Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου26 Νοεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Κς’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Αλυπίου του Κιονίτου.
Ανείχεν Αλύπιον όρθιος κίων,
Προς ουρανούς ζητούντα βαίνειν, ου μένει.
Εικάδι έκτη άλυπον Αλύπιε βης επί οίκον.
Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ηρακλείου, εν έτει χη’ [608], καταγόμενος από την Αδριανούπολιν. Επρογνωρίσθη δε εις την μητέρα του προ του να γεννηθή, με κάποια δεξιά και θεϊκά σημάδια, τα οποία εφανέροναν, ποίος έμελλε να γένη μετά την γέννησίν του ο Άγιος. Και ότι είχε να καταπλήξη τους ανθρώπους, τόσον τους τότε, όσον και τους τωρινούς, με την θεωρίαν και ακοήν, και με την καρτερίαν και υπομονήν του. Όταν γαρ η μήτηρ του είχε τούτον εγγαστρωμένον, εφάνη εις αυτήν, ότι βαστάζει ένα αρσενικόν πρόβατον ωραίον, το οποίον είχεν εις τα κέρατά του αναμμένας λαμπάδας. Τούτο δε ήτον ένα σημείον της μελλούσης λαμπρότητος και αρετής του Αγίου. Ούτος λοιπόν ο μακάριος ηγωνίσθη με τόσην άσκησιν, ώστε οπού ενεργούσε και θαύματα, και υπερέβαλεν όλους με την υπομονήν του. Διότι αυτός ο καρτερόψυχος εστάθη επάνω εις ένα στύλον ασκέπαστος, εις διάστημα χρόνων ολοκλήρων πενηντατριών. Επειδή δε ο πονηρός Διάβολος επλήγωσεν αυτόν με πληγάς, καθώς ποτε και τον Ιώβ, δια τούτο ο Άγιος εις πείσμα του εχθρού επλαγίασεν εν τω στύλω από μόνον το ένα πλευρόν δεκατρείς ολοκλήρους χρόνους, χωρίς να μεταγυρίση από το άλλο πλευρόν, έως οπού παρέδωκε την τιμίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού. Όλον δε το διάστημα της ζωής του εστάθησαν χρόνοι εκατόν. (Τον κατά πλάτος Βίον τούτου όρα εις τον Νέον Παράδεισον. Συνέγραψε δε τούτον ελληνιστί ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Καλοί μεν ουν και οι των Μαρτύρων άθλοι». Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Στυλιανού του Παφλαγόνος.
Ασκήσεως πέπτωκεν ο στερρός στύλος.
Στυλιανός γαρ τον βίον καταστρέφει.
Ούτος ηγιάσθη από την κοιλίαν της μητρός του, και έγινε κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος. Δια τούτο σκορπίσας τον πλούτον οπού είχεν, εις τους πτωχούς, και γενόμενος Μοναχός, υπερέβαλεν όλους τους τότε Μοναχούς κατά την σκληραγωγίαν και την επίπονον άσκησιν. Έπειτα επήγεν εις την έρημον, και εμβήκε μέσα εις ένα σπήλαιον. Εκεί δε ευρισκόμενος, έλαβε τροφήν από θείον Άγγελον. Και έγινεν ιατρός διαφόρων και ανιατρεύτων παθών. Διότι όταν ηκολούθει θανατηφόρος ασθένεια εις τα νήπια και απέθνησκον, έμενον δε άτεκνοι οι γονείς των, τότε, όσαι μητέρες επικαλούντο εκ πίστεως το όνομα του Αγίου τούτου Στυλιανού, και εζωγράφιζον την αγίαν αυτού εικόνα, πάλιν εγέννων άλλα τέκνα. Αλλά και τα ασθενούντα νήπια ελυτρόνοντο από την ασθένειαν. Ούτω λοιπόν πολιτευσάμενος ο αοίδιμος, και ιατρείας και θαύματα πολλά επιτελέσας απήλθε προς Κύριον.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Ακάκιος ο εν τη Κλίμακι (1), εν ειρήνη τελειούται.
Κακόν φυγών παν Ακάκιος εν βίω,
Καλοίς απείροις εντρυφά λιπών βίον.
Ούτος ο Όσιος ήτον εις ένα Μοναστήριον ευρισκόμενον εις την Ασίαν. Όταν δε ήτον νέος κατά την ηλικίαν, εμεταχειρίζετο την ασκητικήν ζωήν. Είχε δε επιστάτην και γέροντα ένα μοναχόν πολλά αμελή και ακόλαστον (2). Όθεν τόσα κακά και βάσανα εδοκίμαζεν από αυτόν ο αοίδιμος, ώστε οπού φαίνονται ίσως εις τους πολλούς απίστευτα. Διότι, ποτέ μεν, είχε το ομμάτι του μελανόν από τα κτυπήματα, ποτέ δε, τον λαιμόν του, και άλλοτε, είχε πληγωμένην την κεφαλήν του. Αφ’ ου δε επέρασε χρόνους εννέα υποκάτω εις την υπακοήν του ασπλάγχνου εκείνου γέροντος, απήλθε προς Κύριον, και ενταφιάσθη εις το κοιμητήριον των Πατέρων. Τότε ο επιστάτης αυτού και γέρωντας, επήγεν εις ένα μέγαν και διακριτικόν Πατέρα, και λέγει εις αυτόν. Ο αδελφός Ακάκιος απέθανεν. Ο δε διακριτικός εκείνος Πατήρ δεν επίστευσεν εις τον λόγον τούτον. Όθεν ο γέρωντας του Οσίου λέγει πάλιν εις αυτόν. Έρχου να ιδής. Επήγαν λοιπόν και οι δύω εις το κοιμητήριον. Τότε ο μέγας εκείνος Πατήρ, ερώτησε τον Όσιον Ακάκιον, ωσάν να ήτον ζωντανός ούτω· «Αδελφέ Ακάκιε, απέθανες;» Ο δε ευγνώμων και αληθής υποτακτικός, έδειξεν ακόμη και μετά θάνατον την υπακοήν. Όθεν αποκριθείς, είπε. Και πώς είναι δυνατόν, πάτερ Όσιε, να αποθάνη άνθρωπος εργάτης της υπακοής; Τότε ο πρώην επιστάτης και γέρωντας αυτού έμφοβος γενόμενος δια το παράδοξον τούτο θαύμα, έπεσεν επί πρόσωπον με τα δάκρυα. Όθεν ποιήσας κελλίον κοντά εις τον τάφον του Οσίου, εκεί διεπέρασε την ζωήν του με σωφροσύνην, εξομολογούμενος εις τους Πατέρας δια τους δαρμούς οπού εποίησεν εις τον Άγιον, και λέγων τον λόγον τούτον· «Φόνον εποίησα».
Ο μεν ουν θείος Ακάκιος με τοιούτον αγώνα και μαρτύριον της υπακοής τελειώσας την μακαρίαν ζωήν του, ηξιώθη και μακαρίου τέλους. Το δε τίμιον αυτού λείψανον εφυλάχθη υπό της θείας δυνάμεως ανώτερον από κάθε φθοράν και φυσικήν διάλυσιν. Και έμεινε σώον και ολόκληρον εις πολλάς ετών περιόδους. Συνέβη δε μίαν φοράν να εύγουν οι μοναχοί του Μοναστηρίου εκείνου δια να θερίσουν. Επειδή εις τούτο τους εκάλει ο του θέρους καιρός. Δύω δε μόνον αδελφοί έμειναν εις το Μοναστήριον. Ο ένας μεν, δια να το φυλάττη, ο δε άλλος, διατί ήτον ασθενής. Ηκολούθησε λοιπόν και απέθανεν ο ασθενής. Ο δε άλλος αδελφός, μόνος ώντας, δεν εδύνετο να σκάψη τάφον, και τα άλλα να κάμη τα εις ταφήν επιτήδεια. Όθεν ανοίξας τον έτοιμον τάφον του Αγίου Ακακίου, εκεί έβαλε τον αποθανόντα ομού με τον Άγιον.
Κατά την αυρινήν δε ημέραν πηγαίνωντας εις τον τάφον, ευρήκεν ερριμμένον έξω του τάφου τον αποθανόντα αδελφόν. Και πάλιν έβαλεν αυτόν μέσα εις τον τάφον του Αγίου. Επειδή δε πάλιν εύρεν αυτόν έξω ερριμμένον, επαραπονείτο προς τον Άγιον, δικαιολογούμενος και λέγων. Ήκουσα, Άγιε Ακάκιε, ότι κανένας άλλος δεν επρόκοψεν εις την υπακοήν καθώς εσύ. Αλλά τώρα, ως βλέπω, έγινες παρήκοος και υπερήφανος τόσον, ώστε οπού δεν δέχεσαι τον αδελφόν μέσα εις τον τάφον σου, αλλά τον ρίπτεις έξω. Λοιπόν ή άφες αυτόν να ευρίσκεται μαζί σου εις ένα τάφον, ή ανίσως πάλιν ρίψης αυτόν έξω, πλέον δεν θέλω σε υποφέρω, αλλά θέλω σε εκβάλω από τον τάφον. Όθεν έβαλε τον αδελφόν πάλιν εις τον τάφον του Αγίου και ανεχώρησε. Την αυρινήν δε ημέραν πηγαίνωντας πάλιν, τον μεν αποθανόντα αδελφόν, εύρε κείμενον εις τον τάφον, τον δε Άγιον Ακάκιον δεν ευρήκεν. Όθεν έως της σήμερον βλέπεται ο τάφος άδειος, έχων την επωνυμίαν του Αγίου Ακακίου (3).
(1) Έτζι ονομάζεται ο Άγιος Ακάκιος ούτος. Επειδή και αναφέρει δι’ αυτόν, ο Άγιος Ιωάννης ο συγγράψας την βίβλον την επονομαζομένην Κλίμακα, εν τω περί υποταγής τετάρτω αυτής λόγω.
(2) Έτζι ονομάζει τον γέροντα του Ακακίου ο θείος Ιωάννης εν τω περί υποταγής τετάρτω λόγω. Ευρίσκεται δε και σχόλιον εις την λέξιν ταύτην λέγον ούτω· «Το ακολασταίνειν τινές επί μόνης της πορνείας ειρήκασι, και ακόλαστον τον πόρνον είπον. Ούτος δε ο Ιωάννης της Κλίμακος επί παντός λογισμού του μη άγχοντος την πρωτόνοιαν (ήτοι την πρώτην του λογισμού προσβολήν) και τας αλόγους της ψυχής ορμάς μη κολάζοντος, αλλ’ εώντος προβήναι εις έργον, το ακόλαστον απεφήνατο. Και γαρ θυμώ ο γέρων, και ορμή αλόγω εκέχρητο».
(3) Σημείωσαι, ότι ο σοφολογιώτατος διδάσκαλος κυρ Χριστοφόρος ο Προδρομίτης, δια παρακλήσεως υποτακτικού τινος μοναχού συνωνύμου του Αγίου, έπλεξεν Ακολουθίαν εις τον Άγιον Ακάκιον μελωδικωτάτην, και Βίον πλατύτερον ή εγκώμιον.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ιακώβου του αναχωρητού.
Ο Ιάκωβος αναχωρήσας κόσμου,
Νυν την υπερκόσμιον οικεί πατρίδα.
Ούτος ο μακάριος Ιάκωβος, πρότερον μεν έκλεισε τον εαυτόν του εις ένα μικρότατον οίκον. Και προσηλώσας τον νουν του εις την μνήμην και ενθύμησιν του ονόματος του Θεού, έτζι επρόκοπτεν εις την τελειότητα της αρετής. Αφ’ ου δε εγυμνάσθη καλώτατα, και απέδειξε την ψυχήν του συνήθη εις τους αγαθούς πόνους και αγώνας της αρετής, ετόλμησε να αναβή και εις τους μεγαλιτέρους αγώνας. Όθεν φθάσας εις το βουνόν, το οποίον είναι μακράν από την πόλιν Κύρον τριάκοντα στάδια, ήτοι παρ’ ολίγον τέσσαρα μίλια, εκαρτέρει εις αυτό και υπέμεινε, χωρίς να έχη σπήλαιον να έμβη μέσα, χωρίς τένταν και τζανδίρι, χωρίς καλύβην, χωρίς τοίχον κτισμένον καν με ξηράς πέτρας, και χωρίς κανένα άλλο περίφραγμα. Αλλά μόνον είχε τον ουρανόν στέγην και σκέπασμα. Όθεν από όλους εβλέπετο, και όταν επροσηύχετο, και όταν ανεπαύετο, και όταν εστέκετο, και όταν εκάθητο, και όταν ήτον υγιής, και όταν ήτον άρρωστος. Επειδή δε έτυχέ ποτε να ασθενήση, δια τούτο αγωνίζετο έμπροσθεν εις τα ομμάτια πάντων. Όθεν και απέβαλε την ανάγκην της φύσεως, ήτις εβίαζε μεν αυτόν να εκβάλη τα περιττώματα της κοιλίας, αυτός δε επάλαιε με την φύσιν και την εμπόδιζεν.
Αυτά δε τα λέγω, όχι πως τα έμαθον από άλλον τινά, αλλά εγώ ο ίδιος τα εθεώρησα με τους οφθαλμούς μου (4). Η δε ασθένειά του ήτον μία πλημμύρα και αύξησις χολής, η οποία εφέρετο εις τα κάτω μέρη της κοιλίας, και εκίνει το ουροδόχον αγγείον. Τότε λοιπόν εγώ εθεώρησα την πολλήν του ανδρός τούτου καρτερίαν και υπομονήν. Διότι ακούσαντα την ασθένειάν του πολλά πλήθη Χριστιανών, εσυνάχθησαν από πολλά χωρία, δια να αρπάσουν μετά θάνατον το νικηφόρον του λείψανον. Ο δε Άγιος εκάθητο στενοχωρούμενος και από τα δύω μέρη. Η μεν γαρ φύσις ηνάγκαζεν αυτόν έσωθεν δια να υπάγη προς χρείαν ύδατος. Η δε εντροπή του έξωθεν ευρισκομένου πλήθους των ανθρώπων, εβίαζεν αυτόν να μένη ακίνητος εις τον τόπον του. Αλλ’ ουδέ όταν το πλήθος ανεχώρησεν ενικήθη ο γενναίος ούτος από την φύσιν. Αλλά πάλιν έμεινε καρτερώντας, έως οπού η νύκτα ελθούσα, αυτή ανάγκασεν όλους να υπάγουν εις τους οίκους των.
Εφόρει δε ο Όσιος ούτος μέσα από το υποκάμισον, και ένα πολύ βάρος και φορτίον σιδήρου, με το οποίον έδενε και την μέσην και τον λαιμόν του. Ομοίως είχε και αλυσίδας κρεμασμένας από τον κύκλον του λαιμού του, δύω μεν εις το έμπροσθεν μέρος, δύω δε, εις το όπισθεν. Αι οποίαι διαπερνώσαι πλαγίως εις τον κάτω κύκλον, έκαμνον το σχήμα του χ στοιχείου, και ετύποναν τον σταυρόν, δένουσαι έμπροσθεν και όπισθεν τους κύκλους ένα με τον άλλον. Αλλά και αι χείρες του χωριστά είχον άλλους τοιούτους σιδηρούς δεσμούς κατά το μέρος των αγκώνων. Όθεν ο γενναίος ούτος της ευσεβείας αγωνιστής επάλευε και με τα βαρύτατα ταύτα φορτία των σιδήρων, και με την δεινήν αρρωστίαν του σώματος. Περνώντος δε του καιρού, έπεσεν ο αοίδιμος εις χειροτέραν ασθένειαν. Το δε φαγητόν του ήτον φακή βρεγμένη, την οποίαν έτρωγε κάθε βράδυ.
Μίαν φοράν ηκολούθησε να πέση χιόνι πολύ τρεις ημέρας και τρεις νύκτας. Όθεν τόσον πολλά εχώθη μέσα εις το χιόνι ο αοίδιμος Ιάκωβος, κειτόμενος πρημνής και παρακαλών τον Θεόν, ώστε οπού τελείως δεν εφαίνετο. Τότε οι γείτονές του πέρνοντες αξίνας, επήγαν και ετράβιξαν το χιόνι οπού τον εσκέπαζε. Και έτζι εδυνήθηκαν και τον ετράβιξαν έξω, και τον εσήκωσαν επάνω. Τούτο δε εσυνέβη εις αυτόν, όχι μίαν ή δύω, αλλά πολλαίς φοραίς. Τόσον οπού εθαύμαζον όλοι την υπέρ άνθρωπον καρτερίαν και υπομονήν του. Εξ αιτίας λοιπόν των πόνων τούτων, ετρύγησεν ο τρισόλβιος και τας δωρεάς της θείας χάριτος, τας οποίας εσυγκοινώνει όποιος ήθελε. Διότι με την ευλογίαν αυτού, πολλαίς μεν θέρμαις, εσβέσθησαν. Πολλά δε ριγώματα, τα οποία συνειθίζουν να ακολουθούν προ της θέρμης, έπαυσαν και παντελώς αφανίσθησαν. Πολλοί δε δαίμονες αναγκάσθησαν να φύγουν από τους δαιμονιζομένους. Αλλά και το νερόν οπού ευλογείτο από την δεξιάν εκείνου χείρα, αυτό εγίνετο ιατρικόν εις κάθε ασθένειαν.
Ούτος ο Άγιος ανέστησε και ένα παιδίον νεκρόν με τούτον τον τρόπον. Οι γονείς του παιδίου τούτου εγέννησαν μεν πολλά παιδία, όλα όμως τα έθαψαν άωρα και ανήλικα. Όταν δε το παιδίον τούτο εγέννησαν ύστερον, έδραμεν ο πατήρ του προς τον άνθρωπον του Θεού τούτον Ιάκωβον, παρακαλών αυτόν να ευχηθή το παιδίον του δια να ζήση χρόνους πολλούς. Και εάν ζήση, υπέσχετο να το αφιερώση εις τον Θεόν. Αφ’ ου δε το παιδίον έζησε μόνον τέσσαρας χρόνους, απέθανε, χωρίς να ευρεθή παρών ο πατήρ του. Ερχόμενος δε αυτός εις τον οίκον του, βλέπει και εύγαναν νεκρόν το παιδίον. Όθεν αρπάσας αυτό από το νεκροκράββατον, πρέπει, είπε, δια να πληρώσω την υπόσχεσιν οπού έκαμα, και να αποδώσω αυτό νεκρόν εις τον του Θεού άνθρωπον. Και λοιπόν επήρεν αυτό νεκρόν, και το έβαλεν έμπροσθεν εις τους πόδας του Αγίου, λέγωντας τα ίδια εκείνα λόγια, τα οποία είπεν ανωτέρω.
Ο δε θείος Ιάκωβος βαλών έμπροσθέν του το παιδίον, και κλίνας τα γόνατα, έπεσε πρημνής, παρακαλών υπέρ του παιδίου τον ζωής και θανάτου Κύριον. Όταν δε ήλθε το δειλινόν, ω του θαύματος! εφώναξε το παιδίον, και εκάλεσε τον πατέρα του. Όθεν αισθανθείς ο θεσπέσιος Ιάκωβος, ότι ο Δεσπότης Χριστός εδέχθη την παρακάλεσίν του, και εχάρισε ζωήν εις το παιδίον, εσηκώθη από την προσευχήν. Και προσκυνήσας τον Θεόν, οπού ποιεί το θέλημα των φοβουμένων αυτόν και εισακούει της δεήσεώς των, απέδωκε το παιδίον ζωντανόν εις τον πατέρα του.
Και άλλα δε πολλά τοιαύτα θαύματα ετέλεσεν ο μέγας ούτος Πατήρ, τα οποία δια το πλήθος αφίνομεν. Ούτος ο μακάριος εδιηγήθη και τας διαφόρους προσβολάς και πολέμους, οπού εδοκίμασεν από τους δαίμονας, από τους οποίους ένας είναι και ούτος, οπού μέλλω να ειπώ. Έλεγεν ούτος, ότι εφάνη έμπροσθέν μου συχνάκις ένας γυμνός, είδος έχων αράπη, και πυρ ευγάνωντας από τους οφθαλμούς του. Εγώ δε, έλεγε, καθώς έβλεπον αυτόν, εφοβούμην. Όθεν άρχιζα να προσεύχωμαι. Αλλ’ ουδέ να φάγω ημπορούσα, επειδή κατ’ εκείνον τον καιρόν, οπού εσυνείθιζα να τρώγω, τότε εφαίνετο έμπροσθέν μου ο ρηθείς αράπης. Επειδή δε επέρασαν επτά και οκτώ ή και δέκα ημέραι και εις αυτάς δεν έφαγον, δια τούτο κατεφρόνησα τέλος πάντων την φαντασίαν του δαίμονος, και εκάθισα και έτρωγον. Ο δε δαίμων, μη υποφέρωντας ταύτην μου την μεγαλοψυχίαν, με εφοβέριζε με ένα ραβδί. Εγώ δε είπον εις αυτόν, ει μεν και εσυγχωρήθης από τον Δεσπότην των όλων Θεόν, κτύπα κατ’ εμού, και θέλω δεχθώ μετά χαράς την πληγήν, ως υπέρ του Θεού δερνόμενος. Ει δε από τον Θεόν δεν εσυγχωρήθης, ποτέ δεν θέλεις με κτυπήσεις, καν και μυριάκις λυσσάξης. Ταύτα ακούσας ο δαίμων, ανεχώρησε μεν τότε εις το φανερόν, κρυφίως όμως δεν έπαυε λυσσάζωντας κατ’ επάνω μου.
Διότι αυτός ο πολυμήχανος, απαντώντας εις τον δρόμον τον διακονητήν, οπού μοι έφερνε το νερόν δύω φοραίς την εβδομάδα, επαρομοιάζετο εις το εδικόν μου σχήμα. Και έτζι έπερνε μεν το νερόν και το έχυνε, τον δε διακονητήν επρόσταζε να υπάγη εις τον οίκον του. Με τούτον δε τον τρόπον εσπούδαζεν ο μιαρός δια να με θανατώση από την δίψαν. Τούτο δε έκαμνεν, όχι μίαν ή δύω, αλλά και τρεις φοραίς. Όθεν λυπούμενος πολλά δια τούτο, και κινδυνεύωντας από την δίψαν, ερώτησα τον άνθρωπον, οπού έφερε το νερόν, λέγων. Διατί ω άνθρωπε, επέρασαν πέντε και δέκα ημέραι, και εσύ δεν μοι έφερες νερόν; Ο διακονητής απεκρίθη. Τρεις φοραίς, ω πάτερ, και τέσσαρες έφερα νερόν, και εσύ το επήρες από τας χείρας μου. Ο Άγιος είπε. Και εις ποίον τόπον επήρα το νερόν από λόγου σου; Ο δε διακονητής έδειξε τον τόπον εις αυτόν. Τότε ο Όσιος του λέγει. Καν μυρίαις φοραίς με ιδής να έλθω εκεί, και να σοι ζητώ το νερόν, πρόσεχε να μη μου δώσης το αγγείον, έως οπού να έλθης εις τούτον τον τόπον.
Πολλούς δε και άλλους τοιούτους πειρασμούς του Διαβόλου εδοκίμασεν ο αοίδιμος, τους οποίους δύναται να μάθη, όποιος αναγνώση τον εικοστόν πρώτον αριθμόν της Φιλοθέου Ιστορίας του μακαρίου Θεοδωρήτου. Έτζι λοιπόν καλώς αγωνισθείς ο θαυμάσιος, και γενόμενος μέγας και ονομαστός πανταχού, απήλθε προς Κύριον.
(4) Αυτά τα λέγει ο Θεοδώρητος Κύρου εν τη Φιλοθέω Ιστορία εν αριθμώ κα’, όπου διηγείται τον Βίον του Όσιου τούτου, αφ’ ου ερανίσθη ταύτα και ο συγγραφεύς του Συναξαριστού.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Νίκων ο Μετανοείτε, εν ειρήνη τελειούται.
Οι Λακεδαίμων ουδαμώς δαίμων λάκοι.
Σοβεί γαρ αυτόν τοις τεραστίοις Νίκων (5).
Ούτος εκατάγετο από την χώραν των Αρμενίων, υιός ων ενός μεγιστάνου. Ακούσας δε την θείαν φωνήν του Κυρίου την λέγουσαν· «Πας ος αφήκε πατέρα ή μητέρα, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει», τούτο, λέγω, ακούσας, αφήκεν όλα δια τον Χριστόν και επήγεν εις ένα Μοναστήριον. Εις το οποίον έδειξε κάθε άσκησιν αρετής ο αοίδιμος, και υπερέβαλεν όλους τους άλλους Μοναχούς με την άκραν σκληραγωγίαν. Επειδή δε ο πατήρ του έμαθε, πως ευρίσκεται εις Μοναστήριον, δια τούτο έστειλε παρευθύς και ερεύνα όλα τα των Μοναχών ιερά καταγώγια. Όθεν ο Όσιος τούτο μαθών, ευγήκεν από το Μοναστήριον εκείνο και επεριτριγύριζεν όλην την Ανατολήν, κηρύττων εις όλους και λέγων· «Μετανοείτε». Δια τούτο έλαβε και την επωνυμίαν, ήγουν το να επονομάζεται ο Μετανοείτε. Επήγε δε και εις την νήσον της Κρήτης, και από εκεί επήγεν εις τον Μορέαν. Και αφ’ ου επεριπάτησεν εις όλας τας πόλεις και χώρας του Μορέως, ύστερον επήγεν εις την πόλιν των Λακώνων, ήτοι εις την κοινώς λεγομένην Τζακωνίαν. Εν αυτή δε τελέσας διάφορα θαύματα, έκτισε Ναόν εις το όνομα του Σωτήρος ημών Χριστού. Όθεν μονάσας εκεί μέχρι τέλους, απήλθε προς ον επόθει Χριστόν, ίνα λάβη παρ’ αυτού τον της ασκήσεως στέφανον.
(5) Ήτοι, όπου κείται η Λακεδαίμων, εκεί δεν ηχεί (τούτο γαρ δηλοί το λάκοι) ουδέ λαλεί τελείως, και χρησμοδοτεί πλέον ο δαίμων. Επειδή και ο Νίκων τον διώχνει από εκεί με τα θαυμάσια οπού κάμνει.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Σίλου, Επισκόπου της Περσίδος.
Της γης αποστάς γηΐνων θ’ ομού Πάτερ,
Νυν εγκατοικείς ουρανώ μάκαρ Σίλε.
*
Τα εγκαίνια του Αγίου Γεωργίου εν τω Κυπαρίσσω.
*
Του Αγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου του Χίου, αθλήσαντος εν έτει [͵αωζ’] 1807 (6).
(6) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Λειμωνάριον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Κς΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀλυπίου τοῦ Κιονίτου.
Ἀνεῖχεν Ἀλύπιον ὄρθιος κίων,
Πρὸς οὐρανοὺς ζητοῦντα βαίνειν, οὗ μένει.
Εἰκάδι ἕκτῃ ἄλυπον Ἀλύπιε βῆς ἐπὶ οἶκον.
Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἡρακλείου, ἐν ἔτει χη΄ [608], καταγόμενος ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολιν. Ἐπρογνωρίσθη δὲ εἰς τὴν μητέρα του πρὸ τοῦ νὰ γεννηθῇ, μὲ κᾄποια δεξιὰ καὶ θεϊκὰ σημάδια, τὰ ὁποῖα ἐφανέροναν, ποῖος ἔμελλε νὰ γένῃ μετὰ τὴν γέννησίν του ὁ Ἅγιος. Καὶ ὅτι εἶχε νὰ καταπλήξῃ τοὺς ἀνθρώπους, τόσον τοὺς τότε, ὅσον καὶ τοὺς τωρινούς, μὲ τὴν θεωρίαν καὶ ἀκοήν, καὶ μὲ τὴν καρτερίαν καὶ ὑπομονήν του. Ὅταν γὰρ ἡ μήτηρ του εἶχε τοῦτον ἐγγαστρωμένον, ἐφάνη εἰς αὐτήν, ὅτι βαστάζει ἕνα ἀρσενικὸν πρόβατον ὡραῖον, τὸ ὁποῖον εἶχεν εἰς τὰ κέρατά του ἀναμμένας λαμπάδας. Τοῦτο δὲ ἦτον ἕνα σημεῖον τῆς μελλούσης λαμπρότητος καὶ ἀρετῆς τοῦ Ἁγίου. Οὗτος λοιπὸν ὁ μακάριος ἠγωνίσθη μὲ τόσην ἄσκησιν, ὥστε ὁποῦ ἐνεργοῦσε καὶ θαύματα, καὶ ὑπερέβαλεν ὅλους μὲ τὴν ὑπομονήν του. Διότι αὐτὸς ὁ καρτερόψυχος ἐστάθη ἐπάνω εἰς ἕνα στύλον ἀσκέπαστος, εἰς διάστημα χρόνων ὁλοκλήρων πενηντατριῶν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ πονηρὸς Διάβολος ἐπλήγωσεν αὐτὸν μὲ πληγάς, καθώς ποτε καὶ τὸν Ἰώβ, διὰ τοῦτο ὁ Ἅγιος εἰς πεῖσμα τοῦ ἐχθροῦ ἐπλαγίασεν ἐν τῷ στύλῳ ἀπὸ μόνον τὸ ἕνα πλευρὸν δεκατρεῖς ὁλοκλήρους χρόνους, χωρὶς νὰ μεταγυρίσῃ ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρόν, ἕως ὁποῦ παρέδωκε τὴν τιμίαν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ. Ὅλον δὲ τὸ διάστημα τῆς ζωῆς του ἐστάθησαν χρόνοι ἑκατόν. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τούτου ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον. Συνέγραψε δὲ τοῦτον ἑλληνιστὶ ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Καλοὶ μὲν οὖν καὶ οἱ τῶν Μαρτύρων ἄθλοι». Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Στυλιανοῦ τοῦ Παφλαγόνος.
Ἀσκήσεως πέπτωκεν ὁ στερρὸς στύλος.
Στυλιανὸς γὰρ τὸν βίον καταστρέφει.
Οὗτος ἡγιάσθη ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός του, καὶ ἔγινε κατοικητήριον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διὰ τοῦτο σκορπίσας τὸν πλοῦτον ὁποῦ εἶχεν, εἰς τοὺς πτωχούς, καὶ γενόμενος Μοναχός, ὑπερέβαλεν ὅλους τοὺς τότε Μοναχοὺς κατὰ τὴν σκληραγωγίαν καὶ τὴν ἐπίπονον ἄσκησιν. Ἔπειτα ἐπῆγεν εἰς τὴν ἔρημον, καὶ ἐμβῆκε μέσα εἰς ἕνα σπήλαιον. Ἐκεῖ δὲ εὑρισκόμενος, ἔλαβε τροφὴν ἀπὸ θεῖον Ἄγγελον. Καὶ ἔγινεν ἰατρὸς διαφόρων καὶ ἀνιατρεύτων παθῶν. Διότι ὅταν ἠκολούθει θανατηφόρος ἀσθένεια εἰς τὰ νήπια καὶ ἀπέθνησκον, ἔμενον δὲ ἄτεκνοι οἱ γονεῖς των, τότε, ὅσαι μητέρες ἐπικαλοῦντο ἐκ πίστεως τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου τούτου Στυλιανοῦ, καὶ ἐζωγράφιζον τὴν ἁγίαν αὐτοῦ εἰκόνα, πάλιν ἐγέννων ἄλλα τέκνα. Ἀλλὰ καὶ τὰ ἀσθενοῦντα νήπια ἐλυτρόνοντο ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν. Οὕτω λοιπὸν πολιτευσάμενος ὁ ἀοίδιμος, καὶ ἰατρείας καὶ θαύματα πολλὰ ἐπιτελέσας ἀπῆλθε πρὸς Κύριον.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ἀκάκιος ὁ ἐν τῇ Κλίμακι (1), ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Κακὸν φυγὼν πᾶν Ἀκάκιος ἐν βίῳ,
Καλοῖς ἀπείροις ἐντρυφᾷ λιπὼν βίον.
Οὗτος ὁ Ὅσιος ἦτον εἰς ἕνα Μοναστήριον εὑρισκόμενον εἰς τὴν Ἀσίαν. Ὅταν δὲ ἦτον νέος κατὰ τὴν ἡλικίαν, ἐμεταχειρίζετο τὴν ἀσκητικὴν ζωήν. Εἶχε δὲ ἐπιστάτην καὶ γέροντα ἕνα μοναχὸν πολλὰ ἀμελῆ καὶ ἀκόλαστον (2). Ὅθεν τόσα κακὰ καὶ βάσανα ἐδοκίμαζεν ἀπὸ αὐτὸν ὁ ἀοίδιμος, ὥστε ὁποῦ φαίνονται ἴσως εἰς τοὺς πολλοὺς ἀπίστευτα. Διότι, ποτὲ μέν, εἶχε τὸ ὀμμάτι του μελανὸν ἀπὸ τὰ κτυπήματα, ποτὲ δέ, τὸν λαιμόν του, καὶ ἄλλοτε, εἶχε πληγωμένην τὴν κεφαλήν του. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασε χρόνους ἐννέα ὑποκάτω εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ ἀσπλάγχνου ἐκείνου γέροντος, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον, καὶ ἐνταφιάσθη εἰς τὸ κοιμητήριον τῶν Πατέρων. Τότε ὁ ἐπιστάτης αὐτοῦ καὶ γέρωντας, ἐπῆγεν εἰς ἕνα μέγαν καὶ διακριτικὸν Πατέρα, καὶ λέγει εἰς αὐτόν. Ὁ ἀδελφὸς Ἀκάκιος ἀπέθανεν. Ὁ δὲ διακριτικὸς ἐκεῖνος Πατὴρ δὲν ἐπίστευσεν εἰς τὸν λόγον τοῦτον. Ὅθεν ὁ γέρωντας τοῦ Ὁσίου λέγει πάλιν εἰς αὐτόν. Ἔρχου νὰ ἰδῇς. Ἐπῆγαν λοιπὸν καὶ οἱ δύω εἰς τὸ κοιμητήριον. Τότε ὁ μέγας ἐκεῖνος Πατήρ, ἐρώτησε τὸν Ὅσιον Ἀκάκιον, ὡσὰν νὰ ἦτον ζωντανὸς οὕτω· «Ἀδελφὲ Ἀκάκιε, ἀπέθανες;» Ὁ δὲ εὐγνώμων καὶ ἀληθὴς ὑποτακτικός, ἔδειξεν ἀκόμη καὶ μετὰ θάνατον τὴν ὑπακοήν. Ὅθεν ἀποκριθείς, εἶπε. Καὶ πῶς εἶναι δυνατόν, πάτερ Ὅσιε, νὰ ἀποθάνῃ ἄνθρωπος ἐργάτης τῆς ὑπακοῆς; Τότε ὁ πρῴην ἐπιστάτης καὶ γέρωντας αὐτοῦ ἔμφοβος γενόμενος διὰ τὸ παράδοξον τοῦτο θαῦμα, ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον μὲ τὰ δάκρυα. Ὅθεν ποιήσας κελλίον κοντὰ εἰς τὸν τάφον τοῦ Ὁσίου, ἐκεῖ διεπέρασε τὴν ζωήν του μὲ σωφροσύνην, ἐξομολογούμενος εἰς τοὺς Πατέρας διὰ τοὺς δαρμοὺς ὁποῦ ἐποίησεν εἰς τὸν Ἅγιον, καὶ λέγων τὸν λόγον τοῦτον· «Φόνον ἐποίησα».
Ὁ μὲν οὖν θεῖος Ἀκάκιος μὲ τοιοῦτον ἀγῶνα καὶ μαρτύριον τῆς ὑπακοῆς τελειώσας τὴν μακαρίαν ζωήν του, ἠξιώθη καὶ μακαρίου τέλους. Τὸ δὲ τίμιον αὐτοῦ λείψανον ἐφυλάχθη ὑπὸ τῆς θείας δυνάμεως ἀνώτερον ἀπὸ κάθε φθορὰν καὶ φυσικὴν διάλυσιν. Καὶ ἔμεινε σῷον καὶ ὁλόκληρον εἰς πολλὰς ἐτῶν περιόδους. Συνέβη δὲ μίαν φορὰν νὰ εὔγουν οἱ μοναχοὶ τοῦ Μοναστηρίου ἐκείνου διὰ νὰ θερίσουν. Ἐπειδὴ εἰς τοῦτο τοὺς ἐκάλει ὁ τοῦ θέρους καιρός. Δύω δὲ μόνον ἀδελφοὶ ἔμειναν εἰς τὸ Μοναστήριον. Ὁ ἕνας μέν, διὰ νὰ τὸ φυλάττῃ, ὁ δὲ ἄλλος, διατὶ ἦτον ἀσθενής. Ἠκολούθησε λοιπὸν καὶ ἀπέθανεν ὁ ἀσθενής. Ὁ δὲ ἄλλος ἀδελφός, μόνος ὤντας, δὲν ἐδύνετο νὰ σκάψῃ τάφον, καὶ τὰ ἄλλα νὰ κάμῃ τὰ εἰς ταφὴν ἐπιτήδεια. Ὅθεν ἀνοίξας τὸν ἕτοιμον τάφον τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, ἐκεῖ ἔβαλε τὸν ἀποθανόντα ὁμοῦ μὲ τὸν Ἅγιον.
Κατὰ τὴν αὐρινὴν δὲ ἡμέραν πηγαίνωντας εἰς τὸν τάφον, εὑρῆκεν ἐρριμμένον ἔξω τοῦ τάφου τὸν ἀποθανόντα ἀδελφόν. Καὶ πάλιν ἔβαλεν αὐτὸν μέσα εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου. Ἐπειδὴ δὲ πάλιν εὗρεν αὐτὸν ἔξω ἐρριμμένον, ἐπαραπονεῖτο πρὸς τὸν Ἅγιον, δικαιολογούμενος καὶ λέγων. Ἤκουσα, Ἅγιε Ἀκάκιε, ὅτι κᾀνένας ἄλλος δὲν ἐπρόκοψεν εἰς τὴν ὑπακοὴν καθὼς ἐσύ. Ἀλλὰ τώρα, ὡς βλέπω, ἔγινες παρήκοος καὶ ὑπερήφανος τόσον, ὥστε ὁποῦ δὲν δέχεσαι τὸν ἀδελφὸν μέσα εἰς τὸν τάφον σου, ἀλλὰ τὸν ῥίπτεις ἔξω. Λοιπὸν ἢ ἄφες αὐτὸν νὰ εὑρίσκεται μαζί σου εἰς ἕνα τάφον, ἢ ἀνίσως πάλιν ῥίψῃς αὐτὸν ἔξω, πλέον δὲν θέλω σὲ ὑποφέρω, ἀλλὰ θέλω σὲ ἐκβάλω ἀπὸ τὸν τάφον. Ὅθεν ἔβαλε τὸν ἀδελφὸν πάλιν εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου καὶ ἀνεχώρησε. Τὴν αὐρινὴν δὲ ἡμέραν πηγαίνωντας πάλιν, τὸν μὲν ἀποθανόντα ἀδελφόν, εὗρε κείμενον εἰς τὸν τάφον, τὸν δὲ Ἅγιον Ἀκάκιον δὲν εὑρῆκεν. Ὅθεν ἕως τῆς σήμερον βλέπεται ὁ τάφος ἄδειος, ἔχων τὴν ἐπωνυμίαν τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου (3).
(1) Ἔτζι ὀνομάζεται ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος οὗτος. Ἐπειδὴ καὶ ἀναφέρει δι’ αὐτόν, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ συγγράψας τὴν βίβλον τὴν ἐπονομαζομένην Κλίμακα, ἐν τῷ περὶ ὑποταγῆς τετάρτῳ αὐτῆς λόγῳ.
(2) Ἔτζι ὀνομάζει τὸν γέροντα τοῦ Ἀκακίου ὁ θεῖος Ἰωάννης ἐν τῷ περὶ ὑποταγῆς τετάρτῳ λόγῳ. Εὑρίσκεται δὲ καὶ σχόλιον εἰς τὴν λέξιν ταύτην λέγον οὕτω· «Τὸ ἀκολασταίνειν τινες ἐπὶ μόνης τῆς πορνείας εἰρήκασι, καὶ ἀκόλαστον τὸν πόρνον εἶπον. Οὗτος δὲ ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ἐπὶ παντὸς λογισμοῦ τοῦ μὴ ἄγχοντος τὴν πρωτόνοιαν (ἤτοι τὴν πρώτην τοῦ λογισμοῦ προσβολήν) καὶ τὰς ἀλόγους τῆς ψυχῆς ὁρμὰς μὴ κολάζοντος, ἀλλ’ ἐῶντος προβῆναι εἰς ἔργον, τὸ ἀκόλαστον ἀπεφήνατο. Καὶ γὰρ θυμῷ ὁ γέρων, καὶ ὁρμῇ ἀλόγῳ ἐκέχρητο».
(3) Σημείωσαι, ὅτι ὁ σοφολογιώτατος διδάσκαλος κὺρ Χριστοφόρος ὁ Προδρομίτης, διὰ παρακλήσεως ὑποτακτικοῦ τινος μοναχοῦ συνωνύμου τοῦ Ἁγίου, ἔπλεξεν Ἀκολουθίαν εἰς τὸν Ἅγιον Ἀκάκιον μελῳδικωτάτην, καὶ Βίον πλατύτερον ἢ ἐγκώμιον.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβου τοῦ ἀναχωρητοῦ.
Ὁ Ἰάκωβος ἀναχωρήσας κόσμου,
Νῦν τὴν ὑπερκόσμιον οἰκεῖ πατρίδα.
Οὗτος ὁ μακάριος Ἰάκωβος, πρότερον μὲν ἔκλεισε τὸν ἑαυτόν του εἰς ἕνα μικρότατον οἶκον. Καὶ προσηλώσας τὸν νοῦν του εἰς τὴν μνήμην καὶ ἐνθύμησιν τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, ἔτζι ἐπρόκοπτεν εἰς τὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐγυμνάσθη καλώτατα, καὶ ἀπέδειξε τὴν ψυχήν του συνήθη εἰς τοὺς ἀγαθοὺς πόνους καὶ ἀγῶνας τῆς ἀρετῆς, ἐτόλμησε νὰ ἀναβῇ καὶ εἰς τοὺς μεγαλιτέρους ἀγῶνας. Ὅθεν φθάσας εἰς τὸ βουνόν, τὸ ὁποῖον εἶναι μακρὰν ἀπὸ τὴν πόλιν Κύρον τριάκοντα στάδια, ἤτοι παρ’ ὀλίγον τέσσαρα μίλια, ἐκαρτέρει εἰς αὐτὸ καὶ ὑπέμεινε, χωρὶς νὰ ἔχῃ σπήλαιον νὰ ἔμβῃ μέσα, χωρὶς τένταν καὶ τζανδίρι, χωρὶς καλύβην, χωρὶς τοῖχον κτισμένον κᾂν μὲ ξηρὰς πέτρας, καὶ χωρὶς κᾀνένα ἄλλο περίφραγμα. Ἀλλὰ μόνον εἶχε τὸν οὐρανὸν στέγην καὶ σκέπασμα. Ὅθεν ἀπὸ ὅλους ἐβλέπετο, καὶ ὅταν ἐπροσηύχετο, καὶ ὅταν ἀνεπαύετο, καὶ ὅταν ἐστέκετο, καὶ ὅταν ἐκάθητο, καὶ ὅταν ἦτον ὑγιής, καὶ ὅταν ἦτον ἄρρωστος. Ἐπειδὴ δὲ ἔτυχέ ποτε νὰ ἀσθενήσῃ, διὰ τοῦτο ἀγωνίζετο ἔμπροσθεν εἰς τὰ ὀμμάτια πάντων. Ὅθεν καὶ ἀπέβαλε τὴν ἀνάγκην τῆς φύσεως, ἥτις ἐβίαζε μὲν αὐτὸν νὰ ἐκβάλῃ τὰ περιττώματα τῆς κοιλίας, αὐτὸς δὲ ἐπάλαιε μὲ τὴν φύσιν καὶ τὴν ἐμπόδιζεν.
Αὐτὰ δὲ τὰ λέγω, ὄχι πῶς τὰ ἔμαθον ἀπὸ ἄλλον τινα, ἀλλὰ ἐγὼ ὁ ἴδιος τὰ ἐθεώρησα μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου (4). Ἡ δὲ ἀσθένειά του ἦτον μία πλημμύρα καὶ αὔξησις χολῆς, ἡ ὁποία ἐφέρετο εἰς τὰ κάτω μέρη τῆς κοιλίας, καὶ ἐκίνει τὸ οὐροδόχον ἀγγεῖον. Τότε λοιπὸν ἐγὼ ἐθεώρησα τὴν πολλὴν τοῦ ἀνδρὸς τούτου καρτερίαν καὶ ὑπομονήν. Διότι ἀκούσαντα τὴν ἀσθένειάν του πολλὰ πλήθη Χριστιανῶν, ἐσυνάχθησαν ἀπὸ πολλὰ χωρία, διὰ νὰ ἁρπάσουν μετὰ θάνατον τὸ νικηφόρον του λείψανον. Ὁ δὲ Ἅγιος ἐκάθητο στενοχωρούμενος καὶ ἀπὸ τὰ δύω μέρη. Ἡ μὲν γὰρ φύσις ἠνάγκαζεν αὐτὸν ἔσωθεν διὰ νὰ ὑπάγῃ πρὸς χρείαν ὕδατος. Ἡ δὲ ἐντροπὴ τοῦ ἔξωθεν εὑρισκομένου πλήθους τῶν ἀνθρώπων, ἐβίαζεν αὐτὸν νὰ μένῃ ἀκίνητος εἰς τὸν τόπον του. Ἀλλ’ οὐδὲ ὅταν τὸ πλῆθος ἀνεχώρησεν ἐνικήθη ὁ γενναῖος οὗτος ἀπὸ τὴν φύσιν. Ἀλλὰ πάλιν ἔμεινε καρτερῶντας, ἕως ὁποῦ ἡ νύκτα ἐλθοῦσα, αὐτὴ ἀνάγκασεν ὅλους νὰ ὑπάγουν εἰς τοὺς οἴκους των.
Ἐφόρει δὲ ὁ Ὅσιος οὗτος μέσα ἀπὸ τὸ ὑποκάμισον, καὶ ἕνα πολὺ βάρος καὶ φορτίον σιδήρου, μὲ τὸ ὁποῖον ἔδενε καὶ τὴν μέσην καὶ τὸν λαιμόν του. Ὁμοίως εἶχε καὶ ἁλυσίδας κρεμασμένας ἀπὸ τὸν κύκλον τοῦ λαιμοῦ του, δύω μὲν εἰς τὸ ἔμπροσθεν μέρος, δύω δέ, εἰς τὸ ὄπισθεν. Αἱ ὁποῖαι διαπερνῶσαι πλαγίως εἰς τὸν κάτω κύκλον, ἔκαμνον τὸ σχῆμα τοῦ χ στοιχείου, καὶ ἐτύποναν τὸν σταυρόν, δένουσαι ἔμπροσθεν καὶ ὄπισθεν τοὺς κύκλους ἕνα μὲ τὸν ἄλλον. Ἀλλὰ καὶ αἱ χεῖρές του χωριστὰ εἶχον ἄλλους τοιούτους σιδηροῦς δεσμοὺς κατὰ τὸ μέρος τῶν ἀγκώνων. Ὅθεν ὁ γενναῖος οὗτος τῆς εὐσεβείας ἀγωνιστὴς ἐπάλευε καὶ μὲ τὰ βαρύτατα ταῦτα φορτία τῶν σιδήρων, καὶ μὲ τὴν δεινὴν ἀρρωστίαν τοῦ σώματος. Περνῶντος δὲ τοῦ καιροῦ, ἔπεσεν ὁ ἀοίδιμος εἰς χειροτέραν ἀσθένειαν. Τὸ δὲ φαγητόν του ἦτον φακὴ βρεγμένη, τὴν ὁποίαν ἔτρωγε κάθε βράδυ.
Μίαν φορὰν ἠκολούθησε νὰ πέσῃ χιόνι πολὺ τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας. Ὅθεν τόσον πολλὰ ἐχώθη μέσα εἰς τὸ χιόνι ὁ ἀοίδιμος Ἰάκωβος, κειτόμενος πρημνὴς καὶ παρακαλῶν τὸν Θεόν, ὥστε ὁποῦ τελείως δὲν ἐφαίνετο. Τότε οἱ γείτονές του πέρνοντες ἀξίνας, ἐπῆγαν καὶ ἐτράβιξαν τὸ χιόνι ὁποῦ τὸν ἐσκέπαζε. Καὶ ἔτζι ἐδυνήθηκαν καὶ τὸν ἐτράβιξαν ἔξω, καὶ τὸν ἐσήκωσαν ἐπάνω. Τοῦτο δὲ ἐσυνέβη εἰς αὐτόν, ὄχι μίαν ἢ δύω, ἀλλὰ πολλαῖς φοραῖς. Τόσον ὁποῦ ἐθαύμαζον ὅλοι τὴν ὑπὲρ ἄνθρωπον καρτερίαν καὶ ὑπομονήν του. Ἐξ αἰτίας λοιπὸν τῶν πόνων τούτων, ἐτρύγησεν ὁ τρισόλβιος καὶ τὰς δωρεὰς τῆς θείας χάριτος, τὰς ὁποίας ἐσυγκοινώνει ὅποιος ἤθελε. Διότι μὲ τὴν εὐλογίαν αὐτοῦ, πολλαῖς μὲν θέρμαις, ἐσβέσθησαν. Πολλὰ δὲ ῥιγώματα, τὰ ὁποῖα συνειθίζουν νὰ ἀκολουθοῦν πρὸ τῆς θέρμης, ἔπαυσαν καὶ παντελῶς ἀφανίσθησαν. Πολλοὶ δὲ δαίμονες ἀναγκάσθησαν νὰ φύγουν ἀπὸ τοὺς δαιμονιζομένους. Ἀλλὰ καὶ τὸ νερὸν ὁποῦ εὐλογεῖτο ἀπὸ τὴν δεξιὰν ἐκείνου χεῖρα, αὐτὸ ἐγίνετο ἰατρικὸν εἰς κάθε ἀσθένειαν.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἀνέστησε καὶ ἕνα παιδίον νεκρὸν μὲ τοῦτον τὸν τρόπον. Οἱ γονεῖς τοῦ παιδίου τούτου ἐγέννησαν μὲν πολλὰ παιδία, ὅλα ὅμως τὰ ἔθαψαν ἄωρα καὶ ἀνήλικα. Ὅταν δὲ τὸ παιδίον τοῦτο ἐγέννησαν ὕστερον, ἔδραμεν ὁ πατήρ του πρὸς τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ τοῦτον Ἰάκωβον, παρακαλῶν αὐτὸν νὰ εὐχηθῇ τὸ παιδίον του διὰ νὰ ζήσῃ χρόνους πολλούς. Καὶ ἐὰν ζήσῃ, ὑπέσχετο νὰ τὸ ἀφιερώσῃ εἰς τὸν Θεόν. Ἀφ’ οὗ δὲ τὸ παιδίον ἔζησε μόνον τέσσαρας χρόνους, ἀπέθανε, χωρὶς νὰ εὑρεθῇ παρὼν ὁ πατήρ του. Ἐρχόμενος δὲ αὐτὸς εἰς τὸν οἶκόν του, βλέπει καὶ εὔγαναν νεκρὸν τὸ παιδίον. Ὅθεν ἁρπάσας αὐτὸ ἀπὸ τὸ νεκροκράββατον, πρέπει, εἶπε, διὰ νὰ πληρώσω τὴν ὑπόσχεσιν ὁποῦ ἔκαμα, καὶ νὰ ἀποδώσω αὐτὸ νεκρὸν εἰς τὸν τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπον. Καὶ λοιπὸν ἐπῆρεν αὐτὸ νεκρόν, καὶ τὸ ἔβαλεν ἔμπροσθεν εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἁγίου, λέγωντας τὰ ἴδια ἐκεῖνα λόγια, τὰ ὁποῖα εἶπεν ἀνωτέρω.
Ὁ δὲ θεῖος Ἰάκωβος βαλὼν ἔμπροσθέν του τὸ παιδίον, καὶ κλίνας τὰ γόνατα, ἔπεσε πρημνής, παρακαλῶν ὑπὲρ τοῦ παιδίου τὸν ζωῆς καὶ θανάτου Κύριον. Ὅταν δὲ ἦλθε τὸ δειλινόν, ὢ τοῦ θαύματος! ἐφώναξε τὸ παιδίον, καὶ ἐκάλεσε τὸν πατέρα του. Ὅθεν αἰσθανθεὶς ὁ θεσπέσιος Ἰάκωβος, ὅτι ὁ Δεσπότης Χριστὸς ἐδέχθη τὴν παρακάλεσίν του, καὶ ἐχάρισε ζωὴν εἰς τὸ παιδίον, ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν προσευχήν. Καὶ προσκυνήσας τὸν Θεόν, ὁποῦ ποιεῖ τὸ θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτὸν καὶ εἰσακούει τῆς δεήσεώς των, ἀπέδωκε τὸ παιδίον ζωντανὸν εἰς τὸν πατέρα του.
Καὶ ἄλλα δὲ πολλὰ τοιαῦτα θαύματα ἐτέλεσεν ὁ μέγας οὗτος Πατήρ, τὰ ὁποῖα διὰ τὸ πλῆθος ἀφίνομεν. Οὗτος ὁ μακάριος ἐδιηγήθη καὶ τὰς διαφόρους προσβολὰς καὶ πολέμους, ὁποῦ ἐδοκίμασεν ἀπὸ τοὺς δαίμονας, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἕνας εἶναι καὶ οὗτος, ὁποῦ μέλλω νὰ εἰπῶ. Ἔλεγεν οὗτος, ὅτι ἐφάνη ἔμπροσθέν μου συχνάκις ἕνας γυμνός, εἶδος ἔχων ἀράπη, καὶ πῦρ εὐγάνωντας ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του. Ἐγὼ δέ, ἔλεγε, καθὼς ἔβλεπον αὐτόν, ἐφοβούμην. Ὅθεν ἄρχιζα νὰ προσεύχωμαι. Ἀλλ’ οὐδὲ νὰ φάγω ἠμποροῦσα, ἐπειδὴ κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρόν, ὁποῦ ἐσυνείθιζα νὰ τρώγω, τότε ἐφαίνετο ἔμπροσθέν μου ὁ ῥηθεὶς ἀράπης. Ἐπειδὴ δὲ ἐπέρασαν ἑπτὰ καὶ ὀκτὼ ἢ καὶ δέκα ἡμέραι καὶ εἰς αὐτὰς δὲν ἔφαγον, διὰ τοῦτο κατεφρόνησα τέλος πάντων τὴν φαντασίαν τοῦ δαίμονος, καὶ ἐκάθισα καὶ ἔτρωγον. Ὁ δὲ δαίμων, μὴ ὑποφέρωντας ταύτην μου τὴν μεγαλοψυχίαν, μὲ ἐφοβέριζε μὲ ἕνα ῥαβδί. Ἐγὼ δὲ εἶπον εἰς αὐτόν, εἰ μὲν καὶ ἐσυγχωρήθης ἀπὸ τὸν Δεσπότην τῶν ὅλων Θεόν, κτύπα κατ’ ἐμοῦ, καὶ θέλω δεχθῶ μετὰ χαρᾶς τὴν πληγήν, ὡς ὑπὲρ τοῦ Θεοῦ δερνόμενος. Εἰ δὲ ἀπὸ τὸν Θεὸν δὲν ἐσυγχωρήθης, ποτὲ δὲν θέλεις μὲ κτυπήσεις, κᾂν καὶ μυριάκις λυσσάξῃς. Ταῦτα ἀκούσας ὁ δαίμων, ἀνεχώρησε μὲν τότε εἰς τὸ φανερόν, κρυφίως ὅμως δὲν ἔπαυε λυσσάζωντας κατ’ ἐπάνω μου.
Διότι αὐτὸς ὁ πολυμήχανος, ἀπαντῶντας εἰς τὸν δρόμον τὸν διακονητήν, ὁποῦ μοι ἔφερνε τὸ νερὸν δύω φοραῖς τὴν ἑβδομάδα, ἐπαρομοιάζετο εἰς τὸ ἐδικόν μου σχῆμα. Καὶ ἔτζι ἔπερνε μὲν τὸ νερὸν καὶ τὸ ἔχυνε, τὸν δὲ διακονητὴν ἐπρόσταζε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν οἶκόν του. Μὲ τοῦτον δὲ τὸν τρόπον ἐσπούδαζεν ὁ μιαρὸς διὰ νὰ μὲ θανατώσῃ ἀπὸ τὴν δίψαν. Τοῦτο δὲ ἔκαμνεν, ὄχι μίαν ἢ δύω, ἀλλὰ καὶ τρεῖς φοραῖς. Ὅθεν λυπούμενος πολλὰ διὰ τοῦτο, καὶ κινδυνεύωντας ἀπὸ τὴν δίψαν, ἐρώτησα τὸν ἄνθρωπον, ὁποῦ ἔφερε τὸ νερόν, λέγων. Διατί ὦ ἄνθρωπε, ἐπέρασαν πέντε καὶ δέκα ἡμέραι, καὶ ἐσὺ δέν μοι ἔφερες νερόν; Ὁ διακονητὴς ἀπεκρίθη. Τρεῖς φοραῖς, ὦ πάτερ, καὶ τέσσαρες ἔφερα νερόν, καὶ ἐσὺ τὸ ἐπῆρες ἀπὸ τὰς χεῖράς μου. Ὁ Ἅγιος εἶπε. Καὶ εἰς ποῖον τόπον ἐπῆρα τὸ νερὸν ἀπὸ λόγου σου; Ὁ δὲ διακονητὴς ἔδειξε τὸν τόπον εἰς αὐτόν. Τότε ὁ Ὅσιος τοῦ λέγει. Κᾂν μυρίαις φοραῖς μὲ ἰδῇς νὰ ἔλθω ἐκεῖ, καὶ νὰ σοὶ ζητῶ τὸ νερόν, πρόσεχε νὰ μὴ μοῦ δώσῃς τὸ ἀγγεῖον, ἕως ὁποῦ νὰ ἔλθῃς εἰς τοῦτον τὸν τόπον.
Πολλοὺς δὲ καὶ ἄλλους τοιούτους πειρασμοὺς τοῦ Διαβόλου ἐδοκίμασεν ὁ ἀοίδιμος, τοὺς ὁποίους δύναται νὰ μάθῃ, ὅποιος ἀναγνώσῃ τὸν εἰκοστὸν πρῶτον ἀριθμὸν τῆς Φιλοθέου Ἱστορίας τοῦ μακαρίου Θεοδωρήτου. Ἔτζι λοιπὸν καλῶς ἀγωνισθεὶς ὁ θαυμάσιος, καὶ γενόμενος μέγας καὶ ὀνομαστὸς πανταχοῦ, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον.
(4) Αὐτὰ τὰ λέγει ὁ Θεοδώρητος Κύρου ἐν τῇ Φιλοθέῳ Ἱστορίᾳ ἐν ἀριθμῷ κα΄, ὅπου διηγεῖται τὸν Βίον τοῦ Ὅσιου τούτου, ἀφ’ οὗ ἐρανίσθη ταῦτα καὶ ὁ συγγραφεὺς τοῦ Συναξαριστοῦ.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Νίκων ὁ Μετανοεῖτε, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Οἷ Λακεδαίμων οὐδαμῶς δαίμων λάκοι.
Σοβεῖ γὰρ αὐτὸν τοῖς τεραστίοις Νίκων (5).
Οὗτος ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Ἁρμενίων, υἱὸς ὢν ἑνὸς μεγιστάνου. Ἀκούσας δὲ τὴν θείαν φωνὴν τοῦ Κυρίου τὴν λέγουσαν· «Πᾶς ὃς ἀφῆκε πατέρα ἢ μητέρα, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει», τοῦτο, λέγω, ἀκούσας, ἀφῆκεν ὅλα διὰ τὸν Χριστὸν καὶ ἐπῆγεν εἰς ἕνα Μοναστήριον. Εἰς τὸ ὁποῖον ἔδειξε κάθε ἄσκησιν ἀρετῆς ὁ ἀοίδιμος, καὶ ὑπερέβαλεν ὅλους τοὺς ἄλλους Μοναχοὺς μὲ τὴν ἄκραν σκληραγωγίαν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ πατήρ του ἔμαθε, πῶς εὑρίσκεται εἰς Μοναστήριον, διὰ τοῦτο ἔστειλε παρευθὺς καὶ ἐρεύνα ὅλα τὰ τῶν Μοναχῶν ἱερὰ καταγώγια. Ὅθεν ὁ Ὅσιος τοῦτο μαθών, εὐγῆκεν ἀπὸ τὸ Μοναστήριον ἐκεῖνο καὶ ἐπεριτριγύριζεν ὅλην τὴν Ἀνατολήν, κηρύττων εἰς ὅλους καὶ λέγων· «Μετανοεῖτε». Διὰ τοῦτο ἔλαβε καὶ τὴν ἐπωνυμίαν, ἤγουν τὸ νὰ ἐπονομάζεται ὁ Μετανοεῖτε. Ἐπῆγε δὲ καὶ εἰς τὴν νῆσον τῆς Κρήτης, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπῆγεν εἰς τὸν Μορέαν. Καὶ ἀφ’ οὗ ἐπεριπάτησεν εἰς ὅλας τὰς πόλεις καὶ χώρας τοῦ Μορέως, ὕστερον ἐπῆγεν εἰς τὴν πόλιν τῶν Λακώνων, ἤτοι εἰς τὴν κοινῶς λεγομένην Τζακωνίαν. Ἐν αὐτῇ δὲ τελέσας διάφορα θαύματα, ἔκτισε Ναὸν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ. Ὅθεν μονάσας ἐκεῖ μέχρι τέλους, ἀπῆλθε πρὸς ὃν ἐπόθει Χριστόν, ἵνα λάβῃ παρ’ αὐτοῦ τὸν τῆς ἀσκήσεως στέφανον.
(5) Ἤτοι, ὅπου κεῖται ἡ Λακεδαίμων, ἐκεῖ δὲν ἠχεῖ (τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸ λάκοι) οὐδὲ λαλεῖ τελείως, καὶ χρησμοδοτεῖ πλέον ὁ δαίμων. Ἐπειδὴ καὶ ὁ Νίκων τὸν διώχνει ἀπὸ ἐκεῖ μὲ τὰ θαυμάσια ὁποῦ κάμνει.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Σίλου, Ἐπισκόπου τῆς Περσίδος.
Τῆς γῆς ἀποστὰς γηΐνων θ’ ὁμοῦ Πάτερ,
Νῦν ἐγκατοικεῖς οὐρανῷ μάκαρ Σίλε.
*
Τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἐν τῷ Κυπαρίσσῳ.
*
Τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Χίου, ἀθλήσαντος ἐν ἔτει [͵αωζ΄] 1807 (6).
(6) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Λειμωνάριον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *