Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου26 Ιανουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Κς’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ξενοφώντος, και της συμβίου αυτού Μαρίας, και των τέκνων αυτών Αρκαδίου και Ιωάννου.
Και γην λιπόντας τους περί Ξενοφώντα,
Αβρά ξενίζω του λόγου πανδαισία.
Παισίν άμ’ ηδ’ αλόχω Ξενοφών θάνεν εικάδι έκτη.
Ο Όσιος ούτος Ξενοφών ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού εν έτει φκ’ [520], εκατάγετο δε από την Κωνσταντινούπολιν, και ήτον πλούσιος και κατά τον εξωτερικόν πλούτον, και κατά τον εσωτερικόν της ευσεβείας και κατά Θεόν πολιτείας. Ούτος λοιπόν απέστειλε τους δύω υιούς του Αρκάδιον και Ιωάννην εις την πόλιν Βηρυττόν, ήτοι το νυν καλούμενον Βερούτι, δια να μάθουν εκεί και να μελετήσουν τους νόμους. Πηγαίνοντες δε, εκαραβοτζακίσθησαν εις την θάλασσαν. Όθεν ο πατήρ αυτών Άγιος Ξενοφών, ομού με την γυναίκα του Μαρίαν, ανεχώρησαν από την Κωνσταντινούπολιν, και επήγαν δια να ζητούν τους υιούς των. Ευρόντες δε αυτούς εις τα Ιεροσόλυμα ενδεδυμένους το σχήμα των Μοναχών, έγιναν και αυτοί Μοναχοί, και τόσον επρόκοψαν εις την αρετήν οι αοίδιμοι, και οι γονείς και τα παιδία, ώστε οπού αξιώθηκαν παρά Θεού να κάμνουν και θαύματα. Ευαρεστήσαντες λοιπόν εις τον Θεόν μέχρι τέλους, προς αυτόν εξεδήμησαν. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτών όρα εις το Εκλόγιον (1).)
(1) Ο δε ελληνικός Βίος αυτού σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, και εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων, ου η αρχή· «Ξενοφών ο θαυμάσιος». Εν δε τη ρηθείση Μεγίστη Λαύρα σώζεται και άλλος Βίος αυτών, ου η αρχή· «Διηγήσατό τις μέγας γέρων».
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του μεγάλου σεισμού.
Έσεισας αλλ’ έστησας αύθις γην Λόγε.
Της σης γαρ οργής οίκτος εστί το πλέον.
Εις τους υστερινούς χρόνους της βασιλείας Θεοδοσίου του μικρού, εν ημέρα Κυριακή, ώρα δευτέρα της ημέρας, έγινε σεισμός εις την Κωνσταντινούπολιν τόσον μεγάλος, ώστε οπού εκρημνίσθησαν τα τείχη αυτής, και μέρη πολλά και οσπήτια της πόλεως, εξαιρέτως όμως από το έμβασμα το καλούμενον Τρωαδίσιον, έως το χάλκινον τετράπυλον, και εκράτησεν ο τοιούτος σεισμός τρεις μήνας. Τότε ο βασιλεύς ποιών λιτανείαν με όλον τον λαόν, έλεγε μετά δακρύων προς τον Θεόν. Ρύσαι ημάς Κύριε, από την δικαίαν σου οργήν, και δος συγχώρησιν των αμαρτιών μας. Επειδή δια τας αμαρτίας μας εσάλευσας την γην και συνετάραξας αυτήν, ίνα σε δοξάζωμεν τον μόνον αγαθόν Θεόν ημών και φιλάνθρωπον.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Συμεών, του επιλεγομένου Παλαιού.
Τον χουν Παλαιέ Συμεών απεξύσω,
Εχθρού παλαιού λεπτύνας εις χουν κάραν.
Ούτος ο Όσιος παιδιόθεν ηγάπησε την ερημικήν ζωήν. Όθεν κατοικήσας μέσα εις ένα σπήλαιον κατά το βουνόν το καλούμενον Αμανόν, δεν απόλαυσε καμμίαν ανθρωπίνην τροφήν, ούτε ψωμί δηλαδή ούτε άλλο τι, αλλά τροφήν του είχε μόνα τα χορτάρια οπού τρώγονται. Επειδή δε επεθύμησε να υπάγη εις το Σίναιον όρος, επήγεν εις αυτό, και εμβαίνωντας μέσα εις το σπήλαιον, εις το οποίον εκρύφθη ο Μωϋσής, όταν ηξιώθη να ιδή τον Θεόν, καθώς είναι δυνατόν να ιδή η ανθρωπίνη φύσις. Εις τούτο, λέγω, εμβαίνωντας ο Όσιος, έπεσε πρήμιτα, και επέρασε νηστικός επτά ημέρας, προσκαρτερών με δάκρυα και προσευχάς. Και από εκεί δεν εσηκώθη, έως ου ήκουσε θεϊκήν φωνήν, ήτις τον επρόσταξε να σηκωθή, και να φάγη τα τρία μήλα, οπού ήτον έμπροσθέν του. Αφ’ ου δε εγύρισεν από το Σινά, έκτισε δύω Μοναστήρια. Και ούτως έλαβε το τέλος της επιπόνου ταύτης ζωής, ποιήσας πρότερον πολλά παράδοξα θαύματα, εις δόξαν Θεού (2).
(2) Και τούτου του Οσίου τον Βίον συγγράφει ο Κύρου Θεοδώρητος εν τω ς’ αριθμώ της Φιλοθέου Ιστορίας. Αδικίαν δε ενόμισα το να σιωπήσω τρία τινά αξιόλογα, οπού προσθέττει περί του Οσίου τούτου. Ιουδαίοι γάρ τινες περιπατούντες, επλανήθησαν εις τον δρόμον, και επειδή από βροχήν ραγδαίαν και ανεμοστρόφιλον οπού ηκολούθησε, δεν έβλεπον πού πηγαίνουν, δια τούτο τρέχοντες εδώ και εκεί έφθασαν εις το σπήλαιον του Οσίου, και βλέποντες αυτόν, τον ηρώτησαν να δείξη τον δρόμον εις αυτούς. Ο δε Όσιος είπεν, ότι ευθύς να τους δώση δύω οδηγούς. Εκεί λοιπόν οπού εκάθοντο, ιδού και φθάνουν δύω λεοντάρια, τα οποία έγλυφον τον Όσιον ως αυθέντην τους. Ταύτα δε επρόσταξε με το νεύμα του ο Όσιος, να συνοδεύσουν τους Εβραίους έως εις τον τόπον εκείνον, οπού έχασαν τον δρόμον.
Θέρος ήτον ο καιρός, και ένας άδικος γεωργός θερίζωντας το χωράφι του, έκλεψε μερικά δεμάτια από το πλησίον χωράφι, και τα έβαλεν εις το αλώνι του. Ευθύς δε η θεία δίκη έκαμε την παιδείαν. Διατί αστροπελέκι πεσόν από τον ουρανόν, έκαιε το αλώνι. Όθεν βλέπωντας ο γεωργός, έτρεξεν εις τον Όσιον (ήτον γαρ ο τόπος κοντά) την συμφοράν του οδυρόμενος. Έκρυψεν όμως την κλεψίαν οπού έκαμε. Προσταχθείς δε από τον Όσιον να ειπή την αλήθειαν, ωμολόγησε την κλεψίαν. Τότε ο Άγιος του είπεν, ότι εάν εσύ επιστρέψης εις τον αδικηθέντα την κλεψίαν, θέλει σβεσθή το πυρ. Όθεν, εκείνος μεν, έτρεχε δια να δώση το κλεψιμαίον. Η δε φωτία, εσβέσθη χωρίς νερόν.
Προσθέττει δε και τούτο ο Θεοδώρητος, ότι όταν ο Όσιος Συμεών επήγαινεν εις το Σίναιον όρος, φθάσας εις την έρημον την κατά τα Σόδομα, βλέπει από μακρόθεν χέρια ενός ανθρώπου, οπού εύγαιναν από το βάθος της γης. Πλησιάζει λοιπόν κοντά, και βλέπει ένα λάκκον ωσάν φωλεάν αλώπηκος. Ο δε εν τω λάκκω ων, ακούσας τον κτύπον των ποδών, εκρύφθηκε μέσα. Σκύψας δε ο γέρωντας, παρεκάλει πολλά τον κρυφθέντα να φανερωθή εις αυτόν. Ο οποίος ύστερα από πολλάς παρακλήσεις εφάνη. Ήτον δε άγριος εις την θεωρίαν, είχε τα μαλλία του λαιρωμένα και ακτένιστα, το πρόσωπον ζαρωμένον, τα μέλη του σώματος κατεξηραμένα. Εφόρει δε και μπαλωμένα ιμάτια με βαΐα ερραμμένα.
Ερωτηθείς δε παρά του Οσίου, πώς εκατοίκησεν εις τοιούτον τόπον, απεκρίθη. Ότι και εγώ έχων προθυμίαν να υπάγω εις το Σίναιον όρος, καθώς και εσύ, ευρήκα ένα συνοδίτην αδελφόν, με τον οποίον εδέθηκα με όρκον, να μη χωρισθώμεν έως θανάτου. Όθεν επειδή εκείνος απέθανεν εις τον δρόμον κατά τον τόπον τούτον, δια τούτο και εγώ, τον όρκον φυλάττωντας, αφ’ ου τον ενταφίασα, έσκαψα τον λάκκον τούτον και κάθημαι εδώ, προσμένωντας το τέλος της ζωής μου. Τροφήν δε έχω τους φοίνικας, τους οποίους εδιωρίσθη παρά Θεού να μοι φέρνη ένας αδελφός. Και ταύτα λέγοντος, ιδού ήλθεν ένας λέωντας, όστις εβάσταζεν ένα σταφύλι του φοίνικος. Οι δε συν τω Οσίω όντες, βλέποντες τον λέοντα, εφοβήθησαν. Ο δε γέρων εσηκώθη και ένευσεν εις τον λέοντα, και επαραμέρισεν από εκείνον τον τόπον. Έπειτα πάλιν προσταχθείς, επείσθη, και έφερε τους φοίνικας. Και πάλιν προσταχθείς, επήγε μακράν και εκοιμήθη, ωσάν να ήτον λογικός άνθρωπος. Έτζι ηξεύρει η αρετή να υποτάσση εις τους ταύτην έχοντας, και αυτά τα θηρία τα άγρια.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ανανίου Πρεσβυτέρου, Πέτρου δεσμοφύλακος, και των συν αυτοίς επτά στρατιωτών.
Πέτρος συν επτά την θάλασσαν εισέδυ,
Οις Ανανίας ηδέως συνεισέδυ.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, και Μαξίμου ηγεμόνος της Φοινίκης, εν έτει σϞε’ [295]. Πιασθείς λοιπόν ο Άγιος Ανανίας εφέρθη εις τον ηγεμόνα, και επειδή, ωμολόγησε μεν τον Χριστόν, επερίπαιξε δε τα είδωλα, δια τούτο δέρνεται με ραβδία, και κατακαίεται εις ταις πλάταις με σουβλία πυρωμένα. Έπειτα πασσίζουσι τα κεκαυμένα μέλη του με ξύδι και άλας. Μετά ταύτα δια προσευχής του ο Άγιος έσεισε μεν τον Ναόν, κατεκρήμνισε δε τα είδωλα εις την γην. Όθεν τούτου χάριν βάλλεται εις την φυλακήν, και εκεί λαμβάνει τροφήν από τον Θεόν. Δια δε του θαύματος τούτου, τραβίζει τον δεσμοφύλακα Πέτρον εις την πίστιν του Χριστού, και μαζί με αυτόν ρίπτεται εις την θάλασσαν, κατά προσταγήν του ηγεμόνος, ομού και επτά άλλοι στρατιώται, τους οποίους ετράβιξεν ο Άγιος εις την του Χριστού πίστιν, επειδή παραδόξως εφυλάχθη αβλαβής από τας βασάνους οπού υπέμεινε. Και ούτως οι μακάριοι έλαβον παρά Χριστού όλοι ομού τους στεφάνους της αθλήσεως.
*
Ο Όσιος Αμμωνάς, εν ειρήνη τελειούται (3).
Ζωής Αμμωνάς νήμα πληρώσας άπαν,
Ζωήν εφεύρεν ούποτε πληρουμένην.
(3) Τινές μεν λέγουν, ότι ο ενταύθα αναφερόμενος Όσιος Αμμωνάς, ήτον ο Επίσκοπος, περί του οποίου προφητεύων ο Μέγας Αντώνιος είπεν αυτώ, ότι έχει να προκόψη εις τον φόβον του Θεού. Δείξας γαρ αυτώ πέτραν, είπεν. Ύβρισον και τύψον αυτήν, ο δε εποίησεν ούτω. Και λέγει αυτώ ο Αντώνιος, έτζι και συ έχεις να φθάσης εις το μέτρον τούτο, καθώς και έγινεν. Επειδή εις τόσην ανεξικακίαν και αγαθότητα έφθασεν ο αοίδιμος Αμμωνάς, εις τρόπον ότι, δεν εγνώριζε τελείως την κακίαν. Όθεν όταν έγινεν Επίσκοπος έφεραν εις αυτόν μίαν παρθένον, ήτις εφθάρη υπό τινος και εγγαστρώθη, ομοίως έφερον και τον φθείραντα αυτήν, και εζήτουν να τους επιτιμήση. Ο δε Όσιος, όχι μόνον δεν τους επετίμησεν, αλλ’ ουδέ όλως τους εκατάκρινε. Μάλλον δε, αντί να επιτιμήση την γυναίκα εσφράγισε την κοιλίαν της, και έδωκεν αυτή εξ ζευγάρια σινδόνια, λέγωντας, ότι μήπως εις τον καιρόν της γέννας αποθάνη αυτή, ή το παιδίον της, και σαβανώσουν αυτήν με τα σινδόνια.
Άλλοτε δε πάλιν επήγεν ο Όσιος ούτος εις ένα τόπον δια να φάγη ψωμίον, και εκεί ήτον ένας αδελφός, όστις εφημίζετο πως πορνεύει μίαν γυναίκα, ήτις έτυχε τότε να ήναι μέσα εις το κελλίον του Μοναχού. Μαθόντες δε οι εντόπιοι, ότι ήλθεν εκεί ο Όσιος, επήγαν και τον παρεκάλεσαν να υπάγη εις το κελλίον, ίνα ενώπιόν του θεατρισθή ο Μοναχός, και ούτω διώξωσιν αυτόν. Ο δε Μοναχός επρόφθασε και έκρυψε την γυναίκα μέσα εις ένα πιθάρι. Ο δε Όσιος εγνώρισεν εκείνο, οπού έκαμεν ο Μοναχός. Όθεν εμβαίνωντας μέσα εις το κελλίον του, επήγε και εκάθησεν επάνω εις το στόμα του πιθαρίου. Και έπειτα επρόσταξε να ερευνήσουν το κελλίον δια να εύρουν την γυναίκα, ψηλαφήσαντες δε, ουχ’ εύρον αυτήν. Όθεν είπε τοις κατηγορούσιν αυτόν. Ο Θεός να σας συγχωρήση δια την κατηγορίαν οπού εποιήσατε κατά του Μοναχού. Και προσευχηθείς έκαμεν όλους να αναχωρήσουν. Είτα πιάσας το χέρι του Μοναχού, είπεν αυτώ. Πρόσεχε σεαυτώ αδελφέ. Και τούτο ειπών, ανεχώρησε (σελ. 591 του Ευεργετινού). Έλεγε δε ο Όσιος ούτος, ότι εν τη Σκήτει ευρισκόμενος, δεκατέσσαρας χρόνους παρεκάλει τον Θεόν νύκτα και ημέραν, δια να του χαρίση ο Θεός να νικήση την οργήν (σελ. 501 αυτόθι).
Άλλοι δε λέγουσιν, ότι ο ενταύθα αναφερόμενος Αμμωνάς είναι εκείνος, του οποίου ο Βίος γράφεται εις το Λαυσαϊκόν, όστις ήτον Ιερεύς. Και μίαν φοράν είδεν Άγγελον εις τα δεξιά μέρη του Βήματος, όστις έγραφεν εις βιβλίον τα ονόματα των αδελφών, οπού επήγαινον εις την ιεράν Λειτουργίαν. Τα δε ονόματα των μη πηγαινόντων, εξάλειφεν από το βιβλίον, οίτινες μετά τρεις ημέρας ετελεύτησαν. Εγώ όμως τοις προτέροις συντίθεμαι, νομίζων μάλλον, ότι ο Αμμωνάς ούτος είναι ο Επίσκοπος.
*
Ο Όσιος Γαβριήλ, εν ειρήνη τελειούται.
Συν τω Γαβριήλ τω νόων πρωτοστάτη,
Και Γαβριήλ ίστησι Χριστός τον νέον.
*
Οι Άγιοι δύω Μάρτυρες οι εν Φρυγία, βάκλοις (4) τυπτόμενοι, τελειούνται.
Βάκλοις αθληταί τραυματισθέντες δύω,
Στεφθέντες εύρον την συνούλωσιν τάχει.
(4) Βάκλα, ως άλλοτε είπομεν, είναι τα ξύλα εκείνα, με τα οποία κτυπούσι τα τύμπανα.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Κς΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ξενοφῶντος, καὶ τῆς συμβίου αὐτοῦ Μαρίας, καὶ τῶν τέκνων αὐτῶν Ἀρκαδίου καὶ Ἰωάννου.
Καὶ γῆν λιπόντας τοὺς περὶ Ξενοφῶντα,
Ἁβρᾷ ξενίζω τοῦ λόγου πανδαισίᾳ.
Παισὶν ἅμ’ ἠδ’ ἀλόχῳ Ξενοφῶν θάνεν εἰκάδι ἕκτῃ.
Ὁ Ὅσιος οὗτος Ξενοφῶν ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ ἐν ἔτει φκ΄ [520], ἐκατάγετο δὲ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἦτον πλούσιος καὶ κατὰ τὸν ἐξωτερικὸν πλοῦτον, καὶ κατὰ τὸν ἐσωτερικὸν τῆς εὐσεβείας καὶ κατὰ Θεὸν πολιτείας. Οὗτος λοιπὸν ἀπέστειλε τοὺς δύω υἱούς του Ἀρκάδιον καὶ Ἰωάννην εἰς τὴν πόλιν Βηρυττόν, ἤτοι τὸ νῦν καλούμενον Βεροῦτι, διὰ νὰ μάθουν ἐκεῖ καὶ νὰ μελετήσουν τοὺς νόμους. Πηγαίνοντες δέ, ἐκαραβοτζακίσθησαν εἰς τὴν θάλασσαν. Ὅθεν ὁ πατὴρ αὐτῶν Ἅγιος Ξενοφῶν, ὁμοῦ μὲ τὴν γυναῖκά του Μαρίαν, ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἐπῆγαν διὰ νὰ ζητοῦν τοὺς υἱούς των. Εὑρόντες δὲ αὐτοὺς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἐνδεδυμένους τὸ σχῆμα τῶν Μοναχῶν, ἔγιναν καὶ αὐτοὶ Μοναχοί, καὶ τόσον ἐπρόκοψαν εἰς τὴν ἀρετὴν οἱ ἀοίδιμοι, καὶ οἱ γονεῖς καὶ τὰ παιδία, ὥστε ὁποῦ ἀξιώθηκαν παρὰ Θεοῦ νὰ κάμνουν καὶ θαύματα. Εὐαρεστήσαντες λοιπὸν εἰς τὸν Θεὸν μέχρι τέλους, πρὸς αὐτὸν ἐξεδήμησαν. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῶν ὅρα εἰς τὸ Ἐκλόγιον (1).)
(1) Ὁ δὲ ἑλληνικὸς Βίος αὐτοῦ σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, καὶ ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων, οὗ ἡ ἀρχή· «Ξενοφῶν ὁ θαυμάσιος». Ἐν δὲ τῇ ῥηθείσῃ Μεγίστῃ Λαύρᾳ σῴζεται καὶ ἄλλος Βίος αὐτῶν, οὗ ἡ ἀρχή· «Διηγήσατό τις μέγας γέρων».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ μεγάλου σεισμοῦ.
Ἔσεισας ἀλλ’ ἔστησας αὖθις γῆν Λόγε.
Τῆς σῆς γὰρ ὀργῆς οἶκτός ἐστι τὸ πλέον.
Εἰς τοὺς ὑστερινοὺς χρόνους τῆς βασιλείας Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ, ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ, ὥρᾳ δευτέρᾳ τῆς ἡμέρας, ἔγινε σεισμὸς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τόσον μεγάλος, ὥστε ὁποῦ ἐκρημνίσθησαν τὰ τείχη αὐτῆς, καὶ μέρη πολλὰ καὶ ὁσπήτια τῆς πόλεως, ἐξαιρέτως ὅμως ἀπὸ τὸ ἔμβασμα τὸ καλούμενον Τρωαδίσιον, ἕως τὸ χάλκινον τετράπυλον, καὶ ἐκράτησεν ὁ τοιοῦτος σεισμὸς τρεῖς μῆνας. Τότε ὁ βασιλεὺς ποιῶν λιτανείαν μὲ ὅλον τὸν λαόν, ἔλεγε μετὰ δακρύων πρὸς τὸν Θεόν. Ῥῦσαι ἡμᾶς Κύριε, ἀπὸ τὴν δικαίαν σου ὀργήν, καὶ δὸς συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἐπειδὴ διὰ τὰς ἁμαρτίας μας ἐσάλευσας τὴν γῆν καὶ συνετάραξας αὐτήν, ἵνα σε δοξάζωμεν τὸν μόνον ἀγαθὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ φιλάνθρωπον.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Συμεών, τοῦ ἐπιλεγομένου Παλαιοῦ.
Τὸν χοῦν Παλαιὲ Συμεὼν ἀπεξύσω,
Ἐχθροῦ παλαιοῦ λεπτύνας εἰς χοῦν κάραν.
Οὗτος ὁ Ὅσιος παιδιόθεν ἠγάπησε τὴν ἐρημικὴν ζωήν. Ὅθεν κατοικήσας μέσα εἰς ἕνα σπήλαιον κατὰ τὸ βουνὸν τὸ καλούμενον Ἀμανόν, δὲν ἀπόλαυσε κᾀμμίαν ἀνθρωπίνην τροφήν, οὔτε ψωμὶ δηλαδὴ οὔτε ἄλλο τι, ἀλλὰ τροφήν του εἶχε μόνα τὰ χορτάρια ὁποῦ τρώγονται. Ἐπειδὴ δὲ ἐπεθύμησε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ Σίναιον ὄρος, ἐπῆγεν εἰς αὐτό, καὶ ἐμβαίνωντας μέσα εἰς τὸ σπήλαιον, εἰς τὸ ὁποῖον ἐκρύφθη ὁ Μωϋσῆς, ὅταν ἠξιώθη νὰ ἰδῇ τὸν Θεόν, καθὼς εἶναι δυνατὸν νὰ ἰδῇ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις. Εἰς τοῦτο, λέγω, ἐμβαίνωντας ὁ Ὅσιος, ἔπεσε πρήμιτα, καὶ ἐπέρασε νηστικὸς ἑπτὰ ἡμέρας, προσκαρτερῶν μὲ δάκρυα καὶ προσευχάς. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ δὲν ἐσηκώθη, ἕως οὗ ἤκουσε θεϊκὴν φωνήν, ἥτις τὸν ἐπρόσταξε νὰ σηκωθῇ, καὶ νὰ φάγῃ τὰ τρία μῆλα, ὁποῦ ἦτον ἔμπροσθέν του. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐγύρισεν ἀπὸ τὸ Σινᾶ, ἔκτισε δύω Μοναστήρια. Καὶ οὕτως ἔλαβε τὸ τέλος τῆς ἐπιπόνου ταύτης ζωῆς, ποιήσας πρότερον πολλὰ παράδοξα θαύματα, εἰς δόξαν Θεοῦ (2).
(2) Καὶ τούτου τοῦ Ὁσίου τὸν Βίον συγγράφει ὁ Κύρου Θεοδώρητος ἐν τῷ ς΄ ἀριθμῷ τῆς Φιλοθέου Ἱστορίας. Ἀδικίαν δὲ ἐνόμισα τὸ νὰ σιωπήσω τρία τινα ἀξιόλογα, ὁποῦ προσθέττει περὶ τοῦ Ὁσίου τούτου. Ἰουδαῖοι γάρ τινες περιπατοῦντες, ἐπλανήθησαν εἰς τὸν δρόμον, καὶ ἐπειδὴ ἀπὸ βροχὴν ῥαγδαίαν καὶ ἀνεμοστρόφιλον ὁποῦ ἠκολούθησε, δὲν ἔβλεπον ποῦ πηγαίνουν, διὰ τοῦτο τρέχοντες ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἔφθασαν εἰς τὸ σπήλαιον τοῦ Ὁσίου, καὶ βλέποντες αὐτόν, τὸν ἠρώτησαν νὰ δείξῃ τὸν δρόμον εἰς αὐτούς. Ὁ δὲ Ὅσιος εἶπεν, ὅτι εὐθὺς νὰ τοὺς δώσῃ δύω ὁδηγούς. Ἐκεῖ λοιπὸν ὁποῦ ἐκάθοντο, ἰδοὺ καὶ φθάνουν δύω λεοντάρια, τὰ ὁποῖα ἔγλυφον τὸν Ὅσιον ὡς αὐθέντην τους. Ταῦτα δὲ ἐπρόσταξε μὲ τὸ νεῦμά του ὁ Ὅσιος, νὰ συνοδεύσουν τοὺς Ἑβραίους ἕως εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὁποῦ ἔχασαν τὸν δρόμον.
Θέρος ἦτον ὁ καιρός, καὶ ἕνας ἄδικος γεωργὸς θερίζωντας τὸ χωράφι του, ἔκλεψε μερικὰ δεμάτια ἀπὸ τὸ πλησίον χωράφι, καὶ τὰ ἔβαλεν εἰς τὸ ἁλῶνί του. Εὐθὺς δὲ ἡ θεία δίκη ἔκαμε τὴν παιδείαν. Διατὶ ἀστροπελέκι πεσὸν ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἔκαιε τὸ ἁλῶνι. Ὅθεν βλέπωντας ὁ γεωργός, ἔτρεξεν εἰς τὸν Ὅσιον (ἦτον γὰρ ὁ τόπος κοντά) τὴν συμφοράν του ὀδυρόμενος. Ἔκρυψεν ὅμως τὴν κλεψίαν ὁποῦ ἔκαμε. Προσταχθεὶς δὲ ἀπὸ τὸν Ὅσιον νὰ εἰπῇ τὴν ἀλήθειαν, ὡμολόγησε τὴν κλεψίαν. Τότε ὁ Ἅγιος τοῦ εἶπεν, ὅτι ἐὰν ἐσὺ ἐπιστρέψῃς εἰς τὸν ἀδικηθέντα τὴν κλεψίαν, θέλει σβεσθῇ τὸ πῦρ. Ὅθεν, ἐκεῖνος μέν, ἔτρεχε διὰ νὰ δώσῃ τὸ κλεψιμαῖον. Ἡ δὲ φωτία, ἐσβέσθη χωρὶς νερόν.
Προσθέττει δὲ καὶ τοῦτο ὁ Θεοδώρητος, ὅτι ὅταν ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἐπήγαινεν εἰς τὸ Σίναιον ὄρος, φθάσας εἰς τὴν ἔρημον τὴν κατὰ τὰ Σόδομα, βλέπει ἀπὸ μακρόθεν χέρια ἑνὸς ἀνθρώπου, ὁποῦ εὔγαιναν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς γῆς. Πλησιάζει λοιπὸν κοντά, καὶ βλέπει ἕνα λάκκον ὡσὰν φωλεὰν ἀλώπηκος. Ὁ δὲ ἐν τῷ λάκκῳ ὤν, ἀκούσας τὸν κτύπον τῶν ποδῶν, ἐκρύφθηκε μέσα. Σκύψας δὲ ὁ γέρωντας, παρεκάλει πολλὰ τὸν κρυφθέντα νὰ φανερωθῇ εἰς αὐτόν. Ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀπὸ πολλὰς παρακλήσεις ἐφάνη. Ἦτον δὲ ἄγριος εἰς τὴν θεωρίαν, εἶχε τὰ μαλλία του λαιρωμένα καὶ ἀκτένιστα, τὸ πρόσωπον ζαρωμένον, τὰ μέλη τοῦ σώματος κατεξηραμένα. Ἐφόρει δὲ καὶ μπαλωμένα ἱμάτια μὲ βαΐα ἐρραμμένα.
Ἐρωτηθεὶς δὲ παρὰ τοῦ Ὁσίου, πῶς ἐκατοίκησεν εἰς τοιοῦτον τόπον, ἀπεκρίθη. Ὅτι καὶ ἐγὼ ἔχων προθυμίαν νὰ ὑπάγω εἰς τὸ Σίναιον ὄρος, καθὼς καὶ ἐσύ, εὑρῆκα ἕνα συνοδίτην ἀδελφόν, μὲ τὸν ὁποῖον ἐδέθηκα μὲ ὅρκον, νὰ μὴ χωρισθῶμεν ἕως θανάτου. Ὅθεν ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἀπέθανεν εἰς τὸν δρόμον κατὰ τὸν τόπον τοῦτον, διὰ τοῦτο καὶ ἐγώ, τὸν ὅρκον φυλάττωντας, ἀφ’ οὗ τὸν ἐνταφίασα, ἔσκαψα τὸν λάκκον τοῦτον καὶ κάθημαι ἐδῶ, προσμένωντας τὸ τέλος τῆς ζωῆς μου. Τροφὴν δὲ ἔχω τοὺς φοίνικας, τοὺς ὁποίους ἐδιωρίσθη παρὰ Θεοῦ νὰ μοὶ φέρνῃ ἕνας ἀδελφός. Καὶ ταῦτα λέγοντος, ἰδοὺ ἦλθεν ἕνας λέωντας, ὅστις ἐβάσταζεν ἕνα σταφύλι τοῦ φοίνικος. Οἱ δὲ σὺν τῷ Ὁσίῳ ὄντες, βλέποντες τὸν λέοντα, ἐφοβήθησαν. Ὁ δὲ γέρων ἐσηκώθη καὶ ἔνευσεν εἰς τὸν λέοντα, καὶ ἐπαραμέρισεν ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν τόπον. Ἔπειτα πάλιν προσταχθείς, ἐπείσθη, καὶ ἔφερε τοὺς φοίνικας. Καὶ πάλιν προσταχθείς, ἐπῆγε μακρὰν καὶ ἐκοιμήθη, ὡσὰν νὰ ἦτον λογικὸς ἄνθρωπος. Ἔτζι ἠξεύρει ἡ ἀρετὴ νὰ ὑποτάσσῃ εἰς τοὺς ταύτην ἔχοντας, καὶ αὐτὰ τὰ θηρία τὰ ἄγρια.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀνανίου Πρεσβυτέρου, Πέτρου δεσμοφύλακος, καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς ἑπτὰ στρατιωτῶν.
Πέτρος σὺν ἑπτὰ τὴν θάλασσαν εἰσέδυ,
Οἷς Ἀνανίας ἡδέως συνεισέδυ.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, καὶ Μαξίμου ἡγεμόνος τῆς Φοινίκης, ἐν ἔτει σϞε΄ [295]. Πιασθεὶς λοιπὸν ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ἐφέρθη εἰς τὸν ἡγεμόνα, καὶ ἐπειδή, ὡμολόγησε μὲν τὸν Χριστόν, ἐπερίπαιξε δὲ τὰ εἴδωλα, διὰ τοῦτο δέρνεται μὲ ῥαβδία, καὶ κατακαίεται εἰς ταῖς πλάταις μὲ σουβλία πυρωμένα. Ἔπειτα πασσίζουσι τὰ κεκαυμένα μέλη του μὲ ξύδι καὶ ἅλας. Μετὰ ταῦτα διὰ προσευχῆς του ὁ Ἅγιος ἔσεισε μὲν τὸν Ναόν, κατεκρήμνισε δὲ τὰ εἴδωλα εἰς τὴν γῆν. Ὅθεν τούτου χάριν βάλλεται εἰς τὴν φυλακήν, καὶ ἐκεῖ λαμβάνει τροφὴν ἀπὸ τὸν Θεόν. Διὰ δὲ τοῦ θαύματος τούτου, τραβίζει τὸν δεσμοφύλακα Πέτρον εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν ῥίπτεται εἰς τὴν θάλασσαν, κατὰ προσταγὴν τοῦ ἡγεμόνος, ὁμοῦ καὶ ἑπτὰ ἄλλοι στρατιῶται, τοὺς ὁποίους ἐτράβιξεν ὁ Ἅγιος εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, ἐπειδὴ παραδόξως ἐφυλάχθη ἀβλαβὴς ἀπὸ τὰς βασάνους ὁποῦ ὑπέμεινε. Καὶ οὕτως οἱ μακάριοι ἔλαβον παρὰ Χριστοῦ ὅλοι ὁμοῦ τοὺς στεφάνους τῆς ἀθλήσεως.
*
Ὁ Ὅσιος Ἀμμωνᾶς, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (3).
Ζωῆς Ἀμμωνᾶς νῆμα πληρώσας ἅπαν,
Ζωὴν ἐφεῦρεν οὔποτε πληρουμένην.
(3) Τινὲς μὲν λέγουν, ὅτι ὁ ἐνταῦθα ἀναφερόμενος Ὅσιος Ἀμμωνᾶς, ἦτον ὁ Ἐπίσκοπος, περὶ τοῦ ὁποίου προφητεύων ὁ Μέγας Ἀντώνιος εἶπεν αὐτῷ, ὅτι ἔχει νὰ προκόψῃ εἰς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ. Δείξας γὰρ αὐτῷ πέτραν, εἶπεν. Ὕβρισον καὶ τύψον αὐτήν, ὁ δὲ ἐποίησεν οὕτω. Καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἀντώνιος, ἔτζι καὶ σὺ ἔχεις νὰ φθάσῃς εἰς τὸ μέτρον τοῦτο, καθὼς καὶ ἔγινεν. Ἐπειδὴ εἰς τόσην ἀνεξικακίαν καὶ ἀγαθότητα ἔφθασεν ὁ ἀοίδιμος Ἀμμωνᾶς, εἰς τρόπον ὅτι, δὲν ἐγνώριζε τελείως τὴν κακίαν. Ὅθεν ὅταν ἔγινεν Ἐπίσκοπος ἔφεραν εἰς αὐτὸν μίαν παρθένον, ἥτις ἐφθάρη ὑπό τινος καὶ ἐγγαστρώθη, ὁμοίως ἔφερον καὶ τὸν φθείραντα αὐτήν, καὶ ἐζήτουν νὰ τοὺς ἐπιτιμήσῃ. Ὁ δὲ Ὅσιος, ὄχι μόνον δὲν τοὺς ἐπετίμησεν, ἀλλ’ οὐδὲ ὅλως τοὺς ἐκατάκρινε. Μᾶλλον δέ, ἀντὶ νὰ ἐπιτιμήσῃ τὴν γυναῖκα ἐσφράγισε τὴν κοιλίαν της, καὶ ἔδωκεν αὐτῇ ἓξ ζευγάρια σινδόνια, λέγωντας, ὅτι μήπως εἰς τὸν καιρὸν τῆς γέννας ἀποθάνῃ αὐτή, ἢ τὸ παιδίον της, καὶ σαβανώσουν αὐτὴν μὲ τὰ σινδόνια.
Ἄλλοτε δὲ πάλιν ἐπῆγεν ὁ Ὅσιος οὗτος εἰς ἕνα τόπον διὰ νὰ φάγῃ ψωμίον, καὶ ἐκεῖ ἦτον ἕνας ἀδελφός, ὅστις ἐφημίζετο πῶς πορνεύει μίαν γυναῖκα, ἥτις ἔτυχε τότε νὰ ᾖναι μέσα εἰς τὸ κελλίον τοῦ Μοναχοῦ. Μαθόντες δὲ οἱ ἐντόπιοι, ὅτι ἦλθεν ἐκεῖ ὁ Ὅσιος, ἐπῆγαν καὶ τὸν παρεκάλεσαν νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ κελλίον, ἵνα ἐνώπιόν του θεατρισθῇ ὁ Μοναχός, καὶ οὕτω διώξωσιν αὐτόν. Ὁ δὲ Μοναχὸς ἐπρόφθασε καὶ ἔκρυψε τὴν γυναῖκα μέσα εἰς ἕνα πιθάρι. Ὁ δὲ Ὅσιος ἐγνώρισεν ἐκεῖνο, ὁποῦ ἔκαμεν ὁ Μοναχός. Ὅθεν ἐμβαίνωντας μέσα εἰς τὸ κελλίον του, ἐπῆγε καὶ ἐκάθησεν ἐπάνω εἰς τὸ στόμα τοῦ πιθαρίου. Καὶ ἔπειτα ἐπρόσταξε νὰ ἐρευνήσουν τὸ κελλίον διὰ νὰ εὕρουν τὴν γυναῖκα, ψηλαφήσαντες δέ, οὐχ’ εὗρον αὐτήν. Ὅθεν εἶπε τοῖς κατηγοροῦσιν αὐτόν. Ὁ Θεὸς νὰ σᾶς συγχωρήσῃ διὰ τὴν κατηγορίαν ὁποῦ ἐποιήσατε κατὰ τοῦ Μοναχοῦ. Καὶ προσευχηθεὶς ἔκαμεν ὅλους νὰ ἀναχωρήσουν. Εἶτα πιάσας τὸ χέρι τοῦ Μοναχοῦ, εἶπεν αὐτῷ. Πρόσεχε σεαυτῷ ἀδελφέ. Καὶ τοῦτο εἰπών, ἀνεχώρησε (σελ. 591 τοῦ Εὐεργετινοῦ). Ἔλεγε δὲ ὁ Ὅσιος οὗτος, ὅτι ἐν τῇ Σκήτει εὑρισκόμενος, δεκατέσσαρας χρόνους παρεκάλει τὸν Θεὸν νύκτα καὶ ἡμέραν, διὰ νὰ τοῦ χαρίσῃ ὁ Θεὸς νὰ νικήσῃ τὴν ὀργήν (σελ. 501 αὐτόθι).
Ἄλλοι δὲ λέγουσιν, ὅτι ὁ ἐνταῦθα ἀναφερόμενος Ἀμμωνᾶς εἶναι ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου ὁ Βίος γράφεται εἰς τὸ Λαυσαϊκόν, ὅστις ἦτον Ἱερεύς. Καὶ μίαν φορὰν εἶδεν Ἄγγελον εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ Βήματος, ὅστις ἔγραφεν εἰς βιβλίον τὰ ὀνόματα τῶν ἀδελφῶν, ὁποῦ ἐπήγαινον εἰς τὴν ἱερὰν Λειτουργίαν. Τὰ δὲ ὀνόματα τῶν μὴ πηγαινόντων, ἐξάλειφεν ἀπὸ τὸ βιβλίον, οἵτινες μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐτελεύτησαν. Ἐγὼ ὅμως τοῖς προτέροις συντίθεμαι, νομίζων μᾶλλον, ὅτι ὁ Ἀμμωνᾶς οὗτος εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος.
*
Ὁ Ὅσιος Γαβριήλ, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Σὺν τῷ Γαβριὴλ τῷ νόων πρωτοστάτῃ,
Καὶ Γαβριὴλ ἵστησι Χριστὸς τὸν νέον.
*
Οἱ Ἅγιοι δύω Μάρτυρες οἱ ἐν Φρυγίᾳ, βάκλοις (4) τυπτόμενοι, τελειοῦνται.
Βάκλοις ἀθληταὶ τραυματισθέντες δύω,
Στεφθέντες εὗρον τὴν συνούλωσιν τάχει.
(4) Βάκλα, ὡς ἄλλοτε εἴπομεν, εἶναι τὰ ξύλα ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποῖα κτυποῦσι τὰ τύμπανα.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *