Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου3 Mαρτίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Γ’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ευτροπίου, Κλεονίκου, και Βασιλίσκου.
Εις τον Ευτρόπιον.
Ο χρηστός ημίν Ευτρόπιος τους τρόπους,
Εφεύρε Χριστόν και τέλος δια ξίφους.
Εις τον Κλεόνικον.
Και Κλεόνικος ευκλεά νίκην έχει,
Σταυρώ κρεμασθείς, ως ο Χριστός μου πάλαι.
Εις τον Βασιλίσκον.
Ειρκτήν το σώμα και προ της ειρκτής έχων,
Ειρκτών λυτρούται Βασιλίσκος εκ δύω.
Εν ξύλω Ευτρόπιος σταυροίο τρίτη αεθλεύει.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σϞς’ [296], καταγόμενοι μεν από την Αμάσσειαν, η οποία είναι πόλις διάσημος της εν Πόντω Καππαδοκίας. Συγγενείς δε όντες και συστρατιώται με τον Άγιον Θεόδωρον τον Τήρωνα. Ούτοι λοιπόν διαβαλθέντες εις τον ηγεμόνα Ασκληπιοδότην, δέρνονται δυνατά. Ο δε Άγιος Ευτρόπιος δέχεται και εις το στόμα πληγάς, επειδή ύβρισε τον ηγεμόνα. Και οι μεν δέρνοντες αυτούς στρατιώται, παρελύθησαν και απέκαμον, οι δε δερνόμενοι Άγιοι, έγιναν υγιείς, με το να εφάνη ο Κύριος εις αυτούς, και ο Άγιος Μάρτυς Θεόδωρος ο Τήρων. Τούτο δε το παράδοξον θαύμα βλέποντες πολλοί άπιστοι, επίστευσαν εις τον Χριστόν, όθεν και απεκεφαλίσθησαν. Ταύτα βλέπων και ο ηγεμών, εμεταβλήθη, και εδοκίμαζε με κολακείας να μεταβάλη από την πίστιν του Χριστού τον Άγιον Κλεόνικον. Και άλλα μεν δώρα, έδιδεν εις αυτόν, άλλα δε, υπόσχετο να του δώση. Αλλ’ ο Άγιος, όχι μόνον από αυτά δεν εμαλακώθη κατά την γνώμην, αλλά και προς τούτοις παροργισθείς, επεριγέλασε μεν, την αγνωσίαν του ηγεμόνος, επερίπαιξε δε, την ασθένειαν των ειδώλων. Όθεν εις καιρόν οπού ο ηγεμών και οι λοιποί Έλληνες, επρόσφερον θυσίας εις τους θεούς των, τότε ο Άγιος Κλεόνικος προσευχηθείς, εκρήμνισεν εις την γην το είδωλον της Αρτέμιδος. Ταύτα βλέποντες οι ειδωλολάτραι, άναψαν από τον θυμόν. Όθεν βράσαντες εις τρία καζάνια πίσσαν ομού με άσφαλτον (ήτις είναι είδος τεαφίου) έχυσαν ταύτα επάνω εις τας πλάτας των τριών του Χριστού Μαρτύρων. Και οι μεν Άγιοι, εφυλάχθησαν αβλαβείς, οι δε χύνοντες ταύτα υπηρέται, κατεκάησαν. Μετά ταύτα, ο μεν Άγιος Ευτρόπιος, και Κλεόνικος σταυρωθέντες, έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου, και προς την αιώνιον απήλθον ζωήν. Ο δε Άγιος Βασιλίσκος, βαλθείς εις την φυλακήν, και εν αυτή διαπεράσας χρόνον αρκετόν, τελειούται. (Όρα το κατά πλάτος τούτων Μαρτύριον εις τον Εφραίμ.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Θεοδωρήτου, Πρεσβυτέρου Αντιοχείας.
Χωρείν έχει που της Εδέμ το χωρίον,
Και τον Θεοδώρητον ένδον τον μέγαν.
Όταν ο δυσσεβής και παραβάτης Ιουλιανός εβασίλευσεν εν έτει τξα’ [361], τότε και ο θείος αυτού και συνώνυμος Ιουλιανός, Χριστιανός ων και πιστός θεράπων του Θεού, και Αναγνώστης της εν Αντιοχεία μεγάλης Εκκλησίας, επείσθη ο άθλιος εις τον ανεψιόν του δυσσεβή και παραβάτην βασιλέα. Όθεν όχι μόνον αρνήθη, φευ! την εις Χριστόν πίστιν, και επροσκύνησεν εις τα είδωλα, αλλά και προς τούτοις επρόδωκεν ο ασεβής εις τον τύραννον, όλον τον πλούτον και τα ιερά κειμήλια, οπού αφιέρωσεν ο Μέγας Κωνσταντίνος εις την Εκκλησίαν της Αντιοχείας, και ούτω κατεστάθη ο πρώην ευσεβής θείος, υπό του ασεβεστάτου ανεψιού του, διώκτης και τύραννος κατά των Χριστιανών. Τότε λοιπόν, οι μεν άλλοι κληρικοί και Ιερείς της Αντιοχείας, διεσκορπίσθησαν εις διάφορα μέρη, μόνος δε ούτος ο Άγιος Θεοδώρητος, Πρεσβύτερος ων της εν Αντιοχεία Εκκλησίας, έμεινεν εκεί μαζί με άλλους τινάς Χριστιανούς, κηρύττων παρρησία την εις Χριστόν πίστιν και ομολογίαν. Όθεν πιάσας αυτόν ο ρηθείς Ιουλιανός ο του παραβάτου θείος, έβαλεν αυτόν εις την φυλακήν. Έπειτα παραστήσας αυτόν έμπροσθέν του, πρώτον μεν επρόσταξε να δείρουν τον Άγιον εις τους πόδας, έπειτα δε, να δείρουν αυτόν εις την κεφαλήν. Μετά ταύτα έγδυσαν αυτόν, και κρεμάσαντες επάνω εις ξύλον, εξέσχισαν αυτόν δυνατά. Επειδή δε ο Άγιος εξεσχίζετο εις διάστημα τριών ωρών, δια τούτο, το μεν αίμα, έτρεχεν από το σώμα του ωσάν βρύσις, το δε πρόσωπον αυτού, εφαίνετο ωραιότερον και λαμπρότερον.
Επειδή δε ο Άγιος ήκουε να του λέγη ο μιαρός Ιουλιανός, θυσίασον άθλιε εις τους θεούς, και αν χρεωστής εις τον βασιλικόν θησαυρόν, ή εις άλλον τινά, ο ανεψιός μου βασιλεύς, θέλει σε ελευθερώσει από το χρέος, ίνα μη έτζι κακώς απορρίψης την ψυχήν σου. Ταύτα εκείνου λέγοντος, ο Άγιος, εσύ είσαι ταλαίπωρε άθλιος, απεκρίθη, εσύ και ο βασιλεύς σου. Διατί αφήσατε τον Χριστόν, και επροσκολλήθητε με τον Αντίχριστον. Όθεν και θέλετε γένη και οι δύω προσάναμμα του αιωνίου πυρός της κολάσεως. Εγώ δε εις κανένα δεν χρεωστώ, πάρεξ εις τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν. Χρεωστώ γαρ να φυλάξω εις αυτόν αληθινήν πίστιν έως εσχάτης μου αναπνοής. Ταύτα ακούσας ο ακάθαρτος και θεομίσητος τύραννος, επρόσταξε να κατακαίουν τας πλευράς του Αγίου με αναμμένας λαμπάδας. Ο δε Μάρτυς σηκώσας τα ομμάτιά του εις Ουρανόν, επροσηύχετο κρυφομιλώντας, και, ω του θαύματος! ευθύς έπεσον ωσάν νεκροί εις την γην οι τας λαμπάδας κρατούντες, οι οποίοι επίστευσαν τω Χριστώ. Τότε ο Ιουλιανός και οι σύντροφοί του, θυμωθέντες εσήκωσαν επάνω τους δημίους, και, τρισκατάρατοι, έλεγον, διατί αφήσετε τας λαμπάδας και δεν εκατακαύσατε τούτον τον δυσσεβή και πανάθλιον, αλλά εκυριεύθητε από νυσταγμόν και αμέλειαν; Ταύτα μεν είπον εκείνοι, ο δε Άγιος, συ είσαι, απεκρίθη, δυσσεβής και τρισκατάρατος και τετυφλωμένος κατά τους ψυχικούς οφθαλμούς. Διατί δεν βλέπεις, άθλιε, τους Αγγέλους οπού φυλάττουν εμένα τον δούλον του Θεού, και δεν σας αφίνουν να με εγγίξετε. Μη μωρολογείς λοιπόν, επειδή ο Θεός των Χριστιανών είναι μέγας. Ταύτα ακούσας ο τύραννος, εντράπη πολλά. Όθεν προστάζει να ριφθούν οι στρατιώται εκείνοι εις το πέλαγος της θαλάσσης. Βλέπων δε αυτούς ο Άγιος Θεοδώρητος φερομένους εις την θάλασσαν, πορεύεσθε, τους είπεν, ω τεκνία μου εν ειρήνη, πορεύεσθε την μακαρίαν ταύτην στράταν, διατί και εγώ μετά ολίγον, θέλω σας ακολουθήσω, δια να συγχαίρω μαζί με εσάς εις την αιώνιον Βασιλείαν των Ουρανών.
Επειδή δε ο ασεβής θείος του Ιουλιανού εβίαζε τον Άγιον Θεοδώρητον να θυσιάση εις τα είδωλα, δια τούτο ο Άγιος, εσύ μεν, του απεκρίθη, εσύ δυσσεβέστατε και αθλιώτατε όλων των ανθρώπων, μετά ολίγας ημέρας θέλεις μασσήσεις όλα σου τα εντόσθια, και εκ τούτου θέλεις απορρίψεις βιαίως την μιαράν σου ψυχήν εις το αιώνιον πυρ της κολάσεως. Ο δε πλέον ασεβέστερος από λόγου σου τύραννος Ιουλιανός ο ανεψιός σου, αυτός, λέγω, εις την γην της Περσίας έχει να κεντηθή με ουράνιον λόγχην, και θέλει ριφθή εις την γέενναν του πυρός, και πλέον δεν θέλει επιστρέψει, και έτζι οι δύω ομού, μέλλετε να λάβετε τα επίχειρα και την εκδίκησιν της κακίας σας. Εγώ δε θέλω θυσιάσω εις τον Θεόν μου θυσίαν αινέσεως. Ταύτα μεν είπεν ο Άγιος, ο δε ασεβής Ιουλιανός επρόσταξε παρευθύς να τον αποκεφαλίσουν. Πηγαίνωντας δε ο Μάρτυς εις τον τόπον της καταδίκης, επροσηύχετο με χαράν της ψυχής του, και αποκεφαλισθείς, ανέβη εις τον Θεόν δια να λάβη παρ’ αυτού τον στέφανον της αθλήσεως. Το δε άγιον αυτού λείψανον πέρνοντες μερικοί Χριστιανοί, εντίμως αυτό ενταφίασαν, και εσημείωσαν τα ανωτέρω λόγια, οπού επροφήτευσεν ο Άγιος, τα οποία μετά ολίγας ημέρας έλαβον δια των πραγμάτων την έκβασιν. Διότι, καθώς προείπεν ο Άγιος, και οι δύω Ιουλιανοί, ο κακός θείος και ο κάκιστος ανεψιός, κακώς οι κακοί εξέψυξαν, και παρεδόθησαν αι ψυχαί των εις τας τιμωρίας του Άδου (1).
(1) Λέγει γαρ ο Θεοδώρητος εν τω γ’ βιβλίω, κεφ. ιβ’, της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, ότι ο θείος του Ιουλιανού Ιουλιανός πεσών εις βαρυτάτην ασθένειαν, διεφθάρη από σήψιν εις τα εντόσθια, και την κόπρον του εύγανεν από το στόμα του, η δε γυνή του πιστή και ευσεβής ούσα, έλεγεν αυτώ· «Πρέπει ω άνδρα μου να υμνής τον Σωτήρα Χριστόν, όστις δια της παιδείας ταύτης έδειξεν εις εσένα την δύναμίν του. Επειδή αν αυτός εμεταχειρίζετο την συνήθη του μακροθυμίαν, εσύ δεν ήθελες γνωρίσης, ποίος είναι ο παρά σου πολεμούμενος».
*
Οι Άγιοι Ζήνων και Ζώϊλος, εν ειρήνη τελειούνται.
Ζωής λύσις Ζήνωνι και τω Ζωΐλω,
Ζωής υπήρξε κρείττονος παραιτία.
*
Η Οσία Πιαμούν η παρθένος εν ειρήνη τελειούται.
Κροσσωτά χρυσά Πιαμούν μελαμφόρος,
Τας αρετάς άπεισιν ημφιεσμένη (2).
(2) Τον Βίον της Πιαμούν όρα εις το Λαυσαϊκόν, και εκεί θέλεις ιδής, ότι δια προσευχής της εστάθησαν ακίνητοι οι άνθρωποι μιας χώρας, οίτινες εκινήθησαν με ορμήν φονικήν, δια να θανατώσουν τους ανθρώπους μιας άλλης χώρας μικροτέρας.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Γ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Εὐτροπίου, Κλεονίκου, καὶ Βασιλίσκου.
Εἰς τὸν Εὐτρόπιον.
Ὁ χρηστὸς ἡμῖν Εὐτρόπιος τοὺς τρόπους,
Ἐφεῦρε Χριστὸν καὶ τέλος διὰ ξίφους.
Εἰς τὸν Κλεόνικον.
Καὶ Κλεόνικος εὐκλεᾶ νίκην ἔχει,
Σταυρῷ κρεμασθείς, ὡς ὁ Χριστός μου πάλαι.
Εἰς τὸν Βασιλίσκον.
Εἱρκτὴν τὸ σῶμα καὶ πρὸ τῆς εἱρκτῆς ἔχων,
Εἱρκτῶν λυτροῦται Βασιλίσκος ἐκ δύω.
Ἐν ξύλῳ Εὐτρόπιος σταυροῖο τρίτῃ ἀεθλεύει.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, ἐν ἔτει σϞς΄ [296], καταγόμενοι μὲν ἀπὸ τὴν Ἀμάσσειαν, ἡ ὁποία εἶναι πόλις διάσημος τῆς ἐν Πόντῳ Καππαδοκίας. Συγγενεῖς δὲ ὄντες καὶ συστρατιῶται μὲ τὸν Ἅγιον Θεόδωρον τὸν Τήρωνα. Οὗτοι λοιπὸν διαβαλθέντες εἰς τὸν ἡγεμόνα Ἀσκληπιοδότην, δέρνονται δυνατά. Ὁ δὲ Ἅγιος Εὐτρόπιος δέχεται καὶ εἰς τὸ στόμα πληγάς, ἐπειδὴ ὕβρισε τὸν ἡγεμόνα. Καὶ οἱ μὲν δέρνοντες αὐτοὺς στρατιῶται, παρελύθησαν καὶ ἀπέκαμον, οἱ δὲ δερνόμενοι Ἅγιοι, ἔγιναν ὑγιεῖς, μὲ τὸ νὰ ἐφάνη ὁ Κύριος εἰς αὐτούς, καὶ ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος ὁ Τήρων. Τοῦτο δὲ τὸ παράδοξον θαῦμα βλέποντες πολλοὶ ἄπιστοι, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν, ὅθεν καὶ ἀπεκεφαλίσθησαν. Ταῦτα βλέπων καὶ ὁ ἡγεμών, ἐμεταβλήθη, καὶ ἐδοκίμαζε μὲ κολακείας νὰ μεταβάλῃ ἀπὸ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ τὸν Ἅγιον Κλεόνικον. Καὶ ἄλλα μὲν δῶρα, ἔδιδεν εἰς αὐτόν, ἄλλα δέ, ὑπόσχετο νὰ τοῦ δώσῃ. Ἀλλ’ ὁ Ἅγιος, ὄχι μόνον ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἐμαλακώθη κατὰ τὴν γνώμην, ἀλλὰ καὶ πρὸς τούτοις παροργισθείς, ἐπεριγέλασε μέν, τὴν ἀγνωσίαν τοῦ ἡγεμόνος, ἐπερίπαιξε δέ, τὴν ἀσθένειαν τῶν εἰδώλων. Ὅθεν εἰς καιρὸν ὁποῦ ὁ ἡγεμὼν καὶ οἱ λοιποὶ Ἕλληνες, ἐπρόσφερον θυσίας εἰς τοὺς θεούς των, τότε ὁ Ἅγιος Κλεόνικος προσευχηθείς, ἐκρήμνισεν εἰς τὴν γῆν τὸ εἴδωλον τῆς Ἀρτέμιδος. Ταῦτα βλέποντες οἱ εἰδωλολάτραι, ἄναψαν ἀπὸ τὸν θυμόν. Ὅθεν βράσαντες εἰς τρία καζάνια πίσσαν ὁμοῦ μὲ ἄσφαλτον (ἥτις εἶναι εἶδος τεαφίου) ἔχυσαν ταῦτα ἐπάνω εἰς τὰς πλάτας τῶν τριῶν τοῦ Χριστοῦ Μαρτύρων. Καὶ οἱ μὲν Ἅγιοι, ἐφυλάχθησαν ἀβλαβεῖς, οἱ δὲ χύνοντες ταῦτα ὑπηρέται, κατεκάησαν. Μετὰ ταῦτα, ὁ μὲν Ἅγιος Εὐτρόπιος, καὶ Κλεόνικος σταυρωθέντες, ἔλαβον τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου, καὶ πρὸς τὴν αἰώνιον ἀπῆλθον ζωήν. Ὁ δὲ Ἅγιος Βασιλίσκος, βαλθεὶς εἰς τὴν φυλακήν, καὶ ἐν αὐτῇ διαπεράσας χρόνον ἀρκετόν, τελειοῦται. (Ὅρα τὸ κατὰ πλάτος τούτων Μαρτύριον εἰς τὸν Ἐφραίμ.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Θεοδωρήτου, Πρεσβυτέρου Ἀντιοχείας.
Χωρεῖν ἔχει που τῆς Ἐδὲμ τὸ χωρίον,
Καὶ τὸν Θεοδώρητον ἔνδον τὸν μέγαν.
Ὅταν ὁ δυσσεβὴς καὶ παραβάτης Ἰουλιανὸς ἐβασίλευσεν ἐν ἔτει τξα΄ [361], τότε καὶ ὁ θεῖος αὐτοῦ καὶ συνώνυμος Ἰουλιανός, Χριστιανὸς ὢν καὶ πιστὸς θεράπων τοῦ Θεοῦ, καὶ Ἀναγνώστης τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ μεγάλης Ἐκκλησίας, ἐπείσθη ὁ ἄθλιος εἰς τὸν ἀνεψιόν του δυσσεβῆ καὶ παραβάτην βασιλέα. Ὅθεν ὄχι μόνον ἀρνήθη, φεῦ! τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, καὶ ἐπροσκύνησεν εἰς τὰ εἴδωλα, ἀλλὰ καὶ πρὸς τούτοις ἐπρόδωκεν ὁ ἀσεβὴς εἰς τὸν τύραννον, ὅλον τὸν πλοῦτον καὶ τὰ ἱερὰ κειμήλια, ὁποῦ ἀφιέρωσεν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἀντιοχείας, καὶ οὕτω κατεστάθη ὁ πρῴην εὐσεβὴς θεῖος, ὑπὸ τοῦ ἀσεβεστάτου ἀνεψιοῦ του, διώκτης καὶ τύραννος κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Τότε λοιπόν, οἱ μὲν ἄλλοι κληρικοὶ καὶ Ἱερεῖς τῆς Ἀντιοχείας, διεσκορπίσθησαν εἰς διάφορα μέρη, μόνος δὲ οὗτος ὁ Ἅγιος Θεοδώρητος, Πρεσβύτερος ὢν τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Ἐκκλησίας, ἔμεινεν ἐκεῖ μαζὶ μὲ ἄλλους τινας Χριστιανούς, κηρύττων παρρησίᾳ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν καὶ ὁμολογίαν. Ὅθεν πιάσας αὐτὸν ὁ ῥηθεὶς Ἰουλιανὸς ὁ τοῦ παραβάτου θεῖος, ἔβαλεν αὐτὸν εἰς τὴν φυλακήν. Ἔπειτα παραστήσας αὐτὸν ἔμπροσθέν του, πρῶτον μὲν ἐπρόσταξε νὰ δείρουν τὸν Ἅγιον εἰς τοὺς πόδας, ἔπειτα δέ, νὰ δείρουν αὐτὸν εἰς τὴν κεφαλήν. Μετὰ ταῦτα ἔγδυσαν αὐτόν, καὶ κρεμάσαντες ἐπάνω εἰς ξύλον, ἐξέσχισαν αὐτὸν δυνατά. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος ἐξεσχίζετο εἰς διάστημα τριῶν ὡρῶν, διὰ τοῦτο, τὸ μὲν αἷμα, ἔτρεχεν ἀπὸ τὸ σῶμά του ὡσὰν βρύσις, τὸ δὲ πρόσωπον αὐτοῦ, ἐφαίνετο ὡραιότερον καὶ λαμπρότερον.
Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος ἤκουε νὰ τοῦ λέγῃ ὁ μιαρὸς Ἰουλιανός, θυσίασον ἄθλιε εἰς τοὺς θεούς, καὶ ἂν χρεωστῇς εἰς τὸν βασιλικὸν θησαυρόν, ἢ εἰς ἄλλον τινά, ὁ ἀνεψιός μου βασιλεύς, θέλει σὲ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ χρέος, ἵνα μὴ ἔτζι κακῶς ἀπορρίψῃς τὴν ψυχήν σου. Ταῦτα ἐκείνου λέγοντος, ὁ Ἅγιος, ἐσὺ εἶσαι ταλαίπωρε ἄθλιος, ἀπεκρίθη, ἐσὺ καὶ ὁ βασιλεύς σου. Διατὶ ἀφήσατε τὸν Χριστόν, καὶ ἐπροσκολλήθητε μὲ τὸν Ἀντίχριστον. Ὅθεν καὶ θέλετε γένῃ καὶ οἱ δύω προσάναμμα τοῦ αἰωνίου πυρὸς τῆς κολάσεως. Ἐγὼ δὲ εἰς κᾀνένα δὲν χρεωστῶ, πάρεξ εἰς τὸν Κύριόν μου Ἰησοῦν Χριστόν. Χρεωστῶ γὰρ νὰ φυλάξω εἰς αὐτὸν ἀληθινὴν πίστιν ἕως ἐσχάτης μου ἀναπνοῆς. Ταῦτα ἀκούσας ὁ ἀκάθαρτος καὶ θεομίσητος τύραννος, ἐπρόσταξε νὰ κατακαίουν τὰς πλευρὰς τοῦ Ἁγίου μὲ ἀναμμένας λαμπάδας. Ὁ δὲ Μάρτυς σηκώσας τὰ ὀμμάτιά του εἰς Οὐρανόν, ἐπροσηύχετο κρυφομιλῶντας, καί, ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ἔπεσον ὡσὰν νεκροὶ εἰς τὴν γῆν οἱ τὰς λαμπάδας κρατοῦντες, οἱ ὁποῖοι ἐπίστευσαν τῷ Χριστῷ. Τότε ὁ Ἰουλιανὸς καὶ οἱ σύντροφοί του, θυμωθέντες ἐσήκωσαν ἐπάνω τοὺς δημίους, καί, τρισκατάρατοι, ἔλεγον, διατί ἀφήσετε τὰς λαμπάδας καὶ δὲν ἐκατακαύσατε τοῦτον τὸν δυσσεβῆ καὶ πανάθλιον, ἀλλὰ ἐκυριεύθητε ἀπὸ νυσταγμὸν καὶ ἀμέλειαν; Ταῦτα μὲν εἶπον ἐκεῖνοι, ὁ δὲ Ἅγιος, σὺ εἶσαι, ἀπεκρίθη, δυσσεβὴς καὶ τρισκατάρατος καὶ τετυφλωμένος κατὰ τοὺς ψυχικοὺς ὀφθαλμούς. Διατὶ δὲν βλέπεις, ἄθλιε, τοὺς Ἀγγέλους ὁποῦ φυλάττουν ἐμένα τὸν δοῦλον τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν σᾶς ἀφίνουν νὰ μὲ ἐγγίξετε. Μὴ μωρολογεῖς λοιπόν, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν εἶναι μέγας. Ταῦτα ἀκούσας ὁ τύραννος, ἐντράπη πολλά. Ὅθεν προστάζει νὰ ῥιφθοῦν οἱ στρατιῶται ἐκεῖνοι εἰς τὸ πέλαγος τῆς θαλάσσης. Βλέπων δὲ αὐτοὺς ὁ Ἅγιος Θεοδώρητος φερομένους εἰς τὴν θάλασσαν, πορεύεσθε, τοὺς εἶπεν, ὦ τεκνία μου ἐν εἰρήνῃ, πορεύεσθε τὴν μακαρίαν ταύτην στράταν, διατὶ καὶ ἐγὼ μετὰ ὀλίγον, θέλω σᾶς ἀκολουθήσω, διὰ νὰ συγχαίρω μαζὶ μὲ ἐσᾶς εἰς τὴν αἰώνιον Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν.
Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἀσεβὴς θεῖος τοῦ Ἰουλιανοῦ ἐβίαζε τὸν Ἅγιον Θεοδώρητον νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα, διὰ τοῦτο ὁ Ἅγιος, ἐσὺ μέν, τοῦ ἀπεκρίθη, ἐσὺ δυσσεβέστατε καὶ ἀθλιώτατε ὅλων τῶν ἀνθρώπων, μετὰ ὀλίγας ἡμέρας θέλεις μασσήσεις ὅλα σου τὰ ἐντόσθια, καὶ ἐκ τούτου θέλεις ἀπορρίψεις βιαίως τὴν μιαράν σου ψυχὴν εἰς τὸ αἰώνιον πῦρ τῆς κολάσεως. Ὁ δὲ πλέον ἀσεβέστερος ἀπὸ λόγου σου τύραννος Ἰουλιανὸς ὁ ἀνεψιός σου, αὐτός, λέγω, εἰς τὴν γῆν τῆς Περσίας ἔχει νὰ κεντηθῇ μὲ οὐράνιον λόγχην, καὶ θέλει ῥιφθῇ εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός, καὶ πλέον δὲν θέλει ἐπιστρέψει, καὶ ἔτζι οἱ δύω ὁμοῦ, μέλλετε νὰ λάβετε τὰ ἐπίχειρα καὶ τὴν ἐκδίκησιν τῆς κακίας σας. Ἐγὼ δὲ θέλω θυσιάσω εἰς τὸν Θεόν μου θυσίαν αἰνέσεως. Ταῦτα μὲν εἶπεν ὁ Ἅγιος, ὁ δὲ ἀσεβὴς Ἰουλιανὸς ἐπρόσταξε παρευθὺς νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Πηγαίνωντας δὲ ὁ Μάρτυς εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, ἐπροσηύχετο μὲ χαρὰν τῆς ψυχῆς του, καὶ ἀποκεφαλισθείς, ἀνέβη εἰς τὸν Θεὸν διὰ νὰ λάβῃ παρ’ αὐτοῦ τὸν στέφανον τῆς ἀθλήσεως. Τὸ δὲ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον πέρνοντες μερικοὶ Χριστιανοί, ἐντίμως αὐτὸ ἐνταφίασαν, καὶ ἐσημείωσαν τὰ ἀνωτέρω λόγια, ὁποῦ ἐπροφήτευσεν ὁ Ἅγιος, τὰ ὁποῖα μετὰ ὀλίγας ἡμέρας ἔλαβον διὰ τῶν πραγμάτων τὴν ἔκβασιν. Διότι, καθὼς προεῖπεν ὁ Ἅγιος, καὶ οἱ δύω Ἰουλιανοί, ὁ κακὸς θεῖος καὶ ὁ κάκιστος ἀνεψιός, κακῶς οἱ κακοὶ ἐξέψυξαν, καὶ παρεδόθησαν αἱ ψυχαί των εἰς τὰς τιμωρίας τοῦ ᾍδου (1).
(1) Λέγει γὰρ ὁ Θεοδώρητος ἐν τῷ γ΄ βιβλίῳ, κεφ. ιβ΄, τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, ὅτι ὁ θεῖος τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἰουλιανὸς πεσὼν εἰς βαρυτάτην ἀσθένειαν, διεφθάρη ἀπὸ σῆψιν εἰς τὰ ἐντόσθια, καὶ τὴν κόπρον του εὔγανεν ἀπὸ τὸ στόμα του, ἡ δὲ γυνή του πιστὴ καὶ εὐσεβὴς οὖσα, ἔλεγεν αὐτῷ· «Πρέπει ὦ ἄνδρα μου νὰ ὑμνῇς τὸν Σωτῆρα Χριστόν, ὅστις διὰ τῆς παιδείας ταύτης ἔδειξεν εἰς ἐσένα τὴν δύναμίν του. Ἐπειδὴ ἂν αὐτὸς ἐμεταχειρίζετο τὴν συνήθη του μακροθυμίαν, ἐσὺ δὲν ἤθελες γνωρίσῃς, ποῖος εἶναι ὁ παρὰ σοῦ πολεμούμενος».
*
Οἱ Ἅγιοι Ζήνων καὶ Ζώϊλος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦνται.
Ζωῆς λύσις Ζήνωνι καὶ τῷ Ζωΐλῳ,
Ζωῆς ὑπῆρξε κρείττονος παραιτία.
*
Ἡ Ὁσία Πιαμοῦν ἡ παρθένος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Κροσσωτὰ χρυσᾶ Πιαμοῦν μελαμφόρος,
Τὰς ἀρετὰς ἄπεισιν ἠμφιεσμένη (2).
(2) Τὸν Βίον τῆς Πιαμοῦν ὅρα εἰς τὸ Λαυσαϊκόν, καὶ ἐκεῖ θέλεις ἰδῇς, ὅτι διὰ προσευχῆς της ἐστάθησαν ἀκίνητοι οἱ ἄνθρωποι μιᾶς χώρας, οἵτινες ἐκινήθησαν μὲ ὁρμὴν φονικήν, διὰ νὰ θανατώσουν τοὺς ἀνθρώπους μιᾶς ἄλλης χώρας μικροτέρας.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *