Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου27 Ιανουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΖ’, η ανακομιδή του λειψάνου του εν Αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου.
Νεκρός καθέζη ω Ιωάννη θρόνω,
Αλλ’ εν Θεώ ζων, πάσιν ειρήνη, λέγεις.
Άπνοον εβδομάτη κόμισαν δέμας εικάδι χρυσούν.
Ούτος ο μακάριος και θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, διατί δεν επαράβλεπε το δίκαιον κατά φιλοπροσωπίαν, αλλά ήλεγχε την βασίλισσαν Ευδοξίαν δια τας παρανομίας και αδικίας οπού έκαμνε, και μάλιστα διατί τυραννικώ τρόπω επήρε τον αγρόν μιας χήρας, Καλλιτρόπης καλουμένης: τούτου χάριν εξωρίσθη μεν δύω φοραίς, και πάλιν ανεκαλέσθη από την εξορίαν. Τρίτον δε και τελευταίον, επέμφθη εις Κουκουσόν, η οποία, κατ’ άλλους μεν, είναι χωρίον κοντά εις την Τοκάτην, και λέγεται τώρα τουρκιστί Κεκζ. Κατ’ άλλους δε, είναι η λεγομένη Κόκουσις και Κόκουσα, και ευρίσκεται εις το σύνορον της Καππαδοκίας και της ελάσσονος Αρμενίας, τιμωμένη με θρόνον Επισκόπου. Από δε την Κουκουσόν εξωρίσθη εις Αραβισσόν, η οποία τώρα ονομάζεται Αραπισσός, ως λέγουσί τινες. Από δε τον Αραπισσόν, εξωρίσθη εις Πιτυούντα, η οποία και τώρα έτζι ονομάζεται, ήτις και αυτή είναι κοντά εις την Τοκάτην, και λέγεται κατά άλλους Μπίζερε. Αυτοί δε οι τρεις τόποι ήτον, όχι μόνον έρημοι και υστερημένοι από τα αναγκαία, αλλά και επολεμούντο από τους πλησιοχώρους Ισαύρους.
Εκεί λοιπόν ευρισκόμενος εξόριστος ο μέγας ούτος Πατήρ και ένσαρκος Άγγελος, εκαλέσθη εις τους Ουρανούς από τον Δεσπότην των απάντων, δια μέσου Πέτρου και Ιωάννου των ιερών Αποστόλων, και έτζι μεταβαίνει από την γην εις τας ουρανίους και αιωνίους σκηνάς. Το δε άγιον αυτού λείψανον αποθησαυρίζεται εις τα Κόμανα της Καππαδοκίας, ομού με τα άγια λείψανα των Αγίων Μαρτύρων, Βασιλίσκου και Λουκιανού, καθώς παρ’ αυτών των ιδίων απεκαλύφθη εις αυτόν με οπτασίαν νυκτερινήν. Αφ’ ου δε απέθανεν ο βασιλεύς Αρκάδιος και η γυνή του Ευδοξία, και εδιαδέχθη την βασιλείαν ο τούτων υιός Θεοδόσιος ο μικρός εν έτει υη’ [408], τότε ο Άγιος Πρόκλος, ο μαθητής και Διάκονος χρηματίσας του θείου Χρυσοστόμου, με κοινήν ψήφον έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Και λοιπόν κατά τον τέταρτον χρόνον της πατριαρχείας του, ήτοι εν έτει υλε’ [435], έπεισε τον βασιλέα, και έπεμψε δια να φέρουν εις Κωνσταντινούπολιν το λείψανον του θείου Πατρός. Επειδή δε ο Άγιος δεν έδωκε τον εαυτόν του, αλλ’ έμεινεν ακίνητος (τούτο δε το έκαμε, διατί με αυθεντίαν και υπερηφάνειαν ήθελε να πάρη το λείψανόν του ο βασιλεύς. Τον οποίον εβούλετο να διδάξη ο Άγιος ταπεινοφροσύνην και μετριότητα). Επειδή, λέγω, ο Άγιος έμεινεν ακίνητος, τούτου χάριν παρακαλεί αυτόν ο βασιλεύς δια μέσου της ακολούθου επιστολής, ήτις περιείχε ταύτα.
Επιστολή του βασιλέως Θεοδοσίου.
Εις τον οικουμενικόν Πατριάρχην και Διδάσκαλον και πνευματικόν Πατέρα Ιωάννην τον Χρυσόστομον, την προσκύνησιν προσφέρω εγώ ο βασιλεύς Θεοδόσιος. Ημείς, Πάτερ τίμιε, νομίζοντες, πως είναι το σώμα σου νεκρόν, καθώς είναι και τα άλλα σώματα των αποθανόντων, ηθελήσαμεν να μεταφέρωμεν αυτό απλώς εις ημάς. Δια τούτο και του ποθουμένου δικαίως υστερήθημεν. Αλλά συ, Πάτερ τιμιώτατε, συγχώρησον εις ημάς, οπού μετανοούμεν. Συ γαρ εδίδαξες εις όλους την μετάνοιαν. Και δος τον εαυτόν σου, ως πατήρ φιλόπαις, εις ημάς τους φιλοπάτορας υιούς σου, και τους σε ποθούντας εύφρανον δια της παρουσίας σου.
Όταν λοιπόν επέμφθη η επιστολή αύτη, και εβάλθη επάνω εις το στήθος του Αγίου, τότε έδωκε τον εαυτόν του ο θείος Πατήρ, και το σεντούκι οπού είχε το άγιον λείψανον, ευκόλως και χωρίς κόπον εφέρετο. Εις καιρόν δε οπού έφθασε το άγιον λείψανον αντίπερα εις την Κωνσταντινούπολιν, ευγήκε μεν ο βασιλεύς και όλη η σύγκλητος δια να προϋπαντήσουν. Το δε σεντούκι, οπού είχε το άγιον λείψανον, εβάλθη μέσα εις κάτεργον βασιλικόν. Γενομένης δε φουρτούνας, τα μεν άλλα καΐκια, διεσκορπίσθησαν εις ένα και άλλο μέρος. Το δε κάτεργον, οπού είχε το άγιον λείψανον, ευγήκεν εις τον αγρόν της Καλλιτρόπης χήρας, την οποίαν η Ευδοξία αδίκησεν, ως προείπομεν. Και αφ’ ου απεδόθη ο αγρός εις την χήραν, τότε έγινε και εις την θάλασσαν γαλήνη. Πρώτον λοιπόν εφέρθη το άγιον λείψανον εις τον Ναόν του Αποστόλου Θωμά, τον ονομαζόμενον του Αμαντίου, οπού και ο βασιλεύς ήτον παρών, και εσκέπαζε με την βασιλικήν του χλαμύδα την θείαν σορόν του λειψάνου, και ομού επαρακάλει τον Άγιον δια να στήση τον κλόνον του τάφου της μητρός του. Ο οποίος εκλονείτο και έτρεμεν ήδη εικοσιπέντε χρόνους. Και δη και επέτυχε της αιτήσεως. Εστάθη γαρ παραδόξως ο κινούμενος τάφος εκείνης.
Έπειτα εφέρθη εις τον Ναόν της Αγίας Ειρήνης. Εκεί δε έβαλον το άγιον λείψανον επάνω εις το ιερόν σύνθρονον, και εβόησαν άπαντες. «Απόλαβε τον θρόνον σου Άγιε». Μετά ταύτα απόθεσαν το σεντούκι του λειψάνου επάνω εις βασιλικήν καρότζαν, και έφερον αυτό εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων. Εκεί δε έβαλον το άγιον λείψανον επάνω εις την ιεράν καθέδραν, και ω του θαύματος! επεφώνησεν εις τον λαόν το, Ειρήνη πάσι. Και ύστερον εβάλθη υποκάτω εις την γην, οπού και τώρα ευρίσκεται. Όταν δε η ιερά Λειτουργία ετελείτο, θαύματα μεγάλα εγίνοντο από τα οποία ένα είναι και τούτο. Ένας άνθρωπος πάσχωντας από ασθένειαν ονομαζομένην αρθρίτιδα, διατί προξενεί πόνους και οδύνας εις τα άρθρα και τας αρμονίας των μελών του σώματος, αυτός, λέγω, παράλυτος ων, και σχεδόν ακίνητος, επίασε το ιερόν στεντούκι, οπού είχε το του Αγίου λείψανον. Και ω του θαύματος! παρευθύς ελευθερώθη τελείως από το πάθος. Έτζι ηξεύρει να δοξάζη ο Θεός εκείνους, οπού τον δοξάζουν δια της πολιτείας των. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τω πανσέπτω Ναώ των Αγίων Αποστόλων, όπου και το ιερόν αυτού σώμα ευρίσκεται υποκάτω του θυσιαστηρίου (1). Περί δε της εξορίας του Αγίου, και πώς με πολλήν γενναιότητα υπέφερεν ο Χρυσορρήμων τα λυπηρά, θέλομεν μεταχειρισθώμεν τα εδικά του λόγια, τα οποία έγραψεν εν είδει επιστολής εις τον Επίσκοπον Κυριακόν, όντα και αυτόν εξόριστον. Έχουσι δε ούτως:
Επιστολή του Χρυσοστόμου.
Φέρε, ω αδελφέ Κυριακέ, να ευκερώσω την πληγήν της εδικής σου λύπης, και να διασκεδάσω του λογισμού σου το νέφαλον. Τι πράγμα είναι οπού σε κάμνει, αδελφέ, να λυπήσαι και να αδημονής; διατί ο χειμών είναι μεγάλος, και η φουρτούνα ετούτη, οπού επλάκωσε την Εκκλησίαν του Θεού, είναι πικρά και βαρεία; ναι, και εγώ το ηξεύρω, και κανένας εις τούτο δεν αντιλέγει. Αλλά εάν αγαπάς, εγώ να φέρω εις του λόγου σου μίαν παρομοίωσιν των τωρινών ταραχών. Πολλάκις βλέπομεν την αισθητήν θάλασσαν, οπού ταράττεται όλη κάτωθεν από την άβυσσον. Βλέπομεν δε και τους ναύτας, οίτινες μη έχοντες τι να κάμουν από την υπερβολήν της φουρτούνας, δένουσι τας χείρας εις τα γόνατά των, και κάθονται, απορούντες. Επειδή δεν βλέπουν, ούτε ουρανόν, ούτε πέλαγος, ούτε γην, αλλά κείτονται επάνω εις το κατάστρωμα του καϊκίου, και εκεί κλαίουσι και οδύρονται. Καθώς λοιπόν τοιαύτη φουρτούνα γίνεται εις την ορατήν θάλασσαν, έτζι και τώρα εις την Εκκλησίαν του Θεού ακολουθεί χειρότερη φουρτούνα, και περισσότερα κύματα.
Όθεν παρακάλει, αδελφέ, τον Δεσπότην και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ο οποίος δεν καταπραΰνει την φουρτούναν ταύτην με τέχνην και δυσκολίαν, αλλά με μόνον το νεύμα και θέλησίν του, διαλύει την ταραχήν. Και αν πολλαίς φοραίς επαρακάλεσες τον Κύριον και δεν εισηκούσθης, μη αμελήσης. Διατί τοιαύτη συνήθεια είναι εις τον φιλάνθρωπον Θεόν, να μη εισακούη παρευθύς, προνοούμενος δια την σωτηρίαν μας. Μήπως γαρ δεν εδύνετο να λυτρώση τους τρεις Αγίους Παίδας εκείνους, δια να μη βαλθώσιν εις την κάμινον; Ναι εδύνετο. Αλλ’ όμως προτίτερα δεν τους ελύτρωσεν. Αφ’ ου δε εκείνοι έγιναν σκλάβοι εις την Βαβυλώνα· και αφ’ ου ερρίφθησαν εις την χώραν των βαρβάρων, και εξωρίσθησαν από την πατρικήν τους κληρονομίαν· και αφ’ ου ερρίφθησαν εις την κάμινον, και απελπίσθησαν από όλους, ώστε οπού καμμία βοήθεια δεν έμεινεν εις αυτούς· τότε δη, τότε ο αληθινός Θεός, αιφνιδίως την θαυματουργίαν εποίησε, και διεσκόρπισε την φωτίαν, οπού ήτον εις την κάμινον των Χαλδαίων. Και λοιπόν, η κάμινος έγινεν Εκκλησία εις τους εν αυτή ευρισκομένους Παίδας. Όθεν και εκάλουν όλα τα κτίσματα, αγγέλους, δυνάμεις, στοιχεία, και έτζι όλα συναθροίζοντες έλεγον· «Ευλογείτε πάντα τα έργα Κυρίου τον Κύριον». Βλέπεις, αδελφέ, πώς η υπομονή των δικαίων, μετέβαλε την φωτίαν εις δρόσον; Και πώς αυτή έπεισε τον τύραννον Ναβουχοδονόσορ, να στέλλη γράμματα εις όλην την βασιλείαν του και να λέγη· «Μέγας είναι ο Θεός Σεδράχ, Μισάχ, και Αυδεναγώ»; Και βλέπε πόσον απότομον και φοβερόν ορισμόν έκαμεν. Όποιος, λέγει, ήθελεν ειπή λόγον εναντίον εις τους τρεις Παίδας, τούτου το οσπήτιον να διαρπάζεται, και τα υπάρχοντά του να γίνωνται αυθεντικά.
Λοιπόν μη λυπήσαι, αδελφέ Κυριακέ, διατί και εγώ, όταν εξωρίσθηκα από την Κωνσταντινούπολιν, δεν εφρόντιζα δια κανένα πράγμα, αλλά έλεγον ταύτα εις τον εαυτόν μου. Ανίσως θέλη η βασίλισσα να με εξορίση, ας με εξορίση. «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» (Ψαλ. κγ’, 1). Ανίσως θέλη να με πριονίση, ας με πριονίση. Έχω εις τούτο παράδειγμα τον Προφήτην Ησαΐαν. Αν θέλη να με ρίψη εις το πέλαγος, ενθυμούμαι τον Προφήτην Ιωνάν, οπού τούτο έπαθεν. Αν θέλη να με βάλη μέσα εις λάκκον, έχω παράδειγμα τον Προφήτην Δανιήλ, όστις εβάλθη εις τον λάκκον των λεόντων. Εάν θέλη να με λιθοβολήση, έχω τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον, οπού τούτο εδοκίμασεν. Αν θέλη να με αποκεφαλίση, έχω υπόδειγμα τον Βαπτιστήν Ιωάννην. Αν θέλη να πάρη τα υπάρχοντά μου, εάν έχω, ας τα πάρη. «Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι» (Ιώβ α’, 21).
Εις εμένα παραγγέλλει και ο Απόστολος λέγων· «Πρόσωπον Θεός ανθρώπου ου λαμβάνει» (Γαλ. β’, 6), και, «ει έτι ανθρώποις ήρεσκον, Χριστού δούλος ουκ αν ήμην» (Αυτόθι 10). Αρματόνει δε με και ο Δαβίδ λέγων· «Ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων, και ουκ ησχυνόμην» (Ψαλ. ριη’ 46). Πολλά κατεσκεύασαν εναντίον μου οι μισούντές με. Αλλά όλα τα έκαμαν από τον φθόνον και την κακίαν τους. Ηξεύρω βέβαια ότι λυπήσαι, αδελφέ, διατί εκείνοι οπού με εξώρισαν, παρρησία περιπατούν εις τα παζάρια, και ακολουθεί εις αυτούς πλήθος δορυφόρων και δούλων. Αλλ’ όμως ενθυμήσου πάλιν τον πλούσιον και τον Λάζαρον, ποίος μεν, εις την παρούσαν ζωήν εθλίβη, ποίος δε, απόλαυσε. Και τι γαρ έβλαψε τον Λάζαρον η εδώ πτωχεία; δεν εφέρθη εκείνος εις τους κόλπους του Αβραάμ με δόξαν ωσάν αθλητής και τροπαιούχος; Τι δε ωφέλησε τον πλούσιον ο πλούτος, τον ενδεδυμένον με πορφύραν και βύσσον (2); βέβαια ουδέν. Διατί, πού είναι τώρα οι ραβδούχοι του; πού οι δορυφόροι του; πού είναι τα χρυσοχάλινα άλογά του; πού είναι οι κόλακες, και η βασιλική του τράπεζα; Δεν εφέρθη εις τον τάφον ο άθλιος, δεμένος ωσάν ληστής, φέρων την ψυχήν του γυμνήν από τον κόσμον τούτον; και φωνάζων με εύκερον και ανωφελή φωνήν· «Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον, δια να βάψη το άκρον του δακτύλου του εις το νερόν, και με αυτό να δροσίση την γλώσσαν μου, η οποία τηγανίζεται πικρώς εις την φλόγα ταύτην»; (Λουκ. ις’, 24).
Άθλιε πλούσιε, τι πατέρα ονομάζεις τον Αβραάμ, την ζωήν του οποίου δεν εμιμήθης; Ο Αβραάμ κάθε άνθρωπον εξενοδόχει εις τον οίκον του, εσύ δε, ουδέ ένα πτωχόν επρονόησες να θρέψης. Δεν πρέπει να πενθήση τινάς και να κλαύση, ότι ο δυστυχής πλούσιος, οπού είχε τόσον πλούτον, έγινεν ενδεής από μίαν μοναχήν ρανίδα νερού; Και διατί τούτο; Επειδή εις τον χειμώνα της παρούσης ζωής δεν έσπειρε, δια τούτο ήλθε το θέρος της άλλης ζωής και δεν εθέρισε. Και τούτο γίνεται κατ’ οικονομίαν του Δεσπότου των όλων Θεού. Δηλαδή το να ήναι η κόλασις των ασεβών και αμαρτωλών, και η ανάπαυσις των ευσεβών και δικαίων, αντικρύ μία εις την άλλην. Διατί; Δια να βλέπουν ένας τον άλλον οι ασεβείς και ευσεβείς και οι αμαρτωλοί και οι δίκαιοι· και ούτω να γνωρίζουν ένας τον άλλον. Τότε γαρ κάθε Μάρτυς θέλει γνωρίσει τον τύραννον, οπού τον εβασάνισε. Και αντιστρόφως κάθε τύραννος θέλει γνωρίσει τον Μάρτυρα, οπού ετιμώρησε.
Και ότι αυτά οπού λέγω δεν είναι εδικά μου λόγια, άκουσον την σοφίαν του Σολομώντος, οπού λέγει· «Τότε στήσεται εν παρρησία πολλή ο δίκαιος κατά πρόσωπον των θλιψάντων αυτόν» (Σοφ. ε’, 1). Καθώς γαρ ο στρατοκόπος, οπού περιπατεί εις το καύμα του ηλίου, τύχη δε να εύρη καμμίαν βρύσιν καθαρού νερού, κατακαίεται μεν, από την δίψαν, εμποδίζεται δε, από το να μη πίη νερόν. Ή καθώς ένας οπού πεινά πολλά, και κάθεται μεν κοντά εις καμμίαν τράπεζαν, οπού έχει διάφορα φαγητά, εμποδίζεται δε από κανένα δυνατώτερον να μη φάγη. Καθώς, λέγω, οι τοιούτοι, και ο διψασμένος δηλαδή και ο πεινασμένος πολύν πόνον και τιμωρίαν δοκιμάζουσι, διατί και ο διψασμένος, δεν ημπορεί να σβύση την δίψαν του με το νερόν, και ο πεινασμένος, δεν ημπορεί να παρηγορήση την πείναν του με το φαγητόν: τοιουτοτρόπως έχει να ακολουθήση και εν τη ημέρα της κρίσεως. Διατί, θέλουν βλέπουν μεν τους Αγίους ευφραινομένους, οι ασεβείς και αμαρτωλοί, δεν θέλουν δυνηθούν δε να απολαύσουν και αυτοί από την βασιλικήν τράπεζαν των δικαίων.
Όθεν και ο Θεός θέλωντας να τιμωρήση τον Αδάμ, τον έκαμε να κάθηται αντικρύ του Παραδείσου και να εργάζεται την γην, ίνα καθ’ εκάστην ημέραν, βλέπωντας μεν, τον ποθεινόν εκείνον τόπον του Παραδείσου, από τον οποίον ευγήκε, μη ημπορώντας δε να τον απολαύση, έχη πάντοτε πόνον και θλίψιν εις την ψυχήν του αφόρητον. Ανίσως δε, αδελφέ Κυριακέ, δεν ανταμώσωμεν ένας τον άλλον εις την παρούσαν ζωήν, αλλ’ όμως εκεί εις την άλλην, κανένας δεν θέλει μας εμποδίσει από το να ανταμωθώμεν, και να συζώμεν ένας με τον άλλον. Τότε δε θέλομεν ιδούμεν και εκείνους οπού μας εξώρισαν, καθώς και ο Λάζαρος είδε τον πλούσιον, και οι Μάρτυρες θέλουν ιδούν τους τυράννους, οπού τους εμαρτύρησαν.
Δια τούτο λοιπόν μη λυπήσαι, αγαπητέ αδελφέ, αλλά ενθυμού τον Προφήτην Ησαΐαν λέγοντα· «Μη φοβείσθε ονειδισμόν ανθρώπων, και τω φαυλισμώ αυτών μη ηττάσθε. Ως γαρ ιμάτιον βρωθήσεται υπό χρόνου, και ως έριον βρωθήσεται υπό σητός, ούτω βρωθήσονται» (Ησ. να’, 7). Στοχάσου δε και τον Δεσπότην ημών Χριστόν, πώς μέσα από τα σπάργανα εδιώκετο, και εις την βάρβαρον γην των Αιγυπτίων απερρίπτετο. Ποίος; Εκείνος οπού κρατεί τον κόσμον εις τας χείρας του. Και διατί; Δια να γένη τύπος εις ημάς και παράδειγμα, του να μη παραπονούμεθα και να γογγύζωμεν εις τους πειρασμούς. Ενθυμήσου δε δια χάριν εδικήν μου, και το πάθος του Σωτήρος, και πόσας ύβρεις ο Δεσπότης των απάντων υπέμεινε δια λόγου μας. Άλλοι μεν γαρ από τους Ιουδαίους, ωνόμαζον αυτόν Σαμαρείτην, και οινοπότην. Άλλοι δε, δαιμονισμένον και ψευδοπροφήτην. «Έλεγον γαρ, ότι ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης» (Λουκ. ζ’, 34), και «εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια» (Ματθ. θ’, 34).
Τι δε να σοι λέγω, πως επήγαν, ω του θαύματος! να κατακρημνίσουν αυτόν; Και πως εις το πρόσωπον αυτόν έπτυον; Και ραπίσματα του έδιδαν; Τι να σοι λέγω, πως επότιζον αυτόν χολήν, και με τον κάλαμον εκτύπουν την παναγίαν του κεφαλήν; Και ένδυνον αυτόν με περιπαικτικήν χλαμύδα; Τι να σοι λέγω, πως με ακάνθας εστεφάνοναν αυτόν, και εγονάτιζον έμπροσθέν του, περιπαίζοντες και κάθε είδος περιγελάσματος εις αυτόν προσφέροντες; Τι να σοι λέγω, πως έφερον αυτόν εις το πάθος και εις τον σταυρόν, γυμνόν και κατάκριτον, οι αιμοβόροι εκείνοι σκύλοι; Και πως όλοι οι Μαθηταί του τον εγκατέλιπον; Ο μεν γαρ Πέτρος, τον αρνήθη, ο δε Ιούδας, τον επρόδωκεν, οι δε επίλοιποι έφυγον, και μόνος λοιπόν εστέκετο γυμνός εις το μέσον των όχλων εκείνων. (Εορτή γαρ του Πάσχα ήτον τότε, η οποία εσυνάθροιζεν όλους τους Ιουδαίους εις τα Ιεροσόλυμα δια να εορτάσουν.) Ή τι να σοι λέγω, πως εσταύρωσαν αυτόν ως πονηρόν ανάμεσα εις δύω κλέπτας; Τι δε να σοι διηγούμαι, πως ο Κύριος εστέκετο άταφος, όταν τον εκατέβασαν από τον σταυρόν, έως οπού ήλθεν Ιωσήφ ο Αριμαθαίος και εζήτησεν αυτόν δια να τον θάψη (3); Και πως τον εσυκοφάντησαν, ότι δεν ανεστήθη, αλλά οι μαθηταί του τον έκλεψαν;
Ενθυμήσου δε πάλιν τους Αποστόλους του Κυρίου, πως εις την αρχήν του Ευαγγελίου εδιώκοντο από κάθε τόπον, και πως εκρύπτοντο εις τας πόλεις. Και ο μεν Παύλος ήτον κεκρυμμένος, εις την πορφυροπώλιδα γυναίκα. Ο δε Πέτρος, εις τον Σίμωνα τον ταμβάκην. Και πως δεν είχον παρρησίαν κοντά εις τους πλουσίους. Ύστερον όμως όλα έγιναν εύκολα εις αυτούς. Έτζι και συ, αδελφέ, μη λυπήσαι, αν τώρα ακολουθούν τα λυπηρά. Διατί ύστερον έχουν να ακολουθήσουν τα χαροποιά. Ήκουσα δε και δια τον φλύαρον εκείνον Αρσάκιον, τον οποίον εκάθισεν η βασίλισσα Πατριάρχην εις τον θρόνον μου, ότι πολλά έθλιψε τους αδελφούς και τας παρθένους, οπού με εδεφένδευον, και δεν ηθέλησαν να συγκοινωνήσουν με αυτόν (4), από τους οποίους πολλοί και απέθανον εις την φυλακήν δια την εδικήν μου αγάπην. Εκείνος, λέγω, ο προβατόσχημος λύκος, ο οποίος, έχει μεν σχήμα Επισκόπου, μοιχός δε είναι κατά αλήθειαν. Διότι καθώς η γυνή ονομάζεται μοιχαλίς, όταν, ζώντος του ανδρός της, πάρη άλλον άνδρα, έτζι και αυτός είναι μοιχός ουχί κατά σάρκα, αλλά κατά πνεύμα. Επειδή ζώντος εμού του Επισκόπου της Κωνσταντινουπόλεως, αυτός άρπασε τον θρόνον μου.
Ταύτα σοι, αδελφέ Κυριακέ, γράφομεν από την Κουκουσόν, όπου η βασίλισσα επρόσταξε και εξωρίσθημεν. Πολλαί δε θλίψεις και πειρασμοί απάντησαν εις εμένα κατά τον δρόμον, αλλ’ όμως δι’ αυτάς δεν εφρόντισα. Όταν δε ήλθομεν εις την χώραν των Καππαδοκών, και εις την Ταυροκιλικίαν, χοροί Αγίων Πατέρων μας επροϋπαντούσαν. Αλλά και πλήθος Μοναχών και Παρθένων, οίτινες έχυναν βρύσεις δακρύων από τους οφθαλμούς των και έκλαιον απαρηγόρητα, βλέποντες ημάς, πως επηγαίναμεν εις την εξορίαν, και έλεγον ένας εις τον άλλον, συμφέρον ήτον εις τον κόσμον να σβύση ο ήλιος, παρά να σιωπήση το στόμα του Ιωάννου. Αυτά τα λόγια με ετάραξαν και με ελύπησαν, αδελφέ, περισσότερον από όλα τα δεινά οπού έπαθον, επειδή και έβλεπον όλους κλαίοντας. Δια δε τα άλλα, όσα μοι εσυνέβηκαν, καμμίαν φροντίδα δεν εποίησα. Πολλά δε μας εδεξιώθη και ο Επίσκοπος ταύτης της πόλεως, και πολλήν αγάπην έδειξεν εις ημάς, ώστε οπού, αν ήτον δυνατόν, και αν δεν εφυλάττομεν τους όρους και κανόνας, τους μη συγχωρούντας να γίνωνται μεταθέσεις Επισκόπων, και να μην ήναι δύω Επίσκοποι εν ταυτώ εις μίαν και την αυτήν Επισκοπήν, βέβαια, ήθελε δώση και τον θρόνον του εις ημάς. Δέομαι λοιπόν και αντιβολώ, απόρριψον, αδελφέ, την λύπην και αθυμίαν από την ψυχήν σου, και ενθυμού και ημάς εις τας προς Θεόν ικεσίας σου. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Νέον Παράδεισον (5).)
(1) Σημείωσαι, ότι Κοσμάς ο Βεστίτωρ εγκώμια δύω έχει εις την επάνοδον του λειψάνου του θείου Χρυσοστόμου, ων του μεν ενός η αρχή έστιν αύτη· «Ήκεν ημίν η λαμπρά και χαρμόσυνος», του δε ετέρου αύτη· «Αλλά πώς αν τις αιτίας και μώμων». (Σώζονται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου και εν τη Μονή των Ιβήρων.) Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα σώζονται προσέτι, και άλλοι δύω λόγοι εις την αυτήν εορτήν, ων του μεν ενός η αρχή έστιν αύτη· «Δεύτε ακούσατε και διηγήσομαι υμίν». Του δε ετέρου αύτη· «Ήκουσται πάντως υμίν, ω φιλόχριστος πανήγυρις».
(2) Βύσσος είναι λινάρι λευκότατον και λεπτότατον, από το οποίον υφαίνονται τα λεπτότατα και λευκότατα ιμάτια, άπερ φορούσιν οι πλούσιοι εν τω καιρώ του θέρους.
(3) Σημειούμεν ενταύθα, ότι ο μεν Ευαγγελιστής Ιωάννης εφανέρωσε, δια τι σκοπόν εζήτησαν οι Ιουδαίοι να τζακισθώσι τα σκέλη, τόσον του Κυρίου, όσον και των ληστών. Ήγουν ίνα αποθάνωσιν ογλιγωρότερα, και κατεβασθώσιν από τους σταυρούς, και σηκωθώσιν από το μέσον δια της ενταφιάσεως. Δια να μη μένουν επάνω εις τον σταυρόν εν τοιαύτη μεγάλη εορτή του Πάσχα. Τι γάρ φησιν; «Οι ουν Ιουδαίοι ίνα μη μείνη επί του σταυρού τα σώματα εν τω Σαββάτω, επεί Παρασκευή ην· (ην γαρ μεγάλη ημέρα εκείνη του Σαββάτου), ηρώτησαν τον Πιλάτον, ίνα κατεαγώσιν αυτών τα σκέλη και αρθώσιν. Ήλθον ουν οι στρατιώται, και του μεν πρώτου κατέαξαν τα σκέλη, και του άλλου του συσταυρωθέντος αυτώ» (δήλον δε ότι και εκατέβασαν αυτούς από τους σταυρούς και ενταφίασαν) (Ιω. ιθ’, 31). Ο τοίνυν θείος Χρυσόστομος ακολουθών εις τον σκοπόν τούτον των Ιουδαίων, υπέλαβεν ότι καθώς οι στρατιώται εκατέβασαν των ληστών τα σώματα από τους σταυρούς, έτζι εκατέβασαν και το σώμα του Κυρίου από τον σταυρόν. Και δια τούτο λέγει εδώ, ότι οι Ιουδαίοι αυτοί κατήνεγκαν τον Κύριον από τον σταυρόν. Επειδή όμως, ρητώς τούτο ο Ευαγγελιστής ουκ εδήλωσε, μάλιστα δε λέγει παρακάτω ότι· «Μετά ταύτα ηρώτησε τον Πιλάτον ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας ίνα … άρη (ο δηλοί ίνα σηκώση εκ του μέσου καθώς ανωτέρω ηρμηνεύθη και το, αρθώσι) το σώμα του Ιησού, και επέτρεψεν ο Πιλάτος» (κεφ. ιθ’, 38), και ίσως έως οπού ο στρατιώτης να νύξη αυτού την πλευράν, και να ρεύση εξ αυτής το αίμα και το ύδωρ, εξωδεύθη εν τω μεταξύ κάποιος καιρός, μεθ’ ον επήγεν ο Ιωσήφ, και εζήτησε να κατεβάση από τον σταυρόν το σώμα του τεθανατωμένου Σωτήρος. Μαρτυρούσι δε τούτο συμφώνως και οι δύω Ευαγγελισταί, ο τε Μάρκος και ο Λουκάς. Ο μεν γαρ Μάρκος λέγει περί του Ιωσήφ· «Και αγοράσας σινδόνα, και καθελών αυτόν, ενείλησε τη σινδόνι» (Μαρκ. ις’, 46), ο δε Λουκάς· «Και καθελών αυτό, ενετείλιξεν αυτό σινδόνι» (Λουκ. κγ’, 53).
(4) Όρα περί του Αρσακίου τούτου εις την ενδεκάτην του Οκτωβρίου.
(5) Εις την ανακομιδήν του λειψάνου του θείου τούτου Χρυσοστόμου, εγκώμιον εφιλοπόνησεν η εμή αδυναμία. Αλλά και παρακλητικόν Κανόνα εσύνθεσα εις αυτόν. Και ο βουλόμενος, ζητησάτω ταύτα.
*
Τη αυτή ημέρα η Αγία Μαρκιανή η βασίλισσα, η κατατεθείσα εν τοις Αγίοις Αποστόλοις, εν ειρήνη τελειούται.
Την βασίλισσαν Μαρκιανήν εκ βίου,
Χριστός Βασιλεύς εξάγει βασιλέων.
*
Ο Όσιος Κλαυδίνος, εν ειρήνη τελειούται.
Ψυχής ιδών σης κάλλος εξηρημένον,
Ο ψυχεραστής λαμβάνει σε Κλαυδίνε.
*
Ο Όσιος Πέτρος ο Αιγύπτιος, εις βαθύ γήρας ελθών, εν ειρήνη τελειούται (6).
Ως ώριμός τις σίτος εκ γήρως Πέτρε,
Οίον ταμείω συγκομίζη τω τάφω.
(6) Ο Όσιος Πέτρος ούτος, ίσως είναι ο εν τω Παραδείσω των Πατέρων αναφερόμενος, ο του Αββά Λωτ μαθητής. Τούτον τον Πέτρον ερώτησεν ένας αδελφός λέγων. Όταν είμαι εις το κελλίον μου, εν ειρήνη ευρίσκεται η ψυχή μου. Όταν δε έλθη εις εμέ κανένας αδελφός, και ειπή εις εμέ λόγια των έξωθεν ανθρώπων, τότε η ψυχή μου ταράσσεται. Απεκρίθη δε εις αυτόν ο Αββάς Πέτρος, ότι έλεγεν ο Αββάς Λωτ ο εκείνου γέρωντας. Το κλειδίον σου ανοίγει την θύραν. Λέγει δε ο αδελφός. Τι θέλει να ειπή ο λόγος αυτός Αββά; Ο Πέτρος είπεν. Εάν έλθη αδελφός εις εσένα, ερωτάς εσύ αυτόν. Πώς έχεις; πόθεν ήλθες; πώς έχουσιν οι αδελφοί, σε εδέχθηκαν με περιποίησιν, ή όχι; Και έτζι με τα λόγια αυτά ανοίγεις εσύ πρώτος την πόρταν, δια να λαλήση ο παραβαλών σοι αδελφός, και έτζι ακούεις εκείνα, οπού δεν θέλεις, και ταράττεται η ψυχή σου. Απεκρίθη αυτώ ο αδελφός. Ούτως έχει η αλήθεια. Τι λοιπόν πρέπει να κάμη ο άνθρωπος, όταν τύχη να έλθη αδελφός εις αυτόν; Και είπεν αυτώ ο Πέτρος. Όταν έχη τινάς το πένθος, τότε αυτό γίνεται διδαχή εις τον άνθρωπον, και διδάσκει αυτόν τι πρέπει να κάμη. Όταν δέ τινας πένθος δεν έχη, δεν είναι δυνατόν να φυλαχθή. Απεκρίθη ο αδελφός. Όταν ευρίσκωμαι εις το κελλίον μου, τότε ευρίσκεται και το πένθος μαζί μου. Όταν δε εύγω έξω του κελλίου μου, τότε και το πένθος αναχωρεί από λόγου μου. Ο δε γέρων είπεν εις αυτόν. Ότι καθώς ο γνήσιος υιός δεν αφίνει τον πατέρα του, τοιουτοτρόπως και το πένθος, όταν γένη έξις εις τον άνθρωπον και κατασταθή ωσάν υιός του γνήσιος, δεν αναχωρεί πλέον από αυτόν, αλλά οποίαν ώραν ζητήση αυτό ο άνθρωπος, το ευρίσκει. Ούτος ερωτήθη μίαν φοράν τις είναι δούλος Θεού; Και απεκρίθη. Εν όσω δουλεύει τινάς εις οιονδήποτε πάθος, δεν λογίζεται δούλος Θεού. Αλλά είναι δούλος εκείνου του πάθους, από το οποίον κυριεύεται. Εν όσω δε αυτός κυριεύεται, δεν ημπορεί να διδάξη τους άλλους οπού κυριεύονται από τα ίδια πάθη, επειδή εντροπή είναι εις αυτόν το να διδάξη, προ του αυτός να ελευθερωθή από το πάθος εκείνο, δια το οποίον διδάσκει.
*
Ο Άγιος Νεομάρτυς Δημήτριος, ο εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας κατά το ͵αψπδ’ [1784] έτος, ξίφει τελειούται.
Φως ουράνιον σω επέστη λειψάνω,
Χριστού υπερτμηθέντι θείας αγάπης (7).
(7) Όρα το Μαρτύριον αυτού, εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΖ΄, ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ λειψάνου τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου.
Νεκρὸς καθέζῃ ὦ Ἰωάννη θρόνῳ,
Ἀλλ’ ἐν Θεῷ ζῶν, πᾶσιν εἰρήνη, λέγεις.
Ἄπνοον ἑβδομάτῃ κόμισαν δέμας εἰκάδι χρυσοῦν.
Οὗτος ὁ μακάριος καὶ θεῖος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, διατὶ δὲν ἐπαράβλεπε τὸ δίκαιον κατὰ φιλοπροσωπίαν, ἀλλὰ ἤλεγχε τὴν βασίλισσαν Εὐδοξίαν διὰ τὰς παρανομίας καὶ ἀδικίας ὁποῦ ἔκαμνε, καὶ μάλιστα διατὶ τυραννικῷ τρόπῳ ἐπῆρε τὸν ἀγρὸν μιᾶς χήρας, Καλλιτρόπης καλουμένης: τούτου χάριν ἐξωρίσθη μὲν δύω φοραῖς, καὶ πάλιν ἀνεκαλέσθη ἀπὸ τὴν ἐξορίαν. Τρίτον δὲ καὶ τελευταῖον, ἐπέμφθη εἰς Κουκουσόν, ἡ ὁποία, κατ’ ἄλλους μέν, εἶναι χωρίον κοντὰ εἰς τὴν Τοκάτην, καὶ λέγεται τώρα τουρκιστὶ Κέκζ. Κατ’ ἄλλους δέ, εἶναι ἡ λεγομένη Κόκουσις καὶ Κόκουσα, καὶ εὑρίσκεται εἰς τὸ σύνορον τῆς Καππαδοκίας καὶ τῆς ἐλάσσονος Ἁρμενίας, τιμωμένη μὲ θρόνον Ἐπισκόπου. Ἀπὸ δὲ τὴν Κουκουσὸν ἐξωρίσθη εἰς Ἀραβισσόν, ἡ ὁποία τώρα ὀνομάζεται Ἀραπισσός, ὡς λέγουσί τινες. Ἀπὸ δὲ τὸν Ἀραπισσόν, ἐξωρίσθη εἰς Πιτυοῦντα, ἡ ὁποία καὶ τώρα ἔτζι ὀνομάζεται, ἥτις καὶ αὐτὴ εἶναι κοντὰ εἰς τὴν Τοκάτην, καὶ λέγεται κατὰ ἄλλους Μπίζερε. Αὐτοὶ δὲ οἱ τρεῖς τόποι ἦτον, ὄχι μόνον ἔρημοι καὶ ὑστερημένοι ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα, ἀλλὰ καὶ ἐπολεμοῦντο ἀπὸ τοὺς πλησιοχώρους Ἰσαύρους.
Ἐκεῖ λοιπὸν εὑρισκόμενος ἐξόριστος ὁ μέγας οὗτος Πατὴρ καὶ ἔνσαρκος Ἄγγελος, ἐκαλέσθη εἰς τοὺς Οὐρανοὺς ἀπὸ τὸν Δεσπότην τῶν ἁπάντων, διὰ μέσου Πέτρου καὶ Ἰωάννου τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων, καὶ ἔτζι μεταβαίνει ἀπὸ τὴν γῆν εἰς τὰς οὐρανίους καὶ αἰωνίους σκηνάς. Τὸ δὲ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον ἀποθησαυρίζεται εἰς τὰ Κόμανα τῆς Καππαδοκίας, ὁμοῦ μὲ τὰ ἅγια λείψανα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, Βασιλίσκου καὶ Λουκιανοῦ, καθὼς παρ’ αὐτῶν τῶν ἰδίων ἀπεκαλύφθη εἰς αὐτὸν μὲ ὀπτασίαν νυκτερινήν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς Ἀρκάδιος καὶ ἡ γυνή του Εὐδοξία, καὶ ἐδιαδέχθη τὴν βασιλείαν ὁ τούτων υἱὸς Θεοδόσιος ὁ μικρὸς ἐν ἔτει υη΄ [408], τότε ὁ Ἅγιος Πρόκλος, ὁ μαθητὴς καὶ Διάκονος χρηματίσας τοῦ θείου Χρυσοστόμου, μὲ κοινὴν ψῆφον ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ λοιπὸν κατὰ τὸν τέταρτον χρόνον τῆς πατριαρχείας του, ἤτοι ἐν ἔτει υλε΄ [435], ἔπεισε τὸν βασιλέα, καὶ ἔπεμψε διὰ νὰ φέρουν εἰς Κωνσταντινούπολιν τὸ λείψανον τοῦ θείου Πατρός. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος δὲν ἔδωκε τὸν ἑαυτόν του, ἀλλ’ ἔμεινεν ἀκίνητος (τοῦτο δὲ τὸ ἔκαμε, διατὶ μὲ αὐθεντίαν καὶ ὑπερηφάνειαν ἤθελε νὰ πάρῃ τὸ λείψανόν του ὁ βασιλεύς. Τὸν ὁποῖον ἐβούλετο νὰ διδάξῃ ὁ Ἅγιος ταπεινοφροσύνην καὶ μετριότητα). Ἐπειδή, λέγω, ὁ Ἅγιος ἔμεινεν ἀκίνητος, τούτου χάριν παρακαλεῖ αὐτὸν ὁ βασιλεὺς διὰ μέσου τῆς ἀκολούθου ἐπιστολῆς, ἥτις περιεῖχε ταῦτα.
Ἐπιστολὴ τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου.
Εἰς τὸν οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καὶ Διδάσκαλον καὶ πνευματικὸν Πατέρα Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον, τὴν προσκύνησιν προσφέρω ἐγὼ ὁ βασιλεὺς Θεοδόσιος. Ἡμεῖς, Πάτερ τίμιε, νομίζοντες, πῶς εἶναι τὸ σῶμά σου νεκρόν, καθὼς εἶναι καὶ τὰ ἄλλα σώματα τῶν ἀποθανόντων, ἠθελήσαμεν νὰ μεταφέρωμεν αὐτὸ ἁπλῶς εἰς ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο καὶ τοῦ ποθουμένου δικαίως ὑστερήθημεν. Ἀλλὰ σύ, Πάτερ τιμιώτατε, συγχώρησον εἰς ἡμᾶς, ὁποῦ μετανοοῦμεν. Σὺ γὰρ ἐδίδαξες εἰς ὅλους τὴν μετάνοιαν. Καὶ δὸς τὸν ἑαυτόν σου, ὡς πατὴρ φιλόπαις, εἰς ἡμᾶς τοὺς φιλοπάτορας υἱούς σου, καὶ τοὺς σὲ ποθοῦντας εὔφρανον διὰ τῆς παρουσίας σου.
Ὅταν λοιπὸν ἐπέμφθη ἡ ἐπιστολὴ αὕτη, καὶ ἐβάλθη ἐπάνω εἰς τὸ στῆθος τοῦ Ἁγίου, τότε ἔδωκε τὸν ἑαυτόν του ὁ θεῖος Πατήρ, καὶ τὸ σεντοῦκι ὁποῦ εἶχε τὸ ἅγιον λείψανον, εὐκόλως καὶ χωρὶς κόπον ἐφέρετο. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἔφθασε τὸ ἅγιον λείψανον ἀντίπερα εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, εὐγῆκε μὲν ὁ βασιλεὺς καὶ ὅλη ἡ σύγκλητος διὰ νὰ προϋπαντήσουν. Τὸ δὲ σεντοῦκι, ὁποῦ εἶχε τὸ ἅγιον λείψανον, ἐβάλθη μέσα εἰς κάτεργον βασιλικόν. Γενομένης δὲ φουρτούνας, τὰ μὲν ἄλλα καΐκια, διεσκορπίσθησαν εἰς ἕνα καὶ ἄλλο μέρος. Τὸ δὲ κάτεργον, ὁποῦ εἶχε τὸ ἅγιον λείψανον, εὐγῆκεν εἰς τὸν ἀγρὸν τῆς Καλλιτρόπης χήρας, τὴν ὁποίαν ἡ Εὐδοξία ἀδίκησεν, ὡς προείπομεν. Καὶ ἀφ’ οὗ ἀπεδόθη ὁ ἀγρὸς εἰς τὴν χήραν, τότε ἔγινε καὶ εἰς τὴν θάλασσαν γαλήνη. Πρῶτον λοιπὸν ἐφέρθη τὸ ἅγιον λείψανον εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, τὸν ὀνομαζόμενον τοῦ Ἀμαντίου, ὁποῦ καὶ ὁ βασιλεὺς ἦτον παρών, καὶ ἐσκέπαζε μὲ τὴν βασιλικήν του χλαμύδα τὴν θείαν σορὸν τοῦ λειψάνου, καὶ ὁμοῦ ἐπαρακάλει τὸν Ἅγιον διὰ νὰ στήσῃ τὸν κλόνον τοῦ τάφου τῆς μητρός του. Ὁ ὁποῖος ἐκλονεῖτο καὶ ἔτρεμεν ἤδη εἰκοσιπέντε χρόνους. Καὶ δὴ καὶ ἐπέτυχε τῆς αἰτήσεως. Ἐστάθη γὰρ παραδόξως ὁ κινούμενος τάφος ἐκείνης.
Ἔπειτα ἐφέρθη εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας Εἰρήνης. Ἐκεῖ δὲ ἔβαλον τὸ ἅγιον λείψανον ἐπάνω εἰς τὸ ἱερὸν σύνθρονον, καὶ ἐβόησαν ἅπαντες. «Ἀπόλαβε τὸν θρόνον σου Ἅγιε». Μετὰ ταῦτα ἀπόθεσαν τὸ σεντοῦκι τοῦ λειψάνου ἐπάνω εἰς βασιλικὴν καρότζαν, καὶ ἔφερον αὐτὸ εἰς τὸν Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἐκεῖ δὲ ἔβαλον τὸ ἅγιον λείψανον ἐπάνω εἰς τὴν ἱερὰν καθέδραν, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ἐπεφώνησεν εἰς τὸν λαὸν τὸ, Εἰρήνη πᾶσι. Καὶ ὕστερον ἐβάλθη ὑποκάτω εἰς τὴν γῆν, ὁποῦ καὶ τώρα εὑρίσκεται. Ὅταν δὲ ἡ ἱερὰ Λειτουργία ἐτελεῖτο, θαύματα μεγάλα ἐγίνοντο ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἕνα εἶναι καὶ τοῦτο. Ἕνας ἄνθρωπος πάσχωντας ἀπὸ ἀσθένειαν ὀνομαζομένην ἀρθρίτιδα, διατὶ προξενεῖ πόνους καὶ ὀδύνας εἰς τὰ ἄρθρα καὶ τὰς ἁρμονίας τῶν μελῶν τοῦ σώματος, αὐτός, λέγω, παράλυτος ὤν, καὶ σχεδὸν ἀκίνητος, ἐπίασε τὸ ἱερὸν στεντοῦκι, ὁποῦ εἶχε τὸ τοῦ Ἁγίου λείψανον. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! παρευθὺς ἐλευθερώθη τελείως ἀπὸ τὸ πάθος. Ἔτζι ἠξεύρει νὰ δοξάζῃ ὁ Θεὸς ἐκείνους, ὁποῦ τὸν δοξάζουν διὰ τῆς πολιτείας των. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις ἐν τῷ πανσέπτῳ Ναῷ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου καὶ τὸ ἱερὸν αὐτοῦ σῶμα εὑρίσκεται ὑποκάτω τοῦ θυσιαστηρίου (1). Περὶ δὲ τῆς ἐξορίας τοῦ Ἁγίου, καὶ πῶς μὲ πολλὴν γενναιότητα ὑπέφερεν ὁ Χρυσορρήμων τὰ λυπηρά, θέλομεν μεταχειρισθῶμεν τὰ ἐδικά του λόγια, τὰ ὁποῖα ἔγραψεν ἐν εἴδει ἐπιστολῆς εἰς τὸν Ἐπίσκοπον Κυριακόν, ὄντα καὶ αὐτὸν ἐξόριστον. Ἔχουσι δὲ οὕτως:
Ἐπιστολὴ τοῦ Χρυσοστόμου.
Φέρε, ὦ ἀδελφὲ Κυριακέ, νὰ εὐκερώσω τὴν πληγὴν τῆς ἐδικῆς σου λύπης, καὶ νὰ διασκεδάσω τοῦ λογισμοῦ σου τὸ νέφαλον. Τί πρᾶγμα εἶναι ὁποῦ σὲ κάμνει, ἀδελφέ, νὰ λυπῆσαι καὶ νὰ ἀδημονῇς; διατὶ ὁ χειμὼν εἶναι μεγάλος, καὶ ἡ φουρτοῦνα ἐτούτη, ὁποῦ ἐπλάκωσε τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, εἶναι πικρὰ καὶ βαρεῖα; ναί, καὶ ἐγὼ τὸ ἠξεύρω, καὶ κᾀνένας εἰς τοῦτο δὲν ἀντιλέγει. Ἀλλὰ ἐὰν ἀγαπᾷς, ἐγὼ νὰ φέρω εἰς τοῦ λόγου σου μίαν παρομοίωσιν τῶν τωρινῶν ταραχῶν. Πολλάκις βλέπομεν τὴν αἰσθητὴν θάλασσαν, ὁποῦ ταράττεται ὅλη κάτωθεν ἀπὸ τὴν ἄβυσσον. Βλέπομεν δὲ καὶ τοὺς ναύτας, οἵτινες μὴ ἔχοντες τί νὰ κάμουν ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴν τῆς φουρτούνας, δένουσι τὰς χεῖρας εἰς τὰ γόνατά των, καὶ κάθονται, ἀποροῦντες. Ἐπειδὴ δὲν βλέπουν, οὔτε οὐρανόν, οὔτε πέλαγος, οὔτε γῆν, ἀλλὰ κείτονται ἐπάνω εἰς τὸ κατάστρωμα τοῦ καϊκίου, καὶ ἐκεῖ κλαίουσι καὶ ὀδύρονται. Καθὼς λοιπὸν τοιαύτη φουρτοῦνα γίνεται εἰς τὴν ὁρατὴν θάλασσαν, ἔτζι καὶ τώρα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ ἀκολουθεῖ χειρότερη φουρτοῦνα, καὶ περισσότερα κύματα.
Ὅθεν παρακάλει, ἀδελφέ, τὸν Δεσπότην καὶ Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ ὁποῖος δὲν καταπραΰνει τὴν φουρτοῦναν ταύτην μὲ τέχνην καὶ δυσκολίαν, ἀλλὰ μὲ μόνον τὸ νεῦμα καὶ θέλησίν του, διαλύει τὴν ταραχήν. Καὶ ἂν πολλαῖς φοραῖς ἐπαρακάλεσες τὸν Κύριον καὶ δὲν εἰσηκούσθης, μὴ ἀμελήσῃς. Διατὶ τοιαύτη συνήθεια εἶναι εἰς τὸν φιλάνθρωπον Θεόν, νὰ μὴ εἰσακούῃ παρευθύς, προνοούμενος διὰ τὴν σωτηρίαν μας. Μήπως γὰρ δὲν ἐδύνετο νὰ λυτρώσῃ τοὺς τρεῖς Ἁγίους Παῖδας ἐκείνους, διὰ νὰ μὴ βαλθῶσιν εἰς τὴν κάμινον; Ναὶ ἐδύνετο. Ἀλλ’ ὅμως προτίτερα δὲν τοὺς ἐλύτρωσεν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκεῖνοι ἔγιναν σκλάβοι εἰς τὴν Βαβυλῶνα· καὶ ἀφ’ οὗ ἐρρίφθησαν εἰς τὴν χώραν τῶν βαρβάρων, καὶ ἐξωρίσθησαν ἀπὸ τὴν πατρικήν τους κληρονομίαν· καὶ ἀφ’ οὗ ἐρρίφθησαν εἰς τὴν κάμινον, καὶ ἀπελπίσθησαν ἀπὸ ὅλους, ὥστε ὁποῦ κᾀμμία βοήθεια δὲν ἔμεινεν εἰς αὐτούς· τότε δή, τότε ὁ ἀληθινὸς Θεός, αἰφνιδίως τὴν θαυματουργίαν ἐποίησε, καὶ διεσκόρπισε τὴν φωτίαν, ὁποῦ ἦτον εἰς τὴν κάμινον τῶν Χαλδαίων. Καὶ λοιπόν, ἡ κάμινος ἔγινεν Ἐκκλησία εἰς τοὺς ἐν αὐτῇ εὑρισκομένους Παῖδας. Ὅθεν καὶ ἐκάλουν ὅλα τὰ κτίσματα, ἀγγέλους, δυνάμεις, στοιχεῖα, καὶ ἔτζι ὅλα συναθροίζοντες ἔλεγον· «Εὐλογεῖτε πᾶντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον». Βλέπεις, ἀδελφέ, πῶς ἡ ὑπομονὴ τῶν δικαίων, μετέβαλε τὴν φωτίαν εἰς δρόσον; Καὶ πῶς αὐτὴ ἔπεισε τὸν τύραννον Ναβουχοδονόσορ, νὰ στέλλῃ γράμματα εἰς ὅλην τὴν βασιλείαν του καὶ νὰ λέγῃ· «Μέγας εἶναι ὁ Θεὸς Σεδράχ, Μισάχ, καὶ Αὐδεναγώ»; Καὶ βλέπε πόσον ἀπότομον καὶ φοβερὸν ὁρισμὸν ἔκαμεν. Ὅποιος, λέγει, ἤθελεν εἰπῇ λόγον ἐναντίον εἰς τοὺς τρεῖς Παῖδας, τούτου τὸ ὁσπήτιον νὰ διαρπάζεται, καὶ τὰ ὑπάρχοντά του νὰ γίνωνται αὐθεντικά.
Λοιπὸν μὴ λυπῆσαι, ἀδελφὲ Κυριακέ, διατὶ καὶ ἐγώ, ὅταν ἐξωρίσθηκα ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, δὲν ἐφρόντιζα διὰ κᾀνένα πρᾶγμα, ἀλλὰ ἔλεγον ταῦτα εἰς τὸν ἑαυτόν μου. Ἀνίσως θέλῃ ἡ βασίλισσα νὰ μὲ ἐξορίσῃ, ἄς με ἐξορίσῃ. «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Ψαλ. κγ΄, 1). Ἀνίσως θέλῃ νὰ μὲ πριονίσῃ, ἄς με πριονίσῃ. Ἔχω εἰς τοῦτο παράδειγμα τὸν Προφήτην Ἡσαΐαν. Ἂν θέλῃ νὰ μὲ ῥίψῃ εἰς τὸ πέλαγος, ἐνθυμοῦμαι τὸν Προφήτην Ἰωνᾶν, ὁποῦ τοῦτο ἔπαθεν. Ἂν θέλῃ νὰ μὲ βάλῃ μέσα εἰς λάκκον, ἔχω παράδειγμα τὸν Προφήτην Δανιήλ, ὅστις ἐβάλθη εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων. Ἐὰν θέλῃ νά με λιθοβολήσῃ, ἔχω τὸν Πρωτομάρτυρα Στέφανον, ὁποῦ τοῦτο ἐδοκίμασεν. Ἂν θέλῃ νά με ἀποκεφαλίσῃ, ἔχω ὑπόδειγμα τὸν Βαπτιστὴν Ἰωάννην. Ἂν θέλῃ νὰ πάρῃ τὰ ὑπάρχοντά μου, ἐὰν ἔχω, ἂς τὰ πάρῃ. «Γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι» (Ἰὼβ α΄, 21).
Εἰς ἐμένα παραγγέλλει καὶ ὁ Ἀπόστολος λέγων· «Πρόσωπον Θεὸς ἀνθρώπου οὐ λαμβάνει» (Γαλ. β΄, 6), καί, «εἰ ἔτι ἀνθρώποις ἤρεσκον, Χριστοῦ δοῦλος οὐκ ἂν ἤμην» (Αὐτόθι 10). Ἁρματόνει δέ με καὶ ὁ Δαβὶδ λέγων· «Ἐλάλουν ἐν τοῖς μαρτυρίοις σου ἐναντίον βασιλέων, καὶ οὐκ ᾐσχυνόμην» (Ψαλ. ριη΄ 46). Πολλὰ κατεσκεύασαν ἐναντίον μου οἱ μισοῦντές με. Ἀλλὰ ὅλα τὰ ἔκαμαν ἀπὸ τὸν φθόνον καὶ τὴν κακίαν τους. Ἠξεύρω βέβαια ὅτι λυπῆσαι, ἀδελφέ, διατὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ μὲ ἐξώρισαν, παρρησίᾳ περιπατοῦν εἰς τὰ παζάρια, καὶ ἀκολουθεῖ εἰς αὐτοὺς πλῆθος δορυφόρων καὶ δούλων. Ἀλλ’ ὅμως ἐνθυμήσου πάλιν τὸν πλούσιον καὶ τὸν Λάζαρον, ποῖος μέν, εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν ἐθλίβη, ποῖος δέ, ἀπόλαυσε. Καὶ τί γὰρ ἔβλαψε τὸν Λάζαρον ἡ ἐδῶ πτωχεία; δὲν ἐφέρθη ἐκεῖνος εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Ἁβραὰμ μὲ δόξαν ὡσὰν ἀθλητὴς καὶ τροπαιοῦχος; Τί δὲ ὠφέλησε τὸν πλούσιον ὁ πλοῦτος, τὸν ἐνδεδυμένον μὲ πορφύραν καὶ βύσσον (2); βέβαια οὐδέν. Διατὶ, ποῦ εἶναι τώρα οἱ ῥαβδοῦχοί του; ποῦ οἱ δορυφόροι του; ποῦ εἶναι τὰ χρυσοχάλινα ἄλογά του; ποῦ εἶναι οἱ κόλακες, καὶ ἡ βασιλική του τράπεζα; Δὲν ἐφέρθη εἰς τὸν τάφον ὁ ἄθλιος, δεμένος ὡσὰν λῃστής, φέρων τὴν ψυχήν του γυμνὴν ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦτον; καὶ φωνάζων μὲ εὔκερον καὶ ἀνωφελῆ φωνήν· «Πάτερ Ἁβραάμ, ἐλέησόν με, καὶ πέμψον Λάζαρον, διὰ νὰ βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου του εἰς τὸ νερόν, καὶ μὲ αὐτὸ νὰ δροσίσῃ τὴν γλῶσσάν μου, ἡ ὁποία τηγανίζεται πικρῶς εἰς τὴν φλόγα ταύτην»; (Λουκ. ις΄, 24).
Ἄθλιε πλούσιε, τί πατέρα ὀνομάζεις τὸν Ἁβραάμ, τὴν ζωὴν τοῦ ὁποίου δὲν ἐμιμήθης; Ὁ Ἁβραὰμ κάθε ἄνθρωπον ἐξενοδόχει εἰς τὸν οἶκόν του, ἐσὺ δέ, οὐδὲ ἕνα πτωχὸν ἐπρονόησες νὰ θρέψῃς. Δὲν πρέπει νὰ πενθήσῃ τινὰς καὶ νὰ κλαύσῃ, ὅτι ὁ δυστυχὴς πλούσιος, ὁποῦ εἶχε τόσον πλοῦτον, ἔγινεν ἐνδεὴς ἀπὸ μίαν μοναχὴν ῥανίδα νεροῦ; Καὶ διατί τοῦτο; Ἐπειδὴ εἰς τὸν χειμῶνα τῆς παρούσης ζωῆς δὲν ἔσπειρε, διὰ τοῦτο ἦλθε τὸ θέρος τῆς ἄλλης ζωῆς καὶ δὲν ἐθέρισε. Καὶ τοῦτο γίνεται κατ’ οἰκονομίαν τοῦ Δεσπότου τῶν ὅλων Θεοῦ. Δηλαδὴ τὸ νὰ ᾖναι ἡ κόλασις τῶν ἀσεβῶν καὶ ἁμαρτωλῶν, καὶ ἡ ἀνάπαυσις τῶν εὐσεβῶν καὶ δικαίων, ἀντικρὺ μία εἰς τὴν ἄλλην. Διατί; Διὰ νὰ βλέπουν ἕνας τὸν ἄλλον οἱ ἀσεβεῖς καὶ εὐσεβεῖς καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ οἱ δίκαιοι· καὶ οὕτω νὰ γνωρίζουν ἕνας τὸν ἄλλον. Τότε γὰρ κάθε Μάρτυς θέλει γνωρίσει τὸν τύραννον, ὁποῦ τὸν ἐβασάνισε. Καὶ ἀντιστρόφως κάθε τύραννος θέλει γνωρίσει τὸν Μάρτυρα, ὁποῦ ἐτιμώρησε.
Καὶ ὅτι αὐτὰ ὁποῦ λέγω δὲν εἶναι ἐδικά μου λόγια, ἄκουσον τὴν σοφίαν τοῦ Σολομῶντος, ὁποῦ λέγει· «Τότε στήσεται ἐν παρρησίᾳ πολλῇ ὁ δίκαιος κατὰ πρόσωπον τῶν θλιψάντων αὐτόν» (Σοφ. ε΄, 1). Καθὼς γὰρ ὁ στρατοκόπος, ὁποῦ περιπατεῖ εἰς τὸ καῦμα τοῦ ἡλίου, τύχῃ δὲ νὰ εὕρῃ κᾀμμίαν βρύσιν καθαροῦ νεροῦ, κατακαίεται μέν, ἀπὸ τὴν δίψαν, ἐμποδίζεται δέ, ἀπὸ τὸ νὰ μὴ πίῃ νερόν. Ἢ καθὼς ἕνας ὁποῦ πεινᾷ πολλά, καὶ κάθεται μὲν κοντὰ εἰς κᾀμμίαν τράπεζαν, ὁποῦ ἔχει διάφορα φαγητά, ἐμποδίζεται δὲ ἀπὸ κᾀνένα δυνατώτερον νὰ μὴ φάγῃ. Καθώς, λέγω, οἱ τοιοῦτοι, καὶ ὁ διψασμένος δηλαδὴ καὶ ὁ πεινασμένος πολὺν πόνον καὶ τιμωρίαν δοκιμάζουσι, διατὶ καὶ ὁ διψασμένος, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σβύσῃ τὴν δίψαν του μὲ τὸ νερόν, καὶ ὁ πεινασμένος, δὲν ἠμπορεῖ νὰ παρηγορήσῃ τὴν πεῖνάν του μὲ τὸ φαγητόν: τοιουτοτρόπως ἔχει νὰ ἀκολουθήσῃ καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως. Διατὶ, θέλουν βλέπουν μὲν τοὺς Ἁγίους εὐφραινομένους, οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοί, δὲν θέλουν δυνηθοῦν δὲ νὰ ἀπολαύσουν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὴν βασιλικὴν τράπεζαν τῶν δικαίων.
Ὅθεν καὶ ὁ Θεὸς θέλωντας νὰ τιμωρήσῃ τὸν Ἀδάμ, τὸν ἔκαμε νὰ κάθηται ἀντικρὺ τοῦ Παραδείσου καὶ νὰ ἐργάζεται τὴν γῆν, ἵνα καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, βλέπωντας μέν, τὸν ποθεινὸν ἐκεῖνον τόπον τοῦ Παραδείσου, ἀπὸ τὸν ὁποῖον εὐγῆκε, μὴ ἠμπορῶντας δὲ νὰ τὸν ἀπολαύσῃ, ἔχῃ πάντοτε πόνον καὶ θλίψιν εἰς τὴν ψυχήν του ἀφόρητον. Ἀνίσως δέ, ἀδελφὲ Κυριακέ, δὲν ἀνταμώσωμεν ἕνας τὸν ἄλλον εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, ἀλλ’ ὅμως ἐκεῖ εἰς τὴν ἄλλην, κᾀνένας δὲν θέλει μᾶς ἐμποδίσει ἀπὸ τὸ νὰ ἀνταμωθῶμεν, καὶ νὰ συζῶμεν ἕνας μὲ τὸν ἄλλον. Τότε δὲ θέλομεν ἰδοῦμεν καὶ ἐκείνους ὁποῦ μᾶς ἐξώρισαν, καθὼς καὶ ὁ Λάζαρος εἶδε τὸν πλούσιον, καὶ οἱ Μάρτυρες θέλουν ἰδοῦν τοὺς τυράννους, ὁποῦ τοὺς ἐμαρτύρησαν.
Διὰ τοῦτο λοιπὸν μὴ λυπῆσαι, ἀγαπητὲ ἀδελφέ, ἀλλὰ ἐνθυμοῦ τὸν Προφήτην Ἡσαΐαν λέγοντα· «Μὴ φοβεῖσθε ὀνειδισμὸν ἀνθρώπων, καὶ τῷ φαυλισμῷ αὐτῶν μὴ ἡττᾶσθε. Ὡς γὰρ ἱμάτιον βρωθήσεται ὑπὸ χρόνου, καὶ ὡς ἔριον βρωθήσεται ὑπὸ σητός, οὕτω βρωθήσονται» (Ἡσ. να΄, 7). Στοχάσου δὲ καὶ τὸν Δεσπότην ἡμῶν Χριστόν, πῶς μέσα ἀπὸ τὰ σπάργανα ἐδιώκετο, καὶ εἰς τὴν βάρβαρον γῆν τῶν Αἰγυπτίων ἀπερρίπτετο. Ποῖος; Ἐκεῖνος ὁποῦ κρατεῖ τὸν κόσμον εἰς τὰς χεῖράς του. Καὶ διατί; Διὰ νὰ γένῃ τύπος εἰς ἡμᾶς καὶ παράδειγμα, τοῦ νὰ μὴ παραπονούμεθα καὶ νὰ γογγύζωμεν εἰς τοὺς πειρασμούς. Ἐνθυμήσου δὲ διὰ χάριν ἐδικήν μου, καὶ τὸ πάθος τοῦ Σωτῆρος, καὶ πόσας ὕβρεις ὁ Δεσπότης τῶν ἁπάντων ὑπέμεινε διὰ λόγου μας. Ἄλλοι μὲν γὰρ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ὠνόμαζον αὐτὸν Σαμαρείτην, καὶ οἰνοπότην. Ἄλλοι δέ, δαιμονισμένον καὶ ψευδοπροφήτην. «Ἔλεγον γάρ, ὅτι ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης» (Λουκ. ζ΄, 34), καὶ «ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια» (Ματθ. θ΄, 34).
Τί δὲ νά σοι λέγω, πῶς ἐπῆγαν, ὢ τοῦ θαύματος! νὰ κατακρημνίσουν αὐτόν; Καὶ πῶς εἰς τὸ πρόσωπον αὐτὸν ἔπτυον; Καὶ ῥαπίσματα τοῦ ἔδιδαν; Τί νά σοι λέγω, πῶς ἐπότιζον αὐτὸν χολήν, καὶ μὲ τὸν κάλαμον ἐκτύπουν τὴν παναγίαν του κεφαλήν; Καὶ ἔνδυνον αὐτὸν μὲ περιπαικτικὴν χλαμύδα; Τί νά σοι λέγω, πῶς μὲ ἀκάνθας ἐστεφάνοναν αὐτόν, καὶ ἐγονάτιζον ἔμπροσθέν του, περιπαίζοντες καὶ κάθε εἶδος περιγελάσματος εἰς αὐτὸν προσφέροντες; Τί νά σοι λέγω, πῶς ἔφερον αὐτὸν εἰς τὸ πάθος καὶ εἰς τὸν σταυρόν, γυμνὸν καὶ κατάκριτον, οἱ αἱμοβόροι ἐκεῖνοι σκύλοι; Καὶ πῶς ὅλοι οἱ Μαθηταί του τὸν ἐγκατέλιπον; Ὁ μὲν γὰρ Πέτρος, τὸν ἀρνήθη, ὁ δὲ Ἰούδας, τὸν ἐπρόδωκεν, οἱ δὲ ἐπίλοιποι ἔφυγον, καὶ μόνος λοιπὸν ἐστέκετο γυμνὸς εἰς τὸ μέσον τῶν ὄχλων ἐκείνων. (Ἑορτὴ γὰρ τοῦ Πάσχα ἦτον τότε, ἡ ὁποία ἐσυνάθροιζεν ὅλους τοὺς Ἰουδαίους εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ ἑορτάσουν.) Ἢ τί νά σοι λέγω, πῶς ἐσταύρωσαν αὐτὸν ὡς πονηρὸν ἀνάμεσα εἰς δύω κλέπτας; Τί δὲ νά σοι διηγοῦμαι, πῶς ὁ Κύριος ἐστέκετο ἄταφος, ὅταν τὸν ἐκατέβασαν ἀπὸ τὸν σταυρόν, ἕως ὁποῦ ἦλθεν Ἰωσὴφ ὁ Ἀριμαθαῖος καὶ ἐζήτησεν αὐτὸν διὰ νὰ τὸν θάψῃ (3); Καὶ πῶς τὸν ἐσυκοφάντησαν, ὅτι δὲν ἀνεστήθη, ἀλλὰ οἱ μαθηταί του τὸν ἔκλεψαν;
Ἐνθυμήσου δὲ πάλιν τοὺς Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου, πῶς εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ Εὐαγγελίου ἐδιώκοντο ἀπὸ κάθε τόπον, καὶ πῶς ἐκρύπτοντο εἰς τὰς πόλεις. Καὶ ὁ μὲν Παῦλος ἦτον κεκρυμμένος, εἰς τὴν πορφυροπώλιδα γυναῖκα. Ὁ δὲ Πέτρος, εἰς τὸν Σίμωνα τὸν ταμβάκην. Καὶ πῶς δὲν εἶχον παρρησίαν κοντὰ εἰς τοὺς πλουσίους. Ὕστερον ὅμως ὅλα ἔγιναν εὔκολα εἰς αὐτούς. Ἔτζι καὶ σύ, ἀδελφέ, μὴ λυπῆσαι, ἂν τώρα ἀκολουθοῦν τὰ λυπηρά. Διατὶ ὕστερον ἔχουν νὰ ἀκολουθήσουν τὰ χαροποιά. Ἤκουσα δὲ καὶ διὰ τὸν φλύαρον ἐκεῖνον Ἀρσάκιον, τὸν ὁποῖον ἐκάθισεν ἡ βασίλισσα Πατριάρχην εἰς τὸν θρόνον μου, ὅτι πολλὰ ἔθλιψε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς παρθένους, ὁποῦ μὲ ἐδεφένδευον, καὶ δὲν ἠθέλησαν νὰ συγκοινωνήσουν μὲ αὐτόν (4), ἀπὸ τοὺς ὁποίους πολλοὶ καὶ ἀπέθανον εἰς τὴν φυλακὴν διὰ τὴν ἐδικήν μου ἀγάπην. Ἐκεῖνος, λέγω, ὁ προβατόσχημος λύκος, ὁ ὁποῖος, ἔχει μὲν σχῆμα Ἐπισκόπου, μοιχὸς δὲ εἶναι κατὰ ἀλήθειαν. Διότι καθὼς ἡ γυνὴ ὀνομάζεται μοιχαλίς, ὅταν, ζῶντος τοῦ ἀνδρός της, πάρῃ ἄλλον ἄνδρα, ἔτζι καὶ αὐτὸς εἶναι μοιχὸς οὐχὶ κατὰ σάρκα, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα. Ἐπειδὴ ζῶντος ἐμοῦ τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, αὐτὸς ἅρπασε τὸν θρόνον μου.
Ταῦτά σοι, ἀδελφὲ Κυριακέ, γράφομεν ἀπὸ τὴν Κουκουσόν, ὅπου ἡ βασίλισσα ἐπρόσταξε καὶ ἐξωρίσθημεν. Πολλαὶ δὲ θλίψεις καὶ πειρασμοὶ ἀπάντησαν εἰς ἐμένα κατὰ τὸν δρόμον, ἀλλ’ ὅμως δι’ αὐτὰς δὲν ἐφρόντισα. Ὅταν δὲ ἤλθομεν εἰς τὴν χώραν τῶν Καππαδοκῶν, καὶ εἰς τὴν Ταυροκιλικίαν, χοροὶ Ἁγίων Πατέρων μᾶς ἐπροϋπαντοῦσαν. Ἀλλὰ καὶ πλῆθος Μοναχῶν καὶ Παρθένων, οἵτινες ἔχυναν βρύσεις δακρύων ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς των καὶ ἔκλαιον ἀπαρηγόρητα, βλέποντες ἡμᾶς, πῶς ἐπηγαίναμεν εἰς τὴν ἐξορίαν, καὶ ἔλεγον ἕνας εἰς τὸν ἄλλον, συμφέρον ἦτον εἰς τὸν κόσμον νὰ σβύσῃ ὁ ἥλιος, παρὰ νὰ σιωπήσῃ τὸ στόμα τοῦ Ἰωάννου. Αὐτὰ τὰ λόγια μὲ ἐτάραξαν καὶ μὲ ἐλύπησαν, ἀδελφέ, περισσότερον ἀπὸ ὅλα τὰ δεινὰ ὁποῦ ἔπαθον, ἐπειδὴ καὶ ἔβλεπον ὅλους κλαίοντας. Διὰ δὲ τὰ ἄλλα, ὅσα μοὶ ἐσυνέβηκαν, κᾀμμίαν φροντίδα δὲν ἐποίησα. Πολλὰ δὲ μᾶς ἐδεξιώθη καὶ ὁ Ἐπίσκοπος ταύτης τῆς πόλεως, καὶ πολλὴν ἀγάπην ἔδειξεν εἰς ἡμᾶς, ὥστε ὁποῦ, ἂν ἦτον δυνατόν, καὶ ἂν δὲν ἐφυλάττομεν τοὺς ὅρους καὶ κανόνας, τοὺς μὴ συγχωροῦντας νὰ γίνωνται μεταθέσεις Ἐπισκόπων, καὶ νὰ μὴν ᾖναι δύω Ἐπίσκοποι ἐν ταυτῷ εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν Ἐπισκοπήν, βέβαια, ἤθελε δώσῃ καὶ τὸν θρόνον του εἰς ἡμᾶς. Δέομαι λοιπὸν καὶ ἀντιβολῶ, ἀπόρριψον, ἀδελφέ, τὴν λύπην καὶ ἀθυμίαν ἀπὸ τὴν ψυχήν σου, καὶ ἐνθυμοῦ καὶ ἡμᾶς εἰς τὰς πρὸς Θεὸν ἱκεσίας σου. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον (5).)
(1) Σημείωσαι, ὅτι Κοσμᾶς ὁ Βεστίτωρ ἐγκώμια δύω ἔχει εἰς τὴν ἐπάνοδον τοῦ λειψάνου τοῦ θείου Χρυσοστόμου, ὧν τοῦ μὲν ἑνὸς ἡ ἀρχὴ ἔστιν αὕτη· «Ἧκεν ἡμῖν ἡ λαμπρὰ καὶ χαρμόσυνος», τοῦ δὲ ἑτέρου αὕτη· «Ἀλλὰ πῶς ἄν τις αἰτίας καὶ μώμων». (Σῴζονται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου καὶ ἐν τῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων.) Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ σῴζονται προσέτι, καὶ ἄλλοι δύω λόγοι εἰς τὴν αὐτὴν ἑορτήν, ὧν τοῦ μὲν ἑνὸς ἡ ἀρχὴ ἔστιν αὕτη· «Δεῦτε ἀκούσατε καὶ διηγήσομαι ὑμῖν». Τοῦ δὲ ἑτέρου αὕτη· «Ἤκουσται πάντως ὑμῖν, ὦ φιλόχριστος πανήγυρις».
(2) Βύσσος εἶναι λινάρι λευκότατον καὶ λεπτότατον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ὑφαίνονται τὰ λεπτότατα καὶ λευκότατα ἱμάτια, ἅπερ φοροῦσιν οἱ πλούσιοι ἐν τῷ καιρῷ τοῦ θέρους.
(3) Σημειοῦμεν ἐνταῦθα, ὅτι ὁ μὲν Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἐφανέρωσε, διὰ τί σκοπὸν ἐζήτησαν οἱ Ἰουδαῖοι νὰ τζακισθῶσι τὰ σκέλη, τόσον τοῦ Κυρίου, ὅσον καὶ τῶν λῃστῶν. Ἤγουν ἵνα ἀποθάνωσιν ὀγλιγωρότερα, καὶ κατεβασθῶσιν ἀπὸ τοὺς σταυρούς, καὶ σηκωθῶσιν ἀπὸ τὸ μέσον διὰ τῆς ἐνταφιάσεως. Διὰ νὰ μὴ μένουν ἐπάνω εἰς τὸν σταυρὸν ἐν τοιαύτῃ μεγάλῃ ἑορτῇ τοῦ Πάσχα. Τί γάρ φησιν; «Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ Σαββάτῳ, ἐπεὶ Παρασκευὴ ἦν· (ἦν γὰρ μεγάλη ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Σαββάτου), ἠρώτησαν τὸν Πιλάτον, ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη καὶ ἀρθῶσιν. Ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη, καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ» (δῆλον δὲ ὅτι καὶ ἐκατέβασαν αὐτοὺς ἀπὸ τοὺς σταυροὺς καὶ ἐνταφίασαν) (Ἰω. ιθ΄, 31). Ὁ τοίνυν θεῖος Χρυσόστομος ἀκολουθῶν εἰς τὸν σκοπὸν τοῦτον τῶν Ἰουδαίων, ὑπέλαβεν ὅτι καθὼς οἱ στρατιῶται ἐκατέβασαν τῶν λῃστῶν τὰ σώματα ἀπὸ τοὺς σταυρούς, ἔτζι ἐκατέβασαν καὶ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν σταυρόν. Καὶ διὰ τοῦτο λέγει ἐδῶ, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι αὐτοὶ κατήνεγκαν τὸν Κύριον ἀπὸ τὸν σταυρόν. Ἐπειδὴ ὅμως, ῥητῶς τοῦτο ὁ Εὐαγγελιστὴς οὐκ ἐδήλωσε, μάλιστα δὲ λέγει παρακάτω ὅτι· «Μετὰ ταῦτα ἠρώτησε τὸν Πιλάτον ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας ἵνα … ἄρῃ (ὃ δηλοῖ ἵνα σηκώσῃ ἐκ τοῦ μέσου καθὼς ἀνωτέρω ἡρμηνεύθη καὶ τὸ, ἀρθῶσι) τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐπέτρεψεν ὁ Πιλάτος» (κεφ. ιθ΄, 38), καὶ ἴσως ἕως ὁποῦ ὁ στρατιώτης νὰ νύξῃ αὐτοῦ τὴν πλευράν, καὶ νὰ ῥεύσῃ ἐξ αὐτῆς τὸ αἷμα καὶ τὸ ὕδωρ, ἐξωδεύθη ἐν τῷ μεταξὺ κᾄποιος καιρός, μεθ’ ὃν ἐπῆγεν ὁ Ἰωσήφ, καὶ ἐζήτησε νὰ κατεβάσῃ ἀπὸ τὸν σταυρὸν τὸ σῶμα τοῦ τεθανατωμένου Σωτῆρος. Μαρτυροῦσι δὲ τοῦτο συμφώνως καὶ οἱ δύω Εὐαγγελισταί, ὅ τε Μάρκος καὶ ὁ Λουκᾶς. Ὁ μὲν γὰρ Μάρκος λέγει περὶ τοῦ Ἰωσήφ· «Καὶ ἀγοράσας σινδόνα, καὶ καθελὼν αὐτόν, ἐνείλησε τῇ σινδόνι» (Μάρκ. ις΄, 46), ὁ δὲ Λουκᾶς· «Καὶ καθελὼν αὐτό, ἐνετείλιξεν αὐτὸ σινδόνι» (Λουκ. κγ΄, 53).
(4) Ὅρα περὶ τοῦ Ἀρσακίου τούτου εἰς τὴν ἑνδεκάτην τοῦ Ὀκτωβρίου.
(5) Εἰς τὴν ἀνακομιδὴν τοῦ λειψάνου τοῦ θείου τούτου Χρυσοστόμου, ἐγκώμιον ἐφιλοπόνησεν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία. Ἀλλὰ καὶ παρακλητικὸν Κανόνα ἐσύνθεσα εἰς αὐτόν. Καὶ ὁ βουλόμενος, ζητησάτω ταῦτα.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ Ἁγία Μαρκιανὴ ἡ βασίλισσα, ἡ κατατεθεῖσα ἐν τοῖς Ἁγίοις Ἀποστόλοις, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Τὴν βασίλισσαν Μαρκιανὴν ἐκ βίου,
Χριστὸς Βασιλεὺς ἐξάγει βασιλέων.
*
Ὁ Ὅσιος Κλαυδῖνος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ψυχῆς ἰδὼν σῆς κάλλος ἐξῃρημένον,
Ὁ ψυχεραστὴς λαμβάνει σε Κλαυδῖνε.
*
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Αἰγύπτιος, εἰς βαθὺ γῆρας ἐλθών, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (6).
Ὡς ὥριμός τις σῖτος ἐκ γήρως Πέτρε,
Οἷον ταμείῳ συγκομίζῃ τῷ τάφῳ.
(6) Ὁ Ὅσιος Πέτρος οὗτος, ἴσως εἶναι ὁ ἐν τῷ Παραδείσῳ τῶν Πατέρων ἀναφερόμενος, ὁ τοῦ Ἀββᾶ Λὼτ μαθητής. Τοῦτον τὸν Πέτρον ἐρώτησεν ἕνας ἀδελφὸς λέγων. Ὅταν εἶμαι εἰς τὸ κελλίον μου, ἐν εἰρήνῃ εὑρίσκεται ἡ ψυχή μου. Ὅταν δὲ ἔλθῃ εἰς ἐμὲ κᾀνένας ἀδελφός, καὶ εἰπῇ εἰς ἐμὲ λόγια τῶν ἔξωθεν ἀνθρώπων, τότε ἡ ψυχή μου ταράσσεται. Ἀπεκρίθη δὲ εἰς αὐτὸν ὁ Ἀββᾶς Πέτρος, ὅτι ἔλεγεν ὁ Ἀββᾶς Λὼτ ὁ ἐκείνου γέρωντας. Τὸ κλειδίον σου ἀνοίγει τὴν θύραν. Λέγει δὲ ὁ ἀδελφός. Τί θέλει νὰ εἰπῇ ὁ λόγος αὐτὸς Ἀββᾶ; Ὁ Πέτρος εἶπεν. Ἐὰν ἔλθῃ ἀδελφὸς εἰς ἐσένα, ἐρωτᾷς ἐσὺ αὐτόν. Πῶς ἔχεις; πόθεν ἦλθες; πῶς ἔχουσιν οἱ ἀδελφοί, σὲ ἐδέχθηκαν μὲ περιποίησιν, ἢ ὄχι; Καὶ ἔτζι μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἀνοίγεις ἐσὺ πρῶτος τὴν πόρταν, διὰ νὰ λαλήσῃ ὁ παραβαλών σοι ἀδελφός, καὶ ἔτζι ἀκούεις ἐκεῖνα, ὁποῦ δὲν θέλεις, καὶ ταράττεται ἡ ψυχή σου. Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀδελφός. Οὕτως ἔχει ἡ ἀλήθεια. Τί λοιπὸν πρέπει νὰ κάμῃ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν τύχῃ νὰ ἔλθῃ ἀδελφὸς εἰς αὐτόν; Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος. Ὅταν ἔχῃ τινας τὸ πένθος, τότε αὐτὸ γίνεται διδαχὴ εἰς τὸν ἄνθρωπον, καὶ διδάσκει αὐτὸν τί πρέπει νὰ κάμῃ. Ὅταν δέ τινας πένθος δὲν ἔχῃ, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ φυλαχθῇ. Ἀπεκρίθη ὁ ἀδελφός. Ὅταν εὑρίσκωμαι εἰς τὸ κελλίον μου, τότε εὑρίσκεται καὶ τὸ πένθος μαζί μου. Ὅταν δὲ εὔγω ἔξω τοῦ κελλίου μου, τότε καὶ τὸ πένθος ἀναχωρεῖ ἀπὸ λόγου μου. Ὁ δὲ γέρων εἶπεν εἰς αὐτόν. Ὅτι καθὼς ὁ γνήσιος υἱὸς δὲν ἀφίνει τὸν πατέρα του, τοιουτοτρόπως καὶ τὸ πένθος, ὅταν γένῃ ἕξις εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ κατασταθῇ ὡσὰν υἱός του γνήσιος, δὲν ἀναχωρεῖ πλέον ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ ὁποίαν ὥραν ζητήσῃ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος, τὸ εὑρίσκει. Οὗτος ἐρωτήθη μίαν φορὰν τίς εἶναι δοῦλος Θεοῦ; Καὶ ἀπεκρίθη. Ἐν ὅσῳ δουλεύει τινας εἰς οἱονδήποτε πάθος, δὲν λογίζεται δοῦλος Θεοῦ. Ἀλλὰ εἶναι δοῦλος ἐκείνου τοῦ πάθους, ἀπὸ τὸ ὁποῖον κυριεύεται. Ἐν ὅσῳ δὲ αὐτὸς κυριεύεται, δὲν ἠμπορεῖ νὰ διδάξῃ τοὺς ἄλλους ὁποῦ κυριεύονται ἀπὸ τὰ ἴδια πάθη, ἐπειδὴ ἐντροπὴ εἶναι εἰς αὐτὸν τὸ νὰ διδάξῃ, πρὸ τοῦ αὐτὸς νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὸ πάθος ἐκεῖνο, διὰ τὸ ὁποῖον διδάσκει.
*
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος, ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας κατὰ τὸ ͵αψπδ΄ [1784] ἔτος, ξίφει τελειοῦται.
Φῶς οὐράνιον σῷ ἐπέστη λειψάνῳ,
Χριστοῦ ὑπερτμηθέντι θείας ἀγάπης (7).
(7) Ὅρα τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ, εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *