Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου28 Απριλίου

Των Αγίων εννέα Μαρτύρων των εν Κυζίκω μαρτυρησάντων, Μέμνονος του Θαυματουργού, Αυξιβίου

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιοι Εννέα ΜάρτυρεςΤω αυτώ μηνί ΚΗ’, μνήμη των Αγίων εννέα Μαρτύρων των εν Κυζίκω μαρτυρησάντων, Θεόγνιδος, Ρούφου, Αντιπάτρου, Θεοστίχου, Αρτεμά, Μάγνου, Θεοδούλου, Θαυμασίου, και Φιλήμονος.

Εικών αΰλων ταγμάτων των εννέα,
Οι τας κάρας τμηθέντες άνδρες εννέα.

Εικάδι ογδοάτη βιότου λυγρού εννέ’ απήραν.

Ούτοι οι Άγιοι του Χριστού Μάρτυρες, εσυνάχθηκαν μεν από διαφόρους τόπους, επιάσθηκαν δε, από τους ειδωλολάτρας εις την Κύζικον, και ερωτηθέντες περί της του Χριστού πίστεως, εντροπίασαν τον άρχοντα της Κυζίκου με την γενναιότητα της γνώμης των, και επεριγέλασαν την πλάνην των ειδώλων. Όθεν τιμωρηθέντες με διάφορα βάσανα, δεν εθυσίασαν εις τα είδωλα, αλλά μάλλον επρόσφεραν τον εαυτόν τους θυσίαν ζωντανήν εις τον ζώντα Θεόν, δια ξίφους γαρ απεκεφαλίσθησαν. Όθεν και μετά θάνατον έγιναν ιατρείον άμισθον διαφόρων παθών, εις τους μετά πίστεως αυτοίς πλησιάζοντας.

 

 

 

 

*

Διήγησις περί του γενομένου θαύματος κατά την Αφρικήν εν τη πόλει Καρθαγένη.

Έκστηθι λάγνε ώδε μοιχείας βλέπων,
Την εκδίκησιν, και μακράν ταύτης γίνου.

Κατά τους χρόνους Ηρακλείου του βασιλέως, και Νικήτα Πατρικίου εν έτει χκε’ [625], έγινεν εις την Αφρικήν τοιούτον θαυμάσιον. Εις την Καρθαγένην, ήτις νυν ονομάζεται Τούνεζι, ήτον ένας στρατιώτης βασιλικός, επειδή δε ηκολούθησεν εις την πόλιν θανατικόν, ήτοι πανούκλα, επήρεν ο στρατιώτης την γυναίκα του και επήγεν εις ένα προάστειον, ήτοι τζεφτιλίκι, δια να γλυτώση από τον θάνατον. Αλλ’ ο Διάβολος παρακινήσας αυτόν εις σαρκικήν αμαρτίαν, τον έκαμε να μοιχεύση την γυναίκα του γεωργού του. Έπειτα κτυπηθείς από το πάθος οπού ακολουθεί εις τον βουβώνα, ήγουν εις τας αρχάς των μηρίων, ταυτόν ειπείν κτυπηθείς από την πανούκλαν, απέθανε. Και μετά τρεις ώρας, άρχισε να φωνάζη από τον τάφον και να λέγη ελεήσατέ με. Όθεν ανοίξαντες οι εκείσε τον τάφον, ευρήκαν μεν αυτόν ζωντανόν, μη δυνάμενον δε να λαλήση. Θαλάσσιος δε ο τότε Πάπας της Αφρικής, επαρηγόρησεν αυτόν. Μετά δε τρεις ημέρας, αφ’ ου ήλθεν εις τον εαυτόν του, εδιηγήθη ταύτα. Όταν η ψυχή μου έμελλε να εύγη από το σώμα μου, έβλεπον μερικούς Αιθίοπας μαύρους και φοβερούς εις το είδος, οι οποίοι εσηκώθηκαν κατ’ επάνω μου και με επολέμουν. Μετά ταύτα είδον δύω νεανίσκους ωραίους οπού ήλθον εκεί, δια τους οποίους εχαροποιήθη η ψυχή μου (1). Αυτοί λοιπόν πέρνοντες εμένα, με ανεβίβαζον εις τον ουρανόν. Τα δε τελώνια των εν τω αέρι μαύρων δαιμόνων εξέταζον κάθε αμαρτίαν μου, και άλλο μεν τελώνιον, εξέταζε το ψεύδος, άλλο δε, τον φθόνον, άλλο την πλεονεξίαν. Εις ταύτας δε τας αμαρτίας ανταπεκρίνοντο και οι νέοι εκείνοι, φέροντες τας αρετάς οπού έπραξα. Όταν δε ανέβημεν εις την πύλην του Ουρανού, απάντησεν εις ημάς το τελώνιον της μοιχείας, και επρόβαλε την προ ολίγου πραχθείσαν αμαρτίαν μου. Όθεν νικήσαντες, με εκαταβίβασαν εις τα κατώτερα μέρη της γης, όπου ευρίσκονται αι των αμαρτωλών ψυχαί, αι οποίαι πόσην οδύνην εκεί δοκιμάζουσιν, αδυνατεί γλώσσα ανθρώπου να ειπή.

Εγώ δε εκεί καταβιβασθείς, εθρήνουν και έκλαιον. Όθεν εφάνησαν πάλιν εις εμέ οι δύω εκείνοι νέοι, εις τους οποίους κλαίωντας έλεγον: ελεήσατέ με, και δότε μοι καιρόν να μετανοήσω. Τότε οι νέοι είπον ένας εις τον άλλον. Συμφωνείς με αυτόν, ότι έχει να μετανοήση, καθώς λέγει; Ο δε απεκρίθη, ναι συμφωνώ. Τότε λοιπόν ανέβασαν την ψυχήν μου, και την έμβασαν εις τον τάφον. Εκεί δε βλέπων εγώ το σώμα μου ως βόρβορον και λάσπην, δεν ήθελον να έμβω εις αυτό. Οι δε νέοι είπον μοι, αδύνατον είναι κατά άλλον τρόπον να μετανοήσης, ανίσως δεν έμβης εις το σώμα σου, και αν με αυτό δεν κοπιάσης να μετανοήσης, καθώς και με αυτό έκαμες την αμαρτίαν. Τότε λοιπόν εμβήκα μέσα εις το σώμα μου, και αφ’ ου αυτό εμψυχώθη και εζωντάνευσε, τότε άρχισα να φωνάζω. Ταύτα ειπών, έζησε τεσσαράκοντα ημέρας, χωρίς να φάγη, ή να πίη. Όθεν κλαίων και οδυρόμενος, πάλιν εκοιμήθη (2).

(1) Ούτοι ίσως ήτον οι Άγιοι Αρχάγγελοι ο Μιχαήλ και ο Γαβριήλ, καθότι και εις άλλους εφάνηκαν οι αυτοί με τοιούτον είδος, ως εν τοις θαύμασιν αυτών ιστορείται.

(2) Σημείωσαι, ότι εν τω χειρογράφω Κουβαρά της Μονής του Διονυσίου, κατά την πθ’ ερωταπόκρισιν Αναστασίου του Σιναΐτου την εκείσε γραφομένην, αναφέρεται και η ρηθείσα αύτη διήγησις, ης εν τω τέλει και ταύτα προστίθεται, ότι πάντες, ακούσαντες αυτού να φωνάζη από τον τάφον, ελεήσατέ με, ωφελήθησαν. Και φοβηθέντες δια την φοβεράν ταύτην διήγησιν, εθρήνει ο καθείς τας εδικάς του αμαρτίας. Βλέποντες δε τον άνθρωπον αποκαμωμένον και γεμάτον από δάκρυα, παρεκάλουν αυτόν να φάγη. Εκείνος δε, δεν υπήκουσε τελείως. Αλλά αφήσας αυτούς επεριπάτει εις τας Εκκλησίας, και ρίπτων τον εαυτόν του κάτω εις την γην, εφώναζε με δυνατήν φωνήν και με πολλά δάκρυα. Αλλοίμονον! αλλοίμονον εις εκείνους, οπού αμαρτάνουν και δεν μετανοούν. Ω ποία φοβερά κόλασις και κρίσις ακριβής αυτούς περιμένει! Έτζι λοιπόν διαπεράσας τεσσαράκοντα ημέρας νηστεύων και αγρυπνών και κηρύττων, και πολλούς αμαρτωλούς επιστρέφων εις μετάνοιαν, εκοιμήθη εν Κυρίω, προγνωρίσας τον θάνατόν του προ ημερών δώδεκα. Και τούτο δε σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις, η μνήμη και το Συναξάριον του Αγίου Ιερομάρτυρος Πατρικίου Προύσης. Ταύτα γαρ γράφονται κατά την δεκάτην ενάτην του Μαΐου. Δίδω δε είδησιν εις τους αναγνώστας, ότι αι ερωταποκρίσεις Αναστασίου του Σιναΐτου, αι εν τω ανωτέρω Κουβαρά του Κοινοβίου του Διονυσίου περιεχόμεναι, είναι πολύ πλουσιώτεραι από τας εκδεδομένας, και ει τις ποτέ ευρεθείη να τας μετατυπώση, ας κάμη τρόπον να βάλη εκείνας εις χείρας του. Εισί δε αύται πόνημα ουχί του παλαιοτέρου Αναστασίου, αλλά του νεωτέρου, και όρα εις την υποσημείωσιν του Συναξαρίου Αναστασίου του Σιναΐτου, κατά την κα’ του Απριλλίου.

*

Άγιος ΜέμνωνΜνήμη του Οσίου Πατρός ημών Μέμνονος του Θαυματουργού.

Υπνοί τι μικρόν αρπαγήν την εσχάτην,
Την εις απαντήν του Θεού Μέμνων μένων.

Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Μέμνων, αποταξάμενος τον κόσμον και τα εν κόσμω δια την αγάπην του Θεού, δικαίως και ευαρέστως διεπέρασε την ζωήν του με υπακοήν και υποταγήν, δια τούτο έγινε και Ηγούμενος Μοναχών. Επειδή δε απόκτησε πραότητα και αγάπην, δια τούτο έγινε και θαυματουργός. Όθεν μίαν φοράν έπεσον ακρίδες εις τα χωράφια του Μοναστηρίου, ο δε Άγιος εξελθών έξω του Μοναστηρίου και ποιήσας ευχήν, τας εδίωξεν όλας, ωσάν να ήτον πυρ, και τας έπνιξεν εις τον ποταμόν. Ούτος ανέβλυσε και νερόν δια προσευχής του εις τόπον άνυδρον, το οποίον έως της σήμερον αναβρύει εις δόξαν Χριστού. Ούτος εφάνη μίαν φοράν εις μερικούς ναύτας, οπού εν καιρώ φουρτούνας τον επικαλέσθησαν και εζήτουν την βοήθειάν του. Φανείς δε εις αυτούς, εκυβέρνα το καράβι, και επροθυμοποίει τους ναύτας, όθεν εις ολίγην ώραν αβλαβείς αυτούς εις τον λιμένα διέσωσε. Με τοιαύτα θαυμάσια διαπεράσας ο αοίδιμος την ζωήν του, εχάριζε σωτηρίαν εις εκείνους οπού τον επικαλούντο. Ευαρεστήσας λοιπόν τω Θεώ μέχρι τέλους, απήλθε προς αυτόν, φέρων μαζί του της αρετής τον πλούτον και τα εφόδια.

 

 

*

Ο Όσιος Πατήρ ημών Αυξίβιος εν ειρήνη τελειούται.

Όντως χορώ δίδωσι των σεσωσμένων,
Αύξησιν Αυξίβιος εκστάς του βίου.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

 Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

 * * *

 

 

Άγιοι Εννέα ΜάρτυρεςΤῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΗ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων ἐννέα Μαρτύρων τῶν ἐν Κυζίκῳ μαρτυρησάντων, Θεόγνιδος, Ῥούφου, Ἀντιπάτρου, Θεοστίχου, Ἀρτεμᾶ, Μάγνου, Θεοδούλου, Θαυμασίου, καὶ Φιλήμονος.

Εἰκὼν ἀΰλων ταγμάτων τῶν ἐννέα,
Οἱ τὰς κάρας τμηθέντες ἄνδρες ἐννέα.

Εἰκάδι ὀγδοάτῃ βιότου λυγροῦ ἐννέ’ ἀπῆραν.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι τοῦ Χριστοῦ Μάρτυρες, ἐσυνάχθηκαν μὲν ἀπὸ διαφόρους τόπους, ἐπιάσθηκαν δέ, ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας εἰς τὴν Κύζικον, καὶ ἐρωτηθέντες περὶ τῆς τοῦ Χριστοῦ πίστεως, ἐντροπίασαν τὸν ἄρχοντα τῆς Κυζίκου μὲ τὴν γενναιότητα τῆς γνώμης των, καὶ ἐπεριγέλασαν τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων. Ὅθεν τιμωρηθέντες μὲ διάφορα βάσανα, δὲν ἐθυσίασαν εἰς τὰ εἴδωλα, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπρόσφεραν τὸν ἑαυτόν τους θυσίαν ζωντανὴν εἰς τὸν ζῶντα Θεόν, διὰ ξίφους γὰρ ἀπεκεφαλίσθησαν. Ὅθεν καὶ μετὰ θάνατον ἔγιναν ἰατρεῖον ἄμισθον διαφόρων παθῶν, εἰς τοὺς μετὰ πίστεως αὐτοῖς πλησιάζοντας.

 

 

 

 

*

Διήγησις περὶ τοῦ γενομένου θαύματος κατὰ τὴν Ἀφρικὴν ἐν τῇ πόλει Καρθαγένῃ.

Ἔκστηθι λάγνε ὧδε μοιχείας βλέπων,
Τὴν ἐκδίκησιν, καὶ μακρὰν ταύτης γίνου.

Κατὰ τοὺς χρόνους Ἡρακλείου τοῦ βασιλέως, καὶ Νικήτα Πατρικίου ἐν ἔτει χκε΄ [625], ἔγινεν εἰς τὴν Ἀφρικὴν τοιοῦτον θαυμάσιον. Εἰς τὴν Καρθαγένην, ἥτις νῦν ὀνομάζεται Τούνεζι, ἦτον ἕνας στρατιώτης βασιλικός, ἐπειδὴ δὲ ἠκολούθησεν εἰς τὴν πόλιν θανατικόν, ἤτοι πανοῦκλα, ἐπῆρεν ὁ στρατιώτης τὴν γυναῖκά του καὶ ἐπῆγεν εἰς ἕνα προάστειον, ἤτοι τζεφτιλίκι, διὰ νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τὸν θάνατον. Ἀλλ’ ὁ Διάβολος παρακινήσας αὐτὸν εἰς σαρκικὴν ἁμαρτίαν, τὸν ἔκαμε νὰ μοιχεύσῃ τὴν γυναῖκα τοῦ γεωργοῦ του. Ἔπειτα κτυπηθεὶς ἀπὸ τὸ πάθος ὁποῦ ἀκολουθεῖ εἰς τὸν βουβῶνα, ἤγουν εἰς τὰς ἀρχὰς τῶν μηρίων, ταυτὸν εἰπεῖν κτυπηθεὶς ἀπὸ τὴν πανοῦκλαν, ἀπέθανε. Καὶ μετὰ τρεῖς ὥρας, ἄρχισε νὰ φωνάζῃ ἀπὸ τὸν τάφον καὶ νὰ λέγῃ ἐλεήσατέ με. Ὅθεν ἀνοίξαντες οἱ ἐκεῖσε τὸν τάφον, εὑρῆκαν μὲν αὐτὸν ζωντανόν, μὴ δυνάμενον δὲ νὰ λαλήσῃ. Θαλάσσιος δὲ ὁ τότε Πάπας τῆς Ἀφρικῆς, ἐπαρηγόρησεν αὐτόν. Μετὰ δὲ τρεῖς ἡμέρας, ἀφ’ οὗ ἦλθεν εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἐδιηγήθη ταῦτα. Ὅταν ἡ ψυχή μου ἔμελλε νὰ εὔγῃ ἀπὸ τὸ σῶμά μου, ἔβλεπον μερικοὺς Αἰθίοπας μαύρους καὶ φοβεροὺς εἰς τὸ εἶδος, οἱ ὁποῖοι ἐσηκώθηκαν κατ’ ἐπάνω μου καὶ μὲ ἐπολέμουν. Μετὰ ταῦτα εἶδον δύω νεανίσκους ὡραίους ὁποῦ ἦλθον ἐκεῖ, διὰ τοὺς ὁποίους ἐχαροποιήθη ἡ ψυχή μου (1). Αὐτοὶ λοιπὸν πέρνοντες ἐμένα, μὲ ἀνεβίβαζον εἰς τὸν οὐρανόν. Τὰ δὲ τελώνια τῶν ἐν τῷ ἀέρι μαύρων δαιμόνων ἐξέταζον κάθε ἁμαρτίαν μου, καὶ ἄλλο μὲν τελώνιον, ἐξέταζε τὸ ψεῦδος, ἄλλο δέ, τὸν φθόνον, ἄλλο τὴν πλεονεξίαν. Εἰς ταύτας δὲ τὰς ἁμαρτίας ἀνταπεκρίνοντο καὶ οἱ νέοι ἐκεῖνοι, φέροντες τὰς ἀρετὰς ὁποῦ ἔπραξα. Ὅταν δὲ ἀνέβημεν εἰς τὴν πύλην τοῦ Οὐρανοῦ, ἀπάντησεν εἰς ἡμᾶς τὸ τελώνιον τῆς μοιχείας, καὶ ἐπρόβαλε τὴν πρὸ ὀλίγου πραχθεῖσαν ἁμαρτίαν μου. Ὅθεν νικήσαντες, μὲ ἐκαταβίβασαν εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς, ὅπου εὑρίσκονται αἱ τῶν ἁμαρτωλῶν ψυχαί, αἱ ὁποῖαι πόσην ὀδύνην ἐκεῖ δοκιμάζουσιν, ἀδυνατεῖ γλῶσσα ἀνθρώπου νὰ εἰπῇ.

Ἐγὼ δὲ ἐκεῖ καταβιβασθείς, ἐθρήνουν καὶ ἔκλαιον. Ὅθεν ἐφάνησαν πάλιν εἰς ἐμὲ οἱ δύω ἐκεῖνοι νέοι, εἰς τοὺς ὁποίους κλαίωντας ἔλεγον: ἐλεήσατέ με, καὶ δότε μοι καιρὸν νὰ μετανοήσω. Τότε οἱ νέοι εἶπον ἕνας εἰς τὸν ἄλλον. Συμφωνεῖς μὲ αὐτόν, ὅτι ἔχει νὰ μετανοήσῃ, καθὼς λέγει; Ὁ δὲ ἀπεκρίθη, ναὶ συμφωνῶ. Τότε λοιπὸν ἀνέβασαν τὴν ψυχήν μου, καὶ τὴν ἔμβασαν εἰς τὸν τάφον. Ἐκεῖ δὲ βλέπων ἐγὼ τὸ σῶμά μου ὡς βόρβορον καὶ λάσπην, δὲν ἤθελον νὰ ἔμβω εἰς αὐτό. Οἱ δὲ νέοι εἶπόν μοι, ἀδύνατον εἶναι κατὰ ἄλλον τρόπον νὰ μετανοήσῃς, ἀνίσως δὲν ἔμβῃς εἰς τὸ σῶμά σου, καὶ ἂν μὲ αὐτὸ δὲν κοπιάσῃς νὰ μετανοήσῃς, καθὼς καὶ μὲ αὐτὸ ἔκαμες τὴν ἁμαρτίαν. Τότε λοιπὸν ἐμβῆκα μέσα εἰς τὸ σῶμά μου, καὶ ἀφ’ οὗ αὐτὸ ἐμψυχώθη καὶ ἐζωντάνευσε, τότε ἄρχισα νὰ φωνάζω. Ταῦτα εἰπών, ἔζησε τεσσαράκοντα ἡμέρας, χωρὶς νὰ φάγῃ, ἢ νὰ πίῃ. Ὅθεν κλαίων καὶ ὀδυρόμενος, πάλιν ἐκοιμήθη (2).

(1) Οὗτοι ἴσως ἦτον οἱ Ἅγιοι Ἀρχάγγελοι ὁ Μιχαὴλ καὶ ὁ Γαβριήλ, καθότι καὶ εἰς ἄλλους ἐφάνηκαν οἱ αὐτοὶ μὲ τοιοῦτον εἶδος, ὡς ἐν τοῖς θαύμασιν αὐτῶν ἱστορεῖται.

(2) Σημείωσαι, ὅτι ἐν τῷ χειρογράφῳ Κουβαρᾷ τῆς Μονῆς τοῦ Διονυσίου, κατὰ τὴν πθ΄ ἐρωταπόκρισιν Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου τὴν ἐκεῖσε γραφομένην, ἀναφέρεται καὶ ἡ ῥηθεῖσα αὕτη διήγησις, ἧς ἐν τῷ τέλει καὶ ταῦτα προστίθεται, ὅτι πᾶντες, ἀκούσαντες αὐτοῦ νὰ φωνάζῃ ἀπὸ τὸν τάφον, ἐλεήσατέ με, ὠφελήθησαν. Καὶ φοβηθέντες διὰ τὴν φοβερὰν ταύτην διήγησιν, ἐθρήνει ὁ καθεὶς τὰς ἐδικάς του ἁμαρτίας. Βλέποντες δὲ τὸν ἄνθρωπον ἀποκαμωμένον καὶ γεμάτον ἀπὸ δάκρυα, παρεκάλουν αὐτὸν νὰ φάγῃ. Ἐκεῖνος δέ, δὲν ὑπήκουσε τελείως. Ἀλλὰ ἀφήσας αὐτοὺς ἐπεριπάτει εἰς τὰς Ἐκκλησίας, καὶ ῥίπτων τὸν ἑαυτόν του κάτω εἰς τὴν γῆν, ἐφώναζε μὲ δυνατὴν φωνὴν καὶ μὲ πολλὰ δάκρυα. Ἀλλοίμονον! ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους, ὁποῦ ἁμαρτάνουν καὶ δὲν μετανοοῦν. Ὢ ποία φοβερὰ κόλασις καὶ κρίσις ἀκριβὴς αὐτοὺς περιμένει! Ἔτζι λοιπὸν διαπεράσας τεσσαράκοντα ἡμέρας νηστεύων καὶ ἀγρυπνῶν καὶ κηρύττων, καὶ πολλοὺς ἁμαρτωλοὺς ἐπιστρέφων εἰς μετάνοιαν, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, προγνωρίσας τὸν θάνατόν του πρὸ ἡμερῶν δώδεκα. Καὶ τοῦτο δὲ σημείωσαι, ὅτι περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις, ἡ μνήμη καὶ τὸ Συναξάριον τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πατρικίου Προύσης. Ταῦτα γὰρ γράφονται κατὰ τὴν δεκάτην ἐνάτην τοῦ Μαΐου. Δίδω δὲ εἴδησιν εἰς τοὺς ἀναγνώστας, ὅτι αἱ ἐρωταποκρίσεις Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου, αἱ ἐν τῷ ἀνωτέρω Κουβαρᾷ τοῦ Κοινοβίου τοῦ Διονυσίου περιεχόμεναι, εἶναι πολὺ πλουσιώτεραι ἀπὸ τὰς ἐκδεδομένας, καὶ εἴ τις ποτὲ εὑρεθείη νὰ τὰς μετατυπώσῃ, ἂς κάμῃ τρόπον νὰ βάλῃ ἐκείνας εἰς χεῖράς του. Εἰσὶ δὲ αὗται πόνημα οὐχὶ τοῦ παλαιοτέρου Ἀναστασίου, ἀλλὰ τοῦ νεωτέρου, καὶ ὅρα εἰς τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ Συναξαρίου Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου, κατὰ τὴν κα΄ τοῦ Ἀπριλλίου.

*

Άγιος ΜέμνωνΜνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Μέμνονος τοῦ Θαυματουργοῦ.

Ὑπνοῖ τι μικρὸν ἁρπαγὴν τὴν ἐσχάτην,
Τὴν εἰς ἀπαντὴν τοῦ Θεοῦ Μέμνων μένων.

Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Μέμνων, ἀποταξάμενος τὸν κόσμον καὶ τὰ ἐν κόσμῳ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, δικαίως καὶ εὐαρέστως διεπέρασε τὴν ζωήν του μὲ ὑπακοὴν καὶ ὑποταγήν, διὰ τοῦτο ἔγινε καὶ Ἡγούμενος Μοναχῶν. Ἐπειδὴ δὲ ἀπόκτησε πραότητα καὶ ἀγάπην, διὰ τοῦτο ἔγινε καὶ θαυματουργός. Ὅθεν μίαν φορὰν ἔπεσον ἀκρίδες εἰς τὰ χωράφια τοῦ Μοναστηρίου, ὁ δὲ Ἅγιος ἐξελθὼν ἔξω τοῦ Μοναστηρίου καὶ ποιήσας εὐχήν, τὰς ἐδίωξεν ὅλας, ὡσὰν νὰ ἦτον πῦρ, καὶ τὰς ἔπνιξεν εἰς τὸν ποταμόν. Οὗτος ἀνέβλυσε καὶ νερὸν διὰ προσευχῆς του εἰς τόπον ἄνυδρον, τὸ ὁποῖον ἕως τῆς σήμερον ἀναβρύει εἰς δόξαν Χριστοῦ. Οὗτος ἐφάνη μίαν φορὰν εἰς μερικοὺς ναύτας, ὁποῦ ἐν καιρῷ φουρτούνας τὸν ἐπικαλέσθησαν καὶ ἐζήτουν τὴν βοήθειάν του. Φανεὶς δὲ εἰς αὐτούς, ἐκυβέρνα τὸ καράβι, καὶ ἐπροθυμοποίει τοὺς ναύτας, ὅθεν εἰς ὀλίγην ὥραν ἀβλαβεῖς αὐτοὺς εἰς τὸν λιμένα διέσωσε. Μὲ τοιαῦτα θαυμάσια διαπεράσας ὁ ἀοίδιμος τὴν ζωήν του, ἐχάριζε σωτηρίαν εἰς ἐκείνους ὁποῦ τὸν ἐπικαλοῦντο. Εὐαρεστήσας λοιπὸν τῷ Θεῷ μέχρι τέλους, ἀπῆλθε πρὸς αὐτόν, φέρων μαζί του τῆς ἀρετῆς τὸν πλοῦτον καὶ τὰ ἐφόδια.

 

*

Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Αὐξίβιος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ὄντως χορῷ δίδωσι τῶν σεσωσμένων,
Αὔξησιν Αὐξίβιος ἐκστὰς τοῦ βίου.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

 * * *

 

 

 

Των Αγίων εννέα Μαρτύρων των εν Κυζίκω μαρτυρησάντων, Μέμνονος του Θαυματουργού, Αυξιβίου

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.