Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου30 Νοεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Λ’, μνήμη του Αγίου ενδόξου και πανευφήμου Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου.
Αντίστροφον σταύρωσιν Ανδρέας φέρει,
Φανείς αληθής ου σκιώδης αντίπους.
Σταυρόν κακ κεφαλής τριακοστή Ανδρέας έτλη.
Ούτος ήτον από την πόλιν Βηθσαϊδάν, υιός μεν Ιωνά, αδελφός δε Πέτρου του Αποστόλου. Ούτος έγινε πρότερον μαθητής Ιωάννου του μεγάλου Προδρόμου και Βαπτιστού. Έπειτα όταν ήκουσε του Διδασκάλου του να λέγη, δακτυλοδεικτών τον Ιησούν Χριστόν· «Ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου»· τότε λέγω, αφήσας τον Πρόδρομον, ηκολούθησεν εις τον Χριστόν. Αλλά και προς τον αδελφόν του και Κορυφαίον Πέτρον ούτος είπεν· «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Και με τον λόγον αυτόν ετράβιξε τον Πέτρον εις τον του Χριστού πνευματικόν έρωτα. Και άλλα πολλά ευρίσκονται εις την θεόπνευστον Γραφήν, ειρημένα περί του Αποστόλου τούτου. Εις άλλον μεν ουν Απόστολον, άλλο μέρος της οικουμένης εκληρώθη. Εις τούτον δε τον πρωτόκλητον, εκληρώθη μετά την ανάληψιν του Κυρίου η Βιθυνία, και η Μαύρη Θάλασσα, και τα μέρη της Προποντίδος: ήτοι τα μέρη τα από της θαλάσσης του Μαρμαρά αρχόμενα, και εκτεινόμενα έως εις την Μαύρην Θάλασσαν. Ομοίως και η Χαλκηδόνα, και το Βυζάντιον: ήτοι η νυν Κωνσταντινούπολις. Και η Θράκη, και η Μακεδονία, και τα μέρη οπού εκτείνονται, έως τον Δούναβιν ποταμόν. Ωσαύτως και η Θετταλία, και Ελλάς, και τα μέρη οπού φθάνουν έως εις την Αχαΐαν: ήτοι έως εις το μέρος εκείνο του Μορέως, το οποίον περιέχεται αναμεταξύ των Βασιλικών και της Γαστούνης. Ομοίως και η Αμινσός, η καλουμένη Σαμσόν και Εμήδ, και η Τραπεζούντα, και η Ηράκλεια, και η Άμαστρις, ήτις Σήσαμος ωνομάζετο πρότερον.
Αυτάς δε τας πόλεις και επαρχίας δεν τας επέρασεν ο Απόστολος έτζι ογλίγωρα, καθώς ο λόγος τας περνά. Όχι! αλλά εις κάθε πόλιν εδοκίμαζεν ο μακάριος πολλά εναντία. Και απάντα πολλάς δυσκολίας πραγμάτων. Εις όλας όμως εύρισκε και την βοήθειαν και δύναμιν του Θεού, και με αυτήν ενίκα πάντα, και εγίνετο κάθε βλάβης ανώτερος. Από τας ανωτέρω δε πόλεις μίαν μόνον θέλω ενθυμηθώ εδώ, και τας λοιπάς θέλω αφήσω. Όταν ο θείος ούτος Απόστολος επήγεν εις την πόλιν της Σινώπης, και εκήρυξε τον λόγον του Ευαγγελίου, τότε εις πολλάς θλίψεις και βάσανα υποβάλλεται από τους εκεί κατοικούντας. Διότι οι θηριώδεις εκείνοι άνθρωποι έρριπτον αυτόν κατά γης. Και πιάνοντές τον από τας χείρας και πόδας, τον ετράβιζον, και με τα οδόντιά των τον εσπάραττον. Και με ξύλα τον έδερνον και με πέτρας τον εκτύπουν και έξω της πόλεως τον έρριπτον, όταν και με τα οδόντιά των του έκοψαν ένα δάκτυλον. Αλλ’ όμως ύστερον από όλα αυτά, πάλιν υγιής και ολόκληρος έγινε παρά του Χριστού και Διδασκάλου ο θείος Απόστολος. Από την Σινώπην δε αναχωρήσας επέρασε πολλάς πόλεις, την Νεοκαισάρειαν, τα Σαμόσατα, ήτοι το κοινώς λεγόμενον Σεμψάτ, τους Αγαυούς, τους Αβασγούς τους εν τω Κρίμι ευρισκομένους, τους εν τη Κολχίδι Ζηκχούς (1), τους Βοσπορινούς, ήτοι τους περί τον Κιμμέριον Βόσπορον οικούντας, και τους Χερσωνίτας. Έπειτα εγύρισε πάλιν εις το Βυζάντιον, και εκεί εχειροτόνησε τον Στάχυν Επίσκοπον. Διαπεράσας δε τας λοιπάς χώρας, επήγεν εις την περηφανή Πελοπόννησον: ήτοι εις τον Μορέαν. Και ξενοδοχηθείς εν ταις παλαιαίς Πάτραις κοντά εις ένα άνθρωπον Σώσιον ονομαζόμενον, όστις ήτον πολλά ασθενής, ιάτρευσεν αυτόν. Και παρευθύς όλη η πόλις των Πατρών επίστευσεν εις τον Χριστόν. Όταν και η γυναίκα του ανθυπάτου της πόλεως Αιγεάτου, Μαξιμίλλα ονόματι, ιατρευθείσα υπό του Αποστόλου από την ασθένειαν οπού είχεν, επίστευσεν εις τον Χριστόν μαζί με τον σοφόν Στρατοκλήν, και με τον αδελφόν του ανθυπάτου. Και άλλοι δε πολλοί πάσχοντες από διαφόρους ασθενείας, έγιναν υγιείς δια της επιθέσεως των χειρών του Αποστόλου.
Όθεν ταύτα μαθών ο ανθύπατος Αιγεάτης, άναψεν από τον θυμόν. Και πιάσας τον του Κυρίου Απόστολον, εκάρφωσεν αυτόν ανάποδα εις τον σταυρόν. Δια τούτο και ο άδικος έλαβε δικαίως παρά Θεού την εκδίκησιν. Διότι πεσών εις την γην από ένα υψηλόν κρημνόν, εσύντριψε τον εαυτόν του, και κακώς ο κακός εξέψυξε. Το δε λείψανον του Αποστόλου ύστερον από πολλούς χρόνους μετετέθη εις την Κωνσταντινούπολιν με προσταγήν του βασιλέως Κωνσταντίου, του υιού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, υπηρετήσαντος εις την μετάθεσιν αυτού, Αρτεμίου του μεγάλου δουκός και Μάρτυρος του εορταζομένου κατά την εικοστήν Οκτωβρίου. Και κατετέθη μαζί με τα λείψανα του Ευαγγελιστού Λουκά και Τιμοθέου των Αποστόλων, εις τον περίφημον Ναόν των Αγίων Αποστόλων. Η κατάθεσις δε αύτη του λειψάνου του εορτάζεται κατά την εικοστήν Ιουνίου. (Τον κατά πλάτος Βίον του Αποστόλου τούτου όρα εις τον Νέον Θησαυρόν (2).)
(1) Ζηκχοί είναι οι νυν καλούμενοι Τζερκέζοι.
(2) Σημείωσαι, ότι εις τον Απόστολον τούτον Ανδρέαν, εγκωμιαστικόν λόγον πλέκει ο θείος Χρυσόστομος, σωζόμενον εν τη Ιερά Μονή του Παντοκράτορος και εν τη των Ιβήρων, ου η αρχή· «Τον πρωτόκλητον της αποστολικής». Ομοίως και Νικήτας ο Ρήτωρ, ου η αρχή· «Πάσι μεν τοις του Θεού λόγου φίλοις». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου, εν τη Ιερά Μονή του Βατοπαιδίου και τη των Ιβήρων.) Υπόμνημα δε συνέγραψεν εις αυτόν και ο Μεταφραστής, ήτοι τον ελληνικόν Βίον του, ου η αρχή· «Άρτι του παιδός Ζαχαρίου». (Σώζεται εν τοις τετυπωμένοις Μηναίοις.) Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα σώζονται και αι περίοδοι αυτού και η τελείωσις, ων η αρχή· «Άπερ τοις οφθαλμοίς ημών εθεασάμεθα πάντες».
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Φρουμεντίου Αρχιεπισκόπου Ινδίας (3).
Κρείττων ο Φρουμέντιος ην των γηΐνων,
Μόνου γαρ ήρα του βροτούς σώζειν πλάνης.
Εις τας ημέρας του βασιλέως Κωνσταντίνου του Μεγάλου, εν έτει τλ’ [330], ένας φιλόσοφος καταγόμενος από την Τύρον, επήγε δια να ιστορήση την τελευταίαν Ινδίαν, έχων μαζί του και δύω νέους κατά σάρκα αδελφούς, Αιδέσιον και Φρουμέντιον ονομαζομένους. Όταν δε εγύριζον από την Ινδίαν, άραξαν εις ένα λιμένα δια να πάρουν νερόν. Και εκεί έπεσον εις χείρας κλεπτών και βαρβάρων, οι οποίοι άλλους μεν από τους εν τω πλοίω καταβύθισαν εις την θάλασσαν· άλλους δε, κατέσφαξαν. Από τους φονευθέντας δε τούτους ένας ήτον και ο ρηθείς φιλόσοφος. Όσοι δε έμειναν ζωντανοί, μαζί με τους οποίους ήτον και οι δύω νέοι και αδελφοί κατά σάρκα, ο Αιδέσιος και ο Φρουμέντιος (4), τούτους, λέγω, τους έδεσαν, και τους επρόσφεραν εις τον βασιλέα της Ινδίας.
Ο βασιλεύς λοιπόν βλέπωντας τους δύω τούτους νέους, πως ήτον επιτήδειοι δια τον σκοπόν, οπού εμελέτα, εκατάστησεν αυτούς επιμελητάς και οικονόμους του βασιλικού παλατίου του (5). Αλλά και ο υιός του βασιλέως, ο διαδεξάμενος την βασιλείαν μετά τον πατέρα του, αυτός ηξίωσε τους νέους μεγαλιτέρας τιμής και παρρησίας. Όθεν επειδή και αυτοί είχον μεγάλην δύναμιν κοντά εις τον βασιλέα της Ινδίας, δια τούτο επρόσταζον με θάρρος τους πραγματευτάς, οπού ήρχοντο από τα μέρη των Ρωμαίων, να συνάγωνται εις μίαν Εκκλησίαν, κατά την αυτών συνήθειαν, και να επιτελούσι την θείαν Λειτουργίαν. Αφ’ ου δε επέρασαν μερικοί χρόνοι, πηγαίνουν εις τον βασιλέα και ζητούν να τους χαρίση μισθόν και δωρεάν, δια την αγάπην οπού προς αυτούς είχεν. Ο μισθός δε και η δωρεά ήτον το να αφήση αυτούς να γυρίσουν εις την πατρίδα των. Επιτυχόντες δε του ποθουμένου, επήγαν πρώτον εις την γην των Ρωμαίων. Και ο μεν Αιδέσιος, επήγεν εις την Τύρον, ζητώντας δια να εύρη τους γονείς και συγγενείς του (6). Ο δε Φρουμέντιος, επροτίμησε την περί τα θεία πράγματα σπουδήν, καλλίτερα από την θεωρίαν και απόλαυσιν των γονέων του.
Όθεν φθάσας εις την Αλεξάνδρειαν, εφανέρωσεν εις τον εκείνης Αρχιεπίσκοπον, ότι οι Ινδοί πολλά επιθυμούν να δεχθούν το φως της ευσεβείας και πίστεως. Προς τα οποία απεκρίθη ο Αρχιεπίσκοπος Αθανάσιος (ούτος γαρ ήτον τω τότε καιρώ, οπού εστόλιζε τον θρόνον της Αλεξανδρείας). Και ποίος αγαπητέ μοι, είναι καλλίτερος και επιτηδειότερος από λόγου σου, εις το να αποδιώξη μεν από τας ψυχάς εκείνων το σκότος της πλάνης, να προξενήση δε εις αυτούς το φως του θείου κηρύγματος; Ταύτα ειπών, εχειροτόνησεν αυτόν Αρχιερέα και τον έστειλεν εις την Ινδίαν δια να γεωργήση το έθνος εκείνο με το άροτρον της διδασκαλίας. Ο δε θείος Φρουμέντιος, ουδέ τότε εφρόντισε δια να υπάγη να ιδή τους γονείς του. Αλλά δια την ευσέβειαν της πίστεως, και δια την αγάπην του πλησίον αφήσας πατρίδα και συγγενείς, ετόλμησε να ταξειδεύση τόσον φοβερόν και μεγαλώτατον πέλαγος, έως ου να υπάγη εις τας Ινδίας.
Εκεί λοιπόν πηγαίνωντας ο αοίδιμος προθύμως εγεώργησε και εκαλλιέργησε τας κεχερσωμένας καρδίας των Ινδών, καταβάλλων εις αυτάς τον σπόρον της πίστεως. Όθεν και εποίησεν αυτάς επιτηδείας εις καρποφορίαν θεογνωσίας και αρετής, επειδή και είχε συνεργόν την του Θεού χάριν. Διότι αυτός μεταχειριζόμενος καθ’ εκάστην ημέραν διδασκαλίας αποστολικάς, και ποιών θαυματουργίας πολλάς, όχι μόνον ηλευθέρονε τους δαιμονισμένους από τα δαιμόνια, και ιάτρευε κάθε ασθένειαν των ασθενών. Αλλά ακόμη και από εκείνους οπού αντιστέκοντο, και δεν εδέχοντο τα λόγιά του, άλλους μεν, επαράδιδεν εις τον Σατανάν. Καθώς ο Απόστολος εποίησεν, ειπών περί του εν Κορίνθω μητρειογαμήσαντος «Παράδοτε αυτόν τω Σατανά εις όλεθρον της σαρκός αυτού, ίνα το πνεύμα σωθή» (Α’ Κορ. ε’, 5). Άλλους δε έκαμνε ξηρούς, και άλλων ετύφλονε τους οφθαλμούς. Όθεν εκ της αιτίας ταύτης, όλοι εδέχθηκαν εις τας ψυχάς των τον σπόρον της του Χριστού πίστεως, και εκαρποφόρησαν. Δια τούτο και εις ολίγον καιρόν, μόνος ο ιερός Φρουμέντιος με την βοήθειαν και χάριν του Θεού, εβάπτισεν όλην την χώραν των Ινδών. Και Εκκλησίας έκτισε, και Ιερείς εχειροτόνησε, και τους ναούς των ειδώλων εκρήμνισε, και τα είδωλα κατετζάκισε.
Και λοιπόν δια ταύτα πάντα εθαύμαζον όλοι, και αυτός ο ίδιος βασιλεύς, και έλεγον εις τον Άγιον. Διατί, ω ηγαπημένε, εις το διάστημα των τόσων πολλών χρόνων, οπού έζησες πρότερον με ημάς, δεν έκαμες καμμίαν φοράν κανένα σημείον και θαύμα; Και τώρα πόθεν σοι εδόθη η τοιαύτη χάρις και δύναμις, φίλτατε; Ο δε μακάριος Φρουμέντιος απεκρίνατο. Δεν είναι εδικόν μου το δώρον αυτό, τιμιώτατοι και γνήσιοι φίλοι του Χριστού, αλλά είναι της ιερωσύνης οπού έλαβον. Μάλλον δε, το δώρον αυτό εχαρίσθη εις εμέ από τον Δεσπότην Χριστόν. Βλέπωντας γαρ εγώ την εδικήν σας καλήν γνώμην, δι’ αυτήν και μόνην αφήκα γονείς και πατρίδα και όλην μου την συγγένειαν κατά την φωνήν του Κυρίου, και επήγα εις την Αλεξάνδρειαν. Και φανερώσας την καλήν σας διάθεσιν εις τον πρώτον της Εκκλησίας εκείνης Μέγαν Αθανάσιον, εχειροτονήθηκα από αυτόν, και εχρίσθηκα με το μυστικόν χρίσμα της Αρχιερωσύνης. Και αφ’ ου δια της προσευχής εκείνου εστολίσθηκα με χάρισμα αποστολικόν, τότε απεστάλθηκα εις εσάς. Όθεν επειδή και εσείς με εδέχθητε με πίστιν, και αγάπην, δια τούτο και η χάρις της Αρχιερωσύνης, ή μάλλον ειπείν, η χάρις του Θεού, ενεργεί, καθώς βλέπετε, δια μέσου εμού, και ποιεί τα τοιαύτα θαυμάσια.
Ούτος λοιπόν ο Ισαπόστολος Φρουμέντιος συζήσας θεαρέστως χρόνους πολλούς με τους επαρχιώτας του Ινδούς, εδίδαξεν αυτούς τας εντολάς του Κυρίου, και τους έπεισε να τας εργάζωνται και δια των πραγμάτων. Και έτζι τελειώσας την μακαρίαν ζωήν του, απήλθε προς Κύριον. Το δε τίμιον αυτού λείψανον χαρίζει κάθε ιατρείαν εις τους μετά πίστεως αυτώ πλησιάζοντας.
(3) Το Συναξάριον τούτο γράφει ο Σωζόμενος εν κεφ. εικοστώ τρίτω, βιβλίω δευτέρω της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, αφ’ ου και ηρανίσθη τούτο ο τα Συναξάρια συγγράψας Μαυρίκιος.
(4) Ο Σωζόμενος λέγει, ότι λυπηθέντες οι βάρβαροι τους δύω νέους τούτους δεν τους εθανάτωσαν. «Τους δε παίδας νέους όντας οικτείραντες, εζώγρησαν, και βασιλεί τω εαυτών προσήνεγκαν».
(5) Ο Σωζόμενος λέγει, ότι ο βασιλεύς τον μεν νεώτερον Αιδέσιον οινοχόον κατέστησε, τον δε μείζονα Φρουμέντιον επίτροπον κατέστησε της αυτού οικίας και των χρημάτων. Έγνω γαρ αυτόν εχέφρονα και διοικείν ικανώτατον.
(6) Ο δε Σωζόμενος γράφει, ότι μετά ταύτα έγινεν Ιερεύς ο Αιδέσιος, εν τη Τύρω διατρίβων.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
* * *
Νοέμβριος μην, ώδε λαμβάνει τέλος,
Θεώ δε δόξαν τω τέλει πάντων φέρει.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Λ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου καὶ πανευφήμου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου.
Ἀντίστροφον σταύρωσιν Ἀνδρέας φέρει,
Φανεὶς ἀληθὴς οὐ σκιώδης ἀντίπους.
Σταυρὸν κἀκ κεφαλῆς τριακοστῇ Ἀνδρέας ἔτλη.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν πόλιν Βηθσαϊδᾶν, υἱὸς μὲν Ἰωνᾶ, ἀδελφὸς δὲ Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου. Οὗτος ἔγινε πρότερον μαθητὴς Ἰωάννου τοῦ μεγάλου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ. Ἔπειτα ὅταν ἤκουσε τοῦ Διδασκάλου του νὰ λέγῃ, δακτυλοδεικτῶν τὸν Ἰησοῦν Χριστόν· «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»· τότε λέγω, ἀφήσας τὸν Πρόδρομον, ἠκολούθησεν εἰς τὸν Χριστόν. Ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν ἀδελφόν του καὶ Κορυφαῖον Πέτρον οὗτος εἶπεν· «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν». Καὶ μὲ τὸν λόγον αὐτὸν ἐτράβιξε τὸν Πέτρον εἰς τὸν τοῦ Χριστοῦ πνευματικὸν ἔρωτα. Καὶ ἄλλα πολλὰ εὑρίσκονται εἰς τὴν θεόπνευστον Γραφήν, εἰρημένα περὶ τοῦ Ἀποστόλου τούτου. Εἰς ἄλλον μὲν οὖν Ἀπόστολον, ἄλλο μέρος τῆς οἰκουμένης ἐκληρώθη. Εἰς τοῦτον δὲ τὸν πρωτόκλητον, ἐκληρώθη μετὰ τὴν ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου ἡ Βιθυνία, καὶ ἡ Μαύρη Θάλασσα, καὶ τὰ μέρη τῆς Προποντίδος: ἤτοι τὰ μέρη τὰ ἀπὸ τῆς θαλάσσης τοῦ Μαρμαρᾶ ἀρχόμενα, καὶ ἐκτεινόμενα ἕως εἰς τὴν Μαύρην Θάλασσαν. Ὁμοίως καὶ ἡ Χαλκηδόνα, καὶ τὸ Βυζάντιον: ἤτοι ἡ νῦν Κωνσταντινούπολις. Καὶ ἡ Θρᾴκη, καὶ ἡ Μακεδονία, καὶ τὰ μέρη ὁποῦ ἐκτείνονται, ἕως τὸν Δούναβιν ποταμόν. Ὡσαύτως καὶ ἡ Θετταλία, καὶ Ἑλλάς, καὶ τὰ μέρη ὁποῦ φθάνουν ἕως εἰς τὴν Ἀχαΐαν: ἤτοι ἕως εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο τοῦ Μορέως, τὸ ὁποῖον περιέχεται ἀναμεταξὺ τῶν Βασιλικῶν καὶ τῆς Γαστούνης. Ὁμοίως καὶ ἡ Ἀμινσός, ἡ καλουμένη Σαμσὸν καὶ Ἐμήδ, καὶ ἡ Τραπεζοῦντα, καὶ ἡ Ἡράκλεια, καὶ ἡ Ἄμαστρις, ἥτις Σήσαμος ὠνομάζετο πρότερον.
Αὐτὰς δὲ τὰς πόλεις καὶ ἐπαρχίας δὲν τὰς ἐπέρασεν ὁ Ἀπόστολος ἔτζι ὀγλίγωρα, καθὼς ὁ λόγος τὰς περνᾷ. Ὄχι! ἀλλὰ εἰς κάθε πόλιν ἐδοκίμαζεν ὁ μακάριος πολλὰ ἐναντία. Καὶ ἀπάντα πολλὰς δυσκολίας πραγμάτων. Εἰς ὅλας ὅμως εὕρισκε καὶ τὴν βοήθειαν καὶ δύναμιν τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ αὐτὴν ἐνίκα πᾶντα, καὶ ἐγίνετο κάθε βλάβης ἀνώτερος. Ἀπὸ τὰς ἀνωτέρω δὲ πόλεις μίαν μόνον θέλω ἐνθυμηθῶ ἐδῶ, καὶ τὰς λοιπὰς θέλω ἀφήσω. Ὅταν ὁ θεῖος οὗτος Ἀπόστολος ἐπῆγεν εἰς τὴν πόλιν τῆς Σινώπης, καὶ ἐκήρυξε τὸν λόγον τοῦ Εὐαγγελίου, τότε εἰς πολλὰς θλίψεις καὶ βάσανα ὑποβάλλεται ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ κατοικοῦντας. Διότι οἱ θηριώδεις ἐκεῖνοι ἄνθρωποι ἔρριπτον αὐτὸν κατὰ γῆς. Καὶ πιάνοντές τον ἀπὸ τὰς χεῖρας καὶ πόδας, τὸν ἐτράβιζον, καὶ μὲ τὰ ὀδόντιά των τὸν ἐσπάραττον. Καὶ μὲ ξύλα τὸν ἔδερνον καὶ μὲ πέτρας τὸν ἐκτύπουν καὶ ἔξω τῆς πόλεως τὸν ἔρριπτον, ὅταν καὶ μὲ τὰ ὀδόντιά των τοῦ ἔκοψαν ἕνα δάκτυλον. Ἀλλ’ ὅμως ὕστερον ἀπὸ ὅλα αὐτά, πάλιν ὑγιὴς καὶ ὁλόκληρος ἔγινε παρὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ Διδασκάλου ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Ἀπὸ τὴν Σινώπην δὲ ἀναχωρήσας ἐπέρασε πολλὰς πόλεις, τὴν Νεοκαισάρειαν, τὰ Σαμόσατα, ἤτοι τὸ κοινῶς λεγόμενον Σεμψάτ, τοὺς Ἀγαυούς, τοὺς Ἀβασγοὺς τοὺς ἐν τῷ Κρίμι εὑρισκομένους, τοὺς ἐν τῇ Κολχίδι Ζηκχούς (1), τοὺς Βοσπορινούς, ἤτοι τοὺς περὶ τὸν Κιμμέριον Βόσπορον οἰκοῦντας, καὶ τοὺς Χερσωνίτας. Ἔπειτα ἐγύρισε πάλιν εἰς τὸ Βυζάντιον, καὶ ἐκεῖ ἐχειροτόνησε τὸν Στάχυν Ἐπίσκοπον. Διαπεράσας δὲ τὰς λοιπὰς χώρας, ἐπῆγεν εἰς τὴν περηφανῆ Πελοπόννησον: ἤτοι εἰς τὸν Μορέαν. Καὶ ξενοδοχηθεὶς ἐν ταῖς παλαιαῖς Πάτραις κοντὰ εἰς ἕνα ἄνθρωπον Σώσιον ὀνομαζόμενον, ὅστις ἦτον πολλὰ ἀσθενής, ἰάτρευσεν αὐτόν. Καὶ παρευθὺς ὅλη ἡ πόλις τῶν Πατρῶν ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν. Ὅταν καὶ ἡ γυναῖκα τοῦ ἀνθυπάτου τῆς πόλεως Αἰγεάτου, Μαξιμίλλα ὀνόματι, ἰατρευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν ὁποῦ εἶχεν, ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστὸν μαζὶ μὲ τὸν σοφὸν Στρατοκλῆν, καὶ μὲ τὸν ἀδελφὸν τοῦ ἀνθυπάτου. Καὶ ἄλλοι δὲ πολλοὶ πάσχοντες ἀπὸ διαφόρους ἀσθενείας, ἔγιναν ὑγιεῖς διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ Ἀποστόλου.
Ὅθεν ταῦτα μαθὼν ὁ ἀνθύπατος Αἰγεάτης, ἄναψεν ἀπὸ τὸν θυμόν. Καὶ πιάσας τὸν τοῦ Κυρίου Ἀπόστολον, ἐκάρφωσεν αὐτὸν ἀνάποδα εἰς τὸν σταυρόν. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ ἄδικος ἔλαβε δικαίως παρὰ Θεοῦ τὴν ἐκδίκησιν. Διότι πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀπὸ ἕνα ὑψηλὸν κρημνόν, ἐσύντριψε τὸν ἑαυτόν του, καὶ κακῶς ὁ κακὸς ἐξέψυξε. Τὸ δὲ λείψανον τοῦ Ἀποστόλου ὕστερον ἀπὸ πολλοὺς χρόνους μετετέθη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν μὲ προσταγὴν τοῦ βασιλέως Κωνσταντίου, τοῦ υἱοῦ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὑπηρετήσαντος εἰς τὴν μετάθεσιν αὐτοῦ, Ἀρτεμίου τοῦ μεγάλου δουκὸς καὶ Μάρτυρος τοῦ ἑορταζομένου κατὰ τὴν εἰκοστὴν Ὀκτωβρίου. Καὶ κατετέθη μαζὶ μὲ τὰ λείψανα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ καὶ Τιμοθέου τῶν Ἀποστόλων, εἰς τὸν περίφημον Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἡ κατάθεσις δὲ αὕτη τοῦ λειψάνου του ἑορτάζεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν Ἰουνίου. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ Ἀποστόλου τούτου ὅρα εἰς τὸν Νέον Θησαυρόν (2).)
(1) Ζηκχοὶ εἶναι οἱ νῦν καλούμενοι Τζερκέζοι.
(2) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὸν Ἀπόστολον τοῦτον Ἀνδρέαν, ἐγκωμιαστικὸν λόγον πλέκει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, σῳζόμενον ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τοῦ Παντοκράτορος καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων, οὗ ἡ ἀρχή· «Τὸν πρωτόκλητον τῆς ἀποστολικῆς». Ὁμοίως καὶ Νικήτας ὁ Ῥήτωρ, οὗ ἡ ἀρχή· «Πᾶσι μὲν τοῖς τοῦ Θεοῦ λόγου φίλοις». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου, ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τοῦ Βατοπαιδίου καὶ τῇ τῶν Ἰβήρων.) Ὑπόμνημα δὲ συνέγραψεν εἰς αὐτὸν καὶ ὁ Μεταφραστής, ἤτοι τὸν ἑλληνικὸν Βίον του, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἄρτι τοῦ παιδὸς Ζαχαρίου». (Σῴζεται ἐν τοῖς τετυπωμένοις Μηναίοις.) Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ σῴζονται καὶ αἱ περίοδοι αὐτοῦ καὶ ἡ τελείωσις, ὧν ἡ ἀρχή· «Ἅπερ τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν ἐθεασάμεθα πᾶντες».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Φρουμεντίου Ἀρχιεπισκόπου Ἰνδίας (3).
Κρείττων ὁ Φρουμέντιος ἦν τῶν γηΐνων,
Μόνου γὰρ ἤρα τοῦ βροτοὺς σῴζειν πλάνης.
Εἰς τὰς ἡμέρας τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, ἐν ἔτει τλ΄ [330], ἕνας φιλόσοφος καταγόμενος ἀπὸ τὴν Τύρον, ἐπῆγε διὰ νὰ ἱστορήσῃ τὴν τελευταίαν Ἰνδίαν, ἔχων μαζί του καὶ δύω νέους κατὰ σάρκα ἀδελφούς, Αἰδέσιον καὶ Φρουμέντιον ὀνομαζομένους. Ὅταν δὲ ἐγύριζον ἀπὸ τὴν Ἰνδίαν, ἄραξαν εἰς ἕνα λιμένα διὰ νὰ πάρουν νερόν. Καὶ ἐκεῖ ἔπεσον εἰς χεῖρας κλεπτῶν καὶ βαρβάρων, οἱ ὁποῖοι ἄλλους μὲν ἀπὸ τοὺς ἐν τῷ πλοίῳ καταβύθισαν εἰς τὴν θάλασσαν· ἄλλους δέ, κατέσφαξαν. Ἀπὸ τοὺς φονευθέντας δὲ τούτους ἕνας ἦτον καὶ ὁ ῥηθεὶς φιλόσοφος. Ὅσοι δὲ ἔμειναν ζωντανοί, μαζὶ μὲ τοὺς ὁποίους ἦτον καὶ οἱ δύω νέοι καὶ ἀδελφοὶ κατὰ σάρκα, ὁ Αἰδέσιος καὶ ὁ Φρουμέντιος (4), τούτους, λέγω, τοὺς ἔδεσαν, καὶ τοὺς ἐπρόσφεραν εἰς τὸν βασιλέα τῆς Ἰνδίας.
Ὁ βασιλεὺς λοιπὸν βλέπωντας τοὺς δύω τούτους νέους, πῶς ἦτον ἐπιτήδειοι διὰ τὸν σκοπόν, ὁποῦ ἐμελέτα, ἐκατάστησεν αὐτοὺς ἐπιμελητὰς καὶ οἰκονόμους τοῦ βασιλικοῦ παλατίου του (5). Ἀλλὰ καὶ ὁ υἱὸς τοῦ βασιλέως, ὁ διαδεξάμενος τὴν βασιλείαν μετὰ τὸν πατέρα του, αὐτὸς ἠξίωσε τοὺς νέους μεγαλιτέρας τιμῆς καὶ παρρησίας. Ὅθεν ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ εἶχον μεγάλην δύναμιν κοντὰ εἰς τὸν βασιλέα τῆς Ἰνδίας, διὰ τοῦτο ἐπρόσταζον μὲ θάρρος τοὺς πραγματευτάς, ὁποῦ ἤρχοντο ἀπὸ τὰ μέρη τῶν Ῥωμαίων, νὰ συνάγωνται εἰς μίαν Ἐκκλησίαν, κατὰ τὴν αὑτῶν συνήθειαν, καὶ νὰ ἐπιτελοῦσι τὴν θείαν Λειτουργίαν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν μερικοὶ χρόνοι, πηγαίνουν εἰς τὸν βασιλέα καὶ ζητοῦν νὰ τοὺς χαρίσῃ μισθὸν καὶ δωρεάν, διὰ τὴν ἀγάπην ὁποῦ πρὸς αὐτοὺς εἶχεν. Ὁ μισθὸς δὲ καὶ ἡ δωρεὰ ἦτον τὸ νὰ ἀφήσῃ αὐτοὺς νὰ γυρίσουν εἰς τὴν πατρίδα των. Ἐπιτυχόντες δὲ τοῦ ποθουμένου, ἐπῆγαν πρῶτον εἰς τὴν γῆν τῶν Ῥωμαίων. Καὶ ὁ μὲν Αἰδέσιος, ἐπῆγεν εἰς τὴν Τύρον, ζητῶντας διὰ νὰ εὕρῃ τοὺς γονεῖς καὶ συγγενεῖς του (6). Ὁ δὲ Φρουμέντιος, ἐπροτίμησε τὴν περὶ τὰ θεῖα πράγματα σπουδήν, καλλίτερα ἀπὸ τὴν θεωρίαν καὶ ἀπόλαυσιν τῶν γονέων του.
Ὅθεν φθάσας εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ἐφανέρωσεν εἰς τὸν ἐκείνης Ἀρχιεπίσκοπον, ὅτι οἱ Ἰνδοὶ πολλὰ ἐπιθυμοῦν νὰ δεχθοῦν τὸ φῶς τῆς εὐσεβείας καὶ πίστεως. Πρὸς τὰ ὁποῖα ἀπεκρίθη ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθανάσιος (οὗτος γὰρ ἦτον τῷ τότε καιρῷ, ὁποῦ ἐστόλιζε τὸν θρόνον τῆς Ἀλεξανδρείας). Καὶ ποῖος ἀγαπητέ μοι, εἶναι καλλίτερος καὶ ἐπιτηδειότερος ἀπὸ λόγου σου, εἰς τὸ νὰ ἀποδιώξῃ μὲν ἀπὸ τὰς ψυχὰς ἐκείνων τὸ σκότος τῆς πλάνης, νὰ προξενήσῃ δὲ εἰς αὐτοὺς τὸ φῶς τοῦ θείου κηρύγματος; Ταῦτα εἰπών, ἐχειροτόνησεν αὐτὸν Ἀρχιερέα καὶ τὸν ἔστειλεν εἰς τὴν Ἰνδίαν διὰ νὰ γεωργήσῃ τὸ ἔθνος ἐκεῖνο μὲ τὸ ἄροτρον τῆς διδασκαλίας. Ὁ δὲ θεῖος Φρουμέντιος, οὐδὲ τότε ἐφρόντισε διὰ νὰ ὑπάγῃ νὰ ἰδῇ τοὺς γονεῖς του. Ἀλλὰ διὰ τὴν εὐσέβειαν τῆς πίστεως, καὶ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ πλησίον ἀφήσας πατρίδα καὶ συγγενεῖς, ἐτόλμησε νὰ ταξειδεύσῃ τόσον φοβερὸν καὶ μεγαλώτατον πέλαγος, ἕως οὗ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὰς Ἰνδίας.
Ἐκεῖ λοιπὸν πηγαίνωντας ὁ ἀοίδιμος προθύμως ἐγεώργησε καὶ ἐκαλλιέργησε τὰς κεχερσωμένας καρδίας τῶν Ἰνδῶν, καταβάλλων εἰς αὐτὰς τὸν σπόρον τῆς πίστεως. Ὅθεν καὶ ἐποίησεν αὐτὰς ἐπιτηδείας εἰς καρποφορίαν θεογνωσίας καὶ ἀρετῆς, ἐπειδὴ καὶ εἶχε συνεργὸν τὴν τοῦ Θεοῦ χάριν. Διότι αὐτὸς μεταχειριζόμενος καθ’ ἑκάστην ἡμέραν διδασκαλίας ἀποστολικάς, καὶ ποιῶν θαυματουργίας πολλάς, ὄχι μόνον ἠλευθέρονε τοὺς δαιμονισμένους ἀπὸ τὰ δαιμόνια, καὶ ἰάτρευε κάθε ἀσθένειαν τῶν ἀσθενῶν. Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ ἀντιστέκοντο, καὶ δὲν ἐδέχοντο τὰ λόγιά του, ἄλλους μέν, ἐπαράδιδεν εἰς τὸν Σατανᾶν. Καθὼς ὁ Ἀπόστολος ἐποίησεν, εἰπὼν περὶ τοῦ ἐν Κορίνθῳ μητρειογαμήσαντος «Παράδοτε αὐτὸν τῷ Σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκὸς αὐτοῦ, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ» (Α΄ Κορ. ε΄, 5). Ἄλλους δὲ ἔκαμνε ξηρούς, καὶ ἄλλων ἐτύφλονε τοὺς ὀφθαλμούς. Ὅθεν ἐκ τῆς αἰτίας ταύτης, ὅλοι ἐδέχθηκαν εἰς τὰς ψυχάς των τὸν σπόρον τῆς τοῦ Χριστοῦ πίστεως, καὶ ἐκαρποφόρησαν. Διὰ τοῦτο καὶ εἰς ὀλίγον καιρόν, μόνος ὁ ἱερὸς Φρουμέντιος μὲ τὴν βοήθειαν καὶ χάριν τοῦ Θεοῦ, ἐβάπτισεν ὅλην τὴν χώραν τῶν Ἰνδῶν. Καὶ Ἐκκλησίας ἔκτισε, καὶ Ἱερεῖς ἐχειροτόνησε, καὶ τοὺς ναοὺς τῶν εἰδώλων ἐκρήμνισε, καὶ τὰ εἴδωλα κατετζάκισε.
Καὶ λοιπὸν διὰ ταῦτα πᾶντα ἐθαύμαζον ὅλοι, καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος βασιλεύς, καὶ ἔλεγον εἰς τὸν Ἅγιον. Διατί, ὦ ἠγαπημένε, εἰς τὸ διάστημα τῶν τόσων πολλῶν χρόνων, ὁποῦ ἔζησες πρότερον μὲ ἡμᾶς, δὲν ἔκαμες κᾀμμίαν φορὰν κᾀνένα σημεῖον καὶ θαῦμα; Καὶ τώρα πόθεν σοι ἐδόθη ἡ τοιαύτη χάρις καὶ δύναμις, φίλτατε; Ὁ δὲ μακάριος Φρουμέντιος ἀπεκρίνατο. Δὲν εἶναι ἐδικόν μου τὸ δῶρον αὐτό, τιμιώτατοι καὶ γνήσιοι φίλοι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ εἶναι τῆς ἱερωσύνης ὁποῦ ἔλαβον. Μᾶλλον δέ, τὸ δῶρον αὐτὸ ἐχαρίσθη εἰς ἐμὲ ἀπὸ τὸν Δεσπότην Χριστόν. Βλέπωντας γὰρ ἐγὼ τὴν ἐδικήν σας καλὴν γνώμην, δι’ αὐτὴν καὶ μόνην ἀφῆκα γονεῖς καὶ πατρίδα καὶ ὅλην μου τὴν συγγένειαν κατὰ τὴν φωνὴν τοῦ Κυρίου, καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν. Καὶ φανερώσας τὴν καλήν σας διάθεσιν εἰς τὸν πρῶτον τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνης Μέγαν Ἀθανάσιον, ἐχειροτονήθηκα ἀπὸ αὐτόν, καὶ ἐχρίσθηκα μὲ τὸ μυστικὸν χρίσμα τῆς Ἀρχιερωσύνης. Καὶ ἀφ’ οὗ διὰ τῆς προσευχῆς ἐκείνου ἐστολίσθηκα μὲ χάρισμα ἀποστολικόν, τότε ἀπεστάλθηκα εἰς ἐσᾶς. Ὅθεν ἐπειδὴ καὶ ἐσεῖς μὲ ἐδέχθητε μὲ πίστιν, καὶ ἀγάπην, διὰ τοῦτο καὶ ἡ χάρις τῆς Ἀρχιερωσύνης, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἐνεργεῖ, καθὼς βλέπετε, διὰ μέσου ἐμοῦ, καὶ ποιεῖ τὰ τοιαῦτα θαυμάσια.
Οὗτος λοιπὸν ὁ Ἰσαπόστολος Φρουμέντιος συζήσας θεαρέστως χρόνους πολλοὺς μὲ τοὺς ἐπαρχιώτας του Ἰνδούς, ἐδίδαξεν αὐτοὺς τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου, καὶ τοὺς ἔπεισε νὰ τὰς ἐργάζωνται καὶ διὰ τῶν πραγμάτων. Καὶ ἔτζι τελειώσας τὴν μακαρίαν ζωήν του, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. Τὸ δὲ τίμιον αὐτοῦ λείψανον χαρίζει κάθε ἰατρείαν εἰς τοὺς μετὰ πίστεως αὐτῷ πλησιάζοντας.
(3) Τὸ Συναξάριον τοῦτο γράφει ὁ Σωζόμενος ἐν κεφ. εἰκοστῷ τρίτῳ, βιβλίῳ δευτέρῳ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, ἀφ’ οὗ καὶ ἠρανίσθη τοῦτο ὁ τὰ Συναξάρια συγγράψας Μαυρίκιος.
(4) Ὁ Σωζόμενος λέγει, ὅτι λυπηθέντες οἱ βάρβαροι τοὺς δύω νέους τούτους δὲν τοὺς ἐθανάτωσαν. «Τοὺς δὲ παῖδας νέους ὄντας οἰκτείραντες, ἐζώγρησαν, καὶ βασιλεῖ τῷ ἑαυτῶν προσήνεγκαν».
(5) Ὁ Σωζόμενος λέγει, ὅτι ὁ βασιλεὺς τὸν μὲν νεώτερον Αἰδέσιον οἰνοχόον κατέστησε, τὸν δὲ μείζονα Φρουμέντιον ἐπίτροπον κατέστησε τῆς αὑτοῦ οἰκίας καὶ τῶν χρημάτων. Ἔγνω γὰρ αὐτὸν ἐχέφρονα καὶ διοικεῖν ἱκανώτατον.
(6) Ὁ δὲ Σωζόμενος γράφει, ὅτι μετὰ ταῦτα ἔγινεν Ἱερεὺς ὁ Αἰδέσιος, ἐν τῇ Τύρῳ διατρίβων.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
* * *
Νοέμβριος μήν, ὧδε λαμβάνει τέλος,
Θεῷ δὲ δόξαν τῷ τέλει πάντων φέρει.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *