Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου28 Αυγούστου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΗ’, μνήμη του Οσίου πατρός ημών Μωϋσέως του Αιθίοπος.
Φήσεις το ρητόν και θανών Μωσή μέλα,
Άνθρωπος όψιν (βλέπει δηλαδή) και Θεός την καρδίαν.
Θάψαν εν εικάδι Μωσήν ογδόη αιθιοπήα.
Ούτος ο μακάριος Μωϋσής ήτον Αιθίοψ, και πολλά μαύρος κατά το χρώμα, δούλος ενός πολιτικού ανθρώπου, τον οποίον απέβαλεν ο αυθέντης του, δια την πολλήν κακίαν και κλεπτικήν και κακότροπον αυτού γνώμην. Ούτος λοιπόν μνησικακήσας μίαν φοράν εις ένα βοσκόν, διατί εμπόδισεν αυτόν και δεν τον άφησε να κάμη ένα κακόν, εβουλεύθη να θανατώση τον βοσκόν εκείνον. Όθεν μαθών ότι ο βοσκός ήτον αντίπερα εις τον ποταμόν Νείλον, εις καιρόν οπού ο Νείλος ήτον πλημμυρισμένος, εδάγκασε την μάχαιράν του με το στόμα του, και το επανωφόρι του τειλίξας εις την κεφαλήν του, επέρασε τον ποταμόν κολυμβώντας. Ο δε βοσκός εκατάλαβε τον ερχομόν του, όθεν αφήσας τα πρόβατά του έφυγεν. Ο δε Μωϋσής εδιάλεξε τέσσαρα κριάρια, από το μανδρί του πτωχού εκείνου, και τα έσφαξεν. Έπειτα δέσας τα κριάρια εις σχοινίον, και τούτο βαστάζων, διεπέρασε πάλιν τον ποταμόν κολυμβώντας. Φαγών δε τα κρέατα των κριαρίων, και τα δέρματα πωλήσας, επήγεν εις τους φίλους του. Ταύτα δε διηγήθηκα περί του Οσίου τούτου, δια να δείξω, ότι είναι δυνατόν να σωθούν δια της μετανοίας εκείνοι οπού θέλουσι, καν και μυρίας πρότερον πράξωσιν αμαρτίας.
Ούτος ο Όσιος κατανυχθείς εις όλον το ύστερον, από μίαν περίστασιν οπού του ηκολούθησεν, έδωκε τον εαυτόν του εις ένα Μοναστήριον, και τόσον πολλά εμετανόησεν, ώστε οπού και αυτούς τους συντρόφους του κλέπτας, επρόσφερεν εις τον Χριστόν δια της μετανοίας. Μίαν φοράν ήλθον κλέπται εις το κελλίον του Οσίου τούτου, μη ηξεύροντες, ότι αυτός είναι ο περίφημος εκείνος κλέπτης Μωϋσής. Ο δε Μωϋσής πιάσας τούτους, τους έδεσε με σχοινία, πλην με τόσην ευκολίαν, με όσην δένει τινάς ένα σάκκον άχυρα. Φορτωθείς λοιπόν αυτούς εις τον ώμον του, τους επήγεν εις το Κυριακόν, ήτοι εις την κοινήν Εκκλησίαν της Σκήτεως, και λέγει προς τους Πατέρας. Επειδή δεν είναι συγκεχωρημένον εις εμένα τον μετανοούντα, να αδικήσω τινά, τούτους δε ευρήκα οπού ήλθον κατ’ επάνω μου, τι προστάζετε να τους κάμωμεν; Οι δε κλέπται γνωρίσαντες, πως αυτός είναι Μωϋσής ο περιβόητος αρχιληστής και ανίκητος, εξωμολογήθησαν και εμετανόησαν εις τον Θεόν, και αποταξάμενοι τα του κόσμου πράγματα, έγιναν Μοναχοί προκομμενέστατοι. Θεαρέστως λοιπόν διαπεράσας την ζωήν του ο Όσιος ούτος, εκοιμήθη εν τη ασκήσει, υπάρχων εβδομήντα χρόνων γέρωντας, αφήσας και εβδομήκοντα μαθητάς και μιμητάς της ασκητικής αυτού πολιτείας (1).
(1) Σημείωσαι, ότι εις τον Άγιον τούτον Μωσέα υπόμνημα ελληνικόν σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, και εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου, ου η αρχή· «Ώσπερ αδύνατον το κατά την παροιμίαν». Και τούτο δε σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις η μνήμη του Μάρτυρος Ακακίου του νέου. Αύτη γαρ προεγράφη μετά του Συναξαρίου αυτού κατά την εικοστήν ογδόην του Ιουλίου.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Διομήδους και Λαυρεντίου, πλατάνω προσδεθέντων και τοξευθέντων, και ούτω τελειωθέντων.
Διττοίς αθληταίς προσδεθείσι πλατάνω,
Ταθέντα τόξα, πλατάνου κενοί ψόφοι.
*
Ο δίκαιος Εζεκίας ο βασιλεύς εν ειρήνη τελειούται.
Ει δακρύσας ην Εζεκίας ως πάλαι,
Ζωής αν άλλην εύρε προσθήκην πάλιν.
*
Μνήμη της Αγίας Άννης της θυγατρός Φανουήλ.
Ου γης απήρεν η Φανουήλ θυγάτηρ,
Έως εφ’ αυτής είδε τον Θεόν βρέφος.
*
Οι Άγιοι τριακοντατρείς Μάρτυρες οι εξ Ηρακλείας πυρί τελειούνται.
Και το βρέμον πυρ τοις αθληταίς Κυρίου,
Ως όμβρος επ’ άγρωστιν ην το Μωσέως.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΗ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Μωϋσέως τοῦ Αἰθίοπος.
Φήσεις τὸ ῥητὸν καὶ θανὼν Μωσῆ μέλα,
Ἄνθρωπος ὄψιν (βλέπει δηλαδὴ) καὶ Θεὸς τὴν καρδίαν.
Θάψαν ἐν εἰκάδι Μωσῆν ὀγδόῃ αἰθιοπῆα.
Οὗτος ὁ μακάριος Μωϋσῆς ἦτον Αἰθίοψ, καὶ πολλὰ μαῦρος κατὰ τὸ χρῶμα, δοῦλος ἑνὸς πολιτικοῦ ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖον ἀπέβαλεν ὁ αὐθέντης του, διὰ τὴν πολλὴν κακίαν καὶ κλεπτικὴν καὶ κακότροπον αὐτοῦ γνώμην. Οὗτος λοιπὸν μνησικακήσας μίαν φορὰν εἰς ἕνα βοσκόν, διατὶ ἐμπόδισεν αὐτὸν καὶ δὲν τὸν ἄφησε νὰ κάμῃ ἕνα κακόν, ἐβουλεύθη νὰ θανατώσῃ τὸν βοσκὸν ἐκεῖνον. Ὅθεν μαθὼν ὅτι ὁ βοσκὸς ἦτον ἀντίπερα εἰς τὸν ποταμὸν Νεῖλον, εἰς καιρὸν ὁποῦ ὁ Νεῖλος ἦτον πλημμυρισμένος, ἐδάγκασε τὴν μάχαιράν του μὲ τὸ στόμα του, καὶ τὸ ἐπανωφόρι του τειλίξας εἰς τὴν κεφαλήν του, ἐπέρασε τὸν ποταμὸν κολυμβῶντας. Ὁ δὲ βοσκὸς ἐκατάλαβε τὸν ἐρχομόν του, ὅθεν ἀφήσας τὰ πρόβατά του ἔφυγεν. Ὁ δὲ Μωϋσῆς ἐδιάλεξε τέσσαρα κριάρια, ἀπὸ τὸ μανδρὶ τοῦ πτωχοῦ ἐκείνου, καὶ τὰ ἔσφαξεν. Ἔπειτα δέσας τὰ κριάρια εἰς σχοινίον, καὶ τοῦτο βαστάζων, διεπέρασε πάλιν τὸν ποταμὸν κολυμβῶντας. Φαγὼν δὲ τὰ κρέατα τῶν κριαρίων, καὶ τὰ δέρματα πωλήσας, ἐπῆγεν εἰς τοὺς φίλους του. Ταῦτα δὲ διηγήθηκα περὶ τοῦ Ὁσίου τούτου, διὰ νὰ δείξω, ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ σωθοῦν διὰ τῆς μετανοίας ἐκεῖνοι ὁποῦ θέλουσι, κᾂν καὶ μυρίας πρότερον πράξωσιν ἁμαρτίας.
Οὗτος ὁ Ὅσιος κατανυχθεὶς εἰς ὅλον τὸ ὕστερον, ἀπὸ μίαν περίστασιν ὁποῦ τοῦ ἠκολούθησεν, ἔδωκε τὸν ἑαυτόν του εἰς ἕνα Μοναστήριον, καὶ τόσον πολλὰ ἐμετανόησεν, ὥστε ὁποῦ καὶ αὐτοὺς τοὺς συντρόφους του κλέπτας, ἐπρόσφερεν εἰς τὸν Χριστὸν διὰ τῆς μετανοίας. Μίαν φορὰν ἦλθον κλέπται εἰς τὸ κελλίον τοῦ Ὁσίου τούτου, μὴ ἠξεύροντες, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ περίφημος ἐκεῖνος κλέπτης Μωϋσῆς. Ὁ δὲ Μωϋσῆς πιάσας τούτους, τοὺς ἔδεσε μὲ σχοινία, πλὴν μὲ τόσην εὐκολίαν, μὲ ὅσην δένει τινὰς ἕνα σάκκον ἄχυρα. Φορτωθεὶς λοιπὸν αὐτοὺς εἰς τὸν ὦμόν του, τοὺς ἐπῆγεν εἰς τὸ Κυριακόν, ἤτοι εἰς τὴν κοινὴν Ἐκκλησίαν τῆς Σκήτεως, καὶ λέγει πρὸς τοὺς Πατέρας. Ἐπειδὴ δὲν εἶναι συγκεχωρημένον εἰς ἐμένα τὸν μετανοοῦντα, νὰ ἀδικήσω τινά, τούτους δὲ εὑρῆκα ὁποῦ ἦλθον κατ’ ἐπάνω μου, τί προστάζετε νὰ τοὺς κάμωμεν; Οἱ δὲ κλέπται γνωρίσαντες, πῶς αὐτὸς εἶναι Μωϋσῆς ὁ περιβόητος ἀρχιλῃστὴς καὶ ἀνίκητος, ἐξωμολογήθησαν καὶ ἐμετανόησαν εἰς τὸν Θεόν, καὶ ἀποταξάμενοι τὰ τοῦ κόσμου πράγματα, ἔγιναν Μοναχοὶ προκομμενέστατοι. Θεαρέστως λοιπὸν διαπεράσας τὴν ζωήν του ὁ Ὅσιος οὗτος, ἐκοιμήθη ἐν τῇ ἀσκήσει, ὑπάρχων ἑβδομῆντα χρόνων γέρωντας, ἀφήσας καὶ ἑβδομήκοντα μαθητὰς καὶ μιμητὰς τῆς ἀσκητικῆς αὑτοῦ πολιτείας (1).
(1) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὸν Ἅγιον τοῦτον Μωσέα ὑπόμνημα ἑλληνικὸν σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, καὶ ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὥσπερ ἀδύνατον τὸ κατὰ τὴν παροιμίαν». Καὶ τοῦτο δὲ σημείωσαι, ὅτι περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις ἡ μνήμη τοῦ Μάρτυρος Ἀκακίου τοῦ νέου. Αὕτη γὰρ προεγράφη μετὰ τοῦ Συναξαρίου αὐτοῦ κατὰ τὴν εἰκοστὴν ὀγδόην τοῦ Ἰουλίου.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Διομήδους καὶ Λαυρεντίου, πλατάνῳ προσδεθέντων καὶ τοξευθέντων, καὶ οὕτω τελειωθέντων.
Διττοῖς ἀθληταῖς προσδεθεῖσι πλατάνῳ,
Ταθέντα τόξα, πλατάνου κενοὶ ψόφοι.
*
Ὁ δίκαιος Ἐζεκίας ὁ βασιλεὺς ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Εἰ δακρύσας ἦν Ἐζεκίας ὡς πάλαι,
Ζωῆς ἂν ἄλλην εὗρε προσθήκην πάλιν.
*
Μνήμη τῆς Ἁγίας Ἄννης τῆς θυγατρὸς Φανουήλ.
Οὐ γῆς ἀπῆρεν ἡ Φανουὴλ θυγάτηρ,
Ἕως ἐφ’ αὑτῆς εἶδε τὸν Θεὸν βρέφος.
*
Οἱ Ἅγιοι τριακοντατρεῖς Μάρτυρες οἱ ἐξ Ἡρακλείας πυρὶ τελειοῦνται.
Καὶ τὸ βρέμον πῦρ τοῖς ἀθληταῖς Κυρίου,
Ὡς ὄμβρος ἐπ’ ἄγρωστιν ἦν τὸ Μωσέως.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *