Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου26 Ιουλίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Κς’, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Ερμολάου, και των συν αυτώ μαρτυρησάντων Ερμίππου και Ερμοκράτους.
Αρχής το ταυτόν κλήσεως των Μαρτύρων,
Δηλοί το ταυτόν του δια ξίφους τέλους (1).
Ερμόλεω εκκαιδεκάτη τάμεν αυχένα χαλκός.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον Ιερείς από τον κλήρον της εν Νικομηδεία Εκκλησίας, και μείναντες από τας είκοσι χιλιάδας, οπού εκάησαν μέσα εις την Εκκλησίαν, από τον τύραννον Μαξιμιανόν, εν έτει τδ’ [304], εκρύπτοντο δε μέσα εις ένα οσπήτιον. Επειδή δε ο Άγιος Παντελεήμων εδιδάχθη την πίστιν των Χριστιανών, επιάσθη. Τούτου χάριν ερωτώμενος από τον Μαξιμιανόν, ποίος εδίδαξεν αυτόν, απεκρίθη όλην την αλήθειαν χωρίς κανένα ψεύδος, και είπεν, ότι εδιδάχθη αυτήν από τον Ιερέα Ερμόλαον. Όθεν παρευθύς απέστειλεν ο βασιλεύς και έφεραν αυτόν, μαζί δε με τον Ερμόλαον έφερον και τον Έρμιππον και Ερμοκράτην. Ερωτηθέντες λοιπόν οι Άγιοι, ωμολόγησαν μεν παρρησία, ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός, επερίπαιξαν δε τα είδωλα, και όλους εκείνους οπού τα σέβονται. Όθεν και οι τρεις απεκεφαλίσθησαν, και ανέβησαν νικηφόροι εις τα Ουράνια.
(1) Ήτοι, καθώς τα τρία ονόματα των Αγίων αρχίζουν από την αυτήν συλλαβήν, ήγουν από την Ερ, τοιουτοτρόπως έλαβον και οι τρεις ένα και το αυτό τέλος και απεκεφαλίσθησαν.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος του Χριστού Παρασκευής.
Θεώ παρεσκεύασας αγνόν ως δόμον,
Σαυτήν άγουσα σεμνή εις κατοικίαν.
Αύτη η Αγία ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Αντωνίνου, εν έτει ρμ’ [140], καταγομένη μεν από ένα χωρίον της παλαιάς Ρώμης, θυγάτηρ δε ούσα, γονέων Χριστιανών, καλουμένων Αγάθωνος και Πολιτείας, οι οποίοι τας εντολάς του Κυρίου επιμελώς φυλάττοντες, ήτον άτεκνοι, δια τούτο και αδιαλείπτως παρεκάλουν τον Κύριον, ίνα δώση αυτοίς τέκνον. Ο δε Θεός, ο ποιών το θέλημα των φοβουμένων αυτόν, εχάρισε παιδίον θηλυκόν εις αυτούς, το οποίον ωνόμασαν εις το Άγιον Βάπτισμα Παρασκευήν, επειδή και εγεννήθη κατά την Παρασκευήν ημέραν της εβδομάδος. Αύτη λοιπόν αφιερώσασα τον εαυτόν της εις τον Θεόν από τας μητρικάς αγκάλας, εδιδάσκετο από την μητέρα της και ενουθετείτο. Αφ’ ου δε έμαθεν η Αγία τα ιερά γράμματα, πάντοτε ανεγίνωσκε τας θείας Γραφάς, και σχολάζουσα εν τη Εκκλησία του Θεού, εκαταγίνετο εις την αγίαν προσευχήν. Όταν δε απέθανον οι γονείς της, διεμοίρασεν όλα τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς, αυτή δε κουρευθείσα, και ενδυθείσα το σχήμα των καλογραίων, ευγήκεν εις τον κόσμον, κηρύττουσα το όνομα Χριστού του αληθινού Θεού ημών. Όθεν και πολλούς Έλληνας εγύρισεν εις την θεογνωσίαν. Μερικοί δε Εβραίοι εδιάβαλαν αυτήν εις τον τότε βασιλέα Αντωνίνον, λέγοντες, ότι μία γυναίκα, Παρασκευή ονομαζομένη, κηρύττει Ιησούν τον Υιόν της Μαρίας, τον οποίον εσταύρωσαν οι προπάτορές μας.
Ταύτα δε ακούσας ο βασιλεύς, επρόσταξε να φέρουν την Αγίαν έμπροσθέν του. Βλέπωντας δε αυτήν, έμεινεν έκθαμβος και εκστατικός, δια την φρονιμάδα και ευμορφίαν της. Όθεν λέγει προς αυτήν, εάν πεισθής εις τα λόγιά μου, ω κόρη, και θυσιάσης εις τους θεούς, θέλεις γένης κληρονόμος πολλών χαρισμάτων και αγαθών. Ει δε και δεν πεισθής, ήξευρε, ότι θέλω σε παραδώσω εις πολλά βάσανα. Τότε η Αγία, με ανδρειωμένον λογισμόν, απεκρίθη προς τον βασιλέα, μη γένοιτο ποτέ εις εμέ να αρνηθώ το όνομα Χριστού του Θεού μου! «Θεοί γαρ οι τον ουρανόν και την γην ουκ εποίησαν, απολέσθωσαν εκ της γης», ως λέγει ο Προφήτης Ιερεμίας (Ιερεμ. ι’, 11). Ο δε βασιλεύς ανάψας από τον θυμόν, επρόσταξε να πυρώσουν μίαν περικεφαλαίαν, ήγουν μπαρπούταν σιδηράν, και να βάλουν αυτήν εις την κεφαλήν της Αγίας. Τούτου δε γενομένου, εφυλάχθη η Αγία αβλαβής με θεϊκήν δρόσον. Όθεν δια το τοιούτον θαυμάσιον, επίστευσαν κατ’ εκείνην την ώραν πολλοί Έλληνες εις τον Χριστόν. Έπειτα επρόσταξεν ο βασιλεύς και έκαυσαν δυνατά ένα καζάνι, γεμάτον από λάδι και πίσσαν, και μέσα εις αυτό έβαλαν την Αγίαν. Στέκουσα δε η Μάρτυς εις το μέσον του καζανίου, εφαίνετο δροσιζομένη. Όθεν βλέπωντας αυτήν ο βασιλεύς, είπε, ράντισόν με από το λάδι και την πίσσαν Παρασκευή, δια να γνωρίσω, ανίσως η πίσσα και το έλαιον καίουσιν. Η δε Αγία γεμώσασα τα χέρια της, έρριψεν εις το πρόσωπον του βασιλέως, και ευθύς ετυφλώθησαν τα ομμάτιά του. Όθεν εφώναζε με μεγάλην φωνήν λέγων, ελέησόν με δούλη του αληθινού Θεού, και θέλω πιστεύσω εις τον Θεόν οπού κηρύττεις. Ευθύς λοιπόν έλαβε το φως των οφθαλμών του. Όθεν επίστευσεν εις τον Χριστόν, αυτός και όλοι οι δορυφόροι του, ήγουν οι σωματοφύλακές του, οίτινες και έλαβον το Άγιον Βάπτισμα εις το όνομα της Αγίας Τριάδος.
Η δε Αγία ευγαίνουσα από εκεί, επήγεν εις άλλας πόλεις και χωρία, κηρύττουσα το όνομα του Χριστού. Πηγαίνουσα δε εις άλλην πόλιν, εις την οποίαν εβασίλευεν ένας άνθρωπος, Ασκληπιός ονομαζόμενος, εφέρθη έμπροσθεν αυτού, και επικαλεσαμένη το όνομα του Χριστού, και σφραγίσασα τον εαυτόν της με το σημείον του τιμίου Σταυρού, ωμολόγησε τον εαυτόν της Χριστιανήν, και εκήρυξε τον Χριστόν Θεόν του ουρανού και της γης. Ταύτα δε ακούσας ο βασιλεύς, εταράχθη, και έπεμψεν αυτήν εις ένα δράκοντα φοβερώτατον φωλεύοντα έξω της πόλεως, εις τον οποίον είχον συνήθειαν και έρριχνον τους καταδικασμένους εις θάνατον, και τους έτρωγεν. Επειδή δε η Αγία επήγεν εις τον τόπον εκείνον, δια τούτο βλέπωντας αυτήν ο δράκων, εσφύριζε μεγάλως, και ανοίξας το στόμα του, εύγαλε καπνόν πολύν. Η δε Αγία πλησιάσασα κοντά εις τον δράκοντα, είπεν, έφθασεν, ω θηρίον, εναντίον σου η οργή του Θεού. Και λοιπόν φυσήσασα τον δράκοντα, εποίησε το σημείον του τιμίου Σταυρού. Τότε ο δράκων σφυρίξας μεγάλως, εσχίσθη εις δύω, και ηφανίσθη. Βλέπωντας δε ο βασιλεύς και οι μετ’ αυτού το τοιούτον θαυμάσιον, επίστευσαν όλοι εις τον Χριστόν.
Η δε Αγία αναχωρήσασα από εκεί, επήγεν εις άλλην πόλιν, εις την οποίαν εβασίλευεν άλλος βασιλεύς Ταράσιος ονόματι. Όστις μαθών περί της Αγίας, επαράστησεν αυτήν εις το κριτήριον. Ερωτηθείσα λοιπόν από αυτόν η Αγία, ωμολόγησε τον εαυτόν της Χριστιανήν, και τον Χριστόν Θεόν αληθινόν ανεκήρυξεν. Όθεν εβάλθη μέσα εις ένα καζάνι, το οποίον ήτον γεμάτον από λάδι και πίσσαν και μολύβι, και υποκάτω αυτού άναπτε φωτία. Άγγελος δε Κυρίου επιστάς, εψύχρανε το καζάνι, και τα εν αυτώ είδη. Όθεν έμεινεν εξ αυτών αβλαβής η του Χριστού Μάρτυς. Και άλλα δε ακόμη βάσανα εποίησεν εις αυτήν ο απάνθρωπος τύραννος, πλην δεν εδυνήθη να σαλεύση την στερεάν πίστιν της. Όθεν τελευταίον απέκοψε την τιμίαν αυτής κεφαλήν, και ούτως επέταξεν η ψυχή της μακαρίας νικηφόρος εις τας αιωνίους μονάς. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτής όρα εις τον Νέον Θησαυρόν (2).)
(2) Σημείωσαι, ότι εις την Αγίαν ταύτην Παρασκευήν Κανόνα νέον η εμή αδυναμία εφιλοπόνησε, και τα ελλείποντα της Ακολουθίας αυτής ανεπλήρωσε. Συνέθετο δε και έτερον Κανόνα ο εκ του Ιερού Κοινοβίου Ρωσσικού σοφολογιώτατος διδάσκαλος κυρ Βενέδικτος.
*
Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Ωραιοζήλης.
Εις πυρ βληθείσα Ωραιοζήλη Λόγε,
Άπασι βρύει τους κρουνούς των θαυμάτων.
Η βασιλίς των πόλεων Κωνσταντινούπολις, κοντά εις τα άλλα καλά οπού την εστόλιζον, είχεν ακόμη στολίζοντας αυτήν και τους βίους των εναρέτων ανδρών τε και γυναικών. Μάλιστα δε, με αυτούς εστολίζετο περισσότερον, παρά με τα διάφορα αισθητά κάλλη οπού έχει, ήτοι με την θέσιν του τόπου, με την μεγαλότητα, και με τα τείχη τα από τους εναντίους εχθρούς ανίκητα μένοντα, καθότι περισσότερον κάλλος και μεγαλιτέρα ωφέλεια προξενείται εις αυτήν εκ των βίων τούτων, πάρεξ από τα άνω ειρημένα. Βίους δε λέγω, όχι μόνον τους εγνωσμένους εις την Εκκλησίαν του Χριστού, και γεγραμμένους εις τα της Εκκλησίας Συναξάρια, αλλά και εκείνους, οπού εγνώσθησαν μεν εις την Εκκλησίαν, κατά τινα όμως τυχηράν αμέλειαν, δεν εγράφησαν, αλλά εσκεπάσθησαν από την πολυκαιρίαν. Διότι εκείνοι μεν οι Βίοι των Αγίων, οπού είναι γεγραμμένοι, όταν αναγινώσκωνται εν τη Εκκλησία, παρακινούσι τους ακούοντας εις ζήλον και μίμισιν της αρετής, και εις συντριβήν της ψυχής και κατάνυξιν. Οι δε Βίοι, οπού δεν είναι γεγραμμένοι, αγκαλά και η πολυκαιρία εσκέπασε τα υπομνήματα αυτών και ηφάνισεν, όμως από τα θαύματα οπού ενεργούσιν οι τους Βίους τούτους πολιτευσάμενοι Άγιοι, γίνονται εις όλους φανεροί και κατάδηλοι.
Από τους Αγίους δε τούτους, είναι και η καλλικέλαδος αηδών και καθαρά περιστερά του Χριστού, η Μάρτυς λέγω Ωραιοζήλη, η οποία, από τίνα χώραν εκατάγετο, και ποίοι ήτον οι γονείς της, δεν ευρίσκεται γεγραμμένον. Ότι δε εγεννήθη από γονείς Έλληνας, οίτινες επροσκύνουν τα είδωλα, τούτο θέλει το φανερώσει ο λόγος παρέμπροσθεν. Διότι από τους καιρούς των θεοκηρύκων Αποστόλων, όταν διεδόθη εις όλην την οικουμένην το κήρυγμα του Ευαγγελίου, από τότε εσαγηνεύθη δια των λογικών δικτύων του Αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, και η σεμνοτάτη αύτη Ωραιοζήλη, και ελυτρώθη από τον βυθόν της ειδωλολατρείας. Από τον Απόστολον γαρ Ανδρέαν εβαπτίσθη αύτη και εφωτίσθη, και αφιερώθη εις μίαν μικράν Εκκλησίαν του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ· η οποία, ωσάν γη αγαθή, δεχθείσα τον σπόρον της διδασκαλίας του Αποστόλου, ετελεσφόρησε πολύν και εκατονταπλάσιον τον καρπόν. Προσμένουσα γαρ εις τον Ναόν εκείνον του Αρχιστρατήγου, ήτον εργάτις των του Χριστού εντολών, και εσπούδαζε δια των καλών έργων να γίνεται κήρυξ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, καλουμένη ισαπόστολος, και ταλαιπωρουμένη με κάθε κακοπάθειαν σώματος. Όθεν εκ τούτου εσύντρεχον εις αυτήν πλήθος Ελλήνων πολύ, και ωφελούντο με τας καθημερινάς της διδασκαλίας, την μεν προτέραν κακήν ζωήν τους αλησμονούντες, επιστρέφοντες δε εις τον Χριστόν και με την χάριν αυτού οικειούμενοι. Δια τούτο απόκτησεν η Αγία και άλλας δύω ακόμη παρθένους, αι οποίαι αποστραφείσαι την ειδωλικήν πλάνην, εγνώρισαν τον Χριστόν δια της διδασκαλίας της, Θεόν προαιώνιον και Δημιουργόν του παντός. Αύται λοιπόν αι δύω παρθένοι εκυριεύθησαν από τον πόθον του Χριστού με την παντοτινήν εργασίαν των αρετών, και σεμνυνόμεναι με την διδασκαλίαν της Ωραιοζήλης, απέβλεπον εις αυτήν ακλινώς με τα του νοός ομμάτια, ως πρωτότυπον της αρετής και παράδειγμα, και πυρπολούμεναι πάντοτε από τον ένθεον ζήλον, έχαιρον, συνεριζόμεναι με μίαν αγαθήν έριν και αξιέπαινον. Ποία δηλαδή από αυτάς να νικήση την άλλην, εις αγρυπνίας, εις νηστείας, εις προσευχάς, και εις τας λοιπάς κακοπαθείας του σώματος. Και ταύτα μεν εγίνοντο έως εις τους χρόνους του ασεβεστάτου βασιλέως Δεκίου, ήτοι εν έτει σν’ [250]. Τότε γαρ ο μισόκαλος Διάβολος, και των ανθρωπίνων ψυχών πολέμιος, κατετήκετο από τον φθόνον του, στοχαζόμενος την ανίκητον δύναμιν του Χριστού. Πως και δια μέσου της ασθενούς φύσεως των γυναικών, ενεργείτο η αρετή, και αύξανεν εις κάθε μέρος. Η αρετή δε πάλιν, καν και εις απόκρυφον και παράμερον μέρος γίνεται, κάμνει όμως φανερόν το του Ευαγγελίου κήρυγμα, και όχι μόνον αυτό πλατύνει, αλλά και στηρίζει τούτο εις τας ψυχάς των Χριστιανών. Όθεν τι εμεταχειρίσθη ο αλιτήριος Διάβολος; Εμβήκε μέσα εις τον βασιλέα Δέκιον, και δια μέσου αυτού εκίνησε πόλεμον και διωγμόν κατά των Χριστιανών. Ούτος γαρ ο ασεβέστατος μη μεταχειρισθείς καλώς την βασιλείαν, δεν ηθέλησε να γνωρίση τον Θεόν οπού του την εχάρισε, αλλά εσηκώθη κατ’ επάνω του, θεούς μεν ψευδωνύμους προσκυνών και ματαίους, βιάζωντας δε και τους ανθρώπους δια να προσκυνούν αυτούς, ο και αυτών των αναισθήτων ειδώλων αναισθητότερος. Ούτος λοιπόν και την μακαρίαν ταύτην Ωραιοζήλην χωρίσας από τας συντρόφους της δύω παρθένους, επαράστησεν εις το εδικόν του κριτήριον, και προς αυτήν είπεν· Από ποίαν αφορμήν, ω γύναιον, την μεν πατρικήν σου θρησκείαν αθέτησες, τον δε Χριστόν ανακηρύττεις Θεόν; ή δια τι απατάς τους ανθρώπους με ψευδείς και πιθανούς λόγους, και πείθεις αυτούς να πιστεύσουν εις ένα θνητόν άνθρωπον, λέγουσα, πως αυτός είναι ποιητής του παντός; Προς ταύτα η Αγία απεκρίθη· Εσύ βασιλεύ, έμαθες, ότι ο υπ’ εμού κηρυττόμενος Χριστός, εσταυρώθη ως άνθρωπος, και πως και τούτο δεν έμαθες, ότι αυτός ο ίδιος ανέστη ωσάν Θεός; ή πώς δεν ήκουσες, ότι αυτός καταβάς εις τον Άδην, πάντας τους εκεί όντας συνανέστησε, και ως αρχηγός της ζωής εχάρισεν εις τους νεκρούς ζωήν την αιώνιον; Ότι δε ο Χριστός, ώντας Θεός προαιώνιος, ηθέλησε να γένη άνθρωπος, και να πάθη, και να σταυρωθή δια λόγου μας, και δια την σωτηρίαν του γένους των ανθρώπων, τούτο περιττόν είναι να το λέγω εις τα αυτία εκείνων, οπού δεν χωρούσι το τοιούτον μυστήριον. Πλην εγώ σοι λέγω τούτο πρώτον και τελευταίον, ότι ει τι και αν κάμης, και ει τι αν με φοβερίσης, ή κολακεύσης, ή τιμωρήσης, ή υποσχεθής, δεν θέλεις δυνηθής να με σαλεύσης από την αγάπην του Χριστού μου· μη μοι γένοιτο ποτέ να αρνηθώ τον Θεόν μου! ο οποίος με εδημιούργησεν εκ του μη όντος εις το είναι, και εκατέβη από τους Ουρανούς εις την γην, και εσαρκώθη ασπόρως δια την εδικήν μου σωτηρίαν. Λοιπόν εκείνο οπού θέλεις, κάμε, ω βασιλεύ. Ιδού έμπροσθέν σου ευρίσκεται το πήλινον τούτο σώμα μου, και καίε, κόπτε, σφάζε, τιμώρει αυτό. Ταύτα μεν είπεν η Αγία. Ο δε της βασιλείας και της ζωής ταύτης ανάξιος Δέκιος, άναψεν από τον θυμόν, και προστάζει να εκδύσουν την Αγίαν, και να δέρνουν αυτήν εις πολλάς ώρας. Όλοι δε έμειναν εκστατικοί, βλέποντες την γενναιότητα και υπομονήν της του Χριστού νύμφης· έπασχε γαρ ωσάν να πάσχη άλλος τινάς, και όχι αυτή. Επειδή δε ο βασιλεύς συχνά γυρίζωντας προς την Αγίαν, έβλεπεν αυτήν, ελπίζωντας ότι θέλει μεταβληθή από την πίστιν του Χριστού, δια τούτο, ω του θαύματος! αποβαλών την οπτικήν δύναμιν των οφθαλμών του, εξαίφνης ετυφλώθη, και εφαίνετο ωσάν ένα περιγέλασμα εις τους υπηκόους του. Όθεν κατά το παρόν επρόσταξε να φυλακώσουν την Αγίαν, πέρνωντας δε ένα χειραγωγόν εις τον δρόμον, εσηκώθη από τον θρόνον, και επήγεν εις τα βασίλεια.
Αλλ’ επειδή η Αγία εσπούδαζε να υπάγη προς τον ποθούμενόν της Νυμφίον Χριστόν, εμήνυσεν εις τον ασεβή βασιλέα, ότι εάν εσύ δεν χρίσης τους οφθαλμούς σου με το αίμα της αποτμηθησομένης κεφαλής μου, κατά άλλον τρόπον δεν θέλεις λάβης το φως σου. Όθεν ευθύς επρόσταξε και απεκεφάλισαν την Αγίαν. Είτα χρίσας τους οφθαλμούς του με το αίμα της ο σιγχαμερός και ακάθαρτος, έλαβε παρευθύς το φως και ανέβλεψε. Έμεινεν όμως αχάριστος εις την ευεργεσίαν ταύτην ο παράνομος βασιλεύς, μάλλον δε, εφθόνησεν ο παμβέβηλος να μη πάρουν οι Χριστιανοί το της Αγίας τίμιον σώμα, και δια μέσου αυτού επιστραφούν εις την πίστιν του Χριστού πολλοί Έλληνες. Δια τούτο επρόσταξεν ο αλιτήριος να καύσουν το λείψανον της Μάρτυρος με φωτίαν. Και η μεν Αγία τυχούσα του ποθουμένου, χαίρει και ευφραίνεται αιωνίως εις τα Ουράνια, συμβασιλεύουσα με τον ποθεινότατον αυτής Νυμφίον Χριστόν. Η δε Σύναξις και εορτή της τελείται εις τον μαρτυρικόν αυτής Ναόν, τον ευρισκόμενον κοντά εις τον σεβάσμιον Ναόν της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Αναστασίας, εις τον οποίον Ναόν της γίνονται ιατρείαις διαφόρων αρρωστημάτων, και μαρτυρεί ο παράλυτος εκείνος, ο οποίος προσελθών εις τον Ναόν της Αγίας, εσφίγχθη και έγινεν υγειής. Μαρτυρούσιν αι στείραι γυναίκες, αι οποίαι δια του λειψάνου της Αγίας μεταβάλλονται εις τεκνογονίαν, και αι γυναίκες εκείναι, αι οποίαι κατάξηρα έχουσαι τα βυζία των από γάλα, γυρίζουσιν εις τους οίκους αυτών έχουσαι ταύτα γεμάτα από γάλα, με το οποίον χορταίνουσι τα υπομάζια βρέφη των. Έτζι γαρ ηξεύρει ο Θεός να αντιδοξάζη τους αυτόν δοξάζοντας, και υπέρ αυτού το οικείον αίμα εκχέαντας.
*
Ο Όσιος Ιγνάτιος ο Στειρωνίτης εν ειρήνη τελειούται.
Πριν γης απελθείν αρετών καρπούς φύσας,
Το στείρον εκπέφευγεν ο Στειρωνίτης.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Αππίων ξίφει τελειούται.
Τον σον ξίφει τράχηλον ατρέπτως κλίνας,
Το της τελευτής Αππίων πίνεις πόμα.
*
Η Αγία Μάρτυς Ιερουσαλήμ ξίφει τελειούται.
Τομήν κεφαλής Ιερουσαλήμ φέρει,
Και την άνω νυν Ιερουσαλήμ βλέπει.
*
Τα εγκαίνια του Αρχαγγέλου Μιχαήλ πέραν εν Σκάλλαις.
*
Τα εγκαίνια του Αρχαγγέλου Γαβριήλ πέραν εν Χάλδαις.
*
Η Σύναξις της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου πέραν εν τω Παγιδίω πλησίον του νέου Εμβόλου (3).
(3) Περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις η μνήμη Συμεών του Στυλίτου, η οποία εγράφη κατά την πρώτην του Σεπτεμβρίου. Και η μνήμη του Οσίου Ιωάννου του Παλαιολαυρίτου, η οποία προεγράφη κατά την εικοστήν Απριλλίου συν τω Συναξαρίω αυτού. Ομοίως και η μνήμη του Αγίου Μαυρικίου, αύτη γαρ προεγράφη κατά την εικοστήν εβδόμην του Δεκεμβρίου.
*
Η ανάμνησις του εν Χίω γεγονότος θαύματος, παρά της Οσιομάρτυρος Παρασκευής (4).
(4) Όρα τούτο εις το Νέον Λειμωνάριον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Κς΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἑρμολάου, καὶ τῶν σὺν αὐτῷ μαρτυρησάντων Ἑρμίππου καὶ Ἑρμοκράτους.
Ἀρχῆς τὸ ταυτὸν κλήσεως τῶν Μαρτύρων,
Δηλοῖ τὸ ταυτὸν τοῦ διὰ ξίφους τέλους (1).
Ἑρμόλεῳ ἑκκαιδεκάτῃ τάμεν αὐχένα χαλκός.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον Ἱερεῖς ἀπὸ τὸν κλῆρον τῆς ἐν Νικομηδείᾳ Ἐκκλησίας, καὶ μείναντες ἀπὸ τὰς εἴκοσι χιλιάδας, ὁποῦ ἐκάησαν μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἀπὸ τὸν τύραννον Μαξιμιανόν, ἐν ἔτει τδ΄ [304], ἐκρύπτοντο δὲ μέσα εἰς ἕνα ὁσπήτιον. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος Παντελεήμων ἐδιδάχθη τὴν πίστιν τῶν Χριστιανῶν, ἐπιάσθη. Τούτου χάριν ἐρωτώμενος ἀπὸ τὸν Μαξιμιανόν, ποῖος ἐδίδαξεν αὐτόν, ἀπεκρίθη ὅλην τὴν ἀλήθειαν χωρὶς κᾀνένα ψεῦδος, καὶ εἶπεν, ὅτι ἐδιδάχθη αὐτὴν ἀπὸ τὸν Ἱερέα Ἑρμόλαον. Ὅθεν παρευθὺς ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἔφεραν αὐτόν, μαζὶ δὲ μὲ τὸν Ἑρμόλαον ἔφερον καὶ τὸν Ἕρμιππον καὶ Ἑρμοκράτην. Ἐρωτηθέντες λοιπὸν οἱ Ἅγιοι, ὡμολόγησαν μὲν παρρησίᾳ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ἀληθινός, ἐπερίπαιξαν δὲ τὰ εἴδωλα, καὶ ὅλους ἐκείνους ὁποῦ τὰ σέβονται. Ὅθεν καὶ οἱ τρεῖς ἀπεκεφαλίσθησαν, καὶ ἀνέβησαν νικηφόροι εἰς τὰ Οὐράνια.
(1) Ἤτοι, καθὼς τὰ τρία ὀνόματα τῶν Ἁγίων ἀρχίζουν ἀπὸ τὴν αὐτὴν συλλαβήν, ἤγουν ἀπὸ τὴν Ἕρ, τοιουτοτρόπως ἔλαβον καὶ οἱ τρεῖς ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ τέλος καὶ ἀπεκεφαλίσθησαν.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ἁγίας Ὁσιομάρτυρος τοῦ Χριστοῦ Παρασκευῆς.
Θεῷ παρεσκεύασας ἁγνὸν ὡς δόμον,
Σαυτὴν ἄγουσα σεμνὴ εἰς κατοικίαν.
Αὕτη ἡ Ἁγία ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἀντωνίνου, ἐν ἔτει ρμ΄ [140], καταγομένη μὲν ἀπὸ ἕνα χωρίον τῆς παλαιᾶς Ῥώμης, θυγάτηρ δὲ οὖσα, γονέων Χριστιανῶν, καλουμένων Ἀγάθωνος καὶ Πολιτείας, οἱ ὁποῖοι τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου ἐπιμελῶς φυλάττοντες, ἦτον ἄτεκνοι, διὰ τοῦτο καὶ ἀδιαλείπτως παρεκάλουν τὸν Κύριον, ἵνα δώσῃ αὐτοῖς τέκνον. Ὁ δὲ Θεός, ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτόν, ἐχάρισε παιδίον θηλυκὸν εἰς αὐτούς, τὸ ὁποῖον ὠνόμασαν εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα Παρασκευήν, ἐπειδὴ καὶ ἐγεννήθη κατὰ τὴν Παρασκευὴν ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος. Αὕτη λοιπὸν ἀφιερώσασα τὸν ἑαυτόν της εἰς τὸν Θεὸν ἀπὸ τὰς μητρικὰς ἀγκάλας, ἐδιδάσκετο ἀπὸ τὴν μητέρα της καὶ ἐνουθετεῖτο. Ἀφ’ οὗ δὲ ἔμαθεν ἡ Ἁγία τὰ ἱερὰ γράμματα, πάντοτε ἀνεγίνωσκε τὰς θείας Γραφάς, καὶ σχολάζουσα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ, ἐκαταγίνετο εἰς τὴν ἁγίαν προσευχήν. Ὅταν δὲ ἀπέθανον οἱ γονεῖς της, διεμοίρασεν ὅλα τὰ ὑπάρχοντά της εἰς τοὺς πτωχούς, αὐτὴ δὲ κουρευθεῖσα, καὶ ἐνδυθεῖσα τὸ σχῆμα τῶν καλογραίων, εὐγῆκεν εἰς τὸν κόσμον, κηρύττουσα τὸ ὄνομα Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Ὅθεν καὶ πολλοὺς Ἕλληνας ἐγύρισεν εἰς τὴν θεογνωσίαν. Μερικοὶ δὲ Ἑβραῖοι ἐδιάβαλαν αὐτὴν εἰς τὸν τότε βασιλέα Ἀντωνῖνον, λέγοντες, ὅτι μία γυναῖκα, Παρασκευὴ ὀνομαζομένη, κηρύττει Ἰησοῦν τὸν Υἱὸν τῆς Μαρίας, τὸν ὁποῖον ἐσταύρωσαν οἱ προπάτορές μας.
Ταῦτα δὲ ἀκούσας ὁ βασιλεύς, ἐπρόσταξε νὰ φέρουν τὴν Ἁγίαν ἔμπροσθέν του. Βλέπωντας δὲ αὐτήν, ἔμεινεν ἔκθαμβος καὶ ἐκστατικός, διὰ τὴν φρονιμάδα καὶ εὐμορφίαν της. Ὅθεν λέγει πρὸς αὐτήν, ἐὰν πεισθῇς εἰς τὰ λόγιά μου, ὦ κόρη, καὶ θυσιάσῃς εἰς τοὺς θεούς, θέλεις γένῃς κληρονόμος πολλῶν χαρισμάτων καὶ ἀγαθῶν. Εἰ δὲ καὶ δὲν πεισθῇς, ἤξευρε, ὅτι θέλω σὲ παραδώσω εἰς πολλὰ βάσανα. Τότε ἡ Ἁγία, μὲ ἀνδρειωμένον λογισμόν, ἀπεκρίθη πρὸς τὸν βασιλέα, μὴ γένοιτο ποτὲ εἰς ἐμὲ νὰ ἀρνηθῶ τὸ ὄνομα Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μου! «Θεοὶ γὰρ οἳ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν οὐκ ἐποίησαν, ἀπολέσθωσαν ἐκ τῆς γῆς», ὡς λέγει ὁ Προφήτης Ἱερεμίας (Ἱερεμ. ι΄, 11). Ὁ δὲ βασιλεὺς ἀνάψας ἀπὸ τὸν θυμόν, ἐπρόσταξε νὰ πυρώσουν μίαν περικεφαλαίαν, ἤγουν μπαρποῦταν σιδηρᾶν, καὶ νὰ βάλουν αὐτὴν εἰς τὴν κεφαλὴν τῆς Ἁγίας. Τούτου δὲ γενομένου, ἐφυλάχθη ἡ Ἁγία ἀβλαβὴς μὲ θεϊκὴν δρόσον. Ὅθεν διὰ τὸ τοιοῦτον θαυμάσιον, ἐπίστευσαν κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν πολλοὶ Ἕλληνες εἰς τὸν Χριστόν. Ἔπειτα ἐπρόσταξεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἔκαυσαν δυνατὰ ἕνα καζάνι, γεμάτον ἀπὸ λάδι καὶ πίσσαν, καὶ μέσα εἰς αὐτὸ ἔβαλαν τὴν Ἁγίαν. Στέκουσα δὲ ἡ Μάρτυς εἰς τὸ μέσον τοῦ καζανίου, ἐφαίνετο δροσιζομένη. Ὅθεν βλέπωντας αὐτὴν ὁ βασιλεύς, εἶπε, ῥάντισόν με ἀπὸ τὸ λάδι καὶ τὴν πίσσαν Παρασκευή, διὰ νὰ γνωρίσω, ἀνίσως ἡ πίσσα καὶ τὸ ἔλαιον καίουσιν. Ἡ δὲ Ἁγία γεμώσασα τὰ χέριά της, ἔρριψεν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως, καὶ εὐθὺς ἐτυφλώθησαν τὰ ὀμμάτιά του. Ὅθεν ἐφώναζε μὲ μεγάλην φωνὴν λέγων, ἐλέησόν μὲ δούλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, καὶ θέλω πιστεύσω εἰς τὸν Θεὸν ὁποῦ κηρύττεις. Εὐθὺς λοιπὸν ἔλαβε τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν του. Ὅθεν ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν, αὐτὸς καὶ ὅλοι οἱ δορυφόροι του, ἤγουν οἱ σωματοφύλακές του, οἵτινες καὶ ἔλαβον τὸ Ἅγιον Βάπτισμα εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἡ δὲ Ἁγία εὐγαίνουσα ἀπὸ ἐκεῖ, ἐπῆγεν εἰς ἄλλας πόλεις καὶ χωρία, κηρύττουσα τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Πηγαίνουσα δὲ εἰς ἄλλην πόλιν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐβασίλευεν ἕνας ἄνθρωπος, Ἀσκληπιὸς ὀνομαζόμενος, ἐφέρθη ἔμπροσθεν αὐτοῦ, καὶ ἐπικαλεσαμένη τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καὶ σφραγίσασα τὸν ἑαυτόν της μὲ τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ὡμολόγησε τὸν ἑαυτόν της Χριστιανήν, καὶ ἐκήρυξε τὸν Χριστὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Ταῦτα δὲ ἀκούσας ὁ βασιλεύς, ἐταράχθη, καὶ ἔπεμψεν αὐτὴν εἰς ἕνα δράκοντα φοβερώτατον φωλεύοντα ἔξω τῆς πόλεως, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχον συνήθειαν καὶ ἔρριχνον τοὺς καταδικασμένους εἰς θάνατον, καὶ τοὺς ἔτρωγεν. Ἐπειδὴ δὲ ἡ Ἁγία ἐπῆγεν εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, διὰ τοῦτο βλέπωντας αὐτὴν ὁ δράκων, ἐσφύριζε μεγάλως, καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα του, εὔγαλε καπνὸν πολύν. Ἡ δὲ Ἁγία πλησιάσασα κοντὰ εἰς τὸν δράκοντα, εἶπεν, ἔφθασεν, ὦ θηρίον, ἐναντίον σου ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ λοιπὸν φυσήσασα τὸν δράκοντα, ἐποίησε τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Τότε ὁ δράκων σφυρίξας μεγάλως, ἐσχίσθη εἰς δύω, καὶ ἠφανίσθη. Βλέπωντας δὲ ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ τὸ τοιοῦτον θαυμάσιον, ἐπίστευσαν ὅλοι εἰς τὸν Χριστόν.
Ἡ δὲ Ἁγία ἀναχωρήσασα ἀπὸ ἐκεῖ, ἐπῆγεν εἰς ἄλλην πόλιν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐβασίλευεν ἄλλος βασιλεὺς Ταράσιος ὀνόματι. Ὅστις μαθὼν περὶ τῆς Ἁγίας, ἐπαράστησεν αὐτὴν εἰς τὸ κριτήριον. Ἐρωτηθεῖσα λοιπὸν ἀπὸ αὐτὸν ἡ Ἁγία, ὡμολόγησε τὸν ἑαυτόν της Χριστιανήν, καὶ τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινὸν ἀνεκήρυξεν. Ὅθεν ἐβάλθη μέσα εἰς ἕνα καζάνι, τὸ ὁποῖον ἦτον γεμάτον ἀπὸ λάδι καὶ πίσσαν καὶ μολύβι, καὶ ὑποκάτω αὐτοῦ ἄναπτε φωτία. Ἄγγελος δὲ Κυρίου ἐπιστάς, ἐψύχρανε τὸ καζάνι, καὶ τὰ ἐν αὐτῷ εἴδη. Ὅθεν ἔμεινεν ἐξ αὐτῶν ἀβλαβὴς ἡ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς. Καὶ ἄλλα δὲ ἀκόμη βάσανα ἐποίησεν εἰς αὐτὴν ὁ ἀπάνθρωπος τύραννος, πλὴν δὲν ἐδυνήθη νὰ σαλεύσῃ τὴν στερεὰν πίστιν της. Ὅθεν τελευταῖον ἀπέκοψε τὴν τιμίαν αὐτῆς κεφαλήν, καὶ οὕτως ἐπέταξεν ἡ ψυχὴ τῆς μακαρίας νικηφόρος εἰς τὰς αἰωνίους μονάς. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῆς ὅρα εἰς τὸν Νέον Θησαυρόν (2).)
(2) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὴν Ἁγίαν ταύτην Παρασκευὴν Κανόνα νέον ἡ ἐμὴ ἀδυναμία ἐφιλοπόνησε, καὶ τὰ ἐλλείποντα τῆς Ἀκολουθίας αὐτῆς ἀνεπλήρωσε. Συνέθετο δὲ καὶ ἕτερον Κανόνα ὁ ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Κοινοβίου Ῥωσσικοῦ σοφολογιώτατος διδάσκαλος κὺρ Βενέδικτος.
*
Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ὡραιοζήλης.
Εἰς πῦρ βληθεῖσα Ὡραιοζήλη Λόγε,
Ἅπασι βρύει τοὺς κρουνοὺς τῶν θαυμάτων.
Ἡ βασιλὶς τῶν πόλεων Κωνσταντινούπολις, κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα καλὰ ὁποῦ τὴν ἐστόλιζον, εἶχεν ἀκόμη στολίζοντας αὐτὴν καὶ τοὺς βίους τῶν ἐναρέτων ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν. Μάλιστα δέ, μὲ αὐτοὺς ἐστολίζετο περισσότερον, παρὰ μὲ τὰ διάφορα αἰσθητὰ κάλλη ὁποῦ ἔχει, ἤτοι μὲ τὴν θέσιν τοῦ τόπου, μὲ τὴν μεγαλότητα, καὶ μὲ τὰ τείχη τὰ ἀπὸ τοὺς ἐναντίους ἐχθροὺς ἀνίκητα μένοντα, καθότι περισσότερον κάλλος καὶ μεγαλιτέρα ὠφέλεια προξενεῖται εἰς αὐτὴν ἐκ τῶν βίων τούτων, πάρεξ ἀπὸ τὰ ἄνω εἰρημένα. Βίους δὲ λέγω, ὄχι μόνον τοὺς ἐγνωσμένους εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, καὶ γεγραμμένους εἰς τὰ τῆς Ἐκκλησίας Συναξάρια, ἀλλὰ καὶ ἐκείνους, ὁποῦ ἐγνώσθησαν μὲν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, κατά τινα ὅμως τυχηρὰν ἀμέλειαν, δὲν ἐγράφησαν, ἀλλὰ ἐσκεπάσθησαν ἀπὸ τὴν πολυκαιρίαν. Διότι ἐκεῖνοι μὲν οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων, ὁποῦ εἶναι γεγραμμένοι, ὅταν ἀναγινώσκωνται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, παρακινοῦσι τοὺς ἀκούοντας εἰς ζῆλον καὶ μίμισιν τῆς ἀρετῆς, καὶ εἰς συντριβὴν τῆς ψυχῆς καὶ κατάνυξιν. Οἱ δὲ Βίοι, ὁποῦ δὲν εἶναι γεγραμμένοι, ἀγκαλὰ καὶ ἡ πολυκαιρία ἐσκέπασε τὰ ὑπομνήματα αὐτῶν καὶ ἠφάνισεν, ὅμως ἀπὸ τὰ θαύματα ὁποῦ ἐνεργοῦσιν οἱ τοὺς Βίους τούτους πολιτευσάμενοι Ἅγιοι, γίνονται εἰς ὅλους φανεροὶ καὶ κατάδηλοι.
Ἀπὸ τοὺς Ἁγίους δὲ τούτους, εἶναι καὶ ἡ καλλικέλαδος ἀηδὼν καὶ καθαρὰ περιστερὰ τοῦ Χριστοῦ, ἡ Μάρτυς λέγω Ὡραιοζήλη, ἡ ὁποία, ἀπὸ τίνα χώραν ἐκατάγετο, καὶ ποῖοι ἦτον οἱ γονεῖς της, δὲν εὑρίσκεται γεγραμμένον. Ὅτι δὲ ἐγεννήθη ἀπὸ γονεῖς Ἕλληνας, οἵτινες ἐπροσκύνουν τὰ εἴδωλα, τοῦτο θέλει τὸ φανερώσει ὁ λόγος παρέμπροσθεν. Διότι ἀπὸ τοὺς καιροὺς τῶν θεοκηρύκων Ἀποστόλων, ὅταν διεδόθη εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπὸ τότε ἐσαγηνεύθη διὰ τῶν λογικῶν δικτύων τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου, καὶ ἡ σεμνοτάτη αὕτη Ὡραιοζήλη, καὶ ἐλυτρώθη ἀπὸ τὸν βυθὸν τῆς εἰδωλολατρείας. Ἀπὸ τὸν Ἀπόστολον γὰρ Ἀνδρέαν ἐβαπτίσθη αὕτη καὶ ἐφωτίσθη, καὶ ἀφιερώθη εἰς μίαν μικρὰν Ἐκκλησίαν τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαήλ· ἡ ὁποία, ὡσὰν γῆ ἀγαθή, δεχθεῖσα τὸν σπόρον τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀποστόλου, ἐτελεσφόρησε πολὺν καὶ ἑκατονταπλάσιον τὸν καρπόν. Προσμένουσα γὰρ εἰς τὸν Ναὸν ἐκεῖνον τοῦ Ἀρχιστρατήγου, ἦτον ἐργάτις τῶν τοῦ Χριστοῦ ἐντολῶν, καὶ ἐσπούδαζε διὰ τῶν καλῶν ἔργων νὰ γίνεται κήρυξ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καλουμένη ἰσαπόστολος, καὶ ταλαιπωρουμένη μὲ κάθε κακοπάθειαν σώματος. Ὅθεν ἐκ τούτου ἐσύντρεχον εἰς αὐτὴν πλῆθος Ἑλλήνων πολύ, καὶ ὠφελοῦντο μὲ τὰς καθημερινάς της διδασκαλίας, τὴν μὲν προτέραν κακὴν ζωήν τους ἀλησμονοῦντες, ἐπιστρέφοντες δὲ εἰς τὸν Χριστὸν καὶ μὲ τὴν χάριν αὐτοῦ οἰκειούμενοι. Διὰ τοῦτο ἀπόκτησεν ἡ Ἁγία καὶ ἄλλας δύω ἀκόμη παρθένους, αἱ ὁποῖαι ἀποστραφεῖσαι τὴν εἰδωλικὴν πλάνην, ἐγνώρισαν τὸν Χριστὸν διὰ τῆς διδασκαλίας της, Θεὸν προαιώνιον καὶ Δημιουργὸν τοῦ παντός. Αὗται λοιπὸν αἱ δύω παρθένοι ἐκυριεύθησαν ἀπὸ τὸν πόθον τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν παντοτινὴν ἐργασίαν τῶν ἀρετῶν, καὶ σεμνυνόμεναι μὲ τὴν διδασκαλίαν τῆς Ὡραιοζήλης, ἀπέβλεπον εἰς αὐτὴν ἀκλινῶς μὲ τὰ τοῦ νοὸς ὀμμάτια, ὡς πρωτότυπον τῆς ἀρετῆς καὶ παράδειγμα, καὶ πυρπολούμεναι πάντοτε ἀπὸ τὸν ἔνθεον ζῆλον, ἔχαιρον, συνεριζόμεναι μὲ μίαν ἀγαθὴν ἔριν καὶ ἀξιέπαινον. Ποία δηλαδὴ ἀπὸ αὐτὰς νὰ νικήσῃ τὴν ἄλλην, εἰς ἀγρυπνίας, εἰς νηστείας, εἰς προσευχάς, καὶ εἰς τὰς λοιπὰς κακοπαθείας τοῦ σώματος. Καὶ ταῦτα μὲν ἐγίνοντο ἕως εἰς τοὺς χρόνους τοῦ ἀσεβεστάτου βασιλέως Δεκίου, ἤτοι ἐν ἔτει σν΄ [250]. Τότε γὰρ ὁ μισόκαλος Διάβολος, καὶ τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν πολέμιος, κατετήκετο ἀπὸ τὸν φθόνον του, στοχαζόμενος τὴν ἀνίκητον δύναμιν τοῦ Χριστοῦ. Πῶς καὶ διὰ μέσου τῆς ἀσθενοῦς φύσεως τῶν γυναικῶν, ἐνεργεῖτο ἡ ἀρετή, καὶ αὔξανεν εἰς κάθε μέρος. Ἡ ἀρετὴ δὲ πάλιν, κᾂν καὶ εἰς ἀπόκρυφον καὶ παράμερον μέρος γίνεται, κάμνει ὅμως φανερὸν τὸ τοῦ Εὐαγγελίου κήρυγμα, καὶ ὄχι μόνον αὐτὸ πλατύνει, ἀλλὰ καὶ στηρίζει τοῦτο εἰς τὰς ψυχὰς τῶν Χριστιανῶν. Ὅθεν τί ἐμεταχειρίσθη ὁ ἀλιτήριος Διάβολος; Ἐμβῆκε μέσα εἰς τὸν βασιλέα Δέκιον, καὶ διὰ μέσου αὐτοῦ ἐκίνησε πόλεμον καὶ διωγμὸν κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Οὗτος γὰρ ὁ ἀσεβέστατος μὴ μεταχειρισθεὶς καλῶς τὴν βασιλείαν, δὲν ἠθέλησε νὰ γνωρίσῃ τὸν Θεὸν ὁποῦ τοῦ τὴν ἐχάρισε, ἀλλὰ ἐσηκώθη κατ’ ἐπάνω του, θεοὺς μὲν ψευδωνύμους προσκυνῶν καὶ ματαίους, βιάζωντας δὲ καὶ τοὺς ἀνθρώπους διὰ νὰ προσκυνοῦν αὐτούς, ὁ καὶ αὐτῶν τῶν ἀναισθήτων εἰδώλων ἀναισθητότερος. Οὗτος λοιπὸν καὶ τὴν μακαρίαν ταύτην Ὡραιοζήλην χωρίσας ἀπὸ τὰς συντρόφους της δύω παρθένους, ἐπαράστησεν εἰς τὸ ἐδικόν του κριτήριον, καὶ πρὸς αὐτὴν εἶπεν· Ἀπὸ ποίαν ἀφορμήν, ὦ γύναιον, τὴν μὲν πατρικήν σου θρῃσκείαν ἀθέτησες, τὸν δὲ Χριστὸν ἀνακηρύττεις Θεόν; ἢ διὰ τί ἀπατᾷς τοὺς ἀνθρώπους μὲ ψευδεῖς καὶ πιθανοὺς λόγους, καὶ πείθεις αὐτοὺς νὰ πιστεύσουν εἰς ἕνα θνητὸν ἄνθρωπον, λέγουσα, πῶς αὐτὸς εἶναι ποιητὴς τοῦ παντός; Πρὸς ταῦτα ἡ Ἁγία ἀπεκρίθη· Ἐσὺ βασιλεῦ, ἔμαθες, ὅτι ὁ ὑπ’ ἐμοῦ κηρυττόμενος Χριστός, ἐσταυρώθη ὡς ἄνθρωπος, καὶ πῶς καὶ τοῦτο δὲν ἔμαθες, ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἀνέστη ὡσὰν Θεός; ἢ πῶς δὲν ἤκουσες, ὅτι αὐτὸς καταβὰς εἰς τὸν ᾍδην, πᾶντας τοὺς ἐκεῖ ὄντας συνανέστησε, καὶ ὡς ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς ἐχάρισεν εἰς τοὺς νεκροὺς ζωὴν τὴν αἰώνιον; Ὅτι δὲ ὁ Χριστός, ὤντας Θεὸς προαιώνιος, ἠθέλησε νὰ γένῃ ἄνθρωπος, καὶ νὰ πάθῃ, καὶ νὰ σταυρωθῇ διὰ λόγου μας, καὶ διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, τοῦτο περιττὸν εἶναι νὰ τὸ λέγω εἰς τὰ αὐτία ἐκείνων, ὁποῦ δὲν χωροῦσι τὸ τοιοῦτον μυστήριον. Πλὴν ἐγώ σοι λέγω τοῦτο πρῶτον καὶ τελευταῖον, ὅτι εἴ τι καὶ ἂν κάμῃς, καὶ εἴ τι ἄν με φοβερίσῃς, ἢ κολακεύσῃς, ἢ τιμωρήσῃς, ἢ ὑποσχεθῇς, δὲν θέλεις δυνηθῇς νὰ μὲ σαλεύσῃς ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ μου· μή μοι γένοιτο ποτὲ νὰ ἀρνηθῶ τὸν Θεόν μου! ὁ ὁποῖος μὲ ἐδημιούργησεν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι, καὶ ἐκατέβη ἀπὸ τοὺς Οὐρανοὺς εἰς τὴν γῆν, καὶ ἐσαρκώθη ἀσπόρως διὰ τὴν ἐδικήν μου σωτηρίαν. Λοιπὸν ἐκεῖνο ὁποῦ θέλεις, κάμε, ὦ βασιλεῦ. Ἰδοὺ ἔμπροσθέν σου εὑρίσκεται τὸ πήλινον τοῦτο σῶμά μου, καὶ καῖε, κόπτε, σφάζε, τιμώρει αὐτό. Ταῦτα μὲν εἶπεν ἡ Ἁγία. Ὁ δὲ τῆς βασιλείας καὶ τῆς ζωῆς ταύτης ἀνάξιος Δέκιος, ἄναψεν ἀπὸ τὸν θυμόν, καὶ προστάζει νὰ ἐκδύσουν τὴν Ἁγίαν, καὶ νὰ δέρνουν αὐτὴν εἰς πολλὰς ὥρας. Ὅλοι δὲ ἔμειναν ἐκστατικοί, βλέποντες τὴν γενναιότητα καὶ ὑπομονὴν τῆς τοῦ Χριστοῦ νύμφης· ἔπασχε γὰρ ὡσὰν νὰ πάσχῃ ἄλλος τινάς, καὶ ὄχι αὐτή. Ἐπειδὴ δὲ ὁ βασιλεὺς συχνὰ γυρίζωντας πρὸς τὴν Ἁγίαν, ἔβλεπεν αὐτήν, ἐλπίζωντας ὅτι θέλει μεταβληθῇ ἀπὸ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦτο, ὢ τοῦ θαύματος! ἀποβαλὼν τὴν ὀπτικὴν δύναμιν τῶν ὀφθαλμῶν του, ἐξαίφνης ἐτυφλώθη, καὶ ἐφαίνετο ὡσὰν ἕνα περιγέλασμα εἰς τοὺς ὑπηκόους του. Ὅθεν κατὰ τὸ παρὸν ἐπρόσταξε νὰ φυλακώσουν τὴν Ἁγίαν, πέρνωντας δὲ ἕνα χειραγωγὸν εἰς τὸν δρόμον, ἐσηκώθη ἀπὸ τὸν θρόνον, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὰ βασίλεια.
Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ Ἁγία ἐσπούδαζε νὰ ὑπάγῃ πρὸς τὸν ποθούμενόν της Νυμφίον Χριστόν, ἐμήνυσεν εἰς τὸν ἀσεβῆ βασιλέα, ὅτι ἐὰν ἐσὺ δὲν χρίσῃς τοὺς ὀφθαλμούς σου μὲ τὸ αἷμα τῆς ἀποτμηθησομένης κεφαλῆς μου, κατὰ ἄλλον τρόπον δὲν θέλεις λάβῃς τὸ φῶς σου. Ὅθεν εὐθὺς ἐπρόσταξε καὶ ἀπεκεφάλισαν τὴν Ἁγίαν. Εἶτα χρίσας τοὺς ὀφθαλμούς του μὲ τὸ αἷμά της ὁ σιγχαμερὸς καὶ ἀκάθαρτος, ἔλαβε παρευθὺς τὸ φῶς καὶ ἀνέβλεψε. Ἔμεινεν ὅμως ἀχάριστος εἰς τὴν εὐεργεσίαν ταύτην ὁ παράνομος βασιλεύς, μᾶλλον δέ, ἐφθόνησεν ὁ παμβέβηλος νὰ μὴ πάρουν οἱ Χριστιανοὶ τὸ τῆς Ἁγίας τίμιον σῶμα, καὶ διὰ μέσου αὐτοῦ ἐπιστραφοῦν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ πολλοὶ Ἕλληνες. Διὰ τοῦτο ἐπρόσταξεν ὁ ἀλιτήριος νὰ καύσουν τὸ λείψανον τῆς Μάρτυρος μὲ φωτίαν. Καὶ ἡ μὲν Ἁγία τυχοῦσα τοῦ ποθουμένου, χαίρει καὶ εὐφραίνεται αἰωνίως εἰς τὰ Οὐράνια, συμβασιλεύουσα μὲ τὸν ποθεινότατον αὐτῆς Νυμφίον Χριστόν. Ἡ δὲ Σύναξις καὶ ἑορτή της τελεῖται εἰς τὸν μαρτυρικὸν αὐτῆς Ναόν, τὸν εὑρισκόμενον κοντὰ εἰς τὸν σεβάσμιον Ναὸν τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Ἀναστασίας, εἰς τὸν ὁποῖον Ναόν της γίνονται ἰατρείαις διαφόρων ἀρρωστημάτων, καὶ μαρτυρεῖ ὁ παράλυτος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος προσελθὼν εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας, ἐσφίγχθη καὶ ἔγινεν ὑγειής. Μαρτυροῦσιν αἱ στεῖραι γυναῖκες, αἱ ὁποῖαι διὰ τοῦ λειψάνου τῆς Ἁγίας μεταβάλλονται εἰς τεκνογονίαν, καὶ αἱ γυναῖκες ἐκεῖναι, αἱ ὁποῖαι κατάξηρα ἔχουσαι τὰ βυζία των ἀπὸ γάλα, γυρίζουσιν εἰς τοὺς οἴκους αὑτῶν ἔχουσαι ταῦτα γεμάτα ἀπὸ γάλα, μὲ τὸ ὁποῖον χορταίνουσι τὰ ὑπομάζια βρέφη των. Ἔτζι γὰρ ἠξεύρει ὁ Θεὸς νὰ ἀντιδοξάζῃ τοὺς αὐτὸν δοξάζοντας, καὶ ὑπὲρ αὐτοῦ τὸ οἰκεῖον αἷμα ἐκχέαντας.
*
Ὁ Ὅσιος Ἰγνάτιος ὁ Στειρωνίτης ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Πρὶν γῆς ἀπελθεῖν ἀρετῶν καρποὺς φύσας,
Τὸ στεῖρον ἐκπέφευγεν ὁ Στειρωνίτης.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀππίων ξίφει τελειοῦται.
Τὸν σὸν ξίφει τράχηλον ἀτρέπτως κλίνας,
Τὸ τῆς τελευτῆς Ἀππίων πίνεις πόμα.
*
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἱερουσαλὴμ ξίφει τελειοῦται.
Τομὴν κεφαλῆς Ἱερουσαλὴμ φέρει,
Καὶ τὴν ἄνω νῦν Ἱερουσαλὴμ βλέπει.
*
Τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ πέραν ἐν Σκάλλαις.
*
Τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ πέραν ἐν Χάλδαις.
*
Ἡ Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου πέραν ἐν τῷ Παγιδίῳ πλησίον τοῦ νέου Ἐμβόλου (3).
(3) Περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις ἡ μνήμη Συμεὼν τοῦ Στυλίτου, ἡ ὁποία ἐγράφη κατὰ τὴν πρώτην τοῦ Σεπτεμβρίου. Καὶ ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Παλαιολαυρίτου, ἡ ὁποία προεγράφη κατὰ τὴν εἰκοστὴν Ἀπριλλίου σὺν τῷ Συναξαρίῳ αὐτοῦ. Ὁμοίως καὶ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μαυρικίου, αὕτη γὰρ προεγράφη κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἑβδόμην τοῦ Δεκεμβρίου.
*
Ἡ ἀνάμνησις τοῦ ἐν Χίῳ γεγονότος θαύματος, παρὰ τῆς Ὁσιομάρτυρος Παρασκευῆς (4).
(4) Ὅρα τοῦτο εἰς τὸ Νέον Λειμωνάριον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *