Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου26 Δεκεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Κς’, η Σύναξις της Υπεραγίας Θεοτόκου (1).
Λεχώ άμωμον ανδρός μη γνούσαν λέχος,
Δώροις αμώμοις δεξιούμαι τοις λόγοις.
Μολπήν αγνοτάτη λεχοί εικάδι έκτη αείδω.
(1) Σημείωσαι, ότι εις την Σύναξιν ταύτην της Θεοτόκου έχουσι λόγους ο Αθανάσιος, Κύριλλος ο Αλεξανδρείας (παρά τη Ιερά Τελετουργία), Βασίλειος ο Σελευκείας, ου η αρχή· «Μεγάλας των εγκωμίων». (Σώζεται ο τελευταίος εν τη Μεγίστη Λαύρα, και εν τη του Διονυσίου.)
*
Η εν Αιγύπτω φυγή της Υπεραγίας Θεοτόκου (2).
Ήκοντα προς σε τον πάλαι πλήξαντά σε,
Αίγυπτε φρίττε και Θεόν τούτον φρόνει.
Εις καιρόν οπού ο Ηρώδης έδωκεν ορισμόν δια να θανατωθούν όλα τα παιδία, οπού ήτον εις την Βηθλεέμ, Άγγελος Κυρίου εφάνη κατ’ όναρ εις τον Ιωσήφ λέγων. Σηκώσου και έπαρε το παιδίον και την Μητέρα του, και φεύγε εις Αίγυπτον, ήγουν εις το Μισήρι. Φεύγει λοιπόν εις το Μισήρι η Θεοτόκος ομού με το Βρέφος δια δύω αίτια, ένα μεν, ίνα πληρωθή το ρηθέν δια του Προφήτου Ωσηέ λέγοντος· «Εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου» (Ωσ. ια’, 2). Και άλλο δε, δια να εμφραγή κάθε στόμα των αιρετικών. Διατί ανίσως δεν έφευγεν ο Κύριος, αλλά ήθελε πιασθή από τον Ηρώδην, ει μεν και εφονεύετο από εκείνον, βέβαια ήθελεν εμποδισθή η σωτηρία των ανθρώπων. Ει δε και δεν εφονεύετο δια να τελειώση την οικονομίαν, βέβαια ήθελε φανή εις τους πολλούς, ότι δεν εφόρεσε την ανθρωπίνην φύσιν πραγματικώς και κατά αλήθειαν. Αλλά μόνον κατά δόκησιν και φαντασίαν. Επειδή αν εφόρει σάρκα αληθή, βέβαια ήθελε κοπή από το σπαθί. Ανίσως λοιπόν οι άθλιοι αιρετικοί ετόλμησαν να ειπούν τούτο, ότι δηλαδή κατά φαντασίαν ο Κύριος εγεννήθη, ως ο θεομάχος Μάνης, και οι τούτου οπαδοί Μανιχαίοι· και μόλον οπού δεν έλαβον εις τούτο, καμμίαν αιτίαν και αφορμήν· πόσω μάλλον ήθελαν ειπούν τούτο, και εάν εύρισκον αιτίαν; Δια τούτο λοιπόν φεύγει ο Κύριος εις την Αίγυπτον δια τας ρηθείσας δύω αιτίας. Και προς τούτοις, ίνα συντρίψη και τα εν Αιγύπτω ευρισκόμενα είδωλα.
(2) Σημειούμεν δε ενταύθα τα χαριέστατα και αξιοσημείωτα ταύτα. Δηλαδή ότι ο Κύριος φεύγωντας εις την Αίγυπτον, όχι μόνον τα είδωλα εκείνης συνέτριψε, αλλά και τα φυτά έκαμε να τον προσκυνήσουν. Γράφει γαρ ο Σωζόμενος εις το πέμπτον βιβλίον της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, εν κεφαλαίω εικοστώ, ότι ο Χριστός φεύγωντας εις την Αίγυπτον δια τον φόβον του Ηρώδου, όταν έφθασεν εις την πόρταν Ερμουπόλεως της Θηβαΐδος, μία περσική μηλέα, ήτοι ροδακινέα, έκλινεν έως κάτω την κορυφήν της και επροσκύνησεν αυτόν. Επειδή γαρ το φυτόν αυτό δια το μεγαλείον και κάλλος του επροσκυνείτο και ελατρεύετο από τους κατοίκους της πόλεως, δια τούτο ο εις το φυτόν αυτό κατοικών δαίμων, αισθανόμενος την παρουσίαν του Κυρίου, εφοβήθη και έφυγε. Φεύγοντος δε του δαίμονος, έμεινε το φυτόν αυτό ιατρείας πολλάς εργαζόμενον, εάν μόνον έγγιζεν εις τους ασθενείς, φύλλον, ή φλούδα, ή κομμάτι από αυτό. Και τούτου μάρτυρες είναι και Παλαιστινοί και Αιγύπτιοι.
Γράφει δε ο Βουρχάριος εν τη περιγραφή της Ιερουσαλήμ, ότι αναμέσον της Ηλιουπόλεως και της Βαβυλώνος, της αιγυπτιακής δηλαδή, ευρίσκεται κήπος του βαλσάμου ωραιότατος, όστις ποτίζεται από μίαν βρύσιν μικράν, εις την οποίαν άδεται λόγος, ότι η Θεοτόκος έπλυνε τα σπάργανα του Χριστού, όταν έφευγε δια τον φόβον του Ηρώδου. Κοντά δε εις την βρύσιν ταύτην είναι και μία πέτρα, επάνω εις την οποίαν ήπλωσε τα σπάργανα του Χριστού η Θεομήτωρ δια να ξηρανθούν. Τον δε τόπον εκείνον έχουσιν εις πολλήν ευλάβειαν, τόσον οι Χριστιανοί, όσον και οι Σαρακηνοί. Προσθέττει δε και Αντώνιος ο Μάρτυς εν τη των Ιεροσολύμων περιόδω, ότι περνώντας ο Κύριος εις τον κάμπον του εν Αιγύπτω Τάνεως, εκλείσθη από λόγου της η πόρτα ενός μεγάλου ειδωλικού ναού. Η οποία ύστερον με δύναμιν ανθρώπων, δεν εδύνετο να ανοιχθή. (Όρα σελ. 28 της νεοτυπώτου Εκατονταετηρίδος.)
Περιττοί δε τη αληθεία και πέραν του δέοντος κριτικοί πρέπει να ονομάζωνται, οι τοις θαύμασι και τοις σημείοις τούτοις αντιλέγοντες, προβαλλόμενοι τάχα, ότι αν αυτά ήτον αληθή, δεν ήθελε λέγεται πρώτον σημείον του Κυρίου, το εν Κανά γενόμενον. Αλλ’ ω ούτοι, ήθελεν ειπή τινας προς αυτούς, πρώτον σημείον λέγεται τούτο του Κυρίου, μετά την δια του Βαπτίσματος ανάδειξιν, και ουχί προ της αναδείξεως. Καθότι προ της αναδείξεως του Κυρίου, πολλά σημεία και θαύματα τη δυνάμει τούτου εγένοντο. Και δια να σιωπήσω την ασπόρως και εκ Πνεύματος Αγίου γενομένην του Κυρίου σύλληψιν, όπερ εστί το θαύμα των θαυμάτων. Και το ακόπως αυτόν εν τη κοιλία φέρειν την Μητέρα. Και το αφθόρως γεννήσαι. Θαύμα της δυνάμεως του Κυρίου ήτον, οι εν τη γεννήσει αυτού, δόξα εν υψίστοις κραυγάζοντες Άγγελοι, και τοις ποιμέσιν ευαγγελιζόμενοι. Θαύμα ήτον, το υπέρ φύσιν και παράδοξον σκίρτημα, οπού επροξένησεν ο Κύριος κυοφορούμενος εις τον εν κοιλία φερόμενον Ιωάννην. Θαύμα ο υπερφυσικός αστήρ ο τους Μάγους οδηγήσας. Θαύμα το να μην ιδή θάνατον ο Συμεών έως ου να βαστάση αυτόν. Θαύμα αι προφητείαι του αυτού Συμεών, και αι ανθομολογήσεις της θεοπνεύστου Άννης, μαρτυρούσης Σωτήρα τον Χριστόν, κατά τον Αμβρόσιον.
Το φυτόν δε του ανωτέρω βαλσάμου (δια να ειπούμεν εδώ κατά παρέκβασιν), πρώτον έφερεν η βασίλισσα Σαββά εις τον Σολομώντα ως δώρον βασιλικόν, και αυτός το εφύτευσεν εις την Ιεριχώ, και ευρίσκετο μέχρι του καιρού του Τίτου. Ο οποίος έλαβεν εκ της Ιερουσαλήμ τα δένδρα του βαλσάμου, και εστέφθη με αυτά κατά μίμησιν Πομπηΐου του μεγάλου, όταν εκυρίευσε πρώτον την Ιερουσαλήμ. Ως μαρτυρεί ο Σελίνος εις το ιστορικόν του. Έστι δε ο καρπός του βαλσάμου κοκκινωπός, και τα φύλλα του παρόμοια με τα φύλλα της μαστίχης. Ιστορεί δε ο Ιώσηπος ότι ακούσασα η Κλεοπάτρα η βασίλισσα, η ερωμένη του Αντωνίου, την φήμην του τόσον θαυμαστού δένδρου, επεθύμησε να έχη και αυτή το τοιούτον ευωδέστατον φυτόν. Όθεν ο Ηρώδης, ίνα πληρώση την επιθυμίαν της βασιλίσσης, απέστειλεν εις αυτήν μερικά φυτά, ομού και σπόρον αυτού. Λέγει δε και ότι, Αλέξανδρος ο βασιλεύς περνώντας από τα Ιεροσόλυμα, έλαβε πολύ από τον σπόρον του βαλσάμου τούτου. Κοπτόμενον δε το φυτόν τούτο με κοπτερόν κέρατον, και με πετρίνην μάχαιραν, και όχι με σιδηρούν μαχαίριον, έτζι δακρύει, και ποιεί το καλούμενον οποβάλσαμον, ήτοι το πηκτόν υγρόν του βαλσάμου.
Ει δε και ζητεί τινας να μάθη πόσους χρόνους διέτριψεν ο Κύριος εις την Αίγυπτον, αποκρινόμεθα, ότι περί τούτου είναι γνώμαι διάφοροι. Ο μεν γαρ Παμφίλου Ευσέβιος υπέθετο εν τοις χρονικοίς, ότι πέντε χρόνους εν Αιγύπτω ο Κύριος διέτριψε, ή τέσσαρας ή τουλάχιστον τρεις. Ο δε θείος Επιφάνιος (αιρέσ. να’) αποφασίζει, ότι δύω χρόνους. Τω γαρ λγ’ έτει (λέγει) γεννάται ο Κύριος. Τω λε’, ήλθον οι Μάγοι, και τω λζ’ τελευτά ο Ηρώδης. Ο δε Θηβαίος Ιππόλυτος εν τω Συντάγματι τω χρονικώ ούτω χρονολογεί· «Από της ενανθρωπήσεως του Χριστού μέχρι της των Μάγων παρουσίας έτη δύω. Και εκ της εις Αίγυπτον αναχωρήσεως μέχρι της τελευτής Ηρώδου υιού Αντιπάτρου, έτη τρία ημέρας πέντε. Παρώκησαν δε εν Αιγύπτω, εν Ηλιουπόλει τη κατά Μέμφιν, ο τε Ιωσήφ και η Μαρία συν τω Ιησού, έτη τρία, και ημέρας είκοσιν». (Όρα εν τη νεοτυπώτω Εκατονταετηρίδι.) Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις η μνήμη και το δίστιχον της εν τη αγία σορώ τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου. Ταύτα γράφονται κατά την δευτέραν Ιουλίου.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Ευθυμίου Επισκόπου Σάρδεων του Ομολογητού, ή μάλλον ειπείν, του Ιερομάρτυρος.
Θεώ παραστάς Ευθύμιε τρισμάκαρ,
Πλήρης αλήκτου τυγχάνεις ευθυμίας.
Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους Κωνσταντίνου και Ειρήνης εν έτει ψπ’ [780]. Και πρότερον μεν έλαμψεν ωσάν αστέρας εις την μοναδικήν πολιτείαν. Ύστερον δε όταν έγινεν Αρχιερεύς, ανέτρεψε, κατά κράτος, τους αιρετικούς Εικονομάχους εις την εν Νικαία Δευτέραν Σύνοδον, ήτοι εις την Εβδόμην. Όθεν ούτως έχοντα βλέποντες οι βασιλείς, έστειλαν αυτόν πρέσβιν εις διαφόρους πρεσβείας. Επειδή δε Νικηφόρος ο Σταυράκιος έλαβε την βασιλείαν εν έτει ωβ’ [802], και παρανόμως επέρνα την ζωήν του, δια τούτο ήλεγξεν αυτόν ο Άγιος ούτος. Όθεν εξωρίσθη εις Παταλαρέαν της δύσεως, ομού με άλλους ορθοδόξους Επισκόπους. Από τότε δε και έως εις τον καιρόν της ομολογίας του, εις διάστημα δηλαδή εικοσιεννέα χρόνων, δεν εδυνήθη ο τρισόλβιος να λάβη πλέον την Μητρόπολίν του και να καθίση εις αυτήν. Αφ’ ου δε οι κρατήσαντες εκείνοι βασιλείς εσηκώθησαν από το μέσον, και έγινε βασιλεύς Λέων ο θηριώνυμος, ο Αρμένιος δηλαδή εν έτει ωιγ’ [813], τότε φέρνεται από την εξορίαν ο Άγιος ούτος, και ερωτάται από αυτόν, ανίσως προσκυνή τας αγίας εικόνας. Επειδή δε ο Άγιος εμεταχειρίσθη την συνειθισμένην του παρρησίαν, και ανεθεμάτισε τον βασιλέα έμπροσθέν του: τούτου χάριν ο τύραννος θυμωθείς, εξώρισε τον Άγιον εις την Άσσον, ήτις και Απολλωνία ονομάζεται, ευρισκομένη κοντά εις το Αδραμύττι.
Αφ’ ου δε εφονεύθη υπό μαχαίρας ο κάκιστος Λέων, πάλιν ο αοίδιμος ούτος Ευθύμιος, φέρνεται από την εξορίαν υπό του διαδεξαμένου την βασιλείαν, δηλαδή Μιχαήλ του Τραυλού εν έτει ωκ’ [820] (3). Και αναγκάζεται από αυτόν να μη προσκυνή τας αγίας εικόνας. Ο δε Άγιος καταπλήξας τον τύραννον με τα λόγιά του, ωσάν με βροντήν, μεγαλοφώνως εβόησεν· «Ει τις ου προσκυνεί τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εν εικόνι περιγραπτόν, ήτω ανάθεμα». Όθεν δια τούτο δέρνεται ο μακάριος και εξορίζεται πάλιν εις τον Ακρίταν. Ο οποίος είναι άκρα, εν τη Μαύρη Θαλάσση ευρισκομένη, και κοινώς Κάβο Ακρίτα καλουμένη. Εκεί δε κλείεται μέσα εις φυλακήν σκοτεινοτάτην. Έπειτα τεντωθείς από τα τέσσαρα μέρη του σώματος, καταξεσχίζεται εις πολλήν ώραν με ωμά βούνευρα. Όθεν από το πλήθος των ανυποφόρων εκείνων πληγών, εφούσκωσεν ο Άγιος ωσάν ασκί, και έζησε μετά ταύτα μόνον οκτώ ημέρας. Και ούτω καρτερήσας γενναιότατα, παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, λάμψας εις τον θάνατόν του παραδόξως υπέρ τον ήλιον (4).
(3) Ο δε Μελέτιος λέγει, ότι Θεόφιλος ο εικονομάχος ο υιός Μιχαήλ του Τραυλού, δέρνωντας τον Άγιον τούτον Ευθύμιον, ετελείωσεν αυτόν με μαρτυρικόν θάνατον (σελ. 262 του β’ τομ.).
(4) Σημείωσαι, ότι το άγιον λείψανον του θείου τούτου Ευθυμίου, ευρίσκεται σώον εις την Αγχίαλον, την κοινώς λεγομένην Χιλήν, ή Αχιλούν, την ευρισκομένην κατά την Μαύρην Θάλασσαν, θαύματα πάμπολλα ενεργούν, τοις μετά πίστεως αυτώ προστρέχουσιν. Εκεί ευρίσκεται και ο κατά πλάτος Βίος του Αγίου τούτου χειρόγραφος. Και ο βουλόμενος, ζητησάτω αυτόν εκείθεν.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Κωνσταντίνος ο εξ Ιουδαίων, εν ειρήνη τελειούται.
Ως εξ ακανθών των Ιουδαίων ρόδον,
Ο θείος ανθεί και θανών Κωνσταντίνος.
Ούτος ο Άγιος ήτον από τα Σύναδα (ήτις ήτον πόλις ένδοξος της μεγάλης Φρυγίας, τιμημένη με θρόνον Μητροπολίτου, η οποία είχεν είκοσιν Επισκόπους), καταγόμενος από το γένος των Ιουδαίων. Όταν δε ήτον πολλά νέος, ηκολούθει εις την μητέρα του. Και βλέπωντας ένα Χριστιανόν, ο οποίος όταν εχασμουρήθη, εσχημάτισεν εις το στόμα του τον τύπον του τιμίου Σταυρού, από τότε και αυτός έκαμνε το ίδιον, μιμούμενος τον Χριστιανόν. Ου μόνον δε τούτο, αλλά και τα άλλα των Χριστιανών έργα εποίει και αυτός με πίστιν θερμήν. Δια τούτο λαμπρύνεται το πρόσωπόν του με θείαν έλλαμψιν. Και διδάσκεται παρά Θεού τα των Χριστιανών δόγματα. Και διαπερνά νηστικός εις διάστημα τινών ημερών. Εις τούτον τον Άγιον επήδησε μίαν φοράν μία κόρη Εβραία με τρόπον πορνικόν. Ο δε Άγιος ποιήσας το σημείον του τιμίου Σταυρού, απέδειξε ταύτην νεκράν, και πάλιν αυτήν ανέστησεν. Ούτος οδηγούμενος από μίαν θείαν νεφέλην, επήγεν εις ένα Μοναστήριον, λεγόμενον Φουβούτιον. Μέσα εις το οποίον ευρίσκοντο άνδρες μεγαλώτατοι, την ασκητικήν ζωήν μεταχειριζόμενοι, των οποίων η αρετή έλαμπεν. Επειδή δε εδιηγήθη τα κατ’ αυτόν εις τον Ηγούμενον του Μοναστηρίου, επρόσταξεν εκείνος να φέρουν Σταυρόν. Είτα προστάζει αυτόν να τον προσκυνήση και να τον ασπασθή. Όταν δε ο μακάριος ούτος ασπάζετο το κάτω μέρος του Σταυρού μετά φόβου και ευλαβείας, τότε, ω του θαύματος! ακούμπισεν όλος ο Σταυρός επάνω εις την οσίαν κεφαλήν του, και εχάραξεν εις αυτήν τον τύπον του Σταυρού. Όστις και έμεινεν αδιάλειπτος εις την κεφαλήν του έως του θανάτου του.
Έπειτα, όταν έλαβε το Άγιον Βάπτισμα, ωνομάσθη Κωνσταντίνος. Τότε δε ηκολούθησεν ένα τοιούτον θαυμάσιον. Διατί εις τον τόπον εκείνον, ήγουν εις την πέτραν εκείνην, επάνω εις την οποίαν εστάθη, όταν ευγήκεν από την αγίαν κολυμβήθραν, ετυπώθησαν παραδόξως τα ίχνη των ποδών του. Μετά ταύτα εμβήκεν εις τόσους αγώνας πνευματικούς, ώστε οπού, εφιλονείκει ο αοίδιμος να υπερβάλη όλους τους Μοναχούς του Μοναστηρίου εις την σκληραγωγίαν και άσκησιν. Εδούλευε δε την τέχνην του Αποστόλου Παύλου, ήγουν έρραπτε δέρματα και έκανε τζαδίρια. Όταν επροσηύχετο, εγέμοζεν από ευωδίαν ο τόπος, εις τον οποίον εστέκετο. Όταν επήγαινεν εις την Εκκλησίαν, ανοίγοντο εις αυτόν από λόγου των αι πόρται του Ναού. Από δε την πολλήν καθαρότητα, οπού είχεν, έβλεπε νοερώς τους κρυπτούς λογισμούς των αδελφών.
Έπειτα αναχωρώντας, επήγεν εις το βουνόν του Ολύμπου. Και από εκεί επήγεν εις τα Μύρα της Λυκίας. Εκείθεν δε, πηγαίνει εις την Κύπρον και από την Κύπρον πηγαίνει εις την Αττάλειαν, και εκεί διαπερνά με τα ποδάριά του ένα ποταμόν, τόσον βαθύν και μεγάλον, ώστε οπού εχρειάζετο να τον περνά τινας με καΐκιον. Και αφ’ ου επεριπάτησε εις άλλους πολλούς τόπους, πάλιν επαναγύρισεν εις τον Όλυμπον. Και εκεί επέρασε τεσσαράκοντα ημέρας, όχι μόνον νηστικός, αλλά και χωσμένος έως εις την ζώνην μέσα εις ένα λάκκον. Μετά ταύτα χωρίς να θέλη, εδέχθη την χειροτονίαν του Πρεσβυτέρου. Έπειτα πηγαίνει εις Ατρώαν (5), κρατώντας πάντοτε τους ιδίους αγώνας της ασκήσεως. Προτίτερα δε από οκτώ χρόνους, επρογνώρισε την κοίμησίν του. Και έτζι αφ’ ου αυτοί ετελειώθησαν, απήλθε προς Κύριον, προφανερώσας σαφέστατα όλα τα εδικά του πράγματα.
(5) Ατρώα ίσως είναι η Ατρία η εν Ιταλία ευρισκομένη, ήτις και Αδρία ή Άντρι κοινώς λέγεται, πόλις εν λόφω κειμένη και με θρόνον Επισκόπου τετιμημένη, πατρίς Αδριανού του βασιλέως.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Ευάρεστος εν ειρήνη τελειούται.
Έσπευδεν Ευάρεστος έργω και λόγω,
Έως τελευτής ευαρεστείν σοι Λόγε.
Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Λέοντος Αρμενίου του εικονομάχου, εν έτει ψιε’ [815], καταγόμενος από την επαρχίαν των Γαλατών, υιός γονέων ονομαστών. Αφ’ ου δε ο ρηθείς Λέων εθανατώθη δια ξίφους (6) εδιαδέχθη την βασιλείαν Μιχαήλ ο καλούμενος Τραυλός εν έτει ωκ’ [820]. Επειδή δε και αυτός ήτον αισχρότατος, και ομότροπος με τον προλαβόντα Λέοντα, δια τούτο έλαβε την πρέπουσαν εκδίκησιν. Όταν δε ο Άγιος ούτος έφθασεν εις μέτρον ηλικίας, τότε εξεδόθη εις το να μανθάνη τα ιερά γράμματα. Και επειδή εκ των γραμμάτων εδιδάσκετο, τούτου χάριν εις όλους εγίνετο όλα τα κάλλιστα. Ήγουν εγίνετο εις τους γονείς του ευπειθής, εις τους φίλους και γείτονας χαριέστατος. Εις τους ξένους και αυτόχθονας, καταδεκτικός. Εν συντομία, έδειχνε με τα έργα αληθεύουσαν την ονομασίαν του, ευάρεστος εις όλους γενόμενος.
Επειδή δε ετρώθη ο Όσιος από τον έρωτα της των Μοναχών πολιτείας, δια τούτο επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν μαζί με τον πατέρα του. Και εξενοδοχήθησαν από ένα Κωνσταντινουπολίτην, Βρυέννιον ονομαζόμενον, όστις ήτον συγγενής του, και ύστερον ετιμήθη με το του πατρικίου αξίωμα. Αφ’ ου δε επέρασαν ολίγαι τινές ημέραι, ηκολούθησε μία μεγάλη ανάγκη. Δια την οποίαν εστάλθη ο ρηθείς πατρίκιος από την βασίλισσαν Θεοδώραν, την σύζυγον Θεοφίλου του εικονομάχου, πρέσβις και ελτζής εις τους Βουλγάρους. Πηγαίνωντας δε εκεί, επήρε μαζί του και τον συγγενή του τούτον Ευάρεστον. Όταν λοιπόν έφθασαν και οι δύω εις τόπον λεγόμενον Σκόπελον, και ανεπαύθησαν ολίγον από τους κόπους της οδοιπορίας, τότε ο μακάριος Ευάρεστος κατά τινα θεϊκήν οικονομίαν, απαντά ένα Γέροντα, όστις εμεταχειρίζετο την μοναχικήν πολιτείαν. Όθεν απολαμβάνει τον πρώην παρ’ αυτού ποθούμενον σκοπόν. Και λοιπόν κουρεύσας τα μαλλία της κεφαλής του, προθύμως υπέκυψε τον τράχηλόν του υποκάτω εις τον σωτήριον ζυγόν του Χριστού, ήτοι έγινε Μοναχός. Ευρών δε και ένα βιβλίον του Οσίου Εφραίμ του Σύρου, ανέγνωσε τούτο και εκατανύχθη. Όθεν εσπούδαζε να γένη πληρωτής δια των έργων των διδασκαλιών του βιβλίου εκείνου.
Ο δε Γέρων στοχασθείς την ζέουσαν προθυμίαν, οπού είχεν ο νέος εις την αρετήν, εσυντρόφευσεν αυτόν με ευχάς και με συστατικά γράμματα, και έτζι τον έστειλεν εις το Μοναστήριον του Στουδίου. Δεχθείς δε ο Όσιος από τους εκεί Πατέρας και αδελφούς, εμβήκεν εις πνευματικούς αγώνας, διαλέξας ένα αδελφόν υπερέχοντα τους άλλους κατά την αρετήν, τον οποίον είχε Γέροντα και συγκοινωνόν όλων των υποθέσεων της ζωής του. Τόσην δε νηστείαν και εγκράτειαν εμεταχειρίζετο ο αοίδιμος, ώστε οπού έτρωγε μίαν φοράν την εβδομάδα ολίγον ψωμί. Το οποίον ήτον κατεσκευασμένον από κρίθινον άλευρον, και από πίτυρα, και από ζωμί των λαχάνων. Την δε μέσην και τον λαιμόν του είχε δεμένα με δύω κρίκους σιδηρούς και βαρυτάτους, τους οποίους εσύσφιγγαν ένα προς τον άλλον, δύω άλλαι αλυσίδες περασμέναι δια μέσου των ώμων και του στήθους του. Τι να περιττολογούμεν; αδύνατον είναι εις ημάς να απαριθμούμεν όλους τους αγώνας, οπού εμεταχειρίζετο ο τρισμακάριος ούτος Ευάρεστος. Με τοιαύτα λοιπόν θεάρεστα κατορθώματα διαπεράσας τον βίον του, και ζήσας χρόνους εβδομήκοντα εννέα, προς Κύριον εξεδήμησε. Το δε τίμιον αυτού λείψανον ενταφιάσθη εις το Μοναστήριον το επονομαζόμενον του Κοκκοροβίου.
(6) Ούτος ο Αρμένιος Λέων εθανατώθη εν τη νυκτί των Χριστού Γεννών. Όταν γαρ αυτός εν αυτή έψαλλε τον ειρμόν της εβδόμης ωδής, ήτοι το «Τω παντάνακτος εξεφαύλισαν πόθω», ήλθον οι εχθροί του δια να τον θανατώσουν. Αυτός δε κατέφυγε μέσα εις το Άγιον Βήμα. Όθεν εκεί μέσα τον εφόνευσαν, κατά τον Μελέτιον και τον Δοσίθεον.
*
Μνήμη του Αγίου νέου Ιερομάρτυρος Κωνσταντίου του Ρώσσου, αθλήσαντος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το ͵αψμγ’ [1743] έτος.
Βάλλεις τον εχθρόν, ος σε βέβληκε πάλαι,
Κωνστάντιε συ και λαμβάνεις βραβείον (7).
(7) Το Μαρτύριον τούτου όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
* * *
Κυριακή μετά την Χριστού Γέννησιν, μνήμην επιτελούμεν των Αγίων και δικαίων Ιωσήφ του Μνήστορος, Ιακώβου του Αδελφοθέου, και Δαβίδ του Προφήτου και βασιλέως (1).
Εις τον Ιωσήφ.
Τιμώ Ιωσήφ μνήστορα της Παρθένου,
Ως εκλεγέντα φύλακα ταύτης μόνον.
Εις τον Ιάκωβον.
Συ τέκτονος παις, αλλ’ αδελφός Κυρίου,
Του πάντα τεκτήναντος εν λόγω μάκαρ.
Εις τον Δαβίδ.
Εγώ τι φήσω, μαρτυρούντος Κυρίου,
Τον Δαβίδ εύρον ως εμαυτού καρδίαν;
Δαβίδ ο Προφήτης και βασιλεύς ήτον υιός του Ιεσσαί. Εδιδάχθη δε τον νόμον Κυρίου από τον Προφήτην Νάθαν, και επροφήτευσε χρόνους τεσσαράκοντα, ων προ της ελεύσεως του Χριστού χρόνους ϠϞθ’ [999], ευρίσκετο δε εν Γαβαά. Ο δε Νάθαν επρογνώρισεν, ότι ο Δαβίδ θέλει παραβή τον νόμον Κυρίου, και να μοιχεύση την Βηρσαβεέ. Όθεν εσπούδαζε να υπάγη εις αυτόν δια να του αναγγείλη την μέλλουσαν αμαρτίαν. Και ακολούθως, ίνα εμποδίση τούτον από αυτήν. Αλλ’ ο φθονερός Διάβολος εμπόδισε τον Νάθαν με τούτον τον τρόπον. Απαντήσας γαρ ο Νάθαν εις την στράταν ένα νεκρόν εσφαγμένον και γυμνόν, εστάθη και ενταφίασεν αυτόν. Εν δε τω μεταξύ εκείνω καιρώ, ήμαρτεν ο Δαβίδ. Όθεν τούτο γνωρίσας ο Νάθαν, εγύρισεν εις τον οίκον του κλαίων και οδυρόμενος. Αφ’ ου δε ο Δαβίδ εθανάτωσε τον Ουρίαν, τον άνδρα της Βηρσαβεέ (2), έπεμψεν ο Κύριος τον Προφήτην Νάθαν και ήλεγξεν αυτόν. Πολλά δε μετανοήσας και κλαύσας ο Δαβίδ δια τας δύω αμαρτίας του, και πολλά γηράσας, απέθανε και ετάφη μετά των πατέρων αυτού.
Τα δε περί του μνήστορος Ιωσήφ, και του υιού αυτού Ιακώβου του Αδελφοθέου, όλοι τα ηξεύρουσι, μανθάνοντες ταύτα από τας θείας Γραφάς (3). Γίνεται δε η αυτών Σύναξις εν τη Μεγάλη Εκκλησία, και εν τω αποστολικώ Ναώ του Αγίου Αποστόλου Ιακώβου του Αδελφοθέου, μέσα εις τον σεβάσμιον οίκον της Υπεραγίας Θεοτόκου εν τοις Χαλκοπρατείοις.
(1) Σημείωσαι, ότι εν τοις ευαγέσι Μοναστηρίοις του Όρους και μάλιστα εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου, λόγος αναγινώσκεται κατά την Κυριακήν ταύτην Γρηγορίου του Νύσσης, ου η αρχή· «Οίον τι πάσχουσι προς τους πολυανθείς». (Σώζεται εν τοις εκδεδομένοις.)
(2) Δέκα μήνες και επέκεινα επέρασαν αφ’ ου ήμαρτεν ο Δαβίδ, και τότε απεστάλη ο Νάθαν εις αυτόν κατά τον Ευσέβιον. Και καθώς συνάγεται τούτο εκ της θείας Γραφής. Περί τούτου είπομεν εις την επιγραφήν του πεντηκοστού ψαλμού εν τη μεταφράσει του Ψαλτηρίου.
(3) Περί μεν του μνήστορος Ιωσήφ όρα εις το Συναξάριον του Θεολόγου εν τη αρχή κατά την εικοστήν έκτην του Σεπτεμβρίου. Ομοίως και εις το Συναξάριον Ιακώβου του Αδελφοθέου κατά την εικοστήν τρίτην του Οκτωβρίου εν τη υποσημειώσει. Περί δε του Αδελφοθέου, όρα εις το αυτό Συναξάριόν του.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Κς΄, ἡ Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (1).
Λεχὼ ἄμωμον ἀνδρὸς μὴ γνοῦσαν λέχος,
Δώροις ἀμώμοις δεξιοῦμαι τοῖς λόγοις.
Μολπὴν ἁγνοτάτῃ λεχοῖ εἰκάδι ἕκτῃ ἀείδω.
(1) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὴν Σύναξιν ταύτην τῆς Θεοτόκου ἔχουσι λόγους ὁ Ἀθανάσιος, Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας (παρὰ τῇ Ἱερᾷ Τελετουργίᾳ), Βασίλειος ὁ Σελευκείας, οὗ ἡ ἀρχή· «Μεγάλας τῶν ἐγκωμίων». (Σῴζεται ὁ τελευταῖος ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, καὶ ἐν τῇ τοῦ Διονυσίου.)
*
Ἡ ἐν Αἰγύπτῳ φυγὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (2).
Ἥκοντα πρός σε τὸν πάλαι πλήξαντά σε,
Αἴγυπτε φρίττε καὶ Θεὸν τοῦτον φρόνει.
Εἰς καιρὸν ὁποῦ ὁ Ἡρώδης ἔδωκεν ὁρισμὸν διὰ νὰ θανατωθοῦν ὅλα τὰ παιδία, ὁποῦ ἦτον εἰς τὴν Βηθλεέμ, Ἄγγελος Κυρίου ἐφάνη κατ’ ὄναρ εἰς τὸν Ἰωσὴφ λέγων. Σηκώσου καὶ ἔπαρε τὸ παιδίον καὶ τὴν Μητέρα του, καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, ἤγουν εἰς τὸ Μισῆρι. Φεύγει λοιπὸν εἰς τὸ Μισῆρι ἡ Θεοτόκος ὁμοῦ μὲ τὸ Βρέφος διὰ δύω αἴτια, ἕνα μέν, ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τοῦ Προφήτου Ὠσηὲ λέγοντος· «Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου» (Ὠσ. ια΄, 2). Καὶ ἄλλο δέ, διὰ νὰ ἐμφραγῇ κάθε στόμα τῶν αἱρετικῶν. Διατὶ ἀνίσως δὲν ἔφευγεν ὁ Κύριος, ἀλλὰ ἤθελε πιασθῆ ἀπὸ τὸν Ἡρώδην, εἰ μὲν καὶ ἐφονεύετο ἀπὸ ἐκεῖνον, βέβαια ἤθελεν ἐμποδισθῆ ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Εἰ δὲ καὶ δὲν ἐφονεύετο διὰ νὰ τελειώσῃ τὴν οἰκονομίαν, βέβαια ἤθελε φανῆ εἰς τοὺς πολλούς, ὅτι δὲν ἐφόρεσε τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν πραγματικῶς καὶ κατὰ ἀλήθειαν. Ἀλλὰ μόνον κατὰ δόκησιν καὶ φαντασίαν. Ἐπειδὴ ἂν ἐφόρει σάρκα ἀληθῆ, βέβαια ἤθελε κοπῆ ἀπὸ τὸ σπαθί. Ἀνίσως λοιπὸν οἱ ἄθλιοι αἱρετικοὶ ἐτόλμησαν νὰ εἰποῦν τοῦτο, ὅτι δηλαδὴ κατὰ φαντασίαν ὁ Κύριος ἐγεννήθη, ὡς ὁ θεομάχος Μάνης, καὶ οἱ τούτου ὀπαδοὶ Μανιχαῖοι· καὶ μὅλον ὁποῦ δὲν ἔλαβον εἰς τοῦτο, κᾀμμίαν αἰτίαν καὶ ἀφορμήν· πόσῳ μᾶλλον ἤθελαν εἰποῦν τοῦτο, καὶ ἐὰν εὕρισκον αἰτίαν; Διὰ τοῦτο λοιπὸν φεύγει ὁ Κύριος εἰς τὴν Αἴγυπτον διὰ τὰς ῥηθείσας δύω αἰτίας. Καὶ πρὸς τούτοις, ἵνα συντρίψῃ καὶ τὰ ἐν Αἰγύπτῳ εὑρισκόμενα εἴδωλα.
(2) Σημειοῦμεν δὲ ἐνταῦθα τὰ χαριέστατα καὶ ἀξιοσημείωτα ταῦτα. Δηλαδὴ ὅτι ὁ Κύριος φεύγωντας εἰς τὴν Αἴγυπτον, ὄχι μόνον τὰ εἴδωλα ἐκείνης συνέτριψε, ἀλλὰ καὶ τὰ φυτὰ ἔκαμε νὰ τὸν προσκυνήσουν. Γράφει γὰρ ὁ Σωζόμενος εἰς τὸ πέμπτον βιβλίον τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, ἐν κεφαλαίῳ εἰκοστῷ, ὅτι ὁ Χριστὸς φεύγωντας εἰς τὴν Αἴγυπτον διὰ τὸν φόβον τοῦ Ἡρώδου, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν πόρταν Ἑρμουπόλεως τῆς Θηβαΐδος, μία περσικὴ μηλέα, ἤτοι ῥοδακινέα, ἔκλινεν ἕως κάτω τὴν κορυφήν της καὶ ἐπροσκύνησεν αὐτόν. Ἐπειδὴ γὰρ τὸ φυτὸν αὐτὸ διὰ τὸ μεγαλεῖον καὶ κάλλος του ἐπροσκυνεῖτο καὶ ἐλατρεύετο ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως, διὰ τοῦτο ὁ εἰς τὸ φυτὸν αὐτὸ κατοικῶν δαίμων, αἰσθανόμενος τὴν παρουσίαν τοῦ Κυρίου, ἐφοβήθη καὶ ἔφυγε. Φεύγοντος δὲ τοῦ δαίμονος, ἔμεινε τὸ φυτὸν αὐτὸ ἰατρείας πολλὰς ἐργαζόμενον, ἐὰν μόνον ἔγγιζεν εἰς τοὺς ἀσθενεῖς, φύλλον, ἢ φλοῦδα, ἢ κομμάτι ἀπὸ αὐτό. Καὶ τούτου μάρτυρες εἶναι καὶ Παλαιστινοὶ καὶ Αἰγύπτιοι.
Γράφει δὲ ὁ Βουρχάριος ἐν τῇ περιγραφῇ τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅτι ἀναμέσον τῆς Ἡλιουπόλεως καὶ τῆς Βαβυλῶνος, τῆς αἰγυπτιακῆς δηλαδή, εὑρίσκεται κῆπος τοῦ βαλσάμου ὡραιότατος, ὅστις ποτίζεται ἀπὸ μίαν βρύσιν μικράν, εἰς τὴν ὁποίαν ᾄδεται λόγος, ὅτι ἡ Θεοτόκος ἔπλυνε τὰ σπάργανα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἔφευγε διὰ τὸν φόβον τοῦ Ἡρώδου. Κοντὰ δὲ εἰς τὴν βρύσιν ταύτην εἶναι καὶ μία πέτρα, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν ἥπλωσε τὰ σπάργανα τοῦ Χριστοῦ ἡ Θεομήτωρ διὰ νὰ ξηρανθοῦν. Τὸν δὲ τόπον ἐκεῖνον ἔχουσιν εἰς πολλὴν εὐλάβειαν, τόσον οἱ Χριστιανοί, ὅσον καὶ οἱ Σαρακηνοί. Προσθέττει δὲ καὶ Ἀντώνιος ὁ Μάρτυς ἐν τῇ τῶν Ἱεροσολύμων περιόδῳ, ὅτι περνῶντας ὁ Κύριος εἰς τὸν κάμπον τοῦ ἐν Αἰγύπτῳ Τάνεως, ἐκλείσθη ἀπὸ λόγου της ἡ πόρτα ἑνὸς μεγάλου εἰδωλικοῦ ναοῦ. Ἡ ὁποία ὕστερον μὲ δύναμιν ἀνθρώπων, δὲν ἐδύνετο νὰ ἀνοιχθῇ. (Ὅρα σελ. 28 τῆς νεοτυπώτου Ἑκατονταετηρίδος.)
Περιττοὶ δὲ τῇ ἀληθείᾳ καὶ πέραν τοῦ δέοντος κριτικοὶ πρέπει νὰ ὀνομάζωνται, οἱ τοῖς θαύμασι καὶ τοῖς σημείοις τούτοις ἀντιλέγοντες, προβαλλόμενοι τάχα, ὅτι ἂν αὐτὰ ἦτον ἀληθῆ, δὲν ἤθελε λέγεται πρῶτον σημεῖον τοῦ Κυρίου, τὸ ἐν Κανᾷ γενόμενον. Ἀλλ’ ὦ οὗτοι, ἤθελεν εἰπῇ τινας πρὸς αὐτούς, πρῶτον σημεῖον λέγεται τοῦτο τοῦ Κυρίου, μετὰ τὴν διὰ τοῦ Βαπτίσματος ἀνάδειξιν, καὶ οὐχὶ πρὸ τῆς ἀναδείξεως. Καθότι πρὸ τῆς ἀναδείξεως τοῦ Κυρίου, πολλὰ σημεῖα καὶ θαύματα τῇ δυνάμει τούτου ἐγένοντο. Καὶ διὰ νὰ σιωπήσω τὴν ἀσπόρως καὶ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου γενομένην τοῦ Κυρίου σύλληψιν, ὅπερ ἐστὶ τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων. Καὶ τὸ ἀκόπως αὐτὸν ἐν τῇ κοιλίᾳ φέρειν τὴν Μητέρα. Καὶ τὸ ἀφθόρως γεννῆσαι. Θαῦμα τῆς δυνάμεως τοῦ Κυρίου ἦτον, οἱ ἐν τῇ γεννήσει αὐτοῦ, δόξα ἐν ὑψίστοις κραυγάζοντες Ἄγγελοι, καὶ τοῖς ποιμέσιν εὐαγγελιζόμενοι. Θαῦμα ἦτον, τὸ ὑπὲρ φύσιν καὶ παράδοξον σκίρτημα, ὁποῦ ἐπροξένησεν ὁ Κύριος κυοφορούμενος εἰς τὸν ἐν κοιλίᾳ φερόμενον Ἰωάννην. Θαῦμα ὁ ὑπερφυσικὸς ἀστὴρ ὁ τοὺς Μάγους ὁδηγήσας. Θαῦμα τὸ νὰ μὴν ἰδῇ θάνατον ὁ Συμεὼν ἕως οὗ νὰ βαστάσῃ αὐτόν. Θαῦμα αἱ προφητεῖαι τοῦ αὐτοῦ Συμεών, καὶ αἱ ἀνθομολογήσεις τῆς θεοπνεύστου Ἄννης, μαρτυρούσης Σωτῆρα τὸν Χριστόν, κατὰ τὸν Ἀμβρόσιον.
Τὸ φυτὸν δὲ τοῦ ἀνωτέρω βαλσάμου (διὰ νὰ εἰποῦμεν ἐδῶ κατὰ παρέκβασιν), πρῶτον ἔφερεν ἡ βασίλισσα Σαββὰ εἰς τὸν Σολομῶντα ὡς δῶρον βασιλικόν, καὶ αὐτὸς τὸ ἐφύτευσεν εἰς τὴν Ἱεριχώ, καὶ εὑρίσκετο μέχρι τοῦ καιροῦ τοῦ Τίτου. Ὁ ὁποῖος ἔλαβεν ἐκ τῆς Ἱερουσαλὴμ τὰ δένδρα τοῦ βαλσάμου, καὶ ἐστέφθη μὲ αὐτὰ κατὰ μίμησιν Πομπηΐου τοῦ μεγάλου, ὅταν ἐκυρίευσε πρῶτον τὴν Ἱερουσαλήμ. Ὡς μαρτυρεῖ ὁ Σελῖνος εἰς τὸ ἱστορικόν του. Ἔστι δὲ ὁ καρπὸς τοῦ βαλσάμου κοκκινωπός, καὶ τὰ φύλλα του παρόμοια μὲ τὰ φύλλα τῆς μαστίχης. Ἱστορεῖ δὲ ὁ Ἰώσηπος ὅτι ἀκούσασα ἡ Κλεοπάτρα ἡ βασίλισσα, ἡ ἐρωμένη τοῦ Ἀντωνίου, τὴν φήμην τοῦ τόσον θαυμαστοῦ δένδρου, ἐπεθύμησε νὰ ἔχῃ καὶ αὐτὴ τὸ τοιοῦτον εὐωδέστατον φυτόν. Ὅθεν ὁ Ἡρώδης, ἵνα πληρώσῃ τὴν ἐπιθυμίαν τῆς βασιλίσσης, ἀπέστειλεν εἰς αὐτὴν μερικὰ φυτά, ὁμοῦ καὶ σπόρον αὐτοῦ. Λέγει δὲ καὶ ὅτι, Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεὺς περνῶντας ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἔλαβε πολὺ ἀπὸ τὸν σπόρον τοῦ βαλσάμου τούτου. Κοπτόμενον δὲ τὸ φυτὸν τοῦτο μὲ κοπτερὸν κέρατον, καὶ μὲ πετρίνην μάχαιραν, καὶ ὄχι μὲ σιδηροῦν μαχαίριον, ἔτζι δακρύει, καὶ ποιεῖ τὸ καλούμενον ὀποβάλσαμον, ἤτοι τὸ πηκτὸν ὑγρὸν τοῦ βαλσάμου.
Εἰ δὲ καὶ ζητεῖ τινας νὰ μάθῃ πόσους χρόνους διέτριψεν ὁ Κύριος εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἀποκρινόμεθα, ὅτι περὶ τούτου εἶναι γνῶμαι διάφοροι. Ὁ μὲν γὰρ Παμφίλου Εὐσέβιος ὑπέθετο ἐν τοῖς χρονικοῖς, ὅτι πέντε χρόνους ἐν Αἰγύπτῳ ὁ Κύριος διέτριψε, ἢ τέσσαρας ἢ τοὐλάχιστον τρεῖς. Ὁ δὲ θεῖος Ἐπιφάνιος (αἱρέσ. να΄) ἀποφασίζει, ὅτι δύω χρόνους. Τῷ γὰρ λγ΄ ἔτει (λέγει) γεννᾶται ὁ Κύριος. Τῷ λε΄, ἦλθον οἱ Μάγοι, καὶ τῷ λζ΄ τελευτᾷ ὁ Ἡρώδης. Ὁ δὲ Θηβαῖος Ἱππόλυτος ἐν τῷ Συντάγματι τῷ χρονικῷ οὕτω χρονολογεῖ· «Ἀπὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ μέχρι τῆς τῶν Μάγων παρουσίας ἔτη δύω. Καὶ ἐκ τῆς εἰς Αἴγυπτον ἀναχωρήσεως μέχρι τῆς τελευτῆς Ἡρώδου υἱοῦ Ἀντιπάτρου, ἔτη τρία ἡμέρας πέντε. Παρῴκησαν δὲ ἐν Αἰγύπτῳ, ἐν Ἡλιουπόλει τῇ κατὰ Μέμφιν, ὅ τε Ἰωσὴφ καὶ ἡ Μαρία σὺν τῷ Ἰησοῦ, ἔτη τρία, καὶ ἡμέρας εἴκοσιν». (Ὅρα ἐν τῇ νεοτυπώτῳ Ἑκατονταετηρίδι.) Σημείωσαι, ὅτι περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις ἡ μνήμη καὶ τὸ δίστιχον τῆς ἐν τῇ ἁγίᾳ σορῷ τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου. Ταῦτα γράφονται κατὰ τὴν δευτέραν Ἰουλίου.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Εὐθυμίου Ἐπισκόπου Σάρδεων τοῦ Ὁμολογητοῦ, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν, τοῦ Ἱερομάρτυρος.
Θεῷ παραστὰς Εὐθύμιε τρισμάκαρ,
Πλήρης ἀλήκτου τυγχάνεις εὐθυμίας.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης ἐν ἔτει ψπ΄ [780]. Καὶ πρότερον μὲν ἔλαμψεν ὡσὰν ἀστέρας εἰς τὴν μοναδικὴν πολιτείαν. Ὕστερον δὲ ὅταν ἔγινεν Ἀρχιερεύς, ἀνέτρεψε, κατὰ κράτος, τοὺς αἱρετικοὺς Εἰκονομάχους εἰς τὴν ἐν Νικαίᾳ Δευτέραν Σύνοδον, ἤτοι εἰς τὴν Ἑβδόμην. Ὅθεν οὕτως ἔχοντα βλέποντες οἱ βασιλεῖς, ἔστειλαν αὐτὸν πρέσβιν εἰς διαφόρους πρεσβείας. Ἐπειδὴ δὲ Νικηφόρος ὁ Σταυράκιος ἔλαβε τὴν βασιλείαν ἐν ἔτει ωβ΄ [802], καὶ παρανόμως ἐπέρνα τὴν ζωήν του, διὰ τοῦτο ἤλεγξεν αὐτὸν ὁ Ἅγιος οὗτος. Ὅθεν ἐξωρίσθη εἰς Παταλαρέαν τῆς δύσεως, ὁμοῦ μὲ ἄλλους ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους. Ἀπὸ τότε δὲ καὶ ἕως εἰς τὸν καιρὸν τῆς ὁμολογίας του, εἰς διάστημα δηλαδὴ εἰκοσιεννέα χρόνων, δὲν ἐδυνήθη ὁ τρισόλβιος νὰ λάβῃ πλέον τὴν Μητρόπολίν του καὶ νὰ καθίσῃ εἰς αὐτήν. Ἀφ’ οὗ δὲ οἱ κρατήσαντες ἐκεῖνοι βασιλεῖς ἐσηκώθησαν ἀπὸ τὸ μέσον, καὶ ἔγινε βασιλεὺς Λέων ὁ θηριώνυμος, ὁ Ἁρμένιος δηλαδὴ ἐν ἔτει ωιγ΄ [813], τότε φέρνεται ἀπὸ τὴν ἐξορίαν ὁ Ἅγιος οὗτος, καὶ ἐρωτᾶται ἀπὸ αὐτόν, ἀνίσως προσκυνῇ τὰς ἁγίας εἰκόνας. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος ἐμεταχειρίσθη τὴν συνειθισμένην του παρρησίαν, καὶ ἀνεθεμάτισε τὸν βασιλέα ἔμπροσθέν του: τούτου χάριν ὁ τύραννος θυμωθείς, ἐξώρισε τὸν Ἅγιον εἰς τὴν Ἄσσον, ἥτις καὶ Ἀπολλωνία ὀνομάζεται, εὑρισκομένη κοντὰ εἰς τὸ Ἀδραμύττι.
Ἀφ’ οὗ δὲ ἐφονεύθη ὑπὸ μαχαίρας ὁ κάκιστος Λέων, πάλιν ὁ ἀοίδιμος οὗτος Εὐθύμιος, φέρνεται ἀπὸ τὴν ἐξορίαν ὑπὸ τοῦ διαδεξαμένου τὴν βασιλείαν, δηλαδὴ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ ἐν ἔτει ωκ΄ [820] (3). Καὶ ἀναγκάζεται ἀπὸ αὐτὸν νὰ μὴ προσκυνῇ τὰς ἁγίας εἰκόνας. Ὁ δὲ Ἅγιος καταπλήξας τὸν τύραννον μὲ τὰ λόγιά του, ὡσὰν μὲ βροντήν, μεγαλοφώνως ἐβόησεν· «Εἴ τις οὐ προσκυνεῖ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν εἰκόνι περιγραπτόν, ἤτω ἀνάθεμα». Ὅθεν διὰ τοῦτο δέρνεται ὁ μακάριος καὶ ἐξορίζεται πάλιν εἰς τὸν Ἀκρίταν. Ὁ ὁποῖος εἶναι ἄκρα, ἐν τῇ Μαύρῃ Θαλάσσῃ εὑρισκομένη, καὶ κοινῶς Κάβο Ἀκρίτα καλουμένη. Ἐκεῖ δὲ κλείεται μέσα εἰς φυλακὴν σκοτεινοτάτην. Ἔπειτα τεντωθεὶς ἀπὸ τὰ τέσσαρα μέρη τοῦ σώματος, καταξεσχίζεται εἰς πολλὴν ὥραν μὲ ὠμὰ βούνευρα. Ὅθεν ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀνυποφόρων ἐκείνων πληγῶν, ἐφούσκωσεν ὁ Ἅγιος ὡσὰν ἀσκί, καὶ ἔζησε μετὰ ταῦτα μόνον ὀκτὼ ἡμέρας. Καὶ οὕτω καρτερήσας γενναιότατα, παρέδωκε τὴν ἁγίαν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, λάμψας εἰς τὸν θάνατόν του παραδόξως ὑπὲρ τὸν ἥλιον (4).
(3) Ὁ δὲ Μελέτιος λέγει, ὅτι Θεόφιλος ὁ εἰκονομάχος ὁ υἱὸς Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ, δέρνωντας τὸν Ἅγιον τοῦτον Εὐθύμιον, ἐτελείωσεν αὐτὸν μὲ μαρτυρικὸν θάνατον (σελ. 262 τοῦ β΄ τόμ.).
(4) Σημείωσαι, ὅτι τὸ ἅγιον λείψανον τοῦ θείου τούτου Εὐθυμίου, εὑρίσκεται σῷον εἰς τὴν Ἀγχίαλον, τὴν κοινῶς λεγομένην Χιλήν, ἢ Ἀχιλοῦν, τὴν εὑρισκομένην κατὰ τὴν Μαύρην Θάλασσαν, θαύματα πάμπολλα ἐνεργοῦν, τοῖς μετὰ πίστεως αὐτῷ προστρέχουσιν. Ἐκεῖ εὑρίσκεται καὶ ὁ κατὰ πλάτος Βίος τοῦ Ἁγίου τούτου χειρόγραφος. Καὶ ὁ βουλόμενος, ζητησάτω αὐτὸν ἐκεῖθεν.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Κωνσταντῖνος ὁ ἐξ Ἰουδαίων, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ὡς ἐξ ἀκανθῶν τῶν Ἰουδαίων ῥόδον,
Ὁ θεῖος ἀνθεῖ καὶ θανὼν Κωνσταντῖνος.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον ἀπὸ τὰ Σύναδα (ἥτις ἦτον πόλις ἔνδοξος τῆς μεγάλης Φρυγίας, τιμημένη μὲ θρόνον Μητροπολίτου, ἡ ὁποία εἶχεν εἴκοσιν Ἐπισκόπους), καταγόμενος ἀπὸ τὸ γένος τῶν Ἰουδαίων. Ὅταν δὲ ἦτον πολλὰ νέος, ἠκολούθει εἰς τὴν μητέρα του. Καὶ βλέπωντας ἕνα Χριστιανόν, ὁ ὁποῖος ὅταν ἐχασμουρήθη, ἐσχημάτισεν εἰς τὸ στόμα του τὸν τύπον τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ἀπὸ τότε καὶ αὐτὸς ἔκαμνε τὸ ἴδιον, μιμούμενος τὸν Χριστιανόν. Οὐ μόνον δὲ τοῦτο, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα τῶν Χριστιανῶν ἔργα ἐποίει καὶ αὐτὸς μὲ πίστιν θερμήν. Διὰ τοῦτο λαμπρύνεται τὸ πρόσωπόν του μὲ θείαν ἔλλαμψιν. Καὶ διδάσκεται παρὰ Θεοῦ τὰ τῶν Χριστιανῶν δόγματα. Καὶ διαπερνᾷ νηστικὸς εἰς διάστημα τινῶν ἡμερῶν. Εἰς τοῦτον τὸν Ἅγιον ἐπήδησε μίαν φορὰν μία κόρη Ἑβραία μὲ τρόπον πορνικόν. Ὁ δὲ Ἅγιος ποιήσας τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ἀπέδειξε ταύτην νεκράν, καὶ πάλιν αὐτὴν ἀνέστησεν. Οὗτος ὁδηγούμενος ἀπὸ μίαν θείαν νεφέλην, ἐπῆγεν εἰς ἕνα Μοναστήριον, λεγόμενον Φουβούτιον. Μέσα εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκοντο ἄνδρες μεγαλώτατοι, τὴν ἀσκητικὴν ζωὴν μεταχειριζόμενοι, τῶν ὁποίων ἡ ἀρετὴ ἔλαμπεν. Ἐπειδὴ δὲ ἐδιηγήθη τὰ κατ’ αὐτὸν εἰς τὸν Ἡγούμενον τοῦ Μοναστηρίου, ἐπρόσταξεν ἐκεῖνος νὰ φέρουν Σταυρόν. Εἶτα προστάζει αὐτὸν νὰ τὸν προσκυνήσῃ καὶ νὰ τὸν ἀσπασθῇ. Ὅταν δὲ ὁ μακάριος οὗτος ἀσπάζετο τὸ κάτω μέρος τοῦ Σταυροῦ μετὰ φόβου καὶ εὐλαβείας, τότε, ὢ τοῦ θαύματος! ἀκούμπισεν ὅλος ὁ Σταυρὸς ἐπάνω εἰς τὴν ὁσίαν κεφαλήν του, καὶ ἐχάραξεν εἰς αὐτὴν τὸν τύπον τοῦ Σταυροῦ. Ὅστις καὶ ἔμεινεν ἀδιάλειπτος εἰς τὴν κεφαλήν του ἕως τοῦ θανάτου του.
Ἔπειτα, ὅταν ἔλαβε τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, ὠνομάσθη Κωνσταντῖνος. Τότε δὲ ἠκολούθησεν ἕνα τοιοῦτον θαυμάσιον. Διατὶ εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ἤγουν εἰς τὴν πέτραν ἐκείνην, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν ἐστάθη, ὅταν εὐγῆκεν ἀπὸ τὴν ἁγίαν κολυμβήθραν, ἐτυπώθησαν παραδόξως τὰ ἴχνη τῶν ποδῶν του. Μετὰ ταῦτα ἐμβῆκεν εἰς τόσους ἀγῶνας πνευματικούς, ὥστε ὁποῦ, ἐφιλονείκει ὁ ἀοίδιμος νὰ ὑπερβάλῃ ὅλους τοὺς Μοναχοὺς τοῦ Μοναστηρίου εἰς τὴν σκληραγωγίαν καὶ ἄσκησιν. Ἐδούλευε δὲ τὴν τέχνην τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἤγουν ἔρραπτε δέρματα καὶ ἔκανε τζαδίρια. Ὅταν ἐπροσηύχετο, ἐγέμοζεν ἀπὸ εὐωδίαν ὁ τόπος, εἰς τὸν ὁποῖον ἐστέκετο. Ὅταν ἐπήγαινεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἀνοίγοντο εἰς αὐτὸν ἀπὸ λόγου των αἱ πόρται τοῦ Ναοῦ. Ἀπὸ δὲ τὴν πολλὴν καθαρότητα, ὁποῦ εἶχεν, ἔβλεπε νοερῶς τοὺς κρυπτοὺς λογισμοὺς τῶν ἀδελφῶν.
Ἔπειτα ἀναχωρῶντας, ἐπῆγεν εἰς τὸ βουνὸν τοῦ Ὀλύμπου. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπῆγεν εἰς τὰ Μύρα τῆς Λυκίας. Ἐκεῖθεν δέ, πηγαίνει εἰς τὴν Κύπρον καὶ ἀπὸ τὴν Κύπρον πηγαίνει εἰς τὴν Ἀττάλειαν, καὶ ἐκεῖ διαπερνᾷ μὲ τὰ ποδάριά του ἕνα ποταμόν, τόσον βαθὺν καὶ μεγάλον, ὥστε ὁποῦ ἐχρειάζετο νὰ τὸν περνᾷ τινας μὲ καΐκιον. Καὶ ἀφ’ οὗ ἐπεριπάτησε εἰς ἄλλους πολλοὺς τόπους, πάλιν ἐπαναγύρισεν εἰς τὸν Ὄλυμπον. Καὶ ἐκεῖ ἐπέρασε τεσσαράκοντα ἡμέρας, ὄχι μόνον νηστικός, ἀλλὰ καὶ χωσμένος ἕως εἰς τὴν ζώνην μέσα εἰς ἕνα λάκκον. Μετὰ ταῦτα χωρὶς νὰ θέλῃ, ἐδέχθη τὴν χειροτονίαν τοῦ Πρεσβυτέρου. Ἔπειτα πηγαίνει εἰς Ἀτρώαν (5), κρατῶντας πάντοτε τοὺς ἰδίους ἀγῶνας τῆς ἀσκήσεως. Προτίτερα δὲ ἀπὸ ὀκτὼ χρόνους, ἐπρογνώρισε τὴν κοίμησίν του. Καὶ ἔτζι ἀφ’ οὗ αὐτοὶ ἐτελειώθησαν, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον, προφανερώσας σαφέστατα ὅλα τὰ ἐδικά του πράγματα.
(5) Ἀτρώα ἴσως εἶναι ἡ Ἀτρία ἡ ἐν Ἰταλίᾳ εὑρισκομένη, ἥτις καὶ Ἀδρία ἢ Ἄντρι κοινῶς λέγεται, πόλις ἐν λόφῳ κειμένη καὶ μὲ θρόνον Ἐπισκόπου τετιμημένη, πατρὶς Ἀδριανοῦ τοῦ βασιλέως.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Εὐάρεστος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἔσπευδεν Εὐάρεστος ἔργῳ καὶ λόγῳ,
Ἕως τελευτῆς εὐαρεστεῖν σοι Λόγε.
Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λέοντος Ἁρμενίου τοῦ εἰκονομάχου, ἐν ἔτει ψιε΄ [815], καταγόμενος ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν τῶν Γαλατῶν, υἱὸς γονέων ὀνομαστῶν. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ ῥηθεὶς Λέων ἐθανατώθη διὰ ξίφους (6) ἐδιαδέχθη τὴν βασιλείαν Μιχαὴλ ὁ καλούμενος Τραυλὸς ἐν ἔτει ωκ΄ [820]. Ἐπειδὴ δὲ καὶ αὐτὸς ἦτον αἰσχρότατος, καὶ ὁμότροπος μὲ τὸν προλαβόντα Λέοντα, διὰ τοῦτο ἔλαβε τὴν πρέπουσαν ἐκδίκησιν. Ὅταν δὲ ὁ Ἅγιος οὗτος ἔφθασεν εἰς μέτρον ἡλικίας, τότε ἐξεδόθη εἰς τὸ νὰ μανθάνῃ τὰ ἱερὰ γράμματα. Καὶ ἐπειδὴ ἐκ τῶν γραμμάτων ἐδιδάσκετο, τούτου χάριν εἰς ὅλους ἐγίνετο ὅλα τὰ κάλλιστα. Ἤγουν ἐγίνετο εἰς τοὺς γονεῖς του εὐπειθής, εἰς τοὺς φίλους καὶ γείτονας χαριέστατος. Εἰς τοὺς ξένους καὶ αὐτόχθονας, καταδεκτικός. Ἐν συντομίᾳ, ἔδειχνε μὲ τὰ ἔργα ἀληθεύουσαν τὴν ὀνομασίαν του, εὐάρεστος εἰς ὅλους γενόμενος.
Ἐπειδὴ δὲ ἐτρώθη ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῆς τῶν Μοναχῶν πολιτείας, διὰ τοῦτο ἐπῆγεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του. Καὶ ἐξενοδοχήθησαν ἀπὸ ἕνα Κωνσταντινουπολίτην, Βρυέννιον ὀνομαζόμενον, ὅστις ἦτον συγγενής του, καὶ ὕστερον ἐτιμήθη μὲ τὸ τοῦ πατρικίου ἀξίωμα. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν ὀλίγαι τινὲς ἡμέραι, ἠκολούθησε μία μεγάλη ἀνάγκη. Διὰ τὴν ὁποίαν ἐστάλθη ὁ ῥηθεὶς πατρίκιος ἀπὸ τὴν βασίλισσαν Θεοδώραν, τὴν σύζυγον Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου, πρέσβις καὶ ἐλτζῆς εἰς τοὺς Βουλγάρους. Πηγαίνωντας δὲ ἐκεῖ, ἐπῆρε μαζί του καὶ τὸν συγγενῆ του τοῦτον Εὐάρεστον. Ὅταν λοιπὸν ἔφθασαν καὶ οἱ δύω εἰς τόπον λεγόμενον Σκόπελον, καὶ ἀνεπαύθησαν ὀλίγον ἀπὸ τοὺς κόπους τῆς ὁδοιπορίας, τότε ὁ μακάριος Εὐάρεστος κατά τινα θεϊκὴν οἰκονομίαν, ἀπαντᾷ ἕνα Γέροντα, ὅστις ἐμεταχειρίζετο τὴν μοναχικὴν πολιτείαν. Ὅθεν ἀπολαμβάνει τὸν πρῴην παρ’ αὐτοῦ ποθούμενον σκοπόν. Καὶ λοιπὸν κουρεύσας τὰ μαλλία τῆς κεφαλῆς του, προθύμως ὑπέκυψε τὸν τράχηλόν του ὑποκάτω εἰς τὸν σωτήριον ζυγὸν τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι ἔγινε Μοναχός. Εὑρὼν δὲ καὶ ἕνα βιβλίον τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, ἀνέγνωσε τοῦτο καὶ ἐκατανύχθη. Ὅθεν ἐσπούδαζε νὰ γένῃ πληρωτὴς διὰ τῶν ἔργων τῶν διδασκαλιῶν τοῦ βιβλίου ἐκείνου.
Ὁ δὲ Γέρων στοχασθεὶς τὴν ζέουσαν προθυμίαν, ὁποῦ εἶχεν ὁ νέος εἰς τὴν ἀρετήν, ἐσυντρόφευσεν αὐτὸν μὲ εὐχὰς καὶ μὲ συστατικὰ γράμματα, καὶ ἔτζι τὸν ἔστειλεν εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Στουδίου. Δεχθεὶς δὲ ὁ Ὅσιος ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ Πατέρας καὶ ἀδελφούς, ἐμβῆκεν εἰς πνευματικοὺς ἀγῶνας, διαλέξας ἕνα ἀδελφὸν ὑπερέχοντα τοὺς ἄλλους κατὰ τὴν ἀρετήν, τὸν ὁποῖον εἶχε Γέροντα καὶ συγκοινωνὸν ὅλων τῶν ὑποθέσεων τῆς ζωῆς του. Τόσην δὲ νηστείαν καὶ ἐγκράτειαν ἐμεταχειρίζετο ὁ ἀοίδιμος, ὥστε ὁποῦ ἔτρωγε μίαν φορὰν τὴν ἑβδομάδα ὀλίγον ψωμί. Τὸ ὁποῖον ἦτον κατεσκευασμένον ἀπὸ κρίθινον ἄλευρον, καὶ ἀπὸ πίτυρα, καὶ ἀπὸ ζωμὶ τῶν λαχάνων. Τὴν δὲ μέσην καὶ τὸν λαιμόν του εἶχε δεμένα μὲ δύω κρίκους σιδηροῦς καὶ βαρυτάτους, τοὺς ὁποίους ἐσύσφιγγαν ἕνα πρὸς τὸν ἄλλον, δύω ἄλλαι ἁλυσίδες περασμέναι διὰ μέσου τῶν ὤμων καὶ τοῦ στήθους του. Τί νὰ περιττολογοῦμεν; ἀδύνατον εἶναι εἰς ἡμᾶς νὰ ἀπαριθμοῦμεν ὅλους τοὺς ἀγῶνας, ὁποῦ ἐμεταχειρίζετο ὁ τρισμακάριος οὗτος Εὐάρεστος. Μὲ τοιαῦτα λοιπὸν θεάρεστα κατορθώματα διαπεράσας τὸν βίον του, καὶ ζήσας χρόνους ἑβδομήκοντα ἐννέα, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε. Τὸ δὲ τίμιον αὐτοῦ λείψανον ἐνταφιάσθη εἰς τὸ Μοναστήριον τὸ ἐπονομαζόμενον τοῦ Κοκκοροβίου.
(6) Οὗτος ὁ Ἁρμένιος Λέων ἐθανατώθη ἐν τῇ νυκτὶ τῶν Χριστοῦ Γεννῶν. Ὅταν γὰρ αὐτὸς ἐν αὐτῇ ἔψαλλε τὸν εἱρμὸν τῆς ἑβδόμης ᾠδῆς, ἤτοι τὸ «Τῷ παντάνακτος ἐξεφαύλισαν πόθῳ», ἦλθον οἱ ἐχθροί του διὰ νὰ τὸν θανατώσουν. Αὐτὸς δὲ κατέφυγε μέσα εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα. Ὅθεν ἐκεῖ μέσα τὸν ἐφόνευσαν, κατὰ τὸν Μελέτιον καὶ τὸν Δοσίθεον.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου νέου Ἱερομάρτυρος Κωνσταντίου τοῦ Ῥώσσου, ἀθλήσαντος ἐν Κωνσταντινουπόλει κατὰ τὸ ͵αψμγ΄ [1743] ἔτος.
Βάλλεις τὸν ἐχθρόν, ὅς σε βέβληκε πάλαι,
Κωνστάντιε σὺ καὶ λαμβάνεις βραβεῖον (7).
(7) Τὸ Μαρτύριον τούτου ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
* * *
Κυριακῇ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν, μνήμην ἐπιτελοῦμεν τῶν Ἁγίων καὶ δικαίων Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος, Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, καὶ Δαβὶδ τοῦ Προφήτου καὶ βασιλέως (1).
Εἰς τὸν Ἰωσήφ.
Τιμῶ Ἰωσὴφ μνήστορα τῆς Παρθένου,
Ὡς ἐκλεγέντα φύλακα ταύτης μόνον.
Εἰς τὸν Ἰάκωβον.
Σὺ τέκτονος παῖς, ἀλλ’ ἀδελφὸς Κυρίου,
Τοῦ πᾶντα τεκτήναντος ἐν λόγῳ μάκαρ.
Εἰς τὸν Δαβίδ.
Ἐγὼ τί φήσω, μαρτυροῦντος Κυρίου,
Τὸν Δαβὶδ εὗρον ὡς ἐμαυτοῦ καρδίαν;
Δαβὶδ ὁ Προφήτης καὶ βασιλεὺς ἦτον υἱὸς τοῦ Ἰεσσαί. Ἐδιδάχθη δὲ τὸν νόμον Κυρίου ἀπὸ τὸν Προφήτην Νάθαν, καὶ ἐπροφήτευσε χρόνους τεσσαράκοντα, ὢν πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ χρόνους ϠϞθ΄ [999], εὑρίσκετο δὲ ἐν Γαβαᾶ. Ὁ δὲ Νάθαν ἐπρογνώρισεν, ὅτι ὁ Δαβὶδ θέλει παραβῆ τὸν νόμον Κυρίου, καὶ νὰ μοιχεύσῃ τὴν Βηρσαβεέ. Ὅθεν ἐσπούδαζε νὰ ὑπάγῃ εἰς αὐτὸν διὰ νὰ τοῦ ἀναγγείλῃ τὴν μέλλουσαν ἁμαρτίαν. Καὶ ἀκολούθως, ἵνα ἐμποδίσῃ τοῦτον ἀπὸ αὐτήν. Ἀλλ’ ὁ φθονερὸς Διάβολος ἐμπόδισε τὸν Νάθαν μὲ τοῦτον τὸν τρόπον. Ἀπαντήσας γὰρ ὁ Νάθαν εἰς τὴν στράταν ἕνα νεκρὸν ἐσφαγμένον καὶ γυμνόν, ἐστάθη καὶ ἐνταφίασεν αὐτόν. Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ἐκείνῳ καιρῷ, ἥμαρτεν ὁ Δαβίδ. Ὅθεν τοῦτο γνωρίσας ὁ Νάθαν, ἐγύρισεν εἰς τὸν οἶκόν του κλαίων καὶ ὀδυρόμενος. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ Δαβὶδ ἐθανάτωσε τὸν Οὐρίαν, τὸν ἄνδρα τῆς Βηρσαβεέ (2), ἔπεμψεν ὁ Κύριος τὸν Προφήτην Νάθαν καὶ ἤλεγξεν αὐτόν. Πολλὰ δὲ μετανοήσας καὶ κλαύσας ὁ Δαβὶδ διὰ τὰς δύω ἁμαρτίας του, καὶ πολλὰ γηράσας, ἀπέθανε καὶ ἐτάφη μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ.
Τὰ δὲ περὶ τοῦ μνήστορος Ἰωσήφ, καὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ὅλοι τὰ ἠξεύρουσι, μανθάνοντες ταῦτα ἀπὸ τὰς θείας Γραφάς (3). Γίνεται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις ἐν τῇ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ, καὶ ἐν τῷ ἀποστολικῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, μέσα εἰς τὸν σεβάσμιον οἶκον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τοῖς Χαλκοπρατείοις.
(1) Σημείωσαι, ὅτι ἐν τοῖς εὐαγέσι Μοναστηρίοις τοῦ Ὄρους καὶ μάλιστα ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου, λόγος ἀναγινώσκεται κατὰ τὴν Κυριακὴν ταύτην Γρηγορίου τοῦ Νύσσης, οὗ ἡ ἀρχή· «Οἷόν τι πάσχουσι πρὸς τοὺς πολυανθεῖς». (Σῴζεται ἐν τοῖς ἐκδεδομένοις.)
(2) Δέκα μῆνες καὶ ἐπέκεινα ἐπέρασαν ἀφ’ οὗ ἥμαρτεν ὁ Δαβίδ, καὶ τότε ἀπεστάλη ὁ Νάθαν εἰς αὐτὸν κατὰ τὸν Εὐσέβιον. Καὶ καθὼς συνάγεται τοῦτο ἐκ τῆς θείας Γραφῆς. Περὶ τούτου εἴπομεν εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τοῦ πεντηκοστοῦ ψαλμοῦ ἐν τῇ μεταφράσει τοῦ Ψαλτηρίου.
(3) Περὶ μὲν τοῦ μνήστορος Ἰωσὴφ ὅρα εἰς τὸ Συναξάριον τοῦ Θεολόγου ἐν τῇ ἀρχῇ κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἕκτην τοῦ Σεπτεμβρίου. Ὁμοίως καὶ εἰς τὸ Συναξάριον Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου κατὰ τὴν εἰκοστὴν τρίτην τοῦ Ὀκτωβρίου ἐν τῇ ὑποσημειώσει. Περὶ δὲ τοῦ Ἀδελφοθέου, ὅρα εἰς τὸ αὐτὸ Συναξάριόν του.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *