Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου28 Σεπτεμβρίου

Των Αγίων Χαρίτωνος, Βαρούχ του Προφήτου, Αλεξάνδρου, Αλφειού, Ζωσίμου, Μάρκου κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

28-9 (1)Τω αυτώ μηνί ΚΗ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και Ομολογητού Χαρίτωνος.

Της γης πατήσας τας τρυφάς ο Χαρίτων,
Κατατρυφά νυν Ουρανού των χαρίτων.

Εικάδι ογδοάτη Χαρίτων θάνε γήραϊ μακρώ.

Ούτος ο Άγιος εγεννήθη, και ανετράφη εις το Ικόνιον, κατά τους χρόνους Αυρηλιανού βασιλέως. Και επειδή ήτον περιβόητος κατά την ευσέβειαν και αρετήν, δια τούτο αρπάχθη από τους στρατιώτας, και εφέρθη έμπροσθεν του βασιλικού κριτηρίου. Παρασταθείς δε εις τον υπατικόν, ήτοι εις τον δεύτερον από τον βασιλέα, στηλιτεύει, και ελέγχει με πολλήν παρρησίαν των ειδώλων την πλάνην. Όθεν γυμνόνεται, και εξαπλωθείς από τα τέσσαρα μέρη του σώματος, τόσον άσπλαγχνα δέρνεται με τα βούνευρα, ώστε οπού διεπέρασεν ο δαρμός έως και εις αυτά τα εσωτερικά σπλάγχνα του. Βασταχθείς δε παρ’ άλλων, ρίπτεται εις την φυλακήν. Είτα πάλιν φέρεται εις το κριτήριον. Και επειδή εφάνη γενναίος και άφοβος, δια τούτο βάλλεται πάλιν σιδεροδέσμιος εις την φυλακήν. Αφ’ ου δε ο Αυρηλιανός μετά ολίγον καιρόν, μαζί με την βασιλείαν υστερήθη και την ζωήν, τούτου χάριν ο του Χριστού μάρτυς Χαρίτων, δια βασιλικής προσταγής ελευθερώθη από την φυλακήν.

Ελευθερωθείς λοιπόν από αυτήν, ευθύς εμεταχειρίσθη μίαν στενήν και ασκητικωτάτην ζωήν. Πίπτει όμως εις διαφόρους πειρασμούς. Διότι απερχόμενος εις την αγίαν πόλιν των Ιεροσολύμων, απαντά κλέπτας κατά την οδόν. Από τους οποίους πιασθείς, εφέρθη δεμένος εις το σπήλαιον των κλεπτών. Επειδή δε μετά ολίγον οι κλέπται κατά θείαν δίκην απέθανον, καθότι μία έχιδνα εφαρμάκωσε το κρασί οπού είχον, και εκ τούτου πιόντες εκείνοι εφαρμακώθησαν, τούτου χάριν ο μέγας Χαρίτων, λυθείς θεόθεν από τα δεσμά, έγινε κληρονόμος των άσπρων των κλεπτών. Όθεν εκείνα οπού οι κλέπται κακώς εσύναξαν, αυτός τα μεταχειρίζεται καλώς, εξοδεύσας αυτά εις πτωχούς, και εις οικοδομάς θείων ναών. Εσύστησε δε εκεί και Λαύραν ευαγεστάτην, ήτις επωνομάσθη Φάρος.

Εις το σπήλαιον δε εκείνο ησυχάζων ο Άγιος, πολλούς μεν απίστους επίστρεψεν εις την του Χριστού πίστιν. Πολλούς δε ετράβιζε και εις την μοναδικήν πολιτείαν. Αλλ’ επειδή εκ τούτων εμποδίζεται ο Όσιος από την ηγαπημένην του ησυχίαν, δια τούτο επήγεν εις άλλο σπήλαιον και ησύχαζεν. Αλλά και εκεί έγινεν εις όλους γνώριμος και ονομαστός δια τα θαύματα οπού εποίει. Όθεν πολλούς τραβίξας εις την αγάπην της πολιτείας των Μοναχών, έκτισε και εκεί δεύτερον ιερόν Μοναστήριον. Το οποίον εις όλον το ύστερον εστάθηκε Λαύρα, ήγουν πολυάνθρωπον Μοναστήριον. Φεύγωντας δε και απ’ εκεί δια την σύγχυσιν των πολλών ανθρώπων, πηγαίνει εις άλλο μέρος της ερήμου. Αλλ’ επειδή εσυνάχθησαν πολλοί αδελφοί, και πολλοί Έλληνες επίστευσαν εις τον Χριστόν δια της διδασκαλίας του, τούτου χάριν κτίζει και εκεί τρίτην Λαύραν, ήτις κατά την γλώσσαν των Σύρων επονομάζεται Σουκάς. Έπειτα ευρών ένα σπήλαιον εις υψηλόν τόπον κείμενον, ανέβαινεν επάνω εις αυτό με σκάλαν, και εκεί ησύχαζε πολύν καιρόν. Εκεί δια προσευχής του ανέβλυσε και νερόν. Με τοιούτον λοιπόν τρόπον διαπεράσας την ζωήν του ο τρισμακάριστος, εν ομολογία, και εν ακροτάτη ασκήσει, και πολλοτάτους ενώσας με τον Χριστόν, πλήρης ημερών εγένετο και σωματικών και πνευματικών. Όθεν πολλά συμβουλεύσας περί σωτηρίας ψυχής τους υποκειμένους αυτώ Μοναχούς, προς Κύριον εξεδήμησε. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις το νεοτύπωτον Νέον Εκλόγιον. Συνέγραψε δε αυτόν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Πολλά της διδασκαλίας των ευ ειδότων». Σώζεται δε εν τη Λαύρα και εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων.)

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη του δικαίου και Προφήτου Βαρούχ.

Βαρούχ Προφήτης Ιερεμίου φίλος,
Χριστού Προφήταις συγχορεύει εν πόλω.

Ούτος είχε διδάσκαλον τον μέγαν Προφήτην Ιερεμίαν. Και τόσον πολλά ηγαπάτο από εκείνον, ώστε οπού ενομίζετο πνοή και ανάπαυσις του Ιερεμίου. Και οι δύω ομού, εγνωρίζοντο ωσάν μία ψυχή, ενωμένη εις δύω χωριστά σώματα. Επειδή ένα και τον αυτόν αρχηγόν και ταξίαρχον είχον, το Πνεύμα το Άγιον (1). Πλην ο Βαρούχ καθαρώτερα και φανερώτερα εκελάδησε τα περί της ενσάρκου του Κυρίου οικονομίας, λέγων· «Ούτος ο Θεός ημών ου λογισθήσεται έτερος προς αυτόν… Μετά δε ταύτα επί της γης ώφθη, και τοις ανθρώποις συνανεστράφη» και τα εξής (Βαρ. γ’, 35). Δύναται δε να εύρη και άλλα τούτου ρητά, όποιος φιλοπόνως αναγινώσκει την παλαιάν Γραφήν. Τα οποία αποδεικνύουσι, και παρασταίνουσιν καθαρώς, ότι ο Βαρούχ είναι Προφήτης. Ούτος λοιπόν θεοφιλώς πολιτευσάμενος, εν ειρήνη την ψυχήν του τω Κυρίω παρέδωκεν (2).

(1) Όθεν και το Βιβλίον του Βαρούχ δεν χωρίζεται από το Βιβλίον του Ιερεμίου. Διο και οι παλαιοί διδάσκαλοι το Βιβλίον του Βαρούχ ονομάζουσι του Ιερεμίου. Και μάλιστα την κατωτέρω ρήσιν. Εισί δε ούτοι: Κλήμης ο Στρωματεύς, ο Κυπριανός, ο Ευσέβιος, ο Βασίλειος, ο Αυγουστίνος, ο Αμβρόσιος, ο Αλεξανδρείας Κύριλλος. Μερικοί όμως από αυτούς ονομάζουσιν αυτό του Βαρούχ, και καλούσι χρησμόν θείον. Γραμματιστής δε ήτον ο Βαρούχ του Ιερεμίου: ήτοι υπογραφεύς και νοτάριος. Όρα σελ. 93 της υπό του Κλήμεντος γενομένης ανασκευής. Όρα και κεφ. λζ’ του Ιερεμίου, όπου γράφεται· «Και έλαβε Βαρούχ χαρτίον έτερον, και έγραψεν επ’ αυτώ από στόματος Ιερεμίου, άπαντας τους λόγους του βιβλίου, ους κατέκαυσεν Ιωακείμ».

(2) Σημειούμεν εδώ, ότι κατά την θείαν Γραφήν, ήτις είναι ο άσφαλτος κανών της αληθείας, ο Ιερεμίας δεν επήγεν εις Βαβυλώνα, αλλ’ εκατέβη εις Αίγυπτον εν Τάφναις, και εκεί επροφήτευσεν, ως βεβαιούται τούτο εκ του μγ’ κεφαλαίου του αυτού Ιερεμίου. Ο δε Βαρούχ δεν έμεινεν εις Ιερουσαλήμ, ως λέγεται εδώ. Αλλά, εκατέβη και αυτός εις Αίγυπτον. Και από την Αίγυπτον επήγεν εις την Βαβυλώνα. Καθώς τούτο βεβαιούται και από το μγ’ κεφάλαιον του Ιερεμίου, και από το πρώτον κεφάλαιον του ιδίου Βαρούχ. Μαρτυρεί δε και ο Αλέξανδρος εις τα Ιουδαϊκά λέγων· «Ο δε Βαρούχ μετά την άλωσιν την εν Βαβυλώνι, εις ην ήλθεν από της Αιγύπτου, τον φόνον ακηκοώς του Ιερεμίου, τον προφητικόν συνέγραψε λόγον, πέντε κεφαλαίοις απαρτιζόμενον» (σελ. σλθ’). Όρα περί τούτων εις την τετάρτην του Νοεμβρίου μηνός, εις τον θρήνον του Ιερεμίου, όπου πλατύτερον λέγομεν.

*

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων, και αυταδέλφων Αλεξάνδρου, Αλφειού, και Ζωσίμου.

Εισδύντες εις γην μάρτυρες τρεις Κυρίου,
Εκείθεν εισδύνουσιν εις θείαν δρόσον.

*

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Μάρκος ο ποιμήν ξίφει τελειούται.

Ποιμήν ο Μάρκος, Μάρκος ον κτείνει ξίφος,
Ποιμήν προβάτων, ως ο της Γραφής Άβελ.

*

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Νίκωνος, Νέωνος, Ηλιοδώρου, και των λοιπών Παρθένων και Παίδων.

Εις τον Νίκωνα, Νέωνα, και Ηλιόδωρον.

Ηλιόδωρος, Νίκων, αλλά και Νέων,
Χριστού κατ’ εχθρών εκ ξίφους νίκη νέα.

Εις τας Παρθένους και Παίδας.

Τμηθέντα Παίδων και Γυναικών μυρία,
Ω Παι Γυναικός και Θεέ πλήθη δέχου.

Ούτοι οι ανωτέρω Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού, ηγεμονεύοντος του Μάγνου εν τη πόλει Πισσιδείας, εν έτει σϞ’ [290]. Ο δε μακάριος Μάρκος ήτον ποιμήν προβάτων, έχων τα μαλλία της κεφαλής του άσπρα, δασέα, και φθάνοντα έως εις τας πτέρνας των ποδών του. Επειδή δε εφανερώθη ότι είναι Χριστιανός, δια τούτο παρευθύς εκρεμάσθη υψηλά και εξεσχίσθη. Έπειτα επέμφθη εις την Κλαυδιούπολιν. Εκεί δε εκαλέσθησαν τρεις χαλκείς δια να κατασκευάσουν δεσμά σιδηρά ίνα με αυτά δεσμευθή ο Άγιος. Ήλθον λοιπόν τρεις αδελφοί, Αλέξανδρος, Αλφειός, και Ζώσιμος. Οίτινες εκατοίκουν εις χωρίον ονομαζόμενον Κατάλυτον, και ήτον τεχνίται της εργασίας του σιδήρου.

Ούτως ουν, καθώς άρχισαν να κτυπούν με την σφύραν τον σίδηρον, έτρεχεν ο σίδηρος ωσάν νερόν, και αι χείρες αυτών αιμωδίαζον και παρελύοντο. Όθεν εξεπλάγησαν δια το θαυμάσιον αυτό, είτα ήκουσαν μίαν φωνήν, η οποία παρεκίνει αυτούς να μαρτυρήσουν μαζί με τον Άγιον Μάρκον. Δια τούτο δεν αμέλησαν οι ευλογημένοι. Αλλά παρευθύς ωμολόγησαν τον εαυτόν τους Χριστιανούς. Δια τούτο ετιμωρήθησαν ευθύς με στρέβλας, και εδέχθησαν εις το στόμα των μολύβι βρασμένον. Είτα εκαρφώθησαν επάνω εις πέτραν. Και ούτως εν τη παιδεία ταύτη παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού. Ο δε Άγιος Μάρκος υποδεθείς σιδηρά υποδήματα, και δαρθείς αρκετά, είτα τρυπηθείς με σουβλία, και την γλώτταν κοπείς, και επάνω εις πέτραν καρφωθείς, απετμήθη την κεφαλήν. Ομοίως και ο Νίκων, και Ηλιόδωρος, και Νέων κρατηθέντες, ομού με παιδία και παρθένους πολλάς, απεκεφαλίσθησαν εις τόπον καλούμενον Μωρομίλιον. Και έτζι έλαβον οι μακάριοι όλοι ομού τους αφθάρτους στεφάνους της αθλήσεως.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Ευστάθιος ο Ρωμαίος ξίφει τελειούται (3).

Ρωμαίος εστιν, αλλά και ρωμαλέως,
Ο Μάρτυς Ευστάθιος αθλών προς ξίφος.

(3) Εν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή προστίθεται· «Και Καλλίνικος», χωρίς δίστιχον όμως.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Αλέξανδρος, και οι συν αυτώ τριάκοντα Μάρτυρες, ξίφει τελειούνται.

Έξαρχον Αλέξανδρον είχον του τέλους,
Τμηθέντες άνδρες, ων αριθμός τρις δέκα.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

28-9 (1)Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΗ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν καὶ Ὁμολογητοῦ Χαρίτωνος.

Τῆς γῆς πατήσας τὰς τρυφὰς ὁ Χαρίτων,
Κατατρυφᾷ νῦν Οὐρανοῦ τῶν χαρίτων.

Εἰκάδι ὀγδοάτῃ Χαρίτων θάνε γήραϊ μακρῷ.

Οὗτος ὁ Ἅγιος ἐγεννήθη, καὶ ἀνετράφη εἰς τὸ Ἰκόνιον, κατὰ τοὺς χρόνους Αὐρηλιανοῦ βασιλέως. Καὶ ἐπειδὴ ἦτον περιβόητος κατὰ τὴν εὐσέβειαν καὶ ἀρετήν, διὰ τοῦτο ἁρπάχθη ἀπὸ τοὺς στρατιώτας, καὶ ἐφέρθη ἔμπροσθεν τοῦ βασιλικοῦ κριτηρίου. Παρασταθεὶς δὲ εἰς τὸν ὑπατικόν, ἤτοι εἰς τὸν δεύτερον ἀπὸ τὸν βασιλέα, στηλιτεύει, καὶ ἐλέγχει μὲ πολλὴν παρρησίαν τῶν εἰδώλων τὴν πλάνην. Ὅθεν γυμνόνεται, καὶ ἐξαπλωθεὶς ἀπὸ τὰ τέσσαρα μέρη τοῦ σώματος, τόσον ἄσπλαγχνα δέρνεται μὲ τὰ βούνευρα, ὥστε ὁποῦ διεπέρασεν ὁ δαρμὸς ἕως καὶ εἰς αὐτὰ τὰ ἐσωτερικὰ σπλάγχνα του. Βασταχθεὶς δὲ παρ’ ἄλλων, ῥίπτεται εἰς τὴν φυλακήν. Εἶτα πάλιν φέρεται εἰς τὸ κριτήριον. Καὶ ἐπειδὴ ἐφάνη γενναῖος καὶ ἄφοβος, διὰ τοῦτο βάλλεται πάλιν σιδεροδέσμιος εἰς τὴν φυλακήν. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ Αὐρηλιανὸς μετὰ ὀλίγον καιρόν, μαζὶ μὲ τὴν βασιλείαν ὑστερήθη καὶ τὴν ζωήν, τούτου χάριν ὁ τοῦ Χριστοῦ μάρτυς Χαρίτων, διὰ βασιλικῆς προσταγῆς ἐλευθερώθη ἀπὸ τὴν φυλακήν.

Ἐλευθερωθεὶς λοιπὸν ἀπὸ αὐτήν, εὐθὺς ἐμεταχειρίσθη μίαν στενὴν καὶ ἀσκητικωτάτην ζωήν. Πίπτει ὅμως εἰς διαφόρους πειρασμούς. Διότι ἀπερχόμενος εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν τῶν Ἱεροσολύμων, ἀπαντᾷ κλέπτας κατὰ τὴν ὁδόν. Ἀπὸ τοὺς ὁποίους πιασθείς, ἐφέρθη δεμένος εἰς τὸ σπήλαιον τῶν κλεπτῶν. Ἐπειδὴ δὲ μετὰ ὀλίγον οἱ κλέπται κατὰ θείαν δίκην ἀπέθανον, καθότι μία ἔχιδνα ἐφαρμάκωσε τὸ κρασὶ ὁποῦ εἶχον, καὶ ἐκ τούτου πιόντες ἐκεῖνοι ἐφαρμακώθησαν, τούτου χάριν ὁ μέγας Χαρίτων, λυθεὶς θεόθεν ἀπὸ τὰ δεσμά, ἔγινε κληρονόμος τῶν ἄσπρων τῶν κλεπτῶν. Ὅθεν ἐκεῖνα ὁποῦ οἱ κλέπται κακῶς ἐσύναξαν, αὐτὸς τὰ μεταχειρίζεται καλῶς, ἐξοδεύσας αὐτὰ εἰς πτωχούς, καὶ εἰς οἰκοδομὰς θείων ναῶν. Ἐσύστησε δὲ ἐκεῖ καὶ Λαύραν εὐαγεστάτην, ἥτις ἐπωνομάσθη Φάρος.

Εἰς τὸ σπήλαιον δὲ ἐκεῖνο ἡσυχάζων ὁ Ἅγιος, πολλοὺς μὲν ἀπίστους ἐπίστρεψεν εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν. Πολλοὺς δὲ ἐτράβιζε καὶ εἰς τὴν μοναδικὴν πολιτείαν. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἐκ τούτων ἐμποδίζεται ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὴν ἠγαπημένην του ἡσυχίαν, διὰ τοῦτο ἐπῆγεν εἰς ἄλλο σπήλαιον καὶ ἡσύχαζεν. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ἔγινεν εἰς ὅλους γνώριμος καὶ ὀνομαστὸς διὰ τὰ θαύματα ὁποῦ ἐποίει. Ὅθεν πολλοὺς τραβίξας εἰς τὴν ἀγάπην τῆς πολιτείας τῶν Μοναχῶν, ἔκτισε καὶ ἐκεῖ δεύτερον ἱερὸν Μοναστήριον. Τὸ ὁποῖον εἰς ὅλον τὸ ὕστερον ἐστάθηκε Λαύρα, ἤγουν πολυάνθρωπον Μοναστήριον. Φεύγωντας δὲ καὶ ἀπ’ ἐκεῖ διὰ τὴν σύγχυσιν τῶν πολλῶν ἀνθρώπων, πηγαίνει εἰς ἄλλο μέρος τῆς ἐρήμου. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἐσυνάχθησαν πολλοὶ ἀδελφοί, καὶ πολλοὶ Ἕλληνες ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστὸν διὰ τῆς διδασκαλίας του, τούτου χάριν κτίζει καὶ ἐκεῖ τρίτην Λαύραν, ἥτις κατὰ τὴν γλῶσσαν τῶν Σύρων ἐπονομάζεται Σουκᾶς. Ἔπειτα εὑρὼν ἕνα σπήλαιον εἰς ὑψηλὸν τόπον κείμενον, ἀνέβαινεν ἐπάνω εἰς αὐτὸ μὲ σκάλαν, καὶ ἐκεῖ ἡσύχαζε πολὺν καιρόν. Ἐκεῖ διὰ προσευχῆς του ἀνέβλυσε καὶ νερόν. Μὲ τοιοῦτον λοιπὸν τρόπον διαπεράσας τὴν ζωήν του ὁ τρισμακάριστος, ἐν ὁμολογίᾳ, καὶ ἐν ἀκροτάτῃ ἀσκήσει, καὶ πολλοτάτους ἑνώσας μὲ τὸν Χριστόν, πλήρης ἡμερῶν ἐγένετο καὶ σωματικῶν καὶ πνευματικῶν. Ὅθεν πολλὰ συμβουλεύσας περὶ σωτηρίας ψυχῆς τοὺς ὑποκειμένους αὑτῷ Μοναχούς, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ νεοτύπωτον Νέον Ἐκλόγιον. Συνέγραψε δὲ αὐτὸν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Πολλὰ τῆς διδασκαλίας τῶν εὖ εἰδότων». Σῴζεται δὲ ἐν τῇ Λαύρᾳ καὶ ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων.)

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ δικαίου καὶ Προφήτου Βαρούχ.

Βαροὺχ Προφήτης Ἱερεμίου φίλος,
Χριστοῦ Προφήταις συγχορεύει ἐν πόλῳ.

Οὗτος εἶχε διδάσκαλον τὸν μέγαν Προφήτην Ἱερεμίαν. Καὶ τόσον πολλὰ ἠγαπᾶτο ἀπὸ ἐκεῖνον, ὥστε ὁποῦ ἐνομίζετο πνοὴ καὶ ἀνάπαυσις τοῦ Ἱερεμίου. Καὶ οἱ δύω ὁμοῦ, ἐγνωρίζοντο ὡσὰν μία ψυχή, ἑνωμένη εἰς δύω χωριστὰ σώματα. Ἐπειδὴ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν ἀρχηγὸν καὶ ταξίαρχον εἶχον, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον (1). Πλὴν ὁ Βαροὺχ καθαρώτερα καὶ φανερώτερα ἐκελάδησε τὰ περὶ τῆς ἐνσάρκου τοῦ Κυρίου οἰκονομίας, λέγων· «Οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς αὐτόν… Μετὰ δὲ ταῦτα ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη, καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» καὶ τὰ ἑξῆς (Βαρ. γ΄, 35). Δύναται δὲ νὰ εὕρῃ καὶ ἄλλα τούτου ῥητά, ὅποιος φιλοπόνως ἀναγινώσκει τὴν παλαιὰν Γραφήν. Τὰ ὁποῖα ἀποδεικνύουσι, καὶ παρασταίνουσιν καθαρῶς, ὅτι ὁ Βαροὺχ εἶναι Προφήτης. Οὗτος λοιπὸν θεοφιλῶς πολιτευσάμενος, ἐν εἰρήνῃ τὴν ψυχήν του τῷ Κυρίῳ παρέδωκεν (2).

(1) Ὅθεν καὶ τὸ Βιβλίον τοῦ Βαροὺχ δὲν χωρίζεται ἀπὸ τὸ Βιβλίον τοῦ Ἱερεμίου. Διὸ καὶ οἱ παλαιοὶ διδάσκαλοι τὸ Βιβλίον τοῦ Βαροὺχ ὀνομάζουσι τοῦ Ἱερεμίου. Καὶ μάλιστα τὴν κατωτέρω ῥῆσιν. Εἰσὶ δὲ οὗτοι: Κλήμης ὁ Στρωματεύς, ὁ Κυπριανός, ὁ Εὐσέβιος, ὁ Βασίλειος, ὁ Αὐγουστῖνος, ὁ Ἀμβρόσιος, ὁ Ἀλεξανδρείας Κύριλλος. Μερικοὶ ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς ὀνομάζουσιν αὐτὸ τοῦ Βαρούχ, καὶ καλοῦσι χρησμὸν θεῖον. Γραμματιστὴς δὲ ἦτον ὁ Βαροὺχ τοῦ Ἱερεμίου: ἤτοι ὑπογραφεὺς καὶ νοτάριος. Ὅρα σελ. 93 τῆς ὑπὸ τοῦ Κλήμεντος γενομένης ἀνασκευῆς. Ὅρα καὶ κεφ. λζ΄ τοῦ Ἱερεμίου, ὅπου γράφεται· «Καὶ ἔλαβε Βαροὺχ χαρτίον ἕτερον, καὶ ἔγραψεν ἐπ’ αὐτῷ ἀπὸ στόματος Ἱερεμίου, ἅπαντας τοὺς λόγους τοῦ βιβλίου, οὓς κατέκαυσεν Ἰωακείμ».

(2) Σημειοῦμεν ἐδῶ, ὅτι κατὰ τὴν θείαν Γραφήν, ἥτις εἶναι ὁ ἄσφαλτος κανὼν τῆς ἀληθείας, ὁ Ἱερεμίας δὲν ἐπῆγεν εἰς Βαβυλῶνα, ἀλλ’ ἐκατέβη εἰς Αἴγυπτον ἐν Τάφναις, καὶ ἐκεῖ ἐπροφήτευσεν, ὡς βεβαιοῦται τοῦτο ἐκ τοῦ μγ΄ κεφαλαίου τοῦ αὐτοῦ Ἱερεμίου. Ὁ δὲ Βαροὺχ δὲν ἔμεινεν εἰς Ἱερουσαλήμ, ὡς λέγεται ἐδῶ. Ἀλλά, ἐκατέβη καὶ αὐτὸς εἰς Αἴγυπτον. Καὶ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ἐπῆγεν εἰς τὴν Βαβυλῶνα. Καθὼς τοῦτο βεβαιοῦται καὶ ἀπὸ τὸ μγ΄ κεφάλαιον τοῦ Ἱερεμίου, καὶ ἀπὸ τὸ πρῶτον κεφάλαιον τοῦ ἰδίου Βαρούχ. Μαρτυρεῖ δὲ καὶ ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὰ Ἰουδαϊκὰ λέγων· «Ὁ δὲ Βαροὺχ μετὰ τὴν ἅλωσιν τὴν ἐν Βαβυλῶνι, εἰς ἣν ἦλθεν ἀπὸ τῆς Αἰγύπτου, τὸν φόνον ἀκηκοὼς τοῦ Ἱερεμίου, τὸν προφητικὸν συνέγραψε λόγον, πέντε κεφαλαίοις ἀπαρτιζόμενον» (σελ. σλθ΄). Ὅρα περὶ τούτων εἰς τὴν τετάρτην τοῦ Νοεμβρίου μηνός, εἰς τὸν θρῆνον τοῦ Ἱερεμίου, ὅπου πλατύτερον λέγομεν.

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, καὶ αὐταδέλφων Ἀλεξάνδρου, Ἀλφειοῦ, καὶ Ζωσίμου.

Εἰσδύντες εἰς γῆν μάρτυρες τρεῖς Κυρίου,
Ἐκεῖθεν εἰσδύνουσιν εἰς θείαν δρόσον.

*

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μάρκος ὁ ποιμὴν ξίφει τελειοῦται.

Ποιμὴν ὁ Μάρκος, Μάρκος ὃν κτείνει ξίφος,
Ποιμὴν προβάτων, ὡς ὁ τῆς Γραφῆς Ἄβελ.

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Νίκωνος, Νέωνος, Ἡλιοδώρου, καὶ τῶν λοιπῶν Παρθένων καὶ Παίδων.

Εἰς τὸν Νίκωνα, Νέωνα, καὶ Ἡλιόδωρον.

Ἡλιόδωρος, Νίκων, ἀλλὰ καὶ Νέων,
Χριστοῦ κατ’ ἐχθρῶν ἐκ ξίφους νίκη νέα.

Εἰς τὰς Παρθένους καὶ Παῖδας.

Τμηθέντα Παίδων καὶ Γυναικῶν μυρία,
Ὦ Παῖ Γυναικὸς καὶ Θεὲ πλήθη δέχου.

Οὗτοι οἱ ἀνωτέρω Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἡγεμονεύοντος τοῦ Μάγνου ἐν τῇ πόλει Πισσιδείας, ἐν ἔτει σϞ΄ [290]. Ὁ δὲ μακάριος Μάρκος ἦτον ποιμὴν προβάτων, ἔχων τὰ μαλλία τῆς κεφαλῆς του ἄσπρα, δασέα, καὶ φθάνοντα ἕως εἰς τὰς πτέρνας τῶν ποδῶν του. Ἐπειδὴ δὲ ἐφανερώθη ὅτι εἶναι Χριστιανός, διὰ τοῦτο παρευθὺς ἐκρεμάσθη ὑψηλὰ καὶ ἐξεσχίσθη. Ἔπειτα ἐπέμφθη εἰς τὴν Κλαυδιούπολιν. Ἐκεῖ δὲ ἐκαλέσθησαν τρεῖς χαλκεῖς διὰ νὰ κατασκευάσουν δεσμὰ σιδηρᾶ ἵνα μὲ αὐτὰ δεσμευθῇ ὁ Ἅγιος. Ἦλθον λοιπὸν τρεῖς ἀδελφοί, Ἀλέξανδρος, Ἀλφειός, καὶ Ζώσιμος. Οἵτινες ἐκατοίκουν εἰς χωρίον ὀνομαζόμενον Κατάλυτον, καὶ ἦτον τεχνῖται τῆς ἐργασίας τοῦ σιδήρου.

Οὕτως οὖν, καθὼς ἄρχισαν νὰ κτυποῦν μὲ τὴν σφύραν τὸν σίδηρον, ἔτρεχεν ὁ σίδηρος ὡσὰν νερόν, καὶ αἱ χεῖρες αὐτῶν αἱμωδίαζον καὶ παρελύοντο. Ὅθεν ἐξεπλάγησαν διὰ τὸ θαυμάσιον αὐτό, εἶτα ἤκουσαν μίαν φωνήν, ἡ ὁποία παρεκίνει αὐτοὺς νὰ μαρτυρήσουν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιον Μάρκον. Διὰ τοῦτο δὲν ἀμέλησαν οἱ εὐλογημένοι. Ἀλλὰ παρευθὺς ὡμολόγησαν τὸν ἑαυτόν τους Χριστιανούς. Διὰ τοῦτο ἐτιμωρήθησαν εὐθὺς μὲ στρέβλας, καὶ ἐδέχθησαν εἰς τὸ στόμα των μολύβι βρασμένον. Εἶτα ἐκαρφώθησαν ἐπάνω εἰς πέτραν. Καὶ οὕτως ἐν τῇ παιδείᾳ ταύτῃ παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ. Ὁ δὲ Ἅγιος Μάρκος ὑποδεθεὶς σιδηρᾶ ὑποδήματα, καὶ δαρθεὶς ἀρκετά, εἶτα τρυπηθεὶς μὲ σουβλία, καὶ τὴν γλῶτταν κοπείς, καὶ ἐπάνω εἰς πέτραν καρφωθείς, ἀπετμήθη τὴν κεφαλήν. Ὁμοίως καὶ ὁ Νίκων, καὶ Ἡλιόδωρος, καὶ Νέων κρατηθέντες, ὁμοῦ μὲ παιδία καὶ παρθένους πολλάς, ἀπεκεφαλίσθησαν εἰς τόπον καλούμενον Μωρομίλιον. Καὶ ἔτζι ἔλαβον οἱ μακάριοι ὅλοι ὁμοῦ τοὺς ἀφθάρτους στεφάνους τῆς ἀθλήσεως.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐστάθιος ὁ Ῥωμαῖος ξίφει τελειοῦται (3).

Ῥωμαῖός ἐστιν, ἀλλὰ καὶ ῥωμαλέως,
Ὁ Μάρτυς Εὐστάθιος ἀθλῶν πρὸς ξίφος.

(3) Ἐν δὲ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ προστίθεται· «Καὶ Καλλίνικος», χωρὶς δίστιχον ὅμως.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀλέξανδρος, καὶ οἱ σὺν αὐτῷ τριάκοντα Μάρτυρες, ξίφει τελειοῦνται.

Ἔξαρχον Ἀλέξανδρον εἶχον τοῦ τέλους,
Τμηθέντες ἄνδρες, ὧν ἀριθμὸς τρὶς δέκα.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Των Αγίων Χαρίτωνος, Βαρούχ του Προφήτου, Αλεξάνδρου, Αλφειού, Ζωσίμου, Μάρκου κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.