Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου26 Δεκεμβρίου

Η Σύναξις της Υπεραγίας Θεοτόκου, Ευθυμίου Επισκόπου Σάρδεων, Ευαρέστου κ.ά.

 Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Τω αυτώ μηνί Κς’, η Σύναξις της Υπεραγίας Θεοτόκου (1).

Λεχώ άμωμον ανδρός μη γνούσαν λέχος,
Δώροις αμώμοις δεξιούμαι τοις λόγοις.

Μολπήν αγνοτάτη λεχοί εικάδι έκτη αείδω.

(1) Σημείωσαι, ότι εις την Σύναξιν ταύτην της Θεοτόκου έχουσι λόγους ο Αθανάσιος, Κύριλλος ο Αλεξανδρείας (παρά τη Ιερά Τελετουργία), Βασίλειος ο Σελευκείας, ου η αρχή· «Μεγάλας των εγκωμίων». (Σώζεται ο τελευταίος εν τη Μεγίστη Λαύρα, και εν τη του Διονυσίου.)

 *

Η φυγή στην ΑίγυπτοΗ εν Αιγύπτω φυγή της Υπεραγίας Θεοτόκου (2).

Ήκοντα προς σε τον πάλαι πλήξαντά σε,
Αίγυπτε φρίττε και Θεόν τούτον φρόνει.

Εις καιρόν οπού ο Ηρώδης έδωκεν ορισμόν δια να θανατωθούν όλα τα παιδία, οπού ήτον εις την Βηθλεέμ, Άγγελος Κυρίου εφάνη κατ’ όναρ εις τον Ιωσήφ λέγων. Σηκώσου και έπαρε το παιδίον και την Μητέρα του, και φεύγε εις Αίγυπτον, ήγουν εις το Μισήρι. Φεύγει λοιπόν εις το Μισήρι η Θεοτόκος ομού με το Βρέφος δια δύω αίτια, ένα μεν, ίνα πληρωθή το ρηθέν δια του Προφήτου Ωσηέ λέγοντος· «Εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου» (Ωσ. ια’, 2). Και άλλο δε, δια να εμφραγή κάθε στόμα των αιρετικών. Διατί ανίσως δεν έφευγεν ο Κύριος, αλλά ήθελε πιασθή από τον Ηρώδην, ει μεν και εφονεύετο από εκείνον, βέβαια ήθελεν εμποδισθή η σωτηρία των ανθρώπων. Ει δε και δεν εφονεύετο δια να τελειώση την οικονομίαν, βέβαια ήθελε φανή εις τους πολλούς, ότι δεν εφόρεσε την ανθρωπίνην φύσιν πραγματικώς και κατά αλήθειαν. Αλλά μόνον κατά δόκησιν και φαντασίαν. Επειδή αν εφόρει σάρκα αληθή, βέβαια ήθελε κοπή από το σπαθί. Ανίσως λοιπόν οι άθλιοι αιρετικοί ετόλμησαν να ειπούν τούτο, ότι δηλαδή κατά φαντασίαν ο Κύριος εγεννήθη, ως ο θεομάχος Μάνης, και οι τούτου οπαδοί Μανιχαίοι· και μόλον οπού δεν έλαβον εις τούτο, καμμίαν αιτίαν και αφορμήν· πόσω μάλλον ήθελαν ειπούν τούτο, και εάν εύρισκον αιτίαν; Δια τούτο λοιπόν φεύγει ο Κύριος εις την Αίγυπτον δια τας ρηθείσας δύω αιτίας. Και προς τούτοις, ίνα συντρίψη και τα εν Αιγύπτω ευρισκόμενα είδωλα.

(2) Σημειούμεν δε ενταύθα τα χαριέστατα και αξιοσημείωτα ταύτα. Δηλαδή ότι ο Κύριος φεύγωντας εις την Αίγυπτον, όχι μόνον τα είδωλα εκείνης συνέτριψε, αλλά και τα φυτά έκαμε να τον προσκυνήσουν. Γράφει γαρ ο Σωζόμενος εις το πέμπτον βιβλίον της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, εν κεφαλαίω εικοστώ, ότι ο Χριστός φεύγωντας εις την Αίγυπτον δια τον φόβον του Ηρώδου, όταν έφθασεν εις την πόρταν Ερμουπόλεως της Θηβαΐδος, μία περσική μηλέα, ήτοι ροδακινέα, έκλινεν έως κάτω την κορυφήν της και επροσκύνησεν αυτόν. Επειδή γαρ το φυτόν αυτό δια το μεγαλείον και κάλλος του επροσκυνείτο και ελατρεύετο από τους κατοίκους της πόλεως, δια τούτο ο εις το φυτόν αυτό κατοικών δαίμων, αισθανόμενος την παρουσίαν του Κυρίου, εφοβήθη και έφυγε. Φεύγοντος δε του δαίμονος, έμεινε το φυτόν αυτό ιατρείας πολλάς εργαζόμενον, εάν μόνον έγγιζεν εις τους ασθενείς, φύλλον, ή φλούδα, ή κομμάτι από αυτό. Και τούτου μάρτυρες είναι και Παλαιστινοί και Αιγύπτιοι.

Γράφει δε ο Βουρχάριος εν τη περιγραφή της Ιερουσαλήμ, ότι αναμέσον της Ηλιουπόλεως και της Βαβυλώνος, της αιγυπτιακής δηλαδή, ευρίσκεται κήπος του βαλσάμου ωραιότατος, όστις ποτίζεται από μίαν βρύσιν μικράν, εις την οποίαν άδεται λόγος, ότι η Θεοτόκος έπλυνε τα σπάργανα του Χριστού, όταν έφευγε δια τον φόβον του Ηρώδου. Κοντά δε εις την βρύσιν ταύτην είναι και μία πέτρα, επάνω εις την οποίαν ήπλωσε τα σπάργανα του Χριστού η Θεομήτωρ δια να ξηρανθούν. Τον δε τόπον εκείνον έχουσιν εις πολλήν ευλάβειαν, τόσον οι Χριστιανοί, όσον και οι Σαρακηνοί. Προσθέττει δε και Αντώνιος ο Μάρτυς εν τη των Ιεροσολύμων περιόδω, ότι περνώντας ο Κύριος εις τον κάμπον του εν Αιγύπτω Τάνεως, εκλείσθη από λόγου της η πόρτα ενός μεγάλου ειδωλικού ναού. Η οποία ύστερον με δύναμιν ανθρώπων, δεν εδύνετο να ανοιχθή. (Όρα σελ. 28 της νεοτυπώτου Εκατονταετηρίδος.)

Περιττοί δε τη αληθεία και πέραν του δέοντος κριτικοί πρέπει να ονομάζωνται, οι τοις θαύμασι και τοις σημείοις τούτοις αντιλέγοντες, προβαλλόμενοι τάχα, ότι αν αυτά ήτον αληθή, δεν ήθελε λέγεται πρώτον σημείον του Κυρίου, το εν Κανά γενόμενον. Αλλ’ ω ούτοι, ήθελεν ειπή τινας προς αυτούς, πρώτον σημείον λέγεται τούτο του Κυρίου, μετά την δια του Βαπτίσματος ανάδειξιν, και ουχί προ της αναδείξεως. Καθότι προ της αναδείξεως του Κυρίου, πολλά σημεία και θαύματα τη δυνάμει τούτου εγένοντο. Και δια να σιωπήσω την ασπόρως και εκ Πνεύματος Αγίου γενομένην του Κυρίου σύλληψιν, όπερ εστί το θαύμα των θαυμάτων. Και το ακόπως αυτόν εν τη κοιλία φέρειν την Μητέρα. Και το αφθόρως γεννήσαι. Θαύμα της δυνάμεως του Κυρίου ήτον, οι εν τη γεννήσει αυτού, δόξα εν υψίστοις κραυγάζοντες Άγγελοι, και τοις ποιμέσιν ευαγγελιζόμενοι. Θαύμα ήτον, το υπέρ φύσιν και παράδοξον σκίρτημα, οπού επροξένησεν ο Κύριος κυοφορούμενος εις τον εν κοιλία φερόμενον Ιωάννην. Θαύμα ο υπερφυσικός αστήρ ο τους Μάγους οδηγήσας. Θαύμα το να μην ιδή θάνατον ο Συμεών έως ου να βαστάση αυτόν. Θαύμα αι προφητείαι του αυτού Συμεών, και αι ανθομολογήσεις της θεοπνεύστου Άννης, μαρτυρούσης Σωτήρα τον Χριστόν, κατά τον Αμβρόσιον.

Το φυτόν δε του ανωτέρω βαλσάμου (δια να ειπούμεν εδώ κατά παρέκβασιν), πρώτον έφερεν η βασίλισσα Σαββά εις τον Σολομώντα ως δώρον βασιλικόν, και αυτός το εφύτευσεν εις την Ιεριχώ, και ευρίσκετο μέχρι του καιρού του Τίτου. Ο οποίος έλαβεν εκ της Ιερουσαλήμ τα δένδρα του βαλσάμου, και εστέφθη με αυτά κατά μίμησιν Πομπηΐου του μεγάλου, όταν εκυρίευσε πρώτον την Ιερουσαλήμ. Ως μαρτυρεί ο Σελίνος εις το ιστορικόν του. Έστι δε ο καρπός του βαλσάμου κοκκινωπός, και τα φύλλα του παρόμοια με τα φύλλα της μαστίχης. Ιστορεί δε ο Ιώσηπος ότι ακούσασα η Κλεοπάτρα η βασίλισσα, η ερωμένη του Αντωνίου, την φήμην του τόσον θαυμαστού δένδρου, επεθύμησε να έχη και αυτή το τοιούτον ευωδέστατον φυτόν. Όθεν ο Ηρώδης, ίνα πληρώση την επιθυμίαν της βασιλίσσης, απέστειλεν εις αυτήν μερικά φυτά, ομού και σπόρον αυτού. Λέγει δε και ότι, Αλέξανδρος ο βασιλεύς περνώντας από τα Ιεροσόλυμα, έλαβε πολύ από τον σπόρον του βαλσάμου τούτου. Κοπτόμενον δε το φυτόν τούτο με κοπτερόν κέρατον, και με πετρίνην μάχαιραν, και όχι με σιδηρούν μαχαίριον, έτζι δακρύει, και ποιεί το καλούμενον οποβάλσαμον, ήτοι το πηκτόν υγρόν του βαλσάμου.

Ει δε και ζητεί τινας να μάθη πόσους χρόνους διέτριψεν ο Κύριος εις την Αίγυπτον, αποκρινόμεθα, ότι περί τούτου είναι γνώμαι διάφοροι. Ο μεν γαρ Παμφίλου Ευσέβιος υπέθετο εν τοις χρονικοίς, ότι πέντε χρόνους εν Αιγύπτω ο Κύριος διέτριψε, ή τέσσαρας ή τουλάχιστον τρεις. Ο δε θείος Επιφάνιος (αιρέσ. να’) αποφασίζει, ότι δύω χρόνους. Τω γαρ λγ’ έτει (λέγει) γεννάται ο Κύριος. Τω λε’, ήλθον οι Μάγοι, και τω λζ’ τελευτά ο Ηρώδης. Ο δε Θηβαίος Ιππόλυτος εν τω Συντάγματι τω χρονικώ ούτω χρονολογεί· «Από της ενανθρωπήσεως του Χριστού μέχρι της των Μάγων παρουσίας έτη δύω. Και εκ της εις Αίγυπτον αναχωρήσεως μέχρι της τελευτής Ηρώδου υιού Αντιπάτρου, έτη τρία ημέρας πέντε. Παρώκησαν δε εν Αιγύπτω, εν Ηλιουπόλει τη κατά Μέμφιν, ο τε Ιωσήφ και η Μαρία συν τω Ιησού, έτη τρία, και ημέρας είκοσιν». (Όρα εν τη νεοτυπώτω Εκατονταετηρίδι.) Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις η μνήμη και το δίστιχον της εν τη αγία σορώ τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου. Ταύτα γράφονται κατά την δευτέραν Ιουλίου.

*

Άγιος Ευθύμιος ΣάρδεωνΤη αυτή ημέρα μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Ευθυμίου Επισκόπου Σάρδεων του Ομολογητού, ή μάλλον ειπείν, του Ιερομάρτυρος.

Θεώ παραστάς Ευθύμιε τρισμάκαρ,
Πλήρης αλήκτου τυγχάνεις ευθυμίας.

Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους Κωνσταντίνου και Ειρήνης εν έτει ψπ’ [780]. Και πρότερον μεν έλαμψεν ωσάν αστέρας εις την μοναδικήν πολιτείαν. Ύστερον δε όταν έγινεν Αρχιερεύς, ανέτρεψε, κατά κράτος, τους αιρετικούς Εικονομάχους εις την εν Νικαία Δευτέραν Σύνοδον, ήτοι εις την Εβδόμην. Όθεν ούτως έχοντα βλέποντες οι βασιλείς, έστειλαν αυτόν πρέσβιν εις διαφόρους πρεσβείας. Επειδή δε Νικηφόρος ο Σταυράκιος έλαβε την βασιλείαν εν έτει ωβ’ [802], και παρανόμως επέρνα την ζωήν του, δια τούτο ήλεγξεν αυτόν ο Άγιος ούτος. Όθεν εξωρίσθη εις Παταλαρέαν της δύσεως, ομού με άλλους ορθοδόξους Επισκόπους. Από τότε δε και έως εις τον καιρόν της ομολογίας του, εις διάστημα δηλαδή εικοσιεννέα χρόνων, δεν εδυνήθη ο τρισόλβιος να λάβη πλέον την Μητρόπολίν του και να καθίση εις αυτήν. Αφ’ ου δε οι κρατήσαντες εκείνοι βασιλείς εσηκώθησαν από το μέσον, και έγινε βασιλεύς Λέων ο θηριώνυμος, ο Αρμένιος δηλαδή εν έτει ωιγ’ [813], τότε φέρνεται από την εξορίαν ο Άγιος ούτος, και ερωτάται από αυτόν, ανίσως προσκυνή τας αγίας εικόνας. Επειδή δε ο Άγιος εμεταχειρίσθη την συνειθισμένην του παρρησίαν, και ανεθεμάτισε τον βασιλέα έμπροσθέν του: τούτου χάριν ο τύραννος θυμωθείς, εξώρισε τον Άγιον εις την Άσσον, ήτις και Απολλωνία ονομάζεται, ευρισκομένη κοντά εις το Αδραμύττι.

Αφ’ ου δε εφονεύθη υπό μαχαίρας ο κάκιστος Λέων, πάλιν ο αοίδιμος ούτος Ευθύμιος, φέρνεται από την εξορίαν υπό του διαδεξαμένου την βασιλείαν, δηλαδή Μιχαήλ του Τραυλού εν έτει ωκ’ [820] (3). Και αναγκάζεται από αυτόν να μη προσκυνή τας αγίας εικόνας. Ο δε Άγιος καταπλήξας τον τύραννον με τα λόγιά του, ωσάν με βροντήν, μεγαλοφώνως εβόησεν· «Ει τις ου προσκυνεί τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εν εικόνι περιγραπτόν, ήτω ανάθεμα». Όθεν δια τούτο δέρνεται ο μακάριος και εξορίζεται πάλιν εις τον Ακρίταν. Ο οποίος είναι άκρα, εν τη Μαύρη Θαλάσση ευρισκομένη, και κοινώς Κάβο Ακρίτα καλουμένη. Εκεί δε κλείεται μέσα εις φυλακήν σκοτεινοτάτην. Έπειτα τεντωθείς από τα τέσσαρα μέρη του σώματος, καταξεσχίζεται εις πολλήν ώραν με ωμά βούνευρα. Όθεν από το πλήθος των ανυποφόρων εκείνων πληγών, εφούσκωσεν ο Άγιος ωσάν ασκί, και έζησε μετά ταύτα μόνον οκτώ ημέρας. Και ούτω καρτερήσας γενναιότατα, παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, λάμψας εις τον θάνατόν του παραδόξως υπέρ τον ήλιον (4).

(3) Ο δε Μελέτιος λέγει, ότι Θεόφιλος ο εικονομάχος ο υιός Μιχαήλ του Τραυλού, δέρνωντας τον Άγιον τούτον Ευθύμιον, ετελείωσεν αυτόν με μαρτυρικόν θάνατον (σελ. 262 του β’ τομ.).

(4) Σημείωσαι, ότι το άγιον λείψανον του θείου τούτου Ευθυμίου, ευρίσκεται σώον εις την Αγχίαλον, την κοινώς λεγομένην Χιλήν, ή Αχιλούν, την ευρισκομένην κατά την Μαύρην Θάλασσαν, θαύματα πάμπολλα ενεργούν, τοις μετά πίστεως αυτώ προστρέχουσιν. Εκεί ευρίσκεται και ο κατά πλάτος Βίος του Αγίου τούτου χειρόγραφος. Και ο βουλόμενος, ζητησάτω αυτόν εκείθεν.

*

Ο Όσιος Πατήρ ημών Κωνσταντίνος ο εξ Ιουδαίων, εν ειρήνη τελειούται.

Ως εξ ακανθών των Ιουδαίων ρόδον,
Ο θείος ανθεί και θανών Κωνσταντίνος.

Ούτος ο Άγιος ήτον από τα Σύναδα (ήτις ήτον πόλις ένδοξος της μεγάλης Φρυγίας, τιμημένη με θρόνον Μητροπολίτου, η οποία είχεν είκοσιν Επισκόπους), καταγόμενος από το γένος των Ιουδαίων. Όταν δε ήτον πολλά νέος, ηκολούθει εις την μητέρα του. Και βλέπωντας ένα Χριστιανόν, ο οποίος όταν εχασμουρήθη, εσχημάτισεν εις το στόμα του τον τύπον του τιμίου Σταυρού, από τότε και αυτός έκαμνε το ίδιον, μιμούμενος τον Χριστιανόν. Ου μόνον δε τούτο, αλλά και τα άλλα των Χριστιανών έργα εποίει και αυτός με πίστιν θερμήν. Δια τούτο λαμπρύνεται το πρόσωπόν του με θείαν έλλαμψιν. Και διδάσκεται παρά Θεού τα των Χριστιανών δόγματα. Και διαπερνά νηστικός εις διάστημα τινών ημερών. Εις τούτον τον Άγιον επήδησε μίαν φοράν μία κόρη Εβραία με τρόπον πορνικόν. Ο δε Άγιος ποιήσας το σημείον του τιμίου Σταυρού, απέδειξε ταύτην νεκράν, και πάλιν αυτήν ανέστησεν. Ούτος οδηγούμενος από μίαν θείαν νεφέλην, επήγεν εις ένα Μοναστήριον, λεγόμενον Φουβούτιον. Μέσα εις το οποίον ευρίσκοντο άνδρες μεγαλώτατοι, την ασκητικήν ζωήν μεταχειριζόμενοι, των οποίων η αρετή έλαμπεν. Επειδή δε εδιηγήθη τα κατ’ αυτόν εις τον Ηγούμενον του Μοναστηρίου, επρόσταξεν εκείνος να φέρουν Σταυρόν. Είτα προστάζει αυτόν να τον προσκυνήση και να τον ασπασθή. Όταν δε ο μακάριος ούτος ασπάζετο το κάτω μέρος του Σταυρού μετά φόβου και ευλαβείας, τότε, ω του θαύματος! ακούμπισεν όλος ο Σταυρός επάνω εις την οσίαν κεφαλήν του, και εχάραξεν εις αυτήν τον τύπον του Σταυρού. Όστις και έμεινεν αδιάλειπτος εις την κεφαλήν του έως του θανάτου του.

Έπειτα, όταν έλαβε το Άγιον Βάπτισμα, ωνομάσθη Κωνσταντίνος. Τότε δε ηκολούθησεν ένα τοιούτον θαυμάσιον. Διατί εις τον τόπον εκείνον, ήγουν εις την πέτραν εκείνην, επάνω εις την οποίαν εστάθη, όταν ευγήκεν από την αγίαν κολυμβήθραν, ετυπώθησαν παραδόξως τα ίχνη των ποδών του. Μετά ταύτα εμβήκεν εις τόσους αγώνας πνευματικούς, ώστε οπού, εφιλονείκει ο αοίδιμος να υπερβάλη όλους τους Μοναχούς του Μοναστηρίου εις την σκληραγωγίαν και άσκησιν. Εδούλευε δε την τέχνην του Αποστόλου Παύλου, ήγουν έρραπτε δέρματα και έκανε τζαδίρια. Όταν επροσηύχετο, εγέμοζεν από ευωδίαν ο τόπος, εις τον οποίον εστέκετο. Όταν επήγαινεν εις την Εκκλησίαν, ανοίγοντο εις αυτόν από λόγου των αι πόρται του Ναού. Από δε την πολλήν καθαρότητα, οπού είχεν, έβλεπε νοερώς τους κρυπτούς λογισμούς των αδελφών.

Έπειτα αναχωρώντας, επήγεν εις το βουνόν του Ολύμπου. Και από εκεί επήγεν εις τα Μύρα της Λυκίας. Εκείθεν δε, πηγαίνει εις την Κύπρον και από την Κύπρον πηγαίνει εις την Αττάλειαν, και εκεί διαπερνά με τα ποδάριά του ένα ποταμόν, τόσον βαθύν και μεγάλον, ώστε οπού εχρειάζετο να τον περνά τινας με καΐκιον. Και αφ’ ου επεριπάτησε εις άλλους πολλούς τόπους, πάλιν επαναγύρισεν εις τον Όλυμπον. Και εκεί επέρασε τεσσαράκοντα ημέρας, όχι μόνον νηστικός, αλλά και χωσμένος έως εις την ζώνην μέσα εις ένα λάκκον. Μετά ταύτα χωρίς να θέλη, εδέχθη την χειροτονίαν του Πρεσβυτέρου. Έπειτα πηγαίνει εις Ατρώαν (5), κρατώντας πάντοτε τους ιδίους αγώνας της ασκήσεως. Προτίτερα δε από οκτώ χρόνους, επρογνώρισε την κοίμησίν του. Και έτζι αφ’ ου αυτοί ετελειώθησαν, απήλθε προς Κύριον, προφανερώσας σαφέστατα όλα τα εδικά του πράγματα.

(5) Ατρώα ίσως είναι η Ατρία η εν Ιταλία ευρισκομένη, ήτις και Αδρία ή Άντρι κοινώς λέγεται, πόλις εν λόφω κειμένη και με θρόνον Επισκόπου τετιμημένη, πατρίς Αδριανού του βασιλέως.

*

Άγιος ΕυάρεστοςΟ Όσιος Πατήρ ημών Ευάρεστος εν ειρήνη τελειούται.

Έσπευδεν Ευάρεστος έργω και λόγω,
Έως τελευτής ευαρεστείν σοι Λόγε.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Λέοντος Αρμενίου του εικονομάχου, εν έτει ψιε’ [815], καταγόμενος από την επαρχίαν των Γαλατών, υιός γονέων ονομαστών. Αφ’ ου δε ο ρηθείς Λέων εθανατώθη δια ξίφους (6) εδιαδέχθη την βασιλείαν Μιχαήλ ο καλούμενος Τραυλός εν έτει ωκ’ [820]. Επειδή δε και αυτός ήτον αισχρότατος, και ομότροπος με τον προλαβόντα Λέοντα, δια τούτο έλαβε την πρέπουσαν εκδίκησιν. Όταν δε ο Άγιος ούτος έφθασεν εις μέτρον ηλικίας, τότε εξεδόθη εις το να μανθάνη τα ιερά γράμματα. Και επειδή εκ των γραμμάτων εδιδάσκετο, τούτου χάριν εις όλους εγίνετο όλα τα κάλλιστα. Ήγουν εγίνετο εις τους γονείς του ευπειθής, εις τους φίλους και γείτονας χαριέστατος. Εις τους ξένους και αυτόχθονας, καταδεκτικός. Εν συντομία, έδειχνε με τα έργα αληθεύουσαν την ονομασίαν του, ευάρεστος εις όλους γενόμενος.

Επειδή δε ετρώθη ο Όσιος από τον έρωτα της των Μοναχών πολιτείας, δια τούτο επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν μαζί με τον πατέρα του. Και εξενοδοχήθησαν από ένα Κωνσταντινουπολίτην, Βρυέννιον ονομαζόμενον, όστις ήτον συγγενής του, και ύστερον ετιμήθη με το του πατρικίου αξίωμα. Αφ’ ου δε επέρασαν ολίγαι τινές ημέραι, ηκολούθησε μία μεγάλη ανάγκη. Δια την οποίαν εστάλθη ο ρηθείς πατρίκιος από την βασίλισσαν Θεοδώραν, την σύζυγον Θεοφίλου του εικονομάχου, πρέσβις και ελτζής εις τους Βουλγάρους. Πηγαίνωντας δε εκεί, επήρε μαζί του και τον συγγενή του τούτον Ευάρεστον. Όταν λοιπόν έφθασαν και οι δύω εις τόπον λεγόμενον Σκόπελον, και ανεπαύθησαν ολίγον από τους κόπους της οδοιπορίας, τότε ο μακάριος Ευάρεστος κατά τινα θεϊκήν οικονομίαν, απαντά ένα Γέροντα, όστις εμεταχειρίζετο την μοναχικήν πολιτείαν. Όθεν απολαμβάνει τον πρώην παρ’ αυτού ποθούμενον σκοπόν. Και λοιπόν κουρεύσας τα μαλλία της κεφαλής του, προθύμως υπέκυψε τον τράχηλόν του υποκάτω εις τον σωτήριον ζυγόν του Χριστού, ήτοι έγινε Μοναχός. Ευρών δε και ένα βιβλίον του Οσίου Εφραίμ του Σύρου, ανέγνωσε τούτο και εκατανύχθη. Όθεν εσπούδαζε να γένη πληρωτής δια των έργων των διδασκαλιών του βιβλίου εκείνου.

Ο δε Γέρων στοχασθείς την ζέουσαν προθυμίαν, οπού είχεν ο νέος εις την αρετήν, εσυντρόφευσεν αυτόν με ευχάς και με συστατικά γράμματα, και έτζι τον έστειλεν εις το Μοναστήριον του Στουδίου. Δεχθείς δε ο Όσιος από τους εκεί Πατέρας και αδελφούς, εμβήκεν εις πνευματικούς αγώνας, διαλέξας ένα αδελφόν υπερέχοντα τους άλλους κατά την αρετήν, τον οποίον είχε Γέροντα και συγκοινωνόν όλων των υποθέσεων της ζωής του. Τόσην δε νηστείαν και εγκράτειαν εμεταχειρίζετο ο αοίδιμος, ώστε οπού έτρωγε μίαν φοράν την εβδομάδα ολίγον ψωμί. Το οποίον ήτον κατεσκευασμένον από κρίθινον άλευρον, και από πίτυρα, και από ζωμί των λαχάνων. Την δε μέσην και τον λαιμόν του είχε δεμένα με δύω κρίκους σιδηρούς και βαρυτάτους, τους οποίους εσύσφιγγαν ένα προς τον άλλον, δύω άλλαι αλυσίδες περασμέναι δια μέσου των ώμων και του στήθους του. Τι να περιττολογούμεν; αδύνατον είναι εις ημάς να απαριθμούμεν όλους τους αγώνας, οπού εμεταχειρίζετο ο τρισμακάριος ούτος Ευάρεστος. Με τοιαύτα λοιπόν θεάρεστα κατορθώματα διαπεράσας τον βίον του, και ζήσας χρόνους εβδομήκοντα εννέα, προς Κύριον εξεδήμησε. Το δε τίμιον αυτού λείψανον ενταφιάσθη εις το Μοναστήριον το επονομαζόμενον του Κοκκοροβίου.

(6) Ούτος ο Αρμένιος Λέων εθανατώθη εν τη νυκτί των Χριστού Γεννών. Όταν γαρ αυτός εν αυτή έψαλλε τον ειρμόν της εβδόμης ωδής, ήτοι το «Τω παντάνακτος εξεφαύλισαν πόθω», ήλθον οι εχθροί του δια να τον θανατώσουν. Αυτός δε κατέφυγε μέσα εις το Άγιον Βήμα. Όθεν εκεί μέσα τον εφόνευσαν, κατά τον Μελέτιον και τον Δοσίθεον.

*

Μνήμη του Αγίου νέου Ιερομάρτυρος Κωνσταντίου του Ρώσσου, αθλήσαντος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το ͵αψμγ’ [1743] έτος.

Βάλλεις τον εχθρόν, ος σε βέβληκε πάλαι,
Κωνστάντιε συ και λαμβάνεις βραβείον (7).

(7) Το Μαρτύριον τούτου όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

* * *

Κυριακή μετά τη Γέννηση[Δεκεμβρίου 26-31]

Κυριακή μετά την Χριστού Γέννησιν, μνήμην επιτελούμεν των Αγίων και δικαίων Ιωσήφ του Μνήστορος, Ιακώβου του Αδελφοθέου, και Δαβίδ του Προφήτου και βασιλέως (1).

Εις τον Ιωσήφ.

Τιμώ Ιωσήφ μνήστορα της Παρθένου,
Ως εκλεγέντα φύλακα ταύτης μόνον.

Εις τον Ιάκωβον.

Συ τέκτονος παις, αλλ’ αδελφός Κυρίου,
Του πάντα τεκτήναντος εν λόγω μάκαρ.

Εις τον Δαβίδ.

Εγώ τι φήσω, μαρτυρούντος Κυρίου,
Τον Δαβίδ εύρον ως εμαυτού καρδίαν;

Δαβίδ ο Προφήτης και βασιλεύς ήτον υιός του Ιεσσαί. Εδιδάχθη δε τον νόμον Κυρίου από τον Προφήτην Νάθαν, και επροφήτευσε χρόνους τεσσαράκοντα, ων προ της ελεύσεως του Χριστού χρόνους ϠϞθ’ [999], ευρίσκετο δε εν Γαβαά. Ο δε Νάθαν επρογνώρισεν, ότι ο Δαβίδ θέλει παραβή τον νόμον Κυρίου, και να μοιχεύση την Βηρσαβεέ. Όθεν εσπούδαζε να υπάγη εις αυτόν δια να του αναγγείλη την μέλλουσαν αμαρτίαν. Και ακολούθως, ίνα εμποδίση τούτον από αυτήν. Αλλ’ ο φθονερός Διάβολος εμπόδισε τον Νάθαν με τούτον τον τρόπον. Απαντήσας γαρ ο Νάθαν εις την στράταν ένα νεκρόν εσφαγμένον και γυμνόν, εστάθη και ενταφίασεν αυτόν. Εν δε τω μεταξύ εκείνω καιρώ, ήμαρτεν ο Δαβίδ. Όθεν τούτο γνωρίσας ο Νάθαν, εγύρισεν εις τον οίκον του κλαίων και οδυρόμενος. Αφ’ ου δε ο Δαβίδ εθανάτωσε τον Ουρίαν, τον άνδρα της Βηρσαβεέ (2), έπεμψεν ο Κύριος τον Προφήτην Νάθαν και ήλεγξεν αυτόν. Πολλά δε μετανοήσας και κλαύσας ο Δαβίδ δια τας δύω αμαρτίας του, και πολλά γηράσας, απέθανε και ετάφη μετά των πατέρων αυτού.

Τα δε περί του μνήστορος Ιωσήφ, και του υιού αυτού Ιακώβου του Αδελφοθέου, όλοι τα ηξεύρουσι, μανθάνοντες ταύτα από τας θείας Γραφάς (3). Γίνεται δε η αυτών Σύναξις εν τη Μεγάλη Εκκλησία, και εν τω αποστολικώ Ναώ του Αγίου Αποστόλου Ιακώβου του Αδελφοθέου, μέσα εις τον σεβάσμιον οίκον της Υπεραγίας Θεοτόκου εν τοις Χαλκοπρατείοις.

(1) Σημείωσαι, ότι εν τοις ευαγέσι Μοναστηρίοις του Όρους και μάλιστα εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου, λόγος αναγινώσκεται κατά την Κυριακήν ταύτην Γρηγορίου του Νύσσης, ου η αρχή· «Οίον τι πάσχουσι προς τους πολυανθείς». (Σώζεται εν τοις εκδεδομένοις.)

(2) Δέκα μήνες και επέκεινα επέρασαν αφ’ ου ήμαρτεν ο Δαβίδ, και τότε απεστάλη ο Νάθαν εις αυτόν κατά τον Ευσέβιον. Και καθώς συνάγεται τούτο εκ της θείας Γραφής. Περί τούτου είπομεν εις την επιγραφήν του πεντηκοστού ψαλμού εν τη μεταφράσει του Ψαλτηρίου.

(3) Περί μεν του μνήστορος Ιωσήφ όρα εις το Συναξάριον του Θεολόγου εν τη αρχή κατά την εικοστήν έκτην του Σεπτεμβρίου. Ομοίως και εις το Συναξάριον Ιακώβου του Αδελφοθέου κατά την εικοστήν τρίτην του Οκτωβρίου εν τη υποσημειώσει. Περί δε του Αδελφοθέου, όρα εις το αυτό Συναξάριόν του.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Τ ατ μην Κς΄, Σύναξις τς περαγίας Θεοτόκου (1).

Λεχ μωμον νδρς μ γνοσαν λέχος,
Δώροις μώμοις δεξιομαι τος λόγοις.

Μολπν γνοτάτ λεχο εκάδι κτ είδω.

(1) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὴν Σύναξιν ταύτην τῆς Θεοτόκου ἔχουσι λόγους ὁ Ἀθανάσιος, Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας (παρὰ τῇ Ἱερᾷ Τελετουργίᾳ), Βασίλειος ὁ Σελευκείας, οὗ ἡ ἀρχή· «Μεγάλας τῶν ἐγκωμίων». (Σῴζεται ὁ τελευταῖος ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, καὶ ἐν τῇ τοῦ Διονυσίου.)

 *

Η φυγή στην Αίγυπτο ν Αγύπτ φυγ τς περαγίας Θεοτόκου (2).

κοντα πρός σε τν πάλαι πλήξαντά σε,
Αγυπτε φρίττε κα Θεν τοτον φρόνει.

Ες καιρν πο ρώδης δωκεν ρισμν δι ν θανατωθον λα τ παιδία, πο τον ες τν Βηθλεέμ, γγελος Κυρίου φάνη κατ’ ναρ ες τν ωσφ λέγων. Σηκώσου κα παρε τ παιδίον κα τν Μητέρα του, κα φεγε ες Αγυπτον, γουν ες τ Μισρι. Φεύγει λοιπν ες τ Μισρι Θεοτόκος μο μ τ Βρέφος δι δύω ατια, να μέν, να πληρωθ τ ηθν δι το Προφήτου ση λέγοντος· «ξ Αγύπτου κάλεσα τν υόν μου» (σ. ια΄, 2). Κα λλο δέ, δι ν μφραγ κάθε στόμα τν αρετικν. Διατ νίσως δν φευγεν Κύριος, λλ θελε πιασθ π τν ρώδην, ε μν κα φονεύετο π κενον, βέβαια θελεν μποδισθ σωτηρία τν νθρώπων. Ε δ κα δν φονεύετο δι ν τελειώσ τν οκονομίαν, βέβαια θελε φαν ες τος πολλούς, τι δν φόρεσε τν νθρωπίνην φύσιν πραγματικς κα κατ λήθειαν. λλ μόνον κατ δόκησιν κα φαντασίαν. πειδ ν φόρει σάρκα ληθ, βέβαια θελε κοπ π τ σπαθί. νίσως λοιπν ο θλιοι αρετικο τόλμησαν ν επον τοτο, τι δηλαδ κατ φαντασίαν Κύριος γεννήθη, ς θεομάχος Μάνης, κα ο τούτου παδο Μανιχαοι· κα μλον πο δν λαβον ες τοτο, κμμίαν ατίαν κα φορμήν· πόσ μλλον θελαν επον τοτο, κα ἐὰν ερισκον ατίαν; Δι τοτο λοιπν φεύγει Κύριος ες τν Αγυπτον δι τς ηθείσας δύω ατίας. Κα πρς τούτοις, να συντρίψ κα τ ν Αγύπτ ερισκόμενα εδωλα.

(2) Σημειοῦμεν δὲ ἐνταῦθα τὰ χαριέστατα καὶ ἀξιοσημείωτα ταῦτα. Δηλαδὴ ὅτι ὁ Κύριος φεύγωντας εἰς τὴν Αἴγυπτον, ὄχι μόνον τὰ εἴδωλα ἐκείνης συνέτριψε, ἀλλὰ καὶ τὰ φυτὰ ἔκαμε νὰ τὸν προσκυνήσουν. Γράφει γὰρ ὁ Σωζόμενος εἰς τὸ πέμπτον βιβλίον τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, ἐν κεφαλαίῳ εἰκοστῷ, ὅτι ὁ Χριστὸς φεύγωντας εἰς τὴν Αἴγυπτον διὰ τὸν φόβον τοῦ Ἡρώδου, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν πόρταν Ἑρμουπόλεως τῆς Θηβαΐδος, μία περσικὴ μηλέα, ἤτοι ῥοδακινέα, ἔκλινεν ἕως κάτω τὴν κορυφήν της καὶ ἐπροσκύνησεν αὐτόν. Ἐπειδὴ γὰρ τὸ φυτὸν αὐτὸ διὰ τὸ μεγαλεῖον καὶ κάλλος του ἐπροσκυνεῖτο καὶ ἐλατρεύετο ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως, διὰ τοῦτο ὁ εἰς τὸ φυτὸν αὐτὸ κατοικῶν δαίμων, αἰσθανόμενος τὴν παρουσίαν τοῦ Κυρίου, ἐφοβήθη καὶ ἔφυγε. Φεύγοντος δὲ τοῦ δαίμονος, ἔμεινε τὸ φυτὸν αὐτὸ ἰατρείας πολλὰς ἐργαζόμενον, ἐὰν μόνον ἔγγιζεν εἰς τοὺς ἀσθενεῖς, φύλλον, ἢ φλοῦδα, ἢ κομμάτι ἀπὸ αὐτό. Καὶ τούτου μάρτυρες εἶναι καὶ Παλαιστινοὶ καὶ Αἰγύπτιοι.

Γράφει δὲ ὁ Βουρχάριος ἐν τῇ περιγραφῇ τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅτι ἀναμέσον τῆς Ἡλιουπόλεως καὶ τῆς Βαβυλῶνος, τῆς αἰγυπτιακῆς δηλαδή, εὑρίσκεται κῆπος τοῦ βαλσάμου ὡραιότατος, ὅστις ποτίζεται ἀπὸ μίαν βρύσιν μικράν, εἰς τὴν ὁποίαν ᾄδεται λόγος, ὅτι ἡ Θεοτόκος ἔπλυνε τὰ σπάργανα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἔφευγε διὰ τὸν φόβον τοῦ Ἡρώδου. Κοντὰ δὲ εἰς τὴν βρύσιν ταύτην εἶναι καὶ μία πέτρα, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν ἥπλωσε τὰ σπάργανα τοῦ Χριστοῦ ἡ Θεομήτωρ διὰ νὰ ξηρανθοῦν. Τὸν δὲ τόπον ἐκεῖνον ἔχουσιν εἰς πολλὴν εὐλάβειαν, τόσον οἱ Χριστιανοί, ὅσον καὶ οἱ Σαρακηνοί. Προσθέττει δὲ καὶ Ἀντώνιος ὁ Μάρτυς ἐν τῇ τῶν Ἱεροσολύμων περιόδῳ, ὅτι περνῶντας ὁ Κύριος εἰς τὸν κάμπον τοῦ ἐν Αἰγύπτῳ Τάνεως, ἐκλείσθη ἀπὸ λόγου της ἡ πόρτα ἑνὸς μεγάλου εἰδωλικοῦ ναοῦ. Ἡ ὁποία ὕστερον μὲ δύναμιν ἀνθρώπων, δὲν ἐδύνετο νὰ ἀνοιχθῇ. (Ὅρα σελ. 28 τῆς νεοτυπώτου Ἑκατονταετηρίδος.)

Περιττοὶ δὲ τῇ ἀληθείᾳ καὶ πέραν τοῦ δέοντος κριτικοὶ πρέπει νὰ ὀνομάζωνται, οἱ τοῖς θαύμασι καὶ τοῖς σημείοις τούτοις ἀντιλέγοντες, προβαλλόμενοι τάχα, ὅτι ἂν αὐτὰ ἦτον ἀληθῆ, δὲν ἤθελε λέγεται πρῶτον σημεῖον τοῦ Κυρίου, τὸ ἐν Κανᾷ γενόμενον. Ἀλλ’ ὦ οὗτοι, ἤθελεν εἰπῇ τινας πρὸς αὐτούς, πρῶτον σημεῖον λέγεται τοῦτο τοῦ Κυρίου, μετὰ τὴν διὰ τοῦ Βαπτίσματος ἀνάδειξιν, καὶ οὐχὶ πρὸ τῆς ἀναδείξεως. Καθότι πρὸ τῆς ἀναδείξεως τοῦ Κυρίου, πολλὰ σημεῖα καὶ θαύματα τῇ δυνάμει τούτου ἐγένοντο. Καὶ διὰ νὰ σιωπήσω τὴν ἀσπόρως καὶ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου γενομένην τοῦ Κυρίου σύλληψιν, ὅπερ ἐστὶ τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων. Καὶ τὸ ἀκόπως αὐτὸν ἐν τῇ κοιλίᾳ φέρειν τὴν Μητέρα. Καὶ τὸ ἀφθόρως γεννῆσαι. Θαῦμα τῆς δυνάμεως τοῦ Κυρίου ἦτον, οἱ ἐν τῇ γεννήσει αὐτοῦ, δόξα ἐν ὑψίστοις κραυγάζοντες Ἄγγελοι, καὶ τοῖς ποιμέσιν εὐαγγελιζόμενοι. Θαῦμα ἦτον, τὸ ὑπὲρ φύσιν καὶ παράδοξον σκίρτημα, ὁποῦ ἐπροξένησεν ὁ Κύριος κυοφορούμενος εἰς τὸν ἐν κοιλίᾳ φερόμενον Ἰωάννην. Θαῦμα ὁ ὑπερφυσικὸς ἀστὴρ ὁ τοὺς Μάγους ὁδηγήσας. Θαῦμα τὸ νὰ μὴν ἰδῇ θάνατον ὁ Συμεὼν ἕως οὗ νὰ βαστάσῃ αὐτόν. Θαῦμα αἱ προφητεῖαι τοῦ αὐτοῦ Συμεών, καὶ αἱ ἀνθομολογήσεις τῆς θεοπνεύστου Ἄννης, μαρτυρούσης Σωτῆρα τὸν Χριστόν, κατὰ τὸν Ἀμβρόσιον.

Τὸ φυτὸν δὲ τοῦ ἀνωτέρω βαλσάμου (διὰ νὰ εἰποῦμεν ἐδῶ κατὰ παρέκβασιν), πρῶτον ἔφερεν ἡ βασίλισσα Σαββὰ εἰς τὸν Σολομῶντα ὡς δῶρον βασιλικόν, καὶ αὐτὸς τὸ ἐφύτευσεν εἰς τὴν Ἱεριχώ, καὶ εὑρίσκετο μέχρι τοῦ καιροῦ τοῦ Τίτου. Ὁ ὁποῖος ἔλαβεν ἐκ τῆς Ἱερουσαλὴμ τὰ δένδρα τοῦ βαλσάμου, καὶ ἐστέφθη μὲ αὐτὰ κατὰ μίμησιν Πομπηΐου τοῦ μεγάλου, ὅταν ἐκυρίευσε πρῶτον τὴν Ἱερουσαλήμ. Ὡς μαρτυρεῖ ὁ Σελῖνος εἰς τὸ ἱστορικόν του. Ἔστι δὲ ὁ καρπὸς τοῦ βαλσάμου κοκκινωπός, καὶ τὰ φύλλα του παρόμοια μὲ τὰ φύλλα τῆς μαστίχης. Ἱστορεῖ δὲ ὁ Ἰώσηπος ὅτι ἀκούσασα ἡ Κλεοπάτρα ἡ βασίλισσα, ἡ ἐρωμένη τοῦ Ἀντωνίου, τὴν φήμην τοῦ τόσον θαυμαστοῦ δένδρου, ἐπεθύμησε νὰ ἔχῃ καὶ αὐτὴ τὸ τοιοῦτον εὐωδέστατον φυτόν. Ὅθεν ὁ Ἡρώδης, ἵνα πληρώσῃ τὴν ἐπιθυμίαν τῆς βασιλίσσης, ἀπέστειλεν εἰς αὐτὴν μερικὰ φυτά, ὁμοῦ καὶ σπόρον αὐτοῦ. Λέγει δὲ καὶ ὅτι, Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεὺς περνῶντας ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἔλαβε πολὺ ἀπὸ τὸν σπόρον τοῦ βαλσάμου τούτου. Κοπτόμενον δὲ τὸ φυτὸν τοῦτο μὲ κοπτερὸν κέρατον, καὶ μὲ πετρίνην μάχαιραν, καὶ ὄχι μὲ σιδηροῦν μαχαίριον, ἔτζι δακρύει, καὶ ποιεῖ τὸ καλούμενον ὀποβάλσαμον, ἤτοι τὸ πηκτὸν ὑγρὸν τοῦ βαλσάμου.

Εἰ δὲ καὶ ζητεῖ τινας νὰ μάθῃ πόσους χρόνους διέτριψεν ὁ Κύριος εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἀποκρινόμεθα, ὅτι περὶ τούτου εἶναι γνῶμαι διάφοροι. Ὁ μὲν γὰρ Παμφίλου Εὐσέβιος ὑπέθετο ἐν τοῖς χρονικοῖς, ὅτι πέντε χρόνους ἐν Αἰγύπτῳ ὁ Κύριος διέτριψε, ἢ τέσσαρας ἢ τοὐλάχιστον τρεῖς. Ὁ δὲ θεῖος Ἐπιφάνιος (αἱρέσ. να΄) ἀποφασίζει, ὅτι δύω χρόνους. Τῷ γὰρ λγ΄ ἔτει (λέγει) γεννᾶται ὁ Κύριος. Τῷ λε΄, ἦλθον οἱ Μάγοι, καὶ τῷ λζ΄ τελευτᾷ ὁ Ἡρώδης. Ὁ δὲ Θηβαῖος Ἱππόλυτος ἐν τῷ Συντάγματι τῷ χρονικῷ οὕτω χρονολογεῖ· «Ἀπὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ μέχρι τῆς τῶν Μάγων παρουσίας ἔτη δύω. Καὶ ἐκ τῆς εἰς Αἴγυπτον ἀναχωρήσεως μέχρι τῆς τελευτῆς Ἡρώδου υἱοῦ Ἀντιπάτρου, ἔτη τρία ἡμέρας πέντε. Παρῴκησαν δὲ ἐν Αἰγύπτῳ, ἐν Ἡλιουπόλει τῇ κατὰ Μέμφιν, ὅ τε Ἰωσὴφ καὶ ἡ Μαρία σὺν τῷ Ἰησοῦ, ἔτη τρία, καὶ ἡμέρας εἴκοσιν». (Ὅρα ἐν τῇ νεοτυπώτῳ Ἑκατονταετηρίδι.) Σημείωσαι, ὅτι περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις ἡ μνήμη καὶ τὸ δίστιχον τῆς ἐν τῇ ἁγίᾳ σορῷ τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου. Ταῦτα γράφονται κατὰ τὴν δευτέραν Ἰουλίου.

*

Άγιος Ευθύμιος ΣάρδεωνΤ ατ μέρ μνήμη το ν γίοις Πατρς μν Εθυμίου πισκόπου Σάρδεων το μολογητο, μλλον επεν, το ερομάρτυρος.

Θε παραστς Εθύμιε τρισμάκαρ,
Πλήρης λήκτου τυγχάνεις εθυμίας.

Οτος γιος τον κατ τος χρόνους Κωνσταντίνου κα Ερήνης ν τει ψπ΄ [780]. Κα πρότερον μν λαμψεν σν στέρας ες τν μοναδικν πολιτείαν. στερον δ ταν γινεν ρχιερεύς, νέτρεψε, κατ κράτος, τος αρετικος Εκονομάχους ες τν ν Νικαί Δευτέραν Σύνοδον, τοι ες τν βδόμην. θεν οτως χοντα βλέποντες ο βασιλες, στειλαν ατν πρέσβιν ες διαφόρους πρεσβείας. πειδ δ Νικηφόρος Σταυράκιος λαβε τν βασιλείαν ν τει ωβ΄ [802], κα παρανόμως πέρνα τν ζωήν του, δι τοτο λεγξεν ατν γιος οτος. θεν ξωρίσθη ες Παταλαρέαν τς δύσεως, μο μ λλους ρθοδόξους πισκόπους. π τότε δ κα ως ες τν καιρν τς μολογίας του, ες διάστημα δηλαδ εκοσιεννέα χρόνων, δν δυνήθη τρισόλβιος ν λάβ πλέον τν Μητρόπολίν του κα ν καθίσ ες ατήν. φ’ ο δ ο κρατήσαντες κενοι βασιλες σηκώθησαν π τ μέσον, κα γινε βασιλες Λέων θηριώνυμος, ρμένιος δηλαδ ν τει ωιγ΄ [813], τότε φέρνεται π τν ξορίαν γιος οτος, κα ρωτται π ατόν, νίσως προσκυν τς γίας εκόνας. πειδ δ γιος μεταχειρίσθη τν συνειθισμένην του παρρησίαν, κα νεθεμάτισε τν βασιλέα μπροσθέν του: τούτου χάριν τύραννος θυμωθείς, ξώρισε τν γιον ες τν σσον, τις κα πολλωνία νομάζεται, ερισκομένη κοντ ες τ δραμύττι.

φ’ ο δ φονεύθη π μαχαίρας κάκιστος Λέων, πάλιν οίδιμος οτος Εθύμιος, φέρνεται π τν ξορίαν π το διαδεξαμένου τν βασιλείαν, δηλαδ Μιχαλ το Τραυλο ν τει ωκ΄ [820] (3). Κα ναγκάζεται π ατν ν μ προσκυν τς γίας εκόνας. δ γιος καταπλήξας τν τύραννον μ τ λόγιά του, σν μ βροντήν, μεγαλοφώνως βόησεν· «Ε τις ο προσκυνε τν Κύριον μν ησον Χριστν ν εκόνι περιγραπτόν, τω νάθεμα». θεν δι τοτο δέρνεται μακάριος κα ξορίζεται πάλιν ες τν κρίταν. ποος εναι κρα, ν τ Μαύρ Θαλάσσ ερισκομένη, κα κοινς Κάβο κρίτα καλουμένη. κε δ κλείεται μέσα ες φυλακν σκοτεινοτάτην. πειτα τεντωθες π τ τέσσαρα μέρη το σώματος, καταξεσχίζεται ες πολλν ραν μ μ βούνευρα. θεν π τ πλθος τν νυποφόρων κείνων πληγν, φούσκωσεν γιος σν σκί, κα ζησε μετ τατα μόνον κτ μέρας. Κα οτω καρτερήσας γενναιότατα, παρέδωκε τν γίαν ψυχήν του ες χερας Θεο, λάμψας ες τν θάνατόν του παραδόξως πρ τν λιον (4).

(3) Ὁ δὲ Μελέτιος λέγει, ὅτι Θεόφιλος ὁ εἰκονομάχος ὁ υἱὸς Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ, δέρνωντας τὸν Ἅγιον τοῦτον Εὐθύμιον, ἐτελείωσεν αὐτὸν μὲ μαρτυρικὸν θάνατον (σελ. 262 τοῦ β΄ τόμ.).

(4) Σημείωσαι, ὅτι τὸ ἅγιον λείψανον τοῦ θείου τούτου Εὐθυμίου, εὑρίσκεται σῷον εἰς τὴν Ἀγχίαλον, τὴν κοινῶς λεγομένην Χιλήν, ἢ Ἀχιλοῦν, τὴν εὑρισκομένην κατὰ τὴν Μαύρην Θάλασσαν, θαύματα πάμπολλα ἐνεργοῦν, τοῖς μετὰ πίστεως αὐτῷ προστρέχουσιν. Ἐκεῖ εὑρίσκεται καὶ ὁ κατὰ πλάτος Βίος τοῦ Ἁγίου τούτου χειρόγραφος. Καὶ ὁ βουλόμενος, ζητησάτω αὐτὸν ἐκεῖθεν.

  *

σιος Πατρ μν Κωνσταντνος ξ ουδαίων, ν ερήν τελειοται.

ς ξ κανθν τν ουδαίων όδον,
θεος νθε κα θανν Κωνσταντνος.

Οτος γιος τον π τ Σύναδα (τις τον πόλις νδοξος τς μεγάλης Φρυγίας, τιμημένη μ θρόνον Μητροπολίτου, ποία εχεν εκοσιν πισκόπους), καταγόμενος π τ γένος τν ουδαίων. ταν δ τον πολλ νέος, κολούθει ες τν μητέρα του. Κα βλέπωντας να Χριστιανόν, ποος ταν χασμουρήθη, σχημάτισεν ες τ στόμα του τν τύπον το τιμίου Σταυρο, π τότε κα ατς καμνε τ διον, μιμούμενος τν Χριστιανόν. Ο μόνον δ τοτο, λλ κα τ λλα τν Χριστιανν ργα ποίει κα ατς μ πίστιν θερμήν. Δι τοτο λαμπρύνεται τ πρόσωπόν του μ θείαν λλαμψιν. Κα διδάσκεται παρ Θεο τ τν Χριστιανν δόγματα. Κα διαπερν νηστικς ες διάστημα τινν μερν. Ες τοτον τν γιον πήδησε μίαν φορν μία κόρη βραία μ τρόπον πορνικόν. δ γιος ποιήσας τ σημεον το τιμίου Σταυρο, πέδειξε ταύτην νεκράν, κα πάλιν ατν νέστησεν. Οτος δηγούμενος π μίαν θείαν νεφέλην, πγεν ες να Μοναστήριον, λεγόμενον Φουβούτιον. Μέσα ες τ ποον ερίσκοντο νδρες μεγαλώτατοι, τν σκητικν ζων μεταχειριζόμενοι, τν ποίων ρετ λαμπεν. πειδ δ διηγήθη τ κατ’ ατν ες τν γούμενον το Μοναστηρίου, πρόσταξεν κενος ν φέρουν Σταυρόν. Ετα προστάζει ατν ν τν προσκυνήσ κα ν τν σπασθ. ταν δ μακάριος οτος σπάζετο τ κάτω μέρος το Σταυρο μετ φόβου κα ελαβείας, τότε, το θαύματος! κούμπισεν λος Σταυρς πάνω ες τν σίαν κεφαλήν του, κα χάραξεν ες ατν τν τύπον το Σταυρο. στις κα μεινεν διάλειπτος ες τν κεφαλήν του ως το θανάτου του.

πειτα, ταν λαβε τ γιον Βάπτισμα, νομάσθη Κωνσταντνος. Τότε δ κολούθησεν να τοιοτον θαυμάσιον. Διατ ες τν τόπον κενον, γουν ες τν πέτραν κείνην, πάνω ες τν ποίαν στάθη, ταν εγκεν π τν γίαν κολυμβήθραν, τυπώθησαν παραδόξως τ χνη τν ποδν του. Μετ τατα μβκεν ες τόσους γνας πνευματικούς, στε πο, φιλονείκει οίδιμος ν περβάλ λους τος Μοναχος το Μοναστηρίου ες τν σκληραγωγίαν κα σκησιν. δούλευε δ τν τέχνην το ποστόλου Παύλου, γουν ρραπτε δέρματα κα κανε τζαδίρια. ταν προσηύχετο, γέμοζεν π εωδίαν τόπος, ες τν ποον στέκετο. ταν πήγαινεν ες τν κκλησίαν, νοίγοντο ες ατν π λόγου των α πόρται το Ναο. π δ τν πολλν καθαρότητα, πο εχεν, βλεπε νοερς τος κρυπτος λογισμος τν δελφν.

πειτα ναχωρντας, πγεν ες τ βουνν το λύμπου. Κα π κε πγεν ες τ Μύρα τς Λυκίας. κεθεν δέ, πηγαίνει ες τν Κύπρον κα π τν Κύπρον πηγαίνει ες τν ττάλειαν, κα κε διαπερν μ τ ποδάριά του να ποταμόν, τόσον βαθν κα μεγάλον, στε πο χρειάζετο ν τν περν τινας μ καΐκιον. Κα φ’ ο περιπάτησε ες λλους πολλος τόπους, πάλιν παναγύρισεν ες τν λυμπον. Κα κε πέρασε τεσσαράκοντα μέρας, χι μόνον νηστικός, λλ κα χωσμένος ως ες τν ζώνην μέσα ες να λάκκον. Μετ τατα χωρς ν θέλ, δέχθη τν χειροτονίαν το Πρεσβυτέρου. πειτα πηγαίνει ες τρώαν (5), κρατντας πάντοτε τος δίους γνας τς σκήσεως. Προτίτερα δ π κτ χρόνους, προγνώρισε τν κοίμησίν του. Κα τζι φ’ ο ατο τελειώθησαν, πλθε πρς Κύριον, προφανερώσας σαφέστατα λα τ δικά του πράγματα.

(5) Ἀτρώα ἴσως εἶναι ἡ Ἀτρία ἡ ἐν Ἰταλίᾳ εὑρισκομένη, ἥτις καὶ Ἀδρία ἢ Ἄντρι κοινῶς λέγεται, πόλις ἐν λόφῳ κειμένη καὶ μὲ θρόνον Ἐπισκόπου τετιμημένη, πατρὶς Ἀδριανοῦ τοῦ βασιλέως.

*

 Άγιος Ευάρεστος σιος Πατρ μν Εάρεστος ν ερήν τελειοται.

σπευδεν Εάρεστος ργ κα λόγ,
ως τελευτς εαρεστεν σοι Λόγε.

Οτος τον κατ τος χρόνους το βασιλέως Λέοντος ρμενίου το εκονομάχου, ν τει ψιε΄ [815], καταγόμενος π τν παρχίαν τν Γαλατν, υἱὸς γονέων νομαστν. φ’ ο δ ηθες Λέων θανατώθη δι ξίφους (6) διαδέχθη τν βασιλείαν Μιχαλ καλούμενος Τραυλς ν τει ωκ΄ [820]. πειδ δ κα ατς τον ασχρότατος, κα μότροπος μ τν προλαβόντα Λέοντα, δι τοτο λαβε τν πρέπουσαν κδίκησιν. ταν δ γιος οτος φθασεν ες μέτρον λικίας, τότε ξεδόθη ες τ ν μανθάν τ ερ γράμματα. Κα πειδ κ τν γραμμάτων διδάσκετο, τούτου χάριν ες λους γίνετο λα τ κάλλιστα. γουν γίνετο ες τος γονες του επειθής, ες τος φίλους κα γείτονας χαριέστατος. Ες τος ξένους κα ατόχθονας, καταδεκτικός. ν συντομί, δειχνε μ τ ργα ληθεύουσαν τν νομασίαν του, εάρεστος ες λους γενόμενος.

πειδ δ τρώθη σιος π τν ρωτα τς τν Μοναχν πολιτείας, δι τοτο πγεν ες τν Κωνσταντινούπολιν μαζ μ τν πατέρα του. Κα ξενοδοχήθησαν π να Κωνσταντινουπολίτην, Βρυέννιον νομαζόμενον, στις τον συγγενής του, κα στερον τιμήθη μ τ το πατρικίου ξίωμα. φ’ ο δ πέρασαν λίγαι τινς μέραι, κολούθησε μία μεγάλη νάγκη. Δι τν ποίαν στάλθη ηθες πατρίκιος π τν βασίλισσαν Θεοδώραν, τν σύζυγον Θεοφίλου το εκονομάχου, πρέσβις κα λτζς ες τος Βουλγάρους. Πηγαίνωντας δ κε, πρε μαζί του κα τν συγγεν του τοτον Εάρεστον. ταν λοιπν φθασαν κα ο δύω ες τόπον λεγόμενον Σκόπελον, κα νεπαύθησαν λίγον π τος κόπους τς δοιπορίας, τότε μακάριος Εάρεστος κατά τινα θεϊκν οκονομίαν, παντ να Γέροντα, στις μεταχειρίζετο τν μοναχικν πολιτείαν. θεν πολαμβάνει τν πρην παρ’ ατο ποθούμενον σκοπόν. Κα λοιπν κουρεύσας τ μαλλία τς κεφαλς του, προθύμως πέκυψε τν τράχηλόν του ποκάτω ες τν σωτήριον ζυγν το Χριστο, τοι γινε Μοναχός. Ερν δ κα να βιβλίον το σίου φραμ το Σύρου, νέγνωσε τοτο κα κατανύχθη. θεν σπούδαζε ν γέν πληρωτς δι τν ργων τν διδασκαλιν το βιβλίου κείνου.

δ Γέρων στοχασθες τν ζέουσαν προθυμίαν, πο εχεν νέος ες τν ρετήν, συντρόφευσεν ατν μ εχς κα μ συστατικ γράμματα, κα τζι τν στειλεν ες τ Μοναστήριον το Στουδίου. Δεχθες δ σιος π τος κε Πατέρας κα δελφούς, μβκεν ες πνευματικος γνας, διαλέξας να δελφν περέχοντα τος λλους κατ τν ρετήν, τν ποον εχε Γέροντα κα συγκοινωνν λων τν ποθέσεων τς ζως του. Τόσην δ νηστείαν κα γκράτειαν μεταχειρίζετο οίδιμος, στε πο τρωγε μίαν φορν τν βδομάδα λίγον ψωμί. Τ ποον τον κατεσκευασμένον π κρίθινον λευρον, κα π πίτυρα, κα π ζωμ τν λαχάνων. Τν δ μέσην κα τν λαιμόν του εχε δεμένα μ δύω κρίκους σιδηρος κα βαρυτάτους, τος ποίους σύσφιγγαν να πρς τν λλον, δύω λλαι λυσίδες περασμέναι δι μέσου τν μων κα το στήθους του. Τί ν περιττολογομεν; δύνατον εναι ες μς ν παριθμομεν λους τος γνας, πο μεταχειρίζετο τρισμακάριος οτος Εάρεστος. Μ τοιατα λοιπν θεάρεστα κατορθώματα διαπεράσας τν βίον του, κα ζήσας χρόνους βδομήκοντα ννέα, πρς Κύριον ξεδήμησε. Τ δ τίμιον ατο λείψανον νταφιάσθη ες τ Μοναστήριον τ πονομαζόμενον το Κοκκοροβίου.

(6) Οὗτος ὁ Ἁρμένιος Λέων ἐθανατώθη ἐν τῇ νυκτὶ τῶν Χριστοῦ Γεννῶν. Ὅταν γὰρ αὐτὸς ἐν αὐτῇ ἔψαλλε τὸν εἱρμὸν τῆς ἑβδόμης ᾠδῆς, ἤτοι τὸ «Τῷ παντάνακτος ἐξεφαύλισαν πόθῳ», ἦλθον οἱ ἐχθροί του διὰ νὰ τὸν θανατώσουν. Αὐτὸς δὲ κατέφυγε μέσα εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα. Ὅθεν ἐκεῖ μέσα τὸν ἐφόνευσαν, κατὰ τὸν Μελέτιον καὶ τὸν Δοσίθεον.

*

Μνήμη το γίου νέου ερομάρτυρος Κωνσταντίου το ώσσου, θλήσαντος ν Κωνσταντινουπόλει κατ τ ͵αψμγ΄ [1743] τος.

Βάλλεις τν χθρόν, ς σε βέβληκε πάλαι,
Κωνστάντιε σ κα λαμβάνεις βραβεον (7).

(7) Τὸ Μαρτύριον τούτου ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.

 Τας τν σν γίων πρεσβείαις Χριστ Θες λέησον μς.

 * * *

Κυριακή μετά τη Γέννηση[Δεκεμβρίου 26-31]

Κυριακ μετ τν Χριστο Γέννησιν, μνήμην πιτελομεν τν γίων κα δικαίων ωσφ το Μνήστορος, ακώβου το δελφοθέου, κα Δαβδ το Προφήτου κα βασιλέως (1).

Ες τν ωσήφ.

Τιμ ωσφ μνήστορα τς Παρθένου,
ς κλεγέντα φύλακα ταύτης μόνον.

Ες τν άκωβον.

Σ τέκτονος πας, λλ’ δελφς Κυρίου,
Το πντα τεκτήναντος ν λόγ μάκαρ.

Ες τν Δαβίδ.

γ τί φήσω, μαρτυροντος Κυρίου,
Τν Δαβδ ερον ς μαυτο καρδίαν;

Δαβδ Προφήτης κα βασιλες τον υἱὸς το εσσαί. διδάχθη δ τν νόμον Κυρίου π τν Προφήτην Νάθαν, κα προφήτευσε χρόνους τεσσαράκοντα, ν πρ τς λεύσεως το Χριστο χρόνους ϠϞθ΄ [999], ερίσκετο δ ν Γαβα. δ Νάθαν προγνώρισεν, τι Δαβδ θέλει παραβ τν νόμον Κυρίου, κα ν μοιχεύσ τν Βηρσαβεέ. θεν σπούδαζε ν πάγ ες ατν δι ν το ναγγείλ τν μέλλουσαν μαρτίαν. Κα κολούθως, να μποδίσ τοτον π ατήν. λλ’ φθονερς Διάβολος μπόδισε τν Νάθαν μ τοτον τν τρόπον. παντήσας γρ Νάθαν ες τν στράταν να νεκρν σφαγμένον κα γυμνόν, στάθη κα νταφίασεν ατόν. ν δ τ μεταξ κείν καιρ, μαρτεν Δαβίδ. θεν τοτο γνωρίσας Νάθαν, γύρισεν ες τν οκόν του κλαίων κα δυρόμενος. φ’ ο δ Δαβδ θανάτωσε τν Ορίαν, τν νδρα τς Βηρσαβεέ (2), πεμψεν Κύριος τν Προφήτην Νάθαν κα λεγξεν ατόν. Πολλ δ μετανοήσας κα κλαύσας Δαβδ δι τς δύω μαρτίας του, κα πολλ γηράσας, πέθανε κα τάφη μετ τν πατέρων ατο.

Τ δ περ το μνήστορος ωσήφ, κα το υο ατο ακώβου το δελφοθέου, λοι τ ξεύρουσι, μανθάνοντες τατα π τς θείας Γραφάς (3). Γίνεται δ ατν Σύναξις ν τ Μεγάλ κκλησί, κα ν τ ποστολικ Να το γίου ποστόλου ακώβου το δελφοθέου, μέσα ες τν σεβάσμιον οκον τς περαγίας Θεοτόκου ν τος Χαλκοπρατείοις.

(1) Σημείωσαι, ὅτι ἐν τοῖς εὐαγέσι Μοναστηρίοις τοῦ Ὄρους καὶ μάλιστα ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου, λόγος ἀναγινώσκεται κατὰ τὴν Κυριακὴν ταύτην Γρηγορίου τοῦ Νύσσης, οὗ ἡ ἀρχή· «Οἷόν τι πάσχουσι πρὸς τοὺς πολυανθεῖς». (Σῴζεται ἐν τοῖς ἐκδεδομένοις.)

(2) Δέκα μῆνες καὶ ἐπέκεινα ἐπέρασαν ἀφ’ οὗ ἥμαρτεν ὁ Δαβίδ, καὶ τότε ἀπεστάλη ὁ Νάθαν εἰς αὐτὸν κατὰ τὸν Εὐσέβιον. Καὶ καθὼς συνάγεται τοῦτο ἐκ τῆς θείας Γραφῆς. Περὶ τούτου εἴπομεν εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τοῦ πεντηκοστοῦ ψαλμοῦ ἐν τῇ μεταφράσει τοῦ Ψαλτηρίου.

(3) Περὶ μὲν τοῦ μνήστορος Ἰωσὴφ ὅρα εἰς τὸ Συναξάριον τοῦ Θεολόγου ἐν τῇ ἀρχῇ κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἕκτην τοῦ Σεπτεμβρίου. Ὁμοίως καὶ εἰς τὸ Συναξάριον Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου κατὰ τὴν εἰκοστὴν τρίτην τοῦ Ὀκτωβρίου ἐν τῇ ὑποσημειώσει. Περὶ δὲ τοῦ Ἀδελφοθέου, ὅρα εἰς τὸ αὐτὸ Συναξάριόν του.

 Τας τν σν γίων πρεσβείαις Χριστ Θες λέησον μς.

  Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

 * * *

 

 

Η Σύναξις της Υπεραγίας Θεοτόκου, Ευθυμίου Επισκόπου Σάρδεων, Ευαρέστου κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.