Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου26 Αυγούστου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Κς’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Αδριανού και Ναταλίας.
Εις τον Αδριανόν.
Αδριανού τέμνουσι χείρας και πόδας,
Χείρες πονηρών, ων φονοδρόμοι πόδες.
Εις την Ναταλίαν.
Εν τω βίω σύνευνος, εν δε τω πόλω,
Αδριανώ σύσκηνος η Ναταλία.
Αδριανός τμήθη χείρας πόδας εικάδι έκτη (1).
Ο Άγιος Μάρτυς Αδριανός και η σύζυγος αυτού Ναταλία, ήτον από την πόλιν της Νικομηδείας κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού, εν έτει σϞη’ [298]. Κατά την δευτέραν δε περίοδον, οπού έκαμεν ο Μαξιμιανός εις την βασιλείαν του, διώκωντας τους Χριστιανούς, τότε λέγω, επιάσθησαν εικοσιτρείς Χριστιανοί, οι οποίοι ήτον κεκρυμμένοι μέσα εις τα σπήλαια, και ετιμωρήθησαν με διαφόρους τιμωρίας. Τούτους λοιπόν ερώτησε και ο Άγιος Αδριανός προ του να μαρτυρήση, και είπεν αυτοίς. Διατί ω αδελφοί, υπομένετε ταύτα τα ανυπόφορα βάσανα, και τας δεινάς τιμωρίας; Εκείνοι δε απεκρίθησαν. Ημείς υπομένομεν ταύτα, δια να κερδήσωμεν τα αγαθά εκείνα, οπού είναι ετοιμασμένα εις τους Ουρανούς από τον Θεόν, δια εκείνους οπού πάσχουσιν υπέρ της αγάπης του, τα οποία αγαθά, ούτε αυτί δύναται να ακούση, ούτε λόγος να παραστήση. Ταύτα δε ακούσας ο μακάριος Αδριανός, εκατανύχθη από την θείαν χάριν, και είπεν εις τους ταχυγράφους, οπού έγραφον τα ονόματα των μελλόντων μαρτυρήσαι Χριστιανών, γράψετε και το εδικόν μου όνομα μαζί με τα ονόματα των άλλων Χριστιανών. Επειδή και εγώ ηδονήν νομίζω, το να αποθάνω μαζί με αυτούς δια την αγάπην του Χριστού. Οι δε ταχυγράφοι έγραψαν και αυτόν, και με αλυσίδας τον έδεσαν και τον εφυλάκωσαν. Ευθύς δε οπού έμαθε τούτο η γυνή του Ναταλία, ενόμισεν ότι δια άλλην υπόθεσιν τον επίασαν, όθεν ανεστέναζε και εθρήνει. Αφ’ ου δε ύστερον έμαθεν, ότι δια τον Χριστόν έβαλον αυτόν εις τα δεσμά και εις την φυλακήν, ευθύς ενεδύθη ρούχα λαμπρά, και επήγεν ογλίγωρα εις την φυλακήν. Εις την οποίαν εμβαίνουσα, κατεφίλει τα δεσμά και τας αλυσίδας, οπού εφόρει ο σύζυγός της Αδριανός, και εμακάριζεν αυτόν δια την προθυμίαν, οπού έδειξε. Συμβουλεύουσα μεν αυτόν, να μένη στερεός και ασάλευτος εις τα βάσανα, οπού μέλλει να δοκιμάση δια τον Χριστόν, παρακαλούσα δε και τους άλλους συνδεσμίους Χριστιανούς, να εύχωνται εις τον Θεόν δια λόγου του.
Και τότε μεν η Ναταλία εγύρισεν εις το οσπήτιόν της, με την συμβουλήν και τον λόγον του Αγίου Αδριανού. Ο δε Άγιος Αδριανός εχαιρέτισε τους φυλακωμένους Χριστιανούς, και λαβών την άδειαν από τους δεσμοφύλακας, επήγεν εις το οσπήτιόν του δια να μηνύση εις την σύζυγόν του Ναταλίαν, ότι ήλθε καιρός να τελειωθή δια του μαρτυρίου. Τούτο δε ακούσασα η Ναταλία, και νομίσασα ότι φοβηθείς ο Αδριανός τα βάσανα, αρνήθη τον Χριστόν, και δια τούτο ελευθερώθη από την φυλακήν, τούτο λέγω νομίσασα, εσφάλισε την πόρταν του οσπητίου, και έκλεισεν έξω τον Αδριανόν, ονειδίζουσα αυτόν ως αρνησίχριστον, και ονομάζουσα αυτόν δειλόν και φιλόζωον. Ου μόνον δε ταύτα, αλλά και ενθύμιζεν αυτόν την φρικτήν εκείνην απόφασιν, την οποίαν εξεφώνησεν ο Κύριος εναντίον εκείνων, οπού τον αρνούνται, ειπών· «Ος αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι καγώ αυτόν έμπροσθεν του Πατρός μου του εν Ουρανοίς». Επρόσθεττε δε και τούτο η μακαρία Ναταλία, ονομάζουσα εαυτήν αθλίαν και δυστυχή, διατί δεν έμεινεν εις αυτήν ούτε μίαν ημέραν η δόξα αύτη, το να ονομάζεται δηλαδή γυνή Μάρτυρος. Αλλά την μακαριότητα και ευτυχίαν, οπού ήλπιζε να λάβη, διεδέχθη αιφνιδίως δυστυχία και αθλιότης.
Αφ’ ου δε έμαθεν η Ναταλία τον σκοπόν, δια τον οποίον επήγεν ο Άγιος εις τον οίκον του, ευθύς μετεβλήθη, και άνοιξε την πόρταν του οσπητίου, και περιχαρώς τον Άγιον κατησπάζετο. Ευθύς δε ακολουθήσασα εις τον Άγιον, επήγε μαζί με αυτόν εις τον βασιλέα. Παρασταθείς λοιπόν ο Άγιος Αδριανός εις τον τύραννον, και ομολογήσας τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, εδάρθη με ξύλα, έπειτα ριφθείς ανάσκελα κατά γης, τόσον πολλά εδάρθη εις την κοιλίαν ο αοίδιμος, ώστε οπού εφάνηκαν από έξωθεν τα εσωτερικά σπλάγχνα του. Όταν δε ταύτα ο Μάρτυς έπασχεν, ήτον χρόνων εικοσιοκτώ. Έπειτα ομού με τους άλλους Χριστιανούς, έκοψαν τας χείρας και τους πόδας του Αγίου, εις κάθε δε μέλος του Αγίου οπού εκόπτετο, συνεβοήθει και η γυνή του Ναταλία, και έβαλλε το μέλος εκείνο επάνω εις το αμώνι, δια να κοπή. Και τον μεν δήμιον, οπού υπηρέτει εις το κόψιμον των χειρών και ποδών του Αγίου, παρεκάλει η Ναταλία, να κτυπά δυνατώτερα την κοπίδα και το τζεκούρι, δια να προξενήται εις τον Άγιον πόνος περισσότερος και δριμύτερος. Τον δε Αδριανόν παρεθάρρυνε και ενεδυνάμονε, να υπομένη ανδρείως τους πόνους, και να μη προδώση δια δειλίαν το υπέρ Χριστού μαρτύριον.
Όταν δε ο Άγιος Αδριανός ετελείωσε το μαρτύριον, μαζί με τους λοιπούς Μάρτυρας, και τα άγια αυτών λείψανα έμελλον να ριφθούν εις την φωτίαν δια να κατακαούν, τότε η μακαρία Ναταλία πέρνουσα το ένα χέρι του Αγίου Αδριανού, έβαλεν αυτό μέσα εις τον κόλπον της, και ηκολούθει οπίσω εις τα άγια λείψανα. Είτα πέρνουσα και τα αίματα, οπού έσταζον από τα άγια λείψανα, άλειφε τον εαυτόν της με αυτά, ωσάν με μύρα και αρώματα. Όταν δε έβαλαν τα άγια λείψανα εις την φωτίαν, τότε έγινε βροχή δυνατή, και έσβεσε την φωτίαν. Όθεν ένας Χριστιανός, Ευσέβιος ονομαζόμενος, επήρε τα άγια λείψανα, και τα έβαλε μέσα εις μικρόν καΐκι, και φέρωντας αυτά εις την Αργυρούπολιν, ήτις ευρίσκεται κοντά εις το Βυζάντιον, εκεί τα ενταφίασεν, όπου τελείται και η Σύναξις των Αγίων και εορτή. Εκεί δε επήγεν ύστερον και η Αγία Ναταλία, και παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού, και ενταφιάσθη κοντά εις τα λείψανα των Αγίων Μαρτύρων. (Σημείωσαι ότι το ελληνικόν Μαρτύριον τούτων σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, ου η αρχή· «Μαξιμιανού του τυράννου των της βασιλείας σκήπτρων».)
(1) Αδριανού και Ναταλίας τα άγια λείψανα ευρίσκοντο εις την Αργυρούπολιν, την πλησίον ούσαν Κωνσταντινουπόλεως. Και όρα εις το Συναξάριον του ετέρου Μάρτυρος Αδριανού, κατά την παρούσαν εικοστήν έκτην.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων εικοσιτριών Μαρτύρων, των συναθλησάντων τω Αγίω Αδριανώ και δια ξίφους τελειωθέντων.
Τέμνουσιν ανδρών εικοσιτριών άκρα,
Τα τετράκις τοσαύτα χείρας και πόδας.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Αττικού και Σισινίου.
Συσταδιοδρομούσιν αθληταί δύω,
Ξίφους δραμόντες στάδιον κουφοδρόμως.
*
Ο Όσιος Ιβιστίων εν ειρήνη τελειούται.
Ρυφθείς υσσώπω δακρύων Ιβιστίων,
Εύθυμος εις άδακρυ χωρεί χωρίον.
*
Μνήμη ετέρου Αγίου Μάρτυρος Αδριανού.
Αδριανόν τμηθέντα κοσμήσει στέφος,
Εν τη μεγίστη των στεφάνων ημέρα.
Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Λικινίου εν έτει τιγ’ [313], καταγόμενος μεν εκ της Ρώμης, ευρισκόμενος δε εν τω Βυζαντίω, υιός υπάρχων Πρόβου του βασιλέως Ρώμης, του βασιλεύσαντος εν έτει σος’ [276], μαζί με άλλον αδελφόν του, Δομέτιον καλούμενον, όστις έγινεν Επίσκοπος του Βυζαντίου, ύστερα από τον Επίσκοπον του αυτού Βυζαντίου Τίτον (2). Ούτος λοιπόν ο μακάριος ποθών να μαρτυρήση δια τον Χριστόν, επήγεν εις την Νικομήδειαν, και ήλεγξε τον Λικίνιον, διατί ματαίως έβλαπτε τα ρωμαϊκά στρατεύματα, προφασιζόμενος ότι διώκει τους Χριστιανούς. Όθεν αφ’ ου ετιμωρήθη παρά του Λικινίου με διάφορα βάσανα, τελευταίον απεκεφαλίσθη, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον. Ο δε τούτου αδελφός Δομέτιος, ο του Βυζαντίου Επίσκοπος, επήρε το άγιον αυτού λείψανον και ενταφίασεν αυτό εις την Αργυρούπολιν την ούσαν πλησίον Βυζαντίου, όπου ευρίσκοντο και τα άγια λείψανα των μαρτύρων Αδριανού και Ναταλίας, μαζί με το λείψανον Στάχυος του Αποστόλου, του χρηματίσαντος πρώτου Επισκόπου του Βυζαντίου μετά τον Πρωτόκλητον Ανδρέαν (3).
(2) Όρα εις την τετάρτην του Ιουνίου το Συναξάριον του Αγίου Μητροφάνους Κωνσταντινουπόλεως, και ευρήσεις περί τούτων.
(3) Όρα εις την τριακοστήν πρώτην του Οκτωβρίου, ότε εορτάζεται ο Απόστολος ούτος Στάχυς.
*
Μνήμη του Οσίου Ιωάσαφ υιού βασιλέως της Ινδίας Αβενήρ.
Ζήλω τα Βασίλεια Παμβασιλέως,
Ώκησεν υιός γηΐνου βασιλέως (4).
(4) Όρα τον κατά πλάτος Βίον του Αγίου Ιωάσαφ τούτου εις τον Παράδεισον, ον συνέγραψε μεν ελληνιστί, ο θείος Ιωάννης ο Δαμασκηνός πλατύτατον, ου η αρχή· «Όσοι Πνεύματι Θεού άγονται, ούτοι εισίν υιοί Θεού». Μετέφρασε δε εις το απλούν, ο αοίδιμος Αγάπιος ο Κρης.
*
Ο Όσιος Τιθόης εν ειρήνη τελειούται (5).
Ουκ είχεν, οίμαι, σάρκα Τιθόης όλως,
Καν είχε, τήξας ουκ εά βρώσιν τάφω.
(5) Περί του Οσίου τούτου Τιθόη έλεγεν ο Αββάς Ματόης, ότι τόσον ακατηγόρητος ήτον ο αοίδιμος, ώστε οπού δεν εύρισκεν άνθρωπος να ανοίξη το στόμα του δια να τον κατηγορήση εις κανένα πράγμα. Επειδή καθώς το καθαρόν και άδολον χρυσάφι ζυγιάζεται με την ζυγαρίαν, και δεν έχει κανένα ελάττωμα, έτζι ήτον και ο Αββάς Τιθόης (σελ. 692 του Ευεργετινού). Περί του Αββά Τιθόη τούτου γράφεται εις τον Παράδεισον των Πατέρων, ότι ήτον φίλος άκρος της ησυχίας. Όθεν καθήμενός ποτε εις το κλύσμα, όπου και άλλοι εκάθηντο, στοχαζόμενος ότι ευρίσκεται εις την ησυχίαν, λέγει τω μαθητή του, απόλυσον το νερόν εις τους φοίνικας τέκνον. Ο δε μαθητής του λέγει, εις το κλύσμα εσμέν Αββά. Λέγει ο γέρων, εις το κλύσμα τι ποιώ; Άρόν με πάλιν εις το όρος. Ούτος ο Αββάς Τιθόης είπε και το αξιομνημόνευτον τούτο απόφθεγμα· «Ξενιτεία εστί, το κρατήσαι άνθρωπος το εαυτού στόμα».
Όθεν εκ της άκρας ησυχίας εις τόσην τελειότητα έφθασεν ο αοίδιμος, ώστε οπού γράφεται εν τω αυτώ Παραδείσω των Πατέρων, ότι όταν επροσηύχετο, εάν δεν επρόφθανε να κατεβάση τας χείρας του, αρπάζετο ο νους του εις θείας αρπαγάς. Όθεν όταν ετύχαινε να προσεύχεται μαζί με άλλους αδελφούς, εσπούδαζε να κατεβάζη ογλίγωρα τας χείρας του, ίνα μη αρπαχθή ο νους του και αργοπορήση εις την προσευχήν, και ούτω γνωρισθή εις τους άλλους η αρετή του.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Κς΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀδριανοῦ καὶ Ναταλίας.
Εἰς τὸν Ἀδριανόν.
Ἀδριανοῦ τέμνουσι χεῖρας καὶ πόδας,
Χεῖρες πονηρῶν, ὧν φονοδρόμοι πόδες.
Εἰς τὴν Ναταλίαν.
Ἐν τῷ βίῳ σύνευνος, ἐν δὲ τῷ πόλῳ,
Ἀδριανῷ σύσκηνος ἡ Ναταλία.
Ἀδριανὸς τμήθη χεῖρας πόδας εἰκάδι ἕκτῃ (1).
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀδριανὸς καὶ ἡ σύζυγος αὐτοῦ Ναταλία, ἦτον ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Νικομηδείας κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει σϞη΄ [298]. Κατὰ τὴν δευτέραν δὲ περίοδον, ὁποῦ ἔκαμεν ὁ Μαξιμιανὸς εἰς τὴν βασιλείαν του, διώκωντας τοὺς Χριστιανούς, τότε λέγω, ἐπιάσθησαν εἰκοσιτρεῖς Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἦτον κεκρυμμένοι μέσα εἰς τὰ σπήλαια, καὶ ἐτιμωρήθησαν μὲ διαφόρους τιμωρίας. Τούτους λοιπὸν ἐρώτησε καὶ ὁ Ἅγιος Ἀδριανὸς πρὸ τοῦ νὰ μαρτυρήσῃ, καὶ εἶπεν αὐτοῖς. Διατί ὦ ἀδελφοί, ὑπομένετε ταῦτα τὰ ἀνυπόφορα βάσανα, καὶ τὰς δεινὰς τιμωρίας; Ἐκεῖνοι δὲ ἀπεκρίθησαν. Ἡμεῖς ὑπομένομεν ταῦτα, διὰ νὰ κερδήσωμεν τὰ ἀγαθὰ ἐκεῖνα, ὁποῦ εἶναι ἑτοιμασμένα εἰς τοὺς Οὐρανοὺς ἀπὸ τὸν Θεόν, διὰ ἐκείνους ὁποῦ πάσχουσιν ὑπὲρ τῆς ἀγάπης του, τὰ ὁποῖα ἀγαθά, οὔτε αὐτὶ δύναται νὰ ἀκούσῃ, οὔτε λόγος νὰ παραστήσῃ. Ταῦτα δὲ ἀκούσας ὁ μακάριος Ἀδριανός, ἐκατανύχθη ἀπὸ τὴν θείαν χάριν, καὶ εἶπεν εἰς τοὺς ταχυγράφους, ὁποῦ ἔγραφον τὰ ὀνόματα τῶν μελλόντων μαρτυρῆσαι Χριστιανῶν, γράψετε καὶ τὸ ἐδικόν μου ὄνομα μαζὶ μὲ τὰ ὀνόματα τῶν ἄλλων Χριστιανῶν. Ἐπειδὴ καὶ ἐγὼ ἡδονὴν νομίζω, τὸ νὰ ἀποθάνω μαζὶ μὲ αὐτοὺς διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ. Οἱ δὲ ταχυγράφοι ἔγραψαν καὶ αὐτόν, καὶ μὲ ἁλυσίδας τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ἐφυλάκωσαν. Εὐθὺς δὲ ὁποῦ ἔμαθε τοῦτο ἡ γυνή του Ναταλία, ἐνόμισεν ὅτι διὰ ἄλλην ὑπόθεσιν τὸν ἐπίασαν, ὅθεν ἀνεστέναζε καὶ ἐθρήνει. Ἀφ’ οὗ δὲ ὕστερον ἔμαθεν, ὅτι διὰ τὸν Χριστὸν ἔβαλον αὐτὸν εἰς τὰ δεσμὰ καὶ εἰς τὴν φυλακήν, εὐθὺς ἐνεδύθη ῥοῦχα λαμπρά, καὶ ἐπῆγεν ὀγλίγωρα εἰς τὴν φυλακήν. Εἰς τὴν ὁποίαν ἐμβαίνουσα, κατεφίλει τὰ δεσμὰ καὶ τὰς ἁλυσίδας, ὁποῦ ἐφόρει ὁ σύζυγός της Ἀδριανός, καὶ ἐμακάριζεν αὐτὸν διὰ τὴν προθυμίαν, ὁποῦ ἔδειξε. Συμβουλεύουσα μὲν αὐτόν, νὰ μένῃ στερεὸς καὶ ἀσάλευτος εἰς τὰ βάσανα, ὁποῦ μέλλει νὰ δοκιμάσῃ διὰ τὸν Χριστόν, παρακαλοῦσα δὲ καὶ τοὺς ἄλλους συνδεσμίους Χριστιανούς, νὰ εὔχωνται εἰς τὸν Θεὸν διὰ λόγου του.
Καὶ τότε μὲν ἡ Ναταλία ἐγύρισεν εἰς τὸ ὁσπήτιόν της, μὲ τὴν συμβουλὴν καὶ τὸν λόγον τοῦ Ἁγίου Ἀδριανοῦ. Ὁ δὲ Ἅγιος Ἀδριανὸς ἐχαιρέτισε τοὺς φυλακωμένους Χριστιανούς, καὶ λαβὼν τὴν ἄδειαν ἀπὸ τοὺς δεσμοφύλακας, ἐπῆγεν εἰς τὸ ὁσπήτιόν του διὰ νὰ μηνύσῃ εἰς τὴν σύζυγόν του Ναταλίαν, ὅτι ἦλθε καιρὸς νὰ τελειωθῇ διὰ τοῦ μαρτυρίου. Τοῦτο δὲ ἀκούσασα ἡ Ναταλία, καὶ νομίσασα ὅτι φοβηθεὶς ὁ Ἀδριανὸς τὰ βάσανα, ἀρνήθη τὸν Χριστόν, καὶ διὰ τοῦτο ἐλευθερώθη ἀπὸ τὴν φυλακήν, τοῦτο λέγω νομίσασα, ἐσφάλισε τὴν πόρταν τοῦ ὁσπητίου, καὶ ἔκλεισεν ἔξω τὸν Ἀδριανόν, ὀνειδίζουσα αὐτὸν ὡς ἀρνησίχριστον, καὶ ὀνομάζουσα αὐτὸν δειλὸν καὶ φιλόζωον. Οὐ μόνον δὲ ταῦτα, ἀλλὰ καὶ ἐνθύμιζεν αὐτὸν τὴν φρικτὴν ἐκείνην ἀπόφασιν, τὴν ὁποίαν ἐξεφώνησεν ὁ Κύριος ἐναντίον ἐκείνων, ὁποῦ τὸν ἀρνοῦνται, εἰπών· «Ὃς ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι κᾀγὼ αὐτὸν ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν Οὐρανοῖς». Ἐπρόσθεττε δὲ καὶ τοῦτο ἡ μακαρία Ναταλία, ὀνομάζουσα ἑαυτὴν ἀθλίαν καὶ δυστυχῆ, διατὶ δὲν ἔμεινεν εἰς αὐτὴν οὔτε μίαν ἡμέραν ἡ δόξα αὕτη, τὸ νὰ ὀνομάζεται δηλαδὴ γυνὴ Μάρτυρος. Ἀλλὰ τὴν μακαριότητα καὶ εὐτυχίαν, ὁποῦ ἤλπιζε νὰ λάβῃ, διεδέχθη αἰφνιδίως δυστυχία καὶ ἀθλιότης.
Ἀφ’ οὗ δὲ ἔμαθεν ἡ Ναταλία τὸν σκοπόν, διὰ τὸν ὁποῖον ἐπῆγεν ὁ Ἅγιος εἰς τὸν οἶκόν του, εὐθὺς μετεβλήθη, καὶ ἄνοιξε τὴν πόρταν τοῦ ὁσπητίου, καὶ περιχαρῶς τὸν Ἅγιον κατησπάζετο. Εὐθὺς δὲ ἀκολουθήσασα εἰς τὸν Ἅγιον, ἐπῆγε μαζὶ μὲ αὐτὸν εἰς τὸν βασιλέα. Παρασταθεὶς λοιπὸν ὁ Ἅγιος Ἀδριανὸς εἰς τὸν τύραννον, καὶ ὁμολογήσας τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινόν, ἐδάρθη μὲ ξύλα, ἔπειτα ῥιφθεὶς ἀνάσκελα κατὰ γῆς, τόσον πολλὰ ἐδάρθη εἰς τὴν κοιλίαν ὁ ἀοίδιμος, ὥστε ὁποῦ ἐφάνηκαν ἀπὸ ἔξωθεν τὰ ἐσωτερικὰ σπλάγχνα του. Ὅταν δὲ ταῦτα ὁ Μάρτυς ἔπασχεν, ἦτον χρόνων εἰκοσιοκτώ. Ἔπειτα ὁμοῦ μὲ τοὺς ἄλλους Χριστιανούς, ἔκοψαν τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας τοῦ Ἁγίου, εἰς κάθε δὲ μέλος τοῦ Ἁγίου ὁποῦ ἐκόπτετο, συνεβοήθει καὶ ἡ γυνή του Ναταλία, καὶ ἔβαλλε τὸ μέλος ἐκεῖνο ἐπάνω εἰς τὸ ἀμῶνι, διὰ νὰ κοπῇ. Καὶ τὸν μὲν δήμιον, ὁποῦ ὑπηρέτει εἰς τὸ κόψιμον τῶν χειρῶν καὶ ποδῶν τοῦ Ἁγίου, παρεκάλει ἡ Ναταλία, νὰ κτυπᾷ δυνατώτερα τὴν κοπίδα καὶ τὸ τζεκοῦρι, διὰ νὰ προξενῆται εἰς τὸν Ἅγιον πόνος περισσότερος καὶ δριμύτερος. Τὸν δὲ Ἀδριανὸν παρεθάρρυνε καὶ ἐνεδυνάμονε, νὰ ὑπομένῃ ἀνδρείως τοὺς πόνους, καὶ νὰ μὴ προδώσῃ διὰ δειλίαν τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτύριον.
Ὅταν δὲ ὁ Ἅγιος Ἀδριανὸς ἐτελείωσε τὸ μαρτύριον, μαζὶ μὲ τοὺς λοιποὺς Μάρτυρας, καὶ τὰ ἅγια αὐτῶν λείψανα ἔμελλον νὰ ῥιφθοῦν εἰς τὴν φωτίαν διὰ νὰ κατακαοῦν, τότε ἡ μακαρία Ναταλία πέρνουσα τὸ ἕνα χέρι τοῦ Ἁγίου Ἀδριανοῦ, ἔβαλεν αὐτὸ μέσα εἰς τὸν κόλπον της, καὶ ἠκολούθει ὀπίσω εἰς τὰ ἅγια λείψανα. Εἶτα πέρνουσα καὶ τὰ αἵματα, ὁποῦ ἔσταζον ἀπὸ τὰ ἅγια λείψανα, ἄλειφε τὸν ἑαυτόν της μὲ αὐτά, ὡσὰν μὲ μῦρα καὶ ἀρώματα. Ὅταν δὲ ἔβαλαν τὰ ἅγια λείψανα εἰς τὴν φωτίαν, τότε ἔγινε βροχὴ δυνατή, καὶ ἔσβεσε τὴν φωτίαν. Ὅθεν ἕνας Χριστιανός, Εὐσέβιος ὀνομαζόμενος, ἐπῆρε τὰ ἅγια λείψανα, καὶ τὰ ἔβαλε μέσα εἰς μικρὸν καΐκι, καὶ φέρωντας αὐτὰ εἰς τὴν Ἀργυρούπολιν, ἥτις εὑρίσκεται κοντὰ εἰς τὸ Βυζάντιον, ἐκεῖ τὰ ἐνταφίασεν, ὅπου τελεῖται καὶ ἡ Σύναξις τῶν Ἁγίων καὶ ἑορτή. Ἐκεῖ δὲ ἐπῆγεν ὕστερον καὶ ἡ Ἁγία Ναταλία, καὶ παρέδωκε τὴν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ ἐνταφιάσθη κοντὰ εἰς τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. (Σημείωσαι ὅτι τὸ ἐλληνικὸν Μαρτύριον τούτων σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, οὗ ἡ ἀρχή· «Μαξιμιανοῦ τοῦ τυράννου τῶν τῆς βασιλείας σκήπτρων».)
(1) Ἀδριανοῦ καὶ Ναταλίας τὰ ἅγια λείψανα εὑρίσκοντο εἰς τὴν Ἀργυρούπολιν, τὴν πλησίον οὖσαν Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ ὅρα εἰς τὸ Συναξάριον τοῦ ἑτέρου Μάρτυρος Ἀδριανοῦ, κατὰ τὴν παροῦσαν εἰκοστὴν ἕκτην.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων εἰκοσιτριῶν Μαρτύρων, τῶν συναθλησάντων τῷ Ἁγίῳ Ἀδριανῷ καὶ διὰ ξίφους τελειωθέντων.
Τέμνουσιν ἀνδρῶν εἰκοσιτριῶν ἄκρα,
Τὰ τετράκις τοσαῦτα χεῖρας καὶ πόδας.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀττικοῦ καὶ Σισινίου.
Συσταδιοδρομοῦσιν ἀθληταὶ δύω,
Ξίφους δραμόντες στάδιον κουφοδρόμως.
*
Ὁ Ὅσιος Ἰβιστίων ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ῥυφθεὶς ὑσσώπῳ δακρύων Ἰβιστίων,
Εὔθυμος εἰς ἄδακρυ χωρεῖ χωρίον.
*
Μνήμη ἑτέρου Ἁγίου Μάρτυρος Ἀδριανοῦ.
Ἀδριανὸν τμηθέντα κοσμήσει στέφος,
Ἐν τῇ μεγίστῃ τῶν στεφάνων ἡμέρᾳ.
Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λικινίου ἐν ἔτει τιγ΄ [313], καταγόμενος μὲν ἐκ τῆς Ῥώμης, εὑρισκόμενος δὲ ἐν τῷ Βυζαντίῳ, υἱὸς ὑπάρχων Πρόβου τοῦ βασιλέως Ῥώμης, τοῦ βασιλεύσαντος ἐν ἔτει σος΄ [276], μαζὶ μὲ ἄλλον ἀδελφόν του, Δομέτιον καλούμενον, ὅστις ἔγινεν Ἐπίσκοπος τοῦ Βυζαντίου, ὕστερα ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπον τοῦ αὐτοῦ Βυζαντίου Τίτον (2). Οὗτος λοιπὸν ὁ μακάριος ποθῶν νὰ μαρτυρήσῃ διὰ τὸν Χριστόν, ἐπῆγεν εἰς τὴν Νικομήδειαν, καὶ ἤλεγξε τὸν Λικίνιον, διατὶ ματαίως ἔβλαπτε τὰ ῥωμαϊκὰ στρατεύματα, προφασιζόμενος ὅτι διώκει τοὺς Χριστιανούς. Ὅθεν ἀφ’ οὗ ἐτιμωρήθη παρὰ τοῦ Λικινίου μὲ διάφορα βάσανα, τελευταῖον ἀπεκεφαλίσθη, καὶ οὕτως ἔλαβεν ὁ ἀοίδιμος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Ὁ δὲ τούτου ἀδελφὸς Δομέτιος, ὁ τοῦ Βυζαντίου Ἐπίσκοπος, ἐπῆρε τὸ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον καὶ ἐνταφίασεν αὐτὸ εἰς τὴν Ἀργυρούπολιν τὴν οὖσαν πλησίον Βυζαντίου, ὅπου εὑρίσκοντο καὶ τὰ ἅγια λείψανα τῶν μαρτύρων Ἀδριανοῦ καὶ Ναταλίας, μαζὶ μὲ τὸ λείψανον Στάχυος τοῦ Ἀποστόλου, τοῦ χρηματίσαντος πρώτου Ἐπισκόπου τοῦ Βυζαντίου μετὰ τὸν Πρωτόκλητον Ἀνδρέαν (3).
(2) Ὅρα εἰς τὴν τετάρτην τοῦ Ἰουνίου τὸ Συναξάριον τοῦ Ἁγίου Μητροφάνους Κωνσταντινουπόλεως, καὶ εὑρήσεις περὶ τούτων.
(3) Ὅρα εἰς τὴν τριακοστὴν πρώτην τοῦ Ὀκτωβρίου, ὅτε ἑορτάζεται ὁ Ἀπόστολος οὗτος Στάχυς.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἰωάσαφ υἱοῦ βασιλέως τῆς Ἰνδίας Ἀβενήρ.
Ζήλῳ τὰ Βασίλεια Παμβασιλέως,
ᾬκησεν υἱὸς γηΐνου βασιλέως (4).
(4) Ὅρα τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ Ἁγίου Ἰωάσαφ τούτου εἰς τὸν Παράδεισον, ὃν συνέγραψε μὲν ἑλληνιστί, ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς πλατύτατον, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὅσοι Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Θεοῦ». Μετέφρασε δὲ εἰς τὸ ἁπλοῦν, ὁ ἀοίδιμος Ἀγάπιος ὁ Κρής.
*
Ὁ Ὅσιος Τιθόης ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (5).
Οὐκ εἶχεν, οἶμαι, σάρκα Τιθόης ὅλως,
Κᾂν εἶχε, τήξας οὐκ ἐᾷ βρῶσιν τάφῳ.
(5) Περὶ τοῦ Ὁσίου τούτου Τιθόη ἔλεγεν ὁ Ἀββᾶς Ματόης, ὅτι τόσον ἀκατηγόρητος ἦτον ὁ ἀοίδιμος, ὥστε ὁποῦ δὲν εὕρισκεν ἄνθρωπος νὰ ἀνοίξῃ τὸ στόμα του διὰ νὰ τὸν κατηγορήσῃ εἰς κᾀνένα πρᾶγμα. Ἐπειδὴ καθὼς τὸ καθαρὸν καὶ ἄδολον χρυσάφι ζυγιάζεται μὲ τὴν ζυγαρίαν, καὶ δὲν ἔχει κᾀνένα ἐλάττωμα, ἔτζι ἦτον καὶ ὁ Ἀββᾶς Τιθόης (σελ. 692 τοῦ Εὐεργετινοῦ). Περὶ τοῦ Ἀββᾶ Τιθόη τούτου γράφεται εἰς τὸν Παράδεισον τῶν Πατέρων, ὅτι ἦτον φίλος ἄκρος τῆς ἡσυχίας. Ὅθεν καθήμενός ποτε εἰς τὸ κλύσμα, ὅπου καὶ ἄλλοι ἐκάθηντο, στοχαζόμενος ὅτι εὑρίσκεται εἰς τὴν ἡσυχίαν, λέγει τῷ μαθητῇ του, ἀπόλυσον τὸ νερὸν εἰς τοὺς φοίνικας τέκνον. Ὁ δὲ μαθητής του λέγει, εἰς τὸ κλύσμα ἐσμὲν Ἀββᾶ. Λέγει ὁ γέρων, εἰς τὸ κλύσμα τί ποιῶ; Ἆρόν με πάλιν εἰς τὸ ὄρος. Οὗτος ὁ Ἀββᾶς Τιθόης εἶπε καὶ τὸ ἀξιομνημόνευτον τοῦτο ἀπόφθεγμα· «Ξενιτεία ἐστί, τὸ κρατῆσαι ἄνθρωπος τὸ ἑαυτοῦ στόμα».
Ὅθεν ἐκ τῆς ἄκρας ἡσυχίας εἰς τόσην τελειότητα ἔφθασεν ὁ ἀοίδιμος, ὥστε ὁποῦ γράφεται ἐν τῷ αὐτῷ Παραδείσῳ τῶν Πατέρων, ὅτι ὅταν ἐπροσηύχετο, ἐὰν δὲν ἐπρόφθανε νὰ κατεβάσῃ τὰς χεῖράς του, ἁρπάζετο ὁ νοῦς του εἰς θείας ἁρπαγάς. Ὅθεν ὅταν ἐτύχαινε νὰ προσεύχεται μαζὶ μὲ ἄλλους ἀδελφούς, ἐσπούδαζε νὰ κατεβάζῃ ὀγλίγωρα τὰς χεῖράς του, ἵνα μὴ ἁρπαχθῇ ὁ νοῦς του καὶ ἀργοπορήσῃ εἰς τὴν προσευχήν, καὶ οὕτω γνωρισθῇ εἰς τοὺς ἄλλους ἡ ἀρετή του.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *