Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου28 Νοεμβρίου

Των Αγίων Στεφάνου του νέου του Ομολογητού, Ανδρέου, Πέτρου, Άννας, Ειρηνάρχου και των συν αυτώ κ.α.

 Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος Στέφανος ο ΝέοςΤω αυτώ μηνί ΚΗ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και Ομολογητού Στεφάνου του νέου.

Πληγείς νέε Στέφανε την κάραν ξύλω,
Εύρες πρεπόντως ουχί γηράσκον στέφος.

Εικάδι ογδοάτη Στεφάνοιο νέου κράτα (ήτοι κεφαλήν) θραύσαν.

Ούτος ο πολύαθλος ομολογητής Στέφανος, ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως μεν Αναστασίου του και Αρτεμίου καλουμένου, εν έτει ψιγ’ [713], του Πατριάρχου δε Γερμανού, γέννημα και θρέμμα της βασιλίδος των πόλεων, και Χριστιανών γονέων υιός Ιωάννου και Άννης. Εκ νεαράς δε ηλικίας εσχόλαζεν εις τα ιερά γράμματα, και καθ’ εκάστην ημέραν προσμένωντας εις την του Θεού Εκκλησίαν ομού με την μητέρα του, εταλαιπώρει τον εαυτόν του με την νηστείαν και την σκληραγωγίαν. Δια τούτο και ενδύεται το μοναχικόν σχήμα κατά τον δέκατον έκτον χρόνον της ηλικίας του. Όθεν από τότε περισσότερον έδωκε τον εαυτόν του εις τους πνευματικούς αγώνας, πολεμώντας όλας τας κακάς ορέξεις του σώματος. Δεν επέρασε καιρός πολύς εν τω μεταξύ, και ο θεσπέσιος Ιωάννης ο του Αγίου καθηγούμενος, ανεπαύθη εν ειρήνη. Όθεν ο μακάριος Στέφανος ενεχειρίσθη την επιστασίαν της γουμενίας εις το περίφημον βουνόν του Αγίου Αυξεντίου. Και εκεί ηγωνίζετο εις το της ασκήσεως στάδιον. Επειδή δε ο σπορεύς των ζιζανίων Διάβολος, ηθέλησε να σηκώση πόλεμον μέγαν και αίρεσιν κατά της Εκκλησίας, δηλαδή, το να μη προσκυνούνται αι άγιαι και σεβάσμιαι εικόνες· τούτου χάριν εμεταχειρίσθη όργανον πρώτον του πολέμου τούτου και της αιρέσεως Λέοντα τον Ίσαυρον, όστις και Κόνων εκαλείτο, εν έτει ψις’ [716]. Αλλ’ αυτός μεν ευγήκεν από την παρούσαν ζωήν, αποστραφείς και ικανώς ελεγχθείς από τον τότε Πατριάρχην Άγιον Γερμανόν. Το δε απάνθρωπον και σκαιότατον εκείνου γέννημα, Κωνσταντίνος, λέγω, ο Κοπρώνυμος, ο βασιλεύσας εν έτει ψμα’ [741], μεγαλίτερα κακά εποίησεν από τον πατέρα του, πολεμών και καταστρέφων την του Χριστού Εκκλησίαν και τας αγίας εικόνας κατακαίων, και τους Μοναχούς εξορίζων, και με διάφορα βάσανα αυτούς τιμωρών.

Ούτος λοιπόν ο αλιτήριος, μαθών και δια τον Άγιον τούτον Στέφανον, ότι προσκυνεί τας αγίας εικόνας, και ότι ονομάζει αιρετικόν τον βασιλέα τον μη προσκυνούντα τας σεπτάς εικόνας, και δεν πείθεται εις αυτόν, μηδέ υποφέρει να υπογράψη εις την αίρεσιν αυτού, ταύτα λέγω, μαθών ο δυσσεβής, έστειλε και έφερεν αυτόν. Και αφ’ ου τον επαίδευσε με διαφόρους παιδείας, έκλεισεν αυτόν εις την φυλακήν την καλουμένην πραιτώριον, μέσα εις την οποίαν ήτον φυλακωμένοι και άλλοι Μοναχοί, πρόκριτοι και εκλελεγμένοι. Οίτινες εσυνάχθησαν από διαφόρους τόπους δια την υπόθεσιν των αγίων εικόνων. Ήτον δε όλοι τον αριθμόν τεσσαρακονταδύω. Ομοίως ήτον και άλλοι με τον οσιώτατον Πέτρον και Ανδρέαν, τον αριθμόν τριακόσιοι. Οίτινες δια τας αγίας εικόνας, άλλοι μεν, είχον κομμένας τας μύτας, άλλοι δε τα αυτία, άλλοι τα χέρια και τα γένεια, και άλλοι είχον ευγαλμένα τα ομμάτια. Όθεν τούτους όλους ευρών ο μακάριος Στέφανος εις την φυλακήν, κατεφίλει, και επαρακίνει αυτούς εις τους αγώνας, μεταχειριζόμενος κάθε μοναχικήν ακολουθίαν και κατάστασιν εν τη φυλακή, ωσάν να ευρίσκετο εις Μοναστήριον. Μαθών δε ο βασιλεύς, ότι η φυλακή του πραιτωρίου έγινε Μοναστήριον δια μέσου του Στεφάνου, δια τούτο προστάζει να εκβάλουν τον Άγιον από την φυλακήν. Ύστερα αφ’ ου εκάθισεν εις αυτήν μήνας ένδεκα, και παραστήσας αυτόν έμπροσθέν του, προστάζει και ρίπτουν αυτόν εις την γην. Έπειτα κτυπούν αυτόν με πέτρας, και δέρνουν με ξύλα. Ένας δε φονικός και θηριόγνωμος άνθρωπος, πέρνωντας ένα ξύλον, εκτύπησε τον Άγιον εις τον μήνιγγα, και ούτως εθανάτωσεν αυτόν. Εσχίσθη γαρ εις δύω η αγία αυτού κεφαλή από το κτύπημα εκείνο, και ούτω παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, και έλαβε τον της ομολογίας στέφανον.

Οι δε άλλοι δήμιοι, έσυρον το τίμιον αυτού λείψανον νεκρόν και γυμνόν μέσα εις το παζάρι. Όθεν τα τίμια αυτού χέρια και πόδια κτυπώμενα εδώ και εκεί εις τας πέτρας, εσυντρίφθησαν, και τα ονύχια ευγήκαν από τα δάκτυλα. Έως οπού ένας ο πλέον απανθρωπότερος, θέλωντας τάχα να ευχαριστήση περισσότερον τον βασιλέα, επήρε μίαν μεγάλην πέτραν, και ρίψας αυτήν κατά του αγίου λειψάνου, έσχισε την κοιλίαν του. Και παρευθύς εχύθησαν εις την γην όλα του τα εντόσθια. Αλλά και ένας κάπηλος πέρνωντας ένα δαυλόν από την φωτίαν, εκτύπησεν επάνω εις την κεφαλήν του αγίου λειψάνου και χωρίσας αυτήν με τελειότητα εις δύω μέρη, έκαμε να χυθή εις την γην και αυτός ο εγκέφαλος. Το δε τίμιον του Αγίου λείψανον ερρίφθη εις το πέλαγος. Το οποίον ύστερον ενταφιάσθη από κάποιους ευλαβείς Χριστιανούς, εις τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον τώρα ευρίσκεται. (Τον κατά πλάτος Βίον του Αγίου τούτου όρα εις τον Νέον Παράδεισον. Συνέγραψε δε τούτον ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Θείον τι χρήμα η αρετή». Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)

*

Τη αυτή ημέρα ο Άγιος Ανδρέας, συρόμενος κατά γης δια την των αγίων εικόνων προσκύνησιν, τελειούται.

Εκ γης επλάσθην γη δε με και κτεινάτω.
Πλάστου γαρ αυτής Ανδρέας τιμώ τύπους.

*

Ο Άγιος Πέτρος, τυπτόμενος υπέρ των αγίων εικόνων, τελειούται.

Αν εικόνων τύπτωσι τον Πέτρον χάριν,
Εύρωσιν αυτόν πέτρινον τω σαρκίω.

*

Η Οσία Άννα, τυπτομένη προς το κατειπείν του Αγίου Στεφάνου, τελειούται.

Μάστιξιν Άνναν ευτόνως τετυμμένην,
Έδειξε Χριστός ευπρεπώς εστεμμένην.

*

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων των συμμαρτυρησάντων τω Αγίω Στεφάνω υπέρ των αγίων εικόνων.

Πολλούς Στέφανος τους συναθλητάς έχων,
Χορείαν ιστών τέρπεται τούτοις άμα.

Πολλοί από τους στρατιώτας του ανωτέρω βασιλέως Κοπρωνύμου, Ορθόδοξοι όντες, αρνήθησαν τον κόσμον και έγιναν Μοναχοί. Τούτους δε τιμωρήσας ο παράνομος βασιλεύς, τους εύγαλεν από την παρούσαν ζωήν. Διότι τον μεν ένα εξ αυτών, Βασίλειον ονομαζόμενον, ετύφλωσε πρότερον, ύστερον δε μη πεισθέντα να αρνηθή την προσκύνησιν των αγίων εικόνων, ελάκτισεν αυτόν εις την κοιλίαν, και έχυσε τα εντόσθιά του. Και έτζι παρέδωκεν ο αοίδιμος την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Και άλλον δε φυλακώσας εις το Σωσθένειον: ήτοι την κοινώς λεγομένην Στένην, έκοψε την μύτην του και έπειτα εξώρισεν αυτόν εις την Χερσώνα: ήτοι εις το νυν λεγόμενον Κρίμι. Ούτος δε μέλλωντας να φονευθή υπό του τυράννου, έφυγεν εις Χαζαρίαν, και εκεί έγινεν Επίσκοπος, ύστερον και ετελειώθη. Άλλος δε, Στέφανος ονομαζόμενος, εξωρίσθη εις Σουγδαΐαν, και εκεί ωφελήσας πολλούς, ετελείωσε την ζωήν του. Ομοίως και Γρηγόριοι δύω με πολλούς άλλους εξορισθέντες, εκοιμήθησαν εν Κυρίω. Αλλά και Ιωάννης ο από Λεγαταρίων, εξωρίσθη εις την Δαφνουσίαν. Ο οποίος σερνόμενος συχνά κατά προσταγήν του βασιλέως, ετελείωσε την ζωήν του. Και ούτως έλαβον άπαντες τους στεφάνους του μαρτυρίου.

*

Άγιος ΕιρήναρχοςΜνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ειρηνάρχου και των συν αυτώ επτά Αγίων Γυναικών.

Εις τον Ειρήναρχον.

Τον Ειρήναρχον η φονεύτρια σπάθη,
Σω Σώτερ ειρήναρχε συντάττει μέρει.

Εις τας επτά Γυναίκας.

Έδειξε νεκράς εν Σεβαστεία πόλει,
Γυναίκας επτά πανσεβάστους το ξίφος.

Ούτος ο Άγιος Μάρτυς Ειρήναρχος εκατάγετο από την πόλιν της Σεβαστείας. Νέος δε όντας κατά την ηλικίαν, έγινε δήμιος κατά την τάξιν: ήγουν τιμωρός των υπό του βασιλέως καταδικαζομένων. Όθεν ακολούθως υπηρετούσε και εις τα βάσανα, οπού οι διώκται και τύραννοι επροξένουν εις τους Αγίους του Χριστού Μάρτυρας. Επειδή δε μίαν φοράν έτυχε να βασανίζωνται δια την ευσέβειαν επτά γυναίκες Χριστιαναί από τον άρχοντα της Σεβαστείας Μάξιμον, κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σϞη’ [298], δια τούτο βλέπωντας ο Ειρήναρχος ούτος, πως αύται και μόλον οπού ήτον γυναίκες ασθενείς, εβασανίζοντο όμως ανδρειωμένα δια τον Χριστόν, και κατήσχυνον τον τύραννον, εφωτίσθη κατά την ψυχήν υπό της θείας χάριτος. Όθεν παρρησία ωμολόγησε τον Χριστόν. Και κηρύξας τον εαυτόν του Χριστιανόν, πρώτον μεν ερρίφθη εις την εκεί ούσαν λίμνην κατά προσταγήν του άρχοντος. Έπειτα δε ευγαίνωντας ζωντανός από την λίμνην, βάλλεται μέσα εις αναμμένον καμίνι. Φυλαχθείς δε παραδόξως και από αυτό αβλαβής, ξίφει την κεφαλήν αποτέμνεται μαζί με τον πρεσβύτερον Ακάκιον οπού τον εβάπτισε. Και έτζι έλαβον και οι δύω τους στεφάνους του μαρτυρίου.

 

 

 

*

Οι Άγιοι Μάρτυρες, Τιμόθεος και Θεόδωρος οι Επίσκοποι· Πέτρος, Ιωάννης, Σέργιος, Θεόδωρος, και Νικηφόρος οι Ιερείς· Βασίλειος, και Θωμάς οι Διάκονοι· Ιερόθεος, Δανιήλ, Χαρίτων, Σωκράτης, Κομάσιος, Ευσέβιος οι Μοναχοί· και Ετιμάσιος, ξίφει πάντες τελειούνται (1).

Εις τους δύω Επισκόπους.

Ο Τιμόθεος συν Θεοδώρω άμα,
Τιμή Θεού δώρον τε ώφθησαν μάλα.

Εις τους πέντε Ιερείς.

Πρώην θύοντες αγνοτάτην θυσίαν,
Έπειθ’ εαυτούς θυσίαν προσήξατε.

Εις τους δύω Διακόνους.

Όπου ο Χριστός εστιν ως αυτός λέγει,
Διακονούντες οι πάρεστ’ αθλοφόροι.

Εις τους εξ Μοναχούς.

Οι εξ Μοναχοί εκκοπέντες τω ξίφει,
Εξαπτέρυξι συμπαρίστανται Νόοις.

Εις τον Ετιμάσιον.

Αφαιρεθείσης συλλαβής πρώτης μάκαρ,
Κλήσις παριστά, ην έχεις τιμήν άνω.

Όταν κατά παραχώρησιν Θεού εβασίλευσεν ο ασεβέστατος Ιουλιανός ο παραβάτης, εν έτει τξα’ [361], μεγάλην μανίαν και θυμόν έδειξε κατά των Χριστιανών. Κάθε γαρ βουλήν και κάθε τρόπον ο αλιτήριος εμεταχειρίζετο, δια να αφανίση από τον κόσμον τους περισσοτέρους Γαλιλαίους: ήτοι τους Χριστιανούς. Έτζι γαρ ο μιαρός ωνόμαζε τους Χριστιανούς υβριστικώς. (Ίσως δε, και διατί εφοβείτο να προφέρη δια στόματος το του Χριστού θείον και υπερένδοξον όνομα.) Επειδή εδιδάχθη από τους διδασκάλους του μάγους, ποίαν μεγάλην δύναμιν έχει το όνομα αυτό, και από πόσα διαβολικά έργα αυτούς εμπόδισεν. Όθεν επρόσταξε τους ηγεμόνας όλων των πόλεων, να βασανίζωσι τους Χριστιανούς με όσας τιμωρίας ημπορέσουν (2). Και λοιπόν ταύτην την προσταγήν μαθών ο της Νικαίας κομενταρήσιος, ήτοι ο άρχων, εκήρυξεν εις όλην την Νίκαιαν, ότι όσοι πιστεύουν εις τον Εσταυρωμένον, ή να αρνηθούν την πίστιν αυτών και να θυσιάζουν εις τα είδωλα, ή έχουν να δοκιμάσουν ανεκδιήγητα βάσανα. Τούτο δε το κήρυγμα μαθόντες πολλοί Χριστιανοί, με ένα στόμα εφώναξαν άπαντες. Ημείς δεν δυνάμεθα να αρνηθούμεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν, και να θυσιάσωμεν εις είδωλα κωφά και αναίσθητα. Θεοί γαρ οι τον ουρανόν και την γην ουκ εποίησαν, κατά τον Προφήτην, απολέσθωσαν (Ιερεμ. ι’, 11). Όθεν άλλοι μεν από αυτούς με διαφόρους τιμωρίας βασανισθέντες απέθανον, άλλοι δε διεσκορπίσθησαν εις όρη και ερημίας. Και άλλοι εις διαφόρους πόλεις εσπάρθησαν.

Από τους Χριστιανούς δε αυτούς, ήτον και οι ανωτέρω Άγιοι, ο Τιμόθεος λέγω, ο Κομάσιος, ο Ετιμάσιος, ο Ευσέβιος και ο Θεόδωρος. Οι οποίοι μη υποφέροντες να βλέπουν την θρησκείαν των ειδώλων μεγαλυνομένην, αφήκαν την Νίκαιαν και επήγαν εις την Θεσσαλονίκην. Επειδή δε και εκεί έβλεπον, πως οι πολίται υπήκουον εις τα ασεβή θελήματα του αποστάτου, και ύψοναν τον ελληνισμόν, δια τούτο ανεχώρησαν και επήγαν εις την Τιβεριούπολιν, ήτοι εις την νυν καλουμένην βουλγαρικώς Στρούμμιτζαν, ήτις ευρίσκεται προς το βόρειον μέρος της Θεσσαλονίκης, και συνορεύει με την Ιλλυρίαν, ήτοι Σλαβονίαν. Και ο μεν Τιμόθεος, έγινεν ύστερον Επίσκοπος της αυτής Τιβεριουπόλεως. Ο δε Κομάσιος στρατιώτης ων πρότερον, έγινεν ύστερον Μοναχός, και εκήρυττε τον λόγον της αληθείας, εις τους κατοίκους της αυτής Τιβεριουπόλεως. Ομοίως και ο Ευσέβιος, Μοναχός ων, εκήρυττε και αυτός το του Χριστού Ευαγγέλιον. Ο δε Θεόδωρος Επίσκοπος γενόμενος, ήτον ένας από τους τριακοσίους δέκα και οκτώ θεοφόρους Πατέρας, τους εν Νικαία συναθροισθέντας κατά την Πρώτην Σύνοδον, την συγκροτηθείσαν εν έτει τκε’ [325]. Ο οποίος έδειξε το φως της Ορθοδόξου πίστεως εις τους κατοικούντας εν τη Στρουμμίτζη. Τούτων δε των ιερών ανδρών την πολιτείαν μαθόντες, Πέτρος και Ιωάννης, Σέργιος και Θεόδωρος και Νικηφόρος οι Ιερείς, ομοίως και Βασίλειος και Θωμάς οι Διάκονοι, και προς τούτοις Ιερόθεος, Δανιήλ, Χαρίτων, και Σωκράτης οι Μοναχοί, επήγαν και αντάμωσαν εις την Στρούμμιτζαν τους ανωτέρω Αγίους. Οίτινες όλοι ομού μελετώντες εν τω νόμω Κυρίου πάντοτε, εμεταχειρίζοντο μίαν αγγελικήν πολιτείαν, φωτίζοντες μεν τας ψυχάς των ανθρώπων με το φως της θεογνωσίας, ιατρεύοντες δε τα πάθη, τόσον τα της ψυχής, όσον και τα του σώματος. Μισθόν δε της ιατρείας εζήτουν από τους ασθενείς, το να πιστεύουν εις τον Χριστόν.

Την φήμην ταύτην ήκουσαν οι εν Θεσσαλονίκη καθήμενοι άρχοντες, Ουάλης και Φίλιππος ονομαζόμενοι, οίτινες ήτον θερμοί πληρωταί των προσταγμάτων του ασεβούς βασιλέως. Όθεν επήγαν εις την Στρούμμιτζαν. Και πιάσαντες τους Αγίους, επαράστησαν αυτούς έμπροσθέν των. Τούτους λοιπόν εξετάσαντες, επετίμησαν. Διατί καταφρονούσι τα βασιλικά προστάγματα, και αποστρεφόμενοι τας περί θεών μαρτυρίας, λατρεύουσιν ένα άνθρωπον σταυρωθέντα με τους ληστάς; Οι δε Άγιοι ανοίξαντες το στόμα, απέδειξαν μεν την των ειδώλων ματαιότητα, ωμολόγησαν δε το Μυστήριον της ευσεβούς Θεολογίας, και της του Θεού Λόγου οικονομίας. Όθεν οι ανωτέρω άρχοντες κόψαντες τον λόγον των Αγίων, ή ομολογείτε, τους είπον, ότι θυσιάζετε εις τους θεούς· είτε μη, έχετε να θανατωθήτε. Οι δε Άγιοι εν ενί στόματι εφώναξαν. Μη γένοιτό ποτε να θυσιάσωμεν εις τους δαίμονας και εις τα αυτών είδωλα ημείς, οπού ελευθερώθημεν από την δουλείαν των δαιμόνων υπό του αληθινού Θεού ημών! Όθεν επειδή οι ανωτέρω άρχοντες εσπούδαζον να υπάγουν εις Θεσσαλονίκην, δια υπόθεσιν δημοσίων πραγμάτων, δια τούτο ευθύς απεφάσισαν να φονευθούν δια ξίφους όλοι οι Άγιοι.

Και λοιπόν πηγαίνοντες εις τον τόπον της καταδίκης οι του Χριστού γενναίοι αγωνισταί, έχαιρον και ηγάλλοντο με χαράν και αγαλλίασιν ανεκλάλητον. Όθεν αποκεφαλισθέντες, έλαβον όλοι παρά Κυρίου τους της αθλήσεως αμαραντίνους στεφάνους. Ο ένας δε από τους δεκαέξ Αγίους, ο Ιερεύς λέγω Πέτρος, ανάψας την καρδίαν από ένθεον ζήλον, ω παραβάται, εφώναξε, και της αληθείας εχθροί. Διατί χύνετε αναιτίως τα αίματα των δικαίων, εις τους οποίους δεν ευρέθη κανένα πράγμα θανάτου άξιον; Τούτα ως ήκουσαν οι μιαροί άρχοντες, επρόσταξαν να εκδύσουν τον Άγιον, και να απλώσουν αυτόν κατά γης. Έπειτα να δείρουν αυτόν με ραβδία, και να κόψουν τα χέρια του, και τελευταίον να τον αποκεφαλίσουν. Τούτου δε γενομένου, ερρίφθησαν αι ιεραί αυτού χείρες δια να τας φάγουν οι σκύλοι. Μία δε γυναίκα τυφλή ούσα εκ γενετής, ευρέθη εκεί, και εκατάλαβεν, ότι έπεσε κοντά εις τους πόδας της η δεξιά χειρ του Μάρτυρος. Όθεν ταύτην πέρνουσα, και τειλίξασα μέσα εις το επανωσκέπασμα της κεφαλής της, επήγεν εις το οσπήτιόν της. Από δε την χαράν της, μη έχουσα τι να κάμη δια τον τοιούτον θησαυρόν, εφίλει την μαρτυρικήν δεξιάν, ηγκαλίζετο, και ακούμβιζεν αυτήν εις τα ομμάτιά της. Και ευθύς, ω των θαυμασίων σου Κύριε! ανοίχθησαν οι οφθαλμοί της. Όθεν βλέπουσα το φως του ηλίου, με μεγάλην φωνήν την του Χριστού και των Αγίων εκήρυττε δύναμιν. Είτα πέρνουσα την δεξιάν, επήγεν εις την Θεσσαλονίκην, και απεθησαύρισεν αυτήν εις τον εκείσε Ναόν της καλλινίκου Μάρτυρος Αναστασίας.

Επειδή δε ευρίσκοντο άταφα και ατίμως ερριμμένα τα των Αγίων Μαρτύρων λείψανα, δια τούτο, όταν οι ρηθέντες άρχοντες επήγαν εις Θεσσαλονίκην, τότε μερικοί Χριστιανοί ευρόντες άδειαν, επήραν αυτά με λαμπάδας και θυμιάματα, και τα ενταφίασαν εντίμως εις την Τιβεριούπολιν, εις χωριστόν σεντούκι το κάθε λείψανον, επιγράψαντες επάνω του καθ’ ενός σεντουκίου, και το όνομα του κάθε Μάρτυρος και την ζωήν και το αξίωμα. Από τότε δε και ύστερον πηγάς θαυμάτων εκχέουσι τα άγια ταύτα λείψανα, όχι μόνον εις τους εκεί εγχωρίους, αλλά και εις τους μακράν κατοικούντας. Ώστε οπού, πολλοί Έλληνες παρακινούμενοι από τα θαύματα αυτών, επίστευσαν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθησαν. Και τινάς δεν έμεινεν, ούτε εις την Στρούμμιτζαν, ούτε εις τα όριά της, ασεβής τε και Έλληνας (3).

(1) Σημείωσαι, ότι εν τω προς τους Αγίους τούτους λόγω του Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, δεκαπέντε μεν επιγράφονται οι Μάρτυρες ούτοι, δεκαέξι δε αριθμούνται εν τω λόγω.

(2) Δεν δύναμαι εδώ να σιωπήσω ως νόστιμον εκείνο, οπού γράφει εν τω αυτώ λόγω ο ιερός Θεοφύλακτος, πως ηκολούθησεν εν τη Μακεδονία επί του παραβάτου τούτου. Δύω άνδρες ευσεβείς και τω πνεύματι ζέοντες, Θεόδουλος και Ταττιανός ονομαζόμενοι, εμβήκαν την νύκτα εις τον ναόν τον ειδωλικόν, και ετζάκισαν τα είδωλα. Ο δε εκεί άρχων, επειδή εζήτει να τιμωρήση πολλούς δια τούτο, τούτου χάριν ευγήκαν εις το μέσον οι άνω ειρημένοι, και ομολογήσαντες ότι αυτοί το έκαμαν, κατεφρόνησαν κάθε κολακείαν οπού επρόσφερεν εις αυτούς ο άρχων. Ομοίως και κάθε βάσανον, με την οποίαν τους εφοβέριζεν. Ύστερον δε πυρώσας δύω κρεββάτια σιδηρά, έβαλε τους Αγίους επάνω εις αυτά. Οι δε Άγιοι τόσον δροσερόν και χαροποιόν ελογίαζον το επί των πεπυρωμένων εκείνων κραββατίων πλαγίασμα, ώστε οπού εχαριεντίζοντο προς τον άρχοντα και έλεγον αυτώ. Εάν επιθυμής, ω άρχων, να χορτάσης από τα ψημένα μας κρέατα, πρόσταξον τους υπηρέτας να μας γυρίσουν και από το άλλο μέρος, δια να ψηθώμεν καλά. Ίνα μη μισοεψημένοι όντες, φανώμεν εις εσένα άνοστοι και αηδείς. Λέγοντες δε ταύτα, παρέδωκαν τας ψυχάς των οι μακάριοι εις χείρας Θεού και έλαβον παρ’ αυτού τους στεφάνους του μαρτυρίου. Τούτο το διήγημα αναφέρει ο Θεοδώρητος, αφ’ ου το ηρανίσθη και ο Θεοφύλακτος.

(3) Το Συναξάριον τούτο μετέφρασεν η εμή αδυναμία εκ του ελληνικού πλατυτάτου λόγου, ον ο ιερός Θεοφύλακτος Βουλγαρίας συνέγραψε περί των Αγίων τούτων, ως είπομεν, όστις περιέχεται εν τω τρίτω τόμω αυτού. Σημείωσαι, ότι και ασματική Ακολουθία των Αγίων τούτων Μαρτύρων ευρίσκεται, τετυπωμένη εις χωριστήν φυλλάδα.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος Στέφανος ο ΝέοςΤῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΗ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν καὶ Ὁμολογητοῦ Στεφάνου τοῦ νέου.

Πληγεὶς νέε Στέφανε τὴν κάραν ξύλῳ,
Εὗρες πρεπόντως οὐχὶ γηράσκον στέφος.

Εἰκάδι ὀγδοάτῃ Στεφάνοιο νέου κρᾶτα (ἤτοι κεφαλήν) θραῦσαν.

Οὗτος ὁ πολύαθλος ὁμολογητὴς Στέφανος, ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως μὲν Ἀναστασίου τοῦ καὶ Ἀρτεμίου καλουμένου, ἐν ἔτει ψιγ΄ [713], τοῦ Πατριάρχου δὲ Γερμανοῦ, γέννημα καὶ θρέμμα τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων, καὶ Χριστιανῶν γονέων υἱὸς Ἰωάννου καὶ Ἄννης. Ἐκ νεαρᾶς δὲ ἡλικίας ἐσχόλαζεν εἰς τὰ ἱερὰ γράμματα, καὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν προσμένωντας εἰς τὴν τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαν ὁμοῦ μὲ τὴν μητέρα του, ἐταλαιπώρει τὸν ἑαυτόν του μὲ τὴν νηστείαν καὶ τὴν σκληραγωγίαν. Διὰ τοῦτο καὶ ἐνδύεται τὸ μοναχικὸν σχῆμα κατὰ τὸν δέκατον ἕκτον χρόνον τῆς ἡλικίας του. Ὅθεν ἀπὸ τότε περισσότερον ἔδωκε τὸν ἑαυτόν του εἰς τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας, πολεμῶντας ὅλας τὰς κακὰς ὀρέξεις τοῦ σώματος. Δὲν ἐπέρασε καιρὸς πολὺς ἐν τῷ μεταξύ, καὶ ὁ θεσπέσιος Ἰωάννης ὁ τοῦ Ἁγίου καθηγούμενος, ἀνεπαύθη ἐν εἰρήνῃ. Ὅθεν ὁ μακάριος Στέφανος ἐνεχειρίσθη τὴν ἐπιστασίαν τῆς γουμενίας εἰς τὸ περίφημον βουνὸν τοῦ Ἁγίου Αὐξεντίου. Καὶ ἐκεῖ ἠγωνίζετο εἰς τὸ τῆς ἀσκήσεως στάδιον. Ἐπειδὴ δὲ ὁ σπορεὺς τῶν ζιζανίων Διάβολος, ἠθέλησε νὰ σηκώσῃ πόλεμον μέγαν καὶ αἵρεσιν κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή, τὸ νὰ μὴ προσκυνοῦνται αἱ ἅγιαι καὶ σεβάσμιαι εἰκόνες· τούτου χάριν ἐμεταχειρίσθη ὄργανον πρῶτον τοῦ πολέμου τούτου καὶ τῆς αἱρέσεως Λέοντα τὸν Ἴσαυρον, ὅστις καὶ Κόνων ἐκαλεῖτο, ἐν ἔτει ψις΄ [716]. Ἀλλ’ αὐτὸς μὲν εὐγῆκεν ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωήν, ἀποστραφεὶς καὶ ἱκανῶς ἐλεγχθεὶς ἀπὸ τὸν τότε Πατριάρχην Ἅγιον Γερμανόν. Τὸ δὲ ἀπάνθρωπον καὶ σκαιότατον ἐκείνου γέννημα, Κωνσταντῖνος, λέγω, ὁ Κοπρώνυμος, ὁ βασιλεύσας ἐν ἔτει ψμα΄ [741], μεγαλίτερα κακὰ ἐποίησεν ἀπὸ τὸν πατέρα του, πολεμῶν καὶ καταστρέφων τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν καὶ τὰς ἁγίας εἰκόνας κατακαίων, καὶ τοὺς Μοναχοὺς ἐξορίζων, καὶ μὲ διάφορα βάσανα αὐτοὺς τιμωρῶν.

Οὗτος λοιπὸν ὁ ἀλιτήριος, μαθὼν καὶ διὰ τὸν Ἅγιον τοῦτον Στέφανον, ὅτι προσκυνεῖ τὰς ἁγίας εἰκόνας, καὶ ὅτι ὀνομάζει αἱρετικὸν τὸν βασιλέα τὸν μὴ προσκυνοῦντα τὰς σεπτὰς εἰκόνας, καὶ δὲν πείθεται εἰς αὐτόν, μηδὲ ὑποφέρει νὰ ὑπογράψῃ εἰς τὴν αἵρεσιν αὐτοῦ, ταῦτα λέγω, μαθὼν ὁ δυσσεβής, ἔστειλε καὶ ἔφερεν αὐτόν. Καὶ ἀφ’ οὗ τὸν ἐπαίδευσε μὲ διαφόρους παιδείας, ἔκλεισεν αὐτὸν εἰς τὴν φυλακὴν τὴν καλουμένην πραιτώριον, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν ἦτον φυλακωμένοι καὶ ἄλλοι Μοναχοί, πρόκριτοι καὶ ἐκλελεγμένοι. Οἵτινες ἐσυνάχθησαν ἀπὸ διαφόρους τόπους διὰ τὴν ὑπόθεσιν τῶν ἁγίων εἰκόνων. Ἦτον δὲ ὅλοι τὸν ἀριθμὸν τεσσαρακονταδύω. Ὁμοίως ἦτον καὶ ἄλλοι μὲ τὸν ὁσιώτατον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν, τὸν ἀριθμὸν τριακόσιοι. Οἵτινες διὰ τὰς ἁγίας εἰκόνας, ἄλλοι μέν, εἶχον κομμένας τὰς μύτας, ἄλλοι δὲ τὰ αὐτία, ἄλλοι τὰ χέρια καὶ τὰ γένεια, καὶ ἄλλοι εἶχον εὐγαλμένα τὰ ὀμμάτια. Ὅθεν τούτους ὅλους εὑρὼν ὁ μακάριος Στέφανος εἰς τὴν φυλακήν, κατεφίλει, καὶ ἐπαρακίνει αὐτοὺς εἰς τοὺς ἀγῶνας, μεταχειριζόμενος κάθε μοναχικὴν ἀκολουθίαν καὶ κατάστασιν ἐν τῇ φυλακῇ, ὡσὰν νὰ εὑρίσκετο εἰς Μοναστήριον. Μαθὼν δὲ ὁ βασιλεύς, ὅτι ἡ φυλακὴ τοῦ πραιτωρίου ἔγινε Μοναστήριον διὰ μέσου τοῦ Στεφάνου, διὰ τοῦτο προστάζει νὰ ἐκβάλουν τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὴν φυλακήν. Ὕστερα ἀφ’ οὗ ἐκάθισεν εἰς αὐτὴν μῆνας ἕνδεκα, καὶ παραστήσας αὐτὸν ἔμπροσθέν του, προστάζει καὶ ῥίπτουν αὐτὸν εἰς τὴν γῆν. Ἔπειτα κτυποῦν αὐτὸν μὲ πέτρας, καὶ δέρνουν μὲ ξύλα. Ἕνας δὲ φονικὸς καὶ θηριόγνωμος ἄνθρωπος, πέρνωντας ἕνα ξύλον, ἐκτύπησε τὸν Ἅγιον εἰς τὸν μήνιγγα, καὶ οὕτως ἐθανάτωσεν αὐτόν. Ἐσχίσθη γὰρ εἰς δύω ἡ ἁγία αὐτοῦ κεφαλὴ ἀπὸ τὸ κτύπημα ἐκεῖνο, καὶ οὕτω παρέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ ἔλαβε τὸν τῆς ὁμολογίας στέφανον.

Οἱ δὲ ἄλλοι δήμιοι, ἔσυρον τὸ τίμιον αὐτοῦ λείψανον νεκρὸν καὶ γυμνὸν μέσα εἰς τὸ παζάρι. Ὅθεν τὰ τίμια αὐτοῦ χέρια καὶ πόδια κτυπώμενα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ εἰς τὰς πέτρας, ἐσυντρίφθησαν, καὶ τὰ ὀνύχια εὐγῆκαν ἀπὸ τὰ δάκτυλα. Ἕως ὁποῦ ἕνας ὁ πλέον ἀπανθρωπότερος, θέλωντας τάχα νὰ εὐχαριστήσῃ περισσότερον τὸν βασιλέα, ἐπῆρε μίαν μεγάλην πέτραν, καὶ ῥίψας αὐτὴν κατὰ τοῦ ἁγίου λειψάνου, ἔσχισε τὴν κοιλίαν του. Καὶ παρευθὺς ἐχύθησαν εἰς τὴν γῆν ὅλα του τὰ ἐντόσθια. Ἀλλὰ καὶ ἕνας κάπηλος πέρνωντας ἕνα δαυλὸν ἀπὸ τὴν φωτίαν, ἐκτύπησεν ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ ἁγίου λειψάνου καὶ χωρίσας αὐτὴν μὲ τελειότητα εἰς δύω μέρη, ἔκαμε νὰ χυθῇ εἰς τὴν γῆν καὶ αὐτὸς ὁ ἐγκέφαλος. Τὸ δὲ τίμιον τοῦ Ἁγίου λείψανον ἐρρίφθη εἰς τὸ πέλαγος. Τὸ ὁποῖον ὕστερον ἐνταφιάσθη ἀπὸ κᾄποιους εὐλαβεῖς Χριστιανούς, εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, εἰς τὸν ὁποῖον τώρα εὑρίσκεται. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ Ἁγίου τούτου ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον. Συνέγραψε δὲ τοῦτον ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Θεῖόν τι χρῆμα ἡ ἀρετή». Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας, συρόμενος κατὰ γῆς διὰ τὴν τῶν ἁγίων εἰκόνων προσκύνησιν, τελειοῦται.

Ἐκ γῆς ἐπλάσθην γῆ δέ με καὶ κτεινάτω.
Πλάστου γὰρ αὐτῆς Ἀνδρέας τιμῶ τύπους.

*

Ὁ Ἅγιος Πέτρος, τυπτόμενος ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων, τελειοῦται.

Ἂν εἰκόνων τύπτωσι τὸν Πέτρον χάριν,
Εὕρωσιν αὐτὸν πέτρινον τῷ σαρκίῳ.

*

Ἡ Ὁσία Ἄννα, τυπτομένη πρὸς τὸ κατειπεῖν τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, τελειοῦται.

Μάστιξιν Ἄνναν εὐτόνως τετυμμένην,
Ἔδειξε Χριστὸς εὐπρεπῶς ἐστεμμένην.

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων τῶν συμμαρτυρησάντων τῷ Ἁγίῳ Στεφάνῳ ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων.

Πολλοὺς Στέφανος τοὺς συναθλητὰς ἔχων,
Χορείαν ἱστῶν τέρπεται τούτοις ἅμα.

Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς στρατιώτας τοῦ ἀνωτέρω βασιλέως Κοπρωνύμου, Ὀρθόδοξοι ὄντες, ἀρνήθησαν τὸν κόσμον καὶ ἔγιναν Μοναχοί. Τούτους δὲ τιμωρήσας ὁ παράνομος βασιλεύς, τοὺς εὔγαλεν ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωήν. Διότι τὸν μὲν ἕνα ἐξ αὐτῶν, Βασίλειον ὀνομαζόμενον, ἐτύφλωσε πρότερον, ὕστερον δὲ μὴ πεισθέντα νὰ ἀρνηθῇ τὴν προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἐλάκτισεν αὐτὸν εἰς τὴν κοιλίαν, καὶ ἔχυσε τὰ ἐντόσθιά του. Καὶ ἔτζι παρέδωκεν ὁ ἀοίδιμος τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ. Καὶ ἄλλον δὲ φυλακώσας εἰς τὸ Σωσθένειον: ἤτοι τὴν κοινῶς λεγομένην Στένην, ἔκοψε τὴν μύτην του καὶ ἔπειτα ἐξώρισεν αὐτὸν εἰς τὴν Χερσῶνα: ἤτοι εἰς τὸ νῦν λεγόμενον Κρίμι. Οὗτος δὲ μέλλωντας νὰ φονευθῇ ὑπὸ τοῦ τυράννου, ἔφυγεν εἰς Χαζαρίαν, καὶ ἐκεῖ ἔγινεν Ἐπίσκοπος, ὕστερον καὶ ἐτελειώθη. Ἄλλος δέ, Στέφανος ὀνομαζόμενος, ἐξωρίσθη εἰς Σουγδαΐαν, καὶ ἐκεῖ ὠφελήσας πολλούς, ἐτελείωσε τὴν ζωήν του. Ὁμοίως καὶ Γρηγόριοι δύω μὲ πολλοὺς ἄλλους ἐξορισθέντες, ἐκοιμήθησαν ἐν Κυρίῳ. Ἀλλὰ καὶ Ἰωάννης ὁ ἀπὸ Λεγαταρίων, ἐξωρίσθη εἰς τὴν Δαφνουσίαν. Ὁ ὁποῖος σερνόμενος συχνὰ κατὰ προσταγὴν τοῦ βασιλέως, ἐτελείωσε τὴν ζωήν του. Καὶ οὕτως ἔλαβον ἅπαντες τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.

*

Άγιος ΕιρήναρχοςΜνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Εἰρηνάρχου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ ἑπτὰ Ἁγίων Γυναικῶν.

Εἰς τὸν Εἰρήναρχον.

Τὸν Εἰρήναρχον ἡ φονεύτρια σπάθη,
Σῷ Σῶτερ εἰρήναρχε συντάττει μέρει.

Εἰς τὰς ἑπτὰ Γυναῖκας.

Ἔδειξε νεκρὰς ἐν Σεβαστείᾳ πόλει,
Γυναῖκας ἑπτὰ πανσεβάστους τὸ ξίφος.

Οὗτος ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εἰρήναρχος ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Σεβαστείας. Νέος δὲ ὄντας κατὰ τὴν ἡλικίαν, ἔγινε δήμιος κατὰ τὴν τάξιν: ἤγουν τιμωρὸς τῶν ὑπὸ τοῦ βασιλέως καταδικαζομένων. Ὅθεν ἀκολούθως ὑπηρετοῦσε καὶ εἰς τὰ βάσανα, ὁποῦ οἱ διῶκται καὶ τύραννοι ἐπροξένουν εἰς τοὺς Ἁγίους τοῦ Χριστοῦ Μάρτυρας. Ἐπειδὴ δὲ μίαν φορὰν ἔτυχε νὰ βασανίζωνται διὰ τὴν εὐσέβειαν ἑπτὰ γυναῖκες Χριστιαναὶ ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς Σεβαστείας Μάξιμον, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, ἐν ἔτει σϞη΄ [298], διὰ τοῦτο βλέπωντας ὁ Εἰρήναρχος οὗτος, πῶς αὗται καὶ μὅλον ὁποῦ ἦτον γυναῖκες ἀσθενεῖς, ἐβασανίζοντο ὅμως ἀνδρειωμένα διὰ τὸν Χριστόν, καὶ κατῄσχυνον τὸν τύραννον, ἐφωτίσθη κατὰ τὴν ψυχὴν ὑπὸ τῆς θείας χάριτος. Ὅθεν παρρησίᾳ ὡμολόγησε τὸν Χριστόν. Καὶ κηρύξας τὸν ἑαυτόν του Χριστιανόν, πρῶτον μὲν ἐρρίφθη εἰς τὴν ἐκεῖ οὖσαν λίμνην κατὰ προσταγὴν τοῦ ἄρχοντος. Ἔπειτα δὲ εὐγαίνωντας ζωντανὸς ἀπὸ τὴν λίμνην, βάλλεται μέσα εἰς ἀναμμένον καμίνι. Φυλαχθεὶς δὲ παραδόξως καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἀβλαβής, ξίφει τὴν κεφαλὴν ἀποτέμνεται μαζὶ μὲ τὸν πρεσβύτερον Ἀκάκιον ὁποῦ τὸν ἐβάπτισε. Καὶ ἔτζι ἔλαβον καὶ οἱ δύω τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.

 

 

 

*

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες, Τιμόθεος καὶ Θεόδωρος οἱ Ἐπίσκοποι· Πέτρος, Ἰωάννης, Σέργιος, Θεόδωρος, καὶ Νικηφόρος οἱ Ἱερεῖς· Βασίλειος, καὶ Θωμᾶς οἱ Διάκονοι· Ἱερόθεος, Δανιήλ, Χαρίτων, Σωκράτης, Κομάσιος, Εὐσέβιος οἱ Μοναχοί· καὶ Ἐτιμάσιος, ξίφει πᾶντες τελειοῦνται (1).

Εἰς τοὺς δύω Ἐπισκόπους.

Ὁ Τιμόθεος σὺν Θεοδώρῳ ἅμα,
Τιμὴ Θεοῦ δῶρόν τε ὤφθησαν μάλα.

Εἰς τοὺς πέντε Ἱερεῖς.

Πρῴην θύοντες ἁγνοτάτην θυσίαν,
Ἔπειθ’ ἑαυτοὺς θυσίαν προσήξατε.

Εἰς τοὺς δύω Διακόνους.

Ὅπου ὁ Χριστός ἐστιν ὡς αὐτὸς λέγει,
Διακονοῦντες οἷ πάρεστ’ ἀθλοφόροι.

Εἰς τοὺς ἓξ Μοναχούς.

Οἱ ἓξ Μοναχοὶ ἐκκοπέντες τῷ ξίφει,
Ἑξαπτέρυξι συμπαρίστανται Νόοις.

Εἰς τὸν Ἐτιμάσιον.

Ἀφαιρεθείσης συλλαβῆς πρώτης μάκαρ,
Κλῆσις παριστᾷ, ἣν ἔχεις τιμὴν ἄνω.

Ὅταν κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ ἐβασίλευσεν ὁ ἀσεβέστατος Ἰουλιανὸς ὁ παραβάτης, ἐν ἔτει τξα΄ [361], μεγάλην μανίαν καὶ θυμὸν ἔδειξε κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Κάθε γὰρ βουλὴν καὶ κάθε τρόπον ὁ ἀλιτήριος ἐμεταχειρίζετο, διὰ νὰ ἀφανίσῃ ἀπὸ τὸν κόσμον τοὺς περισσοτέρους Γαλιλαίους: ἤτοι τοὺς Χριστιανούς. Ἔτζι γὰρ ὁ μιαρὸς ὠνόμαζε τοὺς Χριστιανοὺς ὑβριστικῶς. (Ἴσως δέ, καὶ διατὶ ἐφοβεῖτο νὰ προφέρῃ διὰ στόματος τὸ τοῦ Χριστοῦ θεῖον καὶ ὑπερένδοξον ὄνομα.) Ἐπειδὴ ἐδιδάχθη ἀπὸ τοὺς διδασκάλους του μάγους, ποίαν μεγάλην δύναμιν ἔχει τὸ ὄνομα αὐτό, καὶ ἀπὸ πόσα διαβολικὰ ἔργα αὐτοὺς ἐμπόδισεν. Ὅθεν ἐπρόσταξε τοὺς ἡγεμόνας ὅλων τῶν πόλεων, νὰ βασανίζωσι τοὺς Χριστιανοὺς μὲ ὅσας τιμωρίας ἠμπορέσουν (2). Καὶ λοιπὸν ταύτην τὴν προσταγὴν μαθὼν ὁ τῆς Νικαίας κομενταρήσιος, ἤτοι ὁ ἄρχων, ἐκήρυξεν εἰς ὅλην τὴν Νίκαιαν, ὅτι ὅσοι πιστεύουν εἰς τὸν Ἐσταυρωμένον, ἢ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστιν αὐτῶν καὶ νὰ θυσιάζουν εἰς τὰ εἴδωλα, ἢ ἔχουν νὰ δοκιμάσουν ἀνεκδιήγητα βάσανα. Τοῦτο δὲ τὸ κήρυγμα μαθόντες πολλοὶ Χριστιανοί, μὲ ἕνα στόμα ἐφώναξαν ἅπαντες. Ἡμεῖς δὲν δυνάμεθα νὰ ἀρνηθοῦμεν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεόν, καὶ νὰ θυσιάσωμεν εἰς εἴδωλα κωφὰ καὶ ἀναίσθητα. Θεοὶ γὰρ οἳ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν οὐκ ἐποίησαν, κατὰ τὸν Προφήτην, ἀπολέσθωσαν (Ἱερεμ. ι΄, 11). Ὅθεν ἄλλοι μὲν ἀπὸ αὐτοὺς μὲ διαφόρους τιμωρίας βασανισθέντες ἀπέθανον, ἄλλοι δὲ διεσκορπίσθησαν εἰς ὄρη καὶ ἐρημίας. Καὶ ἄλλοι εἰς διαφόρους πόλεις ἐσπάρθησαν.

Ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς δὲ αὐτούς, ἦτον καὶ οἱ ἀνωτέρω Ἅγιοι, ὁ Τιμόθεος λέγω, ὁ Κομάσιος, ὁ Ἐτιμάσιος, ὁ Εὐσέβιος καὶ ὁ Θεόδωρος. Οἱ ὁποῖοι μὴ ὑποφέροντες νὰ βλέπουν τὴν θρῃσκείαν τῶν εἰδώλων μεγαλυνομένην, ἀφῆκαν τὴν Νίκαιαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην. Ἐπειδὴ δὲ καὶ ἐκεῖ ἔβλεπον, πῶς οἱ πολῖται ὑπήκουον εἰς τὰ ἀσεβῆ θελήματα τοῦ ἀποστάτου, καὶ ὕψοναν τὸν ἑλληνισμόν, διὰ τοῦτο ἀνεχώρησαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Τιβεριούπολιν, ἤτοι εἰς τὴν νῦν καλουμένην βουλγαρικῶς Στρούμμιτζαν, ἥτις εὑρίσκεται πρὸς τὸ βόρειον μέρος τῆς Θεσσαλονίκης, καὶ συνορεύει μὲ τὴν Ἰλλυρίαν, ἤτοι Σλαβονίαν. Καὶ ὁ μὲν Τιμόθεος, ἔγινεν ὕστερον Ἐπίσκοπος τῆς αὐτῆς Τιβεριουπόλεως. Ὁ δὲ Κομάσιος στρατιώτης ὢν πρότερον, ἔγινεν ὕστερον Μοναχός, καὶ ἐκήρυττε τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, εἰς τοὺς κατοίκους τῆς αὐτῆς Τιβεριουπόλεως. Ὁμοίως καὶ ὁ Εὐσέβιος, Μοναχὸς ὤν, ἐκήρυττε καὶ αὐτὸς τὸ τοῦ Χριστοῦ Εὐαγγέλιον. Ὁ δὲ Θεόδωρος Ἐπίσκοπος γενόμενος, ἦτον ἕνας ἀπὸ τοὺς τριακοσίους δέκα καὶ ὀκτὼ θεοφόρους Πατέρας, τοὺς ἐν Νικαίᾳ συναθροισθέντας κατὰ τὴν Πρώτην Σύνοδον, τὴν συγκροτηθεῖσαν ἐν ἔτει τκε΄ [325]. Ὁ ὁποῖος ἔδειξε τὸ φῶς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως εἰς τοὺς κατοικοῦντας ἐν τῇ Στρουμμίτζῃ. Τούτων δὲ τῶν ἱερῶν ἀνδρῶν τὴν πολιτείαν μαθόντες, Πέτρος καὶ Ἰωάννης, Σέργιος καὶ Θεόδωρος καὶ Νικηφόρος οἱ Ἱερεῖς, ὁμοίως καὶ Βασίλειος καὶ Θωμᾶς οἱ Διάκονοι, καὶ πρὸς τούτοις Ἱερόθεος, Δανιήλ, Χαρίτων, καὶ Σωκράτης οἱ Μοναχοί, ἐπῆγαν καὶ ἀντάμωσαν εἰς τὴν Στρούμμιτζαν τοὺς ἀνωτέρω Ἁγίους. Οἵτινες ὅλοι ὁμοῦ μελετῶντες ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου πάντοτε, ἐμεταχειρίζοντο μίαν ἀγγελικὴν πολιτείαν, φωτίζοντες μὲν τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸ φῶς τῆς θεογνωσίας, ἰατρεύοντες δὲ τὰ πάθη, τόσον τὰ τῆς ψυχῆς, ὅσον καὶ τὰ τοῦ σώματος. Μισθὸν δὲ τῆς ἰατρείας ἐζήτουν ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς, τὸ νὰ πιστεύουν εἰς τὸν Χριστόν.

Τὴν φήμην ταύτην ἤκουσαν οἱ ἐν Θεσσαλονίκῃ καθήμενοι ἄρχοντες, Οὐάλης καὶ Φίλιππος ὀνομαζόμενοι, οἵτινες ἦτον θερμοὶ πληρωταὶ τῶν προσταγμάτων τοῦ ἀσεβοῦς βασιλέως. Ὅθεν ἐπῆγαν εἰς τὴν Στρούμμιτζαν. Καὶ πιάσαντες τοὺς Ἁγίους, ἐπαράστησαν αὐτοὺς ἔμπροσθέν των. Τούτους λοιπὸν ἐξετάσαντες, ἐπετίμησαν. Διατί καταφρονοῦσι τὰ βασιλικὰ προστάγματα, καὶ ἀποστρεφόμενοι τὰς περὶ θεῶν μαρτυρίας, λατρεύουσιν ἕνα ἄνθρωπον σταυρωθέντα μὲ τοὺς λῃστάς; Οἱ δὲ Ἅγιοι ἀνοίξαντες τὸ στόμα, ἀπέδειξαν μὲν τὴν τῶν εἰδώλων ματαιότητα, ὡμολόγησαν δὲ τὸ Μυστήριον τῆς εὐσεβοῦς Θεολογίας, καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ Λόγου οἰκονομίας. Ὅθεν οἱ ἀνωτέρω ἄρχοντες κόψαντες τὸν λόγον τῶν Ἁγίων, ἢ ὁμολογεῖτε, τοὺς εἶπον, ὅτι θυσιάζετε εἰς τοὺς θεούς· εἴτε μή, ἔχετε νὰ θανατωθῆτε. Οἱ δὲ Ἅγιοι ἐν ἑνὶ στόματι ἐφώναξαν. Μὴ γένοιτό ποτε νὰ θυσιάσωμεν εἰς τοὺς δαίμονας καὶ εἰς τὰ αὐτῶν εἴδωλα ἡμεῖς, ὁποῦ ἐλευθερώθημεν ἀπὸ τὴν δουλείαν τῶν δαιμόνων ὑπὸ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν! Ὅθεν ἐπειδὴ οἱ ἀνωτέρω ἄρχοντες ἐσπούδαζον νὰ ὑπάγουν εἰς Θεσσαλονίκην, διὰ ὑπόθεσιν δημοσίων πραγμάτων, διὰ τοῦτο εὐθὺς ἀπεφάσισαν νὰ φονευθοῦν διὰ ξίφους ὅλοι οἱ Ἅγιοι.

Καὶ λοιπὸν πηγαίνοντες εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης οἱ τοῦ Χριστοῦ γενναῖοι ἀγωνισταί, ἔχαιρον καὶ ἠγάλλοντο μὲ χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν ἀνεκλάλητον. Ὅθεν ἀποκεφαλισθέντες, ἔλαβον ὅλοι παρὰ Κυρίου τοὺς τῆς ἀθλήσεως ἀμαραντίνους στεφάνους. Ὁ ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς δεκαὲξ Ἁγίους, ὁ Ἱερεὺς λέγω Πέτρος, ἀνάψας τὴν καρδίαν ἀπὸ ἔνθεον ζῆλον, ὦ παραβάται, ἐφώναξε, καὶ τῆς ἀληθείας ἐχθροί. Διατί χύνετε ἀναιτίως τὰ αἵματα τῶν δικαίων, εἰς τοὺς ὁποίους δὲν εὑρέθη κᾀνένα πρᾶγμα θανάτου ἄξιον; Τοῦτα ὡς ἤκουσαν οἱ μιαροὶ ἄρχοντες, ἐπρόσταξαν νὰ ἐκδύσουν τὸν Ἅγιον, καὶ νὰ ἁπλώσουν αὐτὸν κατὰ γῆς. Ἔπειτα νὰ δείρουν αὐτὸν μὲ ῥαβδία, καὶ νὰ κόψουν τὰ χέριά του, καὶ τελευταῖον νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Τούτου δὲ γενομένου, ἐρρίφθησαν αἱ ἱεραὶ αὐτοῦ χεῖρες διὰ νὰ τὰς φάγουν οἱ σκύλοι. Μία δὲ γυναῖκα τυφλὴ οὖσα ἐκ γενετῆς, εὑρέθη ἐκεῖ, καὶ ἐκατάλαβεν, ὅτι ἔπεσε κοντὰ εἰς τοὺς πόδας της ἡ δεξιὰ χεὶρ τοῦ Μάρτυρος. Ὅθεν ταύτην πέρνουσα, καὶ τειλίξασα μέσα εἰς τὸ ἐπανωσκέπασμα τῆς κεφαλῆς της, ἐπῆγεν εἰς τὸ ὁσπήτιόν της. Ἀπὸ δὲ τὴν χαράν της, μὴ ἔχουσα τί νὰ κάμῃ διὰ τὸν τοιοῦτον θησαυρόν, ἐφίλει τὴν μαρτυρικὴν δεξιάν, ἠγκαλίζετο, καὶ ἀκούμβιζεν αὐτὴν εἰς τὰ ὀμμάτιά της. Καὶ εὐθύς, ὢ τῶν θαυμασίων σου Κύριε! ἀνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί της. Ὅθεν βλέπουσα τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, μὲ μεγάλην φωνὴν τὴν τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων ἐκήρυττε δύναμιν. Εἶτα πέρνουσα τὴν δεξιάν, ἐπῆγεν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, καὶ ἀπεθησαύρισεν αὐτὴν εἰς τὸν ἐκεῖσε Ναὸν τῆς καλλινίκου Μάρτυρος Ἀναστασίας.

Ἐπειδὴ δὲ εὑρίσκοντο ἄταφα καὶ ἀτίμως ἐρριμμένα τὰ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων λείψανα, διὰ τοῦτο, ὅταν οἱ ῥηθέντες ἄρχοντες ἐπῆγαν εἰς Θεσσαλονίκην, τότε μερικοὶ Χριστιανοὶ εὑρόντες ἄδειαν, ἐπῆραν αὐτὰ μὲ λαμπάδας καὶ θυμιάματα, καὶ τὰ ἐνταφίασαν ἐντίμως εἰς τὴν Τιβεριούπολιν, εἰς χωριστὸν σεντοῦκι τὸ κάθε λείψανον, ἐπιγράψαντες ἐπάνω τοῦ καθ’ ἑνὸς σεντουκίου, καὶ τὸ ὄνομα τοῦ κάθε Μάρτυρος καὶ τὴν ζωὴν καὶ τὸ ἀξίωμα. Ἀπὸ τότε δὲ καὶ ὕστερον πηγὰς θαυμάτων ἐκχέουσι τὰ ἅγια ταῦτα λείψανα, ὄχι μόνον εἰς τοὺς ἐκεῖ ἐγχωρίους, ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς μακρὰν κατοικοῦντας. Ὥστε ὁποῦ, πολλοὶ Ἕλληνες παρακινούμενοι ἀπὸ τὰ θαύματα αὐτῶν, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἐβαπτίσθησαν. Καὶ τινὰς δὲν ἔμεινεν, οὔτε εἰς τὴν Στρούμμιτζαν, οὔτε εἰς τὰ ὅριά της, ἀσεβής τε καὶ Ἕλληνας (3).

(1) Σημείωσαι, ὅτι ἐν τῷ πρὸς τοὺς Ἁγίους τούτους λόγῳ τοῦ Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, δεκαπέντε μὲν ἐπιγράφονται οἱ Μάρτυρες οὗτοι, δεκαέξι δὲ ἀριθμοῦνται ἐν τῷ λόγῳ.

(2) Δὲν δύναμαι ἐδῶ νὰ σιωπήσω ὡς νόστιμον ἐκεῖνο, ὁποῦ γράφει ἐν τῷ αὐτῷ λόγῳ ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος, πῶς ἠκολούθησεν ἐν τῇ Μακεδονίᾳ ἐπὶ τοῦ παραβάτου τούτου. Δύω ἄνδρες εὐσεβεῖς καὶ τῷ πνεύματι ζέοντες, Θεόδουλος καὶ Ταττιανὸς ὀνομαζόμενοι, ἐμβῆκαν τὴν νύκτα εἰς τὸν ναὸν τὸν εἰδωλικόν, καὶ ἐτζάκισαν τὰ εἴδωλα. Ὁ δὲ ἐκεῖ ἄρχων, ἐπειδὴ ἐζήτει νὰ τιμωρήσῃ πολλοὺς διὰ τοῦτο, τούτου χάριν εὐγῆκαν εἰς τὸ μέσον οἱ ἄνω εἰρημένοι, καὶ ὁμολογήσαντες ὅτι αὐτοὶ τὸ ἔκαμαν, κατεφρόνησαν κάθε κολακείαν ὁποῦ ἐπρόσφερεν εἰς αὐτοὺς ὁ ἄρχων. Ὁμοίως καὶ κάθε βάσανον, μὲ τὴν ὁποίαν τοὺς ἐφοβέριζεν. Ὕστερον δὲ πυρώσας δύω κρεββάτια σιδηρᾶ, ἔβαλε τοὺς Ἁγίους ἐπάνω εἰς αὐτά. Οἱ δὲ Ἅγιοι τόσον δροσερὸν καὶ χαροποιὸν ἐλογίαζον τὸ ἐπὶ τῶν πεπυρωμένων ἐκείνων κραββατίων πλαγίασμα, ὥστε ὁποῦ ἐχαριεντίζοντο πρὸς τὸν ἄρχοντα καὶ ἔλεγον αὐτῷ. Ἐὰν ἐπιθυμῇς, ὦ ἄρχων, νὰ χορτάσῃς ἀπὸ τὰ ψημένα μας κρέατα, πρόσταξον τοὺς ὑπηρέτας νὰ μᾶς γυρίσουν καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, διὰ νὰ ψηθῶμεν καλά. Ἵνα μὴ μισοεψημένοι ὄντες, φανῶμεν εἰς ἐσένα ἄνοστοι καὶ ἀηδεῖς. Λέγοντες δὲ ταῦτα, παρέδωκαν τὰς ψυχάς των οἱ μακάριοι εἰς χεῖρας Θεοῦ καὶ ἔλαβον παρ’ αὐτοῦ τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Τοῦτο τὸ διήγημα ἀναφέρει ὁ Θεοδώρητος, ἀφ’ οὗ τὸ ἠρανίσθη καὶ ὁ Θεοφύλακτος.

(3) Τὸ Συναξάριον τοῦτο μετέφρασεν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ πλατυτάτου λόγου, ὃν ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος Βουλγαρίας συνέγραψε περὶ τῶν Ἁγίων τούτων, ὡς εἴπομεν, ὅστις περιέχεται ἐν τῷ τρίτῳ τόμῳ αὐτοῦ. Σημείωσαι, ὅτι καὶ ᾀσματικὴ Ἀκολουθία τῶν Ἁγίων τούτων Μαρτύρων εὑρίσκεται, τετυπωμένη εἰς χωριστὴν φυλλάδα.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

 

Των Αγίων Στεφάνου του νέου του Ομολογητού, Ανδρέου, Πέτρου, Άννας, Ειρηνάρχου και των συν αυτώ κ.α.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.