Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου29 Απριλίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΘ’, μνήμη των Αγίων Αποστόλων Ιάσωνος και Σωσιπάτρου (1).
Εις τον Ιάσωνα.
Ζωής Ιάσων λαμβάνει φθαρτής πέρας,
Αλλ’ εύρεν άλλην μη πέρας κεκτημένην.
Εις τον Σωσίπατρον.
Θανόντι δόξα σου προσώπου δεικνύεις,
Σω Σωσιπάτρω του Θεού Λόγου Πάτερ.
Εικάδι αμφ’ ενάτη Ιάσων απεβήσατο γαίης.
Από τους δύω τούτους Αποστόλους, ο μεν Ιάσων, εκατάγετο εκ της εν Κιλικία Ταρσού, ο οποίος πρώτος επιάσθη κυνήγιον εις την ευσέβειαν. Ο δε Σωσίπατρος, εκατάγετο από την Αχαΐαν, ήτοι την Λιβαδίαν, και εδέχθη την πίστιν του Χριστού ύστερον από τον Ιάσωνα. Εχρημάτισαν δε και οι δύω μαθηταί του Αποστόλου Παύλου, περί των οποίων αυτός γράφει εν τη προς Ρωμαίους Επιστολή· «Ασπάζονται υμάς Ιάσων και Σωσίπατρος οι συγγενείς μου» (Ρωμ. ις’, 21). Και ο μεν Ιάσων, έγινεν Επίσκοπος της εδικής του πατρίδος, ήτοι της Ταρσού (2), ο δε Σωσίπατρος έγινεν Επίσκοπος της Εκκλησίας του Ικονίου. Ούτοι λοιπόν ποιμάναντες τας Εκκλησίας αυτών, επήγαν εις την Δύσιν, και φθάσαντες εις την χώραν των Κυρηναίων (3) έκτισαν Εκκλησίαν εις όνομα του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, και εκεί λειτουργούντες εις τον Θεόν, πολλούς απίστους ετράβιζαν εις την πίστιν του Χριστού. Επειδή δε εδιαβάλθησαν εις τον βασιλέα Κερκυλλίνον, δια τούτο εβάλθησαν εις την φυλακήν, μέσα εις την οποίαν ευρίσκοντο κλεισμένοι επτά αρχηγοί των κλεπτών, των οποίων τα ονόματά εισι ταύτα: Σατορνίνος, Ιακίσχολος, Φαυστιανός, Ιαννουάριος, Μαρσάλιος, Ευφράσιος, και Μαμμίνος. Τούτους λοιπόν διδάξαντες οι Απόστολοι με τα λόγιά των, και πληροφορήσαντες με τα θαυμάσια οπού εποίησαν, τους έφερον εις την του Χριστού πίστιν, και πρόβατα αυτούς αντί λύκων εποίησαν. Οι οποίοι μετά ταύτα εβάλθησαν μέσα εις καζάνια πυρωμένα, γεμάτα από πίσσαν και λάδι και κηρί και τιάφι, και εκεί τελειωθέντες, έλαβον τους στεφάνους της αθλήσεως. Ομοίως δε και ο δεσμοφύλαξ, επειδή επίστευσε τω Χριστώ, δια τούτο έκοψαν την αριστεράν του χείρα και τους δύω του πόδας. Έπειτα έκοψαν αυτού και την κεφαλήν, επικαλουμένου το του Χριστού όνομα.
Εκβαλών δε ο βασιλεύς από την φυλακήν τους Αγίους Ιάσωνα και Σωσίπατρον, έδωκεν αυτούς εις τον έπαρχον Καρπιανόν δια να τους τιμωρήση. Ούτος λοιπόν αφ’ ου ερώτησε τους Αποστόλους εάν αρνούνται τον Χριστόν, και είδεν αυτούς αμεταθέτους, τότε τους έδεσε και τους έρριψεν εις την φυλακήν. Βλέπουσα δε αυτούς έτζι δεμένους ως καταδίκους, Κερκύρα η του βασιλέως θυγάτηρ, και μαθούσα ότι δια τον Χριστόν ταύτα πάσχουσιν, εκήρυξε τον εαυτόν της Χριστιανήν. Όθεν εκδυθείσα τα στολίδια οπού εφόρει, τα εμοίρασεν εις τους πτωχούς. Τούτο δε μαθών ο πατήρ της, παρεκίνησεν αυτήν δια να μεταβληθή. Επειδή όμως δεν εδυνήθη, την έβαλεν εις την φυλακήν, είτα παρέδωκεν αυτήν εις ένα Αιθίοπα δια να την φθείρη. Ο δε Αιθίοψ, ευθύς οπού μόνον έγγιξεν εις την πόρταν της φυλακής, διεσπαράχθη από ένα θηρίον. Η δε Αγία Κερκύρα τούτο μαθούσα, ιάτρευσεν αυτόν, είτα με τας διδασκαλίας της τον έκαμε στρατιώτην του Χριστού και Χριστιανόν. Όθεν με μεγάλην φωνήν ανεβόησεν ο Αιθίοψ, «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών». Τούτο δε μαθών ο βασιλεύς, δεινώς αυτόν εβασάνισε, και έτζι παρέδωκεν ο αοίδιμος την ψυχήν του εις χείρας Θεού.
Οι δε στρατιώται έφερον ξύλα πολλά εις την φυλακήν, και άναψαν πυρκαϊάν δια να κατακαύσουν την Αγίαν Κερκύραν. Τούτου δε γενομένου, έμεινεν αβλαβής η Αγία. Όθεν ετράβιξε πολλούς εις την του Χριστού πίστιν. Δια τούτο εκρέμασαν αυτήν εις ξύλον, και υποκάτω εκάπνισαν αυτήν με καπνόν πνιγερόν. Έπειτα την εσαΐτευσαν, και τόσον την εκαταπλήγωσαν, ώστε οπού, εκ των πόνων παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Μετά ταύτα, εκίνησε διωγμόν κατά των Χριστιανών ο ρηθείς βασιλεύς Κερκυλλίνος. Και επειδή οι Χριστιανοί κατέφυγον εις ένα μικρόν νησάκι, οπού ήτον εκεί κοντά, δια τούτο εμβήκεν εις καΐκιον ο ίδιος βασιλεύς δια να υπάγη εκεί να τους τιμωρήση. Όταν δε έφθασεν εις το μέσον του πελάγους, κατεποντίσθη εις τον βυθόν της θαλάσσης ως ο πάλαι Φαραώ. Και ο μεν του Κυρίου λαός, επρόσφερεν εις τον Θεόν ύμνους και ευχαριστηρίας, ο δε Ιάσων και Σωσίπατρος ελευθερωθέντες από την φυλακήν, εδίδασκον ανεμποδίστως τον λόγον του Θεού. Επειδή δε έγινε βασιλεύς άλλος, και έμαθε τα περί των Αγίων, επρόσταξε να φέρουν εις αυτόν μίαν βούτην, ήγουν μίαν παραβούταν σιδηράν, και μέσα εις αυτήν να βάλουν πίσσαν και ρετζίνην και κηρί, και να τα βράσουν δυνατά, έπειτα έβαλον μέσα εις αυτήν τους Αγίους. Αλλ’ οι μεν Άγιοι άφλεκτοι διεφυλάχθησαν, οι δε άπιστοι, άλλοι μεν, εκάησαν, άλλοι δε, επίστευσαν τω Χριστώ. Ο δε βασιλεύς δέσας μίαν πέτραν από τον λαιμόν του μετενόει και θρηνών έλεγεν, ο Θεός Ιάσωνος και Σωσιπάτρου βοήθει μοι και ελέησόν με. Τότε ο μακάριος Ιάσων συνάξας όλους εκείνους οπού επίστευσαν, τους εδίδαξε τον λόγον της αληθείας, παρόντος και του βασιλέως, και κατηχήσας αυτούς, τους εβάπτισεν όλους ομού και τον βασιλέα εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Επωνόμασε δε τον βασιλέα Σεβαστιανόν, μετά ολίγας δε ημέρας ασθενήσας ο υιός του βασιλέως, απέθανεν. Ο δε Απόστολος Ιάσων προσευχηθείς, ανέστησεν αυτόν. Πολλά δε και άλλα θαύματα έκαμεν ο Άγιος, λόγου και μνήμης άξια. Κτίσας δε και Εκκλησίας ωραίας μαζί με τον βασιλέα, και πάντα καλώς και οσίως τελέσας, και αυξήσας το του Χριστού ποίμνιον, ετελείωσε την ζωήν του εις γήρας βαθύ, και μετέβηκεν εκ των επιγείων εις τα Ουράνια.
(1) Σημείωσαι, ότι ο Απόστολος Σωσίπατρος εορτάζεται και κατά την δεκάτην του Νοεμβρίου, μετά Ολυμπά, Ροδίωνος, Εράστου, και Κουάρτου.
(2) Μερικοί λέγουν, ότι ο Ιάσων ούτος τον οποίον ονομάζει ο Παύλος συγγενή, είναι εκείνος ο ίδιος, οπού υπεδέχθη τον Παύλον εν τη Θεσσαλονίκη, όταν οι Ιουδαίοι ετάραξαν τον όχλον και τους πολιτάρχας, οίτινες λαβόντες ικανά χρήματα παρά του Ιάσωνος, απέλυσαν τον Παύλον και τον Σίλαν, ως αναφέρουσι τούτο αι Πράξεις, κεφ. ιζ’.
(3) Ο μεν χειρόγραφος Συναξαριστής ούτω γράφει, ο δε τετυπωμένος γράφει Κερκυραίων. Έστι δε η Κυρήνη κατά την Μπάρκαν την εν τη Βαρβαρία ευρισκομένην, προς το δυτικόν μέρος της Αφρικής, κατά τον Μελέτιον.
*
Τη αυτή ημέρα οι Άγιοι επτά Μάρτυρες οι πρώην λησταί, οι δια του Αγίου Ιάσωνος πιστεύσαντες τω Χριστώ, εν λέβητι πίσσης καχλαζούσης βληθέντες, τελειούνται.
Λησταί μαθόντες την Εδέμ ληστού λάχος,
Πίσση λαχείν έσπευσαν αυτήν εμφλόγω.
*
Η Αγία Κερκύρα, η θυγάτηρ Κερκυλλίνου του βασιλέως, βέλεσι κατατρωθείσα τελειούται.
Βελών βασιλίς ταις βολαίς εστιγμένη,
Εκ στιγμάτων έλαμψεν ως εκ μαργάρων.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Ευσέβιος πυρί τελειούται.
Εκ σου το πυρ οποίον εκσμήξει ρύπον;
Εύριζον Ευσέβιε Χριστού χρυσίον.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Ζήνων και Βιτάλιος πυρί τελειούνται.
Μη δειλιάσης Βιτάλιε προς φλόγα,
Ηγήσομαι γαρ και προεισέλθω Ζήνων.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Νέων πυρί τελειούται.
Θεοίς λατρεύειν μη θέλων Ελληνίοις,
Καθείλε καυθείς πίστιν Ελλήνων Νέων (4).
(4) Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις τετυπωμένοις Μηναίοις η μνήμη και το Συναξάριον του Ευόδου και Ονησιφόρου των Αποστόλων. Ταύτα γαρ γράφονται κατά την εβδόμην του Σεπτεμβρίου.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΘ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἰάσωνος καὶ Σωσιπάτρου (1).
Εἰς τὸν Ἰάσωνα.
Ζωῆς Ἰάσων λαμβάνει φθαρτῆς πέρας,
Ἀλλ’ εὗρεν ἄλλην μὴ πέρας κεκτημένην.
Εἰς τὸν Σωσίπατρον.
Θανόντι δόξα σοῦ προσώπου δεικνύεις,
Σῷ Σωσιπάτρῳ τοῦ Θεοῦ Λόγου Πάτερ.
Εἰκάδι ἀμφ’ ἐνάτῃ Ἰάσων ἀπεβήσατο γαίης.
Ἀπὸ τοὺς δύω τούτους Ἀποστόλους, ὁ μὲν Ἰάσων, ἐκατάγετο ἐκ τῆς ἐν Κιλικίᾳ Ταρσοῦ, ὁ ὁποῖος πρῶτος ἐπιάσθη κυνήγιον εἰς τὴν εὐσέβειαν. Ὁ δὲ Σωσίπατρος, ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν Ἀχαΐαν, ἤτοι τὴν Λιβαδίαν, καὶ ἐδέχθη τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ ὕστερον ἀπὸ τὸν Ἰάσωνα. Ἐχρημάτισαν δὲ καὶ οἱ δύω μαθηταὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, περὶ τῶν ὁποίων αὐτὸς γράφει ἐν τῇ πρὸς Ῥωμαίους Ἐπιστολῇ· «Ἀσπάζονται ὑμᾶς Ἰάσων καὶ Σωσίπατρος οἱ συγγενεῖς μου» (Ῥωμ. ις΄, 21). Καὶ ὁ μὲν Ἰάσων, ἔγινεν Ἐπίσκοπος τῆς ἐδικῆς του πατρίδος, ἤτοι τῆς Ταρσοῦ (2), ὁ δὲ Σωσίπατρος ἔγινεν Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἰκονίου. Οὗτοι λοιπὸν ποιμάναντες τὰς Ἐκκλησίας αὑτῶν, ἐπῆγαν εἰς τὴν Δύσιν, καὶ φθάσαντες εἰς τὴν χώραν τῶν Κυρηναίων (3) ἔκτισαν Ἐκκλησίαν εἰς ὄνομα τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, καὶ ἐκεῖ λειτουργοῦντες εἰς τὸν Θεόν, πολλοὺς ἀπίστους ἐτράβιζαν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδὴ δὲ ἐδιαβάλθησαν εἰς τὸν βασιλέα Κερκυλλῖνον, διὰ τοῦτο ἐβάλθησαν εἰς τὴν φυλακήν, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκοντο κλεισμένοι ἑπτὰ ἀρχηγοὶ τῶν κλεπτῶν, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματά εἰσι ταῦτα: Σατορνῖνος, Ἰακίσχολος, Φαυστιανός, Ἰαννουάριος, Μαρσάλιος, Εὐφράσιος, καὶ Μαμμῖνος. Τούτους λοιπὸν διδάξαντες οἱ Ἀπόστολοι μὲ τὰ λόγιά των, καὶ πληροφορήσαντες μὲ τὰ θαυμάσια ὁποῦ ἐποίησαν, τοὺς ἔφερον εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, καὶ πρόβατα αὐτοὺς ἀντὶ λύκων ἐποίησαν. Οἱ ὁποῖοι μετὰ ταῦτα ἐβάλθησαν μέσα εἰς καζάνια πυρωμένα, γεμάτα ἀπὸ πίσσαν καὶ λάδι καὶ κηρὶ καὶ τιάφι, καὶ ἐκεῖ τελειωθέντες, ἔλαβον τοὺς στεφάνους τῆς ἀθλήσεως. Ὁμοίως δὲ καὶ ὁ δεσμοφύλαξ, ἐπειδὴ ἐπίστευσε τῷ Χριστῷ, διὰ τοῦτο ἔκοψαν τὴν ἀριστεράν του χεῖρα καὶ τοὺς δύω του πόδας. Ἔπειτα ἔκοψαν αὐτοῦ καὶ τὴν κεφαλήν, ἐπικαλουμένου τὸ τοῦ Χριστοῦ ὄνομα.
Ἐκβαλὼν δὲ ὁ βασιλεὺς ἀπὸ τὴν φυλακὴν τοὺς Ἁγίους Ἰάσωνα καὶ Σωσίπατρον, ἔδωκεν αὐτοὺς εἰς τὸν ἔπαρχον Καρπιανὸν διὰ νὰ τοὺς τιμωρήσῃ. Οὗτος λοιπὸν ἀφ’ οὗ ἐρώτησε τοὺς Ἀποστόλους ἐὰν ἀρνοῦνται τὸν Χριστόν, καὶ εἶδεν αὐτοὺς ἀμεταθέτους, τότε τοὺς ἔδεσε καὶ τοὺς ἔρριψεν εἰς τὴν φυλακήν. Βλέπουσα δὲ αὐτοὺς ἔτζι δεμένους ὡς καταδίκους, Κερκύρα ἡ τοῦ βασιλέως θυγάτηρ, καὶ μαθοῦσα ὅτι διὰ τὸν Χριστὸν ταῦτα πάσχουσιν, ἐκήρυξε τὸν ἑαυτόν της Χριστιανήν. Ὅθεν ἐκδυθεῖσα τὰ στολίδια ὁποῦ ἐφόρει, τὰ ἐμοίρασεν εἰς τοὺς πτωχούς. Τοῦτο δὲ μαθὼν ὁ πατήρ της, παρεκίνησεν αὐτὴν διὰ νὰ μεταβληθῇ. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐδυνήθη, τὴν ἔβαλεν εἰς τὴν φυλακήν, εἶτα παρέδωκεν αὐτὴν εἰς ἕνα Αἰθίοπα διὰ νὰ τὴν φθείρῃ. Ὁ δὲ Αἰθίοψ, εὐθὺς ὁποῦ μόνον ἔγγιξεν εἰς τὴν πόρταν τῆς φυλακῆς, διεσπαράχθη ἀπὸ ἕνα θηρίον. Ἡ δὲ Ἁγία Κερκύρα τοῦτο μαθοῦσα, ἰάτρευσεν αὐτόν, εἶτα μὲ τὰς διδασκαλίας της τὸν ἔκαμε στρατιώτην τοῦ Χριστοῦ καὶ Χριστιανόν. Ὅθεν μὲ μεγάλην φωνὴν ἀνεβόησεν ὁ Αἰθίοψ, «Μέγας ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν». Τοῦτο δὲ μαθὼν ὁ βασιλεύς, δεινῶς αὐτὸν ἐβασάνισε, καὶ ἔτζι παρέδωκεν ὁ ἀοίδιμος τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ.
Οἱ δὲ στρατιῶται ἔφερον ξύλα πολλὰ εἰς τὴν φυλακήν, καὶ ἄναψαν πυρκαϊὰν διὰ νὰ κατακαύσουν τὴν Ἁγίαν Κερκύραν. Τούτου δὲ γενομένου, ἔμεινεν ἀβλαβὴς ἡ Ἁγία. Ὅθεν ἐτράβιξε πολλοὺς εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν. Διὰ τοῦτο ἐκρέμασαν αὐτὴν εἰς ξύλον, καὶ ὑποκάτω ἐκάπνισαν αὐτὴν μὲ καπνὸν πνιγερόν. Ἔπειτα τὴν ἐσαΐτευσαν, καὶ τόσον τὴν ἐκαταπλήγωσαν, ὥστε ὁποῦ, ἐκ τῶν πόνων παρέδωκε τὴν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ. Μετὰ ταῦτα, ἐκίνησε διωγμὸν κατὰ τῶν Χριστιανῶν ὁ ῥηθεὶς βασιλεὺς Κερκυλλῖνος. Καὶ ἐπειδὴ οἱ Χριστιανοὶ κατέφυγον εἰς ἕνα μικρὸν νησάκι, ὁποῦ ἦτον ἐκεῖ κοντά, διὰ τοῦτο ἐμβῆκεν εἰς καΐκιον ὁ ἴδιος βασιλεὺς διὰ νὰ ὑπάγῃ ἐκεῖ νὰ τοὺς τιμωρήσῃ. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς τὸ μέσον τοῦ πελάγους, κατεποντίσθη εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης ὡς ὁ πάλαι Φαραώ. Καὶ ὁ μὲν τοῦ Κυρίου λαός, ἐπρόσφερεν εἰς τὸν Θεὸν ὕμνους καὶ εὐχαριστηρίας, ὁ δὲ Ἰάσων καὶ Σωσίπατρος ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τὴν φυλακήν, ἐδίδασκον ἀνεμποδίστως τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ δὲ ἔγινε βασιλεὺς ἄλλος, καὶ ἔμαθε τὰ περὶ τῶν Ἁγίων, ἐπρόσταξε νὰ φέρουν εἰς αὐτὸν μίαν βούτην, ἤγουν μίαν παραβούταν σιδηρᾶν, καὶ μέσα εἰς αὐτὴν νὰ βάλουν πίσσαν καὶ ῥετζίνην καὶ κηρί, καὶ νὰ τὰ βράσουν δυνατά, ἔπειτα ἔβαλον μέσα εἰς αὐτὴν τοὺς Ἁγίους. Ἀλλ’ οἱ μὲν Ἅγιοι ἄφλεκτοι διεφυλάχθησαν, οἱ δὲ ἄπιστοι, ἄλλοι μέν, ἐκάησαν, ἄλλοι δέ, ἐπίστευσαν τῷ Χριστῷ. Ὁ δὲ βασιλεὺς δέσας μίαν πέτραν ἀπὸ τὸν λαιμόν του μετενόει καὶ θρηνῶν ἔλεγεν, ὁ Θεὸς Ἰάσωνος καὶ Σωσιπάτρου βοήθει μοι καὶ ἐλέησόν με. Τότε ὁ μακάριος Ἰάσων συνάξας ὅλους ἐκείνους ὁποῦ ἐπίστευσαν, τοὺς ἐδίδαξε τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, παρόντος καὶ τοῦ βασιλέως, καὶ κατηχήσας αὐτούς, τοὺς ἐβάπτισεν ὅλους ὁμοῦ καὶ τὸν βασιλέα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐπωνόμασε δὲ τὸν βασιλέα Σεβαστιανόν, μετὰ ὀλίγας δὲ ἡμέρας ἀσθενήσας ὁ υἱὸς τοῦ βασιλέως, ἀπέθανεν. Ὁ δὲ Ἀπόστολος Ἰάσων προσευχηθείς, ἀνέστησεν αὐτόν. Πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα θαύματα ἔκαμεν ὁ Ἅγιος, λόγου καὶ μνήμης ἄξια. Κτίσας δὲ καὶ Ἐκκλησίας ὡραίας μαζὶ μὲ τὸν βασιλέα, καὶ πᾶντα καλῶς καὶ ὁσίως τελέσας, καὶ αὐξήσας τὸ τοῦ Χριστοῦ ποίμνιον, ἐτελείωσε τὴν ζωήν του εἰς γῆρας βαθύ, καὶ μετέβηκεν ἐκ τῶν ἐπιγείων εἰς τὰ Οὐράνια.
(1) Σημείωσαι, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Σωσίπατρος ἑορτάζεται καὶ κατὰ τὴν δεκάτην τοῦ Νοεμβρίου, μετὰ Ὀλυμπᾶ, Ῥοδίωνος, Ἐράστου, καὶ Κουάρτου.
(2) Μερικοὶ λέγουν, ὅτι ὁ Ἰάσων οὗτος τὸν ὁποῖον ὀνομάζει ὁ Παῦλος συγγενῆ, εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἴδιος, ὁποῦ ὑπεδέχθη τὸν Παῦλον ἐν τῇ Θεσσαλονίκῃ, ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ἐτάραξαν τὸν ὄχλον καὶ τοὺς πολιτάρχας, οἵτινες λαβόντες ἱκανὰ χρήματα παρὰ τοῦ Ἰάσωνος, ἀπέλυσαν τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν, ὡς ἀναφέρουσι τοῦτο αἱ Πράξεις, κεφ. ιζ΄.
(3) Ὁ μὲν χειρόγραφος Συναξαριστὴς οὕτω γράφει, ὁ δὲ τετυπωμένος γράφει Κερκυραίων. Ἔστι δὲ ἡ Κυρήνη κατὰ τὴν Μπάρκαν τὴν ἐν τῇ Βαρβαρίᾳ εὑρισκομένην, πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος τῆς Ἀφρικῆς, κατὰ τὸν Μελέτιον.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ οἱ Ἅγιοι ἑπτὰ Μάρτυρες οἱ πρῴην λῃσταί, οἱ διὰ τοῦ Ἁγίου Ἰάσωνος πιστεύσαντες τῷ Χριστῷ, ἐν λέβητι πίσσης καχλαζούσης βληθέντες, τελειοῦνται.
Λῃσταὶ μαθόντες τὴν Ἐδὲμ λῃστοῦ λάχος,
Πίσσῃ λαχεῖν ἔσπευσαν αὐτὴν ἐμφλόγῳ.
*
Ἡ Ἁγία Κερκύρα, ἡ θυγάτηρ Κερκυλλίνου τοῦ βασιλέως, βέλεσι κατατρωθεῖσα τελειοῦται.
Βελῶν βασιλὶς ταῖς βολαῖς ἐστιγμένη,
Ἐκ στιγμάτων ἔλαμψεν ὡς ἐκ μαργάρων.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐσέβιος πυρὶ τελειοῦται.
Ἐκ σοῦ τὸ πῦρ ὁποῖον ἐκσμήξει ῥύπον;
Εὔριζον Εὐσέβιε Χριστοῦ χρυσίον.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ζήνων καὶ Βιτάλιος πυρὶ τελειοῦνται.
Μὴ δειλιάσῃς Βιτάλιε πρὸς φλόγα,
Ἡγήσομαι γὰρ καὶ προεισέλθω Ζήνων.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νέων πυρὶ τελειοῦται.
Θεοῖς λατρεύειν μὴ θέλων Ἑλληνίοις,
Καθεῖλε καυθεὶς πίστιν Ἑλλήνων Νέων (4).
(4) Σημείωσαι, ὅτι περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς τετυπωμένοις Μηναίοις ἡ μνήμη καὶ τὸ Συναξάριον τοῦ Εὐόδου καὶ Ὀνησιφόρου τῶν Ἀποστόλων. Ταῦτα γὰρ γράφονται κατὰ τὴν ἑβδόμην τοῦ Σεπτεμβρίου.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *