Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου26 Οκτωβρίου

Των Αγίων Δημητρίου του Μυροβλύτου του πανενδόξου Μεγαλομάρτυρος και Θαυματουργού κ.α.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος ΔημήτριοςΤω αυτώ μηνί Κς’, μνήμη του Αγίου και πανενδόξου Μεγαλομάρτυρος και Θαυματουργού Δημητρίου του Μυροβλύτου.

Δημήτριον νύττουσι λόγχαι Χριστέ μου,
Ζηλούντα πλευράς λογχονύκτου σης πάθος.

Εικοστή μελίαι Δημήτριον έκτη ανείλον.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των βασιλέων, εν έτει σϞς’ [296], εκατάγετο δε από την πόλιν Θεσσαλονίκην, ευσεβής ων άνωθεν από τους γονείς του, και διδάσκαλος της εις τον Χριστόν πίστεως. Όταν δε επήγεν εις την Θεσσαλονίκην ο Μαξιμιανός, τότε επιάσθη ο μέγας ούτος Δημήτριος και εβάλθη εις την φυλακήν. Διατί ήτον κατά την ευσέβειαν και την εις Χριστόν πίστιν περιβόητος. Επειδή δε ο βασιλεύς εκαυχάτο δια ένα άνθρωπον, Λυαίον ονομαζόμενον, ο οποίος υπερέβαλε τους άλλους κατά το μέγεθος του σώματος και κατά την ανδρίαν· και επειδή επαρακίνει τους Θεσσαλονικείς να έμβουν εις το στάδιον, και να πολεμήσουν με αυτόν· δια τούτο ένας νέος Χριστιανός κατά την πίστιν, ονομαζόμενος Νέστωρ, επήγεν εις τον Άγιον Δημήτριον ευρισκόμενον εις την φυλακήν και είπεν εις αυτόν. Δούλε του Θεού, θέλω να πολεμήσω με τον Λυαίον. Όθεν παρακάλεσαι τον Κύριον δια λόγου μου. Ο δε Άγιος εσφράγισε το μέτωπον αυτού και είπε. Και τον Λυαίον θέλεις νικήσεις, και δια τον Χριστόν θέλεις μαρτυρήσεις. Όθεν από τον λόγον τούτον του Αγίου, λαβών θάρρος ο Νέστωρ και δύναμιν εις την ψυχήν του, ευθύς επήδησεν εις το στάδιον. Και πολεμήσας με τον Λυαίον, εθανάτωσεν αυτόν. Και ούτω κατέβαλε και την υπερηφάνειαν εκείνου, και το καύχημα του βασιλέως.

Ο βασιλεύς λοιπόν εντροπιασθείς, ελυπήθη ομού και εθυμώθη. Και επειδή έμαθεν, ότι ο Άγιος Δημήτριος επαρακίνησεν εις τούτο τον Νέστορα, έστειλε στρατιώτας, και επρόσταξεν αυτούς να κατατρυπήσουν με λόγχας τον Άγιον μέσα εις την φυλακήν. Διατί έγινεν αίτιος της σφαγής του Λυαίου. Γενομένου δε τούτου, ευθύς ο μέγας Δημήτριος παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού. Πολλά δε θαύματα και ιατρείας παραδόξους εποίει μετά θάνατον. Έπειτα με προσταγήν του βασιλέως απεκεφαλίσθη και ο Άγιος Νέστωρ. Με τοιούτον μεν τρόπον ηκολούθησεν ο θάνατος του Αγίου Δημητρίου, και το νεκρόν αυτού λείψανον ευρίσκετο κατά γης ερριμμένον. Μερικοί δε Χριστιανοί πέρνοντες αυτό, το εκήδευσαν και ενταφίασαν εις την γην. Ένας δε δούλος του Αγίου ονόματι Λούπος, ο οποίος επαραστέκετο εις αυτόν, όταν ελάμβανε τον υπέρ Χριστού μακάριον θάνατον, ούτος λέγω, πέρνωντας το αίμα του Μάρτυρος επάνω εις το του Αγίου επανωφόρι, ομοίως πέρνωντας και το δακτυλίδι του Αγίου, και χρίσας αυτό με το αίμα του, έκαμνε δια μέσου αυτών πολλά θαύματα και τεράστια, ώστε οπού εγέμωσεν όλη η πόλις της Θεσσαλονίκης από την φήμην των τοιούτων θαυμάτων. Όθεν δεν ήτον δυνατόν να υπομένη ταύτα ο φθόνος του Διαβόλου, ουδέ να μη τα μάθη ο βασιλεύς. Δια τούτο επιάσθη ο καλός ούτος υπηρέτης Λούπος και εφονεύθη παρευθύς, γενόμενος και αυτός Μάρτυς του Ιησού Χριστού (1). (Τον δε πλατύτερον Βίον του Αγίου Δημητρίου, και τα θαύματα αυτού, όρα εις τον Θησαυρόν του πεζογράφου Δαμασκηνού (2).)

(1) Σημείωσαι, ότι το Μαρτύριον του Αγίου Δημητρίου συνέγραψεν ελληνιστί ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Είχε μεν τα Ρωμαίων σκήπτρα». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)

(2) Σημείωσαι, ότι η εμή αδυναμία εφιλοπόνησεν εξ νέους Κανόνας εξαήχους, εις τον Άγιον τούτον Δημήτριον. Οίτινες συναριθμηθέντες με άλλους δύω παλαιούς εις πρώτον και δεύτερον ήχον όντας, έγινεν ωραία οκτώηχος εις τον Άγιον Δημήτριον. Ετυπώθη δε αύτη ανωνύμως εν τω τέλει του νεοτυπώτου βιβλίου, του καλουμένου Θύρα Μετανοίας, του περί των τεσσάρων εσχάτων διαλαμβάνοντος. Έχει δε και εγκώμιον γλαφυρόν εις την αυτού μαρτυρικήν μεγαλειότητα ο θείος Γρηγόριος ο Θεσσαλονίκης ο Παλαμάς, ου η αρχή· «Εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου». Σημείωσαι, ότι τους αίνους του Αγίου τούτου Δημητρίου συνέγραψεν ο Στουδίτης Θεόδωρος. Ή μάλλον και ακριβέστερον ειπείν, ο Άγιος Θεοφάνης ο Γραπτός. Και όρα εις τα Συναξάρια εκείνων κατά την ενδεκάτην του Νοεμβρίου. Και κατά την ενδεκάτην του Οκτωβρίου. Εσφαλμένη δε εστιν η περίοδος εκείνη του τροπαρίου των πρώτων στιχηρών του μεγάλου Εσπερινού, η λέγουσα· «Μετά πολλού γαρ σάλου και κλύδωνος, σοι των αθέων προσρήξαν κύματα». Ήνπερ εγώ ούτως εύρον διωρθωμένην εν τοις χειρογράφοις· «Μετά σφοδρού γαρ σάλου και κλύδωνος, σοι προσραγέντα, αθέων κύματα». Αλλά και η εν τω απολυτικίω εκείνη περίοδος, η λέγουσα· «Ως ουν Λυαίου καθείλες την έπαρσιν, και εν σταδίω θαρρύνας τον Νέστορα», ούτω διορθούται· «Και εν σταδίω εθάρρυνας Νέστορα», ή «εν τω σταδίω θαρρύνας τον Νέστορα». Σημείωσαι, ότι λόγος απλούς του Αγίου Δημητρίου ευρίσκεται εις την Αποστολικήν Σαγήνην. Ο δε ανωτέρω λόγος του Θεσσαλονίκης Γρηγορίου, ευρίσκεται μεταφρασμένος εις το απλούν εν τινι κελλίω Χιλανταρινώ του Αγίου Δημητρίου, επικαλουμένω του Γερμανού. Όστις παρά μεν του οσιολογιωτάτου κυρ Νεοφύτου μετεφράσθη, παρ’ εμού δε επιμελώς εδιωρθώθη και αντεγράφη. Εγκώμιον εις τον μέγαν Δημήτριον έχει και Μακάριος ο Κωφός. Αλλά και Λέων ο Σοφός ελληνικόν εγκώμιον πλέκει εις αυτόν, σωζόμενον εν τη Μονή του Παντοκράτορος, ου η αρχή· «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού». Και Ιωάννης ο χαρτοφύλαξ της Θεσσαλονίκης λόγον έχει εις το μύρον αυτού, ου η αρχή· «Ο λόγος τω Μυρορρόα». (Σώζεται εν τη Λαύρα και τη του Βατοπαιδίου και Διονυσίου.) Και Φιλόθεος Πατριάρχης, ου η αρχή· «Δημήτριος ημίν του τε συλλόγου». (Σώζεται εν τη των Ιβήρων.)

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη της από Θεσσαλονίκης εις την εν Κωνσταντινουπόλει Μονήν του Παντοκράτορος, δια προστάξεως βασιλικής γενομένης εισελεύσεως, του περιωνύμου και αηττήτου Δημητρίου, ήτοι της ιεράς εικόνος αυτού, της πρότερον επικειμένης τη μυροβλύτω αυτού σορώ και σκεπούσης ταύτην.

Σης ουκ αποστάς εις βασίλειον πόλιν,
Μάρτυς μετέστης δια της σης εικόνος.

Κατά τους χρόνους του βασιλέως Μανουήλ του Κομνηνού εν έτει ͵αρμγ’ [1143], και Ιωσήφ του Ηγουμένου της εν Κωνσταντινουπόλει ιεράς και βασιλικής Μονής του Παντοκράτορος, ηκολούθησεν η από Θεσσαλονίκης εις Κωνσταντινούπολιν μετάθεσις της ιεράς εικόνος του μεγάλου Δημητρίου. Ηκολούθησε δε με τοιούτον τρόπον. Κατά το εξακισχιλιοστόν εξακοσιοστόν πεντηκοστόν έβδομον έτος από κτίσεως κόσμου, εν μηνί Μαρτίω, ευγήκεν ο ανωτέρω βασιλεύς Μανουήλ ο Κομνηνός, δια να υπάγη εις τον κατά της Σικελίας πόλεμον. Τότε δε και ο ανωτέρω Ηγούμενος της του Παντοκράτορος Μονής κύριος Ιωσήφ, δια αναγκαίας υποθέσεις οπού είχεν, επήγε να ανταμώση τον βασιλέα. Καθώς δε ήλπιζε, δεν ευρήκε τούτον εις την Θεσσαλονίκην, αλλά εις ένα χωρίον, ονομαζόμενον Ντομπροχούβιστα. Το οποίον, απέχει μεν από την Βέρροιαν, έως δύω μίλια. Από δε την Θεσσαλονίκην, έως δύω ημέρας. Αφ’ ου λοιπόν αντάμωσε τον βασιλέα, κοντά εις τα άλλα παρεκάλεσεν αυτόν, και δια να αναπληρώση το υστέρημα οπού αφήκαν οι πρόγονοί του βασιλείς, ήγουν το να αποθησαυρίση εις το γονικόν αυτού Μοναστήριον του Παντοκράτορος, την ιεράν εικόνα του Αγίου Δημητρίου, ήτις εστέκετο επάνω εις τον τάφον και την σορόν του λειψάνου του.

Ο δε βασιλεύς τούτο ακούσας, μετά χαράς εδέχθη την αίτησιν. Και παρευθύς γράφει προς τον δούκα της Θεσσαλονίκης και χαρτουλάριον κυρ Βασίλειον, διορίζων αυτόν, ότι να κάμη άλλην εικόνα, και να την βάλη επάνω του τάφου του Αγίου Δημητρίου, δια της επιστασίας του κυρ Ιωάννου Σμενιώτου, του επιτρόπου των εν Θεσσαλονίκη υποστατικών και μετοχίων του ρηθέντος Μοναστηρίου του Παντοκράτορος. Την δε παλαιάν αγίαν εικόνα του Αγίου, να την σηκώση από εκεί, και να την αποστείλη εις το ανωτέρω του Παντοκράτορος Μοναστήριον. Ευθύς λοιπόν ο λόγος του βασιλέως έργον εγένετο. Και κατεσκευάσθη μεν άλλη νέα εικών του Αγίου Δημητρίου από χρυσάφι και ασήμι, πλέον ωραιοτέρα και μεγαλιτέρα από την πρώτην, και εβάλθη επάνω του θείου και μυροβλύτου τάφου του Αγίου. Η δε παλαιά και πρώτη εκείνη του Αγίου εικών, ήτις είχε ζωγραφισμένον τον μέγαν Δημήτριον όρθιον, υψωμένας έχοντα τας χείρας εις ουρανόν, αύτη, λέγω, εστάλθη εις Κωνσταντινούπολιν. Την οποίαν, ευθύς οπού ήκουσαν πως έρχεται, οι της συγκλήτου άρχοντες και οι λοιποί ιερωμένοι και λαϊκοί, μάλιστα δε οι Μοναχοί του Μοναστηρίου του Παντοκράτορος, ευγήκαν όλοι έξω της Κωνσταντινουπόλεως έως επτά μίλια, και προϋπάντησαν αυτήν με δορυφορίαν και προπομπήν μεγάλην. Με ύμνους και ωδάς. Και με λαμπάδας (3) και θυμιάματα. Και ούτως εισήγαγον αυτήν εις το διαληφθέν Μοναστήριον του Παντοκράτορος, κατά την εικοστήν τρίτην του Οκτωβρίου μηνός. Τότε ήτον να ιδή τινας, πώς έτρεχεν ο λαός των Χριστιανών, όχι μόνον από την Κωνσταντινούπολιν, αλλά και από τα έξωθεν μέρη της Κωνσταντινουπόλεως. Οίτινες επροσκύνουν την αγίαν και θαυμαστήν του Αγίου εικόνα αδιακόπως, από τας εικοσιτρείς του Οκτωβρίου, έως εις τας εικοσιέξι του αυτού, ήγουν έως της κυρίας εορτής του Αγίου Δημητρίου. Ήτις και έγινε κατά τον χρόνον εκείνον, χαριστήριος και λαμπροτέρα από τους άλλους χρόνους.

Εγένετο δε η τοιαύτη μετάθεσις της ιεράς εικόνος του Αγίου Δημητρίου εις Κωνσταντινούπολιν δια πολλά αίτια. Πρώτον, δια να ήναι μέγας στολισμός και φύλαξ και βοηθός της ρηθείσης σεβασμίας και βασιλικής Μονής του Παντοκράτορος. Δεύτερον, δια να ήναι και βοηθός του βασιλέως Κομνηνού και των διαδόχων του. Και ίνα με την αόρατον αυτού δύναμιν, και από μακράν διώκη τους εχθρούς του Ρωμαϊκού βασιλείου, και δεν αφίνη αυτούς να πλησιάζουν. Τρίτον, δια να ήναι εις φύλαξιν της Βασιλευούσης των πόλεων. Και δια άλλα όμοια (4).

(3) Σημειούμεν εδώ, ότι δια τέσσαρά τινα αίτια ανάπτονται αι λαμπάδες και τα κηρία υπό των Χριστιανών εις τα λείψανα των Αγίων ή εις τας εικόνας. Α’ δια τιμήν των Αγίων και δόξαν. Β’ ίνα όταν ήναι νύκτα δια του φωτός των λαμπάδων, διαλύηται το σκότος της νυκτός, και παραμυθούνται οι οφθαλμοί των ορώντων. Γ’ εις επίδειξιν και σημείον χαράς και φαιδρότητος: όταν δηλαδή ανάπτονται κηρία και φώτα εν ημέρα και του ηλίου λαμπρώς αυγάζοντος. Και Δ’ ίνα δια της φωταψίας των λαμπάδων, ίλεως γίνεται ο Θεός εις τους τας λαμπάδας προσφέροντας. Τα τρία αίτια, βεβαιοί τόσον ο θείος Ιερώνυμος, γράφων κατά Βιγιλαντίου, όσον και ο θεολόγος Γρηγόριος εν τω εις το Πάσχα λόγω, λέγων περί της εν τη νυκτί της λαμπράς γινομένης φωτοχυσίας· «Καλή μεν και η χθες ημίν λαμπροφορία και φωταγωγία, ην ιδία τε και δημοσία συνεστησάμεθα… Και του μεγάλου φωτός αντίτυπος». Εν δε τοις ιαμβείοις αυτού ποιήμασι παρομοιάζει τας τοιαύτας φωταγωγίας τας εν νυκτί γινομένας, με τα φώτα των αστέρων τα εν νυκτί λάμποντα. Το δε τέταρτον βεβαιοί ο τόπος ούτος του Συναξαρίου. Όρα σελ. 350 της Ιεράς Τελετουργίας.) Ότι δε λαμπάδες ανάπτοντο εν τη Εκκλησία, μαρτυρεί και ο θείος Χρυσόστομος λέγων· «Περί Γραφών υμίν διηγούμεθα. Υμείς δε τους οφθαλμούς αποστήσαντες ημών, προς τας λαμπάδας, και τον τας λαμπάδας άπτοντα μετεστήσατε και πόσης τούτο ραθυμίας, ημάς αφέντας τούτω προσέχειν;» (Λογ. «Ότι δουλείας τρεις τρόπους εισήγαγεν η αμαρτία», τομ. ε’.)

(4) Η διήγησις αύτη συνωψίσθη από τον χειρόγραφον Συναξαριστήν. Εν ω Παντοκρατορινός τις κατά πλάτος εκθέττει εν είδει εγκωμίου την μετάθεσιν ταύτην της εικόνος του Αγίου Δημητρίου από Θεσσαλονίκης εις Κωνσταντινούπολιν. Όθεν δια να φιλεύσωμεν τους αναγνώστας φιλοδημητρίους, ενταύθα μετεφράσαμεν αυτήν εν συντόμω. Το δε εν Κωνσταντινουπόλει Μοναστήριον του Παντοκράτορος, κατά τον γεωγράφον Μελέτιον εκτίσθη υπό Ιωάννου Κομνηνού του αυτοκράτορος, ως λέγει ο Νικήτας (βιβλ. α’, κεφ. α’). Κατά δε τον Κίνναμον εκτίσθη από την Ειρήνην την γυναίκα του Ιωάννου (βιβλ. α’), και κατά το Συναξάριον της ιγ’ του Αυγούστου. Εις αυτό εφυλάττοντο πολλά αξιόλογα, και η ιστορηθείσα υπό του Λουκά εικών της Θεοτόκου. Ευρίσκετο δε πλησίον των Αγίων Αποστόλων. Εστάθησαν εις αυτό Μοναχοί επτακόσιοι, καλούμενοι του Αγίου Αντωνίου. Λέγεται τώρα το Μοναστήριον αυτό, Ζεϊρέκι.

*

Οι Άγιοι Μάρτυρες Αρτεμίδωρος και Βασίλειος, ξίφει τελειούνται.

Αρτεμίδωρος ω τέλους ψήφος ξίφος,
Σύναθλον είχε Βασίλειον προς ξίφος.

*

Η Αγία Μάρτυς Λεπτίνα, κατά γης συρομένη, τελειούται.

Εν γη συρείσα χερσί δυσσεβοφρόνων,
Αφήκεν εις γην Λεπτίνα σαρκός πάχος.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Γλύκων, ξίφει τελειούται.

Ξίφει προτείνας Μάρτυς αυχένα Γλύκων,
Σπονδήν γλυκείαν αίμα σου Χριστώ χέεις.

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη του μεγάλου σεισμού.

Έσεισας αλλ’ έστησας αύθις γην Λόγε,
Της σης γαρ οργής οίκτος εστί το πλέον.

Κατά τον εικοστόν τέταρτον χρόνον της βασιλείας Λέοντος του Ισαύρου, ήτοι εν έτει ψμ’ [740], ινδικτιώνος ενάτης, εν τη εικοστή έκτη ταύτη ημέρα του Οκτωβρίου, έγινε τόσον μέγας και φοβερός σεισμός εις την Κωνσταντινούπολιν, ώστε οπού, όλα τα ανώγεα και τα ωραιότατα από τα άλλα οσπήτια, κατεκρημνίσθησαν. Και πολλοί άνθρωποι καταπλακωθέντες, εθανατώθησαν. Δια τούτο και κατά την ημέραν ταύτην του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, κάμνομεν την ενθύμησιν της φοβεράς εκείνης απειλής του σεισμού, πηγαίνοντες με λιτανείαν εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν της Πανάγνου και Αγίας ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. Και τελούμεν εκεί την θείαν και ιεράν Λειτουργίαν. Με τας πρεσβείας της οποίας Θεοτόκου, άμποτε να λυτρωθώμεν από κάθε απειλήν και φοβερισμόν θεϊκόν, και να τύχωμεν της απολαύσεως των αιωνίων αγαθών, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

*

Ο Άγιος Νέος Οσιομάρτυς Ιωάσαφ ξίφει τελειούται (5).

Μίξας ασκήσει την άθλησιν παμμάκαρ,
Διπλούς στεφάνους λαμβάνεις Ιωάσαφ.

(5) Όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος ΔημήτριοςΤῷ αὐτῷ μηνὶ Κς΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου καὶ πανενδόξου Μεγαλομάρτυρος καὶ Θαυματουργοῦ Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου.

Δημήτριον νύττουσι λόγχαι Χριστέ μου,
Ζηλοῦντα πλευρᾶς λογχονύκτου σῆς πάθος.

Εἰκοστῇ μελίαι Δημήτριον ἕκτῃ ἀνεῖλον.

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ τῶν βασιλέων, ἐν ἔτει σϞς΄ [296], ἐκατάγετο δὲ ἀπὸ τὴν πόλιν Θεσσαλονίκην, εὐσεβὴς ὢν ἄνωθεν ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, καὶ διδάσκαλος τῆς εἰς τὸν Χριστὸν πίστεως. Ὅταν δὲ ἐπῆγεν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην ὁ Μαξιμιανός, τότε ἐπιάσθη ὁ μέγας οὗτος Δημήτριος καὶ ἐβάλθη εἰς τὴν φυλακήν. Διατὶ ἦτον κατὰ τὴν εὐσέβειαν καὶ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν περιβόητος. Ἐπειδὴ δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκαυχᾶτο διὰ ἕνα ἄνθρωπον, Λυαῖον ὀνομαζόμενον, ὁ ὁποῖος ὑπερέβαλε τοὺς ἄλλους κατὰ τὸ μέγεθος τοῦ σώματος καὶ κατὰ τὴν ἀνδρίαν· καὶ ἐπειδὴ ἐπαρακίνει τοὺς Θεσσαλονικεῖς νὰ ἔμβουν εἰς τὸ στάδιον, καὶ νὰ πολεμήσουν μὲ αὐτόν· διὰ τοῦτο ἕνας νέος Χριστιανὸς κατὰ τὴν πίστιν, ὀνομαζόμενος Νέστωρ, ἐπῆγεν εἰς τὸν Ἅγιον Δημήτριον εὑρισκόμενον εἰς τὴν φυλακὴν καὶ εἶπεν εἰς αὐτόν. Δοῦλε τοῦ Θεοῦ, θέλω νὰ πολεμήσω μὲ τὸν Λυαῖον. Ὅθεν παρακάλεσαι τὸν Κύριον διὰ λόγου μου. Ὁ δὲ Ἅγιος ἐσφράγισε τὸ μέτωπον αὐτοῦ καὶ εἶπε. Καὶ τὸν Λυαῖον θέλεις νικήσεις, καὶ διὰ τὸν Χριστὸν θέλεις μαρτυρήσεις. Ὅθεν ἀπὸ τὸν λόγον τοῦτον τοῦ Ἁγίου, λαβὼν θάρρος ὁ Νέστωρ καὶ δύναμιν εἰς τὴν ψυχήν του, εὐθὺς ἐπήδησεν εἰς τὸ στάδιον. Καὶ πολεμήσας μὲ τὸν Λυαῖον, ἐθανάτωσεν αὐτόν. Καὶ οὕτω κατέβαλε καὶ τὴν ὑπερηφάνειαν ἐκείνου, καὶ τὸ καύχημα τοῦ βασιλέως.

Ὁ βασιλεὺς λοιπὸν ἐντροπιασθείς, ἐλυπήθη ὁμοῦ καὶ ἐθυμώθη. Καὶ ἐπειδὴ ἔμαθεν, ὅτι ὁ Ἅγιος Δημήτριος ἐπαρακίνησεν εἰς τοῦτο τὸν Νέστορα, ἔστειλε στρατιώτας, καὶ ἐπρόσταξεν αὐτοὺς νὰ κατατρυπήσουν μὲ λόγχας τὸν Ἅγιον μέσα εἰς τὴν φυλακήν. Διατὶ ἔγινεν αἴτιος τῆς σφαγῆς τοῦ Λυαίου. Γενομένου δὲ τούτου, εὐθὺς ὁ μέγας Δημήτριος παρέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ. Πολλὰ δὲ θαύματα καὶ ἰατρείας παραδόξους ἐποίει μετὰ θάνατον. Ἔπειτα μὲ προσταγὴν τοῦ βασιλέως ἀπεκεφαλίσθη καὶ ὁ Ἅγιος Νέστωρ. Μὲ τοιοῦτον μὲν τρόπον ἠκολούθησεν ὁ θάνατος τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, καὶ τὸ νεκρὸν αὐτοῦ λείψανον εὑρίσκετο κατὰ γῆς ἐρριμμένον. Μερικοὶ δὲ Χριστιανοὶ πέρνοντες αὐτό, τὸ ἐκήδευσαν καὶ ἐνταφίασαν εἰς τὴν γῆν. Ἕνας δὲ δοῦλος τοῦ Ἁγίου ὀνόματι Λοῦπος, ὁ ὁποῖος ἐπαραστέκετο εἰς αὐτόν, ὅταν ἐλάμβανε τὸν ὑπὲρ Χριστοῦ μακάριον θάνατον, οὗτος λέγω, πέρνωντας τὸ αἷμα τοῦ Μάρτυρος ἐπάνω εἰς τὸ τοῦ Ἁγίου ἐπανωφόρι, ὁμοίως πέρνωντας καὶ τὸ δακτυλίδι τοῦ Ἁγίου, καὶ χρίσας αὐτὸ μὲ τὸ αἷμά του, ἔκαμνε διὰ μέσου αὐτῶν πολλὰ θαύματα καὶ τεράστια, ὥστε ὁποῦ ἐγέμωσεν ὅλη ἡ πόλις τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὴν φήμην τῶν τοιούτων θαυμάτων. Ὅθεν δὲν ἦτον δυνατὸν νὰ ὑπομένῃ ταῦτα ὁ φθόνος τοῦ Διαβόλου, οὐδὲ νὰ μὴ τὰ μάθῃ ὁ βασιλεύς. Διὰ τοῦτο ἐπιάσθη ὁ καλὸς οὗτος ὑπηρέτης Λοῦπος καὶ ἐφονεύθη παρευθύς, γενόμενος καὶ αὐτὸς Μάρτυς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (1). (Τὸν δὲ πλατύτερον Βίον τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, καὶ τὰ θαύματα αὐτοῦ, ὅρα εἰς τὸν Θησαυρὸν τοῦ πεζογράφου Δαμασκηνοῦ (2).)

(1) Σημείωσαι, ὅτι τὸ Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Δημητρίου συνέγραψεν ἑλληνιστὶ ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Εἶχε μὲν τὰ Ῥωμαίων σκῆπτρα». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)

(2) Σημείωσαι, ὅτι ἡ ἐμὴ ἀδυναμία ἐφιλοπόνησεν ἓξ νέους Κανόνας ἑξαήχους, εἰς τὸν Ἅγιον τοῦτον Δημήτριον. Οἵτινες συναριθμηθέντες μὲ ἄλλους δύω παλαιοὺς εἰς πρῶτον καὶ δεύτερον ἦχον ὄντας, ἔγινεν ὡραία ὀκτώηχος εἰς τὸν Ἅγιον Δημήτριον. Ἐτυπώθη δὲ αὕτη ἀνωνύμως ἐν τῷ τέλει τοῦ νεοτυπώτου βιβλίου, τοῦ καλουμένου Θύρα Μετανοίας, τοῦ περὶ τῶν τεσσάρων ἐσχάτων διαλαμβάνοντος. Ἔχει δὲ καὶ ἐγκώμιον γλαφυρὸν εἰς τὴν αὐτοῦ μαρτυρικὴν μεγαλειότητα ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Θεσσαλονίκης ὁ Παλαμᾶς, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἐμοὶ δὲ λίαν ἐτιμήθησαν οἱ φίλοι σου». Σημείωσαι, ὅτι τοὺς αἴνους τοῦ Ἁγίου τούτου Δημητρίου συνέγραψεν ὁ Στουδίτης Θεόδωρος. Ἢ μᾶλλον καὶ ἀκριβέστερον εἰπεῖν, ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Γραπτός. Καὶ ὅρα εἰς τὰ Συναξάρια ἐκείνων κατὰ τὴν ἑνδεκάτην τοῦ Νοεμβρίου. Καὶ κατὰ τὴν ἑνδεκάτην τοῦ Ὀκτωβρίου. Ἐσφαλμένη δέ ἐστιν ἡ περίοδος ἐκείνη τοῦ τροπαρίου τῶν πρώτων στιχηρῶν τοῦ μεγάλου Ἑσπερινοῦ, ἡ λέγουσα· «Μετὰ πολλοῦ γὰρ σάλου καὶ κλύδωνος, σοὶ τῶν ἀθέων προσρῆξαν κύματα». Ἥνπερ ἐγὼ οὕτως εὗρον διωρθωμένην ἐν τοῖς χειρογράφοις· «Μετὰ σφοδροῦ γὰρ σάλου καὶ κλύδωνος, σοὶ προσραγέντα, ἀθέων κύματα». Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐν τῷ ἀπολυτικίῳ ἐκείνη περίοδος, ἡ λέγουσα· «Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν, καὶ ἐν σταδίῳ θαρρύνας τὸν Νέστορα», οὕτω διορθοῦται· «Καὶ ἐν σταδίῳ ἐθάρρυνας Νέστορα», ἢ «ἐν τῷ σταδίῳ θαρρύνας τὸν Νέστορα». Σημείωσαι, ὅτι λόγος ἁπλοῦς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου εὑρίσκεται εἰς τὴν Ἀποστολικὴν Σαγήνην. Ὁ δὲ ἀνωτέρω λόγος τοῦ Θεσσαλονίκης Γρηγορίου, εὑρίσκεται μεταφρασμένος εἰς τὸ ἁπλοῦν ἔν τινι κελλίῳ Χιλανταρινῷ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ἐπικαλουμένῳ τοῦ Γερμανοῦ. Ὅστις παρὰ μὲν τοῦ ὁσιολογιωτάτου κὺρ Νεοφύτου μετεφράσθη, παρ’ ἐμοῦ δὲ ἐπιμελῶς ἐδιωρθώθη καὶ ἀντεγράφη. Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Δημήτριον ἔχει καὶ Μακάριος ὁ Κωφός. Ἀλλὰ καὶ Λέων ὁ Σοφὸς ἑλληνικὸν ἐγκώμιον πλέκει εἰς αὐτόν, σῳζόμενον ἐν τῇ Μονῇ τοῦ Παντοκράτορος, οὗ ἡ ἀρχή· «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ». Καὶ Ἰωάννης ὁ χαρτοφύλαξ τῆς Θεσσαλονίκης λόγον ἔχει εἰς τὸ μῦρον αὐτοῦ, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὁ λόγος τῷ Μυρορρόᾳ». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ καὶ τῇ τοῦ Βατοπαιδίου καὶ Διονυσίου.) Καὶ Φιλόθεος Πατριάρχης, οὗ ἡ ἀρχή· «Δημήτριος ἡμῖν τοῦ τε συλλόγου». (Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων.)

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς ἀπὸ Θεσσαλονίκης εἰς τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει Μονὴν τοῦ Παντοκράτορος, διὰ προστάξεως βασιλικῆς γενομένης εἰσελεύσεως, τοῦ περιωνύμου καὶ ἀηττήτου Δημητρίου, ἤτοι τῆς ἱερᾶς εἰκόνος αὐτοῦ, τῆς πρότερον ἐπικειμένης τῇ μυροβλύτῳ αὐτοῦ σορῷ καὶ σκεπούσης ταύτην.

Σῆς οὐκ ἀποστὰς εἰς βασίλειον πόλιν,
Μάρτυς μετέστης διὰ τῆς σῆς εἰκόνος.

Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ ἐν ἔτει ͵αρμγ΄ [1143], καὶ Ἰωσὴφ τοῦ Ἡγουμένου τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει ἱερᾶς καὶ βασιλικῆς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος, ἠκολούθησεν ἡ ἀπὸ Θεσσαλονίκης εἰς Κωνσταντινούπολιν μετάθεσις τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τοῦ μεγάλου Δημητρίου. Ἠκολούθησε δὲ μὲ τοιοῦτον τρόπον. Κατὰ τὸ ἑξακισχιλιοστὸν ἑξακοσιοστὸν πεντηκοστὸν ἕβδομον ἔτος ἀπὸ κτίσεως κόσμου, ἐν μηνὶ Μαρτίῳ, εὐγῆκεν ὁ ἀνωτέρω βασιλεὺς Μανουὴλ ὁ Κομνηνός, διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν κατὰ τῆς Σικελίας πόλεμον. Τότε δὲ καὶ ὁ ἀνωτέρω Ἡγούμενος τῆς τοῦ Παντοκράτορος Μονῆς κύριος Ἰωσήφ, διὰ ἀναγκαίας ὑποθέσεις ὁποῦ εἶχεν, ἐπῆγε νὰ ἀνταμώσῃ τὸν βασιλέα. Καθὼς δὲ ἤλπιζε, δὲν εὑρῆκε τοῦτον εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, ἀλλὰ εἰς ἕνα χωρίον, ὀνομαζόμενον Ντομπροχούβιστα. Τὸ ὁποῖον, ἀπέχει μὲν ἀπὸ τὴν Βέρροιαν, ἕως δύω μίλια. Ἀπὸ δὲ τὴν Θεσσαλονίκην, ἕως δύω ἡμέρας. Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἀντάμωσε τὸν βασιλέα, κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα παρεκάλεσεν αὐτόν, καὶ διὰ νὰ ἀναπληρώσῃ τὸ ὑστέρημα ὁποῦ ἀφῆκαν οἱ πρόγονοί του βασιλεῖς, ἤγουν τὸ νὰ ἀποθησαυρίσῃ εἰς τὸ γονικὸν αὑτοῦ Μοναστήριον τοῦ Παντοκράτορος, τὴν ἱερὰν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ἥτις ἐστέκετο ἐπάνω εἰς τὸν τάφον καὶ τὴν σορὸν τοῦ λειψάνου του.

Ὁ δὲ βασιλεὺς τοῦτο ἀκούσας, μετὰ χαρᾶς ἐδέχθη τὴν αἴτησιν. Καὶ παρευθὺς γράφει πρὸς τὸν δοῦκα τῆς Θεσσαλονίκης καὶ χαρτουλάριον κὺρ Βασίλειον, διορίζων αὐτόν, ὅτι νὰ κάμῃ ἄλλην εἰκόνα, καὶ νὰ τὴν βάλῃ ἐπάνω τοῦ τάφου τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, διὰ τῆς ἐπιστασίας τοῦ κὺρ Ἰωάννου Σμενιώτου, τοῦ ἐπιτρόπου τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ ὑποστατικῶν καὶ μετοχίων τοῦ ῥηθέντος Μοναστηρίου τοῦ Παντοκράτορος. Τὴν δὲ παλαιὰν ἁγίαν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, νὰ τὴν σηκώσῃ ἀπὸ ἐκεῖ, καὶ νὰ τὴν ἀποστείλῃ εἰς τὸ ἀνωτέρω τοῦ Παντοκράτορος Μοναστήριον. Εὐθὺς λοιπὸν ὁ λόγος τοῦ βασιλέως ἔργον ἐγένετο. Καὶ κατεσκευάσθη μὲν ἄλλη νέα εἰκὼν τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἀπὸ χρυσάφι καὶ ἀσῆμι, πλέον ὡραιοτέρα καὶ μεγαλιτέρα ἀπὸ τὴν πρώτην, καὶ ἐβάλθη ἐπάνω τοῦ θείου καὶ μυροβλύτου τάφου τοῦ Ἁγίου. Ἡ δὲ παλαιὰ καὶ πρώτη ἐκείνη τοῦ Ἁγίου εἰκών, ἥτις εἶχε ζωγραφισμένον τὸν μέγαν Δημήτριον ὄρθιον, ὑψωμένας ἔχοντα τὰς χεῖρας εἰς οὐρανόν, αὕτη, λέγω, ἐστάλθη εἰς Κωνσταντινούπολιν. Τὴν ὁποίαν, εὐθὺς ὁποῦ ἤκουσαν πῶς ἔρχεται, οἱ τῆς συγκλήτου ἄρχοντες καὶ οἱ λοιποὶ ἱερωμένοι καὶ λαϊκοί, μάλιστα δὲ οἱ Μοναχοὶ τοῦ Μοναστηρίου τοῦ Παντοκράτορος, εὐγῆκαν ὅλοι ἔξω τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἕως ἑπτὰ μίλια, καὶ προϋπάντησαν αὐτὴν μὲ δορυφορίαν καὶ προπομπὴν μεγάλην. Μὲ ὕμνους καὶ ᾠδάς. Καὶ μὲ λαμπάδας (3) καὶ θυμιάματα. Καὶ οὕτως εἰσήγαγον αὐτὴν εἰς τὸ διαληφθὲν Μοναστήριον τοῦ Παντοκράτορος, κατὰ τὴν εἰκοστὴν τρίτην τοῦ Ὀκτωβρίου μηνός. Τότε ἦτον νὰ ἰδῇ τινας, πῶς ἔτρεχεν ὁ λαὸς τῶν Χριστιανῶν, ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ ἔξωθεν μέρη τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἵτινες ἐπροσκύνουν τὴν ἁγίαν καὶ θαυμαστὴν τοῦ Ἁγίου εἰκόνα ἀδιακόπως, ἀπὸ τὰς εἰκοσιτρεῖς τοῦ Ὀκτωβρίου, ἕως εἰς τὰς εἰκοσιέξι τοῦ αὐτοῦ, ἤγουν ἕως τῆς κυρίας ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Ἥτις καὶ ἔγινε κατὰ τὸν χρόνον ἐκεῖνον, χαριστήριος καὶ λαμπροτέρα ἀπὸ τοὺς ἄλλους χρόνους.

Ἐγένετο δὲ ἡ τοιαύτη μετάθεσις τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τοῦ Ἁγίου Δημητρίου εἰς Κωνσταντινούπολιν διὰ πολλὰ αἴτια. Πρῶτον, διὰ νὰ ᾖναι μέγας στολισμὸς καὶ φύλαξ καὶ βοηθὸς τῆς ῥηθείσης σεβασμίας καὶ βασιλικῆς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος. Δεύτερον, διὰ νὰ ᾖναι καὶ βοηθὸς τοῦ βασιλέως Κομνηνοῦ καὶ τῶν διαδόχων του. Καὶ ἵνα μὲ τὴν ἀόρατον αὐτοῦ δύναμιν, καὶ ἀπὸ μακρὰν διώκῃ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Ῥωμαϊκοῦ βασιλείου, καὶ δὲν ἀφίνῃ αὐτοὺς νὰ πλησιάζουν. Τρίτον, διὰ νὰ ᾖναι εἰς φύλαξιν τῆς Βασιλευούσης τῶν πόλεων. Καὶ διὰ ἄλλα ὅμοια (4).

(3) Σημειοῦμεν ἐδῶ, ὅτι διὰ τέσσαρά τινα αἴτια ἀνάπτονται αἱ λαμπάδες καὶ τὰ κηρία ὑπὸ τῶν Χριστιανῶν εἰς τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων ἢ εἰς τὰς εἰκόνας. Α΄ διὰ τιμὴν τῶν Ἁγίων καὶ δόξαν. Β΄ ἵνα ὅταν ᾖναι νύκτα διὰ τοῦ φωτὸς τῶν λαμπάδων, διαλύηται τὸ σκότος τῆς νυκτός, καὶ παραμυθοῦνται οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν ὁρώντων. Γ΄ εἰς ἐπίδειξιν καὶ σημεῖον χαρᾶς καὶ φαιδρότητος: ὅταν δηλαδὴ ἀνάπτονται κηρία καὶ φῶτα ἐν ἡμέρᾳ καὶ τοῦ ἡλίου λαμπρῶς αὐγάζοντος. Καὶ Δ΄ ἵνα διὰ τῆς φωταψίας τῶν λαμπάδων, ἵλεως γίνεται ὁ Θεὸς εἰς τοὺς τὰς λαμπάδας προσφέροντας. Τὰ τρία αἴτια, βεβαιοῖ τόσον ὁ θεῖος Ἱερώνυμος, γράφων κατὰ Βιγιλαντίου, ὅσον καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος ἐν τῷ εἰς τὸ Πάσχα λόγῳ, λέγων περὶ τῆς ἐν τῇ νυκτὶ τῆς λαμπρᾶς γινομένης φωτοχυσίας· «Καλὴ μὲν καὶ ἡ χθὲς ἡμῖν λαμπροφορία καὶ φωταγωγία, ἣν ἰδίᾳ τε καὶ δημοσίᾳ συνεστησάμεθα… Καὶ τοῦ μεγάλου φωτὸς ἀντίτυπος». Ἐν δὲ τοῖς ἰαμβείοις αὐτοῦ ποιήμασι παρομοιάζει τὰς τοιαύτας φωταγωγίας τὰς ἐν νυκτὶ γινομένας, μὲ τὰ φῶτα τῶν ἀστέρων τὰ ἐν νυκτὶ λάμποντα. Τὸ δὲ τέταρτον βεβαιοῖ ὁ τόπος οὗτος τοῦ Συναξαρίου. Ὅρα σελ. 350 τῆς Ἱερᾶς Τελετουργίας.) Ὅτι δὲ λαμπάδες ἀνάπτοντο ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, μαρτυρεῖ καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγων· «Περὶ Γραφῶν ὑμῖν διηγούμεθα. Ὑμεῖς δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀποστήσαντες ἡμῶν, πρὸς τὰς λαμπάδας, καὶ τὸν τὰς λαμπάδας ἅπτοντα μετεστήσατε καὶ πόσης τοῦτο ῥαθυμίας, ἡμᾶς ἀφέντας τούτῳ προσέχειν;» (Λόγ. «Ὅτι δουλείας τρεῖς τρόπους εἰσήγαγεν ἡ ἁμαρτία», τόμ. ε΄.)

(4) Ἡ διήγησις αὕτη συνωψίσθη ἀπὸ τὸν χειρόγραφον Συναξαριστήν. Ἐν ᾧ Παντοκρατορινός τις κατὰ πλάτος ἐκθέττει ἐν εἴδει ἐγκωμίου τὴν μετάθεσιν ταύτην τῆς εἰκόνος τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἀπὸ Θεσσαλονίκης εἰς Κωνσταντινούπολιν. Ὅθεν διὰ νὰ φιλεύσωμεν τοὺς ἀναγνώστας φιλοδημητρίους, ἐνταῦθα μετεφράσαμεν αὐτὴν ἐν συντόμῳ. Τὸ δὲ ἐν Κωνσταντινουπόλει Μοναστήριον τοῦ Παντοκράτορος, κατὰ τὸν γεωγράφον Μελέτιον ἐκτίσθη ὑπὸ Ἰωάννου Κομνηνοῦ τοῦ αὐτοκράτορος, ὡς λέγει ὁ Νικήτας (βιβλ. α΄, κεφ. α΄). Κατὰ δὲ τὸν Κίνναμον ἐκτίσθη ἀπὸ τὴν Εἰρήνην τὴν γυναῖκα τοῦ Ἰωάννου (βιβλ. α΄), καὶ κατὰ τὸ Συναξάριον τῆς ιγ΄ τοῦ Αὐγούστου. Εἰς αὐτὸ ἐφυλάττοντο πολλὰ ἀξιόλογα, καὶ ἡ ἱστορηθεῖσα ὑπὸ τοῦ Λουκᾶ εἰκὼν τῆς Θεοτόκου. Εὑρίσκετο δὲ πλησίον τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἐστάθησαν εἰς αὐτὸ Μοναχοὶ ἑπτακόσιοι, καλούμενοι τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Λέγεται τώρα τὸ Μοναστήριον αὐτό, Ζεϊρέκι.

*

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀρτεμίδωρος καὶ Βασίλειος, ξίφει τελειοῦνται.

Ἀρτεμίδωρος ᾧ τέλους ψῆφος ξίφος,
Σύναθλον εἶχε Βασίλειον πρὸς ξίφος.

*

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Λεπτίνα, κατὰ γῆς συρομένη, τελειοῦται.

Ἐν γῇ συρεῖσα χερσὶ δυσσεβοφρόνων,
Ἀφῆκεν εἰς γῆν Λεπτίνα σαρκὸς πάχος.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γλύκων, ξίφει τελειοῦται.

Ξίφει προτείνας Μάρτυς αὐχένα Γλύκων,
Σπονδὴν γλυκεῖαν αἷμά σου Χριστῷ χέεις.

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ μεγάλου σεισμοῦ.

Ἔσεισας ἀλλ’ ἔστησας αὖθις γῆν Λόγε,
Τῆς σῆς γὰρ ὀργῆς οἶκτός ἐστι τὸ πλέον.

Κατὰ τὸν εἰκοστὸν τέταρτον χρόνον τῆς βασιλείας Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου, ἤτοι ἐν ἔτει ψμ΄ [740], ἰνδικτιῶνος ἐνάτης, ἐν τῇ εἰκοστῇ ἕκτῃ ταύτῃ ἡμέρᾳ τοῦ Ὀκτωβρίου, ἔγινε τόσον μέγας καὶ φοβερὸς σεισμὸς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὥστε ὁποῦ, ὅλα τὰ ἀνώγεα καὶ τὰ ὡραιότατα ἀπὸ τὰ ἄλλα ὁσπήτια, κατεκρημνίσθησαν. Καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι καταπλακωθέντες, ἐθανατώθησαν. Διὰ τοῦτο καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην τοῦ Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, κάμνομεν τὴν ἐνθύμησιν τῆς φοβερᾶς ἐκείνης ἀπειλῆς τοῦ σεισμοῦ, πηγαίνοντες μὲ λιτανείαν εἰς τὸν ἐν Βλαχέρναις Ναὸν τῆς Πανάγνου καὶ Ἁγίας ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ᾈειπαρθένου Μαρίας. Καὶ τελοῦμεν ἐκεῖ τὴν θείαν καὶ ἱερὰν Λειτουργίαν. Μὲ τὰς πρεσβείας τῆς ὁποίας Θεοτόκου, ἄμποτε νὰ λυτρωθῶμεν ἀπὸ κάθε ἀπειλὴν καὶ φοβερισμὸν θεϊκόν, καὶ νὰ τύχωμεν τῆς ἀπολαύσεως τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

*

Ὁ Ἅγιος Νέος Ὁσιομάρτυς Ἰωάσαφ ξίφει τελειοῦται (5).

Μίξας ἀσκήσει τὴν ἄθλησιν παμμάκαρ,
Διπλοῦς στεφάνους λαμβάνεις Ἰωάσαφ.

(5) Ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

Των Αγίων Δημητρίου του Μυροβλύτου του πανενδόξου Μεγαλομάρτυρος και Θαυματουργού κ.α.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.