Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου29 Δεκεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΘ’, μνήμη των Αγίων Νηπίων των υπό Ηρώδου αναιρεθέντων, χιλιάδων όντων δεκατεσσάρων.
Δια ξίφους άωρα μητέρων βρέφη,
Ανείλεν εχθρός του βρεφοπλάστου Βρέφους.
Νήπια αμφ’ ενάτην τάμον εικάδα παππάζοντα.
Αφ’ ου ο βασιλεύς Ηρώδης επαρήγγειλεν εις τους Μάγους να γυρίσουν οπίσω, και να του αναγγείλουν τα περί του γεννηθέντος Βασιλέως, τον οποίον εμήνυεν ο αστέρας, οπού ηκολούθουν, ίνα και αυτός υπάγη να τον προσκυνήση· τότε επειδή οι Μάγοι δεν εγύρισαν εις τον Ηρώδην, καθώς επρόσταξεν αυτούς ο Άγγελος, αλλά δια μέσου άλλης στράτας εγύρισαν εις την χώραν τους. Ταύτα λέγω αφ’ ου έτζι ηκολούθησαν, βλέπωντας ο Ηρώδης ότι επεριπαίχθη από τους Μάγους, εθυμώθη και επικράνθη πολλά. Όθεν έχωντας εις την ενθύμησίν του εκείνο, οπού είπον οι Μάγοι, ότι δηλαδή ο αστήρ εφάνη ολιγώτερον από δύω χρόνους, τούτου χάριν έστειλε τους στρατιώτας του και εφόνευσαν όλα τα παιδία τα ευρισκόμενα εις την Βηθλεέμ, όσα δηλαδή ήτον κάτω από τους δύω χρόνους. Νομίζωντας ο μάταιος, ότι ανίσως θανατώση όλα τα βρέφη, βέβαια μαζί με τα άλλα έχει να θανατωθή και εκείνος, οπού μέλλει να βασιλεύση, και ακολούθως δεν θέλει τον επιβουλευθή. Εις μάτην όμως εκοπίασεν ο ανόητος, μη ηξεύρωντας, ότι ο άνθρωπος δεν δύναται ποτέ να εμποδίση την βουλήν του Θεού. Όθεν, εις μεν τα νήπια, επροξένησε Βασιλείαν Ουρανών. Εις δε τον εαυτόν του, επροξένησεν ο άθλιος την αιώνιον κόλασιν (1).
(1) Σημείωσαι, ότι την βρεφοκτονίαν ταύτην αναφέρει έως και αυτός ο εξωτερικός Μακρόβιος (βιβλ. β’, κεφ. δ’ των Χρονικών) όστις έζη επί Θεοδοσίου του Μεγάλου, ήτοι εν έτει τμη’ [348]. Λέγει γαρ ότι ο Ηρώδης μεταξύ των πολλών άλλων εφόνευσε και τον υιόν του Αντίπατρον. Όθεν είπεν εκείνο το αστείον· «Κρείσσον Ηρώδου ύα είναι, ή υία», ήτοι κάλλιον να ήναι τινάς χοίρος του Ηρώδου, πάρεξ υιός του. Διατί αυτός τον μεν υιόν του, εθανάτωσε. Τον δε χοίρον δεν ήθελε θανατώση δια να τον φάγη, ως φύλαξ του Μωσαϊκού νόμου, του εμποδίζοντος από τους Ιουδαίους τα χοίρεια κρέατα. Δεν αναφέρει δε την βρεφοκτονίαν ο Ιώσηπος, ή διατί ελάνθανε τούτον αύτη, στασιασμός τις ούσα των στρατιωτών, κρυφίως πηδώντων από οίκον εις οίκον και θανατούντων τα βρέφη. Όθεν και αύτη δεν απεδόθη τω Ηρώδη, ως μη ούσα έργον αυτού εξ επιτάγματος, ως λέγουσί τινες. Ή ως άλλοι λέγουσι, διατί δεν ευρήκε την βρεφοκτονίαν ταύτην ιστορουμένην εις τα απομνημονεύματα Νικολάου του Δαμασκηνού, όστις με το να ήτον φίλος του Ηρώδου, εσκέπαζε τας φονώσας και αισχράς αυτού πράξεις με την σιωπήν. (Όρα εν τη νεοτυπώτω Εκατονταετηρίδι, και τον Κλήμεντα εν τη ανασκευή της τελευταίον διερμηνευθείσης Διαθήκης.) Σημείωσαι, ότι τα λείψανα (ίσως μερικά) των Αγίων τούτων νηπίων, ευρίσκοντο εις τον εν Κωνσταντινουπόλει Ναόν του Αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου, τον οποίον ανήγειρεν Ιουστίνος ο βασιλεύς. Και όρα σελ. 1152 της Δωδεκαβίβλου. Ο δε θείος Χρυσόστομος έχει λόγον εις τα Άγια ταύτα Νήπια, ου η αρχή· «Ώσπερ οι τους ηδίστους καρπούς». (Σώζεται εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου.) Και έτερον σωζόμενον εν τη Μεγίστη Λαύρα, ου η αρχή· «Ήθελον μεν αεί και πάντοτε». Ο Νύσσης Γρηγόριος, ου η αρχή· «Σαλπίσατε εν νεομηνία». Βασίλειος ο Επίσκοπος Ισαυρίας, ου η αρχή· «Πάλιν ο γέρων εγώ». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τω Βατοπαιδίω, και εν τη των Ιβήρων.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη πάντων των Χριστιανών των εν λιμώ και δίψη και μαχαίρα και κρύει τελειωθέντων. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εν τω Ναώ της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου εν τοις Χαλκοπρατείοις, ένθα κείται η αγία σορός.
Σωθήναι πάντας τους βροτούς Σώτερ θέλων,
Εις τούτο κρίσεις μηχανάσαι πανσόφως.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Μάρκελλος, Ηγούμενος της Μονής των Ακοιμήτων, εν ειρήνη τελειούται.
Αϋπνία δους πάντα τον ζωής χρόνον,
Μάρκελλε κοιμήθητι μικρόν εν τάφω.
Ούτος ο Όσιος Πατήρ ημών Μάρκελλος ήτον κατά τους χρόνους Λέοντος του Μεγάλου του καλουμένου Μακέλλη, πατριαρχεύοντος Γενναδίου, εν έτει υνθ’ [459], πατρίδα έχων την πόλιν Απάμειαν, την ευρισκομένην εις την δευτέραν Συρίαν. Και καταγόμενος από ένδοξον και περιφανές γένος. Όθεν διατί είχε τον τρόπον, επέρασεν όλην την εν λόγοις παιδείαν. Έπειτα αφίνωντας αυτήν ομού και τους οικείους του, πηγαίνει εις την Έφεσον, και ξενοδοχείται κοντά εις κάποιους ευλαβείς Χριστιανούς. Εμβαίνωντας δε μέσα εις ένα από τα εκεί Μοναστήρια, ηγωνίζετο καλώς. Είτα επήγε προς τον Άγιον Αλέξανδρον τον ενασκούμενον εις την Μονήν των Ακοιμήτων. Έμαθε γαρ δια την ένθεον και υψηλήν αυτού πολιτείαν. Εκεί λοιπόν την κατοικίαν ποιησάμενος, υπερέβαλεν όλους τους λοιπούς αδελφούς, με τας καθ’ ημέραν εις την αρετήν προκοπάς και αυξήσεις. Όθεν αφ’ ου εκοιμήθη ο τότε ηγουμενεύων Αλέξανδρος, και ο διάδοχος της ηγουμενείας εκείνου Ιάκωβος, τότε γίνεται Ηγούμενος του αυτού Μοναστηρίου ο θείος ούτος Μάρκελλος. Όστις έλαβε παρά Θεού δύναμιν και χάριν. Και πολλά ποιήσας θαύματα, εις αυτήν την ιδίαν Μονήν του εκοιμήθη και ανεπαύσατο (2).
(2) Σημείωσαι, ότι τον Βίον τούτου συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Έννοιά μοι πολλάκις γέγονεν». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη Μονή των Ιβήρων, και εν άλλαις.)
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Θαδδαίου του Ομολογητού.
Ει και γένει βάρβαρος ην ο Θαδδαίος,
Αλλ’ ασεβείς ήλεγχε συν παρρησία.
Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Θαδδαίος, έγινε μεν πρώτον δούλος του οσιωτάτου Θεοδώρου (3), του λαβόντος με βασιλικήν εξουσίαν το Μοναστήριον του Στουδίου, και ποιήσαντος αυτό Κοινόβιον. Ύστερον δε ελευθερώθη από την δουλείαν. Είτα κουρεύσας τας τρίχας της κεφαλής εις την αυτήν Μονήν του Στουδίου, έγινε Μοναχός. Και επειδή εμεταχειρίζετο πολιτείαν θεάρεστον, δια τούτο ηγαπήθη από όλους. Αυτός εσχόλαζεν εις νηστείας και αγρυπνίας πολλάς. Είχεν εγκράτειαν της γλώσσης του. Είχε προσοχήν εις τα θεία λόγια. Εμεταχειρίζετο χαμευνίαν, υπακοήν υπερβάλλουσαν, και ακτημοσύνην μεγάλην. Ουδέν γαρ άλλο είχεν ο τρισμακάριος, ειμή μόνον εκείνα τα ρούχα, οπού εφόρει. Επειδή δε τότε κατά συγχώρησιν Θεού εβασίλευσαν δυσσεβείς και εικονομάχοι βασιλείς, λέγω Μιχαήλ ο Τραυλός εν έτει ωκ’ [820], και ο τούτου υιός Θεόφιλος εν έτει ωκθ’ [829], δια τούτο όλοι οι ευσεβείς Επίσκοποι και Ηγούμενοι των Μοναστηρίων, άλλοι μεν, εβάλλοντο εις φυλακάς, άλλοι δε, εξωρίζοντο. Ένας δε από αυτούς ήτον και ο μέγας αγωνιστής Θεόδωρος, ο τούτου του Οσίου Θαδδαίου αυθέντης και Ηγούμενος. Μίαν φοράν δε επήγε μαζί με τον Άγιον Θεόδωρον, και ο Όσιος ούτος εις το βασιλικόν παλάτιον. Και επειδή άναψεν από θεϊκόν ζήλον, ήλεγξε τον δυσσεβή βασιλέα ενώπιον των αρχόντων της συγκλήτου. Ο δε βασιλεύς επρόσταξεν, ότι η μεν αγία του Σωτήρος εικών να φερθή εκεί, και να βαλθή κατά γης. Ούτος δε ο Όσιος να κρατηθή πρώτον δυνατά από άνδρας ανδρείους. Και έτζι να βαλθή επάνω της αγίας εικόνος. Και στεκόμενος εκεί αμετακίνητος, να την πατή και χωρίς να θέλη.
Τούτου δε γενομένου, βλέπε, είπεν ο τύραννος προς τον Όσιον. Βλέπε, πως κατεπάτησας την εικόνα του Χριστού σου. Λοιπόν συγκατάνευσον εις τα λόγιά μας. Τότε ο εν αληθεία πεφωτισμένος την ψυχήν, απεκρίθη προς αυτόν. Εγώ, δυσσεβέστατε τύραννε, και γεμάτε από κάθε ακαθαρσίαν, δεν έκαμα τούτο εξ ιδίας μου γνώμης· μη γένοιτο! αλλά τούτο εστάθη εφεύρεμα της εδικής σου πανουργίας και αδίκου κρίσεως. Προσκυνώ δε μάλλον την αγίαν εικόνα του Χριστού και Θεού μου και κατασπάζομαι αυτήν. Και δι’ αυτήν προτιμώ να αποθάνω προθύμως. Από τα λόγια δε ταύτα εντράπη πολλά ο αλιτήριος τύραννος. Και μάλιστα διατί υβρίσθη από ένα άγροικον και Σκύθην κατά το γένος. Όθεν προστάζει να ριφθή ο Όσιος κατά γης έμπροσθέν του, και να δέρνεται άσπλαγχνα. Τόσον δε πολλά έδειραν τον αοίδιμον με χονδρά ραβδία, ώστε οπού όλοι ενόμισαν ότι απέθανε. Δια τούτο και έσυραν αυτόν έξω. Έπειτα δέσαντες αυτόν από τους πόδας, τον ετράβιξαν ωσάν ένα ψοφίμι και ακάθαρτον, δια μέσου όλου του παζαρίου. Και ρίψαντες αυτόν κοντά εις το τείχος της πόλεως, κατά το μέρος οπού ήτον η βρύσις του νερού, εγύρισαν και επλύθησαν, ως ακάθαρτον πιάσαντες. Ο δε μακάριος Θαδδαίος πάντα τα ανωτέρω ανδρείως και ευχαρίστως υπομείνας, έζησε τρεις ημέρας, και μετά ταύτα απήλθε προς Κύριον.
(3) Ίσως ούτος είναι ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης.
*
Τα Εγκαίνια του Ναού των Αγίων τεσσαράκοντα Μαρτύρων πλησίον του Χαλκού τετραπύλου.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Βενιαμίν εν ειρήνη τελειούται.
Τοις εν καλώ λιπούσι γήρα τον βίον,
Και Βενιαμίν τον καλόν συναπτέον (4).
(4) Ούτος φαίνεται να ήναι ο εν τω Λαυσαϊκώ ιστορούμενος ο υδρωπικιάσας, και τόσον πολλά εξογκωθείς, ώστε οπού, όταν απέθανε, εχάλασαν τας παραστάδας της θύρας του κελλίου του, δια να ευγάλουν το λείψανόν του. Έλεγε δε ο μακάριος ούτος το αξιομνημόνευτον τούτο απόφθεγμα· «Την βασιλικήν οδόν πορεύεσθε και τα μίλια μετρείτε, και ουκ ολιγωρείτε» (σελ. 622 του Ευεργετινού).
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Αθηνόδωρος εν ειρήνη τελειούται.
Αθηνοδώρω δώρον εξ εμού λόγος,
Θείω γαρ ανδρί και νεκρώ πρέπει λόγος.
*
Ο Όσιος Γεώργιος ο Επίσκοπος Νικομηδείας, ο ποιητής τινών ασματικών Κανόνων και Τροπαρίων, εν ειρήνη τελειούται (5).
Πανηγυριστής των υπέρ νουν πραγμάτων,
Ο Γεώργιος νυν κροτεί συν Αγγέλοις.
(5) Ούτος ήτον σύγχρονος με τον σοφόν Φώτιον τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, προς τον οποίον επιστέλλει και επιστολάς. Εμελούργησε δε την Ακολουθίαν των Εισοδίων της Θεοτόκου, και δύω εγκώμια συνέθεσεν εις την αυτήν εορτήν. Ομοίως εμελούργησε και τον προεόρτιον Κανόνα εις τον Ευαγγελισμόν. Και άλλους Κανόνας έχει εις την Θεοτόκον. Ούτος δε συνέγραψε και λόγους τινάς πανηγυρικούς. Οίον εις τα Εισόδια. Εις την Σύλληψιν της Αγίας Άννης. Εις το «Ειστήκεισαν παρά τω Σταυρώ του Ιησού». Οίτινες σώζονται εν τοις χειρογράφοις του Όρους Πανηγυρικοίς.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΘ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Νηπίων τῶν ὑπὸ Ἡρώδου ἀναιρεθέντων, χιλιάδων ὄντων δεκατεσσάρων.
Διὰ ξίφους ἄωρα μητέρων βρέφη,
Ἀνεῖλεν ἐχθρὸς τοῦ βρεφοπλάστου Βρέφους.
Νήπια ἀμφ’ ἐνάτην τάμον εἰκάδα παππάζοντα.
Ἀφ’ οὗ ὁ βασιλεὺς Ἡρώδης ἐπαρήγγειλεν εἰς τοὺς Μάγους νὰ γυρίσουν ὀπίσω, καὶ νὰ τοῦ ἀναγγείλουν τὰ περὶ τοῦ γεννηθέντος Βασιλέως, τὸν ὁποῖον ἐμήνυεν ὁ ἀστέρας, ὁποῦ ἠκολούθουν, ἵνα καὶ αὐτὸς ὑπάγῃ νὰ τὸν προσκυνήσῃ· τότε ἐπειδὴ οἱ Μάγοι δὲν ἐγύρισαν εἰς τὸν Ἡρώδην, καθὼς ἐπρόσταξεν αὐτοὺς ὁ Ἄγγελος, ἀλλὰ διὰ μέσου ἄλλης στράτας ἐγύρισαν εἰς τὴν χώραν τους. Ταῦτα λέγω ἀφ’ οὗ ἔτζι ἠκολούθησαν, βλέπωντας ὁ Ἡρώδης ὅτι ἐπεριπαίχθη ἀπὸ τοὺς Μάγους, ἐθυμώθη καὶ ἐπικράνθη πολλά. Ὅθεν ἔχωντας εἰς τὴν ἐνθύμησίν του ἐκεῖνο, ὁποῦ εἶπον οἱ Μάγοι, ὅτι δηλαδὴ ὁ ἀστὴρ ἐφάνη ὀλιγώτερον ἀπὸ δύω χρόνους, τούτου χάριν ἔστειλε τοὺς στρατιώτας του καὶ ἐφόνευσαν ὅλα τὰ παιδία τὰ εὑρισκόμενα εἰς τὴν Βηθλεέμ, ὅσα δηλαδὴ ἦτον κάτω ἀπὸ τοὺς δύω χρόνους. Νομίζωντας ὁ μάταιος, ὅτι ἀνίσως θανατώσῃ ὅλα τὰ βρέφη, βέβαια μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ἔχει νὰ θανατωθῇ καὶ ἐκεῖνος, ὁποῦ μέλλει νὰ βασιλεύσῃ, καὶ ἀκολούθως δὲν θέλει τὸν ἐπιβουλευθῇ. Εἰς μάτην ὅμως ἐκοπίασεν ὁ ἀνόητος, μὴ ἠξεύρωντας, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν δύναται ποτὲ νὰ ἐμποδίσῃ τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ. Ὅθεν, εἰς μὲν τὰ νήπια, ἐπροξένησε Βασιλείαν Οὐρανῶν. Εἰς δὲ τὸν ἑαυτόν του, ἐπροξένησεν ὁ ἄθλιος τὴν αἰώνιον κόλασιν (1).
(1) Σημείωσαι, ὅτι τὴν βρεφοκτονίαν ταύτην ἀναφέρει ἕως καὶ αὐτὸς ὁ ἐξωτερικὸς Μακρόβιος (βιβλ. β΄, κεφ. δ΄ τῶν Χρονικῶν) ὅστις ἔζη ἐπὶ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου, ἤτοι ἐν ἔτει τμη΄ [348]. Λέγει γὰρ ὅτι ὁ Ἡρώδης μεταξὺ τῶν πολλῶν ἄλλων ἐφόνευσε καὶ τὸν υἱόν του Ἀντίπατρον. Ὅθεν εἶπεν ἐκεῖνο τὸ ἀστεῖον· «Κρεῖσσον Ἡρώδου ὗα εἶναι, ἢ υἷα», ἤτοι κάλλιον νὰ ᾖναι τινὰς χοῖρος τοῦ Ἡρώδου, πάρεξ υἱός του. Διατὶ αὐτὸς τὸν μὲν υἱόν του, ἐθανάτωσε. Τὸν δὲ χοῖρον δὲν ἤθελε θανατώσῃ διὰ νὰ τὸν φάγῃ, ὡς φύλαξ τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, τοῦ ἐμποδίζοντος ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους τὰ χοίρεια κρέατα. Δὲν ἀναφέρει δὲ τὴν βρεφοκτονίαν ὁ Ἰώσηπος, ἢ διατὶ ἐλάνθανε τοῦτον αὕτη, στασιασμός τις οὖσα τῶν στρατιωτῶν, κρυφίως πηδώντων ἀπὸ οἶκον εἰς οἶκον καὶ θανατούντων τὰ βρέφη. Ὅθεν καὶ αὕτη δὲν ἀπεδόθη τῷ Ἡρώδῃ, ὡς μὴ οὖσα ἔργον αὐτοῦ ἐξ ἐπιτάγματος, ὡς λέγουσί τινες. Ἢ ὡς ἄλλοι λέγουσι, διατὶ δὲν εὑρῆκε τὴν βρεφοκτονίαν ταύτην ἱστορουμένην εἰς τὰ ἀπομνημονεύματα Νικολάου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὅστις μὲ τὸ νὰ ἦτον φίλος τοῦ Ἡρώδου, ἐσκέπαζε τὰς φονώσας καὶ αἰσχρὰς αὐτοῦ πράξεις μὲ τὴν σιωπήν. (Ὅρα ἐν τῇ νεοτυπώτῳ Ἑκατονταετηρίδι, καὶ τὸν Κλήμεντα ἐν τῇ ἀνασκευῇ τῆς τελευταῖον διερμηνευθείσης Διαθήκης.) Σημείωσαι, ὅτι τὰ λείψανα (ἴσως μερικά) τῶν Ἁγίων τούτων νηπίων, εὑρίσκοντο εἰς τὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει Ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου, τὸν ὁποῖον ἀνήγειρεν Ἰουστῖνος ὁ βασιλεύς. Καὶ ὅρα σελ. 1152 τῆς Δωδεκαβίβλου. Ὁ δὲ θεῖος Χρυσόστομος ἔχει λόγον εἰς τὰ Ἅγια ταῦτα Νήπια, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὥσπερ οἱ τοὺς ἡδίστους καρπούς». (Σῴζεται ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου.) Καὶ ἕτερον σῳζόμενον ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἤθελον μὲν ᾀεὶ καὶ πάντοτε». Ὁ Νύσσης Γρηγόριος, οὗ ἡ ἀρχή· «Σαλπίσατε ἐν νεομηνίᾳ». Βασίλειος ὁ Ἐπίσκοπος Ἰσαυρίας, οὗ ἡ ἀρχή· «Πάλιν ὁ γέρων ἐγώ». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῷ Βατοπαιδίῳ, καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη πάντων τῶν Χριστιανῶν τῶν ἐν λιμῷ καὶ δίψῃ καὶ μαχαίρᾳ καὶ κρύει τελειωθέντων. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις ἐν τῷ Ναῷ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου ἐν τοῖς Χαλκοπρατείοις, ἔνθα κεῖται ἡ ἁγία σορός.
Σωθῆναι πᾶντας τοὺς βροτοὺς Σῶτερ θέλων,
Εἰς τοῦτο κρίσεις μηχανᾶσαι πανσόφως.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Μάρκελλος, Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἀϋπνία δοὺς πᾶντα τὸν ζωῆς χρόνον,
Μάρκελλε κοιμήθητι μικρὸν ἐν τάφῳ.
Οὗτος ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Μάρκελλος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Λέοντος τοῦ Μεγάλου τοῦ καλουμένου Μακέλλη, πατριαρχεύοντος Γενναδίου, ἐν ἔτει υνθ΄ [459], πατρίδα ἔχων τὴν πόλιν Ἀπάμειαν, τὴν εὑρισκομένην εἰς τὴν δευτέραν Συρίαν. Καὶ καταγόμενος ἀπὸ ἔνδοξον καὶ περιφανὲς γένος. Ὅθεν διατὶ εἶχε τὸν τρόπον, ἐπέρασεν ὅλην τὴν ἐν λόγοις παιδείαν. Ἔπειτα ἀφίνωντας αὐτὴν ὁμοῦ καὶ τοὺς οἰκείους του, πηγαίνει εἰς τὴν Ἔφεσον, καὶ ξενοδοχεῖται κοντὰ εἰς κᾄποιους εὐλαβεῖς Χριστιανούς. Ἐμβαίνωντας δὲ μέσα εἰς ἕνα ἀπὸ τὰ ἐκεῖ Μοναστήρια, ἠγωνίζετο καλῶς. Εἶτα ἐπῆγε πρὸς τὸν Ἅγιον Ἀλέξανδρον τὸν ἐνασκούμενον εἰς τὴν Μονὴν τῶν Ἀκοιμήτων. Ἔμαθε γὰρ διὰ τὴν ἔνθεον καὶ ὑψηλὴν αὐτοῦ πολιτείαν. Ἐκεῖ λοιπὸν τὴν κατοικίαν ποιησάμενος, ὑπερέβαλεν ὅλους τοὺς λοιποὺς ἀδελφούς, μὲ τὰς καθ’ ἡμέραν εἰς τὴν ἀρετὴν προκοπὰς καὶ αὐξήσεις. Ὅθεν ἀφ’ οὗ ἐκοιμήθη ὁ τότε ἡγουμενεύων Ἀλέξανδρος, καὶ ὁ διάδοχος τῆς ἡγουμενείας ἐκείνου Ἰάκωβος, τότε γίνεται Ἡγούμενος τοῦ αὐτοῦ Μοναστηρίου ὁ θεῖος οὗτος Μάρκελλος. Ὅστις ἔλαβε παρὰ Θεοῦ δύναμιν καὶ χάριν. Καὶ πολλὰ ποιήσας θαύματα, εἰς αὐτὴν τὴν ἰδίαν Μονήν του ἐκοιμήθη καὶ ἀνεπαύσατο (2).
(2) Σημείωσαι, ὅτι τὸν Βίον τούτου συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἔννοιά μοι πολλάκις γέγονεν». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων, καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Θαδδαίου τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Εἰ καὶ γένει βάρβαρος ἦν ὁ Θαδδαῖος,
Ἀλλ’ ἀσεβεῖς ἤλεγχε σὺν παρρησίᾳ.
Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Θαδδαῖος, ἔγινε μὲν πρῶτον δοῦλος τοῦ ὁσιωτάτου Θεοδώρου (3), τοῦ λαβόντος μὲ βασιλικὴν ἐξουσίαν τὸ Μοναστήριον τοῦ Στουδίου, καὶ ποιήσαντος αὐτὸ Κοινόβιον. Ὕστερον δὲ ἐλευθερώθη ἀπὸ τὴν δουλείαν. Εἶτα κουρεύσας τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς εἰς τὴν αὐτὴν Μονὴν τοῦ Στουδίου, ἔγινε Μοναχός. Καὶ ἐπειδὴ ἐμεταχειρίζετο πολιτείαν θεάρεστον, διὰ τοῦτο ἠγαπήθη ἀπὸ ὅλους. Αὐτὸς ἐσχόλαζεν εἰς νηστείας καὶ ἀγρυπνίας πολλάς. Εἶχεν ἐγκράτειαν τῆς γλώσσης του. Εἶχε προσοχὴν εἰς τὰ θεῖα λόγια. Ἐμεταχειρίζετο χαμευνίαν, ὑπακοὴν ὑπερβάλλουσαν, καὶ ἀκτημοσύνην μεγάλην. Οὐδὲν γὰρ ἄλλο εἶχεν ὁ τρισμακάριος, εἰμὴ μόνον ἐκεῖνα τὰ ῥοῦχα, ὁποῦ ἐφόρει. Ἐπειδὴ δὲ τότε κατὰ συγχώρησιν Θεοῦ ἐβασίλευσαν δυσσεβεῖς καὶ εἰκονομάχοι βασιλεῖς, λέγω Μιχαὴλ ὁ Τραυλὸς ἐν ἔτει ωκ΄ [820], καὶ ὁ τούτου υἱὸς Θεόφιλος ἐν ἔτει ωκθ΄ [829], διὰ τοῦτο ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς Ἐπίσκοποι καὶ Ἡγούμενοι τῶν Μοναστηρίων, ἄλλοι μέν, ἐβάλλοντο εἰς φυλακάς, ἄλλοι δέ, ἐξωρίζοντο. Ἕνας δὲ ἀπὸ αὐτοὺς ἦτον καὶ ὁ μέγας ἀγωνιστὴς Θεόδωρος, ὁ τούτου τοῦ Ὁσίου Θαδδαίου αὐθέντης καὶ Ἡγούμενος. Μίαν φορὰν δὲ ἐπῆγε μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιον Θεόδωρον, καὶ ὁ Ὅσιος οὗτος εἰς τὸ βασιλικὸν παλάτιον. Καὶ ἐπειδὴ ἄναψεν ἀπὸ θεϊκὸν ζῆλον, ἤλεγξε τὸν δυσσεβῆ βασιλέα ἐνώπιον τῶν ἀρχόντων τῆς συγκλήτου. Ὁ δὲ βασιλεὺς ἐπρόσταξεν, ὅτι ἡ μὲν ἁγία τοῦ Σωτῆρος εἰκὼν νὰ φερθῇ ἐκεῖ, καὶ νὰ βαλθῇ κατὰ γῆς. Οὗτος δὲ ὁ Ὅσιος νὰ κρατηθῇ πρῶτον δυνατὰ ἀπὸ ἄνδρας ἀνδρείους. Καὶ ἔτζι νὰ βαλθῇ ἐπάνω τῆς ἁγίας εἰκόνος. Καὶ στεκόμενος ἐκεῖ ἀμετακίνητος, νὰ τὴν πατῇ καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ.
Τούτου δὲ γενομένου, βλέπε, εἶπεν ὁ τύραννος πρὸς τὸν Ὅσιον. Βλέπε, πῶς κατεπάτησας τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ σου. Λοιπὸν συγκατάνευσον εἰς τὰ λόγιά μας. Τότε ὁ ἐν ἀληθείᾳ πεφωτισμένος τὴν ψυχήν, ἀπεκρίθη πρὸς αὐτόν. Ἐγώ, δυσσεβέστατε τύραννε, καὶ γεμάτε ἀπὸ κάθε ἀκαθαρσίαν, δὲν ἔκαμα τοῦτο ἐξ ἰδίας μου γνώμης· μὴ γένοιτο! ἀλλὰ τοῦτο ἐστάθη ἐφεύρεμα τῆς ἐδικῆς σου πανουργίας καὶ ἀδίκου κρίσεως. Προσκυνῶ δὲ μᾶλλον τὴν ἁγίαν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μου καὶ κατασπάζομαι αὐτήν. Καὶ δι’ αὐτὴν προτιμῶ νὰ ἀποθάνω προθύμως. Ἀπὸ τὰ λόγια δὲ ταῦτα ἐντράπη πολλὰ ὁ ἀλιτήριος τύραννος. Καὶ μάλιστα διατὶ ὑβρίσθη ἀπὸ ἕνα ἄγροικον καὶ Σκύθην κατὰ τὸ γένος. Ὅθεν προστάζει νὰ ῥιφθῇ ὁ Ὅσιος κατὰ γῆς ἔμπροσθέν του, καὶ νὰ δέρνεται ἄσπλαγχνα. Τόσον δὲ πολλὰ ἔδειραν τὸν ἀοίδιμον μὲ χονδρὰ ῥαβδία, ὥστε ὁποῦ ὅλοι ἐνόμισαν ὅτι ἀπέθανε. Διὰ τοῦτο καὶ ἔσυραν αὐτὸν ἔξω. Ἔπειτα δέσαντες αὐτὸν ἀπὸ τοὺς πόδας, τὸν ἐτράβιξαν ὡσὰν ἕνα ψοφίμι καὶ ἀκάθαρτον, διὰ μέσου ὅλου τοῦ παζαρίου. Καὶ ῥίψαντες αὐτὸν κοντὰ εἰς τὸ τεῖχος τῆς πόλεως, κατὰ τὸ μέρος ὁποῦ ἦτον ἡ βρύσις τοῦ νεροῦ, ἐγύρισαν καὶ ἐπλύθησαν, ὡς ἀκάθαρτον πιάσαντες. Ὁ δὲ μακάριος Θαδδαῖος πᾶντα τὰ ἀνωτέρω ἀνδρείως καὶ εὐχαρίστως ὑπομείνας, ἔζησε τρεῖς ἡμέρας, καὶ μετὰ ταῦτα ἀπῆλθε πρὸς Κύριον.
(3) Ἴσως οὗτος εἶναι ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης.
*
Τὰ Ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων τεσσαράκοντα Μαρτύρων πλησίον τοῦ Χαλκοῦ τετραπύλου.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Βενιαμὶν ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Τοῖς ἐν καλῷ λιποῦσι γήρᾳ τὸν βίον,
Καὶ Βενιαμὶν τὸν καλὸν συναπτέον (4).
(4) Οὗτος φαίνεται νὰ ᾖναι ὁ ἐν τῷ Λαυσαϊκῷ ἱστορούμενος ὁ ὑδρωπικιάσας, καὶ τόσον πολλὰ ἐξογκωθείς, ὥστε ὁποῦ, ὅταν ἀπέθανε, ἐχάλασαν τὰς παραστάδας τῆς θύρας τοῦ κελλίου του, διὰ νὰ εὐγάλουν τὸ λείψανόν του. Ἔλεγε δὲ ὁ μακάριος οὗτος τὸ ἀξιομνημόνευτον τοῦτο ἀπόφθεγμα· «Τὴν βασιλικὴν ὁδὸν πορεύεσθε καὶ τὰ μίλια μετρεῖτε, καὶ οὐκ ὀλιγωρεῖτε» (σελ. 622 τοῦ Εὐεργετινοῦ).
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ἀθηνόδωρος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἀθηνοδώρῳ δῶρον ἐξ ἐμοῦ λόγος,
Θείῳ γὰρ ἀνδρὶ καὶ νεκρῷ πρέπει λόγος.
*
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Ἐπίσκοπος Νικομηδείας, ὁ ποιητὴς τινῶν ᾀσματικῶν Κανόνων καὶ Τροπαρίων, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (5).
Πανηγυριστὴς τῶν ὑπὲρ νοῦν πραγμάτων,
Ὁ Γεώργιος νῦν κροτεῖ σὺν Ἀγγέλοις.
(5) Οὗτος ἦτον σύγχρονος μὲ τὸν σοφὸν Φώτιον τὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, πρὸς τὸν ὁποῖον ἐπιστέλλει καὶ ἐπιστολάς. Ἐμελούργησε δὲ τὴν Ἀκολουθίαν τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, καὶ δύω ἐγκώμια συνέθεσεν εἰς τὴν αὐτὴν ἑορτήν. Ὁμοίως ἐμελούργησε καὶ τὸν προεόρτιον Κανόνα εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν. Καὶ ἄλλους Κανόνας ἔχει εἰς τὴν Θεοτόκον. Οὗτος δὲ συνέγραψε καὶ λόγους τινας πανηγυρικούς. Οἷον εἰς τὰ Εἰσόδια. Εἰς τὴν Σύλληψιν τῆς Ἁγίας Ἄννης. Εἰς τὸ «Εἱστήκεισαν παρὰ τῷ Σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ». Οἵτινες σῴζονται ἐν τοῖς χειρογράφοις τοῦ Ὄρους Πανηγυρικοῖς.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *