Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου29 Οκτωβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΘ’, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος Αναστασίας της Ρωμαίας.
Κάρας τομήν ήνεγκε ρώμη καρδίας,
Βλάστημα Ρώμης Μάρτυς Αναστασία.
Τλη δε Αναστασίη ενάτη ξίφος εικάδι οξύ.
Αύτη ήτον κατά τους χρόνους Δεκίου (1) και Βαλλεριανού των βασιλέων, και Πρόβου ηγεμόνος, εν έτει σνς’ [256], καταγομένη από την μεγαλόπολιν Ρώμην. Νέα δε ούσα κατά την ηλικίαν, διέτριβε μέσα εις ένα Μοναστήριον. Πιασθείσα δε και παρρησία ομολογήσασα τον Χριστόν, ραπίζεται εις το πρόσωπον. Και απλωθείσα επάνω εις αναμμένα κάρβουνα, δέρνεται με ραβδία. Είτα εκρεμάσθη επάνω εις ξύλον, και εσφίγχθη με κάποιους μαγγάνους μηχανικούς και κατετρυπήθη με σιδηρά αγγυνέλα. Ύστερον δε πάλιν κρεμασθείσα, κατεξεσχίσθη εις όλον το σώμα. Μετά ταύτα έκοψαν τα βυζία της και εξερρίζωσαν τα ονύχιά της. Και τελευταίον απέκοψαν την αγίαν της κεφαλήν. Και ούτως έλαβεν η μακαρία του μαρτυρίου τον στέφανον. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτής όρα εις τον Παράδεισον. Τούτον δε συνέγραψεν ελληνιστί ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Διττάς ημίν Αναστασίας». Σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις και προ τούτων εν τη Λαύρα.)
(1) Εν άλλοις δε γράφεται, ότι αύτη ήτον επί Διοκλητιανού. Διο και εν τη Μεγίστη Λαύρα ευρίσκεται και άλλο Μαρτύριον αυτής ελληνικόν, ου η αρχή· «Κατά τους καιρούς του παρανόμου και ασεβούς Διοκλητιανού του βασιλέως, και του συγκαθέδρου αυτού Βαλλεριανού».
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Αβραμίου, και Μαρίας της αυτού ανεψιάς.
Εις τον Αβράμιον.
Σαρκός νεκρώσας Αβράμιος παν μέλος,
Θανών συνοικεί τοις ασάρκοις Αγγέλοις.
Εις την Μαρίαν.
Αφείσα σαρκός τους εραστάς Μαρία,
Ψυχών εραστή μυστικώς περιπλέκη.
Ούτος ο Άγιος Αβράμιος ήτον υιός γονέων Χριστιανών. Πέρνωντας δε δια γάμου γυναίκα χωρίς να θέλη, αφήκεν όλα τα του κόσμου δια τον του Χριστού πόθον, και ανεχώρησεν εις την έρημον. Κλείσας δε τον εαυτόν του μέσα εις μίαν μικράν καλύβην, εμεταχειρίζετο κάθε σκληραγωγίαν και άσκησιν. Αφ’ ου δε επέρασεν εν τη ασκήσει πενήντα χρόνους, εχειροτονήθη Ιερεύς, και έπειτα έγινεν Επίσκοπος και ποιμήν χωρίς να θέλη, ενός χωρίου καλουμένου Ταινία, το οποίον ευρίσκεται εις την Λάμψακον κατά τον Ελλήσποντον, ήτοι κατά την θάλασσαν του Μαρμαρά. Δια δε την σωτηρίαν των εν τη Ταινία ανθρώπων, πολλά κακά και πειρασμούς, πολλαίς φοραίς έπαθεν ο αοίδιμος. Και γαρ οι εκεί κατοικούντες ήτον βυθισμένοι εις την πλάνην της ειδωλολατρείας. Αφ’ ου δε εφώτισεν αυτούς με την εις Χριστόν πίστιν, δια της του Θεού χάριτος, φλογιζόμενος από τον πόθον της ησυχίας, έφυγε κρυφίως και επήγε πάλιν εις το παλαιόν του ησυχαστήριον. Όπου πολλά πειρασθείς από τους δαίμονας, ανώτερος διεφυλάχθη από τους πειρασμούς των. Επειδή δε ο κατά σάρκα αδελφός αυτού απέθανε, και άφησεν ένα παιδίον θηλυκόν έως επτά χρόνων, δια τούτο ο Όσιος επήρε το παιδίον αυτό, Μαρίαν ονομαζομένην, και έδωκεν εις αυτήν ένα μικρόν κελλάκι έξω του κελλίου του δια να ησυχάζη. Και δια του παραθυρίου εδίδασκεν αυτήν, και επαρακίνει εις τους πνευματικούς αγώνας της ασκήσεως. Όταν δε έφθασεν εις τον εικοστόν χρόνον της ηλικίας της, εσυνέβη να πέση με ένα εις πορνείαν. Όθεν εκ τούτου απελπισθείσα, έφυγε κρυφίως και επήγεν εις ένα πορνοστάσιον και εκεί ευρίσκετο ομού με άλλας πόρνας γυναίκας. Ο δε Άγιος Αβράμιος ενδυθείς σχήμα στρατιώτου, και άλογον καβαλικεύσας, επήγε και εύρεν αυτήν αγνοούσαν αγνοούμενος. Δια παρακινήσεως λοιπόν εδικής του ηλευθέρωσεν αυτήν, και την εγύρισεν από το πτώμα εις το πρότερον κελλάκι της. Τόσην δε μετάνοιαν έδειξεν η αοίδιμος, ώστε οπού, μετά ολίγους χρόνους ηξιώθη και έκαμνε μεγάλα θαύματα. Με τοιούτον λοιπόν βίον ασκητικόν και αποστολικόν, τελειώσας τον δρόμον ο Όσιος Αβράμιος, ανεπαύθη εν ειρήνη. Μετά ολίγον δε καιρόν, ανεπαύθη και η μακαρία αυτού ανεψιά. (Όρα τον μεν ελληνικόν Βίον του Οσίου τούτου, εις τον Άγιον Εφραίμ, ου η αρχή· «Αδελφοί μου, βούλομαι υμίν διηγήσασθαι πολιτείαν καλήν και τελείαν», τον δε απλούν, εις τον Παράδεισον (2).)
(2) Εις τον Άγιον Αβράμιον τούτον, εγκωμιαστικόν λόγον συνέθεσεν η εμή αδυναμία. Ακολουθίαν δε τελείαν εποίησεν ο Οσιολογιώτατος διδάσκαλος κύριος Χριστοφόρος ο Προδρομίτης. Και ο βουλόμενος εορτάζειν τον Άγιον, ζητησάτω ταύτα. Τον Βίον τούτου συνέγραψε και ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Ανδρών φιλαρέτων». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Κυρίλλου, Μίνη και Μιναίου.
Εις τον Κύριλλον.
Υπόσχεσιν μέλλοντος ούσαν μοι στέφους,
Κύριλλος οίδα την απειλήν του ξίφους.
Εις τον Μίνην και Μιναίον.
Πίπτει Μιναίος εκ ξίφους ιδείν φθάσας,
Και τον Μίνην πεσόντα τοιούτω τέλει.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Σάββας ο στρατηλάτης, κατά το δεξιόν και αριστερόν μέρος τρωθείς, τελειούται.
Σάββας κατ’ άμφω κλήσεως μέρη Σάββας (3),
Όθεν κατ’ άμφω νύττεται λόγχαις μέρη.
(3) Ήτοι το, Σάββας όνομα, είναι καρκίνος. Διατί και από το ένα μέρος και από το άλλο αναγινωσκόμενον, Σάββας ευγαίνει. Καθώς λοιπόν και από τα δύω μέρη αναγινώσκεται το όνομά του, έτζι ετρώθη και αυτός από τα δύω μέρη του σώματός του.
*
Μνήμη της Οσίας μητρός ημών Άννης, της μετονομασθείσης Ευφημιανός.
Στολή κρυβείσαν ανδρική σεμνήν Άνναν,
Χριστός κατ’ αυτών αρρενοί των δαιμόνων.
Αύτη η Οσία μήτηρ ημών Άννα εγεννήθη εις το Βυζάντιον, από ένα ευλαβή Διάκονον ύπανδρον, του εν Βλαχέρναις Ναού της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, επί Λέοντος του Ισαύρου, εν έτει ψις’ [716]. Αφ’ ου δε απέθανον οι γονείς της, εσπούδασεν η μάμμη της να την ενώση δια γάμου με άνδρα ευλαβέστατον, το οποίον και έκαμεν. Ελθών δε από το όρος του Ολύμπου ο από τον πατέρα θείος της, Μοναχός ων ασκητικώτατος και διορατικώτατος, ο οποίος και μόλον οπού έκοψε την γλώσσαν του Λέων ο εικονομάχος, ελάλει όμως ανεμποδίστως. Ούτος λέγω, ευθύς οπού είδε την ανεψιάν του ταύτην Άνναν, διατί, είπεν, ενώσατε με άνδρα την Άνναν, η οποία απέβλεπεν εις αγώνας και πόνους ασκητικούς; Και τούτο ειπών και ευχηθείς αυτήν, ανεχώρησεν. Αφ’ ου δε επέρασαν μερικοί χρόνοι, και ο δυσσεβής βασιλεύς Λέων κατεβιβάσθη εις τα ταμεία του Άδου, τότε ο Κωνσταντίνος και Ειρήνη, οι ορθόδοξοι και πιστότατοι βασιλείς, οι βασιλεύσαντες εν έτει ψπ’ [780], μαθόντες τους πειρασμούς και τα βάσανα, οπού έπαθεν από τον θηριώνυμον Λέοντα ο αγιώτατος θείος της Οσίας ταύτης Άννης, έστειλαν και τον έφεραν. Και την ευχήν και ευλογίαν τούτου, ως αγίου ανδρός ελάμβανον. Αφ’ ου δε εσυμβούλευσε τους βασιλείς τα συμφέροντα προς την ευαρέστησιν του Θεού, εμελέτα πάλιν ο Όσιος να αναχωρήση από την Κωνσταντινούπολιν, και να υπάγη εις την ησυχίαν. Τότε είπε και προς την ανεψιάν του ταύτην Άνναν. Ανδρίζου τέκνον και ίσχυε, πολλαί γαρ αι θλίψεις των δικαίων. Ήξευρε δε, ότι αν δεν σκεπάσης τον άνδρα σου εις τον τάφον, το παιδίον οπού έχεις εις την κοιλίαν σου δεν θέλεις γεννήσεις. Επληρώθη δε η προφητεία αύτη του Οσίου, διατί ύστερα από τον έκτον μήνα της συλλήψεώς της, απέθανεν ο άνδρας της. Η δε Άννα θρηνήσασα πολλά δια τον θάνατον του ανδρός της, κατεξήρανε τον εαυτόν της από την λύπην. Όθεν αφ’ ου εγέννησε και απεγαλάκτισε το παιδίον της, παρέδωκεν αυτό εις τας χείρας του άλλου θείου της. Αυτή δε εμβήκεν εις τους ασκητικούς αγώνας. Οποίοι δε και πόσοι ήτον οι αγώνές της, εκείνη μόνη η μακαρία τους ήξευρεν. Επειδή και εις το κρυπτόν τούτους εμεταχειρίζετο, την δόξαν των ανθρώπων αποφεύγουσα.
Εις τούτους λοιπόν τους αγώνας ταύτης ευρισκομένης, έρχεται πάλιν από τον Όλυμπον ο διορατικώτατος εκείνος θείος της. Η δε Άννα τούτον ιδούσα, έπεσεν εις τους πόδας του και εζήτει την ευλογίαν του. Ο δε, ενδυναμού εν Κυρίω τέκνον, της είπεν, είτα πάλιν λέγει αυτή, πού είναι το παιδίον σου; Η δε απεκρίθη. Το μεν ένα, το άφησα εις τον αδελφόν σου και μετά Θεόν ευεργέτην μου, το δε άλλο, ευρίσκεται κοντά μου. Ταύτα δε ειπούσα και άλλα τινά λόγια προσθέσασα, τα οποία είναι ίδια λυπημένης και πονεμένης καρδίας, επαράστησε και τα δύω παιδία της εις τον τίμιον γέροντα. Παρεκάλει δε αυτόν μετά δακρύων, εύξαι, λέγουσα, ω Πάτερ τίμιε, δια τα τέκνα μου ταύτα. Ο δε γέρων, είπε. Δεν έχουσιν αυτά χρείαν ευχής. Η δε Άννα τούτο ακούσασα, βαρέως το εδέχθη. Και εκ βάθους στενάξασα, αλλοίμονον, είπεν, εις εμένα την αμαρτωλήν! τι άράγε πάλιν έχουν να γένουν τα κατ’ εμέ; Και ο γέρων είπε. Δεν σοι είπον τέκνον, ότι πολλαί αι θλίψεις των δικαίων; Ανίσως γαρ ημείς δεν υπομείνωμεν θλίψεις και πειρασμούς, δεν ημπορώμεν να σωθώμεν. Διότι έτζι είναι πρέπον και αρέσκον εις τον Θεόν.
Η δε Άννα λέγει. Μήπως αυθέντα μου, εφάνη εύλογον εις τον Δεσπότην Χριστόν να πάρη εις την εκεί ζωήν τα ανήλικα ταύτα παιδία μου; Και ο γέρων, καλώς είπας τέκνον, απεκρίθη. Ογλίγωρα γαρ θέλει τα πάρη ο Κύριος από λόγου σου. Η δε Άννα ευχαριστήσασα εις τον Θεόν, καθώς ήτον πρέπον, και πεσούσα εις τους πόδας του τιμίου γέροντος, έλαβε την ευχήν του και ευλογίαν. Και τότε άρχισε να μοιράζη τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς με τα δύω της χέρια. Επειδή δε μετά ολίγον καιρόν απέθανον και τα δύω της τέκνα, εθρήνησε μεν αυτά με δάκρυα η Οσία. Τα δε λοιπά πράγματα οπού της έμειναν, διαμοιράσασα εις τας χείρας των πτωχών, επεριτριγύριζεν εις τας Εκκλησίας, προσκυνούσα, προσευχομένη, ανάπτουσα τας κανδήλας των αγίων εικόνων, και χαιρετούσα αυτάς. Εις όλον δε το ύστερον ευρούσα ένα Μοναχόν από τον Όλυμπον, εκουρεύθη παρ’ αυτού και έγινε Μοναχή. Και εις το κρυπτόν μεν, εφόρει φορέματα ανδρίκεια, έξωθεν δε, εφόρει γυναικεία ιμάτια. Όθεν κρυφίως χωρίς να την καταλάβη τινάς, επήγεν εις τα μέρη του Ολύμπου. Και εκεί απορρίψασα τελείως τα γυναικεία φορέματα, και μόνον τα ανδρίκεια φορούσα, εμβήκε μέσα εις ένα Κοινόβιον, και εσυνωμίλει με τον πορτάρην, λέγουσα, ότι έχει μεγάλην επιθυμίαν να ανταμώση τον Ηγούμενον. Ο δε πορτάρης ανήγγειλε τούτο εις τον Ηγούμενον, ο δε Ηγούμενος εκάλεσεν αυτήν. Η δε Άννα παρασταθείσα έμπροσθεν του Ηγουμένου, έρριψε τον εαυτόν της εις τους πόδας του και εζήτει την συνήθη ευλογίαν. Ο δε Ηγούμενος αφ’ ου την ευλόγησεν, εσήκωσεν αυτήν. Είτα την ερώτησε, διατί ήλθες εις ημάς αδελφέ; (ενόμισε γαρ, ότι είναι ευνούχος), και πώς λέγεται το όνομά σου; Η δε Άννα, το μεν αίτιον, απεκρίθη, δια το οποίον ήλθον εδώ, Πάτερ άγιε, είναι το πολύ πλήθος των αμαρτιών μου. Ίνα δηλαδή ησυχάσω εις το υπόλοιπον της ζωής μου διάστημα, και δια της ησυχίας εύρω ίλεων τον Θεόν εν τη ημέρα της κρίσεως, αγκαλά και είμαι πάντη ανάξιος. Το όνομά μου λέγεται Ευφημιανός. Ο δε Ηγούμενος είπε προς αυτήν. Ανίσως έχης, τέκνον, τοιούτον λογισμόν, και ποθής αληθώς την σωτηρίαν σου, φεύγε την παρρησίαν. Επειδή η φύσις των ευνούχων, ευκόλως πιάνεται από τους εμπαθείς λογισμούς. Ταύτα ειπών, και την συνειθισμένην ποιήσας ευχήν, συνηρίθμησεν αυτήν με τους λοιπούς αδελφούς του Κοινοβίου.
Η δε αοίδιμος Άννα, τόσον πολλά επρόκοπτεν εις τα έμπροσθεν, ώστε οπού έγινεν εις όλους τους Μοναχούς του Κοινοβίου τύπος και παράδειγμα κάθε αρετής, και μάλιστα της ταπεινώσεως. Ο δε υπηρέτης της Οσίας, τον οποίον είχεν αφήσει εις τον οίκον της, δια να οικονομήση τα πράγματά της, καθώς τον εδιάταξεν, αυτός λέγω, ευγήκε ζητώντας να εύρη την κυρίαν του. Απαντήσας δε τον Μοναχόν εκείνον, οπού εκούρευσε την Οσίαν Μοναχήν, ερώτα αυτόν, ανίσως και ηξεύρη, πού ευρίσκεται η κυρία του εκείνη, η τα γήϊνα καταλιπούσα και τα ουράνια επιζητούσα. Ο δε Μοναχός, απεκρίθη, ότι μεν έμαθον την περί εκείνης υπόθεσιν, τούτο δεν ημπορώ να το αρνηθώ. Πού δε τώρα ευρίσκεται, δεν ηξεύρω, αλλά ελθέ να υπάγωμεν μαζί εις το δείνα Μοναστήριον. Φθάσαντες δε εις αυτό, ερώτησαν τον πορτάρην και έμαθον, ότι μέσα εις τα δίκτυα έχουσι το κυνήγι. Ήγουν ότι ευρίσκεται η Οσία μέσα εις το Μοναστήριον. Όθεν παρεκάλουν αυτόν να της αναγγείλη ότι την ζητούν ο δείνα και ο δείνα. Η δε ταύτα ακούσασα, ευγήκεν έξω. Τότε ο κουρεύσας αυτήν Μοναχός λέγει. Ιδού ο πιστότατός σου διάκονος και οικονόμος, δείξας αυτόν με τον δάκτυλον. Όστις έπαθε πολλά έως τώρα δια την ζήτησίν σου. Ιδού, λέγω, ήλθε παρών. Και αν θέλης, ας υπάγωμεν εις το εδικόν μας Μοναστήριον.
Ταύτα η Οσία ακούσασα, επήγε εις τον Ηγούμενον, και εζήτησε την εκείνου ευλογίαν, ομοίως και των λοιπών αδελφών. Και ούτως ευγήκεν από το Κοινόβιόν της και επήγεν εις το άλλο Μοναστήριον μαζί με τον Μοναχόν και τον υπηρέτην της. Διατρίψασα δε εκεί αρκετόν καιρόν, εποίησε θαύματα άπειρα. Όθεν επειδή η φήμη των θαυμάτων διεδόθη εις πάμπολλα μέρη, τούτου χάριν πολλοί κοσμικοί ήλθον εις το Μοναστήριον δια να γένουν Μοναχοί. Αλλά η στενότης οπού είχε το Μοναστήριον, εμπόδιζε την αύξησιν των προσερχομένων. Δια τούτο ο Ηγούμενος του Μοναστηρίου εκείνου, εμπνευσθείς από τον Θεόν, εδηλοποίησε δια γραμμάτων εις τον τότε Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Άγιον Ταράσιον, τα θαυμάσια έργα του Μοναχού Ευφημιανού. Και ότι, επειδή εκωδωνίσθησαν τα τοιαύτα θαύματά του, έτρεξαν πολύ πλήθος ανθρώπων εις το Μοναστήριον δια να μονάσουν. Πλην δεν χωρούσιν εις αυτό, διατί είναι πολλά στενόν και μικρότατον. Ο δε Πατριάρχης ταύτα μαθών, εσυμφώνησεν εις τον του Ηγουμένου θείον σκοπόν, και έδωκεν εις αυτόν δωρεάν ένα τόπον κρημνισμένον. Όθεν ο Ηγούμενος τούτον λαβών, εις ολίγους χρόνους έκτισεν εις αυτόν Μοναστήριον εκ θεμελίων, το οποίον ονομάζεται τώρα, Μοναστήριον των Αβραμιτών. Εις τούτο λοιπόν το Μοναστήριον εδιέταξε την Αγίαν Άνναν να διαπεράση τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής της.
Τούτο δε αφ’ ου έγινε, και η αγγελική ζωή της μακαρίας Άννης εστάθη περιβόητος εις όλους, τότε, εις πόσην πολλήν ποσότητα επληθύνοντο καθ’ εκάστην ημέραν οι προσερχόμενοι εις το Μοναστήριον, δεν είναι δυνατόν να περιγράψη τινάς. Ένας δε πειρασμός ηκολούθησεν εις την Αγίαν, από ένα, μοναχόν μεν κατά το σχήμα, κατά δε τα έργα και πράγματα, φίλον όντα του χαιρεκάκου δαίμονος. Επειδή και είχε το απαραίτητον έργον του Διαβόλου, δηλαδή το να λέγη ύβρεις αισχράς εναντίον της Οσίας, ότι ήτον ευνούχος, και το να κατηγορή αυτήν φανερά. Αλλ’ η μακαρία εκείνη ως ουδέν ελογίζετο τας κατηγορίας, μάλλον δε και ως ευεργεσίας ταύτας ενόμιζε. Μία δε γυνή θεοφιλής ακούσασα τα αισχρά και σιγχαμερά λόγια, οπού έλεγε κατά της Οσίας ο τη αληθεία αισχρός μοναχός, όστις και εφάνη ότι ήτον φονεύς εις το ύστερον· ταύτα, λέγω, ακούσασα, πρόσεχε αδελφέ, του είπε, μήπως αυτόν οπού κατηγορείς, δεν είναι ευνούχος, ουδέ εμπαθής, καθώς εσύ υπολαμβάνεις, αλλά είναι γυνή και απαθής. Και συ μεν, έχεις να κερδήσης την γέενναν του πυρός δια τας κατηγορίας σου. Εκείνους δε, οπού σου ακούουν, έχεις να μολύνης, κατηγορώντας την απαθή. Επειδή προ μερικών χρόνων, μία γυνή διαμοιράσασα τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς, έγινεν αφανής. Και στοχάσου, μήπως ήναι αυτή η ιδία, την οποίαν εσύ λέγεις ευνούχον εμπαθή. Και εκ τούτου καταβιβάζεις την ψυχήν σου εις τον λάκκον της απωλείας.
Ο δε μιαρός εκείνος και δόλιος μοναχός, αντί να συσταλθή, επρόσθεσεν εις την πονηρίαν του και τούτον τον λόγον οπού ήκουσε, ήγουν εκήρυττεν εις όλους, ότι ήτον γυνή. Εσπούδαζε δε ο ανόσιος και επεριεργάζετο να κρημνίση την Αγίαν εις κανένα κατηφορικόν τόπον. Ίνα, κρημνισθείσης αυτής, σηκωθούν τα ρούχα οπού εφόρει. Και ούτως ιδή αυτήν γεγυμνωμένην και γνωρίση το βέβαιον, ή γυνή εστιν, ή όχι. Ποιήσας δε τούτο ο μυσαρός, τίποτε μεν, δεν είδεν. Έγινε δε ημίξηρος, παιδευθείς από την θείαν δύναμιν. Όθεν αναχωρήσας από το Μοναστήριον, επήγεν εις την πατρίδα του. Εκεί δε ευρισκόμενος, επιάσθη ως κατάδικος εις έγκλημα φόνου, και έτζι ο άθλιος κρεμασθείς εις φούρκαν, απέρριψε την μιαράν του ψυχήν. Η δε Αγία, ένα μεν, επειδή εφημίσθη εκ τούτου, και άλλο δε, δια να φύγη τα σκάνδαλα, επήγε εις τα μέρη του καλουμένου Στενού, έχουσα μαζί της δύω Μοναχούς Ευστάθιον και Νεόφυτον ονομαζομένους. Και εκεί ευρούσα μίαν Εκκλησίαν, ήτις είχε νερόν και ολίγον κήπον, εκατοίκησεν εις αυτήν. Μετά δε παρέλευσιν χρόνων τινών, καλεσθείσα από μερικούς Μοναχούς, εσηκώθη από εκεί και επήγεν εις το Βυζάντιον κατά τα μέρη του Σίγματος. Και εκεί διεπέρασε το υπόλοιπον της ζωής της οσίως και θεαρέστως, θαύματα πολλά και ιατρείας χαρισαμένη εις εκείνους, οπού επρόστρεχαν εις αυτήν. Και ούτως η μακαρία, εν ειρήνη προς τον ποθούμενον Χριστόν εξεδήμησεν.
*
Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Μελιτινής.
Μελιτινή ίστατο γυμνή εν κρίσει,
Ως εν θριάμβω δι’ αγάπην Κυρίου.
Αύτη η Αγία Μελιτινή διαβαλθείσα εις τον κατά τόπον άρχοντα, ότι ήτον Χριστιανή, παρασταίνεται εις αυτόν. Και πρώτον μεν δέρνεται εις το πρόσωπον, και γυμνόνεται όλον το σώμα της, και έτζι ως νικήτρια στέκεται πομπευομένη δια τον Χριστόν εις πολλάς ώρας, εν τω μέσω του κριτηρίου. Πλην και ούτω γυμνή ισταμένη, επεριγέλα τον άρχοντα και όλα τα είδωλά του. Τιμήν γαρ ενόμιζεν η μακαρία, την ατιμίαν ταύτην οπού ελάμβανε δια τον Χριστόν. Έπειτα δε βασανισθείσα με πολλάς βασάνους, και φυλαχθείσα αβλαβής, τελευταίον κατεπληγώθη δια ξίφους. Και έτζι παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού (4).
(4) Αύτη η Αγία Μελιτινή, άλλη φαίνεται να ήναι από την εορταζομένην κατά την δεκάτην έκτην του Σεπτεμβρίου.
*
Μνήμη του Αγίου νέου Ιερομάρτυρος Αθανασίου, του εκ Σπάρτης της Αταλείας καταγομένου, εν Μουντανίοις δε μαρτυρήσαντος, εν έτει ͵αχνγ’ [1653].
Δια θανάτου αθανασίαν λάβε,
Αθανάσιε κύδος ιερωμένων (5).
(5) Το Μαρτύριον τούτου όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΘ΄, μνήμη τῆς Ἁγίας Ὁσιομάρτυρος Ἀναστασίας τῆς Ῥωμαίας.
Κάρας τομὴν ἤνεγκε ῥώμῃ καρδίας,
Βλάστημα Ῥώμης Μάρτυς Ἀναστασία.
Τλῆ δὲ Ἀναστασίη ἐνάτῃ ξίφος εἰκάδι ὀξύ.
Αὕτη ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Δεκίου (1) καὶ Βαλλεριανοῦ τῶν βασιλέων, καὶ Πρόβου ἡγεμόνος, ἐν ἔτει σνς΄ [256], καταγομένη ἀπὸ τὴν μεγαλόπολιν Ῥώμην. Νέα δὲ οὖσα κατὰ τὴν ἡλικίαν, διέτριβε μέσα εἰς ἕνα Μοναστήριον. Πιασθεῖσα δὲ καὶ παρρησίᾳ ὁμολογήσασα τὸν Χριστόν, ῥαπίζεται εἰς τὸ πρόσωπον. Καὶ ἁπλωθεῖσα ἐπάνω εἰς ἀναμμένα κάρβουνα, δέρνεται μὲ ῥαβδία. Εἶτα ἐκρεμάσθη ἐπάνω εἰς ξύλον, καὶ ἐσφίγχθη μὲ κᾄποιους μαγγάνους μηχανικοὺς καὶ κατετρυπήθη μὲ σιδηρᾶ ἀγγυνέλα. Ὕστερον δὲ πάλιν κρεμασθεῖσα, κατεξεσχίσθη εἰς ὅλον τὸ σῶμα. Μετὰ ταῦτα ἔκοψαν τὰ βυζία της καὶ ἐξερρίζωσαν τὰ ὀνύχιά της. Καὶ τελευταῖον ἀπέκοψαν τὴν ἁγίαν της κεφαλήν. Καὶ οὕτως ἔλαβεν ἡ μακαρία τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῆς ὅρα εἰς τὸν Παράδεισον. Τοῦτον δὲ συνέγραψεν ἑλληνιστὶ ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Διττὰς ἡμῖν Ἀναστασίας». Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις καὶ πρὸ τούτων ἐν τῇ Λαύρᾳ.)
(1) Ἐν ἄλλοις δὲ γράφεται, ὅτι αὕτη ἦτον ἐπὶ Διοκλητιανοῦ. Διὸ καὶ ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ εὑρίσκεται καὶ ἄλλο Μαρτύριον αὐτῆς ἑλληνικόν, οὗ ἡ ἀρχή· «Κατὰ τοὺς καιροὺς τοῦ παρανόμου καὶ ἀσεβοῦς Διοκλητιανοῦ τοῦ βασιλέως, καὶ τοῦ συγκαθέδρου αὐτοῦ Βαλλεριανοῦ».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἁβραμίου, καὶ Μαρίας τῆς αὐτοῦ ἀνεψιᾶς.
Εἰς τὸν Ἁβράμιον.
Σαρκὸς νεκρώσας Ἁβράμιος πᾶν μέλος,
Θανὼν συνοικεῖ τοῖς ἀσάρκοις Ἀγγέλοις.
Εἰς τὴν Μαρίαν.
Ἀφεῖσα σαρκὸς τοὺς ἐραστὰς Μαρία,
Ψυχῶν ἐραστῇ μυστικῶς περιπλέκῃ.
Οὗτος ὁ Ἅγιος Ἁβράμιος ἦτον υἱὸς γονέων Χριστιανῶν. Πέρνωντας δὲ διὰ γάμου γυναῖκα χωρὶς νὰ θέλῃ, ἀφῆκεν ὅλα τὰ τοῦ κόσμου διὰ τὸν τοῦ Χριστοῦ πόθον, καὶ ἀνεχώρησεν εἰς τὴν ἔρημον. Κλείσας δὲ τὸν ἑαυτόν του μέσα εἰς μίαν μικρὰν καλύβην, ἐμεταχειρίζετο κάθε σκληραγωγίαν καὶ ἄσκησιν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασεν ἐν τῇ ἀσκήσει πενῆντα χρόνους, ἐχειροτονήθη Ἱερεύς, καὶ ἔπειτα ἔγινεν Ἐπίσκοπος καὶ ποιμὴν χωρὶς νὰ θέλῃ, ἑνὸς χωρίου καλουμένου Ταινία, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς τὴν Λάμψακον κατὰ τὸν Ἑλλήσποντον, ἤτοι κατὰ τὴν θάλασσαν τοῦ Μαρμαρᾶ. Διὰ δὲ τὴν σωτηρίαν τῶν ἐν τῇ Ταινίᾳ ἀνθρώπων, πολλὰ κακὰ καὶ πειρασμούς, πολλαῖς φοραῖς ἔπαθεν ὁ ἀοίδιμος. Καὶ γὰρ οἱ ἐκεῖ κατοικοῦντες ἦτον βυθισμένοι εἰς τὴν πλάνην τῆς εἰδωλολατρείας. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐφώτισεν αὐτοὺς μὲ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, διὰ τῆς τοῦ Θεοῦ χάριτος, φλογιζόμενος ἀπὸ τὸν πόθον τῆς ἡσυχίας, ἔφυγε κρυφίως καὶ ἐπῆγε πάλιν εἰς τὸ παλαιόν του ἡσυχαστήριον. Ὅπου πολλὰ πειρασθεὶς ἀπὸ τοὺς δαίμονας, ἀνώτερος διεφυλάχθη ἀπὸ τοὺς πειρασμούς των. Ἐπειδὴ δὲ ὁ κατὰ σάρκα ἀδελφὸς αὑτοῦ ἀπέθανε, καὶ ἄφησεν ἕνα παιδίον θηλυκὸν ἕως ἑπτὰ χρόνων, διὰ τοῦτο ὁ Ὅσιος ἐπῆρε τὸ παιδίον αὐτό, Μαρίαν ὀνομαζομένην, καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὴν ἕνα μικρὸν κελλάκι ἔξω τοῦ κελλίου του διὰ νὰ ἡσυχάζῃ. Καὶ διὰ τοῦ παραθυρίου ἐδίδασκεν αὐτήν, καὶ ἐπαρακίνει εἰς τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας τῆς ἀσκήσεως. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς τὸν εἰκοστὸν χρόνον τῆς ἡλικίας της, ἐσυνέβη νὰ πέσῃ μὲ ἕνα εἰς πορνείαν. Ὅθεν ἐκ τούτου ἀπελπισθεῖσα, ἔφυγε κρυφίως καὶ ἐπῆγεν εἰς ἕνα πορνοστάσιον καὶ ἐκεῖ εὑρίσκετο ὁμοῦ μὲ ἄλλας πόρνας γυναῖκας. Ὁ δὲ Ἅγιος Ἁβράμιος ἐνδυθεὶς σχῆμα στρατιώτου, καὶ ἄλογον καβαλικεύσας, ἐπῆγε καὶ εὗρεν αὐτὴν ἀγνοοῦσαν ἀγνοούμενος. Διὰ παρακινήσεως λοιπὸν ἐδικῆς του ἠλευθέρωσεν αὐτήν, καὶ τὴν ἐγύρισεν ἀπὸ τὸ πτῶμα εἰς τὸ πρότερον κελλάκι της. Τόσην δὲ μετάνοιαν ἔδειξεν ἡ ἀοίδιμος, ὥστε ὁποῦ, μετὰ ὀλίγους χρόνους ἠξιώθη καὶ ἔκαμνε μεγάλα θαύματα. Μὲ τοιοῦτον λοιπὸν βίον ἀσκητικὸν καὶ ἀποστολικόν, τελειώσας τὸν δρόμον ὁ Ὅσιος Ἁβράμιος, ἀνεπαύθη ἐν εἰρήνῃ. Μετὰ ὀλίγον δὲ καιρόν, ἀνεπαύθη καὶ ἡ μακαρία αὐτοῦ ἀνεψιά. (Ὅρα τὸν μὲν ἑλληνικὸν Βίον τοῦ Ὁσίου τούτου, εἰς τὸν Ἅγιον Ἐφραίμ, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἀδελφοί μου, βούλομαι ὑμῖν διηγήσασθαι πολιτείαν καλὴν καὶ τελείαν», τὸν δὲ ἁπλοῦν, εἰς τὸν Παράδεισον (2).)
(2) Εἰς τὸν Ἅγιον Ἁβράμιον τοῦτον, ἐγκωμιαστικὸν λόγον συνέθεσεν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία. Ἀκολουθίαν δὲ τελείαν ἐποίησεν ὁ Ὁσιολογιώτατος διδάσκαλος κύριος Χριστοφόρος ὁ Προδρομίτης. Καὶ ὁ βουλόμενος ἑορτάζειν τὸν Ἅγιον, ζητησάτω ταῦτα. Τὸν Βίον τούτου συνέγραψε καὶ ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἀνδρῶν φιλαρέτων». (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Κυρίλλου, Μίνη καὶ Μιναίου.
Εἰς τὸν Κύριλλον.
Ὑπόσχεσιν μέλλοντος οὖσάν μοι στέφους,
Κύριλλος οἶδα τὴν ἀπειλὴν τοῦ ξίφους.
Εἰς τὸν Μίνην καὶ Μιναῖον.
Πίπτει Μιναῖος ἐκ ξίφους ἰδεῖν φθάσας,
Καὶ τὸν Μίνην πεσόντα τοιούτῳ τέλει.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας ὁ στρατηλάτης, κατὰ τὸ δεξιὸν καὶ ἀριστερὸν μέρος τρωθείς, τελειοῦται.
Σάββας κατ’ ἄμφω κλήσεως μέρη Σάββας (3),
Ὅθεν κατ’ ἄμφω νύττεται λόγχαις μέρη.
(3) Ἤτοι τὸ, Σάββας ὄνομα, εἶναι καρκῖνος. Διατὶ καὶ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ἀναγινωσκόμενον, Σάββας εὐγαίνει. Καθὼς λοιπὸν καὶ ἀπὸ τὰ δύω μέρη ἀναγινώσκεται τὸ ὄνομά του, ἔτζι ἐτρώθη καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὰ δύω μέρη τοῦ σώματός του.
*
Μνήμη τῆς Ὁσίας μητρὸς ἡμῶν Ἄννης, τῆς μετονομασθείσης Εὐφημιανός.
Στολῇ κρυβεῖσαν ἀνδρικῇ σεμνὴν Ἄνναν,
Χριστὸς κατ’ αὐτῶν ἀρρενοῖ τῶν δαιμόνων.
Αὕτη ἡ Ὁσία μήτηρ ἡμῶν Ἄννα ἐγεννήθη εἰς τὸ Βυζάντιον, ἀπὸ ἕνα εὐλαβῆ Διάκονον ὕπανδρον, τοῦ ἐν Βλαχέρναις Ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου, ἐν ἔτει ψις΄ [716]. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀπέθανον οἱ γονεῖς της, ἐσπούδασεν ἡ μάμμη της νὰ τὴν ἑνώσῃ διὰ γάμου μὲ ἄνδρα εὐλαβέστατον, τὸ ὁποῖον καὶ ἔκαμεν. Ἐλθὼν δὲ ἀπὸ τὸ ὄρος τοῦ Ὀλύμπου ὁ ἀπὸ τὸν πατέρα θεῖός της, Μοναχὸς ὢν ἀσκητικώτατος καὶ διορατικώτατος, ὁ ὁποῖος καὶ μὅλον ὁποῦ ἔκοψε τὴν γλῶσσάν του Λέων ὁ εἰκονομάχος, ἐλάλει ὅμως ἀνεμποδίστως. Οὗτος λέγω, εὐθὺς ὁποῦ εἶδε τὴν ἀνεψιάν του ταύτην Ἄνναν, διατί, εἶπεν, ἑνώσατε μὲ ἄνδρα τὴν Ἄνναν, ἡ ὁποία ἀπέβλεπεν εἰς ἀγῶνας καὶ πόνους ἀσκητικούς; Καὶ τοῦτο εἰπὼν καὶ εὐχηθεὶς αὐτήν, ἀνεχώρησεν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν μερικοὶ χρόνοι, καὶ ὁ δυσσεβὴς βασιλεὺς Λέων κατεβιβάσθη εἰς τὰ ταμεῖα τοῦ ᾌδου, τότε ὁ Κωνσταντῖνος καὶ Εἰρήνη, οἱ ὀρθόδοξοι καὶ πιστότατοι βασιλεῖς, οἱ βασιλεύσαντες ἐν ἔτει ψπ΄ [780], μαθόντες τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὰ βάσανα, ὁποῦ ἔπαθεν ἀπὸ τὸν θηριώνυμον Λέοντα ὁ ἁγιώτατος θεῖος τῆς Ὁσίας ταύτης Ἄννης, ἔστειλαν καὶ τὸν ἔφεραν. Καὶ τὴν εὐχὴν καὶ εὐλογίαν τούτου, ὡς ἁγίου ἀνδρὸς ἐλάμβανον. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐσυμβούλευσε τοὺς βασιλεῖς τὰ συμφέροντα πρὸς τὴν εὐαρέστησιν τοῦ Θεοῦ, ἐμελέτα πάλιν ὁ Ὅσιος νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἡσυχίαν. Τότε εἶπε καὶ πρὸς τὴν ἀνεψιάν του ταύτην Ἄνναν. Ἀνδρίζου τέκνον καὶ ἴσχυε, πολλαὶ γὰρ αἱ θλίψεις τῶν δικαίων. Ἤξευρε δέ, ὅτι ἂν δὲν σκεπάσῃς τὸν ἄνδρα σου εἰς τὸν τάφον, τὸ παιδίον ὁποῦ ἔχεις εἰς τὴν κοιλίαν σου δὲν θέλεις γεννήσεις. Ἐπληρώθη δὲ ἡ προφητεία αὕτη τοῦ Ὁσίου, διατὶ ὕστερα ἀπὸ τὸν ἕκτον μῆνα τῆς συλλήψεώς της, ἀπέθανεν ὁ ἄνδρας της. Ἡ δὲ Ἄννα θρηνήσασα πολλὰ διὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀνδρός της, κατεξήρανε τὸν ἑαυτόν της ἀπὸ τὴν λύπην. Ὅθεν ἀφ’ οὗ ἐγέννησε καὶ ἀπεγαλάκτισε τὸ παιδίον της, παρέδωκεν αὐτὸ εἰς τὰς χεῖρας τοῦ ἄλλου θείου της. Αὐτὴ δὲ ἐμβῆκεν εἰς τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνας. Ὁποῖοι δὲ καὶ πόσοι ἦτον οἱ ἀγῶνές της, ἐκείνη μόνη ἡ μακαρία τοὺς ἤξευρεν. Ἐπειδὴ καὶ εἰς τὸ κρυπτὸν τούτους ἐμεταχειρίζετο, τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων ἀποφεύγουσα.
Εἰς τούτους λοιπὸν τοὺς ἀγῶνας ταύτης εὑρισκομένης, ἔρχεται πάλιν ἀπὸ τὸν Ὄλυμπον ὁ διορατικώτατος ἐκεῖνος θεῖός της. Ἡ δὲ Ἄννα τοῦτον ἰδοῦσα, ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας του καὶ ἐζήτει τὴν εὐλογίαν του. Ὁ δέ, ἐνδυναμοῦ ἐν Κυρίῳ τέκνον, τῆς εἶπεν, εἶτα πάλιν λέγει αὐτῇ, ποῦ εἶναι τὸ παιδίον σου; Ἡ δὲ ἀπεκρίθη. Τὸ μὲν ἕνα, τὸ ἄφησα εἰς τὸν ἀδελφόν σου καὶ μετὰ Θεὸν εὐεργέτην μου, τὸ δὲ ἄλλο, εὑρίσκεται κοντά μου. Ταῦτα δὲ εἰποῦσα καὶ ἄλλα τινα λόγια προσθέσασα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἴδια λυπημένης καὶ πονεμένης καρδίας, ἐπαράστησε καὶ τὰ δύω παιδία της εἰς τὸν τίμιον γέροντα. Παρεκάλει δὲ αὐτὸν μετὰ δακρύων, εὖξαι, λέγουσα, ὦ Πάτερ τίμιε, διὰ τὰ τέκνα μου ταῦτα. Ὁ δὲ γέρων, εἶπε. Δὲν ἔχουσιν αὐτὰ χρείαν εὐχῆς. Ἡ δὲ Ἄννα τοῦτο ἀκούσασα, βαρέως τὸ ἐδέχθη. Καὶ ἐκ βάθους στενάξασα, ἀλλοίμονον, εἶπεν, εἰς ἐμένα τὴν ἁμαρτωλήν! τί ἆράγε πάλιν ἔχουν νὰ γένουν τὰ κατ’ ἐμέ; Καὶ ὁ γέρων εἶπε. Δέν σοι εἶπον τέκνον, ὅτι πολλαὶ αἱ θλίψεις τῶν δικαίων; Ἀνίσως γὰρ ἡμεῖς δὲν ὑπομείνωμεν θλίψεις καὶ πειρασμούς, δὲν ἠμπορῶμεν νὰ σωθῶμεν. Διότι ἔτζι εἶναι πρέπον καὶ ἀρέσκον εἰς τὸν Θεόν.
Ἡ δὲ Ἄννα λέγει. Μήπως αὐθέντα μου, ἐφάνη εὔλογον εἰς τὸν Δεσπότην Χριστὸν νὰ πάρῃ εἰς τὴν ἐκεῖ ζωὴν τὰ ἀνήλικα ταῦτα παιδία μου; Καὶ ὁ γέρων, καλῶς εἶπας τέκνον, ἀπεκρίθη. Ὀγλίγωρα γὰρ θέλει τὰ πάρῃ ὁ Κύριος ἀπὸ λόγου σου. Ἡ δὲ Ἄννα εὐχαριστήσασα εἰς τὸν Θεόν, καθὼς ἦτον πρέπον, καὶ πεσοῦσα εἰς τοὺς πόδας τοῦ τιμίου γέροντος, ἔλαβε τὴν εὐχήν του καὶ εὐλογίαν. Καὶ τότε ἄρχισε νὰ μοιράζῃ τὰ ὑπάρχοντά της εἰς τοὺς πτωχοὺς μὲ τὰ δύω της χέρια. Ἐπειδὴ δὲ μετὰ ὀλίγον καιρὸν ἀπέθανον καὶ τὰ δύω της τέκνα, ἐθρήνησε μὲν αὐτὰ μὲ δάκρυα ἡ Ὁσία. Τὰ δὲ λοιπὰ πράγματα ὁποῦ τῆς ἔμειναν, διαμοιράσασα εἰς τὰς χεῖρας τῶν πτωχῶν, ἐπεριτριγύριζεν εἰς τὰς Ἐκκλησίας, προσκυνοῦσα, προσευχομένη, ἀνάπτουσα τὰς κανδήλας τῶν ἁγίων εἰκόνων, καὶ χαιρετοῦσα αὐτάς. Εἰς ὅλον δὲ τὸ ὕστερον εὑροῦσα ἕνα Μοναχὸν ἀπὸ τὸν Ὄλυμπον, ἐκουρεύθη παρ’ αὐτοῦ καὶ ἔγινε Μοναχή. Καὶ εἰς τὸ κρυπτὸν μέν, ἐφόρει φορέματα ἀνδρίκεια, ἔξωθεν δέ, ἐφόρει γυναικεῖα ἱμάτια. Ὅθεν κρυφίως χωρὶς νὰ τὴν καταλάβῃ τινας, ἐπῆγεν εἰς τὰ μέρη τοῦ Ὀλύμπου. Καὶ ἐκεῖ ἀπορρίψασα τελείως τὰ γυναικεῖα φορέματα, καὶ μόνον τὰ ἀνδρίκεια φοροῦσα, ἐμβῆκε μέσα εἰς ἕνα Κοινόβιον, καὶ ἐσυνωμίλει μὲ τὸν πορτάρην, λέγουσα, ὅτι ἔχει μεγάλην ἐπιθυμίαν νὰ ἀνταμώσῃ τὸν Ἡγούμενον. Ὁ δὲ πορτάρης ἀνήγγειλε τοῦτο εἰς τὸν Ἡγούμενον, ὁ δὲ Ἡγούμενος ἐκάλεσεν αὐτήν. Ἡ δὲ Ἄννα παρασταθεῖσα ἔμπροσθεν τοῦ Ἡγουμένου, ἔρριψε τὸν ἑαυτόν της εἰς τοὺς πόδας του καὶ ἐζήτει τὴν συνήθη εὐλογίαν. Ὁ δὲ Ἡγούμενος ἀφ’ οὗ τὴν εὐλόγησεν, ἐσήκωσεν αὐτήν. Εἶτα τὴν ἐρώτησε, διατί ἦλθες εἰς ἡμᾶς ἀδελφέ; (ἐνόμισε γάρ, ὅτι εἶναι εὐνοῦχος), καὶ πῶς λέγεται τὸ ὄνομά σου; Ἡ δὲ Ἄννα, τὸ μὲν αἴτιον, ἀπεκρίθη, διὰ τὸ ὁποῖον ἦλθον ἐδῶ, Πάτερ ἅγιε, εἶναι τὸ πολὺ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μου. Ἵνα δηλαδὴ ἡσυχάσω εἰς τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς μου διάστημα, καὶ διὰ τῆς ἡσυχίας εὕρω ἵλεων τὸν Θεὸν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, ἀγκαλὰ καὶ εἶμαι πάντῃ ἀνάξιος. Τὸ ὄνομά μου λέγεται Εὐφημιανός. Ὁ δὲ Ἡγούμενος εἶπε πρὸς αὐτήν. Ἀνίσως ἔχῃς, τέκνον, τοιοῦτον λογισμόν, καὶ ποθῇς ἀληθῶς τὴν σωτηρίαν σου, φεῦγε τὴν παρρησίαν. Ἐπειδὴ ἡ φύσις τῶν εὐνούχων, εὐκόλως πιάνεται ἀπὸ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς. Ταῦτα εἰπών, καὶ τὴν συνειθισμένην ποιήσας εὐχήν, συνηρίθμησεν αὐτὴν μὲ τοὺς λοιποὺς ἀδελφοὺς τοῦ Κοινοβίου.
Ἡ δὲ ἀοίδιμος Ἄννα, τόσον πολλὰ ἐπρόκοπτεν εἰς τὰ ἔμπροσθεν, ὥστε ὁποῦ ἔγινεν εἰς ὅλους τοὺς Μοναχοὺς τοῦ Κοινοβίου τύπος καὶ παράδειγμα κάθε ἀρετῆς, καὶ μάλιστα τῆς ταπεινώσεως. Ὁ δὲ ὑπηρέτης τῆς Ὁσίας, τὸν ὁποῖον εἶχεν ἀφήσει εἰς τὸν οἶκόν της, διὰ νὰ οἰκονομήσῃ τὰ πράγματά της, καθὼς τὸν ἐδιάταξεν, αὐτὸς λέγω, εὐγῆκε ζητῶντας νὰ εὕρῃ τὴν κυρίαν του. Ἀπαντήσας δὲ τὸν Μοναχὸν ἐκεῖνον, ὁποῦ ἐκούρευσε τὴν Ὁσίαν Μοναχήν, ἐρώτα αὐτόν, ἀνίσως καὶ ἠξεύρῃ, ποῦ εὑρίσκεται ἡ κυρία του ἐκείνη, ἡ τὰ γήϊνα καταλιποῦσα καὶ τὰ οὐράνια ἐπιζητοῦσα. Ὁ δὲ Μοναχός, ἀπεκρίθη, ὅτι μὲν ἔμαθον τὴν περὶ ἐκείνης ὑπόθεσιν, τοῦτο δὲν ἠμπορῶ νὰ τὸ ἀρνηθῶ. Ποῦ δὲ τώρα εὑρίσκεται, δὲν ἠξεύρω, ἀλλὰ ἐλθὲ νὰ ὑπάγωμεν μαζὶ εἰς τὸ δεῖνα Μοναστήριον. Φθάσαντες δὲ εἰς αὐτό, ἐρώτησαν τὸν πορτάρην καὶ ἔμαθον, ὅτι μέσα εἰς τὰ δίκτυα ἔχουσι τὸ κυνῆγι. Ἤγουν ὅτι εὑρίσκεται ἡ Ὁσία μέσα εἰς τὸ Μοναστήριον. Ὅθεν παρεκάλουν αὐτὸν νὰ τῆς ἀναγγείλῃ ὅτι τὴν ζητοῦν ὁ δεῖνα καὶ ὁ δεῖνα. Ἡ δὲ ταῦτα ἀκούσασα, εὐγῆκεν ἔξω. Τότε ὁ κουρεύσας αὐτὴν Μοναχὸς λέγει. Ἰδοὺ ὁ πιστότατός σου διάκονος καὶ οἰκονόμος, δείξας αὐτὸν μὲ τὸν δάκτυλον. Ὅστις ἔπαθε πολλὰ ἕως τώρα διὰ τὴν ζήτησίν σου. Ἰδού, λέγω, ἦλθε παρών. Καὶ ἂν θέλῃς, ἂς ὑπάγωμεν εἰς τὸ ἐδικόν μας Μοναστήριον.
Ταῦτα ἡ Ὁσία ἀκούσασα, ἐπῆγε εἰς τὸν Ἡγούμενον, καὶ ἐζήτησε τὴν ἐκείνου εὐλογίαν, ὁμοίως καὶ τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν. Καὶ οὕτως εὐγῆκεν ἀπὸ τὸ Κοινόβιόν της καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ ἄλλο Μοναστήριον μαζὶ μὲ τὸν Μοναχὸν καὶ τὸν ὑπηρέτην της. Διατρίψασα δὲ ἐκεῖ ἀρκετὸν καιρόν, ἐποίησε θαύματα ἄπειρα. Ὅθεν ἐπειδὴ ἡ φήμη τῶν θαυμάτων διεδόθη εἰς πάμπολλα μέρη, τούτου χάριν πολλοὶ κοσμικοὶ ἦλθον εἰς τὸ Μοναστήριον διὰ νὰ γένουν Μοναχοί. Ἀλλὰ ἡ στενότης ὁποῦ εἶχε τὸ Μοναστήριον, ἐμπόδιζε τὴν αὔξησιν τῶν προσερχομένων. Διὰ τοῦτο ὁ Ἡγούμενος τοῦ Μοναστηρίου ἐκείνου, ἐμπνευσθεὶς ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐδηλοποίησε διὰ γραμμάτων εἰς τὸν τότε Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιον Ταράσιον, τὰ θαυμάσια ἔργα τοῦ Μοναχοῦ Εὐφημιανοῦ. Καὶ ὅτι, ἐπειδὴ ἐκωδωνίσθησαν τὰ τοιαῦτα θαύματά του, ἔτρεξαν πολὺ πλῆθος ἀνθρώπων εἰς τὸ Μοναστήριον διὰ νὰ μονάσουν. Πλὴν δὲν χωροῦσιν εἰς αὐτό, διατὶ εἶναι πολλὰ στενὸν καὶ μικρότατον. Ὁ δὲ Πατριάρχης ταῦτα μαθών, ἐσυμφώνησεν εἰς τὸν τοῦ Ἡγουμένου θεῖον σκοπόν, καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν δωρεὰν ἕνα τόπον κρημνισμένον. Ὅθεν ὁ Ἡγούμενος τοῦτον λαβών, εἰς ὀλίγους χρόνους ἔκτισεν εἰς αὐτὸν Μοναστήριον ἐκ θεμελίων, τὸ ὁποῖον ὀνομάζεται τώρα, Μοναστήριον τῶν Ἁβραμιτῶν. Εἰς τοῦτο λοιπὸν τὸ Μοναστήριον ἐδιέταξε τὴν Ἁγίαν Ἄνναν νὰ διαπεράσῃ τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς της.
Τοῦτο δὲ ἀφ’ οὗ ἔγινε, καὶ ἡ ἀγγελικὴ ζωὴ τῆς μακαρίας Ἄννης ἐστάθη περιβόητος εἰς ὅλους, τότε, εἰς πόσην πολλὴν ποσότητα ἐπληθύνοντο καθ’ ἑκάστην ἡμέραν οἱ προσερχόμενοι εἰς τὸ Μοναστήριον, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ περιγράψῃ τινάς. Ἕνας δὲ πειρασμὸς ἠκολούθησεν εἰς τὴν Ἁγίαν, ἀπὸ ἕνα, μοναχὸν μὲν κατὰ τὸ σχῆμα, κατὰ δὲ τὰ ἔργα καὶ πράγματα, φίλον ὄντα τοῦ χαιρεκάκου δαίμονος. Ἐπειδὴ καὶ εἶχε τὸ ἀπαραίτητον ἔργον τοῦ Διαβόλου, δηλαδὴ τὸ νὰ λέγῃ ὕβρεις αἰσχρὰς ἐναντίον τῆς Ὁσίας, ὅτι ἦτον εὐνοῦχος, καὶ τὸ νὰ κατηγορῇ αὐτὴν φανερά. Ἀλλ’ ἡ μακαρία ἐκείνη ὡς οὐδὲν ἐλογίζετο τὰς κατηγορίας, μᾶλλον δὲ καὶ ὡς εὐεργεσίας ταύτας ἐνόμιζε. Μία δὲ γυνὴ θεοφιλὴς ἀκούσασα τὰ αἰσχρὰ καὶ σιγχαμερὰ λόγια, ὁποῦ ἔλεγε κατὰ τῆς Ὁσίας ὁ τῇ ἀληθείᾳ αἰσχρὸς μοναχός, ὅστις καὶ ἐφάνη ὅτι ἦτον φονεὺς εἰς τὸ ὕστερον· ταῦτα, λέγω, ἀκούσασα, πρόσεχε ἀδελφέ, τοῦ εἶπε, μήπως αὐτὸν ὁποῦ κατηγορεῖς, δὲν εἶναι εὐνοῦχος, οὐδὲ ἐμπαθής, καθὼς ἐσὺ ὑπολαμβάνεις, ἀλλὰ εἶναι γυνὴ καὶ ἀπαθής. Καὶ σὺ μέν, ἔχεις νὰ κερδήσῃς τὴν γέενναν τοῦ πυρὸς διὰ τὰς κατηγορίας σου. Ἐκείνους δὲ, ὁποῦ σοῦ ἀκούουν, ἔχεις νὰ μολύνῃς, κατηγορῶντας τὴν ἀπαθῆ. Ἐπειδὴ πρὸ μερικῶν χρόνων, μία γυνὴ διαμοιράσασα τὰ ὑπάρχοντά της εἰς τοὺς πτωχούς, ἔγινεν ἀφανής. Καὶ στοχάσου, μήπως ᾖναι αὐτὴ ἡ ἰδία, τὴν ὁποίαν ἐσὺ λέγεις εὐνοῦχον ἐμπαθῆ. Καὶ ἐκ τούτου καταβιβάζεις τὴν ψυχήν σου εἰς τὸν λάκκον τῆς ἀπωλείας.
Ὁ δὲ μιαρὸς ἐκεῖνος καὶ δόλιος μοναχός, ἀντὶ νὰ συσταλθῇ, ἐπρόσθεσεν εἰς τὴν πονηρίαν του καὶ τοῦτον τὸν λόγον ὁποῦ ἤκουσε, ἤγουν ἐκήρυττεν εἰς ὅλους, ὅτι ἦτον γυνή. Ἐσπούδαζε δὲ ὁ ἀνόσιος καὶ ἐπεριεργάζετο νὰ κρημνίσῃ τὴν Ἁγίαν εἰς κᾀνένα κατηφορικὸν τόπον. Ἵνα, κρημνισθείσης αὐτῆς, σηκωθοῦν τὰ ῥοῦχα ὁποῦ ἐφόρει. Καὶ οὕτως ἰδῇ αὐτὴν γεγυμνωμένην καὶ γνωρίσῃ τὸ βέβαιον, ἢ γυνή ἐστιν, ἢ ὄχι. Ποιήσας δὲ τοῦτο ὁ μυσαρός, τίποτε μέν, δὲν εἶδεν. Ἔγινε δὲ ἡμίξηρος, παιδευθεὶς ἀπὸ τὴν θείαν δύναμιν. Ὅθεν ἀναχωρήσας ἀπὸ τὸ Μοναστήριον, ἐπῆγεν εἰς τὴν πατρίδα του. Ἐκεῖ δὲ εὑρισκόμενος, ἐπιάσθη ὡς κατάδικος εἰς ἔγκλημα φόνου, καὶ ἔτζι ὁ ἄθλιος κρεμασθεὶς εἰς φοῦρκαν, ἀπέρριψε τὴν μιαράν του ψυχήν. Ἡ δὲ Ἁγία, ἕνα μέν, ἐπειδὴ ἐφημίσθη ἐκ τούτου, καὶ ἄλλο δέ, διὰ νὰ φύγῃ τὰ σκάνδαλα, ἐπῆγε εἰς τὰ μέρη τοῦ καλουμένου Στενοῦ, ἔχουσα μαζί της δύω Μοναχοὺς Εὐστάθιον καὶ Νεόφυτον ὀνομαζομένους. Καὶ ἐκεῖ εὑροῦσα μίαν Ἐκκλησίαν, ἥτις εἶχε νερὸν καὶ ὀλίγον κῆπον, ἐκατοίκησεν εἰς αὐτήν. Μετὰ δὲ παρέλευσιν χρόνων τινῶν, καλεσθεῖσα ἀπὸ μερικοὺς Μοναχούς, ἐσηκώθη ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ Βυζάντιον κατὰ τὰ μέρη τοῦ Σίγματος. Καὶ ἐκεῖ διεπέρασε τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς της ὁσίως καὶ θεαρέστως, θαύματα πολλὰ καὶ ἰατρείας χαρισαμένη εἰς ἐκείνους, ὁποῦ ἐπρόστρεχαν εἰς αὐτήν. Καὶ οὕτως ἡ μακαρία, ἐν εἰρήνῃ πρὸς τὸν ποθούμενον Χριστὸν ἐξεδήμησεν.
*
Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Μελιτινῆς.
Μελιτινὴ ἵστατο γυμνὴ ἐν κρίσει,
Ὡς ἐν θριάμβῳ δι’ ἀγάπην Κυρίου.
Αὕτη ἡ Ἁγία Μελιτινὴ διαβαλθεῖσα εἰς τὸν κατὰ τόπον ἄρχοντα, ὅτι ἦτον Χριστιανή, παρασταίνεται εἰς αὐτόν. Καὶ πρῶτον μὲν δέρνεται εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ γυμνόνεται ὅλον τὸ σῶμά της, καὶ ἔτζι ὡς νικήτρια στέκεται πομπευομένη διὰ τὸν Χριστὸν εἰς πολλὰς ὥρας, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ κριτηρίου. Πλὴν καὶ οὕτω γυμνὴ ἱσταμένη, ἐπεριγέλα τὸν ἄρχοντα καὶ ὅλα τὰ εἴδωλά του. Τιμὴν γὰρ ἐνόμιζεν ἡ μακαρία, τὴν ἀτιμίαν ταύτην ὁποῦ ἐλάμβανε διὰ τὸν Χριστόν. Ἔπειτα δὲ βασανισθεῖσα μὲ πολλὰς βασάνους, καὶ φυλαχθεῖσα ἀβλαβής, τελευταῖον κατεπληγώθη διὰ ξίφους. Καὶ ἔτζι παρέδωκε τὴν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ (4).
(4) Αὕτη ἡ Ἁγία Μελιτινή, ἄλλη φαίνεται νὰ ᾖναι ἀπὸ τὴν ἑορταζομένην κατὰ τὴν δεκάτην ἕκτην τοῦ Σεπτεμβρίου.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου νέου Ἱερομάρτυρος Ἀθανασίου, τοῦ ἐκ Σπάρτης τῆς Ἀταλείας καταγομένου, ἐν Μουντανίοις δὲ μαρτυρήσαντος, ἐν ἔτει ͵αχνγ΄ [1653].
Διὰ θανάτου ἀθανασίαν λάβε,
Ἀθανάσιε κῦδος ἱερωμένων (5).
(5) Τὸ Μαρτύριον τούτου ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *