Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου31 Αυγούστου

Η κατάθεσις της τιμίας Ζώνης της Υπεραγίας Θεοτόκου εν τοις Χαλκοπρατείοις· Φιλεόρτου, Διαδόχου κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

31-8 (1)Τω αυτώ μηνί ΛΑ’, η ανάμνησις της εν τη αγία σορώ καταθέσεως της τιμίας Ζώνης, της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, εν τω σεβασμίω αυτής οίκω, τω όντι εν τοις Χαλκοπρατείοις, ανακομισθείσης από της επισκοπής Ζήλας επί Ιουστινιανού του βασιλέως, εν έτει φλ’ [530] και θαύμα γεγονός δια της επιθέσεως της τοιαύτης τιμίας Ζώνης, εις την βασίλισσαν Ζωήν, την σύζυγον του εν βασιλεύσιν αοιδίμου Λέοντος του σοφωτάτου βασιλέως, εν έτει ωπς’ [886].

Χρυσήν κορωνίδ’ οία σεμνή Παρθένε,
Τω του χρόνου τίθημι σην Ζώνην τέλει.

Θέντο Σορώ Ζώνην πρώτη Πανάγνου τριακοστή.

Ο βασιλεύς Αρκάδιος ο του μεγάλου Θεοδοσίου υιός, ο βασιλεύσας εν έτει τϞε’ [395], έστειλε και έφερεν από τα Ιεροσόλυμα εις την Κωνσταντινούπολιν την τιμίαν Ζώνην της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία εφυλάττετο εκεί μαζί με την τιμίαν Εσθήτα της Θεοτόκου, από μίαν γυναίκα παρθένον. Αφ’ ου δε έφερεν αυτήν εις την Κωνσταντινούπολιν, την έβαλε μέσα εις λαμπράν θήκην, την οποίαν ωνόμασεν αγίαν Σορόν (1). Μετά δε παρέλευσιν χρόνων τετρακοσίων δέκα, Λέων ο Σοφός βασιλεύς άνοιξε την αγίαν ταύτην Σορόν, δια την σύζυγόν του βασίλισσαν την ονομαζομένην Ζωήν, η οποία ενωχλείτο από πνεύμα ακάθαρτον. Είδε γαρ αυτή μίαν τοιαύτην οπτασίαν, ότι ανίσως βαλθή επάνω εις αυτήν η τιμία Ζώνη της Θεοτόκου, θέλει ελευθερωθή από το δαιμόνιον. Ανοιχθείσης λοιπόν της αγίας θήκης και Σορού, ευρέθη η τιμία Ζώνη της Θεοτόκου ακτινοβολούσα, ωσάν να ήτον θεοΰφαντος, έχουσα μίαν χρυσήν βούλλαν, και ένα σύντομον υπόμνημα, το οποίον εφανέρονε καταλεπτώς τον χρόνον, και την Ινδικτιώνα και την ημέραν, κατά την οποίαν εφέρθη εις την Κωνσταντινούπολιν η αγία Ζώνη, και πως εβάλθη από τας χείρας του βασιλέως Αρκαδίου μέσα εις την θήκην, και εβουλλώθη από αυτόν. Αφ’ ου λοιπόν επροσκύνησεν αυτήν και εφίλησεν ο βασιλεύς, την άπλωσεν ο τότε Πατριάρχης επάνω εις την πάσχουσαν βασίλισσαν, και ω του θαύματος! παρευθύς ηλευθερώθη η βασίλισσα από το δαιμόνιον. Όθεν όλοι εδόξασαν τον Θεόν και Σωτήρα Χριστόν, και ευχαρίστησαν εις την πανάχραντον Μητέρα του, και πάλιν απέθεντο την τιμίαν Ζώνην, μέσα εις την αγίαν Σορόν, ήτοι θήκην, εις την οποίαν ήτον και πρότερον. (Όρα περί τούτου εις την Καλοκαιρινήν.)

(1) Εναντιότης ευρίσκεται εδώ ασυμβίβαστος περί της ανακομιδής της αγίας Ζώνης της Θεοτόκου, καθότι και εν τω Ωρολογίω και ενταύθα γράφεται ότι αύτη ανεκομίσθη κατά τους χρόνους του μεγάλου Ιουστινιανού, ουχί από Ιεροσολύμων, αλλά από Ζήλας της εν Καππαδοκία ευρισκομένης. Κατωτέρω δε γράφεται, ότι ανεκόμισεν αυτήν ο βασιλεύς Αρκάδιος από τα Ιεροσόλυμα. Πιθανωτέρα δε φαίνεται, ότι είναι η ιστορία, πως δηλαδή μετεκόμισεν αυτήν ο Αρκάδιος, ουχί όμως από την Ιερουσαλήμ (καθότι εκεί μόνη η Εσθής της Θεοτόκου ευρίσκετο υπό Εβραΐδος γυναικός φυλαττομένη, την οποίαν επήραν οι δύω πατρίκιοι, Γάλβιος και Κάνδιδος, και έφερον αυτήν εις την Κωνσταντινούπολιν, ήτις εις τας Βλαχέρνας ευρίσκετο, ως γράφεται κατά την δευτέραν του Ιουλίου) ουχί λέγω από τα Ιεροσόλυμα, αλλά από την Ζήλαν μετεκόμισεν ο Αρκάδιος εις Κωνσταντινούπολιν την Ζώνην της Θεοτόκου, και απέθετο αυτήν εις τον Ναόν της Θεοτόκου τον εν τοις Χαλκοπρατείοις. Είπα δε, ότι είναι πιθανωτέρα η ιστορία αύτη, καθότι η χρυσή βούλλα και το υπόμνημα και η χρονολογία, οπού εύρε μετά ταύτα ο βασιλεύς Λέων ένδον της αγίας Σορού, βεβαιούσι την ιστορίαν ταύτην, και ουχί την προτέραν. Όρα και εις την δωδεκάτην του Απριλλίου, όπου γράφεται, ότι η από Ζήλας ανακομιδή της Ζώνης της Θεοτόκου εις την Κωνσταντινούπολιν, έγινε εν έτει 919, επί Κωνσταντίνου και Ρωμανού των Πορφυρογεννήτων. Μετά ταύτα δε, απετέθη αύτη εν τη αγία Σορώ. Την σύγχυσιν δε ταύτην των χρόνων, ας διακρίνουν οι χρονολόγοι και κριτικοί.

Και ταύτα δε σημειούμεν εδώ ως αξιοπόθητα, άπερ γράφει ο αοίδιμος Δοσίθεος, σελ. 1152 της Δωδεκαβίβλου, ήγουν, ότι τον εν τοις Χαλκοπρατείοις Ναόν της Θεοτόκου ανήγειραν, ο βασιλεύς Ιουστίνος και Σοφία η γυνή του. Εν δε τη αγρυπνία τη γενομένη εν τω οίκω των Χαλκοπρατείων, εποίουν τας αναγνώσεις μεγάλοι άνθρωποι, στοχαζόμενοι δια τιμήν τους μεγάλην, την δούλευσιν του Θεού, ήτοι Μιχαήλ ο Ραγκαβέ προ του να βασιλεύση, κουροπαλάτης ων και ο Βάρδας Καίσαρ μετέπειτα. Και πολλοί των μεγιστάνων εκανονάρχουν, και άλλας ξεχωριστάς διακονίας εποίουν εν αυτώ. Ευρίσκοντο δε εν τοις Χαλκοπρατείοις και τρίχες του Προδρόμου. Ιστορεί δε και Γεώργιος ο λογοθέτης, ότι στρατεύσας Ισάκιος ο Άγγελος (ίσως ο Κομνηνός, ο βασιλεύσας εν έτει ͵ανζ’ [1057]) κατά Ασάνη του Βουλγάρου, και δελεασθείς, έφοδον είναι Σκυθών, ενικήθη. Όθεν επάρθη ο βασιλικός Σταυρός, εν ω ην μέρος της αγίας Ζώνης αυτής, και του Τιμίου Ξύλου. Άδεται δε λόγος, ότι η βασίλισσα Πουλχερία, δια την ευλάβειαν και αγάπην οπού είχεν εις την Κυρίαν Θεοτόκον, διεπέρασεν εις την Ζώνην αυτής χρυσάς σειράς, αι οποίαι φαίνονται έως της σήμερον εν τη αγία ταύτη Ζώνη, τη ευρισκομένη κατά την Ιεράν και βασιλικήν Μονήν του Βατοπαιδίου. Προσθέττομεν δε ενταύθα ως αξιόλογον, την είδησιν ταύτην, περί του πότε και παρά τίνος αφιερώθη τη Ιερά και Βασιλική Μονή του Βατοπαιδίου ο πολύτιμος θησαυρός της αγίας Ζώνης της Θεοτόκου. Ο ανωτέρω ρηθείς βασιλικός Σταυρός, εν ω ην η πανάφθορος Ζώνη της Κυρίας Θεοτόκου μετά και Τιμίου Ξύλου, αυτός λέγω αιχμαλωτισθείς υπό των Βουλγάρων, έμεινε κοντά εις αυτούς. Εν δε τω ͵αρα’ [1101] έτει, Λάζαρος ο κνέζης Σερβίας αφιέρωσε τον ρηθέντα βασιλικόν Σταυρόν, ούτω καθώς ην μετά της αγίας Ζώνης και του Τιμίου Ξύλου, τη Ιερά και βασιλική Μονή του Βατοπαιδίου. Ήτον δε του Σταυρού, το μεν μήκος, δάκτυλοι επτά, το δε πλάτος, δάκτυλοι δύω, όστις Σταυρός σώζεται εν τη ανωτέρω Μονή μέχρι της σήμερον. Όπισθεν δε του Σταυρού ευρίσκονται γεγραμμένα γράμματα δια σερβικών χαρακτήρων, άπερ μεθερμηνευθέντα εις την καθ’ ημάς γραικικήν διάλεκτον, λέγουσι ταύτα· «Λάζαρος εν Χριστώ τω Θεώ κνέζης Σερβίας και βασιλεύς Γραικίας, ανατίθημι το κραταιόν όπλον συν τη αχράντω Ζώνη της Παναγίας μου, τη Μονή Βατοπαιδίου της βασιλείας μου. ͵αρα’ [1101]».

Σημείωσαι, ότι εις την κατάθεσιν της αγίας Ζώνης και εις τα τίμια σπάργανα του Κυρίου, λόγον έχει ο Άγιος Γερμανός ο Κωνσταντινουπόλεως, ου η αρχή· «Δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου». Ομοίως λόγον έχει εις την αυτήν κατάθεσιν της αγίας Ζώνης και των τιμίων σπαργάνων ο σοφός Ευθύμιος ο Ζυγαδηνός, ου η αρχή· «Πρόκειται σήμερον ημίν εις προσκύνησιν». (Σώζονται εν τω πέμπτω Πανηγυρικώ βιβλίω της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου.)

*

Τη αυτή ημέρα η ανακαίνισις του Ναού της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου εν τω Νεωρίω.

Νεωρίου ο οίκος Αγνή σου πέλει,
Άλλος Σιλωάμ τας ιάσεις εκχέων.

Κατά τους χρόνους Μιχαήλ και Θεοδώρας των βασιλέων εν έτει ωμβ’ [842], ήτον κάποιος πατρίκιος, Αντώνιος ονομαζόμενος, ο οποίος είχεν οσπήτιον σεμνόν εις την Κωνσταντινούπολιν, εις την αυλήν και το άπλωμα του Νεωρίου. Ομοίως είχε και Ναόν ένδοξον της Υπεραγίας Θεοτόκου, ο οποίος Ναός είχεν υστερηθή από αγίας εικόνας, παρά των προτέρων εικονομάχων βασιλέων. Ούτος λοιπόν ο πατρίκιος, πάλιν ανακαινίζωντας τον ρηθέντα Ναόν, έκτισεν υποκάτω τούτου και ένα λουτρόν μικρότατον δια σωματικήν του παρηγορίαν· άνωθεν δε του λουτρού ετελείτο πάντοτε η του Θεού δοξολογία. Όθεν επεσκίασεν εις τον Ναόν αυτόν η χάρις του παναγίου Πνεύματος, δια μέσου της Πανάγνου Μητρός του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και άρχισαν να γίνωνται εις αυτόν ιατρείαι διαφόρων ασθενειών. Αλλά και μερικοί φιλόχριστοι Χριστιανοί συναχθέντες, εζήτουν τον πατρίκιον, να κάμνη λούσιμον εις το λουτρόν εκείνο μίαν φοράν την εβδομάδα, δια αγάπην των εν Χριστώ αδελφών, και μάλιστα των ασθενών. Συναθροιζόμενοι λοιπόν εκεί οι ασθενείς Χριστιανοί, έκαμναν το λούσιμον μετά πίστεως, και εθεραπεύοντο. Μέλλωντας δε να αποθάνη ο πατρίκιος, άφησε την Εκκλησίαν εκείνην της Θεοτόκου και το λουτρόν, εις τους ευρεθέντας φιλοθέους Χριστιανούς υπέρ ψυχικής αυτού σωτηρίας. Οι Χριστιανοί δε εκείνοι, επειδή ήτον ευτελείς και πτωχοί, και ούτε αρκετόν νερόν είχον δια το λουτρόν, ούτε άλλο τι εισόδημα, δια τούτο ολίγον ολίγον εψυχραίνοντο εις το να ενεργούν και την εν τω Ναώ δοξολογίαν του Θεού, και το του λουτρού καύσιμον, και ακολούθως έμειναν και τα δύω ανεπιμέλητα. Και το μεν λουτρόν σχεδόν ηφανίσθη, διατί ο καθ’ ένας άρπαζε τα εν αυτώ χρειαζόμενα σκεύη. Η δε Εκκλησία της Θεοτόκου, επειδή ήτον υψηλή και μετέωρος, και προς τούτοις επροξένει ιατρείας των ασθενών, δια τούτο έμεινεν από ένα μόνον Ιερέα ψαλλομένη και δοξολογουμένη, ο οποίος ελάμβανε πλούσια τα προς ζωάρκειαν υπό της θείας χάριτος, της ενοικούσης εν τη Εκκλησία εκείνη.

Όταν δε ο μακαριστός βασιλεύς Ρωμανός εκατασκεύαζε το βασιλικόν του παλάτιον, και είχε χρείαν ύλης, πετρών δηλαδή και ξύλων, εις κατασκευήν του παλατίου του, έμαθε δια τον οίκον αυτόν της Θεοτόκου, πως είχεν ύλην πολλήν, όθεν εμελέτα να τον κρημνίση και να πάρη την ύλην. Αλλ’ όμως η Κυρία Θεοτόκος, η κατοικούσα δια της χάριτός της εις τον Ναόν εκείνον, δεν αμέλησεν, ουδέ αφήκε να εκτελέση ο βασιλεύς τα μελετώμενα. Αλλά φαίνεται δια νυκτός εις τον επιστάτην του βασιλικού παλατίου, Ραίκτορα καλούμενον, και εις ένα άλλον νέον συγγενή του Ραίκτορος, και παρήγγειλεν εις αυτούς με φοβερισμόν, ίνα μη τολμήσουν να κρημνίσουν τον μικρόν Ναόν της τον εν τω Νεωρίω. Εξυπνήσας δε ο νέος, επήγεν εις την μητέρα του Ραίκτορος, και εφανέρωσεν εις αυτήν την οπτασίαν. Όθεν μαθών ταύτα ο βασιλεύς, είπε τα λόγια ταύτα. Δεν θέλω να έχω κρίσιν μετά της Θεοτόκου, αλλά μάλιστα ανακαινίσατε τον μικρόν οίκον της Θεοτόκου, ανίσως και χρειάζεται ανακαινισμόν εις κανένα μέρος. Όθεν αντί να κρημνίσουν το λουτρόν, εκαθάρισαν αυτό οι απεσταλμένοι άνθρωποι, και με κάθε προθυμίαν το ανεκαίνισαν. Όταν δε και ο Ναός της Θεοτόκου ανεκαινίσθη, και το λουτρόν έγινε μεγαλίτερον, ώστε οπού έγινεν ευρύχωρον εις το να κολυμβούν οι λουόμενοι. Τότε ανάφθη το τοιούτον λουτρόν, και ελούσθησαν εις αυτό ο βασιλεύς Ρωμανός, και Κωνσταντίνος, και Χριστοφόρος, και ευφρανθέντες, εδιώρισαν να δίδεται εις κάθε χρόνον σολέμνιον, ήτοι έξοδος βασιλική εις το λουτρόν αυτό, με βασιλικόν χρυσόβουλλον, και εχάρισαν αυτό εις το Μοναστήριον το καλούμενον του Ραίκτορος, δια να φροντίζουν περί του λουτρού και του Ναού της Θεοτόκου, οι Μοναχοί του Μοναστηρίου εκείνου. Και όσα μεν θαύματα έγιναν προτίτερα εις τον ανωτέρω Ναόν της Θεοτόκου, θέλομεν αφήσομεν εδώ, έχομεν δε να ειπούμεν ένα, ή δύω θαύματα, οπού έγιναν κατά την εδικήν μας γενεάν.

Μία γυναίκα ένδοξος, έπεσεν εις χαλεπήν ασθένειαν, και επρίσθη το σώμα της· πάσχουσα δε από πόνους ανυποφόρους, εξώδευσεν εις ιατρούς όλα της τα υπάρχοντα. Επειδή όμως δεν εδυνήθη να λάβη καμμίαν ωφέλειαν εις το πάθος της, ήκουσε τα θαύματα οπού εγίνοντο εις τον εν τω Νεωρίω οίκον της Υπεραγίας Θεοτόκου, και επρόστρεξεν εις αυτόν. Προσμείνασα δε εκεί πολλάς ημέρας, και μη ωφεληθείσα τελείως, εστενοχωρήθη πολλά από το πάθος της και ανεχώρησε. Όθεν πηγαίνουσα εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν της Θεοτόκου, και πίπτουσα εις την γην, επαρακάλει την Θεοτόκον, λέγουσα. Ελέησόν με Μήτηρ Χριστού του Θεού, ότι απελπίσθηκα από κάθε ανθρωπίνην βοήθειαν, όθεν κατέφυγον εις εσένα. Έμεινε λοιπόν εκεί η γυνή ημέρας εννέα. Η δε Κυρία και εύσπλαγχνος Θεοτόκος φαίνεται κατ’ όναρ εις την πάσχουσαν, και λέγει αυτή. Ω γύναι, τι φωνάζεις και με ενοχλείς, και τελείως δεν ησυχάζεις; Η δε πάσχουσα απεκρίθη, ω Δέσποινα, ηξεύρω ότι δια τας αμαρτίας μου πάσχω και πειράζομαι. Γινώσκουσα όμως, ότι δι’ ημάς τους αμαρτωλούς ο Υιός σου και Θεός ημών εκατέβη από τους Ουρανούς, και εγεννήθη από την αγίαν κοιλίαν σου, και έγινεν άνθρωπος, δια τούτο κατέφυγον εις εσένα, δια να εύρω η δυστυχής έλεος.

Η δε Θεοτόκος είπε προς αυτήν πήγαινε εις τον ταπεινόν μου οίκον του Νεωρίου, και εκεί θέλεις εύρης την ιατρείαν του πάθους σου. Η δε γυνή εξυπνήσασα, ευχαρίστησε τον Θεόν, και με ογλιγωράδα επήγεν εις το Νεώριον. Προσπεσούσα λοιπόν, παρεκάλει την Θεομήτορα, λέγουσα. Ελέησόν με Δέσποινα, και τελείωσον εις εμένα την φυσικήν σου ευσπλαγχνίαν. Εις καιρόν δε οπού έλεγε ταύτα, απεκοιμήθη, και βλέπει πάλιν την Θεοτόκον, συντροφιασμένην με ένα ωραίον άνδρα, ήτις έλεγεν εις εκείνον. Ιδέ την πάσχουσαν ταύτην γυναίκα, και σχίσον τον ομφαλόν της. Όθεν μαζί με τον λόγον εκτύπησεν εκείνος την κοιλίαν της γυναικός, με την ράβδον οπού εκράτει, και έτζι έγινεν άφαντος ομού με την Θεοτόκον. Εξυπνήσασα δε η γυνή αισθάνθη μίαν ανυπόφορον δυσωδίαν, η οποία εύγαινεν από το σώμα της. Όθεν ευθύς εγδύθη τα ρούχα οπού εφόρει, και εμβήκεν εις το λουτρόν. Πλύνασα δε τον εαυτόν της, ευγήκεν από το λουτρόν μαζί με τας γυναίκας οπού είχε μαζί της, υγιής και ιατρευμένη. Προσκυνήσασα λοιπόν τον άγιον εκείνον Ναόν, και θυμιάσασα αυτόν με ευωδίας, ευχαρίστει και εδοξολόγει την Θεομήτορα, και τον εξ αυτής τεχθέντα Χριστόν τον Θεόν ημών. (Όρα και εις την Καλοκαιρινήν.)

Και άλλο δε θαύμα έγινεν εις τον ανωτέρω Ναόν. Ένας Μοναχός Αντώνιος καλούμενος, από το Μοναστήριον το ονομαζόμενον των Γαλακρηνών, έπεσεν εις δεινήν ασθένειαν. Εις γαρ το δεξιόν του χέρι ηκολούθησε ρευματικόν, από το οποίον επρίσθη τόσον πολλά, ώστε οπού επιάσθη και το χέρι αυτού και το ποδάρι. Όθεν οι ιατροί έκοψαν την επιφάνειαν του πράτζου της χειρός του. Εκ τούτου δε ολίγον ελαφρωθείς, μόλις και μετά βίας εδυνήθη να σαλεύση μόνον το χέρι του. Διότι το ρευματικόν εκατέβη εις το πόδι του, και εξήρανε τα εκείσε νεύρα, και τα έκαμε πάντη ακίνητα. Όθεν ο Αντώνιος βαστάζωντας ραβδί αντί του ποδαρίου, επεριπάτει μονοπόδαρος εν τω Μοναστηρίω, εις διάστημα χρόνων πέντε, και μήτε πόνους αισθάνετο, μήτε πάλιν ήτον τελείως υγιής. Όταν δε ήλθε πολεμικώς η φυλή των Αρμενίων εναντίον εις τα μέρη της Κωνσταντινουπόλεως, ότε ο βασιλεύς Νικηφόρος έλαβεν υπό Θεού το κράτος και την νίκην κατά των πολεμίων, τότε οι Μοναχοί του Μοναστηρίου των Γαλακρηνών φοβηθέντες, ανεχώρησαν μέσα εις την Κωνσταντινούπολιν, μαζί με τον πάσχοντα Αντώνιον, και διέτριβον εις το μετόχιον του Μοναστηρίου των, όπου εσυνειθίζετο να γίνεται το λούσιμον της Υπεραγίας Θεοτόκου. Εις καιρόν δε οπού επλησίασεν η χαρμόσυνος εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ευγήκαν οι Μοναχοί και επήγαν εις το Μοναστήριόν τους δια να εορτάσουν, όπως εδύνοντο. Μόνος δε ο Αντώνιος μείνας εις το μετόχιον, εκυβέρνα τα άλογα ζώα, οπού ήτον εις αυτό. Όθεν καβαλικεύσας ένα άλογον, επήγε δια να ποτίση τα ζώα, αφ’ ου δε τα επότισεν, εγύρισεν εις το μετόχιον.

Εμβαίνωντας λοιπόν εις τον σταύλον των ζώων, εκατέβη από το άλογον, και πιάσας μίαν φάτνην, ακούμβιζεν επάνω εις αυτήν, και επρόσμενε να έλθη ο συν αυτώ ευρισκόμενος άνθρωπος, δια να δώση την ράβδον του εις αυτόν. Επειδή δε εκείνος αργοπόρησεν, εθυμώθη ο Αντώνιος, εσπούδαζε γαρ ο ευλογημένος να υπάγη εις τον Ναόν της Θεοτόκου, όπου εγίνετο η Θεία Λειτουργία. Και επειδή η ώρα επερνούσε, και ο άνθρωπος δεν εφαίνετο να έλθη να φέρη εις αυτόν το ραβδί του, δια να ακουμβίση και να υπάγη εις τον Ναόν, τούτου χάριν λυπηθείς, εφάνη ότι απεκοιμήθη· και εν τω ύπνω, μία θεία δύναμις τον άρπασεν από την φάτνην. Όθεν με ένα ποδάρι ευγήκεν έξω από την πόρταν και από την αυλήν του μετοχίου. Εκείθεν δε πάλιν θεία δύναμις τον εκίνησεν από τα όπισθεν μέρη, και ούτως ευρέθη μέσα εις τον Ναόν της Θεοτόκου, όπου ετελείτο η Θεία Λειτουργία. Όταν δε ο Ιερεύς ύψωσε το Κυριακόν Σώμα, και οι παριστάμενοι εφώνησαν το, εις Άγιος, εις Κύριος, ευθύς με την φωνήν εξύπνησεν ο Αντώνιος, και μεγάλη τη φωνή ανεβόησε. Δόξα σοι ο Θεός ο ελεήσας με εν τη ώρα ταύτη, δια πρεσβειών της Υπεραγίας Θεοτόκου. Όθεν προσπεσών εις την αγίαν εικόνα της, επροσκύνει αυτήν χαρμοσύνως και κατεφίλει, καταβρέχων το έδαφος του Ναού με χαροποιά δάκρυα.

Όλοι λοιπόν οι Χριστιανοί, όσοι ήτον εκεί, βλέποντες το παράδοξον, εδόξαζον και αυτοί τον Θεόν, και εμεγάλυνον την τούτου Μητέρα. Ακούσαντες δε τούτο και οι εν τω Μοναστηρίω των Γαλακρηνών, και νομίσαντες ότι είναι ψευδές, επήγαν εις την Κωνσταντινούπολιν, και βλέποντες τον Αντώνιον υγιή, εδόξαζον και αυτοί τον Θεόν. Διατί όμως ο ρηθείς Αντώνιος και μετά την ιατρείαν, δεν εδύνετο να πατή με τελειότητα τον ιατρευθέντα πόδα του, ως τον άλλον, τούτο ας μη θαυμάζη τινάς. Δια κάποιαν γαρ οικονομίαν συμφέρουσαν τω Αντωνίω, την οποίαν ήξευρεν ο τα κρυπτά ειδώς Κύριος, τούτο η Θεοτόκος εποίησε, και όχι διατί δεν είχε δύναμιν να το κάμη. Άπαγε της βλασφημίας! επειδή εκείνη οπού έκαμε το πολύ, αυτή ηδύνατο να κάμη και το ολίγον. Αναγινώσκομεν γαρ, ότι και Ιωάννης ο των Ιεροσολύμων Επίσκοπος, προσπίπτων εις τον μακάριον Επιφάνιον τον της Κύπρου Αρχιεπίσκοπον, και παρακαλών αυτόν δια να ανοίξη και τους δύω οφθαλμούς του, οπού ετυφλώθησαν, ήκουσεν από αυτόν ταύτα· ο τυφλώσας τους δύω (ήτοι ο Θεός), τον ένα ήνοιξε· λοιπόν αρκεί σοι. Όθεν αφήκεν αυτόν δι’ οικονομίαν και δια το συμφέρον μονόφθαλμον.

*

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Φιλεόρτου.

Φιλών εορτήν Φιλέορτε σου τέλους,
Και σην τελευτήν την από ξίφους γράφω.

*

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Διαδόχου.

Δέχου με Διάδοχε τον μικρόν μέγα,
Υμνούντα μικροίς την τελευτήν σου λόγοις.

*

Αι Άγιαι επτά Παρθένοι αι Γαζαίαι ξίφει τελειούνται.

Τιμώσιν επτά Παρθένοι τετμημέναι,
Τον επτά τιμήσαντα κόσμον ημέραις.

*

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Μηνά, Φαύστου, Ανδρέου, και Ηρακλείου.

Ιπποδρομούντας τέσσαρας Θεός βλέπει,
Σατάν δε πίπτει, και κροτεί δήμος νόων.

*

Οι Άγιοι τέσσαρες Μάρτυρες οι εκ Πέργης της Παμφυλίας, εις πυρ υποστρωθέν τρέχειν αναγκασθέντες, τελειούνται.

Στέφη λαβόντων τεσσάρων ων πυρ δρόμος,
Ήττης δέχονται δαίμονες τα πεισία (2).

(2) Ήτοι επείσθησαν οι δαίμονες θέλοντες και μη θέλοντες ότι ενικήθησαν. Πεισίον γαρ λέγεται η πειθώ. Εν δε τω Συναξαριστή της του Διονυσίου Μονής γράφεται, τα πυρεία.

*

Οι Άγιοι τριακόσιοι εξήκοντα εξ Μάρτυρες οι εκ Νικομηδείας ξίφει τελειούνται.

Χρόνον φέρει βίσεκτον ο τμηθείς όχλος,
Ον τη χρόνου δίδωμι συγγραφή πέρας.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς. Αμήν.

*

Αύγουστος ώδε μην το τέρμα λαμβάνει,
Θεώ δε δόξαν τέρματος χωρίς φέρει.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

31-8 (1)Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΛΑ΄, ἡ ἀνάμνησις τῆς ἐν τῇ ἁγίᾳ σορῷ καταθέσεως τῆς τιμίας Ζώνης, τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ἐν τῷ σεβασμίῳ αὐτῆς οἴκῳ, τῷ ὄντι ἐν τοῖς Χαλκοπρατείοις, ἀνακομισθείσης ἀπὸ τῆς ἐπισκοπῆς Ζήλας ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ τοῦ βασιλέως, ἐν ἔτει φλ΄ [530] καὶ θαῦμα γεγονὸς διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῆς τοιαύτης τιμίας Ζώνης, εἰς τὴν βασίλισσαν Ζωήν, τὴν σύζυγον τοῦ ἐν βασιλεῦσιν ἀοιδίμου Λέοντος τοῦ σοφωτάτου βασιλέως, ἐν ἔτει ωπς΄ [886].

Χρυσῆν κορωνίδ’ οἷα σεμνὴ Παρθένε,
Τῷ τοῦ χρόνου τίθημι σὴν Ζώνην τέλει.

Θέντο Σορῷ Ζώνην πρώτῃ Πανάγνου τριακοστῇ.

Ὁ βασιλεὺς Ἀρκάδιος ὁ τοῦ μεγάλου Θεοδοσίου υἱός, ὁ βασιλεύσας ἐν ἔτει τϞε΄ [395], ἔστειλε καὶ ἔφερεν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὴν τιμίαν Ζώνην τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ ὁποία ἐφυλάττετο ἐκεῖ μαζὶ μὲ τὴν τιμίαν Ἐσθῆτα τῆς Θεοτόκου, ἀπὸ μίαν γυναῖκα παρθένον. Ἀφ’ οὗ δὲ ἔφερεν αὐτὴν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, τὴν ἔβαλε μέσα εἰς λαμπρὰν θήκην, τὴν ὁποίαν ὠνόμασεν ἁγίαν Σορόν (1). Μετὰ δὲ παρέλευσιν χρόνων τετρακοσίων δέκα, Λέων ὁ Σοφὸς βασιλεὺς ἄνοιξε τὴν ἁγίαν ταύτην Σορόν, διὰ τὴν σύζυγόν του βασίλισσαν τὴν ὀνομαζομένην Ζωήν, ἡ ὁποία ἐνωχλεῖτο ἀπὸ πνεῦμα ἀκάθαρτον. Εἶδε γὰρ αὐτὴ μίαν τοιαύτην ὀπτασίαν, ὅτι ἀνίσως βαλθῇ ἐπάνω εἰς αὐτὴν ἡ τιμία Ζώνη τῆς Θεοτόκου, θέλει ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὸ δαιμόνιον. Ἀνοιχθείσης λοιπὸν τῆς ἁγίας θήκης καὶ Σοροῦ, εὑρέθη ἡ τιμία Ζώνη τῆς Θεοτόκου ἀκτινοβολοῦσα, ὡσὰν νὰ ἦτον θεοΰφαντος, ἔχουσα μίαν χρυσῆν βοῦλλαν, καὶ ἕνα σύντομον ὑπόμνημα, τὸ ὁποῖον ἐφανέρονε καταλεπτῶς τὸν χρόνον, καὶ τὴν Ἰνδικτιῶνα καὶ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐφέρθη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἡ ἁγία Ζώνη, καὶ πῶς ἐβάλθη ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ βασιλέως Ἀρκαδίου μέσα εἰς τὴν θήκην, καὶ ἐβουλλώθη ἀπὸ αὐτόν. Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἐπροσκύνησεν αὐτὴν καὶ ἐφίλησεν ὁ βασιλεύς, τὴν ἅπλωσεν ὁ τότε Πατριάρχης ἐπάνω εἰς τὴν πάσχουσαν βασίλισσαν, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! παρευθὺς ἠλευθερώθη ἡ βασίλισσα ἀπὸ τὸ δαιμόνιον. Ὅθεν ὅλοι ἐδόξασαν τὸν Θεὸν καὶ Σωτῆρα Χριστόν, καὶ εὐχαρίστησαν εἰς τὴν πανάχραντον Μητέρα του, καὶ πάλιν ἀπέθεντο τὴν τιμίαν Ζώνην, μέσα εἰς τὴν ἁγίαν Σορόν, ἤτοι θήκην, εἰς τὴν ὁποίαν ἦτον καὶ πρότερον. (Ὅρα περὶ τούτου εἰς τὴν Καλοκαιρινήν.)

(1) Ἐναντιότης εὑρίσκεται ἐδῶ ἀσυμβίβαστος περὶ τῆς ἀνακομιδῆς τῆς ἁγίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου, καθότι καὶ ἐν τῷ Ὡρολογίῳ καὶ ἐνταῦθα γράφεται ὅτι αὕτη ἀνεκομίσθη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ μεγάλου Ἰουστινιανοῦ, οὐχὶ ἀπὸ Ἱεροσολύμων, ἀλλὰ ἀπὸ Ζήλας τῆς ἐν Καππαδοκίᾳ εὑρισκομένης. Κατωτέρω δὲ γράφεται, ὅτι ἀνεκόμισεν αὐτὴν ὁ βασιλεὺς Ἀρκάδιος ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Πιθανωτέρα δὲ φαίνεται, ὅτι εἶναι ἡ ἱστορία, πῶς δηλαδὴ μετεκόμισεν αὐτὴν ὁ Ἀρκάδιος, οὐχὶ ὅμως ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ (καθότι ἐκεῖ μόνη ἡ Ἐσθὴς τῆς Θεοτόκου εὑρίσκετο ὑπὸ Ἑβραΐδος γυναικὸς φυλαττομένη, τὴν ὁποίαν ἐπῆραν οἱ δύω πατρίκιοι, Γάλβιος καὶ Κάνδιδος, καὶ ἔφερον αὐτὴν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἥτις εἰς τὰς Βλαχέρνας εὑρίσκετο, ὡς γράφεται κατὰ τὴν δευτέραν τοῦ Ἰουλίου) οὐχὶ λέγω ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν Ζήλαν μετεκόμισεν ὁ Ἀρκάδιος εἰς Κωνσταντινούπολιν τὴν Ζώνην τῆς Θεοτόκου, καὶ ἀπέθετο αὐτὴν εἰς τὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου τὸν ἐν τοῖς Χαλκοπρατείοις. Εἶπα δέ, ὅτι εἶναι πιθανωτέρα ἡ ἱστορία αὕτη, καθότι ἡ χρυσῆ βοῦλλα καὶ τὸ ὑπόμνημα καὶ ἡ χρονολογία, ὁποῦ εὗρε μετὰ ταῦτα ὁ βασιλεὺς Λέων ἔνδον τῆς ἁγίας Σοροῦ, βεβαιοῦσι τὴν ἱστορίαν ταύτην, καὶ οὐχὶ τὴν προτέραν. Ὅρα καὶ εἰς τὴν δωδεκάτην τοῦ Ἀπριλλίου, ὅπου γράφεται, ὅτι ἡ ἀπὸ Ζήλας ἀνακομιδὴ τῆς Ζώνης τῆς Θεοτόκου εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἔγινε ἐν ἔτει 919, ἐπὶ Κωνσταντίνου καὶ Ῥωμανοῦ τῶν Πορφυρογεννήτων. Μετὰ ταῦτα δέ, ἀπετέθη αὕτη ἐν τῇ ἁγίᾳ Σορῷ. Τὴν σύγχυσιν δὲ ταύτην τῶν χρόνων, ἂς διακρίνουν οἱ χρονολόγοι καὶ κριτικοί.

Καὶ ταῦτα δὲ σημειοῦμεν ἐδῶ ὡς ἀξιοπόθητα, ἅπερ γράφει ὁ ἀοίδιμος Δοσίθεος, σελ. 1152 τῆς Δωδεκαβίβλου, ἤγουν, ὅτι τὸν ἐν τοῖς Χαλκοπρατείοις Ναὸν τῆς Θεοτόκου ἀνήγειραν, ὁ βασιλεὺς Ἰουστῖνος καὶ Σοφία ἡ γυνή του. Ἐν δὲ τῇ ἀγρυπνίᾳ τῇ γενομένῃ ἐν τῷ οἴκῳ τῶν Χαλκοπρατείων, ἐποίουν τὰς ἀναγνώσεις μεγάλοι ἄνθρωποι, στοχαζόμενοι διὰ τιμήν τους μεγάλην, τὴν δούλευσιν τοῦ Θεοῦ, ἤτοι Μιχαὴλ ὁ Ῥαγκαβὲ πρὸ τοῦ νὰ βασιλεύσῃ, κουροπαλάτης ὢν καὶ ὁ Βάρδας Καῖσαρ μετέπειτα. Καὶ πολλοὶ τῶν μεγιστάνων ἐκανονάρχουν, καὶ ἄλλας ξεχωριστὰς διακονίας ἐποίουν ἐν αὐτῷ. Εὑρίσκοντο δὲ ἐν τοῖς Χαλκοπρατείοις καὶ τρίχες τοῦ Προδρόμου. Ἱστορεῖ δὲ καὶ Γεώργιος ὁ λογοθέτης, ὅτι στρατεύσας Ἰσάκιος ὁ Ἄγγελος (ἴσως ὁ Κομνηνός, ὁ βασιλεύσας ἐν ἔτει ͵ανζ΄ [1057]) κατὰ Ἀσάνη τοῦ Βουλγάρου, καὶ δελεασθείς, ἔφοδον εἶναι Σκυθῶν, ἐνικήθη. Ὅθεν ἐπάρθη ὁ βασιλικὸς Σταυρός, ἐν ᾧ ἦν μέρος τῆς ἁγίας Ζώνης αὐτῆς, καὶ τοῦ Τιμίου Ξύλου. ᾌδεται δὲ λόγος, ὅτι ἡ βασίλισσα Πουλχερία, διὰ τὴν εὐλάβειαν καὶ ἀγάπην ὁποῦ εἶχεν εἰς τὴν Κυρίαν Θεοτόκον, διεπέρασεν εἰς τὴν Ζώνην αὐτῆς χρυσᾶς σειράς, αἱ ὁποῖαι φαίνονται ἕως τῆς σήμερον ἐν τῇ ἁγίᾳ ταύτῃ Ζώνῃ, τῇ εὑρισκομένῃ κατὰ τὴν Ἱερὰν καὶ βασιλικὴν Μονὴν τοῦ Βατοπαιδίου. Προσθέττομεν δὲ ἐνταῦθα ὡς ἀξιόλογον, τὴν εἴδησιν ταύτην, περὶ τοῦ πότε καὶ παρὰ τίνος ἀφιερώθη τῇ Ἱερᾷ καὶ Βασιλικῇ Μονῇ τοῦ Βατοπαιδίου ὁ πολύτιμος θησαυρὸς τῆς ἁγίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου. Ὁ ἀνωτέρω ῥηθεὶς βασιλικὸς Σταυρός, ἐν ᾧ ἦν ἡ πανάφθορος Ζώνη τῆς Κυρίας Θεοτόκου μετὰ καὶ Τιμίου Ξύλου, αὐτὸς λέγω αἰχμαλωτισθεὶς ὑπὸ τῶν Βουλγάρων, ἔμεινε κοντὰ εἰς αὐτούς. Ἐν δὲ τῷ ͵αρα΄ [1101] ἔτει, Λάζαρος ὁ κνέζης Σερβίας ἀφιέρωσε τὸν ῥηθέντα βασιλικὸν Σταυρόν, οὕτω καθὼς ἦν μετὰ τῆς ἁγίας Ζώνης καὶ τοῦ Τιμίου Ξύλου, τῇ Ἱερᾷ καὶ βασιλικῇ Μονῇ τοῦ Βατοπαιδίου. Ἦτον δὲ τοῦ Σταυροῦ, τὸ μὲν μῆκος, δάκτυλοι ἑπτά, τὸ δὲ πλάτος, δάκτυλοι δύω, ὅστις Σταυρὸς σῴζεται ἐν τῇ ἀνωτέρω Μονῇ μέχρι τῆς σήμερον. Ὄπισθεν δὲ τοῦ Σταυροῦ εὑρίσκονται γεγραμμένα γράμματα διὰ σερβικῶν χαρακτήρων, ἅπερ μεθερμηνευθέντα εἰς τὴν καθ’ ἡμᾶς γραικικὴν διάλεκτον, λέγουσι ταῦτα· «Λάζαρος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ κνέζης Σερβίας καὶ βασιλεὺς Γραικίας, ἀνατίθημι τὸ κραταιὸν ὅπλον σὺν τῇ ἀχράντῳ Ζώνῃ τῆς Παναγίας μου, τῇ Μονῇ Βατοπαιδίου τῆς βασιλείας μου. ͵αρα΄ [1101]».

Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὴν κατάθεσιν τῆς ἁγίας Ζώνης καὶ εἰς τὰ τίμια σπάργανα τοῦ Κυρίου, λόγον ἔχει ὁ Ἅγιος Γερμανὸς ὁ Κωνσταντινουπόλεως, οὗ ἡ ἀρχή· «Δεδοξασμένα ἐλαλήθη περὶ σοῦ». Ὁμοίως λόγον ἔχει εἰς τὴν αὐτὴν κατάθεσιν τῆς ἁγίας Ζώνης καὶ τῶν τιμίων σπαργάνων ὁ σοφὸς Εὐθύμιος ὁ Ζυγαδηνός, οὗ ἡ ἀρχή· «Πρόκειται σήμερον ἡμῖν εἰς προσκύνησιν». (Σῴζονται ἐν τῷ πέμπτῳ Πανηγυρικῷ βιβλίῳ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου.)

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ ἀνακαίνισις τοῦ Ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου ἐν τῷ Νεωρίῳ.

Νεωρίου ὁ οἶκος Ἁγνὴ σοῦ πέλει,
Ἄλλος Σιλωὰμ τὰς ἰάσεις ἐκχέων.

Κατὰ τοὺς χρόνους Μιχαὴλ καὶ Θεοδώρας τῶν βασιλέων ἐν ἔτει ωμβ΄ [842], ἦτον κᾄποιος πατρίκιος, Ἀντώνιος ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος εἶχεν ὁσπήτιον σεμνὸν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, εἰς τὴν αὐλὴν καὶ τὸ ἅπλωμα τοῦ Νεωρίου. Ὁμοίως εἶχε καὶ Ναὸν ἔνδοξον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὁ ὁποῖος Ναὸς εἶχεν ὑστερηθῇ ἀπὸ ἁγίας εἰκόνας, παρὰ τῶν προτέρων εἰκονομάχων βασιλέων. Οὗτος λοιπὸν ὁ πατρίκιος, πάλιν ἀνακαινίζωντας τὸν ῥηθέντα Ναόν, ἔκτισεν ὑποκάτω τούτου καὶ ἕνα λουτρὸν μικρότατον διὰ σωματικήν του παρηγορίαν· ἄνωθεν δὲ τοῦ λουτροῦ ἐτελεῖτο πάντοτε ἡ τοῦ Θεοῦ δοξολογία. Ὅθεν ἐπεσκίασεν εἰς τὸν Ναὸν αὐτὸν ἡ χάρις τοῦ παναγίου Πνεύματος, διὰ μέσου τῆς Πανάγνου Μητρὸς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἄρχισαν νὰ γίνωνται εἰς αὐτὸν ἰατρεῖαι διαφόρων ἀσθενειῶν. Ἀλλὰ καὶ μερικοὶ φιλόχριστοι Χριστιανοὶ συναχθέντες, ἐζήτουν τὸν πατρίκιον, νὰ κάμνῃ λούσιμον εἰς τὸ λουτρὸν ἐκεῖνο μίαν φορὰν τὴν ἑβδομάδα, διὰ ἀγάπην τῶν ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν, καὶ μάλιστα τῶν ἀσθενῶν. Συναθροιζόμενοι λοιπὸν ἐκεῖ οἱ ἀσθενεῖς Χριστιανοί, ἔκαμναν τὸ λούσιμον μετὰ πίστεως, καὶ ἐθεραπεύοντο. Μέλλωντας δὲ νὰ ἀποθάνῃ ὁ πατρίκιος, ἄφησε τὴν Ἐκκλησίαν ἐκείνην τῆς Θεοτόκου καὶ τὸ λουτρόν, εἰς τοὺς εὑρεθέντας φιλοθέους Χριστιανοὺς ὑπὲρ ψυχικῆς αὑτοῦ σωτηρίας. Οἱ Χριστιανοὶ δὲ ἐκεῖνοι, ἐπειδὴ ἦτον εὐτελεῖς καὶ πτωχοί, καὶ οὔτε ἀρκετὸν νερὸν εἶχον διὰ τὸ λουτρόν, οὔτε ἄλλο τι εἰσόδημα, διὰ τοῦτο ὀλίγον ὀλίγον ἐψυχραίνοντο εἰς τὸ νὰ ἐνεργοῦν καὶ τὴν ἐν τῷ Ναῷ δοξολογίαν τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ τοῦ λουτροῦ καύσιμον, καὶ ἀκολούθως ἔμειναν καὶ τὰ δύω ἀνεπιμέλητα. Καὶ τὸ μὲν λουτρὸν σχεδὸν ἠφανίσθη, διατὶ ὁ καθ’ ἕνας ἅρπαζε τὰ ἐν αὐτῷ χρειαζόμενα σκεύη. Ἡ δὲ Ἐκκλησία τῆς Θεοτόκου, ἐπειδὴ ἦτον ὑψηλὴ καὶ μετέωρος, καὶ πρὸς τούτοις ἐπροξένει ἰατρείας τῶν ἀσθενῶν, διὰ τοῦτο ἔμεινεν ἀπὸ ἕνα μόνον Ἱερέα ψαλλομένη καὶ δοξολογουμένη, ὁ ὁποῖος ἐλάμβανε πλούσια τὰ πρὸς ζωάρκειαν ὑπὸ τῆς θείας χάριτος, τῆς ἐνοικούσης ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐκείνῃ.

Ὅταν δὲ ὁ μακαριστὸς βασιλεὺς Ῥωμανὸς ἐκατασκεύαζε τὸ βασιλικόν του παλάτιον, καὶ εἶχε χρείαν ὕλης, πετρῶν δηλαδὴ καὶ ξύλων, εἰς κατασκευὴν τοῦ παλατίου του, ἔμαθε διὰ τὸν οἶκον αὐτὸν τῆς Θεοτόκου, πῶς εἶχεν ὕλην πολλήν, ὅθεν ἐμελέτα νὰ τὸν κρημνίσῃ καὶ νὰ πάρῃ τὴν ὕλην. Ἀλλ’ ὅμως ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ κατοικοῦσα διὰ τῆς χάριτός της εἰς τὸν Ναὸν ἐκεῖνον, δὲν ἀμέλησεν, οὐδὲ ἀφῆκε νὰ ἐκτελέσῃ ὁ βασιλεὺς τὰ μελετώμενα. Ἀλλὰ φαίνεται διὰ νυκτὸς εἰς τὸν ἐπιστάτην τοῦ βασιλικοῦ παλατίου, Ῥαίκτορα καλούμενον, καὶ εἰς ἕνα ἄλλον νέον συγγενῆ τοῦ Ῥαίκτορος, καὶ παρήγγειλεν εἰς αὐτοὺς μὲ φοβερισμόν, ἵνα μὴ τολμήσουν νὰ κρημνίσουν τὸν μικρὸν Ναόν της τὸν ἐν τῷ Νεωρίῳ. Ἐξυπνήσας δὲ ὁ νέος, ἐπῆγεν εἰς τὴν μητέρα τοῦ Ῥαίκτορος, καὶ ἐφανέρωσεν εἰς αὐτὴν τὴν ὀπτασίαν. Ὅθεν μαθὼν ταῦτα ὁ βασιλεύς, εἶπε τὰ λόγια ταῦτα. Δὲν θέλω νὰ ἔχω κρίσιν μετὰ τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ μάλιστα ἀνακαινίσατε τὸν μικρὸν οἶκον τῆς Θεοτόκου, ἀνίσως καὶ χρειάζεται ἀνακαινισμὸν εἰς κᾀνένα μέρος. Ὅθεν ἀντὶ νὰ κρημνίσουν τὸ λουτρόν, ἐκαθάρισαν αὐτὸ οἱ ἀπεσταλμένοι ἄνθρωποι, καὶ μὲ κάθε προθυμίαν τὸ ἀνεκαίνισαν. Ὅταν δὲ καὶ ὁ Ναὸς τῆς Θεοτόκου ἀνεκαινίσθη, καὶ τὸ λουτρὸν ἔγινε μεγαλίτερον, ὥστε ὁποῦ ἔγινεν εὐρύχωρον εἰς τὸ νὰ κολυμβοῦν οἱ λουόμενοι. Τότε ἀνάφθη τὸ τοιοῦτον λουτρόν, καὶ ἐλούσθησαν εἰς αὐτὸ ὁ βασιλεὺς Ῥωμανός, καὶ Κωνσταντῖνος, καὶ Χριστοφόρος, καὶ εὐφρανθέντες, ἐδιώρισαν νὰ δίδεται εἰς κάθε χρόνον σολέμνιον, ἤτοι ἔξοδος βασιλικὴ εἰς τὸ λουτρὸν αὐτό, μὲ βασιλικὸν χρυσόβουλλον, καὶ ἐχάρισαν αὐτὸ εἰς τὸ Μοναστήριον τὸ καλούμενον τοῦ Ῥαίκτορος, διὰ νὰ φροντίζουν περὶ τοῦ λουτροῦ καὶ τοῦ Ναοῦ τῆς Θεοτόκου, οἱ Μοναχοὶ τοῦ Μοναστηρίου ἐκείνου. Καὶ ὅσα μὲν θαύματα ἔγιναν προτίτερα εἰς τὸν ἀνωτέρω Ναὸν τῆς Θεοτόκου, θέλομεν ἀφήσομεν ἐδῶ, ἔχομεν δὲ νὰ εἰποῦμεν ἕνα, ἢ δύω θαύματα, ὁποῦ ἔγιναν κατὰ τὴν ἐδικήν μας γενεάν.

Μία γυναῖκα ἔνδοξος, ἔπεσεν εἰς χαλεπὴν ἀσθένειαν, καὶ ἐπρίσθη τὸ σῶμά της· πάσχουσα δὲ ἀπὸ πόνους ἀνυποφόρους, ἐξώδευσεν εἰς ἰατροὺς ὅλα της τὰ ὑπάρχοντα. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐδυνήθη νὰ λάβῃ κᾀμμίαν ὠφέλειαν εἰς τὸ πάθος της, ἤκουσε τὰ θαύματα ὁποῦ ἐγίνοντο εἰς τὸν ἐν τῷ Νεωρίῳ οἶκον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καὶ ἐπρόστρεξεν εἰς αὐτόν. Προσμείνασα δὲ ἐκεῖ πολλὰς ἡμέρας, καὶ μὴ ὠφεληθεῖσα τελείως, ἐστενοχωρήθη πολλὰ ἀπὸ τὸ πάθος της καὶ ἀνεχώρησε. Ὅθεν πηγαίνουσα εἰς τὸν ἐν Βλαχέρναις Ναὸν τῆς Θεοτόκου, καὶ πίπτουσα εἰς τὴν γῆν, ἐπαρακάλει τὴν Θεοτόκον, λέγουσα. Ἐλέησόν με Μήτηρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἀπελπίσθηκα ἀπὸ κάθε ἀνθρωπίνην βοήθειαν, ὅθεν κατέφυγον εἰς ἐσένα. Ἔμεινε λοιπὸν ἐκεῖ ἡ γυνὴ ἡμέρας ἐννέα. Ἡ δὲ Κυρία καὶ εὔσπλαγχνος Θεοτόκος φαίνεται κατ’ ὄναρ εἰς τὴν πάσχουσαν, καὶ λέγει αὐτῇ. Ὦ γύναι, τί φωνάζεις καὶ μὲ ἐνοχλεῖς, καὶ τελείως δὲν ἡσυχάζεις; Ἡ δὲ πάσχουσα ἀπεκρίθη, ὦ Δέσποινα, ἠξεύρω ὅτι διὰ τὰς ἁμαρτίας μου πάσχω καὶ πειράζομαι. Γινώσκουσα ὅμως, ὅτι δι’ ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὁ Υἱός σου καὶ Θεὸς ἡμῶν ἐκατέβη ἀπὸ τοὺς Οὐρανούς, καὶ ἐγεννήθη ἀπὸ τὴν ἁγίαν κοιλίαν σου, καὶ ἔγινεν ἄνθρωπος, διὰ τοῦτο κατέφυγον εἰς ἐσένα, διὰ νὰ εὕρω ἡ δυστυχὴς ἔλεος.

Ἡ δὲ Θεοτόκος εἶπε πρὸς αὐτὴν πήγαινε εἰς τὸν ταπεινόν μου οἶκον τοῦ Νεωρίου, καὶ ἐκεῖ θέλεις εὕρῃς τὴν ἰατρείαν τοῦ πάθους σου. Ἡ δὲ γυνὴ ἐξυπνήσασα, εὐχαρίστησε τὸν Θεόν, καὶ μὲ ὀγλιγωράδα ἐπῆγεν εἰς τὸ Νεώριον. Προσπεσοῦσα λοιπόν, παρεκάλει τὴν Θεομήτορα, λέγουσα. Ἐλέησόν με Δέσποινα, καὶ τελείωσον εἰς ἐμένα τὴν φυσικήν σου εὐσπλαγχνίαν. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἔλεγε ταῦτα, ἀπεκοιμήθη, καὶ βλέπει πάλιν τὴν Θεοτόκον, συντροφιασμένην μὲ ἕνα ὡραῖον ἄνδρα, ἥτις ἔλεγεν εἰς ἐκεῖνον. Ἰδὲ τὴν πάσχουσαν ταύτην γυναῖκα, καὶ σχίσον τὸν ὀμφαλόν της. Ὅθεν μαζὶ μὲ τὸν λόγον ἐκτύπησεν ἐκεῖνος τὴν κοιλίαν τῆς γυναικός, μὲ τὴν ῥάβδον ὁποῦ ἐκράτει, καὶ ἔτζι ἔγινεν ἄφαντος ὁμοῦ μὲ τὴν Θεοτόκον. Ἐξυπνήσασα δὲ ἡ γυνὴ αἰσθάνθη μίαν ἀνυπόφορον δυσωδίαν, ἡ ὁποία εὔγαινεν ἀπὸ τὸ σῶμά της. Ὅθεν εὐθὺς ἐγδύθη τὰ ῥοῦχα ὁποῦ ἐφόρει, καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὸ λουτρόν. Πλύνασα δὲ τὸν ἑαυτόν της, εὐγῆκεν ἀπὸ τὸ λουτρὸν μαζὶ μὲ τὰς γυναῖκας ὁποῦ εἶχε μαζί της, ὑγιὴς καὶ ἰατρευμένη. Προσκυνήσασα λοιπὸν τὸν ἅγιον ἐκεῖνον Ναόν, καὶ θυμιάσασα αὐτὸν μὲ εὐωδίας, εὐχαρίστει καὶ ἐδοξολόγει τὴν Θεομήτορα, καὶ τὸν ἐξ αὐτῆς τεχθέντα Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν. (Ὅρα καὶ εἰς τὴν Καλοκαιρινήν.)

Καὶ ἄλλο δὲ θαῦμα ἔγινεν εἰς τὸν ἀνωτέρω Ναόν. Ἕνας Μοναχὸς Ἀντώνιος καλούμενος, ἀπὸ τὸ Μοναστήριον τὸ ὀνομαζόμενον τῶν Γαλακρηνῶν, ἔπεσεν εἰς δεινὴν ἀσθένειαν. Εἰς γὰρ τὸ δεξιόν του χέρι ἠκολούθησε ῥευματικόν, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐπρίσθη τόσον πολλά, ὥστε ὁποῦ ἐπιάσθη καὶ τὸ χέρι αὐτοῦ καὶ τὸ ποδάρι. Ὅθεν οἱ ἰατροὶ ἔκοψαν τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ πράτζου τῆς χειρός του. Ἐκ τούτου δὲ ὀλίγον ἐλαφρωθείς, μόλις καὶ μετὰ βίας ἐδυνήθη νὰ σαλεύσῃ μόνον τὸ χέρι του. Διότι τὸ ῥευματικὸν ἐκατέβη εἰς τὸ πόδι του, καὶ ἐξήρανε τὰ ἐκεῖσε νεῦρα, καὶ τὰ ἔκαμε πάντῃ ἀκίνητα. Ὅθεν ὁ Ἀντώνιος βαστάζωντας ῥαβδὶ ἀντὶ τοῦ ποδαρίου, ἐπεριπάτει μονοπόδαρος ἐν τῷ Μοναστηρίῳ, εἰς διάστημα χρόνων πέντε, καὶ μήτε πόνους αἰσθάνετο, μήτε πάλιν ἦτον τελείως ὑγιής. Ὅταν δὲ ἦλθε πολεμικῶς ἡ φυλὴ τῶν Ἁρμενίων ἐναντίον εἰς τὰ μέρη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅτε ὁ βασιλεὺς Νικηφόρος ἔλαβεν ὑπὸ Θεοῦ τὸ κράτος καὶ τὴν νίκην κατὰ τῶν πολεμίων, τότε οἱ Μοναχοὶ τοῦ Μοναστηρίου τῶν Γαλακρηνῶν φοβηθέντες, ἀνεχώρησαν μέσα εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, μαζὶ μὲ τὸν πάσχοντα Ἀντώνιον, καὶ διέτριβον εἰς τὸ μετόχιον τοῦ Μοναστηρίου των, ὅπου ἐσυνειθίζετο νὰ γίνεται τὸ λούσιμον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἐπλησίασεν ἡ χαρμόσυνος ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, εὐγῆκαν οἱ Μοναχοὶ καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸ Μοναστήριόν τους διὰ νὰ ἑορτάσουν, ὅπως ἐδύνοντο. Μόνος δὲ ὁ Ἀντώνιος μείνας εἰς τὸ μετόχιον, ἐκυβέρνα τὰ ἄλογα ζῶα, ὁποῦ ἦτον εἰς αὐτό. Ὅθεν καβαλικεύσας ἕνα ἄλογον, ἐπῆγε διὰ νὰ ποτίσῃ τὰ ζῶα, ἀφ’ οὗ δὲ τὰ ἐπότισεν, ἐγύρισεν εἰς τὸ μετόχιον.

Ἐμβαίνωντας λοιπὸν εἰς τὸν σταῦλον τῶν ζώων, ἐκατέβη ἀπὸ τὸ ἄλογον, καὶ πιάσας μίαν φάτνην, ἀκούμβιζεν ἐπάνω εἰς αὐτήν, καὶ ἐπρόσμενε νὰ ἔλθῃ ὁ σὺν αὐτῷ εὑρισκόμενος ἄνθρωπος, διὰ νὰ δώσῃ τὴν ῥάβδον του εἰς αὐτόν. Ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνος ἀργοπόρησεν, ἐθυμώθη ὁ Ἀντώνιος, ἐσπούδαζε γὰρ ὁ εὐλογημένος νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου, ὅπου ἐγίνετο ἡ Θεία Λειτουργία. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ὥρα ἐπερνοῦσε, καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐφαίνετο νὰ ἔλθῃ νὰ φέρῃ εἰς αὐτὸν τὸ ῥαβδί του, διὰ νὰ ἀκουμβίσῃ καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Ναόν, τούτου χάριν λυπηθείς, ἐφάνη ὅτι ἀπεκοιμήθη· καὶ ἐν τῷ ὕπνῳ, μία θεία δύναμις τὸν ἅρπασεν ἀπὸ τὴν φάτνην. Ὅθεν μὲ ἕνα ποδάρι εὐγῆκεν ἔξω ἀπὸ τὴν πόρταν καὶ ἀπὸ τὴν αὐλὴν τοῦ μετοχίου. Ἐκεῖθεν δὲ πάλιν θεία δύναμις τὸν ἐκίνησεν ἀπὸ τὰ ὄπισθεν μέρη, καὶ οὕτως εὑρέθη μέσα εἰς τὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου, ὅπου ἐτελεῖτο ἡ Θεία Λειτουργία. Ὅταν δὲ ὁ Ἱερεὺς ὕψωσε τὸ Κυριακὸν Σῶμα, καὶ οἱ παριστάμενοι ἐφώνησαν τό, εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, εὐθὺς μὲ τὴν φωνὴν ἐξύπνησεν ὁ Ἀντώνιος, καὶ μεγάλῃ τῇ φωνῇ ἀνεβόησε. Δόξα σοι ὁ Θεὸς ὁ ἐλεήσας με ἐν τῇ ὥρᾳ ταύτῃ, διὰ πρεσβειῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὅθεν προσπεσὼν εἰς τὴν ἁγίαν εἰκόνα της, ἐπροσκύνει αὐτὴν χαρμοσύνως καὶ κατεφίλει, καταβρέχων τὸ ἔδαφος τοῦ Ναοῦ μὲ χαροποιὰ δάκρυα.

Ὅλοι λοιπὸν οἱ Χριστιανοί, ὅσοι ἦτον ἐκεῖ, βλέποντες τὸ παράδοξον, ἐδόξαζον καὶ αὐτοὶ τὸν Θεόν, καὶ ἐμεγάλυνον τὴν τούτου Μητέρα. Ἀκούσαντες δὲ τοῦτο καὶ οἱ ἐν τῷ Μοναστηρίῳ τῶν Γαλακρηνῶν, καὶ νομίσαντες ὅτι εἶναι ψευδές, ἐπῆγαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ βλέποντες τὸν Ἀντώνιον ὑγιῆ, ἐδόξαζον καὶ αὐτοὶ τὸν Θεόν. Διατί ὅμως ὁ ῥηθεὶς Ἀντώνιος καὶ μετὰ τὴν ἰατρείαν, δὲν ἐδύνετο νὰ πατῇ μὲ τελειότητα τὸν ἰατρευθέντα πόδα του, ὡς τὸν ἄλλον, τοῦτο ἂς μὴ θαυμάζῃ τινάς. Διὰ κᾄποιαν γὰρ οἰκονομίαν συμφέρουσαν τῷ Ἀντωνίῳ, τὴν ὁποίαν ἤξευρεν ὁ τὰ κρυπτὰ εἰδὼς Κύριος, τοῦτο ἡ Θεοτόκος ἐποίησε, καὶ ὄχι διατὶ δὲν εἶχε δύναμιν νὰ τὸ κάμῃ. Ἄπαγε τῆς βλασφημίας! ἐπειδὴ ἐκείνη ὁποῦ ἔκαμε τὸ πολύ, αὐτὴ ἠδύνατο νὰ κάμῃ καὶ τὸ ὀλίγον. Ἀναγινώσκομεν γάρ, ὅτι καὶ Ἰωάννης ὁ τῶν Ἱεροσολύμων Ἐπίσκοπος, προσπίπτων εἰς τὸν μακάριον Ἐπιφάνιον τὸν τῆς Κύπρου Ἀρχιεπίσκοπον, καὶ παρακαλῶν αὐτὸν διὰ νὰ ἀνοίξῃ καὶ τοὺς δύω ὀφθαλμούς του, ὁποῦ ἐτυφλώθησαν, ἤκουσεν ἀπὸ αὐτὸν ταῦτα· ὁ τυφλώσας τοὺς δύω (ἤτοι ὁ Θεός), τὸν ἕνα ἤνοιξε· λοιπὸν ἀρκεῖ σοι. Ὅθεν ἀφῆκεν αὐτὸν δι’ οἰκονομίαν καὶ διὰ τὸ συμφέρον μονόφθαλμον.

*

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Φιλεόρτου.

Φιλῶν ἑορτὴν Φιλέορτε σοῦ τέλους,
Καὶ σὴν τελευτὴν τὴν ἀπὸ ξίφους γράφω.

*

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Διαδόχου.

Δέχου με Διάδοχε τὸν μικρὸν μέγα,
Ὑμνοῦντα μικροῖς τὴν τελευτήν σου λόγοις.

*

Αἱ Ἅγιαι ἑπτὰ Παρθένοι αἱ Γαζαῖαι ξίφει τελειοῦνται.

Τιμῶσιν ἑπτὰ Παρθένοι τετμημέναι,
Τὸν ἑπτὰ τιμήσαντα κόσμον ἡμέραις.

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Μηνᾶ, Φαύστου, Ἀνδρέου, καὶ Ἡρακλείου.

Ἱπποδρομοῦντας τέσσαρας Θεὸς βλέπει,
Σατᾶν δὲ πίπτει, καὶ κροτεῖ δῆμος νόων.

*

Οἱ Ἅγιοι τέσσαρες Μάρτυρες οἱ ἐκ Πέργης τῆς Παμφυλίας, εἰς πῦρ ὑποστρωθὲν τρέχειν ἀναγκασθέντες, τελειοῦνται.

Στέφη λαβόντων τεσσάρων ὧν πῦρ δρόμος,
Ἥττης δέχονται δαίμονες τὰ πεισία (2).

(2) Ἤτοι ἐπείσθησαν οἱ δαίμονες θέλοντες καὶ μὴ θέλοντες ὅτι ἐνικήθησαν. Πεισίον γὰρ λέγεται ἡ πειθώ. Ἐν δὲ τῷ Συναξαριστῇ τῆς τοῦ Διονυσίου Μονῆς γράφεται, τὰ πυρεῖα.

*

Οἱ Ἅγιοι τριακόσιοι ἑξήκοντα ἓξ Μάρτυρες οἱ ἐκ Νικομηδείας ξίφει τελειοῦνται.

Χρόνον φέρει βίσεκτον ὁ τμηθεὶς ὄχλος,
Ὃν τῇ χρόνου δίδωμι συγγραφῇ πέρας.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

*

Αὔγουστος ὧδε μὴν τὸ τέρμα λαμβάνει,
Θεῷ δὲ δόξαν τέρματος χωρὶς φέρει.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Η κατάθεσις της τιμίας Ζώνης της Υπεραγίας Θεοτόκου εν τοις Χαλκοπρατείοις· Φιλεόρτου, Διαδόχου κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.