλέσαντες δε τον Θεόν να λυθούν από τον δεσμόν του σώματος, και να μη παραδοθούν εις τον βασιλέα Δέκιον, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις τον Θεόν. Όταν δε ο βασιλεύς Δέκιος εγύρισεν εις την Έφεσον, εζήτησεν αυτούς δια να έλθουν να θυσιάσουν εις τα είδωλα, και μαθών, ότι απέθανον μέσα εις το σπήλαιον, επρόσταξε να φράξουν την πόρταν του σπηλαίου. Από τότε λοιπόν επέρασαν τριακόσιοι εβδομηνταδύω χρόνοι, έως εις τους τριανταοκτώ χρόνους της βασιλείας του μικρού Θεοδοσίου, ήτοι εν έτει υμς’ [446] (2). Τότε γαρ εβλάστησε μία αίρεσις, η λέγουσα, ότι δεν είναι ανάστασις νεκρών. Ο δε βασιλεύς Θεοδόσιος βλέπωντας τεταραγμένην την Εκκλησίαν του Θεού, με το να επλανήθησαν από την αίρεσιν αυτήν πολλοί Επίσκοποι, απορούσε τι να κάμη. Όθεν ενδυθείς τρίχινον φόρεμα, ήγουν υφασμένον από γηδίσσας τρίχας, έστρωσε τον εαυτόν του εις την γην και εθρήνει, παρακαλώντας τον Θεόν δια να του φανερώση την λύσιν της αιρέσεως ταύτης. Δεν επαράβλεψε λοιπόν ο Κύριος τα δάκρυά του, αλλ’ επήκουσεν αυτού με τοιούτον τρόπον. Ο οικοκύριος του βουνού εκείνου, εις το οποίον ήτον το σπήλαιον των Αγίων επτά Παίδων, ηθέλησε κατά τον καιρόν εκείνον να κάμη μάνδραν του ποιμνίου του. Εις καιρόν λοιπόν οπού εκύλιε πέτρας από το σπήλαιον δια την οικοδομήν της μάνδρας, ανοίχθη η πόρτα του σπηλαίου, και κατά προσταγήν Θεού, ανέστησαν οι εν τω σπηλαίω αποθανόντες επτά Παίδες, και εσυνωμίλουν ένας με τον άλλον, ωσάν να ήθελαν κοιμηθούν την χθεσινήν ημέραν, χωρίς τελείως να αλλοιωθούν, ώστε οπού ουδέ αυτά τα ενδύματά των εφθάρησαν ολοτελώς από την φυσικήν νοτίδα και υγρασίαν του σπηλαίου. Αναστηθέντες δε, ενθυμούντο, ότι ο βασιλεύς Δέκιος ζητεί να τους βασανίση, όθεν και εσυνωμίλουν περί τούτου. Ο δε Μαξιμιλιανός έλεγεν εις τους άλλους, ανίσως, αδελφοί, πιασθώμεν από τον Δέκιον, ας σταθούμεν ανδρείως, και ας μη προδώσωμεν την ευγένειαν της πίστεώς μας. Συ δε αδελφέ Ιάμβλιχε, πήγαινε να αγοράσης ψωμία, πλην αγόρασον περισσότερα, επειδή εχθές το βράδυ αγόρασες ολίγα ψωμία, και δια τούτο εκοιμήθημεν πεινασμένοι. Μάθε δε και τι βουλεύεται ο Δέκιος δια λόγου μας.

Πηγαίνωντας λοιπόν ο Ιάμβλιχος εις την πόλιν της Εφέσου, είδε το σημείον του τιμίου Σταυρού εις την πόρτα και εθαύμασε. Βλέπωντας δε αυτό και εις άλλους τόπους, και στοχαζόμενος τα κτίρια των οσπητίων αλλαγμένα, και τους ανθρώπους διαφορετικούς, ενόμιζεν, ότι βλέπει όραμα, ή πως ήλθεν εις έκστασιν. Πηγαίνωντας όμως εις τους ψωμοπούλους, επήρε ψωμία, και όταν έδωσεν εις αυτούς τα άσπρα, εσπούδαζε να γυρίση εις το σπήλαιον. Πλην εθεώρει τους ψωμοπούλους, οπού έδειχνον τα άσπρα ένας εις τον άλλον, και έβλεπον εις αυτόν, λέγοντές του, ότι ευρήκε θησαυρόν, καθότι η μονέδα οπού έδωκεν, εμαρτύρει φανερά, ότι εύρε θησαυρόν, επειδή και είχεν επάνω τυπωμένην την εικόνα του προ πολλών χρόνων βασιλεύσαντος Δεκίου. Ο δε Ιάμβλιχος τούτο ακούσας, ετρόμαξε, και από τον φόβον δεν εδύνετο να ομιλήση, νομίζωντας ότι εγνωρίσθη από αυτούς, και παρεδόθη δια μέσου αυτών εις τον βασιλέα Δέκιον. Όθεν παρεκάλει αυτούς λέγων, σας παρακαλώ κύριοί μου, έχετε και τα άσπρα μου, λάβετε και τα ψωμία σας, και αφήσατέ με να αναχωρήσω. Οι δε ψωμοπούλοι του έλεγον, δείξον μας τον θησαυρόν οπού εύρες, και κάμε και ημάς κοινωνούς του ευρέματος, είτε μη, έχομεν να σε παραδώσωμεν εις θάνατον. Βλέποντες δε τον Άγιον να στέκη συλλογισμένος, έβαλαν αλυσίδα εις τον λαιμόν του, και ετράβιζον αυτόν εις το παζάρι. Πηγαίνοντες δε αυτόν εις τον ανθύπατον της Εφέσου, τον επαράστησαν εις εξέτασιν. Βλέπωντας δε τούτον ο ανθύπατος, διηγήσου, είπεν, ω νεανία, πώς εύρες τον θησαυρόν, και πόσος είναι, και πού. Ο δε Ιάμβλιχος απεκρίνατο, ότι ποτέ δεν ευρήκεν εύρεμα, αλλά την μονέδα οπού έδωκε, την έχει από τους γονείς του. Τι δε, έλεγεν, είναι το συμβεβηκός τούτο, οπού ηκολούθησεν εις εμέ, δεν ηξεύρω.

Ο δε ανθύπατος πάλιν ερώτησεν αυτόν, από ποίαν πόλιν είσαι; Ο Άγιος απεκρίθη· από ταύτην είμαι, εάν αυτή ήναι η Έφεσος. Και ο ανθύπατος· ποίοι είναι οι γονείς σου; ας έλθουν εις ημάς, και όταν φανερωθή η αλήθεια, τότε θέλομεν σε πιστεύσει. Ο Ιάμβλιχος απεκρίθη· ο δείνα είναι πατήρ μου, ο δείνα είναι πάππος μου, και ο δείνα συγγενής μου. Και ο ανθύπατος προς αυτόν, ξένα και ανυπόστατα είναι τα ονόματα οπού είπες, και έξω των λεγομένων κατά την τωρινήν συνήθειαν. Όθεν με αυτά δεν δύνασαι να πιστευθής. Ο Ιάμβλιχος είπεν· εάν εσύ δεν πιστεύης εμέ λέγοντα την αλήθειαν, εγώ πλέον δεν ηξεύρω τι άλλο να ειπώ. Ο ανθύπατος απεκρίθη· ασεβέστατε, η μονέδα σου μαρτυρεί από την επιγραφήν της, ότι ετυπώθη προ τριακοσίων χρόνων και επέκεινα, κατά τους χρόνους Δεκίου του βασιλέως, και συ νεώτερος ώντας σπουδάζεις να μας γελάσης; Τότε ο Ιάμβλιχος πεσών εις τους πόδας των παρευρεθέντων, τους επαρακάλει λέγων. Σας παρακαλώ κύριοί μου, να μου ειπήτε, πού είναι ο βασιλεύς Δέκιος, οπού ήτον εις την πόλιν ταύτην; Οι δε είπον εις αυτόν, εις τους χρόνους τούτους δεν είναι ο Δέκιος, επειδή αυτός εχρημάτισε προτίτερα από πολλούς χρόνους. Και ο Ιάμβλιχος· δια τούτο κύριοί μου εξεπλάγητε; αλλ’ όμως ακολουθήσατέ μοι να υπάγωμεν εις το σπήλαιον, και από αυτά τα σημεία, θέλουν πιστωθούν οι λόγοι μου. Διότι εγώ ηξεύρω, ότι εφύγαμεν εξ αιτίας του Δεκίου, και ότι χθες ερχόμενος δια να αγοράσω ψωμία, είδον, ότι ο Δέκιος εμβήκεν εις την πόλιν ταύτην.

Ταύτα μεν είπεν ο Άγιος. Ο δε Επίσκοπος της Εφέσου Μαρίνος ονόματι, ακούσας ταύτα, λέγει εις τον ανθύπατον· εγώ νομίζω, ότι θαυμάσιον πράγμα ηκολούθησεν εις την υπόθεσιν ταύτην, όθεν ας ακολουθήσωμεν εις αυτόν. Ηκολούθησαν λοιπόν ο ανθύπατος και ο Επίσκοπος και πολλοί λαϊκοί, και όταν έφθασαν εις το σπήλαιον, πρώτος ο Ιάμβλιχος εμβήκεν εις αυτό, έπειτα ο Επίσκοπος. Ο οποίος γυρίσας εις τα δεξιά μέρη της πόρτας του σπηλαίου, είδεν ένα σεντούκι βουλλωμένον με δύω βούλλας, το οποίον σεντούκι έβαλον εκεί ο Ρουφίνος και ο Θεόδωρος οι Χριστιανοί, οίτινες εστάλθησαν από τον Δέκιον μαζί με άλλους, δια να φράξουν την πόρταν του σπηλαίου. Όθεν οι αυτοί έγραψαν και τα Συναξάρια των Αγίων, και εσημείωσαν τα ονόματά των εις πλάκας μολυβένας. Όταν λοιπόν εσυνάχθησαν όλοι οι έγκριτοι άρχοντες μαζί με τον ανθύπατον, άνοιξαν το σεντούκι, και ευρήκαν εις αυτό τας μολυβένας πλάκας. Και αναγνώσαντες δε τα γράμματα αυτών, εξέστησαν άπαντες. Εμβαίνοντες δε εις το ενδότερον μέρος του σπηλαίου, ευρήκαν τους Αγίους, και έπεσον εις τους πόδας αυτών. Είτα καθίσαντες, ερώτουν αυτούς. Οι δε Άγιοι εδιηγήθηκαν, πρώτον μεν, την εδικήν τους υπόθεσιν. Έπειτα δε, και τα ανδραγαθήματα του βασιλέως Δεκίου. Όθεν εξίσταντο άπαντες και εδόξαζον τον των θαυμασίων Θεόν. Τότε ο ανθύπατος μαζί με τον Επίσκοπον, έγραψαν αναφοράν εις τον βασιλέα Θεοδόσιον, και ανήγγειλαν εις αυτόν όλα τα ανωτέρω. Ο δε βασιλεύς λαβών τα γράμματα, επλήσθη από χαράν δια την τοιαύτην είδησιν, και με σπουδήν πολλήν επήγεν εις την Έφεσον. Εμβαίνωντας δε μέσα εις το σπήλαιον, έπεσεν εις την γην και έπλυνε τους πόδας των Αγίων με τα δάκρυά του. Και έχαιρε και ηγαλλιάτο η ψυχή του, ότι δεν επαράβλεψε Κύριος την δέησίν του, αλλ’ έδειξεν εις αυτόν οφθαλμοφανώς την των νεκρών ανάστασιν. Εις καιρόν δε οπού εσυνωμίλει ο βασιλεύς με τους Αγίους, και οι Επίσκοποι και άλλοι πολλοί άρχοντες, ενύσταξαν ολίγον οι Άγιοι, και ούτως έμπροσθεν πάντων, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού.

Τότε ο βασιλεύς έδωκε φορέματα πολύτιμα, και χρυσίον και αργύριον ικανόν, και επρόσταξε να γένουν επτά σεντούκια, δια να βαλθούν μέσα εις αυτά τα λείψανα των Αγίων. Εις εκείνην όμως την νύκτα, εφάνηκαν οι Άγιοι εις τον βασιλέα και είπον. Άφες μας, ω βασιλεύ, εις το σπήλαιον τούτο, μέσα εις το οποίον ανεστήθημεν. Γενομένης λοιπόν συνάξεως πολλής Επισκόπων και αρχόντων, έβαλεν ο βασιλεύς τα λείψανα των Αγίων μέσα εις την γην του σπηλαίου, καθώς εκείνοι δι’ οπτασίας του εφανέρωσαν. Και ποιήσας χαρμόσυνον εορτήν, εφιλοξένησε με φιλοξενίαν μεγάλην τους πτωχούς της Εφέσου, και εχαροποίησεν όλον τον λαόν, φιλοτιμήσας αυτόν πολυτελώς και βασιλικώς. Ελύτρωσε δε και από τας φυλακάς τους φυλακωμένους Επισκόπους, διατί εκήρυττον την ανάστασιν των νεκρών. Και ακολούθως έγινεν εις όλους κοινή εορτή, δοξάζοντας και ευλογούντας τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν (3).

(1) Εν άλλοις δε αντί Αντωνίνου γράφεται Ιωάννου.

(2) Σημειούμεν εδώ, ότι κατά την χρονολογίαν του Μελετίου Αθηνών, δεν ευγαίνουν τριακόσιοι εβδομηνταδύω χρόνοι, κατά τους οποίους εκοιμήθησαν οι Άγιοι επτά Παίδες, αλλά μόνον εκατόν εννενήντα οκτώ. Ευγάνοντες γαρ τους διακοσίους πενηνταδύω, καθ’ ους εκοιμήθησαν, από τους τετρακοσίους σαρανταέξι, καθ’ ους ανέστησαν, μένουν εκατόν εννενήντα οκτώ.

(3) Σημείωσαι, ότι ο ελληνικός Βίος τούτων σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, ου η αρχή· «Ο των πάντων Δεσπότης και Δημιουργός».

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη της Οσίας μητρός ημών και Μάρτυρος Ευδοκίας, και της ανακομιδής των λειψάνων αυτής.

Οσμή τι τούτο; σώμα της Ευδοκίας,
Αθλητικών απόζον ήκει χαρίτων.

Αύτη η Αγία Μάρτυς του Χριστού Ευδοκία, εκατάγετο από την Ανατολήν. Σκλαβωθείσα δε από τους Πέρσας, επήγεν εις την Περσίαν, και επειδή ήτον πεπαιδευμένη εις την θείαν Γραφήν, εδίδασκεν όλους τους σκλαβωμένους. Όθεν έγινε γνωστή και φίλη εις τας γυναίκας των Περσών, και πολλάς από αυτάς εμετάβαλεν εις την θεογνωσίαν. Δια τούτο εδιαβάλθη εις τους κριτάς, και εδάρθη με βούνευρα, έπειτα ερρίφθη εις φυλακήν, και έμεινεν εκεί μήνας δύω. Μετά ταύτα πάλιν εκρίθη, και επειδή ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, εδάρθη τόσον δυνατά με ραβδία ακανθωτά της ροδίας, ώστε οπού αι μεν σάρκες αυτής, ανέλυσαν και έπεσον κατά γης. Οι δε δέρνοντες αυτήν, εκοκκίνισαν από τα αίματά της. Έπειτα έρριψαν πάλιν αυτήν εις την φυλακήν. Αφ’ ου δε απέρασαν εξ μήνες, εύγαλαν αυτήν και την έκριναν τρίτον. Είτα σχίσαντες καλάμια ισόμετρα με το μέγεθος του σώματός της, έγδυσαν αυτήν, και έτζι γυμνήν την εσπαργάνωσαν τριγύρω με τα καλάμια. Έπειτα έσφιγξαν τα καλάμια με ένα σχοινίον λεπτόν τόσον δυνατά, εις τρόπον ότι εμπήχθηκαν τα καλάμια μέσα εις τας σάρκας του σώματός της. Ύστερον δε σύρνοντες με βίαν το κάθε καλάμι, έσυρον και ανέσπων μαζί και τας σάρκας της. Και ακολούθως επροξενούσαν οι απάνθρωποι εις την Μάρτυρα, πόνους δριμυτάτους και ανυποφόρους. Μετά ταύτα εκρέμασαν την Αγίαν, και δέσαντες σφικτά το σώμα της όλον με σχοινία εσύντριψαν όλα τα κόκκαλά της. Όταν δε είδον αυτήν, πως ήτον μισαποθαμένη και άλαλος, απέκοψαν την αγίαν αυτής κεφαλήν, και ούτως η αρρενόφρων απήλθε στεφανηφόρος εις τα Ουράνια. Ύστερον δε ανεκομίσθη το άγιον αυτής λείψανον ιάματα βρύον τοις προστρέχουσιν αυτώ μετά πίστεως (4).

(4) Περιττώς εδώ γράφεται παρά τοις Μηναίοις η μνήμη Ελευθερίου του κουβικουλαρίου. Αύτη γαρ προεγράφη κατά την δεκάτην πέμπτην του Δεκεμβρίου. Ομοίως και η μνήμη και το Συναξάριον της Αγίας Μάρτυρος Ίας. Ταύτα γαρ προεγράφησαν κατά την ενδεκάτην του Σεπτεμβρίου.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Θαθουήλ, εν μηλέα κρεμασθείς, τελειούται.

Θνήσκε κρεμασθείς Θαθουήλ εν μηλέα,
Ως αν τρυγήσης της Εδέμ μήλα ξένα.

*

Τα εγκαίνια του εν Κωνσταντινουπόλει περικαλλούς και θείου Ναού, της βασιλικής Μονής του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού του Παντοκράτορος.

Νόμος παλαιός εκτύπου καλώς έχων,
Σε δεξιούσθαι και λόγοις εγκαινίων (5).

(5) Εν τω χειρογράφω Συναξαριστή γράφεται εδώ μία έκφρασις της Μονής του Παντοκράτορος δια στίχων ιαμβικών, η οποία, ως άχρηστος, παρελείφθη.

*

Ο Άγιος νέος Ιερομάρτυς και ισαπόστολος Κοσμάς, ο εν τη Αλβανιτία μαρτυρήσας κατά το έτος ͵αψοθ’ [1779], αγχόνη τελειούται.

Εύκοσμος ώφθης κόσμος ω Κοσμά μάκαρ,
Κόσμου λόγοις σοις αίμασί τ’ αγλαΐσας (6).

(6) Όρα το Μαρτύριον αυτού εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

4-8 (1)Τῷ αὐτῷ μηνὶ Δ΄, μνήμη τῶν Ἁγιων ἑπτὰ Παίδων τῶν ἐν Ἐφέσῳ, Μαξιμιλιανοῦ, Ἐξακουστωδιανοῦ, Ἰαμβλίχου, Μαρτινιανοῦ, Διονυσίου, Ἀντωνίνου (1), καὶ Κωνσταντίνου.

Τὸν ἑπτάριθμον τιμῶ χορὸν Μαρτύρων,
Δείξαντα ἀνάστασιν νεκρῶν τῷ κόσμῳ.

Τῇ δὲ τετάρτῃ νεκροέγερτοι ξύνθανον ἑπτά.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Δεκίου, ἐν ἔτει σνβ΄ [252], οἵτινες ἀφ’ οὗ διεμοίρασαν εἰς τοὺς πτωχοὺς ὅλα των τὰ ὑπάρχοντα, ἐμβῆκαν μέσα εἰς ἕνα σπήλαιον καὶ ἐκρύφθησαν. Παρακαλέσαντες δὲ τὸν Θεὸν νὰ λυθοῦν ἀπὸ τὸν δεσμὸν τοῦ σώματος, καὶ νὰ μὴ παραδοθοῦν εἰς τὸν βασιλέα Δέκιον, παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς τὸν Θεόν. Ὅταν δὲ ὁ βασιλεὺς Δέκιος ἐγύρισεν εἰς τὴν Ἔφεσον, ἐζήτησεν αὐτοὺς διὰ νὰ ἔλθουν νὰ θυσιάσουν εἰς τὰ εἴδωλα, καὶ μαθών, ὅτι ἀπέθανον μέσα εἰς τὸ σπήλαιον, ἐπρόσταξε νὰ φράξουν τὴν πόρταν τοῦ σπηλαίου. Ἀπὸ τότε λοιπὸν ἐπέρασαν τριακόσιοι ἑβδομηνταδύω χρόνοι, ἕως εἰς τοὺς τριανταοκτὼ χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ μικροῦ Θεοδοσίου, ἤτοι ἐν ἔτει υμς΄ [446] (2). Τότε γὰρ ἐβλάστησε μία αἵρεσις, ἡ λέγουσα, ὅτι δὲν εἶναι ἀνάστασις νεκρῶν. Ὁ δὲ βασιλεὺς Θεοδόσιος βλέπωντας τεταραγμένην τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ νὰ ἐπλανήθησαν ἀπὸ τὴν αἵρεσιν αὐτὴν πολλοὶ Ἐπίσκοποι, ἀποροῦσε τί νὰ κάμῃ. Ὅθεν ἐνδυθεὶς τρίχινον φόρεμα, ἤγουν ὑφασμένον ἀπὸ γηδίσσας τρίχας, ἔστρωσε τὸν ἑαυτόν του εἰς τὴν γῆν καὶ ἐθρήνει, παρακαλῶντας τὸν Θεὸν διὰ νὰ τοῦ φανερώσῃ τὴν λύσιν τῆς αἱρέσεως ταύτης. Δὲν ἐπαράβλεψε λοιπὸν ὁ Κύριος τὰ δάκρυά του, ἀλλ’ ἐπήκουσεν αὐτοῦ μὲ τοιοῦτον τρόπον. Ὁ οἰκοκύριος τοῦ βουνοῦ ἐκείνου, εἰς τὸ ὁποῖον ἦτον τὸ σπήλαιον τῶν Ἁγίων ἑπτὰ Παίδων, ἠθέλησε κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον νὰ κάμῃ μάνδραν τοῦ ποιμνίου του. Εἰς καιρὸν λοιπὸν ὁποῦ ἐκύλιε πέτρας ἀπὸ τὸ σπήλαιον διὰ τὴν οἰκοδομὴν τῆς μάνδρας, ἀνοίχθη ἡ πόρτα τοῦ σπηλαίου, καὶ κατὰ προσταγὴν Θεοῦ, ἀνέστησαν οἱ ἐν τῷ σπηλαίῳ ἀποθανόντες ἑπτὰ Παῖδες, καὶ ἐσυνωμίλουν ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, ὡσὰν νὰ ἤθελαν κοιμηθοῦν τὴν χθεσινὴν ἡμέραν, χωρὶς τελείως νὰ ἀλλοιωθοῦν, ὥστε ὁποῦ οὐδὲ αὐτὰ τὰ ἐνδύματά των ἐφθάρησαν ὁλοτελῶς ἀπὸ τὴν φυσικὴν νοτίδα καὶ ὑγρασίαν τοῦ σπηλαίου. Ἀναστηθέντες δέ, ἐνθυμοῦντο, ὅτι ὁ βασιλεὺς Δέκιος ζητεῖ νὰ τοὺς βασανίσῃ, ὅθεν καὶ ἐσυνωμίλουν περὶ τούτου. Ὁ δὲ Μαξιμιλιανὸς ἔλεγεν εἰς τοὺς ἄλλους, ἀνίσως, ἀδελφοί, πιασθῶμεν ἀπὸ τὸν Δέκιον, ἂς σταθοῦμεν ἀνδρείως, καὶ ἂς μὴ προδώσωμεν τὴν εὐγένειαν τῆς πίστεώς μας. Σὺ δὲ ἀδελφὲ Ἰάμβλιχε, πήγαινε νὰ ἀγοράσῃς ψωμία, πλὴν ἀγόρασον περισσότερα, ἐπειδὴ ἐχθὲς τὸ βράδυ ἀγόρασες ὀλίγα ψωμία, καὶ διὰ τοῦτο ἐκοιμήθημεν πεινασμένοι. Μάθε δὲ καὶ τί βουλεύεται ὁ Δέκιος διὰ λόγου μας.

Πηγαίνωντας λοιπὸν ὁ Ἰάμβλιχος εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἐφέσου, εἶδε τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ εἰς τὴν πόρτα καὶ ἐθαύμασε. Βλέπωντας δὲ αὐτὸ καὶ εἰς ἄλλους τόπους, καὶ στοχαζόμενος τὰ κτίρια τῶν ὁσπητίων ἀλλαγμένα, καὶ τοὺς ἀνθρώπους διαφορετικούς, ἐνόμιζεν, ὅτι βλέπει ὅραμα, ἢ πῶς ἦλθεν εἰς ἔκστασιν. Πηγαίνωντας ὅμως εἰς τοὺς ψωμοπούλους, ἐπῆρε ψωμία, καὶ ὅταν ἔδωσεν εἰς αὐτοὺς τὰ ἄσπρα, ἐσπούδαζε νὰ γυρίσῃ εἰς τὸ σπήλαιον. Πλὴν ἐθεώρει τοὺς ψωμοπούλους, ὁποῦ ἔδειχνον τὰ ἄσπρα ἕνας εἰς τὸν ἄλλον, καὶ ἔβλεπον εἰς αὐτόν, λέγοντές του, ὅτι εὑρῆκε θησαυρόν, καθότι ἡ μονέδα ὁποῦ ἔδωκεν, ἐμαρτύρει φανερά, ὅτι εὗρε θησαυρόν, ἐπειδὴ καὶ εἶχεν ἐπάνω τυπωμένην τὴν εἰκόνα τοῦ πρὸ πολλῶν χρόνων βασιλεύσαντος Δεκίου. Ὁ δὲ Ἰάμβλιχος τοῦτο ἀκούσας, ἐτρόμαξε, καὶ ἀπὸ τὸν φόβον δὲν ἐδύνετο νὰ ὁμιλήσῃ, νομίζωντας ὅτι ἐγνωρίσθη ἀπὸ αὐτούς, καὶ παρεδόθη διὰ μέσου αὐτῶν εἰς τὸν βασιλέα Δέκιον. Ὅθεν παρεκάλει αὐτοὺς λέγων, σᾶς παρακαλῶ κύριοί μου, ἔχετε καὶ τὰ ἄσπρα μου, λάβετε καὶ τὰ ψωμία σας, καὶ ἀφήσατέ με νὰ ἀναχωρήσω. Οἱ δὲ ψωμοποῦλοι τοῦ ἔλεγον, δεῖξόν μας τὸν θησαυρὸν ὁποῦ εὗρες, καὶ κάμε καὶ ἡμᾶς κοινωνοὺς τοῦ εὑρέματος, εἴτε μή, ἔχομεν νὰ σὲ παραδώσωμεν εἰς θάνατον. Βλέποντες δὲ τὸν Ἅγιον νὰ στέκῃ συλλογισμένος, ἔβαλαν ἁλυσίδα εἰς τὸν λαιμόν του, καὶ ἐτράβιζον αὐτὸν εἰς τὸ παζάρι. Πηγαίνοντες δὲ αὐτὸν εἰς τὸν ἀνθύπατον τῆς Ἐφέσου, τὸν ἐπαράστησαν εἰς ἐξέτασιν. Βλέπωντας δὲ τοῦτον ὁ ἀνθύπατος, διηγήσου, εἶπεν, ὦ νεανία, πῶς εὗρες τὸν θησαυρόν, καὶ πόσος εἶναι, καὶ ποῦ. Ὁ δὲ Ἰάμβλιχος ἀπεκρίνατο, ὅτι ποτὲ δὲν εὑρῆκεν εὕρεμα, ἀλλὰ τὴν μονέδα ὁποῦ ἔδωκε, τὴν ἔχει ἀπὸ τοὺς γονεῖς του. Τί δέ, ἔλεγεν, εἶναι τὸ συμβεβηκὸς τοῦτο, ὁποῦ ἠκολούθησεν εἰς ἐμέ, δὲν ἠξεύρω.

Ὁ δὲ ἀνθύπατος πάλιν ἐρώτησεν αὐτόν, ἀπὸ ποίαν πόλιν εἶσαι; Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη· ἀπὸ ταύτην εἶμαι, ἐὰν αὐτὴ ᾖναι ἡ Ἔφεσος. Καὶ ὁ ἀνθύπατος· ποῖοι εἶναι οἱ γονεῖς σου; ἂς ἔλθουν εἰς ἡμᾶς, καὶ ὅταν φανερωθῇ ἡ ἀλήθεια, τότε θέλομεν σὲ πιστεύσει. Ὁ Ἰάμβλιχος ἀπεκρίθη· ὁ δεῖνα εἶναι πατήρ μου, ὁ δεῖνα εἶναι πάππος μου, καὶ ὁ δεῖνα συγγενής μου. Καὶ ὁ ἀνθύπατος πρὸς αὐτόν, ξένα καὶ ἀνυπόστατα εἶναι τὰ ὀνόματα ὁποῦ εἶπες, καὶ ἔξω τῶν λεγομένων κατὰ τὴν τωρινὴν συνήθειαν. Ὅθεν μὲ αὐτὰ δὲν δύνασαι νὰ πιστευθῇς. Ὁ Ἰάμβλιχος εἶπεν· ἐὰν ἐσὺ δὲν πιστεύῃς ἐμὲ λέγοντα τὴν ἀλήθειαν, ἐγὼ πλέον δὲν ἠξεύρω τί ἄλλο νὰ εἰπῶ. Ὁ ἀνθύπατος ἀπεκρίθη· ἀσεβέστατε, ἡ μονέδα σου μαρτυρεῖ ἀπὸ τὴν ἐπιγραφήν της, ὅτι ἐτυπώθη πρὸ τριακοσίων χρόνων καὶ ἐπέκεινα, κατὰ τοὺς χρόνους Δεκίου τοῦ βασιλέως, καὶ σὺ νεώτερος ὤντας σπουδάζεις νὰ μᾶς γελάσῃς; Τότε ὁ Ἰάμβλιχος πεσὼν εἰς τοὺς πόδας τῶν παρευρεθέντων, τοὺς ἐπαρακάλει λέγων. Σᾶς παρακαλῶ κύριοί μου, νὰ μοῦ εἰπῆτε, ποῦ εἶναι ὁ βασιλεὺς Δέκιος, ὁποῦ ἦτον εἰς τὴν πόλιν ταύτην; Οἱ δὲ εἶπον εἰς αὐτόν, εἰς τοὺς χρόνους τούτους δὲν εἶναι ὁ Δέκιος, ἐπειδὴ αὐτὸς ἐχρημάτισε προτίτερα ἀπὸ πολλοὺς χρόνους. Καὶ ὁ Ἰάμβλιχος· διὰ τοῦτο κύριοί μου ἐξεπλάγητε; ἀλλ’ ὅμως ἀκολουθήσατέ μοι νὰ ὑπάγωμεν εἰς τὸ σπήλαιον, καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ σημεῖα, θέλουν πιστωθοῦν οἱ λόγοι μου. Διότι ἐγὼ ἠξεύρω, ὅτι ἐφύγαμεν ἐξ αἰτίας τοῦ Δεκίου, καὶ ὅτι χθὲς ἐρχόμενος διὰ νὰ ἀγοράσω ψωμία, εἶδον, ὅτι ὁ Δέκιος ἐμβῆκεν εἰς τὴν πόλιν ταύτην.

Ταῦτα μὲν εἶπεν ὁ Ἅγιος. Ὁ δὲ Ἐπίσκοπος τῆς Ἐφέσου Μαρῖνος ὀνόματι, ἀκούσας ταῦτα, λέγει εἰς τὸν ἀνθύπατον· ἐγὼ νομίζω, ὅτι θαυμάσιον πρᾶγμα ἠκολούθησεν εἰς τὴν ὑπόθεσιν ταύτην, ὅθεν ἂς ἀκολουθήσωμεν εἰς αὐτόν. Ἠκολούθησαν λοιπὸν ὁ ἀνθύπατος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος καὶ πολλοὶ λαϊκοί, καὶ ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸ σπήλαιον, πρῶτος ὁ Ἰάμβλιχος ἐμβῆκεν εἰς αὐτό, ἔπειτα ὁ Ἐπίσκοπος. Ὁ ὁποῖος γυρίσας εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τῆς πόρτας τοῦ σπηλαίου, εἶδεν ἕνα σεντοῦκι βουλλωμένον μὲ δύω βούλλας, τὸ ὁποῖον σεντοῦκι ἔβαλον ἐκεῖ ὁ Ῥουφῖνος καὶ ὁ Θεόδωρος οἱ Χριστιανοί, οἵτινες ἐστάλθησαν ἀπὸ τὸν Δέκιον μαζὶ μὲ ἄλλους, διὰ νὰ φράξουν τὴν πόρταν τοῦ σπηλαίου. Ὅθεν οἱ αὐτοὶ ἔγραψαν καὶ τὰ Συναξάρια τῶν Ἁγίων, καὶ ἐσημείωσαν τὰ ὀνόματά των εἰς πλάκας μολυβένας. Ὅταν λοιπὸν ἐσυνάχθησαν ὅλοι οἱ ἔγκριτοι ἄρχοντες μαζὶ μὲ τὸν ἀνθύπατον, ἄνοιξαν τὸ σεντοῦκι, καὶ εὑρῆκαν εἰς αὐτὸ τὰς μολυβένας πλάκας. Καὶ ἀναγνώσαντες δὲ τὰ γράμματα αὐτῶν, ἐξέστησαν ἅπαντες. Ἐμβαίνοντες δὲ εἰς τὸ ἐνδότερον μέρος τοῦ σπηλαίου, εὑρῆκαν τοὺς Ἁγίους, καὶ ἔπεσον εἰς τοὺς πόδας αὐτῶν. Εἶτα καθίσαντες, ἐρώτουν αὐτούς. Οἱ δὲ Ἅγιοι ἐδιηγήθηκαν, πρῶτον μέν, τὴν ἐδικήν τους ὑπόθεσιν. Ἔπειτα δέ, καὶ τὰ ἀνδραγαθήματα τοῦ βασιλέως Δεκίου. Ὅθεν ἐξίσταντο ἅπαντες καὶ ἐδόξαζον τὸν τῶν θαυμασίων Θεόν. Τότε ὁ ἀνθύπατος μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπον, ἔγραψαν ἀναφορὰν εἰς τὸν βασιλέα Θεοδόσιον, καὶ ἀνήγγειλαν εἰς αὐτὸν ὅλα τὰ ἀνωτέρω. Ὁ δὲ βασιλεὺς λαβὼν τὰ γράμματα, ἐπλήσθη ἀπὸ χαρὰν διὰ τὴν τοιαύτην εἴδησιν, καὶ μὲ σπουδὴν πολλὴν ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἔφεσον. Ἐμβαίνωντας δὲ μέσα εἰς τὸ σπήλαιον, ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν καὶ ἔπλυνε τοὺς πόδας τῶν Ἁγίων μὲ τὰ δάκρυά του. Καὶ ἔχαιρε καὶ ἠγαλλιᾶτο ἡ ψυχή του, ὅτι δὲν ἐπαράβλεψε Κύριος τὴν δέησίν του, ἀλλ’ ἔδειξεν εἰς αὐτὸν ὀφθαλμοφανῶς τὴν τῶν νεκρῶν ἀνάστασιν. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἐσυνωμίλει ὁ βασιλεὺς μὲ τοὺς Ἁγίους, καὶ οἱ Ἐπίσκοποι καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἄρχοντες, ἐνύσταξαν ὀλίγον οἱ Ἅγιοι, καὶ οὕτως ἔμπροσθεν πάντων, παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ.

Τότε ὁ βασιλεὺς ἔδωκε φορέματα πολύτιμα, καὶ χρυσίον καὶ ἀργύριον ἱκανόν, καὶ ἐπρόσταξε νὰ γένουν ἑπτὰ σεντούκια, διὰ νὰ βαλθοῦν μέσα εἰς αὐτὰ τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων. Εἰς ἐκείνην ὅμως τὴν νύκτα, ἐφάνηκαν οἱ Ἅγιοι εἰς τὸν βασιλέα καὶ εἶπον. Ἄφες μας, ὦ βασιλεῦ, εἰς τὸ σπήλαιον τοῦτο, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ἀνεστήθημεν. Γενομένης λοιπὸν συνάξεως πολλῆς Ἐπισκόπων καὶ ἀρχόντων, ἔβαλεν ὁ βασιλεὺς τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων μέσα εἰς τὴν γῆν τοῦ σπηλαίου, καθὼς ἐκεῖνοι δι’ ὀπτασίας τοῦ ἐφανέρωσαν. Καὶ ποιήσας χαρμόσυνον ἑορτήν, ἐφιλοξένησε μὲ φιλοξενίαν μεγάλην τοὺς πτωχοὺς τῆς Ἐφέσου, καὶ ἐχαροποίησεν ὅλον τὸν λαόν, φιλοτιμήσας αὐτὸν πολυτελῶς καὶ βασιλικῶς. Ἐλύτρωσε δὲ καὶ ἀπὸ τὰς φυλακὰς τοὺς φυλακωμένους Ἐπισκόπους, διατὶ ἐκήρυττον τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν. Καὶ ἀκολούθως ἔγινεν εἰς ὅλους κοινὴ ἑορτή, δοξάζοντας καὶ εὐλογοῦντας τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν (3).

(1) Ἐν ἄλλοις δὲ ἀντὶ Ἀντωνίνου γράφεται Ἰωάννου.

(2) Σημειοῦμεν ἐδῶ, ὅτι κατὰ τὴν χρονολογίαν τοῦ Μελετίου Ἀθηνῶν, δὲν εὐγαίνουν τριακόσιοι ἑβδομηνταδύω χρόνοι, κατὰ τοὺς ὁποίους ἐκοιμήθησαν οἱ Ἅγιοι ἑπτὰ Παῖδες, ἀλλὰ μόνον ἑκατὸν ἐννενῆντα ὀκτώ. Εὐγάνοντες γὰρ τοὺς διακοσίους πενηνταδύω, καθ’ οὓς ἐκοιμήθησαν, ἀπὸ τοὺς τετρακοσίους σαρανταέξι, καθ’ οὓς ἀνέστησαν, μένουν ἑκατὸν ἐννενῆντα ὀκτώ.

(3) Σημείωσαι, ὅτι ὁ ἑλληνικὸς Βίος τούτων σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὁ τῶν πάντων Δεσπότης καὶ Δημιουργός».

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ὁσίας μητρὸς ἡμῶν καὶ Μάρτυρος Εὐδοκίας, καὶ τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων αὐτῆς.

Ὀσμὴ τί τοῦτο; σῶμα τῆς Εὐδοκίας,
Ἀθλητικῶν ἀπόζον ἥκει χαρίτων.

Αὕτη ἡ Ἁγία Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Εὐδοκία, ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν. Σκλαβωθεῖσα δὲ ἀπὸ τοὺς Πέρσας, ἐπῆγεν εἰς τὴν Περσίαν, καὶ ἐπειδὴ ἦτον πεπαιδευμένη εἰς τὴν θείαν Γραφήν, ἐδίδασκεν ὅλους τοὺς σκλαβωμένους. Ὅθεν ἔγινε γνωστὴ καὶ φίλη εἰς τὰς γυναῖκας τῶν Περσῶν, καὶ πολλὰς ἀπὸ αὐτὰς ἐμετάβαλεν εἰς τὴν θεογνωσίαν. Διὰ τοῦτο ἐδιαβάλθη εἰς τοὺς κριτάς, καὶ ἐδάρθη μὲ βούνευρα, ἔπειτα ἐρρίφθη εἰς φυλακήν, καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ μῆνας δύω. Μετὰ ταῦτα πάλιν ἐκρίθη, καὶ ἐπειδὴ ὡμολόγησε τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινόν, ἐδάρθη τόσον δυνατὰ μὲ ῥαβδία ἀκανθωτὰ τῆς ῥοδίας, ὥστε ὁποῦ αἱ μὲν σάρκες αὐτῆς, ἀνέλυσαν καὶ ἔπεσον κατὰ γῆς. Οἱ δὲ δέρνοντες αὐτήν, ἐκοκκίνισαν ἀπὸ τὰ αἵματά της. Ἔπειτα ἔρριψαν πάλιν αὐτὴν εἰς τὴν φυλακήν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀπέρασαν ἓξ μῆνες, εὔγαλαν αὐτὴν καὶ τὴν ἔκριναν τρίτον. Εἶτα σχίσαντες καλάμια ἰσόμετρα μὲ τὸ μέγεθος τοῦ σώματός της, ἔγδυσαν αὐτήν, καὶ ἔτζι γυμνὴν τὴν ἐσπαργάνωσαν τριγύρω μὲ τὰ καλάμια. Ἔπειτα ἔσφιγξαν τὰ καλάμια μὲ ἕνα σχοινίον λεπτὸν τόσον δυνατά, εἰς τρόπον ὅτι ἐμπήχθηκαν τὰ καλάμια μέσα εἰς τὰς σάρκας τοῦ σώματός της. Ὕστερον δὲ σύρνοντες μὲ βίαν τὸ κάθε καλάμι, ἔσυρον καὶ ἀνέσπων μαζὶ καὶ τὰς σάρκας της. Καὶ ἀκολούθως ἐπροξενοῦσαν οἱ ἀπάνθρωποι εἰς τὴν Μάρτυρα, πόνους δριμυτάτους καὶ ἀνυποφόρους. Μετὰ ταῦτα ἐκρέμασαν τὴν Ἁγίαν, καὶ δέσαντες σφικτὰ τὸ σῶμά της ὅλον μὲ σχοινία ἐσύντριψαν ὅλα τὰ κόκκαλά της. Ὅταν δὲ εἶδον αὐτήν, πῶς ἦτον μισαποθαμένη καὶ ἄλαλος, ἀπέκοψαν τὴν ἁγίαν αὐτῆς κεφαλήν, καὶ οὕτως ἡ ἀρρενόφρων ἀπῆλθε στεφανηφόρος εἰς τὰ Οὐράνια. Ὕστερον δὲ ἀνεκομίσθη τὸ ἅγιον αὐτῆς λείψανον ἰάματα βρύον τοῖς προστρέχουσιν αὐτῷ μετὰ πίστεως (4).

(4) Περιττῶς ἐδῶ γράφεται παρὰ τοῖς Μηναίοις ἡ μνήμη Ἐλευθερίου τοῦ κουβικουλαρίου. Αὕτη γὰρ προεγράφη κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην τοῦ Δεκεμβρίου. Ὁμοίως καὶ ἡ μνήμη καὶ τὸ Συναξάριον τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἴας. Ταῦτα γὰρ προεγράφησαν κατὰ τὴν ἑνδεκάτην τοῦ Σεπτεμβρίου.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θαθουήλ, ἐν μηλέᾳ κρεμασθείς, τελειοῦται.

Θνῆσκε κρεμασθεὶς Θαθουὴλ ἐν μηλέᾳ,
Ὡς ἂν τρυγήσῃς τῆς Ἐδὲμ μῆλα ξένα.

*

Τὰ ἐγκαίνια τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει περικαλλοῦς καὶ θείου Ναοῦ, τῆς βασιλικῆς Μονῆς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Παντοκράτορος.

Νόμος παλαιὸς ἐκτύπου καλῶς ἔχων,
Σὲ δεξιοῦσθαι καὶ λόγοις ἐγκαινίων (5).

(5) Ἐν τῷ χειρογράφῳ Συναξαριστῇ γράφεται ἐδῶ μία ἔκφρασις τῆς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος διὰ στίχων ἰαμβικῶν, ἡ ὁποία, ὡς ἄχρηστος, παρελείφθη.

*

Ὁ Ἅγιος νέος Ἱερομάρτυς καὶ ἰσαπόστολος Κοσμᾶς, ὁ ἐν τῇ Ἀλβανιτίᾳ μαρτυρήσας κατὰ τὸ ἔτος ͵αψοθ΄ [1779], ἀγχόνῃ τελειοῦται.

Εὔκοσμος ὤφθης κόσμος ὦ Κοσμᾶ μάκαρ,
Κόσμου λόγοις σοῖς αἵμασί τ’ ἀγλαΐσας (6).

(6) Ὅρα τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

Των Αγιων επτά Παίδων των εν Εφέσω, Ευδοκίας, Κοσμά Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.