Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου3 Μαΐου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Γ’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας.
Ήπλωσε Χριστός χείρας εν Σταυρώ πάλαι,
Ήπλωσε και νυν Μαύρα συν Τιμοθέω.
Σταυρώ Τιμόθεος τριτάτη τανύθη άμα Μαύρα.
Ούτος ο Άγιος Τιμόθεος ήτον από ένα χωρίον ονομαζόμενον των Πεναπέων, ευρισκόμενος εις το σχήμα των κληρικών, ήτοι Αναγνώστης ώντας, ανεγίνωσκεν επ’ Εκκλησίας τα ιερά λόγια. Πέρνωντας δε δια γάμου την Αγίαν Μαύραν, προ του ακόμη να περάσουν είκοσι ημέραι μετά τον γάμον, εδιαβάλθη και φέρεται προς τον ηγεμόνα της Θηβαΐδος, Αρριανόν ονομαζόμενον. Ο ηγεμών λοιπόν επρόσταξεν τον Άγιον να του φέρη τα ιερά βιβλία, τα οποία ανεγίνωσκεν εις τους Χριστιανούς. Ο δε Άγιος δεν έστερξε τούτο να κάμη. Απελογήθη δε εις τον ηγεμόνα και είπεν, ότι τα βιβλία των Χριστιανών νομίζει τέκνα εδικά του, και από αυτά στηρίζεται, και δι’ αυτά από τους Αγγέλους φυλάττεται. Επειδή η δύναμις των εν τοις βιβλίοις εκείνοις γεγραμμένων θείων νοημάτων και λόγων, προσκαλεί τους Αγίους Αγγέλους εις βοήθειάν του. Όθεν καθώς κανένας πατήρ δεν παραδίδει ποτέ θεληματικώς τα τέκνα του εις θάνατον, έτζι ουδέ αυτός παραδίδει ιερά βιβλία εις καύσιμον. Εκ τούτων των λόγων θυμωθείς ο ηγεμών, έβαλεν εις τα αυτία του Μάρτυρος δύω σίδηρα πυρωμένα, από τα οποία ανέλυσαν αι κόραι των οφθαλμών του, και εχύθησαν κατά γης. Έπειτα έδεσαν τους αστραγάλους του επάνω εις τροχόν, και έβαλαν εις το στόμα του ένα χαλινάρι, και δέσαντες εις τον λαιμόν του μίαν πέτραν, εκρέμασαν αυτόν κατακέφαλα. Επειδή δε εις τα βάσανα αυτά δεν εμαλακώθη, ουδέ ωλιγοψύχησεν ο αοίδιμος, δια τούτο ο ηγεμών έφερεν έμπροσθέν του την γυναίκα του Μαύραν, ελπίζωντας, ότι θέλει απατήσει αυτόν εκείνη. Όθεν εκολάκευεν αυτήν και επαρακίνει να στολισθή, και έπειτα να έλθη δια να προσφέρη θυσίαν εις τα είδωλα. Είπε δε εις αυτήν, ήκουσα, ότι είκοσι ημέραι απέρασαν μόνον, αφ’ ου συνεζεύχθης με τον άνδρα σου Τιμόθεον τον δυστυχή, πήγαινε λοιπόν και κατάπεισον αυτόν δια να υπακούση εις τα λόγιά μου, ίνα μη χάσης τον άνδρα σου. Η δε Αγία πηγαίνουσα και καταπεισθείσα μάλλον αυτή εις τας διδασκαλίας του ανδρός της, εγύρισε και ωμολόγησε τον εαυτόν της Χριστιανήν έμπροσθεν του ηγεμόνος. Όθεν ο ηγεμών θυμωθείς, εξύρισε δια ατιμίαν τας τρίχας της κεφαλής της, και κόψας τα δάκτυλά της, εβύθισεν αυτήν εις νερόν βραστόν. Επειδή δε η Αγία έμεινεν άβλαβής και άκαυστος, δια τούτο εγύρισε και είπεν εις τον ηγεμόνα. Το καζάνι σου, ω ηγεμών, πολλά ψυχρόν είναι, και εάν δεν έχης ξύλα δια να το πυρώσης, απόστειλον εις τον πατέρα μου, και θέλεις λάβης όσα θέλεις. Ο δε ηγεμών θαυμάσας, επήγε προς αυτήν, και πλησιάσας κοντά, άπλωσε τα χέρια του, και είπεν εις την Αγίαν, άντλησον από το καζάνι και χύσον εις τας χείρας μου. Η δε Αγία έχυσεν εις τα χέρια και εις το πρόσωπον του ηγεμόνος, και ευθύς ευγήκε το δέρμα των χειρών και του προσώπου τον. Όθεν ανάψας από τον θυμόν, επρόσταξε να κατακαίουν μεν την Αγίαν με αναμμένας λαμπάδας, τας δε λαμπάδας να ραντίζουν επάνω με πίσσαν και με τιάφι. Η δε Αγία έλεγε, σε θαυμάζω μεγάλως, ω ηγεμών. Διατί εσύ, οπού δεν εδυνήθης να με νικήσης με το βράζον καζάνι, νομίζεις τώρα να με κατακαύσης με μίαν, ή και δύω λαμπάδας. Τότε απορήσας ο δυσσεβής Αρριανός, προστάζει να σταυρωθούν και οι δύω Άγιοι αντικρύ ένας εις τον άλλον. Μείναντες λοιπόν οι γενναίοι αθληταί εννέα ημέρας επάνω εις τον σταυρόν, παρεθάρρυνον ένας τον άλλον, δια να υπομένουν τα βάσανα και να μην ολιγοψυχήσουν. Και έτζι οι αοίδιμοι κατά την δεκάτην ημέραν, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και έλαβον παρ’ αυτού της αθλήσεως τους στεφάνους.
Εις καιρόν δε οπού οι Άγιοι ήτον επάνω εις τον σταυρόν, ήλθεν ο Διάβολος, και κατά φαντασίαν έδιδεν εις την Αγίαν Μαύραν ένα ποτήριον γεμάτον από μέλι και γάλα. Η δε Αγία δια προσευχής της τον απέβαλεν. Ομοίως έδειξε κατά φαντασίαν εις την Αγίαν και ένα ποταμόν, ο οποίος έτρεχεν από μέλι και γάλα, και παρεκίνει αυτήν δια να πίη. Η δε είπε προς τον Διάβολον, εγώ δεν θέλω να πίω από αυτά τα φθαρτά, αλλά από το ποτήριον, οπού μου ητοίμασεν ο Χριστός της ζωής και της αθανασίας. Όθεν ο Διάβολος νικηθείς από αυτήν, ανεχώρησεν. Ήλθε δε εις αυτούς και Άγγελος Κυρίου, ο οποίος πιάσας την Αγίαν από το χέρι, εφάνη ότι ανέβασεν αυτήν εις τον Ουρανόν, και της έδειξεν ένα θρόνον λαμπρόν, και μίαν στολήν άσπρην επάνω του θρόνου, και ένα στέφανον, και είπεν αυτή, δια εσένα ετοιμάσθησαν ταύτα. Έπειτα ανεβίβασεν αυτήν εις υψηλότερον τόπον, και πάλιν έδειξεν εις αυτήν ένα θρόνον άλλον, και μίαν άλλην πανευπρεπεστάτην στολήν, και ένα άλλον στέφανον, και είπε αυτή, ταύτα ετοιμάσθησαν δια τον άνδρα σου. Η δε διαφορά του υψηλοτέρου και χαμηλοτέρου θρόνου δηλοί, ότι ο άνδρας σου έγινε της εδικής σου σωτηρίας πρόξενος, και όχι εσύ της εκείνου. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εν τω αγιωτάτω αυτών Ναώ τω ευρισκομένω πέραν εις τον τόπον τον καλούμενον Ιουστινιαναί.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Διοδώρου και Ροδοπιανού Διακόνου.
Ροδοπιανώ και Διοδώρω ρόδα,
Ή δώρα μάλλον ήσαν οι πλήκται λίθοι.
Ούτοι ήσαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει τβ’ [302], δια δε την εις Χριστόν πίστιν υπέμειναν οι αοίδιμοι πολλάς ύβρεις και μάστιγας από τους εδικούς των συμπατριώτας, εις την εν Καρία ευρισκομένην πόλιν Αφροδισίαν. Τελευταίον δε ελιθοβολήθηκαν από τους αυτούς, και ούτω παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, παρά του οποίου έλαβον της αθλήσεως τους στεφάνους.
*
Μνήμη του Οσίου πατρός ημών Πέτρου του Θαυματουργού.
Ρίψας τον εχθρόν εν θεάτρω τω βίω.
Ζωστήρα νίκης ζωννύη θανών Πέτρε.
Ούτος πατρίδα μεν είχε την Κωνσταντινούπολιν, εγεννήθη δε από γονείς θεοφιλείς, οίτινες ομού με όλην τους την φαμιλίαν, επρόκριναν να ζήσουν την μοναχικήν ζωήν. Όθεν επειδή οι μεγαλίτεροι αδελφοί του, ο Παύλος, λέγω, και ο Διονύσιος, έγιναν προτίτερα Μοναχοί, δια τούτο και ούτος ομού με τον μικρότερον αδελφόν του Πλάτωνα, έγιναν καλόγηροι, κατά μίμησιν και ζήλον εκείνων. Και τόσον εφιλονείκησεν ο μακάριος ούτος Πέτρος να υπερβή όλους τους συνομηλίκους του κατά τους αγώνας της ασκήσεως, ώστε οπού, όχι μόνον οι αδελφοί του, αλλά και όλοι οι άλλοι Μοναχοί εμεταχειρίσθηκαν αυτόν πρωτότυπον και παράδειγμα εις την αρετήν. Και όσα καλά ευρίσκοντο εις το υποκείμενόν του, εσπούδαζον να το μεταγράφουν και να το μορφόνουν και εκείνοι εις την εδικήν τους ζωήν. Όθεν και ο τότε Πατριάρχης Νικόλαος ο Ιταλός, θαυμάζων και επαινών αυτόν δια την αρετήν και λογιότητά του, εσπούδαζε να τον τιμήση με αρχιερωσύνην. Ο δε Πέτρος μη αρεσκόμενος εις εκείνα, οπού τότε εγίνοντο, δεν έστεργε τούτο. Όθεν ο Πατριάρχης εκατάπεισε τον τούτου αδελφόν Παύλον με παραινέσεις, και εχειροτόνησεν αυτόν Αρχιερέα της εν τω Μορέα Κορίνθου (1). Ο δε Πέτρος ούτος φεύγωντας την βίαν του Πατριάρχου, κατέβη μαζί με τον Αρχιερέα αδελφόν του Παύλον εις την Κόρινθον, και εκεί διεπέρασεν εν ησυχία καιρόν πολύν. Αλλ’ όμως δεν εκέρδησε τον σκοπόν του έως τέλους. Επειδή γαρ ο Αρχιερεύς του Άργους ετελεύτησε, δια τούτο επήγαν εις τον άγιον Κορίνθου οι Ναυπλοιώται και Αργίται Χριστιανοί, και παρεκάλουν αυτόν με πολλάς δεήσεις, δια να χειροτονήση εις αυτούς Αρχιερέα τον αδελφόν του τούτον Πέτρον. Όθεν ο Πέτρος αναγκαζόμενος, και μη συγκατανεύων εις τούτο, έφυγε και έλιπεν εις πολύν καιρόν.
Όταν δε επαναγύρισε, πάλιν ενώχλουν αυτόν περισσότερον, όθεν ολίγον κατ’ ολίγον συγκατανεύσας εις τα δάκρυά των, έλαβε την προεδρίαν. Αφ’ ου δε έγινεν Αρχιερεύς, πρώτον μεν, επιμελήθη δια την ευταξίαν των Ιερέων και της Εκκλησίας. Δεύτερον δε, επιμελήθη και δια να έχη ο κάθε Ιερεύς την ανήκουσαν εις αυτόν εφορίαν και προστασίαν των ψυχών. Τόσον δε πολλά άπλωνε το χέρι του εις ελεημοσύνην ο τρισμακάριος, ώστε οπού, πολλαίς φοραίς δεν ακριβεύετο ουδέ αυτό το υποκάμισόν του, αλλά έδιδεν αυτό εις τους πένητας. Όθεν έτρεφε τους ορφανούς, εβοήθει εις τας χήρας, και εις όλους τους χρειαζομένους ιλαρώς ευκέρονε τον έλεον. Όθεν εις ένα καιρόν, οπού ηκολούθησε πείνα εις τον Μορέαν, ο Άγιος ούτος έθρεψε πολλάς μυριάδας λαού. Και επειδή, δίδοντος του Αγίου, ευκέρωσε το πιθάρι, και έμεινεν ολίγον αλεύρι εις αυτό, δια τούτο, ω του θαύματος! πάλιν το πιθάρι ευρέθη γεμάτον, και έφθασεν εις καιρόν αρκετόν, όχι μόνον δια τους ενδεείς και πτωχούς, αλλά και δια αυτούς ακόμη τους εδικούς του ανθρώπους.
Έργον και κατόρθωμα του Αγίου τούτου εστάθησαν αι απολυτρώσεις των σκλαβωμένων, από τας χείρας των δυναστών και στερεωτέρων. Ούτος ιάτρευσε και μίαν παρθένον δαιμονισμένην. Ούτος προείπεν αινιγματωδώς ένα πάθος, οπού έμελλε να ακολουθήση εις όλην την Πελοπόννησον. Αυτός επρογνώρισε και το τέλος της ζωής του. Όθεν αφ’ ου έγινε χρόνων εβδομήκοντα, και αφ’ ου έχυσε μυρίους ιδρώτας δια την κατόρθωσιν της αρετής, αφήκε την μακαρίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού. Αλλά και μετά θάνατον φανεράν παρασταίνει εις το άγιόν του λείψανον την ενέργειαν της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Προχέει γαρ εκ τούτου μύρα ευωδέστατα, και δαίμονας διώκει, και ασθενείας διαφόρους ιατρεύει, και με αυτά όλα, καθαρώς φανερόνοι την μακαριότητα και δόξαν, οπού έλαβεν εις τους Ουρανούς ο αοίδιμος (2).
(1) Ο Παύλος ούτος φαίνεται να ήναι ο ίδιος εκείνος, οπού εορτάζεται κατά την εικοστήν εβδόμην του Μαρτίου.
(2) Σημείωσαι, ότι ο Πέτρος ούτος, φαίνεται να ήναι ο ίδιος εκείνος, οπού εορτάζεται κατά την τρίτην του Ιαννουαρίου, όστις και σημειοφόρος εκεί καλείται.
*
Οι Άγιοι εικοσιεπτά Μάρτυρες πυρί τελειούνται.
Βληθείσιν εις πυρ ανδράσι τρις εννέα,
Ίαμα Σώτερ ση το της Γραφής δρόσος.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Γ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Τιμοθέου καὶ Μαύρας.
Ἥπλωσε Χριστὸς χεῖρας ἐν Σταυρῷ πάλαι,
Ἥπλωσε καὶ νῦν Μαῦρα σὺν Τιμοθέῳ.
Σταυρῷ Τιμόθεος τριτάτῃ τανύθη ἅμα Μαύρᾳ.
Οὗτος ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ἦτον ἀπὸ ἕνα χωρίον ὀνομαζόμενον τῶν Πεναπέων, εὑρισκόμενος εἰς τὸ σχῆμα τῶν κληρικῶν, ἤτοι Ἀναγνώστης ὤντας, ἀνεγίνωσκεν ἐπ’ Ἐκκλησίας τὰ ἱερὰ λόγια. Πέρνωντας δὲ διὰ γάμου τὴν Ἁγίαν Μαύραν, πρὸ τοῦ ἀκόμη νὰ περάσουν εἴκοσι ἡμέραι μετὰ τὸν γάμον, ἐδιαβάλθη καὶ φέρεται πρὸς τὸν ἡγεμόνα τῆς Θηβαΐδος, Ἀρριανὸν ὀνομαζόμενον. Ὁ ἡγεμὼν λοιπὸν ἐπρόσταξεν τὸν Ἅγιον νὰ τοῦ φέρῃ τὰ ἱερὰ βιβλία, τὰ ὁποῖα ἀνεγίνωσκεν εἰς τοὺς Χριστιανούς. Ὁ δὲ Ἅγιος δὲν ἔστερξε τοῦτο νὰ κάμῃ. Ἀπελογήθη δὲ εἰς τὸν ἡγεμόνα καὶ εἶπεν, ὅτι τὰ βιβλία τῶν Χριστιανῶν νομίζει τέκνα ἐδικά του, καὶ ἀπὸ αὐτὰ στηρίζεται, καὶ δι’ αὐτὰ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους φυλάττεται. Ἐπειδὴ ἡ δύναμις τῶν ἐν τοῖς βιβλίοις ἐκείνοις γεγραμμένων θείων νοημάτων καὶ λόγων, προσκαλεῖ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους εἰς βοήθειάν του. Ὅθεν καθὼς κᾀνένας πατὴρ δὲν παραδίδει ποτὲ θεληματικῶς τὰ τέκνα του εἰς θάνατον, ἔτζι οὐδὲ αὐτὸς παραδίδει ἱερὰ βιβλία εἰς καύσιμον. Ἐκ τούτων τῶν λόγων θυμωθεὶς ὁ ἡγεμών, ἔβαλεν εἰς τὰ αὐτία τοῦ Μάρτυρος δύω σίδηρα πυρωμένα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀνέλυσαν αἱ κόραι τῶν ὀφθαλμῶν του, καὶ ἐχύθησαν κατὰ γῆς. Ἔπειτα ἔδεσαν τοὺς ἀστραγάλους του ἐπάνω εἰς τροχόν, καὶ ἔβαλαν εἰς τὸ στόμα του ἕνα χαλινάρι, καὶ δέσαντες εἰς τὸν λαιμόν του μίαν πέτραν, ἐκρέμασαν αὐτὸν κατακέφαλα. Ἐπειδὴ δὲ εἰς τὰ βάσανα αὐτὰ δὲν ἐμαλακώθη, οὐδὲ ὠλιγοψύχησεν ὁ ἀοίδιμος, διὰ τοῦτο ὁ ἡγεμὼν ἔφερεν ἔμπροσθέν του τὴν γυναῖκά του Μαύραν, ἐλπίζωντας, ὅτι θέλει ἀπατήσει αὐτὸν ἐκείνη. Ὅθεν ἐκολάκευεν αὐτὴν καὶ ἐπαρακίνει νὰ στολισθῇ, καὶ ἔπειτα νὰ ἔλθῃ διὰ νὰ προσφέρῃ θυσίαν εἰς τὰ εἴδωλα. Εἶπε δὲ εἰς αὐτήν, ἤκουσα, ὅτι εἴκοσι ἡμέραι ἀπέρασαν μόνον, ἀφ’ οὗ συνεζεύχθης μὲ τὸν ἄνδρα σου Τιμόθεον τὸν δυστυχῆ, πήγαινε λοιπὸν καὶ κατάπεισον αὐτὸν διὰ νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὰ λόγιά μου, ἵνα μὴ χάσῃς τὸν ἄνδρα σου. Ἡ δὲ Ἁγία πηγαίνουσα καὶ καταπεισθεῖσα μᾶλλον αὐτὴ εἰς τὰς διδασκαλίας τοῦ ἀνδρός της, ἐγύρισε καὶ ὡμολόγησε τὸν ἑαυτόν της Χριστιανὴν ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος. Ὅθεν ὁ ἡγεμὼν θυμωθείς, ἐξύρισε διὰ ἀτιμίαν τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς της, καὶ κόψας τὰ δάκτυλά της, ἐβύθισεν αὐτὴν εἰς νερὸν βραστόν. Ἐπειδὴ δὲ ἡ Ἁγία ἔμεινεν ἄβλαβής καὶ ἄκαυστος, διὰ τοῦτο ἐγύρισε καὶ εἶπεν εἰς τὸν ἡγεμόνα. Τὸ καζάνι σου, ὦ ἡγεμών, πολλὰ ψυχρὸν εἶναι, καὶ ἐὰν δὲν ἔχῃς ξύλα διὰ νὰ τὸ πυρώσῃς, ἀπόστειλον εἰς τὸν πατέρα μου, καὶ θέλεις λάβῃς ὅσα θέλεις. Ὁ δὲ ἡγεμὼν θαυμάσας, ἐπῆγε πρὸς αὐτήν, καὶ πλησιάσας κοντά, ἅπλωσε τὰ χέριά του, καὶ εἶπεν εἰς τὴν Ἁγίαν, ἄντλησον ἀπὸ τὸ καζάνι καὶ χύσον εἰς τὰς χεῖράς μου. Ἡ δὲ Ἁγία ἔχυσεν εἰς τὰ χέρια καὶ εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἡγεμόνος, καὶ εὐθὺς εὐγῆκε τὸ δέρμα τῶν χειρῶν καὶ τοῦ προσώπου τον. Ὅθεν ἀνάψας ἀπὸ τὸν θυμόν, ἐπρόσταξε νὰ κατακαίουν μὲν τὴν Ἁγίαν μὲ ἀναμμένας λαμπάδας, τὰς δὲ λαμπάδας νὰ ῥαντίζουν ἐπάνω μὲ πίσσαν καὶ μὲ τιάφι. Ἡ δὲ Ἁγία ἔλεγε, σὲ θαυμάζω μεγάλως, ὦ ἡγεμών. Διατὶ ἐσύ, ὁποῦ δὲν ἐδυνήθης νὰ μὲ νικήσῃς μὲ τὸ βράζον καζάνι, νομίζεις τώρα νὰ μὲ κατακαύσῃς μὲ μίαν, ἢ καὶ δύω λαμπάδας. Τότε ἀπορήσας ὁ δυσσεβὴς Ἀρριανός, προστάζει νὰ σταυρωθοῦν καὶ οἱ δύω Ἅγιοι ἀντικρὺ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον. Μείναντες λοιπὸν οἱ γενναῖοι ἀθληταὶ ἐννέα ἡμέρας ἐπάνω εἰς τὸν σταυρόν, παρεθάρρυνον ἕνας τὸν ἄλλον, διὰ νὰ ὑπομένουν τὰ βάσανα καὶ νὰ μὴν ὀλιγοψυχήσουν. Καὶ ἔτζι οἱ ἀοίδιμοι κατὰ τὴν δεκάτην ἡμέραν, παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ ἔλαβον παρ’ αὐτοῦ τῆς ἀθλήσεως τοὺς στεφάνους.
Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ οἱ Ἅγιοι ἦτον ἐπάνω εἰς τὸν σταυρόν, ἦλθεν ὁ Διάβολος, καὶ κατὰ φαντασίαν ἔδιδεν εἰς τὴν Ἁγίαν Μαύραν ἕνα ποτήριον γεμάτον ἀπὸ μέλι καὶ γάλα. Ἡ δὲ Ἁγία διὰ προσευχῆς της τὸν ἀπέβαλεν. Ὁμοίως ἔδειξε κατὰ φαντασίαν εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ ἕνα ποταμόν, ὁ ὁποῖος ἔτρεχεν ἀπὸ μέλι καὶ γάλα, καὶ παρεκίνει αὐτὴν διὰ νὰ πίῃ. Ἡ δὲ εἶπε πρὸς τὸν Διάβολον, ἐγὼ δὲν θέλω νὰ πίω ἀπὸ αὐτὰ τὰ φθαρτά, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ποτήριον, ὁποῦ μοῦ ἡτοίμασεν ὁ Χριστὸς τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας. Ὅθεν ὁ Διάβολος νικηθεὶς ἀπὸ αὐτήν, ἀνεχώρησεν. Ἦλθε δὲ εἰς αὐτοὺς καὶ Ἄγγελος Κυρίου, ὁ ὁποῖος πιάσας τὴν Ἁγίαν ἀπὸ τὸ χέρι, ἐφάνη ὅτι ἀνέβασεν αὐτὴν εἰς τὸν Οὐρανόν, καὶ τῆς ἔδειξεν ἕνα θρόνον λαμπρόν, καὶ μίαν στολὴν ἄσπρην ἐπάνω τοῦ θρόνου, καὶ ἕνα στέφανον, καὶ εἶπεν αὐτῇ, διὰ ἐσένα ἑτοιμάσθησαν ταῦτα. Ἔπειτα ἀνεβίβασεν αὐτὴν εἰς ὑψηλότερον τόπον, καὶ πάλιν ἔδειξεν εἰς αὐτὴν ἕνα θρόνον ἄλλον, καὶ μίαν ἄλλην πανευπρεπεστάτην στολήν, καὶ ἕνα ἄλλον στέφανον, καὶ εἶπε αὐτή, ταῦτα ἑτοιμάσθησαν διὰ τὸν ἄνδρα σου. Ἡ δὲ διαφορὰ τοῦ ὑψηλοτέρου καὶ χαμηλοτέρου θρόνου δηλοῖ, ὅτι ὁ ἄνδρας σου ἔγινε τῆς ἐδικῆς σου σωτηρίας πρόξενος, καὶ ὄχι ἐσὺ τῆς ἐκείνου. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις ἐν τῷ ἁγιωτάτῳ αὐτῶν Ναῷ τῷ εὑρισκομένῳ πέραν εἰς τὸν τόπον τὸν καλούμενον Ἰουστινιαναί.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Διοδώρου καὶ Ῥοδοπιανοῦ Διακόνου.
Ῥοδοπιανῷ καὶ Διοδώρῳ ῥόδα,
Ἢ δῶρα μᾶλλον ἦσαν οἱ πλῆκται λίθοι.
Οὗτοι ἦσαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ ἐν ἔτει τβ΄ [302], διὰ δὲ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν ὑπέμειναν οἱ ἀοίδιμοι πολλὰς ὕβρεις καὶ μάστιγας ἀπὸ τοὺς ἐδικούς των συμπατριώτας, εἰς τὴν ἐν Καρίᾳ εὑρισκομένην πόλιν Ἀφροδισίαν. Τελευταῖον δὲ ἐλιθοβολήθηκαν ἀπὸ τοὺς αὐτούς, καὶ οὕτω παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ, παρὰ τοῦ ὁποίου ἔλαβον τῆς ἀθλήσεως τοὺς στεφάνους.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Πέτρου τοῦ Θαυματουργοῦ.
Ῥίψας τὸν ἐχθρὸν ἐν θεάτρῳ τῷ βίῳ.
Ζωστῆρα νίκης ζωννύῃ θανὼν Πέτρε.
Οὗτος πατρίδα μὲν εἶχε τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἐγεννήθη δὲ ἀπὸ γονεῖς θεοφιλεῖς, οἵτινες ὁμοῦ μὲ ὅλην τους τὴν φαμιλίαν, ἐπρόκριναν νὰ ζήσουν τὴν μοναχικὴν ζωήν. Ὅθεν ἐπειδὴ οἱ μεγαλίτεροι ἀδελφοί του, ὁ Παῦλος, λέγω, καὶ ὁ Διονύσιος, ἔγιναν προτίτερα Μοναχοί, διὰ τοῦτο καὶ οὗτος ὁμοῦ μὲ τὸν μικρότερον ἀδελφόν του Πλάτωνα, ἔγιναν καλόγηροι, κατὰ μίμησιν καὶ ζῆλον ἐκείνων. Καὶ τόσον ἐφιλονείκησεν ὁ μακάριος οὗτος Πέτρος νὰ ὑπερβῇ ὅλους τοὺς συνομηλίκους του κατὰ τοὺς ἀγῶνας τῆς ἀσκήσεως, ὥστε ὁποῦ, ὄχι μόνον οἱ ἀδελφοί του, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι Μοναχοὶ ἐμεταχειρίσθηκαν αὐτὸν πρωτότυπον καὶ παράδειγμα εἰς τὴν ἀρετήν. Καὶ ὅσα καλὰ εὑρίσκοντο εἰς τὸ ὑποκείμενόν του, ἐσπούδαζον νὰ τὸ μεταγράφουν καὶ νὰ τὸ μορφόνουν καὶ ἐκεῖνοι εἰς τὴν ἐδικήν τους ζωήν. Ὅθεν καὶ ὁ τότε Πατριάρχης Νικόλαος ὁ Ἰταλός, θαυμάζων καὶ ἐπαινῶν αὐτὸν διὰ τὴν ἀρετὴν καὶ λογιότητά του, ἐσπούδαζε νὰ τὸν τιμήσῃ μὲ ἀρχιερωσύνην. Ὁ δὲ Πέτρος μὴ ἀρεσκόμενος εἰς ἐκεῖνα, ὁποῦ τότε ἐγίνοντο, δὲν ἔστεργε τοῦτο. Ὅθεν ὁ Πατριάρχης ἐκατάπεισε τὸν τούτου ἀδελφὸν Παῦλον μὲ παραινέσεις, καὶ ἐχειροτόνησεν αὐτὸν Ἀρχιερέα τῆς ἐν τῷ Μορέᾳ Κορίνθου (1). Ὁ δὲ Πέτρος οὗτος φεύγωντας τὴν βίαν τοῦ Πατριάρχου, κατέβη μαζὶ μὲ τὸν Ἀρχιερέα ἀδελφόν του Παῦλον εἰς τὴν Κόρινθον, καὶ ἐκεῖ διεπέρασεν ἐν ἡσυχίᾳ καιρὸν πολύν. Ἀλλ’ ὅμως δὲν ἐκέρδησε τὸν σκοπόν του ἕως τέλους. Ἐπειδὴ γὰρ ὁ Ἀρχιερεὺς τοῦ Ἄργους ἐτελεύτησε, διὰ τοῦτο ἐπῆγαν εἰς τὸν ἅγιον Κορίνθου οἱ Ναυπλοιῶται καὶ Ἀργῖται Χριστιανοί, καὶ παρεκάλουν αὐτὸν μὲ πολλὰς δεήσεις, διὰ νὰ χειροτονήσῃ εἰς αὐτοὺς Ἀρχιερέα τὸν ἀδελφόν του τοῦτον Πέτρον. Ὅθεν ὁ Πέτρος ἀναγκαζόμενος, καὶ μὴ συγκατανεύων εἰς τοῦτο, ἔφυγε καὶ ἔλιπεν εἰς πολὺν καιρόν.
Ὅταν δὲ ἐπαναγύρισε, πάλιν ἐνώχλουν αὐτὸν περισσότερον, ὅθεν ὀλίγον κατ’ ὀλίγον συγκατανεύσας εἰς τὰ δάκρυά των, ἔλαβε τὴν προεδρίαν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἔγινεν Ἀρχιερεύς, πρῶτον μέν, ἐπιμελήθη διὰ τὴν εὐταξίαν τῶν Ἱερέων καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Δεύτερον δέ, ἐπιμελήθη καὶ διὰ νὰ ἔχῃ ὁ κάθε Ἱερεὺς τὴν ἀνήκουσαν εἰς αὐτὸν ἐφορίαν καὶ προστασίαν τῶν ψυχῶν. Τόσον δὲ πολλὰ ἅπλωνε τὸ χέρι του εἰς ἐλεημοσύνην ὁ τρισμακάριος, ὥστε ὁποῦ, πολλαῖς φοραῖς δὲν ἀκριβεύετο οὐδὲ αὐτὸ τὸ ὑποκάμισόν του, ἀλλὰ ἔδιδεν αὐτὸ εἰς τοὺς πένητας. Ὅθεν ἔτρεφε τοὺς ὀρφανούς, ἐβοήθει εἰς τὰς χήρας, καὶ εἰς ὅλους τοὺς χρειαζομένους ἱλαρῶς εὐκέρονε τὸν ἔλεον. Ὅθεν εἰς ἕνα καιρόν, ὁποῦ ἠκολούθησε πεῖνα εἰς τὸν Μορέαν, ὁ Ἅγιος οὗτος ἔθρεψε πολλὰς μυριάδας λαοῦ. Καὶ ἐπειδή, δίδοντος τοῦ Ἁγίου, εὐκέρωσε τὸ πιθάρι, καὶ ἔμεινεν ὀλίγον ἀλεῦρι εἰς αὐτό, διὰ τοῦτο, ὢ τοῦ θαύματος! πάλιν τὸ πιθάρι εὑρέθη γεμάτον, καὶ ἔφθασεν εἰς καιρὸν ἀρκετόν, ὄχι μόνον διὰ τοὺς ἐνδεεῖς καὶ πτωχούς, ἀλλὰ καὶ διὰ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς ἐδικούς του ἀνθρώπους.
Ἔργον καὶ κατόρθωμα τοῦ Ἁγίου τούτου ἐστάθησαν αἱ ἀπολυτρώσεις τῶν σκλαβωμένων, ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν δυναστῶν καὶ στερεωτέρων. Οὗτος ἰάτρευσε καὶ μίαν παρθένον δαιμονισμένην. Οὗτος προεῖπεν αἰνιγματωδῶς ἕνα πάθος, ὁποῦ ἔμελλε νὰ ἀκολουθήσῃ εἰς ὅλην τὴν Πελοπόννησον. Αὐτὸς ἐπρογνώρισε καὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ὅθεν ἀφ’ οὗ ἔγινε χρόνων ἑβδομήκοντα, καὶ ἀφ’ οὗ ἔχυσε μυρίους ἱδρῶτας διὰ τὴν κατόρθωσιν τῆς ἀρετῆς, ἀφῆκε τὴν μακαρίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ μετὰ θάνατον φανερὰν παρασταίνει εἰς τὸ ἅγιόν του λείψανον τὴν ἐνέργειαν τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Προχέει γὰρ ἐκ τούτου μῦρα εὐωδέστατα, καὶ δαίμονας διώκει, καὶ ἀσθενείας διαφόρους ἰατρεύει, καὶ μὲ αὐτὰ ὅλα, καθαρῶς φανερόνοι τὴν μακαριότητα καὶ δόξαν, ὁποῦ ἔλαβεν εἰς τοὺς Οὐρανοὺς ὁ ἀοίδιμος (2).
(1) Ὁ Παῦλος οὗτος φαίνεται νὰ ᾖναι ὁ ἴδιος ἐκεῖνος, ὁποῦ ἑορτάζεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἑβδόμην τοῦ Μαρτίου.
(2) Σημείωσαι, ὅτι ὁ Πέτρος οὗτος, φαίνεται νὰ ᾖναι ὁ ἴδιος ἐκεῖνος, ὁποῦ ἑορτάζεται κατὰ τὴν τρίτην τοῦ Ἰαννουαρίου, ὅστις καὶ σημειοφόρος ἐκεῖ καλεῖται.
*
Οἱ Ἅγιοι εἰκοσιεπτὰ Μάρτυρες πυρὶ τελειοῦνται.
Βληθεῖσιν εἰς πῦρ ἀνδράσι τρὶς ἐννέα,
Ἴαμα Σῶτερ σὴ τὸ τῆς Γραφῆς δρόσος.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *