Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου3 Νοεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Γ’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ακεψιμά, Ιωσήφ, και Αειθαλά.
Ακεψιμάν κτείνουσιν εκ ραβδισμάτων.
Ακεψιμά δε, τους φίλους εκ λευσμάτων.
Τύψαν Ακεψιμάν τριτάτη, λεύσαν δε συνάθλους.
Ούτοι ήτον κατά τους χρόνους Σαβωρίου βασιλέως Περσών, εν έτει τλ’ [330], πιασθέντες δε ως Χριστιανοί, παρεστάθησαν έμπροσθεν εις τον αρχιμάγειρον του βασιλέως Αδραχοσχάρ, και επειδή εξετασθέντες, δεν επείσθησαν να αρνηθούν τον Χριστόν, δια τούτο, ο μεν Άγιος Ακεψιμάς, εδάρθη με ραβδία ακανθωτά της ροδίας, ο δε Άγιος Ιωσήφ, τεντόνεται τόσον πολλά και δέρνεται, ώστε οπού εχωρίσθησαν η σάρκες του έως εις τα κόκκαλα. Και έπειτα ερρίφθη δεμένος εις την φυλακήν. Του δε Αγίου Αειθαλά έδεσαν τας χείρας και τους πόδας υποκάτω εις τα γόνατά του. Και τόσον πολλά τον έδειραν, ώστε οπού αι αρμονίαι του σώματός του ευγήκαν από τον τόπον αυτών. Και ούτως έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν. Μετά ταύτα πάλιν, ο μεν Άγιος Ακεψιμάς εδάρθη από τριάντα στρατιώτας. Και ούτω μέσα εις τας βασάνους παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Ο δε Άγιος Ιωσήφ, κρεμασθείς κατακέφαλα, εκαταξεσχίσθη αρκετά, και έπειτα ελιθοβολήθη. Ο δε Άγιος Αειθαλάς, τεντωθείς από τέσσαρας στρατιώτας, εδάρθη. Είτα εκρεμάσθη και αυτός κατακέφαλα, και ούτω την ψυχήν του παρέδωκε τω Κυρίω. Και με τοιούτον τρόπον έλαβον και οι τρεις τους στεφάνους του μαρτυρίου. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτών, όρα εις τον Νέον Παράδεισον. Ελληνιστί δε συνέγραψε τον Βίον τούτων ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Ελύττα κατά Χριστιανών Σαβώριος». Σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)
*
Τη αυτή ημέρα εορτάζομεν τα εγκαίνια του Ναού του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του εν Λύδδη, ήτοι την ανακομιδήν και κατάθεσιν του αγίου σώματος αυτού.
Ναού τα εγκαίνια Μάρτυς και θέσιν,
Των λειψάνων σου, νυν γεραίρει η κτίσις (1).
Ούτος ο ένδοξος του Χριστού Μεγαλομάρτυς Γεώργιος, από μεν τον πατέρα του, ήτον Καππαδόκης το γένος, από δε την μητέρα του, ήτον Παλαιστίνος. Επειδή δε έτυχε φύσιν και ανατροφήν καλήν, και ρίζαν ευγενικήν (οι γαρ γονείς του εστάθησαν άνωθεν και εκ προγόνων ευγενείς και ευσεβείς), δια τούτο έγινε και εις τους πολέμους λαμπρότατος και επιτηδειότατος. Όθεν και όταν άρχισε να ευγάνη τρίχας, έγινεν από τον βασιλέα Διοκλητιανόν τριβούνος ονομαστότατος του Νουμέρου. Έπειτα έγινε και κόμης δια την ανίκητον ανδρίαν του. Έως τότε όμως εκρύπτετο ότι είναι Χριστιανός. Όταν δε έφθασεν ο Άγιος εις τον εικοστόν χρόνον της ηλικίας του, απέθανεν ο πατήρ του μέσα εις τους αγώνας, τους οποίους έλαβε δια την ευσέβειαν. Και λοιπόν πέρνωντας την μητέρα του, ανεχώρησεν από την Καππαδοκίαν, και επήγεν εις την Παλαιστίνην την πατρίδα της μητρός του, εις την οποίαν είχεν υποστατικά πολλά, και κληρονομίαν μητρικήν.
Αφ’ ου δε η μήτηρ του ετελεύτησεν, έμειναν εις τον Άγιον άσπρα πολλά, και περιουσία πολλών πραγμάτων. Τα οποία όλα άσπρα πέρνωντας μαζί του, επήγεν εις τον Διοκλητιανόν (2) αγαπώντας δια να λάβη μεγαλιτέραν αξίαν. Βλέπωντας δε την τόσην πολλήν μανίαν, οπού είχεν ο τύραννος κατά των Χριστιανών, απεφάσισε, να μοιράση μεν εις τους πτωχούς και πένητας τα άσπρα οπού είχε μαζί του. Να κηρύξη δε τον εαυτόν του έμπροσθεν εις τον Διοκλητιανόν και όλην την βουλήν, ότι είναι Χριστιανός. Το οποίον τούτο και έκαμεν. Όθεν αφ’ ου διεμοίρασεν ογλίγωρα τα άσπρα, και ηλευθέρωσε τους δούλους του, και έκαμε διαθήκην δια τα πράγματα οπού είχεν εις την Παλαιστίνην· τότε κατά την τρίτην ημέραν της αθέου βουλής (βουλήν γαρ άνομον εβουλεύθη ο Διοκλητιανός και οι συν αυτώ, να αφανίσουν από τον κόσμον τους Χριστιανούς), τότε, λέγω, αυτοκάλεστος επήγεν ο μέγας Γεώργιος εις το μέσον του βουλευτηρίου, εις καιρόν οπού ήτον παρών και ο Διοκλητιανός. Και λαμπρώς ανακηρύξας τον Χριστόν Θεόν αληθινόν και Υιόν Θεού, παρρησιάζεται τον Χριστιανισμόν και την ευσέβειαν. Όθεν ευθύς παραδίδεται ο του Χριστού γενναίος αγωνιστής, εις διάφορα και σχεδόν αμέτρητα παιδευτήρια. Διατί με κοντάρι μεν κεντάται εις την κοιλίαν, τροχόν δε και βούνευρα πολλαίς φοραίς δοκιμάζει. Και μέσα εις λάκκον γεμάτον ασβέστην βάλλεται. Επειδή δε εφυλάχθη αβλαβής από όλα αυτά δια της θείας χάριτος, τούτου χάριν ετράβιξεν εις την του Χριστού πίστιν την γυναίκα του Διοκλητιανού Αλεξάνδραν, ομοίως δε επίστρεψε και ένα γεωργόν, Γλυκέριον ονόματι, με το να ανέστησε το βόδι του. Και Αθανάσιόν τινα, με το να ανέστησεν αυτόν από τους νεκρούς. Και απλώς ειπείν, πλήθος σχεδόν άπειρον ανθρώπων επίστρεψεν εις τον Χριστόν, με τα διάφορα θαύματα οπού ετέλεσε δια του ονόματος του Χριστού. Αφ’ ου δε ταύτα ούτως εποίησε, ρίπτεται σιδηροδέσμιος μέσα εις την φυλακήν. Κατά δε την νύκτα εκείνην φαίνεται ο Χριστός εις τον ύπνον του, και ευαγγελίζεται εις αυτόν τα αγαθά οπού έμελλε να κληρονομήση.
Εξυπνήσας δε ο Άγιος μετά χαράς, ευχαρίστει τον Θεόν, και τον δεσμοφύλακα παρεκάλει, δια να αφήση τον υπηρέτην του να έλθη μέσα εις την φυλακήν, ότι εστέκετο έξω και επρόσμενεν. (Ούτος δε και το Μαρτύριον του Αγίου συνέγραψε με ακρίβειαν.) Εμβάς λοιπόν ο υπηρέτης εις την φυλακήν, και βλέπωντας τον αυθέντην του εις τα δεσμά, επροσκύνησεν αυτόν, και έπεσεν εις τους πόδας του κλαίωντας. Ο δε Άγιος ανέστησεν αυτόν, λέγωντάς του, να χαίρη. Έπειτα εδιηγήθη εις αυτόν και το όραμα οπού είδε. Και ακολούθως προστάζει αυτόν, ότι μετά τον θάνατόν του, να πάρη το σώμα του και να το υπάγη εις την Παλαιστίνην. Ομοίως να πάρη και την διαθήκην, οπού εποίησε προ του να παρρησιασθή. Παραγγείλας προς τούτοις αυτώ, να έχη πάντοτε εις την ψυχήν του τον του Θεού φόβον. Ο δε υπηρέτης υποσχεθείς να φυλάξη τα παραγγελθέντα, ευγήκεν από την φυλακήν. Κατά δε την ερχομένην ημέραν, εφέρθη πάλιν ο Μάρτυς εις εξέτασιν, και μη πεισθείς να θυσιάση εις τον Απόλλωνα, αλλά μάλλον δια προσευχής του κρημνίσας τα εν τω ναώ τούτου είδωλα, δια ξίφους την κεφαλήν αποκόπτεται. Ο δε υπηρέτης του Αγίου πέρνωντας το πολλά τίμιον αυτού λείψανον, ομοίως και την διαθήκην του, επήγεν εις την Παλαιστίνην, και εις αυτήν ενταφίασεν ευλαβώς και εντίμως το ιερόν εκείνο σώμα, ομού με άλλους Χριστιανούς. Και τελειόνοι με ευχάριστον γνώμην, όλα όσα είχε διατάξη ο Άγιος.
Δεν επέρασε πολύς καιρός εν τω μεταξύ, και διέλαμψεν η ευσέβεια, και ο Μέγας και αοίδιμος Κωνσταντίνος, ο βασιλεύς και ισαπόστολος, εβασίλευσε. Τότε λοιπόν ευκαιρίαν λαβόντες οι της ευσεβείας και του Αγίου Μάρτυρος Γεωργίου φίλοι και ερασταί, κτίζουσι Ναόν χαριέστατον ομού και ωραιότατον εις την Λύδδαν (3), και ανακομίσαντες από τον αφανή τόπον, εις τον οποίον ευρίσκετο πρότερον το πολύαθλον και άγιον σώμα του Μάρτυρος, το πολλού φωτός άξιον, τούτο αποθησαυρίζουσιν εις τον παρ’ αυτών οικοδομηθέντα νεόκτιστον Ναόν. Και δια της καταθέσεως του λειψάνου τελούσι του Ναού τα εγκαίνια, κατά την παρούσαν τρίτην ημέραν του Νοεμβρίου μηνός. Το δε του Αγίου λείψανον επήγαζεν αεννάως κρουνούς θαυμάτων, εις τους πιστώς αυτώ πλησιάζοντας. Οίδε γαρ ο Θεός δοξάζειν τους αυτόν δοξάζοντας. Από τότε λοιπόν η αγία του Χριστού Εκκλησία εορτάζει ετησίως κατά την σημερινήν ημέραν, την ανακομιδήν του λειψάνου του Αγίου Γεωργίου, εις δόξαν και αίνεσιν Χριστού του αληθινού Θεού ημών, και του αυτού Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου (4). (Τούτο το ίδιον Συναξάριον είναι μεταφρασμένον και εις τον Νέον Παράδεισον.)
(1) Σημειούμεν ενταύθα, ότι το παλαιόν δίστιχον παρελείφθη. Διατί ήτον πάντη άμετρον. Αντί εκείνου δε, συνετέθη τούτο.
(2) Πού άράγε ευρίσκετο τότε ο Διοκλητιανός; Ερεύνησα πολλά περί τούτου, αλλά δεν εδυνήθην να εύρω προσδιωρισμένως τον τόπον. Όσον όμως εκ του βίου του, πιθανόν φαίνεται, ότι ευρίσκετο εις την βασίλειον καθέδραν της Ρώμης, οπού και ο μέγας Γεώργιος απελθών, εμαρτύρησεν. Ερώτησα περί τούτου και μερικούς διδασκάλους, και εύρον αυτούς συμφώνους με την γνώμην ταύτην.
(3) Ο Ναός του Αγίου Γεωργίου, εν ω έγινεν η κατάθεσις του τιμίου σώματός του, ευρίσκεται εις την κωμόπολιν Λύδδαν, απέχουσαν έξι ώρας μακράν από την Εμμαούς. Την σήμερον δε είναι κρημνισμένος, σώζεται δε μόνον το άγιον Βήμα και ο τάφος του Αγίου, όπου και λειτουργούσιν οι Χριστιανοί.
(4) Σημείωσαι, ότι η εμή αδυναμία εφιλοπόνησεν εις την ανακομιδήν ταύτην του λειψάνου του Αγίου Γεωργίου, Ακολουθίαν τελείαν. Επειδή εν τοις Μηναίοις ουδέ γρυ περί αυτής αναφέρεται. Ομοίως και εγκώμιον απλοϊκή φράσει συντεθειμένον. Έχει δε εις αυτήν και ελληνικόν εγκώμιον Αρκάδιος ο Επίσκοπος Κύπρου, ου η αρχή· «Συγκαλεί πάλιν ημάς ω φιλόχριστοι». Σώζονται ταύτα εν τω άνωθεν των Καρεών κειμένω κελλίω του Αγίου Γεωργίου, του αοιδίμου παπά Παρθενίου Σκούρτου. (Ου τα λείψανα ο Θεός ετίμησεν ευωδία πνευματική.) Και ο βουλόμενος, ζητησάτω ταύτα.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Ακεψιμάς εν ειρήνη τελειούται.
Τήξας εαυτόν εγκρατεία και πόνοις,
Ακεψιμάς απήλθεν ένθα μη πόνοι.
Ούτος ήτον κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του Μεγάλου, εν έτει τπβ’ [383]. Κλείσας δε τον εαυτόν του μέσα εις ένα εσκαμμένον τόπον, εκεί διεπέρασεν εξήντα χρόνους, χωρίς να τον ιδή τινας, και χωρίς να ομιλήση με άνθρωπον. Αλλά επιστρέφων τον νουν του εις την καρδίαν του, εθεώρει νοερώς τον Θεόν, και από εκείνον εδέχετο κάθε παρηγορίαν. Ο δε τόπος εκείνος, δεν ήτον κατ’ ευθείαν εσκαμμένος, αλλά ήτον κατεσκευασμένος πλαγίως και με γυρίσματα, καθώς είναι ο έλικας της αμπέλου. Το φαγητόν του δε ήτον, φακή βρεγμένη με νερόν. Εύγαινε δε δύω φοραίς την εβδομάδα, και έπερνε το αρκετόν νερόν από την εκεί πλησιάζουσαν βρύσιν, χωρίς να βλέπεται από τινα άνθρωπον. Ούτος λοιπόν ποιήσας πολλά θαύματα, και την αξίαν του Ιερέως με βίαν καταδεχθείς, εν ειρήνη βαθεία προς Κύριον εξεδήμησε (5).
(5) Τον Βίον τούτου του Ακεψιμά συνέγραψεν ο Κύρου Θεοδώρητος, εν αριθμώ ιε’ της Φιλοθέου Ιστορίας, αφ’ ου και ηρανίσθη το Συναξάριον τούτο. Προσθέττει δε αυτός εκεί, ότι μίαν φοράν επήγε να πάρη νερόν την νύκτα, ένας δε βοσκός νομίσας ότι είναι λύκος, ηθέλησε να του κτυπήση με την σφενδόνην. Έμεινεν όμως ακίνητον το χέρι του, έως οπού ο Όσιος επήρε το νερόν και εγύρισεν εις την καλύβην του. Άλλοτε δε επήγεν ένας με περιέργειαν κακήν, και ανέβη επάνω εις την πλάτανον, ήτις ήτον φυτευμένη εις τον φράκτην του κελλίου του, δια να ιδή τι κάμνει ο Άγιος. Αλλά παρευθύς επιάσθη το ήμισυ του σώματός του από κεφαλής έως ποδών. Προσπεσών δε εκείνος τω Αγίω, και την αμαρτίαν του ομολογήσας, έλαβε παραγγελίαν να κόψη την πλάτανον, δια να μη πάθη και άλλος το όμοιον. Μαζί δε με το κόψιμον της πλατάνου, έλαβε και την υγείαν του. Προείδε δε την κοίμησίν του ο Όσιος προ πεντήκοντα ημερών. Και επειδή εγνώρισεν, ότι έμελλε να πάρουν το σώμα του μετά θάνατον, παρήγγειλε με όρκους να θάψουν αυτό εκεί εις το ησυχαστήριόν του. Είτα προσθέττει ο Θεοδώρητος τα γλαφυρά ταύτα· «Ούτω και της μετά θάνατον ευτελείας επεμελούντο των Ουρανών οι πολίται, και ούτε παριόντες μέγα φρονείν ηνέσχοντο πώποτε. Και τελευτήσαντες το παρά ανθρώπων ουκ επεσπάσαντο γέρας. Αλλά το φίλτρον άπαν εις τον νυμφίον μετέθεσαν, κατά τας σωφρονούσας γυναίκας, αι παρά μόνων των ομοζύγων, και φιλείσθαι και επαινείσθαι σπουδάζουσι, της παρ’ άλλων ευφημίας καταφρονούσαι».
*
Μνήμη του Αγίου Αχεμενίδου του Ομολογητού.
Αχεμενίδης τον Θεόν ποθών Λόγον,
Δόξης αφειδεί πατρικής και βασάνων.
Εις τας ημέρας Ισδιγέρδου του υιού Γοροράνη βασιλέως Περσών, και Θεοδοσίου του μικρού βασιλέως Ρωμαίων, εν έτει υι’ [410], εχρημάτισεν ο Αχεμενίδης ούτος, άνδρας θαυμαστός, υιός του επάρχου της πόλεως. Ούτος γαρ παραιτήσας την θρησκείαν του πατρός του, επίστευσεν εις τον Χριστόν. Τούτο δε μαθών ο βασιλεύς, πολλά ηγωνίσθη δια να τον γυρίση εις την προτέραν του θρησκείαν, και επειδή δεν εδυνήθη, εγύμνωσεν αυτόν από τον πλούτον οπού είχεν, από τα φορέματα οπού εφόρει, και τα αξιώματα οπού τον εστόλιζον. Και επρόσταξε να τραβίζη γυμνός τας καμήλους του στρατεύματος, έχων μόνον ένα περίζωμα εις την μέσην του. Αφ’ ου δε επέρασαν πολλαί ημέραι, έσκυψεν ο βασιλεύς από την καμάραν, και είδε τον άριστον άνδρα εκείνον, οπού κατεκαίετο από τον ήλιον, και ήτον γεμάτος από πολύν κονιορτόν. Όθεν και ενθυμήθη την περιφάνειαν και δόξαν οπού είχεν εκ του πατρός του, και επρόσταξε να έλθη και να φορέση υποκάμισον.
Έπειτα νομίσας, ότι εμαλακώθη από την προτέραν σκληραγωγίαν και την καταισχύνην, οπού έπαθε, λέγει εις αυτόν. Τώρα καν οπού ελευθερώθης από την προτέραν εκείνην φιλονεικίαν σου, απόβαλε του τέκτονος τον υιόν: ήτοι τον Χριστόν. Ο δε Άγιος πλησθείς από ζήλον, έσχισε το υποκάμισον οπού τον εφόρεσε. Και ρίψας αυτό εις τον βασιλέα, είπεν. Ανίσως εσύ νομίζης, ότι δια το υποκάμισόν σου τούτο, εγώ έχω να αφήσω την ευσέβειάν μου, έχε αυτό μαζί με την ασέβειάν σου. Ταύτην την παρρησίαν βλέπωντας ο βασιλεύς, εδίωξεν αυτόν γυμνόν από τα βασίλεια. Ούτος λοιπόν ευσεβώς και θεαρέστως διαπεράσας την ζωήν του, εν ειρήνη εκοιμήθη ο τρισμακάριος, και έλαβε τον της ομολογίας στέφανον (6).
(6) Τούτου το Μαρτύριον συνέγραψεν ο Κύρου Θεοδώρητος, εν κεφαλαίω λη’ του πέμπτου βιβλίου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας. Τούτον δε ονομάζει και Ορμίσδην. Όρα περί τούτου εις την τριακοστήν πρώτην του Μαρτίου εν τω Συναξαρίω του Επισκόπου Αυδά.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και Ομολογητού Θεοδώρου, Επισκόπου Αγκύρας.
Δώρον συ δωρή τη πόλει της Αγκύρας,
Ω Θεόδωρε εκ Θεού του των όλων.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Λάσιος, Σεβήρος, Ανδρωνάς, Θεόδοτος, και Θεοδότη, ξίφει τελειούνται.
Σύμμαρτυς έστω και γυνή τοις ανδράσι,
Τετμημένοις τέσσαρσι συντετμημένη.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Ηλίας εν ειρήνη τελειούται.
Των αρετών εις άρμα προβάς Ηλίας,
Πόλω προσήλθεν ώσπερ άλλος Ηλίας.
*
Οι Άγιοι εννέα Μάρτυρες ξίφει τελειούνται.
Ψυχαίς ατρέπτοις χερσί τμηθέντες πλάνων,
Πλάνην περιτρέπουσιν άνδρες εννέα.
*
Οι Άγιοι εικοσιοκτώ Μάρτυρες πυρί τελειούνται.
Φλέγουσιν άνδρας πέντε δις και δις δύω (ήτοι δεκατέσσαρας),
Οις συμφλέγουσι πέντε δις και δις δύω (ήτοι δεκατέσσαρας).
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Γ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀκεψιμᾶ, Ἰωσήφ, καὶ Ἀειθαλᾶ.
Ἀκεψιμᾶν κτείνουσιν ἐκ ῥαβδισμάτων.
Ἀκεψιμᾶ δέ, τοὺς φίλους ἐκ λευσμάτων.
Τύψαν Ἀκεψιμᾶν τριτάτῃ, λεῦσαν δὲ συνάθλους.
Οὗτοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Σαβωρίου βασιλέως Περσῶν, ἐν ἔτει τλ΄ [330], πιασθέντες δὲ ὡς Χριστιανοί, παρεστάθησαν ἔμπροσθεν εἰς τὸν ἀρχιμάγειρον τοῦ βασιλέως Ἀδραχοσχάρ, καὶ ἐπειδὴ ἐξετασθέντες, δὲν ἐπείσθησαν νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστόν, διὰ τοῦτο, ὁ μὲν Ἅγιος Ἀκεψιμᾶς, ἐδάρθη μὲ ῥαβδία ἀκανθωτὰ τῆς ῥοδίας, ὁ δὲ Ἅγιος Ἰωσήφ, τεντόνεται τόσον πολλὰ καὶ δέρνεται, ὥστε ὁποῦ ἐχωρίσθησαν ᾑ σάρκες του ἕως εἰς τὰ κόκκαλα. Καὶ ἔπειτα ἐρρίφθη δεμένος εἰς τὴν φυλακήν. Τοῦ δὲ Ἁγίου Ἀειθαλᾶ ἔδεσαν τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας ὑποκάτω εἰς τὰ γόνατά του. Καὶ τόσον πολλὰ τὸν ἔδειραν, ὥστε ὁποῦ αἱ ἁρμονίαι τοῦ σώματός του εὐγῆκαν ἀπὸ τὸν τόπον αὐτῶν. Καὶ οὕτως ἔρριψαν αὐτὸν εἰς τὴν φυλακήν. Μετὰ ταῦτα πάλιν, ὁ μὲν Ἅγιος Ἀκεψιμᾶς ἐδάρθη ἀπὸ τριάντα στρατιώτας. Καὶ οὕτω μέσα εἰς τὰς βασάνους παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ. Ὁ δὲ Ἅγιος Ἰωσήφ, κρεμασθεὶς κατακέφαλα, ἐκαταξεσχίσθη ἀρκετά, καὶ ἔπειτα ἐλιθοβολήθη. Ὁ δὲ Ἅγιος Ἀειθαλᾶς, τεντωθεὶς ἀπὸ τέσσαρας στρατιώτας, ἐδάρθη. Εἶτα ἐκρεμάσθη καὶ αὐτὸς κατακέφαλα, καὶ οὕτω τὴν ψυχήν του παρέδωκε τῷ Κυρίῳ. Καὶ μὲ τοιοῦτον τρόπον ἔλαβον καὶ οἱ τρεῖς τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῶν, ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον. Ἑλληνιστὶ δὲ συνέγραψε τὸν Βίον τούτων ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἐλύττα κατὰ Χριστιανῶν Σαβώριος». Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἑορτάζομεν τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ ἐν Λύδδῃ, ἤτοι τὴν ἀνακομιδὴν καὶ κατάθεσιν τοῦ ἁγίου σώματος αὐτοῦ.
Ναοῦ τὰ ἐγκαίνια Μάρτυς καὶ θέσιν,
Τῶν λειψάνων σου, νῦν γεραίρει ἡ κτίσις (1).
Οὗτος ὁ ἔνδοξος τοῦ Χριστοῦ Μεγαλομάρτυς Γεώργιος, ἀπὸ μὲν τὸν πατέρα του, ἦτον Καππαδόκης τὸ γένος, ἀπὸ δὲ τὴν μητέρα του, ἦτον Παλαιστῖνος. Ἐπειδὴ δὲ ἔτυχε φύσιν καὶ ἀνατροφὴν καλήν, καὶ ῥίζαν εὐγενικήν (οἱ γὰρ γονεῖς του ἐστάθησαν ἄνωθεν καὶ ἐκ προγόνων εὐγενεῖς καὶ εὐσεβεῖς), διὰ τοῦτο ἔγινε καὶ εἰς τοὺς πολέμους λαμπρότατος καὶ ἐπιτηδειότατος. Ὅθεν καὶ ὅταν ἄρχισε νὰ εὐγάνῃ τρίχας, ἔγινεν ἀπὸ τὸν βασιλέα Διοκλητιανὸν τριβοῦνος ὀνομαστότατος τοῦ Νουμέρου. Ἔπειτα ἔγινε καὶ κόμης διὰ τὴν ἀνίκητον ἀνδρίαν του. Ἕως τότε ὅμως ἐκρύπτετο ὅτι εἶναι Χριστιανός. Ὅταν δὲ ἔφθασεν ὁ Ἅγιος εἰς τὸν εἰκοστὸν χρόνον τῆς ἡλικίας του, ἀπέθανεν ὁ πατήρ του μέσα εἰς τοὺς ἀγῶνας, τοὺς ὁποίους ἔλαβε διὰ τὴν εὐσέβειαν. Καὶ λοιπὸν πέρνωντας τὴν μητέρα του, ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν Καππαδοκίαν, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Παλαιστίνην τὴν πατρίδα τῆς μητρός του, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχεν ὑποστατικὰ πολλά, καὶ κληρονομίαν μητρικήν.
Ἀφ’ οὗ δὲ ἡ μήτηρ του ἐτελεύτησεν, ἔμειναν εἰς τὸν Ἅγιον ἄσπρα πολλά, καὶ περιουσία πολλῶν πραγμάτων. Τὰ ὁποῖα ὅλα ἄσπρα πέρνωντας μαζί του, ἐπῆγεν εἰς τὸν Διοκλητιανὸν (2) ἀγαπῶντας διὰ νὰ λάβῃ μεγαλιτέραν ἀξίαν. Βλέπωντας δὲ τὴν τόσην πολλὴν μανίαν, ὁποῦ εἶχεν ὁ τύραννος κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ἀπεφάσισε, νὰ μοιράσῃ μὲν εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ πένητας τὰ ἄσπρα ὁποῦ εἶχε μαζί του. Νὰ κηρύξῃ δὲ τὸν ἑαυτόν του ἔμπροσθεν εἰς τὸν Διοκλητιανὸν καὶ ὅλην τὴν βουλήν, ὅτι εἶναι Χριστιανός. Τὸ ὁποῖον τοῦτο καὶ ἔκαμεν. Ὅθεν ἀφ’ οὗ διεμοίρασεν ὀγλίγωρα τὰ ἄσπρα, καὶ ἠλευθέρωσε τοὺς δούλους του, καὶ ἔκαμε διαθήκην διὰ τὰ πράγματα ὁποῦ εἶχεν εἰς τὴν Παλαιστίνην· τότε κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν τῆς ἀθέου βουλῆς (βουλὴν γὰρ ἄνομον ἐβουλεύθη ὁ Διοκλητιανὸς καὶ οἱ σὺν αὐτῷ, νὰ ἀφανίσουν ἀπὸ τὸν κόσμον τοὺς Χριστιανούς), τότε, λέγω, αὐτοκάλεστος ἐπῆγεν ὁ μέγας Γεώργιος εἰς τὸ μέσον τοῦ βουλευτηρίου, εἰς καιρὸν ὁποῦ ἦτον παρὼν καὶ ὁ Διοκλητιανός. Καὶ λαμπρῶς ἀνακηρύξας τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινὸν καὶ Υἱὸν Θεοῦ, παρρησιάζεται τὸν Χριστιανισμὸν καὶ τὴν εὐσέβειαν. Ὅθεν εὐθὺς παραδίδεται ὁ τοῦ Χριστοῦ γενναῖος ἀγωνιστής, εἰς διάφορα καὶ σχεδὸν ἀμέτρητα παιδευτήρια. Διατὶ μὲ κοντάρι μὲν κεντᾶται εἰς τὴν κοιλίαν, τροχὸν δὲ καὶ βούνευρα πολλαῖς φοραῖς δοκιμάζει. Καὶ μέσα εἰς λάκκον γεμάτον ἀσβέστην βάλλεται. Ἐπειδὴ δὲ ἐφυλάχθη ἀβλαβὴς ἀπὸ ὅλα αὐτὰ διὰ τῆς θείας χάριτος, τούτου χάριν ἐτράβιξεν εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν τὴν γυναῖκα τοῦ Διοκλητιανοῦ Ἀλεξάνδραν, ὁμοίως δὲ ἐπίστρεψε καὶ ἕνα γεωργόν, Γλυκέριον ὀνόματι, μὲ τὸ νὰ ἀνέστησε τὸ βόδι του. Καὶ Ἀθανάσιόν τινα, μὲ τὸ νὰ ἀνέστησεν αὐτὸν ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, πλῆθος σχεδὸν ἄπειρον ἀνθρώπων ἐπίστρεψεν εἰς τὸν Χριστόν, μὲ τὰ διάφορα θαύματα ὁποῦ ἐτέλεσε διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Ἀφ’ οὗ δὲ ταῦτα οὕτως ἐποίησε, ῥίπτεται σιδηροδέσμιος μέσα εἰς τὴν φυλακήν. Κατὰ δὲ τὴν νύκτα ἐκείνην φαίνεται ὁ Χριστὸς εἰς τὸν ὕπνον του, καὶ εὐαγγελίζεται εἰς αὐτὸν τὰ ἀγαθὰ ὁποῦ ἔμελλε νὰ κληρονομήσῃ.
Ἐξυπνήσας δὲ ὁ Ἅγιος μετὰ χαρᾶς, εὐχαρίστει τὸν Θεόν, καὶ τὸν δεσμοφύλακα παρεκάλει, διὰ νὰ ἀφήσῃ τὸν ὑπηρέτην του νὰ ἔλθῃ μέσα εἰς τὴν φυλακήν, ὅτι ἐστέκετο ἔξω καὶ ἐπρόσμενεν. (Οὗτος δὲ καὶ τὸ Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου συνέγραψε μὲ ἀκρίβειαν.) Ἐμβὰς λοιπὸν ὁ ὑπηρέτης εἰς τὴν φυλακήν, καὶ βλέπωντας τὸν αὐθέντην του εἰς τὰ δεσμά, ἐπροσκύνησεν αὐτόν, καὶ ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας του κλαίωντας. Ὁ δὲ Ἅγιος ἀνέστησεν αὐτόν, λέγωντάς του, νὰ χαίρῃ. Ἔπειτα ἐδιηγήθη εἰς αὐτὸν καὶ τὸ ὅραμα ὁποῦ εἶδε. Καὶ ἀκολούθως προστάζει αὐτόν, ὅτι μετὰ τὸν θάνατόν του, νὰ πάρῃ τὸ σῶμά του καὶ νὰ τὸ ὑπάγῃ εἰς τὴν Παλαιστίνην. Ὁμοίως νὰ πάρῃ καὶ τὴν διαθήκην, ὁποῦ ἐποίησε πρὸ τοῦ νὰ παρρησιασθῇ. Παραγγείλας πρὸς τούτοις αὐτῷ, νὰ ἔχῃ πάντοτε εἰς τὴν ψυχήν του τὸν τοῦ Θεοῦ φόβον. Ὁ δὲ ὑπηρέτης ὑποσχεθεὶς νὰ φυλάξῃ τὰ παραγγελθέντα, εὐγῆκεν ἀπὸ τὴν φυλακήν. Κατὰ δὲ τὴν ἐρχομένην ἡμέραν, ἐφέρθη πάλιν ὁ Μάρτυς εἰς ἐξέτασιν, καὶ μὴ πεισθεὶς νὰ θυσιάσῃ εἰς τὸν Ἀπόλλωνα, ἀλλὰ μᾶλλον διὰ προσευχῆς του κρημνίσας τὰ ἐν τῷ ναῷ τούτου εἴδωλα, διὰ ξίφους τὴν κεφαλὴν ἀποκόπτεται. Ὁ δὲ ὑπηρέτης τοῦ Ἁγίου πέρνωντας τὸ πολλὰ τίμιον αὐτοῦ λείψανον, ὁμοίως καὶ τὴν διαθήκην του, ἐπῆγεν εἰς τὴν Παλαιστίνην, καὶ εἰς αὐτὴν ἐνταφίασεν εὐλαβῶς καὶ ἐντίμως τὸ ἱερὸν ἐκεῖνο σῶμα, ὁμοῦ μὲ ἄλλους Χριστιανούς. Καὶ τελειόνοι μὲ εὐχάριστον γνώμην, ὅλα ὅσα εἶχε διατάξῃ ὁ Ἅγιος.
Δὲν ἐπέρασε πολὺς καιρὸς ἐν τῷ μεταξύ, καὶ διέλαμψεν ἡ εὐσέβεια, καὶ ὁ Μέγας καὶ ἀοίδιμος Κωνσταντῖνος, ὁ βασιλεὺς καὶ ἰσαπόστολος, ἐβασίλευσε. Τότε λοιπὸν εὐκαιρίαν λαβόντες οἱ τῆς εὐσεβείας καὶ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Γεωργίου φίλοι καὶ ἐρασταί, κτίζουσι Ναὸν χαριέστατον ὁμοῦ καὶ ὡραιότατον εἰς τὴν Λύδδαν (3), καὶ ἀνακομίσαντες ἀπὸ τὸν ἀφανῆ τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον εὑρίσκετο πρότερον τὸ πολύαθλον καὶ ἅγιον σῶμα τοῦ Μάρτυρος, τὸ πολλοῦ φωτὸς ἄξιον, τοῦτο ἀποθησαυρίζουσιν εἰς τὸν παρ’ αὐτῶν οἰκοδομηθέντα νεόκτιστον Ναόν. Καὶ διὰ τῆς καταθέσεως τοῦ λειψάνου τελοῦσι τοῦ Ναοῦ τὰ ἐγκαίνια, κατὰ τὴν παροῦσαν τρίτην ἡμέραν τοῦ Νοεμβρίου μηνός. Τὸ δὲ τοῦ Ἁγίου λείψανον ἐπήγαζεν ἀεννάως κρουνοὺς θαυμάτων, εἰς τοὺς πιστῶς αὐτῷ πλησιάζοντας. Οἶδε γὰρ ὁ Θεὸς δοξάζειν τοὺς αὐτὸν δοξάζοντας. Ἀπὸ τότε λοιπὸν ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἑορτάζει ἐτησίως κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν, τὴν ἀνακομιδὴν τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, εἰς δόξαν καὶ αἴνεσιν Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καὶ τοῦ αὐτοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου (4). (Τοῦτο τὸ ἴδιον Συναξάριον εἶναι μεταφρασμένον καὶ εἰς τὸν Νέον Παράδεισον.)
(1) Σημειοῦμεν ἐνταῦθα, ὅτι τὸ παλαιὸν δίστιχον παρελείφθη. Διατὶ ἦτον πάντῃ ἄμετρον. Ἀντὶ ἐκείνου δέ, συνετέθη τοῦτο.
(2) Ποῦ ἆράγε εὑρίσκετο τότε ὁ Διοκλητιανός; Ἐρεύνησα πολλὰ περὶ τούτου, ἀλλὰ δὲν ἐδυνήθην νὰ εὕρω προσδιωρισμένως τὸν τόπον. Ὅσον ὅμως ἐκ τοῦ βίου του, πιθανὸν φαίνεται, ὅτι εὑρίσκετο εἰς τὴν βασίλειον καθέδραν τῆς Ῥώμης, ὁποῦ καὶ ὁ μέγας Γεώργιος ἀπελθών, ἐμαρτύρησεν. Ἐρώτησα περὶ τούτου καὶ μερικοὺς διδασκάλους, καὶ εὗρον αὐτοὺς συμφώνους μὲ τὴν γνώμην ταύτην.
(3) Ὁ Ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν ᾧ ἔγινεν ἡ κατάθεσις τοῦ τιμίου σώματός του, εὑρίσκεται εἰς τὴν κωμόπολιν Λύδδαν, ἀπέχουσαν ἕξι ὥρας μακρὰν ἀπὸ τὴν Ἐμμαούς. Τὴν σήμερον δὲ εἶναι κρημνισμένος, σῴζεται δὲ μόνον τὸ ἅγιον Βῆμα καὶ ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου, ὅπου καὶ λειτουργοῦσιν οἱ Χριστιανοί.
(4) Σημείωσαι, ὅτι ἡ ἐμὴ ἀδυναμία ἐφιλοπόνησεν εἰς τὴν ἀνακομιδὴν ταύτην τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, Ἀκολουθίαν τελείαν. Ἐπειδὴ ἐν τοῖς Μηναίοις οὐδὲ γρῦ περὶ αὐτῆς ἀναφέρεται. Ὁμοίως καὶ ἐγκώμιον ἁπλοϊκῇ φράσει συντεθειμένον. Ἔχει δὲ εἰς αὐτὴν καὶ ἑλληνικὸν ἐγκώμιον Ἀρκάδιος ὁ Ἐπίσκοπος Κύπρου, οὗ ἡ ἀρχή· «Συγκαλεῖ πάλιν ἡμᾶς ὦ φιλόχριστοι». Σῴζονται ταῦτα ἐν τῷ ἄνωθεν τῶν Καρεῶν κειμένῳ κελλίῳ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τοῦ ἀοιδίμου παπᾶ Παρθενίου Σκούρτου. (Οὗ τὰ λείψανα ὁ Θεὸς ἐτίμησεν εὐωδίᾳ πνευματικῇ.) Καὶ ὁ βουλόμενος, ζητησάτω ταῦτα.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ἀκεψιμᾶς ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Τήξας ἑαυτὸν ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις,
Ἀκεψιμᾶς ἀπῆλθεν ἔνθα μὴ πόνοι.
Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου, ἐν ἔτει τπβ΄ [383]. Κλείσας δὲ τὸν ἑαυτόν του μέσα εἰς ἕνα ἐσκαμμένον τόπον, ἐκεῖ διεπέρασεν ἑξῆντα χρόνους, χωρὶς νὰ τὸν ἰδῇ τινας, καὶ χωρὶς νὰ ὁμιλήσῃ μὲ ἄνθρωπον. Ἀλλὰ ἐπιστρέφων τὸν νοῦν του εἰς τὴν καρδίαν του, ἐθεώρει νοερῶς τὸν Θεόν, καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον ἐδέχετο κάθε παρηγορίαν. Ὁ δὲ τόπος ἐκεῖνος, δὲν ἦτον κατ’ εὐθεῖαν ἐσκαμμένος, ἀλλὰ ἦτον κατεσκευασμένος πλαγίως καὶ μὲ γυρίσματα, καθὼς εἶναι ὁ ἕλικας τῆς ἀμπέλου. Τὸ φαγητόν του δὲ ἦτον, φακὴ βρεγμένη μὲ νερόν. Εὔγαινε δὲ δύω φοραῖς τὴν ἑβδομάδα, καὶ ἔπερνε τὸ ἀρκετὸν νερὸν ἀπὸ τὴν ἐκεῖ πλησιάζουσαν βρύσιν, χωρὶς νὰ βλέπεται ἀπό τινα ἄνθρωπον. Οὗτος λοιπὸν ποιήσας πολλὰ θαύματα, καὶ τὴν ἀξίαν τοῦ Ἱερέως μὲ βίαν καταδεχθείς, ἐν εἰρήνῃ βαθείᾳ πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε (5).
(5) Τὸν Βίον τούτου τοῦ Ἀκεψιμᾶ συνέγραψεν ὁ Κύρου Θεοδώρητος, ἐν ἀριθμῷ ιε΄ τῆς Φιλοθέου Ἱστορίας, ἀφ’ οὗ καὶ ἠρανίσθη τὸ Συναξάριον τοῦτο. Προσθέττει δὲ αὐτὸς ἐκεῖ, ὅτι μίαν φορὰν ἐπῆγε νὰ πάρῃ νερὸν τὴν νύκτα, ἕνας δὲ βοσκὸς νομίσας ὅτι εἶναι λύκος, ἠθέλησε νὰ τοῦ κτυπήσῃ μὲ τὴν σφενδόνην. Ἔμεινεν ὅμως ἀκίνητον τὸ χέρι του, ἕως ὁποῦ ὁ Ὅσιος ἐπῆρε τὸ νερὸν καὶ ἐγύρισεν εἰς τὴν καλύβην του. Ἄλλοτε δὲ ἐπῆγεν ἕνας μὲ περιέργειαν κακήν, καὶ ἀνέβη ἐπάνω εἰς τὴν πλάτανον, ἥτις ἦτον φυτευμένη εἰς τὸν φράκτην τοῦ κελλίου του, διὰ νὰ ἰδῇ τί κάμνει ὁ Ἅγιος. Ἀλλὰ παρευθὺς ἐπιάσθη τὸ ἥμισυ τοῦ σώματός του ἀπὸ κεφαλῆς ἕως ποδῶν. Προσπεσὼν δὲ ἐκεῖνος τῷ Ἁγίῳ, καὶ τὴν ἁμαρτίαν του ὁμολογήσας, ἔλαβε παραγγελίαν νὰ κόψῃ τὴν πλάτανον, διὰ νὰ μὴ πάθῃ καὶ ἄλλος τὸ ὅμοιον. Μαζὶ δὲ μὲ τὸ κόψιμον τῆς πλατάνου, ἔλαβε καὶ τὴν ὑγείαν του. Προεῖδε δὲ τὴν κοίμησίν του ὁ Ὅσιος πρὸ πεντήκοντα ἡμερῶν. Καὶ ἐπειδὴ ἐγνώρισεν, ὅτι ἔμελλε νὰ πάρουν τὸ σῶμά του μετὰ θάνατον, παρήγγειλε μὲ ὅρκους νὰ θάψουν αὐτὸ ἐκεῖ εἰς τὸ ἡσυχαστήριόν του. Εἶτα προσθέττει ὁ Θεοδώρητος τὰ γλαφυρὰ ταῦτα· «Οὕτω καὶ τῆς μετὰ θάνατον εὐτελείας ἐπεμελοῦντο τῶν Οὐρανῶν οἱ πολῖται, καὶ οὔτε παριόντες μέγα φρονεῖν ἠνέσχοντο πώποτε. Καὶ τελευτήσαντες τὸ παρὰ ἀνθρώπων οὐκ ἐπεσπάσαντο γέρας. Ἀλλὰ τὸ φίλτρον ἅπαν εἰς τὸν νυμφίον μετέθεσαν, κατὰ τὰς σωφρονούσας γυναῖκας, αἳ παρὰ μόνων τῶν ὁμοζύγων, καὶ φιλεῖσθαι καὶ ἐπαινεῖσθαι σπουδάζουσι, τῆς παρ’ ἄλλων εὐφημίας καταφρονοῦσαι».
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀχεμενίδου τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ἀχεμενίδης τὸν Θεὸν ποθῶν Λόγον,
Δόξης ἀφειδεῖ πατρικῆς καὶ βασάνων.
Εἰς τὰς ἡμέρας Ἰσδιγέρδου τοῦ υἱοῦ Γοροράνη βασιλέως Περσῶν, καὶ Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ βασιλέως Ῥωμαίων, ἐν ἔτει υι΄ [410], ἐχρημάτισεν ὁ Ἀχεμενίδης οὗτος, ἄνδρας θαυμαστός, υἱὸς τοῦ ἐπάρχου τῆς πόλεως. Οὗτος γὰρ παραιτήσας τὴν θρῃσκείαν τοῦ πατρός του, ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν. Τοῦτο δὲ μαθὼν ὁ βασιλεύς, πολλὰ ἠγωνίσθη διὰ νὰ τὸν γυρίσῃ εἰς τὴν προτέραν του θρῃσκείαν, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐδυνήθη, ἐγύμνωσεν αὐτὸν ἀπὸ τὸν πλοῦτον ὁποῦ εἶχεν, ἀπὸ τὰ φορέματα ὁποῦ ἐφόρει, καὶ τὰ ἀξιώματα ὁποῦ τὸν ἐστόλιζον. Καὶ ἐπρόσταξε νὰ τραβίζῃ γυμνὸς τὰς καμήλους τοῦ στρατεύματος, ἔχων μόνον ἕνα περίζωμα εἰς τὴν μέσην του. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν πολλαὶ ἡμέραι, ἔσκυψεν ὁ βασιλεὺς ἀπὸ τὴν καμάραν, καὶ εἶδε τὸν ἄριστον ἄνδρα ἐκεῖνον, ὁποῦ κατεκαίετο ἀπὸ τὸν ἥλιον, καὶ ἦτον γεμάτος ἀπὸ πολὺν κονιορτόν. Ὅθεν καὶ ἐνθυμήθη τὴν περιφάνειαν καὶ δόξαν ὁποῦ εἶχεν ἐκ τοῦ πατρός του, καὶ ἐπρόσταξε νὰ ἔλθῃ καὶ νὰ φορέσῃ ὑποκάμισον.
Ἔπειτα νομίσας, ὅτι ἐμαλακώθη ἀπὸ τὴν προτέραν σκληραγωγίαν καὶ τὴν καταισχύνην, ὁποῦ ἔπαθε, λέγει εἰς αὐτόν. Τώρα κᾂν ὁποῦ ἐλευθερώθης ἀπὸ τὴν προτέραν ἐκείνην φιλονεικίαν σου, ἀπόβαλε τοῦ τέκτονος τὸν υἱόν: ἤτοι τὸν Χριστόν. Ὁ δὲ Ἅγιος πλησθεὶς ἀπὸ ζῆλον, ἔσχισε τὸ ὑποκάμισον ὁποῦ τὸν ἐφόρεσε. Καὶ ῥίψας αὐτὸ εἰς τὸν βασιλέα, εἶπεν. Ἀνίσως ἐσὺ νομίζῃς, ὅτι διὰ τὸ ὑποκάμισόν σου τοῦτο, ἐγὼ ἔχω νὰ ἀφήσω τὴν εὐσέβειάν μου, ἔχε αὐτὸ μαζὶ μὲ τὴν ἀσέβειάν σου. Ταύτην τὴν παρρησίαν βλέπωντας ὁ βασιλεύς, ἐδίωξεν αὐτὸν γυμνὸν ἀπὸ τὰ βασίλεια. Οὗτος λοιπὸν εὐσεβῶς καὶ θεαρέστως διαπεράσας τὴν ζωήν του, ἐν εἰρήνῃ ἐκοιμήθη ὁ τρισμακάριος, καὶ ἔλαβε τὸν τῆς ὁμολογίας στέφανον (6).
(6) Τούτου τὸ Μαρτύριον συνέγραψεν ὁ Κύρου Θεοδώρητος, ἐν κεφαλαίῳ λη΄ τοῦ πέμπτου βιβλίου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας. Τοῦτον δὲ ὀνομάζει καὶ Ὁρμίσδην. Ὅρα περὶ τούτου εἰς τὴν τριακοστὴν πρώτην τοῦ Μαρτίου ἐν τῷ Συναξαρίῳ τοῦ Ἐπισκόπου Αὐδᾶ.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν καὶ Ὁμολογητοῦ Θεοδώρου, Ἐπισκόπου Ἀγκύρας.
Δῶρον σὺ δωρῇ τῇ πόλει τῆς Ἀγκύρας,
Ὦ Θεόδωρε ἐκ Θεοῦ τοῦ τῶν ὅλων.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Λάσιος, Σεβῆρος, Ἀνδρωνᾶς, Θεόδοτος, καὶ Θεοδότη, ξίφει τελειοῦνται.
Σύμμαρτυς ἔστω καὶ γυνὴ τοῖς ἀνδράσι,
Τετμημένοις τέσσαρσι συντετμημένη.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ἠλίας ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Τῶν ἀρετῶν εἰς ἅρμα προβὰς Ἠλίας,
Πόλῳ προσῆλθεν ὥσπερ ἄλλος Ἠλίας.
*
Οἱ Ἅγιοι ἐννέα Μάρτυρες ξίφει τελειοῦνται.
Ψυχαῖς ἀτρέπτοις χερσὶ τμηθέντες πλάνων,
Πλάνην περιτρέπουσιν ἄνδρες ἐννέα.
*
Οἱ Ἅγιοι εἰκοσιοκτὼ Μάρτυρες πυρὶ τελειοῦνται.
Φλέγουσιν ἄνδρας πέντε δὶς καὶ δὶς δύω (ἤτοι δεκατέσσαρας),
Οἷς συμφλέγουσι πέντε δὶς καὶ δὶς δύω (ἤτοι δεκατέσσαρας).
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *