Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου25 Ιανουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΕ’, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Θεολόγου.
Θεού γινώσκειν ορθοδόξως ουσίαν,
Χριστιανοίς λεγάτον (1) εκ Γρηγορίου.
Εικάδι Γρηγόριος θεορρήμων έκθανε πέμπτη.
Ο Μέγας ούτος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ουάλεντος και Θεοδοσίου του Μεγάλου εν έτει τνδ’ [354], καταγόμενος από την δευτέραν Καππαδοκίαν. Οι γονείς δε αυτού ήτον ευγενείς και δίκαιοι, Γρηγόριος και Νόννα ονόματι, σεβόμενοι πρότερον τα είδωλα δι’ άγνοιαν. Αφ’ ου δε εγέννησαν τον Μέγαν τούτον Γρηγόριον, τότε ανεγεννήθησαν και αυτοί δι’ ύδατος και Πνεύματος, ήτοι εβαπτίσθησαν. Και ο πατήρ του έγινε γνήσιος Αρχιερεύς της Ναζιανζού, η οποία τώρα ονομάζεται τουρκιστί Σινασός. Φθάσας δε εις μέτρον ηλικίας ο θείος Γρηγόριος, και περάσας όλην την εγκύκλιον παιδείαν, και όλην την έξωθεν και έσωθεν φιλοσοφίαν, ως άλλος ουδείς, αυτός ο ίδιος έγινεν εξηγητής και διδάσκαλος της εδικής του ζωής. Ταύτην γαρ αναφέρει εις τους εγκωμιαστικούς και επιταφίους λόγους οπού συνέγραψεν εις τον Μέγαν Βασίλειον και εις τον Γρηγόριον τον εδικόν του πατέρα, και εις τον αδελφόν του Καισάριον, και εις την αδελφήν του Γοργονίαν. Όθεν όσοι συνέγραψάν τι περί του Θεολόγου τούτου, όλοι δεν έλαβον από άλλον τας αφορμάς, πάρεξ από τους εδικούς του λόγους.
Τόσον δε μόνον είναι αναγκαίον να ειπούμεν εδώ περί του μεγάλου τούτου Πατρός, ότι ανίσως έπρεπε να γένη ένας στύλος έμψυχος και ζωντανός, συνθεμένος από όλας τας αρετάς, τούτο ήτον ο Μέγας ούτος Γρηγόριος. Υπερνικήσας γαρ με την λαμπρότητα της ζωής του, τους ευδοκιμούντας κατά την πράξιν, εις τόσην ακρότητα της θεωρίας ανέβη, ώστε οπού όλοι ενικώντο από την σοφίαν οπού είχε, τόσον εις τους λόγους, όσον και εις τα δόγματα. Όθεν και απόκτησε κατ’ εξαίρετον τρόπον το να επονομάζεται Θεολόγος. Ήτον δε κατά τον χαρακτήρα του σώματος, μέτριος μεν κατά το μέγεθος, ολίγον δε κίτρινος, ομού και χαρίεις. Είχε κολοβήν και πλατείαν την μύτην. Τα οφρύδιά του ήτον ίσια. Έβλεπεν ήμερα και καταδεκτικά. Είχε το δεξιόν ομμάτι ξηρότερον από το αριστερόν, εφαίνετο δε και ένα σημάδι πληγής εις το ένα άκρον του οφθαλμού του (2). Είχε το γένειον, δασύ μεν αρκετά, όχι δε και μακρόν. Ήτον φαλακρός και άσπρος εις την κεφαλήν, και έδειχνεν ότι ήτον τα άκρα του γενείου του, ωσάν καπνισμένα.
Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις την αγιωτάτην μεγάλην Εκκλησίαν, και εις τον μαρτυρικόν Ναόν της Αγίας Αναστασίας, εις το έμβασμα του τόπου του καλουμένου Δομνίνου, και εις την Εκκλησίαν των Αγίων Μεγάλων Αποστόλων, όπου το άγιον αυτού λείψανον απεθησαύρισεν ο φιλόχριστος βασιλεύς Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος ο βασιλεύσας εν έτει Ϡιβ’, ήτοι 912, αφ’ ου έφερεν αυτό από την Ναζιανζώ. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Νέον Παράδεισον. Τον ελληνικόν Βίον του Αγίου τούτου συνέγραψε Γρηγόριός τις, ου η αρχή· «Συγκαλεί μεν ημάς ω άνδρες, Γρηγόριος». Σώζεται εν τοις εκδεδομένοις, και εν τη Μεγίστη Λαύρα.)
(1) Σημείωσαι, ότι κατά το μδ’ βιβλίον των Βασιλικών, τίτλω α’, λεγάτον είναι δωρεά, εν διαθήκη καταλειφθείσα. Λέγει λοιπόν το ανωτέρω δίστιχον ιαμβικόν, ότι το να γινώσκουν πάντες οι Ορθόδοξοι μίαν ουσίαν Θεού (τρεις δε υποστάσεις), τούτο εδόθη εις τους Χριστιανούς εκ του Γρηγορίου ένα λεγάτον, ήτοι μία δωρεά και ενδιάθηκος κληρονομία. Όθεν και ο Θεολόγος ούτος, με ξεχωριστόν τρόπον από τους άλλους θεολόγους, ονομάζεται Τριαδικός Θεολόγος, καθότι εις κάθε σχεδόν λόγον του αναφέρει περί της Αγίας Τριάδος, και περί της μιας αυτής ουσίας και φύσεως. Φαίνεται δε, ότι η λέξις αύτη παρελήφθη εκ της λατινίδος γλώσσης.
(2) Τούτο το σημάδι ηκολούθησεν εις τον Άγιον από τοιαύτην αιτίαν. Όταν ο θείος Πατήρ ήτον παιδίον μικρόν, έκοψε μίαν βέργαν από φυτόν λυγαρίας. Έπειτα βιαίως εγύρισεν αυτήν και την έκαμε κύκλον. Απολυθείσα δε η βέργα, εκτύπησε δυνατά εις το ένα άκρον του δεξιού οφθαλμού του και το επλήγωσεν. Όθεν το σημάδι της πληγής εφαίνετο εις τον οφθαλμόν του, έως ου ετελεύτησε. Παρετήρησαν δέ τινες, ότι το σημάδι αυτό φαίνεται ακόμη και εις την αγίαν κάραν του θείου Πατρός, την ευρισκομένην εις την Ιεράν Μονήν του Βατοπαιδίου. Τούτο το διηγείται μόνος του ο Άγιος δια στίχων ηρωϊκών εις τα καθ’ εαυτόν έπη. Χαρίεν δε είναι το θαύμα οπού εποίησεν ο Θεολόγος ούτος Γρηγόριος, το οποίον γράφει ο Δοσίθεος, σελ. 679 της Δωδεκαβίβλου. Μιχαήλ ο Τραυλός, όταν επήρε την βασιλείαν εν έτει ωκ’ [820], ευνούχισεν ένα παιδίον του προκατόχου βασιλέως Λέοντος του Αρμενίου, το νεώτερον. Το οποίον, έζησε μεν, αφ’ ου ευνουχίσθη, εκρατήθη όμως η φωνή του. Όθεν έκλαιεν έμπροσθεν της εικόνος του Θεολόγου Γρηγορίου, παρακαλούν τον Άγιον να δώση εις αυτό την προτέραν φωνήν. Την νύκτα δε είδε, κατά τον Ζωναράν, εν οράματι τον Μέγαν Γρηγόριον λέγοντα αυτώ· «Ήκουσα της προσευχής σου, και το ζήτημά σου απέλαβες». Και εν τω άμα εξύπνησε, και λαβόν το βιβλίον του Θεολόγου, εξεφώνησε· «Πάλιν Ιησούς ο εμός, και πάλιν μυστήριον», (τον εις τα Φώτα δηλαδή λόγον του θείου Πατρός). Και παραχρήμα έδωκε δόξαν τω Θεώ και τω Αγίω, το παιδίον. Η ανακομιδή δε του λειψάνου του Αγίου τούτου, εορτάζεται κατά την δεκάτην ενάτην του παρόντος.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Πουπλίου.
Ζωήν ένυλον Πούπλιος καταστρέφει,
Και την άϋλον και νοητήν λαμβάνει.
Ούτος ο Όσιος εκατάγετο από τάγμα βουλευτικόν, πατρίδα έχων την πόλιν την ονομαζομένην Ζεύμα, η οποία ευρίσκεται εις τον Ευφράτην ποταμόν. Ονομάζεται δε ούτω, διατί κατά τον τόπον εκείνον ο βασιλεύς Ξέρξης πλήθος καραβίων συνάξας, εγεφύρωσε τον ποταμόν, και έζευξεν αυτόν με την στερεάν, ως λέγει ο Κύρου Θεοδώρητος, ο τον Βίον του Οσίου τούτου συγγράψας, εν τω πέμπτω αριθμώ της Φιλοθέου Ιστορίας. Ούτος λοιπόν ανέβη εις ένα υψηλόν βουνόν, απέχον από την ρηθείσαν πόλιν, τριάντα στάδια, ήτοι τέσσαρα μίλια παρ’ ολίγον, και εκεί έκτισεν ένα μικρόν κελλάκι. Όσα δε πράγματα και υποστατικά εκληρονόμησεν από τους γονείς του, όλα τα εμοίρασεν εις τους πτωχούς, και εις το εξής έζη με κάθε άσκησιν και αρετήν. Όθεν, επειδή η φήμη του εδιαλαλείτο εις κάθε μέρος, δια τούτο έτρεχον πολλοί αδελφοί εις αυτόν, δια να συγκοινωνήσουν και εκείνοι από τους ασκητικούς του αγώνας, εις τους οποίους επρόσταξε και έκτισαν κελλία μικρά και ησύχαζον εις αυτά. Συνεχώς δε ο Όσιος επεσκέπτετο τους αδελφούς, και εστοχάζετο, μήπως ευρίσκεται εις το κελλίον τινός αδελφού κανένα πράγμα περιττόν και υπέρ την χρείαν.
Αλλά και το ψωμί οπού έτρωγον οι αδελφοί, το εστάθμιζε με ζυγαρίαν, και ανίσως εύρισκεν εις κελλίον τινός, περισσότερον από το διωρισμένον μέτρον, ωνόμαζε, τον αδελφόν εκείνον, γαστρίμαργον και φιλόσαρκον. Ει δε έβλεπέ τινα αδελφόν, οπού εύγανε τα πίτυρα από το αλεύρι, έλεγεν αυτόν, ότι απολαμβάνει την τρυφήν των Συβαριτών, οίτινες εκατηγορούντο από τους ιστορικούς, ως τρυφηλοί. Επήγαινε δε και την νύκτα εις την πόρταν του κάθε αδελφού, και ει μεν εύρισκεν αυτόν αγρυπνούντα και προσευχόμενον, αναχωρούσε με σιωπήν. Ει δε αισθάνετο αυτόν πως κοιμάται, με το χέρι του μεν, εκτύπα την πόρταν του κελλίου του, με την γλώσσαν του δε εκτύπα και εκατηγόρει τον κοιμώμενον αδελφόν. Όθεν δια της τοιαύτης συχνής επιμελείας και επισκέψεως του Οσίου, πολλοί αδελφοί, ωσάν σφουγγάρι, απέμαξαν όλας του τας αρετάς. Από τους οποίους ήτον και ο Θεότεκνος και Αφθόνιος, οίτινες μετά τον θάνατον του Οσίου, εδέχθησαν την προστασίαν και ηγουμενίαν των αδελφών (3). Έτζι λοιπόν καλώς αγωνισάμενος ο αοίδιμος Πούπλιος, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.
(3) Ο δε Θεοδώρητος αναφέρει, ότι εν τω Κοινοβίω εκείνω του Οσίου Πουπλίου, εχρημάτισε και ένας άλλος αδελφός Θεόδοτος, ο οποίος ύστερα από τον Θεότεκνον, έλαβε την προστασίαν των αδελφών, και με τόσας αρετάς ήτον εστολισμένος, ώστε οπού απέκρυψε τους προτέρους με την φήμην του. Τοσούτοις γαρ αυτόν και τοιούτοις ο θείος πόθος κατέτρωσε βέλεσιν, ώστε οπού νύκτα και ημέραν επήγαζον εκ των οφθαλμών του τα της κατανύξεως δάκρυα.
Προσθέττει δε ο αυτός, ότι ο ανωτέρω Αφθόνιος έγινε και Αρχιερεύς ύστερον. Εν τη αρχιερωσύνη όμως, δεν άλλαξε το χονδρόν εκείνο και παχύ φόρεμα οπού εφόρει εν τη ασκήσει. Ούτε εκδύθη το ασκητικόν υποκάμισον οπού είχε, το υφασμένον από τρίχας γηδίσσας, αλλ’ ουδέ τα ασκητικά φαγητά άλλαξεν. Αλλ’ έτρωγε τα ίδια εκείνα, οπού εμεταχειρίζετο και προ της αρχιερωσύνης. Επήγαινε δε και Αρχιερεύς ων εις το Κοινόβιον, και εκάθητο ημέρας πολλάς, παρηγορών τους αδελφούς, διαλύων τας φιλονεικίας, οπού ετύχαινον αναμεταξύ, και συμβουλεύων αυτούς τα προς σωτηρίαν. Και άλλοτε μεν, έρραπτε τα σχισμένα φορέματα των αδελφών. Άλλοτε δε, εκαθάριζε την φακήν, ή εποίει άλλο τι έργον ευτελές.
Αναφέρει δε και άλλον τινά αδελφόν του αυτού Κοινοβίου ο Θεοδώρητος, Γρηγόριον ονόματι, όστις όλην του την ζωήν, και εις αυτό το βαθύτατον γήρας του, καρπόν της αμπέλου τελείως δεν εδοκίμασεν, αλλ’ ουδέ ξύδι ή σταφίδας έφαγεν, ούτε γάλα, ούτε τυρί.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Μάρης εν ειρήνη τελειούται.
Πάσης αποστάς αγάπης κόσμου Μάρης,
Εις θείον ύψος ήκε θείας αγάπης.
Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Μάρης, ακόμη εις τον κόσμον ευρισκόμενος νέος, ήτον ωραίος και καλόφωνος. Όθεν εστόλιζε τας εορτάς και πανηγύρεις του Χριστού και των Αγίων, με τα γλυκύτατα αυτού μέλη και άσματα. Ηγάπα δε πάντοτε τον Θεόν, και τας εντολάς αυτού προθύμως ετελείονεν. Αλλά και το σώμα μεν αυτού εφύλαττε καθαρόν ο αοίδιμος, την δε ψυχήν του, ετήρει άμωμον και άσπιλον, και μόλον οπού ευρίσκετο ανάμεσα εις τας παγίδας των ηδονών, και συνανεστρέφετο με κοσμικούς ανθρώπους. Όταν δε ηθέλησε να αρνηθή τον κόσμον, επήγεν εις ένα χωρίον ονομαζόμενον Ομήρου, και εκεί κτίσας ένα κελλάκι μικρόν, εκλείσθη εις αυτό, και διεπέρασεν χρόνους τριανταεπτά. Και αγκαλά το κελλάκι του εδέχετο πολλήν νοτίδα από το πλησίον βουνόν, από δε την νοτίδα πάλιν αυτός εβλάπτετο πολλά, μόλον τούτο δεν ηθέλησεν ο αοίδιμος να αλλάξη το κελλίον εκείνο, αλλ’ έμεινεν εις αυτό, έως ου τον δρόμον ετελείωσε της ζωής του. Ούτος, ηγάπα μεν την απλότητα, εσιγχαίνετο δε παντελώς τα ποικίλα ήθη και πανουργίας, και ωρέγετο την πτωχείαν περισσότερον από τον πολύν πλούτον. Όθεν εφόρει ιμάτια υφασμένα από γηδίσσας τρίχας, και αρκείτο εις ψωμί ολιγώτατον και άλας και νερόν.
Επειδή δε ευρισκόμενος εις την έρημον, είχε χρόνους πολλούς οπού δεν είδε τελουμένην την πνευματικήν θυσίαν, ήτοι την θείαν Λειτουργίαν, δια τούτο εζήτησε να γένη λειτουργία εκεί εις το κελλίον του. Όθεν παρών εκεί ο Κύρου Θεοδώρητος (ο και τον Βίον του Οσίου συγγράψας εν τω εικοστώ αριθμώ της Φιλοθέου Ιστορίας, από τον οποίον ερανίσθη και το Συναξάριον τούτο), ασμένως εδέχθη την αίτησιν του Οσίου. Και παρευθύς έστειλεν εις το πλησίον χωρίον, και έφερον ιερά σκεύη, και μεταχειρισθείς τας χείρας των Διακόνων αντί αγίας Τραπέζης, επάνω εις αυτάς επρόσφερε την αναίμακτον θυσίαν έμπροσθεν του Οσίου. Ο δε Όσιος από τόσην πολλήν ηδονήν επληρώθη, ώστε οπού ενόμιζεν, ότι βλέπει αυτόν τον ίδιον Ουρανόν. Και έλεγεν, ότι άλλην φοράν δεν απόλαυσε τοιαύτην πνευματικήν ευφροσύνην (4). Έτζι λοιπόν καλώς διαπεράσας την ζωήν του, και εις Ουρανούς ανελθών, χορεύει με όλους τους Αγίους εις τας αυλάς των πρωτοτόκων.
(4) Σημειούμεν εδώ, ότι τούτο οπού εποίησεν ο ιερός Θεοδώρητος, το εποίησε κατά ανάγκην. Καθώς και ο Ιερομάρτυς Λουκιανός ο της Αντιοχείας Πρεσβύτερος εν τη φυλακή ευρισκόμενος, και επάνω του στήθους του ιερούργησεν. Επειδή τα στήθη και αι χείρες του Ιερέως και Διακόνου, είναι τιμιώτεραι από την πετρίνην αγίαν Τράπεζαν, κατά τον θείον Χρυσόστομον. Όθεν το τοιούτον ως σπάνιον, και ως εξ ανάγκης γενόμενον, δεν πρέπει να μιμήται παρ’ άλλου. Όρα και την υποσημείωσιν του λα’ Κανόνος της ς’ εν τω ημετέρω Πηδαλίω. Όρα και εις το Συναξάριον του Οσίου Πατρός Μάρη, κατά την δεκάτην πέμπτην του Οκτωβρίου.
*
Ο Όσιος Απολλώς, εν ειρήνη τελειούται.
Χρηστόν βιώσας μέχρι και τέλους βίον,
Θραύει πονηρού παν Απολλώς το θράσος (5).
(5) Τούτου ο Βίος, συνεγράφη μεν ελληνιστί υπό του Οσίου Ιερωνύμου, ευρίσκεται δε μεταφρασμένος εις το Εκλόγιον.
*
Η Αγία Μάρτυς Μεδούλη μετά της συνοδίας αυτής, πυρί τελειούται.
Σεπτή Μεδούλη του Θεού δούλη λόγου,
Δούλοις Θεού σύναθλος εις πυρ ωράθη (6).
(6) Περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις η μνήμη Ησαΐου του Προφήτου. Αύτη γαρ γράφεται κατά την ενάτην του Μαΐου, ότε και το Συναξάριον αυτού γράφεται.
*
Του Οσίου Πατρός ημών Καστίνου Επισκόπου Βυζαντίου.
Τον πάντα χρηστόν και δίκαιον Καστίνον,
Έδειξε Χριστός εξ απίστου και θύτην.
Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Καστίνος, εκατάγετο μεν, από την παλαιάν Ρώμην, ήτον δε πρότερον Έλληνας κατά την θρησκείαν. Κατά δε το αξίωμα, ήτον άρχων της βασιλικής συγκλήτου, και πολλά πλούσιος. Επειδή δε γέγραπται παρά τω Αποστόλω, ότι «Ους προέγνω ο Θεός, τούτους και προώρισε» (Ρωμ. η’, 29), δια τούτο και τα του Αγίου τούτου οικονόμησε φιλανθρώπως και σωτηρίως. Όλα δε όσα ο Θεός συγχωρεί να έρχωνται εις ημάς, αγκαλά και κατά το φαινόμενον είναι εναντία εις την εδικήν μας γνώμην, αλλ’ όμως αποβλέπουν προς το συμφέρον της ψυχής μας. Καθώς και ο εν Κορίνθω αμαρτήσας, κηδεμονικώς παρεδόθη υπό του Παύλου εις τον Σατανάν, ίνα, λέγει, η ψυχή του σωθή. Τοιουτοτρόπως και ούτος ο Άγιος επαιδεύετο από τον δαίμονα χρόνους πολλούς, με σκοπόν, δια να αποστραφή την ελληνικήν πλάνην. Επειδή δε αυτός εκίνησε κάθε μηχανήν, και κάθε τρόπον έκαμε δια να ιατρευθή από το δαιμόνιον, και τίποτε δεν εκατώρθωσε, δια τούτο ευρίσκετο εις απορίαν και απόγνωσιν της ιατρείας του.
Τότε λοιπόν Κυριλλιανός ο της Αργυρουπόλεως Επίσκοπος, εθαυματούργει εις τους πλησιοχώρους τόπους της Κωνσταντινουπόλεως. Όθεν εμηνύθη εις τον Καστίνον εν τη Ρώμη, ότι ευρίσκεται τοιούτος θαυματουργός άνθρωπος, ο οποίος δύναται να τον ελευθερώση από το δαιμόνιον. Ευθύς λοιπόν αναχωρήσας από την Ρώμην, ανέδραμεν εις τα μέρη του Βυζαντίου, και αντάμωσε τον Άγιον Κυριλλιανόν. Όθεν προσπεσών εις τους πόδας του και παρακαλέσας αυτόν περί της ασθενείας του, ιατρεύθη. Μετά δε την ιατρείαν, παρευθύς εβαπτίσθη. Τότε αποστείλας εις την Ρώμην, εσκόρπισεν εις τους πτωχούς όλα του τα υπάρχοντα, αυτός δε έμεινε μαζί με τον θαυματουργόν Κυριλλιανόν, υπηρετών αυτόν, ωσάν ένας δούλος και ευτελής.
Ο δε μακάριος Κυριλλιανός έχων προγνωστικόν χάρισμα, προείδεν, ότι και ο αοίδιμος Καστίνος έχει να γένη ικανός δια να ποιμάνη λαόν. Όθεν εμαθήτευσεν αυτόν κάθε κατάστασιν της Εκκλησίας. Και όταν αυτός έμελλε να αποθάνη, εχειροτόνησε τον Καστίνον Αρχιερέα της Αργυρουπόλεως και του Βυζαντίου, παραγγείλας εις αυτόν ταύτα. Ιδού τέκνον, οπού έγινες Επίσκοπος με την του Θεού χάριν δια της εμής χειρός. Όθεν αγωνίσου να μεταθέσης την εν τη Αργυρουπόλει Εκκλησίαν, εις την αντίπεραν γην του Βυζαντίου. Επειδή τούτο εφανερώθη υπό Θεού εις εμέ προ χρόνου πολλού. Αφ’ ου δε ετελεύτησεν ο Κυριλλιανός, αγωνίσθη ο μακάριος Καστίνος προτίτερα από κάθε άλλο, και έκτισεν Εκκλησίαν εν τω βορείω μέρει του Βυζαντίου εις όνομα της Αγίας Ευφημίας, ήτις τότε νεωστί είχε μαρτυρήσει εις την Χαλκηδόνα. Και λοιπόν εμετάθεσε την Εκκλησίαν εκείνην εις το επισκοπείον της Αργυρουπόλεως. Ώστε οπού ο Καστίνος ούτος, είναι μεν, δέκατος όγδοος Επίσκοπος της Αργυρουπόλεως, πρώτος δε, (μετά τον Απόστολον Στάχυν δηλαδή) Επίσκοπος του Βυζαντίου. Αποστολικώς λοιπόν και θεαρέστως ποιμάνας το του Χριστού ποίμνιον εις χρόνους επτά, και διάδοχόν του χειροτονήσας εν τω Βυζαντίω Τίτον τινά ευλαβέστατον, απήλθε προς Κύριον (7).
(7) Συμπεραίνεται εκ τούτου, ότι επειδή η Αγία Ευφημία εμαρτύρησεν επί Διοκλητιανού εν έτει σπη’ [288], δια τούτο και ο Άγιος Καστίνος ούτος ήτον εις τον καιρόν των τυράννων προ του Μεγάλου Κωνσταντίνου, κοντά εις τους χρόνους εκείνους, καθ’ ους εμαρτύρησεν η Αγία Ευφημία. Και ότι η Αργυρούπολις, ευρίσκετο αντίπεραν του Βυζαντίου καθώς ήτον και η Χρυσούπολις, ήτοι το νυν λεγόμενον Σκούταρι. Ο δε Μελέτιος, σελ. 318, του πρώτου τομ. της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, λέγει, ότι ο Καστίνος ούτος ή Κηστίνος, ήτον εν έτει σμα’ [241], επί Γορδιανού βασιλέως και Φιλίππου του Άραβος, και επισκόπησε χρόνους επτά. Και έκτισε Ναόν εν τω Πετρίω επ’ ονόματι της Αγίας Ευφημίας, οπού τότε εμαρτύρησεν. Αριθμεί δε αυτόν, ουχί δεύτερον Επίσκοπον Βυζαντίου, ως αριθμείται εν τω χειρογράφω Συναξαριστή, αλλά δέκατον έβδομον, από τον Στάχυν. Ο δε Κυριλλιανός, παρά τω Μελετίω ονομάζεται Κυριακός. Όστις επισκόπησε του Βυζαντίου προ του Καστίνου, εν έτει σκε’ [225] και εστάθη εις την επισκοπήν χρόνους ις’, αριθμούμενος δέκατος έκτος από τον Στάχυν. Όρα και εις την εικοστήν εβδόμην του Οκτωβρίου, ότε ο Κυριλλιανός ούτος, ή Κυριακός, εορτάζεται ιδιαιτέρως.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Δημητρίου Σκευοφύλακος.
Των γηΐνων ουκ ην τι τω Δημητρίω,
Ήδη βλέποντι προς μόνην αϋλίαν.
*
Ο Άγιος Νεομάρτυς Αυξέντιος, ο μαρτυρήσας εν Κωνσταντινουπόλει εν έτει ͵αψκ’ [1720], ξίφει τελειούται.
Αυξεντίω στέφανος ηυξήθη μέγας,
Εις ουράνια δια του μαρτυρίου (8).
(8) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΕ΄, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Θεολόγου.
Θεοῦ γινώσκειν ὀρθοδόξως οὐσίαν,
Χριστιανοῖς λεγάτον (1) ἐκ Γρηγορίου.
Εἰκάδι Γρηγόριος θεορρήμων ἔκθανε πέμπτῃ.
Ὁ Μέγας οὗτος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Οὐάλεντος καὶ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου ἐν ἔτει τνδ΄ [354], καταγόμενος ἀπὸ τὴν δευτέραν Καππαδοκίαν. Οἱ γονεῖς δὲ αὐτοῦ ἦτον εὐγενεῖς καὶ δίκαιοι, Γρηγόριος καὶ Νόννα ὀνόματι, σεβόμενοι πρότερον τὰ εἴδωλα δι’ ἄγνοιαν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐγέννησαν τὸν Μέγαν τοῦτον Γρηγόριον, τότε ἀνεγεννήθησαν καὶ αὐτοὶ δι’ ὕδατος καὶ Πνεύματος, ἤτοι ἐβαπτίσθησαν. Καὶ ὁ πατήρ του ἔγινε γνήσιος Ἀρχιερεὺς τῆς Ναζιανζοῦ, ἡ ὁποία τώρα ὀνομάζεται τουρκιστὶ Σινασός. Φθάσας δὲ εἰς μέτρον ἡλικίας ὁ θεῖος Γρηγόριος, καὶ περάσας ὅλην τὴν ἐγκύκλιον παιδείαν, καὶ ὅλην τὴν ἔξωθεν καὶ ἔσωθεν φιλοσοφίαν, ὡς ἄλλος οὐδείς, αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔγινεν ἐξηγητὴς καὶ διδάσκαλος τῆς ἐδικῆς του ζωῆς. Ταύτην γὰρ ἀναφέρει εἰς τοὺς ἐγκωμιαστικοὺς καὶ ἐπιταφίους λόγους ὁποῦ συνέγραψεν εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον καὶ εἰς τὸν Γρηγόριον τὸν ἐδικόν του πατέρα, καὶ εἰς τὸν ἀδελφόν του Καισάριον, καὶ εἰς τὴν ἀδελφήν του Γοργονίαν. Ὅθεν ὅσοι συνέγραψάν τι περὶ τοῦ Θεολόγου τούτου, ὅλοι δὲν ἔλαβον ἀπὸ ἄλλον τὰς ἀφορμάς, πάρεξ ἀπὸ τοὺς ἐδικούς του λόγους.
Τόσον δὲ μόνον εἶναι ἀναγκαῖον νὰ εἰποῦμεν ἐδῶ περὶ τοῦ μεγάλου τούτου Πατρός, ὅτι ἀνίσως ἔπρεπε νὰ γένῃ ἕνας στύλος ἔμψυχος καὶ ζωντανός, συνθεμένος ἀπὸ ὅλας τὰς ἀρετάς, τοῦτο ἦτον ὁ Μέγας οὗτος Γρηγόριος. Ὑπερνικήσας γὰρ μὲ τὴν λαμπρότητα τῆς ζωῆς του, τοὺς εὐδοκιμοῦντας κατὰ τὴν πρᾶξιν, εἰς τόσην ἀκρότητα τῆς θεωρίας ἀνέβη, ὥστε ὁποῦ ὅλοι ἐνικῶντο ἀπὸ τὴν σοφίαν ὁποῦ εἶχε, τόσον εἰς τοὺς λόγους, ὅσον καὶ εἰς τὰ δόγματα. Ὅθεν καὶ ἀπόκτησε κατ’ ἐξαίρετον τρόπον τὸ νὰ ἐπονομάζεται Θεολόγος. Ἦτον δὲ κατὰ τὸν χαρακτῆρα τοῦ σώματος, μέτριος μὲν κατὰ τὸ μέγεθος, ὀλίγον δὲ κίτρινος, ὁμοῦ καὶ χαρίεις. Εἶχε κολοβὴν καὶ πλατεῖαν τὴν μύτην. Τὰ ὀφρύδιά του ἦτον ἴσια. Ἔβλεπεν ἥμερα καὶ καταδεκτικά. Εἶχε τὸ δεξιὸν ὀμμάτι ξηρότερον ἀπὸ τὸ ἀριστερόν, ἐφαίνετο δὲ καὶ ἕνα σημάδι πληγῆς εἰς τὸ ἕνα ἄκρον τοῦ ὀφθαλμοῦ του (2). Εἶχε τὸ γένειον, δασὺ μὲν ἀρκετά, ὄχι δὲ καὶ μακρόν. Ἦτον φαλακρὸς καὶ ἄσπρος εἰς τὴν κεφαλήν, καὶ ἔδειχνεν ὅτι ἦτον τὰ ἄκρα τοῦ γενείου του, ὡσὰν καπνισμένα.
Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις εἰς τὴν ἁγιωτάτην μεγάλην Ἐκκλησίαν, καὶ εἰς τὸν μαρτυρικὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, εἰς τὸ ἔμβασμα τοῦ τόπου τοῦ καλουμένου Δομνίνου, καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Ἁγίων Μεγάλων Ἀποστόλων, ὅπου τὸ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον ἀπεθησαύρισεν ὁ φιλόχριστος βασιλεὺς Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος ὁ βασιλεύσας ἐν ἔτει Ϡιβ΄, ἤτοι 912, ἀφ’ οὗ ἔφερεν αὐτὸ ἀπὸ τὴν Ναζιανζώ. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον. Τὸν ἑλληνικὸν Βίον τοῦ Ἁγίου τούτου συνέγραψε Γρηγόριός τις, οὗ ἡ ἀρχή· «Συγκαλεῖ μὲν ἡμᾶς ὦ ἄνδρες, Γρηγόριος». Σῴζεται ἐν τοῖς ἐκδεδομένοις, καὶ ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ.)
(1) Σημείωσαι, ὅτι κατὰ τὸ μδ΄ βιβλίον τῶν Βασιλικῶν, τίτλῳ α΄, λεγάτον εἶναι δωρεά, ἐν διαθήκῃ καταλειφθεῖσα. Λέγει λοιπὸν τὸ ἀνωτέρω δίστιχον ἰαμβικόν, ὅτι τὸ νὰ γινώσκουν πᾶντες οἱ Ὀρθόδοξοι μίαν οὐσίαν Θεοῦ (τρεῖς δὲ ὑποστάσεις), τοῦτο ἐδόθη εἰς τοὺς Χριστιανοὺς ἐκ τοῦ Γρηγορίου ἕνα λεγάτον, ἤτοι μία δωρεὰ καὶ ἐνδιάθηκος κληρονομία. Ὅθεν καὶ ὁ Θεολόγος οὗτος, μὲ ξεχωριστὸν τρόπον ἀπὸ τοὺς ἄλλους θεολόγους, ὀνομάζεται Τριαδικὸς Θεολόγος, καθότι εἰς κάθε σχεδὸν λόγον του ἀναφέρει περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ περὶ τῆς μιᾶς αὐτῆς οὐσίας καὶ φύσεως. Φαίνεται δέ, ὅτι ἡ λέξις αὕτη παρελήφθη ἐκ τῆς λατινίδος γλώσσης.
(2) Τοῦτο τὸ σημάδι ἠκολούθησεν εἰς τὸν Ἅγιον ἀπὸ τοιαύτην αἰτίαν. Ὅταν ὁ θεῖος Πατὴρ ἦτον παιδίον μικρόν, ἔκοψε μίαν βέργαν ἀπὸ φυτὸν λυγαρίας. Ἔπειτα βιαίως ἐγύρισεν αὐτὴν καὶ τὴν ἔκαμε κύκλον. Ἀπολυθεῖσα δὲ ἡ βέργα, ἐκτύπησε δυνατὰ εἰς τὸ ἕνα ἄκρον τοῦ δεξιοῦ ὀφθαλμοῦ του καὶ τὸ ἐπλήγωσεν. Ὅθεν τὸ σημάδι τῆς πληγῆς ἐφαίνετο εἰς τὸν ὀφθαλμόν του, ἕως οὗ ἐτελεύτησε. Παρετήρησαν δέ τινες, ὅτι τὸ σημάδι αὐτὸ φαίνεται ἀκόμη καὶ εἰς τὴν ἁγίαν κάραν τοῦ θείου Πατρός, τὴν εὑρισκομένην εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Βατοπαιδίου. Τοῦτο τὸ διηγεῖται μόνος του ὁ Ἅγιος διὰ στίχων ἡρωϊκῶν εἰς τὰ καθ’ ἑαυτὸν ἔπη. Χαρίεν δὲ εἶναι τὸ θαῦμα ὁποῦ ἐποίησεν ὁ Θεολόγος οὗτος Γρηγόριος, τὸ ὁποῖον γράφει ὁ Δοσίθεος, σελ. 679 τῆς Δωδεκαβίβλου. Μιχαὴλ ὁ Τραυλός, ὅταν ἐπῆρε τὴν βασιλείαν ἐν ἔτει ωκ΄ [820], εὐνούχισεν ἕνα παιδίον τοῦ προκατόχου βασιλέως Λέοντος τοῦ Ἁρμενίου, τὸ νεώτερον. Τὸ ὁποῖον, ἔζησε μέν, ἀφ’ οὗ εὐνουχίσθη, ἐκρατήθη ὅμως ἡ φωνή του. Ὅθεν ἔκλαιεν ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος τοῦ Θεολόγου Γρηγορίου, παρακαλοῦν τὸν Ἅγιον νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸ τὴν προτέραν φωνήν. Τὴν νύκτα δὲ εἶδε, κατὰ τὸν Ζωναρᾶν, ἐν ὁράματι τὸν Μέγαν Γρηγόριον λέγοντα αὐτῷ· «Ἤκουσα τῆς προσευχῆς σου, καὶ τὸ ζήτημά σου ἀπέλαβες». Καὶ ἐν τῷ ἅμα ἐξύπνησε, καὶ λαβὸν τὸ βιβλίον τοῦ Θεολόγου, ἐξεφώνησε· «Πάλιν Ἰησοῦς ὁ ἐμός, καὶ πάλιν μυστήριον», (τὸν εἰς τὰ Φῶτα δηλαδὴ λόγον τοῦ θείου Πατρός). Καὶ παραχρῆμα ἔδωκε δόξαν τῷ Θεῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ, τὸ παιδίον. Ἡ ἀνακομιδὴ δὲ τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου τούτου, ἑορτάζεται κατὰ τὴν δεκάτην ἐνάτην τοῦ παρόντος.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Πουπλίου.
Ζωὴν ἔνυλον Πούπλιος καταστρέφει,
Καὶ τὴν ἄϋλον καὶ νοητὴν λαμβάνει.
Οὗτος ὁ Ὅσιος ἐκατάγετο ἀπὸ τάγμα βουλευτικόν, πατρίδα ἔχων τὴν πόλιν τὴν ὀνομαζομένην Ζεῦμα, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὸν Εὐφράτην ποταμόν. Ὀνομάζεται δὲ οὕτω, διατὶ κατὰ τὸν τόπον ἐκεῖνον ὁ βασιλεὺς Ξέρξης πλῆθος καραβίων συνάξας, ἐγεφύρωσε τὸν ποταμόν, καὶ ἔζευξεν αὐτὸν μὲ τὴν στερεάν, ὡς λέγει ὁ Κύρου Θεοδώρητος, ὁ τὸν Βίον τοῦ Ὁσίου τούτου συγγράψας, ἐν τῷ πέμπτῳ ἀριθμῷ τῆς Φιλοθέου Ἱστορίας. Οὗτος λοιπὸν ἀνέβη εἰς ἕνα ὑψηλὸν βουνόν, ἀπέχον ἀπὸ τὴν ῥηθεῖσαν πόλιν, τριάντα στάδια, ἤτοι τέσσαρα μίλια παρ’ ὀλίγον, καὶ ἐκεῖ ἔκτισεν ἕνα μικρὸν κελλάκι. Ὅσα δὲ πράγματα καὶ ὑποστατικὰ ἐκληρονόμησεν ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, ὅλα τὰ ἐμοίρασεν εἰς τοὺς πτωχούς, καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἔζη μὲ κάθε ἄσκησιν καὶ ἀρετήν. Ὅθεν, ἐπειδὴ ἡ φήμη του ἐδιαλαλεῖτο εἰς κάθε μέρος, διὰ τοῦτο ἔτρεχον πολλοὶ ἀδελφοὶ εἰς αὐτόν, διὰ νὰ συγκοινωνήσουν καὶ ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνας, εἰς τοὺς ὁποίους ἐπρόσταξε καὶ ἔκτισαν κελλία μικρὰ καὶ ἡσύχαζον εἰς αὐτά. Συνεχῶς δὲ ὁ Ὅσιος ἐπεσκέπτετο τοὺς ἀδελφούς, καὶ ἐστοχάζετο, μήπως εὑρίσκεται εἰς τὸ κελλίον τινὸς ἀδελφοῦ κᾀνένα πρᾶγμα περιττὸν καὶ ὑπὲρ τὴν χρείαν.
Ἀλλὰ καὶ τὸ ψωμὶ ὁποῦ ἔτρωγον οἱ ἀδελφοί, τὸ ἐστάθμιζε μὲ ζυγαρίαν, καὶ ἀνίσως εὕρισκεν εἰς κελλίον τινος, περισσότερον ἀπὸ τὸ διωρισμένον μέτρον, ὠνόμαζε, τὸν ἀδελφὸν ἐκεῖνον, γαστρίμαργον καὶ φιλόσαρκον. Εἰ δὲ ἔβλεπέ τινα ἀδελφόν, ὁποῦ εὔγανε τὰ πίτυρα ἀπὸ τὸ ἀλεῦρι, ἔλεγεν αὐτόν, ὅτι ἀπολαμβάνει τὴν τρυφὴν τῶν Συβαριτῶν, οἵτινες ἐκατηγοροῦντο ἀπὸ τοὺς ἱστορικούς, ὡς τρυφηλοί. Ἐπήγαινε δὲ καὶ τὴν νύκτα εἰς τὴν πόρταν τοῦ κάθε ἀδελφοῦ, καὶ εἰ μὲν εὕρισκεν αὐτὸν ἀγρυπνοῦντα καὶ προσευχόμενον, ἀναχωροῦσε μὲ σιωπήν. Εἰ δὲ αἰσθάνετο αὐτὸν πῶς κοιμᾶται, μὲ τὸ χέρι του μέν, ἐκτύπα τὴν πόρταν τοῦ κελλίου του, μὲ τὴν γλῶσσάν του δὲ ἐκτύπα καὶ ἐκατηγόρει τὸν κοιμώμενον ἀδελφόν. Ὅθεν διὰ τῆς τοιαύτης συχνῆς ἐπιμελείας καὶ ἐπισκέψεως τοῦ Ὁσίου, πολλοὶ ἀδελφοί, ὡσὰν σφουγγάρι, ἀπέμαξαν ὅλας του τὰς ἀρετάς. Ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦτον καὶ ὁ Θεότεκνος καὶ Ἀφθόνιος, οἵτινες μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ὁσίου, ἐδέχθησαν τὴν προστασίαν καὶ ἡγουμενίαν τῶν ἀδελφῶν (3). Ἔτζι λοιπὸν καλῶς ἀγωνισάμενος ὁ ἀοίδιμος Πούπλιος, παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ.
(3) Ὁ δὲ Θεοδώρητος ἀναφέρει, ὅτι ἐν τῷ Κοινοβίῳ ἐκείνῳ τοῦ Ὁσίου Πουπλίου, ἐχρημάτισε καὶ ἕνας ἄλλος ἀδελφὸς Θεόδοτος, ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀπὸ τὸν Θεότεκνον, ἔλαβε τὴν προστασίαν τῶν ἀδελφῶν, καὶ μὲ τόσας ἀρετὰς ἦτον ἐστολισμένος, ὥστε ὁποῦ ἀπέκρυψε τοὺς προτέρους μὲ τὴν φήμην του. Τοσούτοις γὰρ αὐτὸν καὶ τοιούτοις ὁ θεῖος πόθος κατέτρωσε βέλεσιν, ὥστε ὁποῦ νύκτα καὶ ἡμέραν ἐπήγαζον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν του τὰ τῆς κατανύξεως δάκρυα.
Προσθέττει δὲ ὁ αὐτός, ὅτι ὁ ἀνωτέρω Ἀφθόνιος ἔγινε καὶ Ἀρχιερεὺς ὕστερον. Ἐν τῇ ἀρχιερωσύνῃ ὅμως, δὲν ἄλλαξε τὸ χονδρὸν ἐκεῖνο καὶ παχὺ φόρεμα ὁποῦ ἐφόρει ἐν τῇ ἀσκήσει. Οὔτε ἐκδύθη τὸ ἀσκητικὸν ὑποκάμισον ὁποῦ εἶχε, τὸ ὑφασμένον ἀπὸ τρίχας γηδίσσας, ἀλλ’ οὐδὲ τὰ ἀσκητικὰ φαγητὰ ἄλλαξεν. Ἀλλ’ ἔτρωγε τὰ ἴδια ἐκεῖνα, ὁποῦ ἐμεταχειρίζετο καὶ πρὸ τῆς ἀρχιερωσύνης. Ἐπήγαινε δὲ καὶ Ἀρχιερεὺς ὢν εἰς τὸ Κοινόβιον, καὶ ἐκάθητο ἡμέρας πολλάς, παρηγορῶν τοὺς ἀδελφούς, διαλύων τὰς φιλονεικίας, ὁποῦ ἐτύχαινον ἀναμεταξύ, καὶ συμβουλεύων αὐτοὺς τὰ πρὸς σωτηρίαν. Καὶ ἄλλοτε μέν, ἔρραπτε τὰ σχισμένα φορέματα τῶν ἀδελφῶν. Ἄλλοτε δέ, ἐκαθάριζε τὴν φακήν, ἢ ἐποίει ἄλλο τι ἔργον εὐτελές.
Ἀναφέρει δὲ καὶ ἄλλον τινα ἀδελφὸν τοῦ αὐτοῦ Κοινοβίου ὁ Θεοδώρητος, Γρηγόριον ὀνόματι, ὅστις ὅλην του τὴν ζωήν, καὶ εἰς αὐτὸ τὸ βαθύτατον γῆράς του, καρπὸν τῆς ἀμπέλου τελείως δὲν ἐδοκίμασεν, ἀλλ’ οὐδὲ ξύδι ἢ σταφίδας ἔφαγεν, οὔτε γάλα, οὔτε τυρί.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Μάρης ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Πάσης ἀποστὰς ἀγάπης κόσμου Μάρης,
Εἰς θεῖον ὕψος ἧκε θείας ἀγάπης.
Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Μάρης, ἀκόμη εἰς τὸν κόσμον εὑρισκόμενος νέος, ἦτον ὡραῖος καὶ καλόφωνος. Ὅθεν ἐστόλιζε τὰς ἑορτὰς καὶ πανηγύρεις τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων, μὲ τὰ γλυκύτατα αὑτοῦ μέλη καὶ ᾄσματα. Ἠγάπα δὲ πάντοτε τὸν Θεόν, καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ προθύμως ἐτελείονεν. Ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα μὲν αὑτοῦ ἐφύλαττε καθαρὸν ὁ ἀοίδιμος, τὴν δὲ ψυχήν του, ἐτήρει ἄμωμον καὶ ἄσπιλον, καὶ μὅλον ὁποῦ εὑρίσκετο ἀνάμεσα εἰς τὰς παγίδας τῶν ἡδονῶν, καὶ συνανεστρέφετο μὲ κοσμικοὺς ἀνθρώπους. Ὅταν δὲ ἠθέλησε νὰ ἀρνηθῇ τὸν κόσμον, ἐπῆγεν εἰς ἕνα χωρίον ὀνομαζόμενον Ὁμήρου, καὶ ἐκεῖ κτίσας ἕνα κελλάκι μικρόν, ἐκλείσθη εἰς αὐτό, καὶ διεπέρασεν χρόνους τριανταεπτά. Καὶ ἀγκαλὰ τὸ κελλάκι του ἐδέχετο πολλὴν νοτίδα ἀπὸ τὸ πλησίον βουνόν, ἀπὸ δὲ τὴν νοτίδα πάλιν αὐτὸς ἐβλάπτετο πολλά, μὅλον τοῦτο δὲν ἠθέλησεν ὁ ἀοίδιμος νὰ ἀλλάξῃ τὸ κελλίον ἐκεῖνο, ἀλλ’ ἔμεινεν εἰς αὐτό, ἕως οὗ τὸν δρόμον ἐτελείωσε τῆς ζωῆς του. Οὗτος, ἠγάπα μὲν τὴν ἁπλότητα, ἐσιγχαίνετο δὲ παντελῶς τὰ ποικίλα ἤθη καὶ πανουργίας, καὶ ὠρέγετο τὴν πτωχείαν περισσότερον ἀπὸ τὸν πολὺν πλοῦτον. Ὅθεν ἐφόρει ἱμάτια ὑφασμένα ἀπὸ γηδίσσας τρίχας, καὶ ἀρκεῖτο εἰς ψωμὶ ὀλιγώτατον καὶ ἅλας καὶ νερόν.
Ἐπειδὴ δὲ εὑρισκόμενος εἰς τὴν ἔρημον, εἶχε χρόνους πολλοὺς ὁποῦ δὲν εἶδε τελουμένην τὴν πνευματικὴν θυσίαν, ἤτοι τὴν θείαν Λειτουργίαν, διὰ τοῦτο ἐζήτησε νὰ γένῃ λειτουργία ἐκεῖ εἰς τὸ κελλίον του. Ὅθεν παρὼν ἐκεῖ ὁ Κύρου Θεοδώρητος (ὁ καὶ τὸν Βίον τοῦ Ὁσίου συγγράψας ἐν τῷ εἰκοστῷ ἀριθμῷ τῆς Φιλοθέου Ἱστορίας, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐρανίσθη καὶ τὸ Συναξάριον τοῦτο), ἀσμένως ἐδέχθη τὴν αἴτησιν τοῦ Ὁσίου. Καὶ παρευθὺς ἔστειλεν εἰς τὸ πλησίον χωρίον, καὶ ἔφερον ἱερὰ σκεύη, καὶ μεταχειρισθεὶς τὰς χεῖρας τῶν Διακόνων ἀντὶ ἁγίας Τραπέζης, ἐπάνω εἰς αὐτὰς ἐπρόσφερε τὴν ἀναίμακτον θυσίαν ἔμπροσθεν τοῦ Ὁσίου. Ὁ δὲ Ὅσιος ἀπὸ τόσην πολλὴν ἡδονὴν ἐπληρώθη, ὥστε ὁποῦ ἐνόμιζεν, ὅτι βλέπει αὐτὸν τὸν ἴδιον Οὐρανόν. Καὶ ἔλεγεν, ὅτι ἄλλην φορὰν δὲν ἀπόλαυσε τοιαύτην πνευματικὴν εὐφροσύνην (4). Ἔτζι λοιπὸν καλῶς διαπεράσας τὴν ζωήν του, καὶ εἰς Οὐρανοὺς ἀνελθών, χορεύει μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους εἰς τὰς αὐλὰς τῶν πρωτοτόκων.
(4) Σημειοῦμεν ἐδῶ, ὅτι τοῦτο ὁποῦ ἐποίησεν ὁ ἱερὸς Θεοδώρητος, τὸ ἐποίησε κατὰ ἀνάγκην. Καθὼς καὶ ὁ Ἱερομάρτυς Λουκιανὸς ὁ τῆς Ἀντιοχείας Πρεσβύτερος ἐν τῇ φυλακῇ εὑρισκόμενος, καὶ ἐπάνω τοῦ στήθους του ἱερούργησεν. Ἐπειδὴ τὰ στήθη καὶ αἱ χεῖρες τοῦ Ἱερέως καὶ Διακόνου, εἶναι τιμιώτεραι ἀπὸ τὴν πετρίνην ἁγίαν Τράπεζαν, κατὰ τὸν θεῖον Χρυσόστομον. Ὅθεν τὸ τοιοῦτον ὡς σπάνιον, καὶ ὡς ἐξ ἀνάγκης γενόμενον, δὲν πρέπει νὰ μιμῆται παρ’ ἄλλου. Ὅρα καὶ τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ λα΄ Κανόνος τῆς ς΄ ἐν τῷ ἡμετέρῳ Πηδαλίῳ. Ὅρα καὶ εἰς τὸ Συναξάριον τοῦ Ὁσίου Πατρὸς Μάρη, κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην τοῦ Ὀκτωβρίου.
*
Ὁ Ὅσιος Ἀπολλώς, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Χρηστὸν βιώσας μέχρι καὶ τέλους βίον,
Θραύει πονηροῦ πᾶν Ἀπολλὼς τὸ θράσος (5).
(5) Τούτου ὁ Βίος, συνεγράφη μὲν ἑλληνιστὶ ὑπὸ τοῦ Ὁσίου Ἱερωνύμου, εὑρίσκεται δὲ μεταφρασμένος εἰς τὸ Ἐκλόγιον.
*
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Μεδούλη μετὰ τῆς συνοδίας αὑτῆς, πυρὶ τελειοῦται.
Σεπτὴ Μεδούλη τοῦ Θεοῦ δούλη λόγου,
Δούλοις Θεοῦ σύναθλος εἰς πῦρ ὡράθη (6).
(6) Περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις ἡ μνήμη Ἡσαΐου τοῦ Προφήτου. Αὕτη γὰρ γράφεται κατὰ τὴν ἐνάτην τοῦ Μαΐου, ὅτε καὶ τὸ Συναξάριον αὐτοῦ γράφεται.
*
Τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Καστίνου Ἐπισκόπου Βυζαντίου.
Τὸν πᾶντα χρηστὸν καὶ δίκαιον Καστῖνον,
Ἔδειξε Χριστὸς ἐξ ἀπίστου καὶ θύτην.
Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Καστῖνος, ἐκατάγετο μέν, ἀπὸ τὴν παλαιὰν Ῥώμην, ἦτον δὲ πρότερον Ἕλληνας κατὰ τὴν θρῃσκείαν. Κατὰ δὲ τὸ ἀξίωμα, ἦτον ἄρχων τῆς βασιλικῆς συγκλήτου, καὶ πολλὰ πλούσιος. Ἐπειδὴ δὲ γέγραπται παρὰ τῷ Ἀποστόλῳ, ὅτι «Οὓς προέγνω ὁ Θεός, τούτους καὶ προώρισε» (Ῥωμ. η΄, 29), διὰ τοῦτο καὶ τὰ τοῦ Ἁγίου τούτου οἰκονόμησε φιλανθρώπως καὶ σωτηρίως. Ὅλα δὲ ὅσα ὁ Θεὸς συγχωρεῖ νὰ ἔρχωνται εἰς ἡμᾶς, ἀγκαλὰ καὶ κατὰ τὸ φαινόμενον εἶναι ἐναντία εἰς τὴν ἐδικήν μας γνώμην, ἀλλ’ ὅμως ἀποβλέπουν πρὸς τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς μας. Καθὼς καὶ ὁ ἐν Κορίνθῳ ἁμαρτήσας, κηδεμονικῶς παρεδόθη ὑπὸ τοῦ Παύλου εἰς τὸν Σατανᾶν, ἵνα, λέγει, ἡ ψυχή του σωθῇ. Τοιουτοτρόπως καὶ οὗτος ὁ Ἅγιος ἐπαιδεύετο ἀπὸ τὸν δαίμονα χρόνους πολλούς, μὲ σκοπόν, διὰ νὰ ἀποστραφῇ τὴν ἑλληνικὴν πλάνην. Ἐπειδὴ δὲ αὐτὸς ἐκίνησε κάθε μηχανήν, καὶ κάθε τρόπον ἔκαμε διὰ νὰ ἰατρευθῇ ἀπὸ τὸ δαιμόνιον, καὶ τίποτε δὲν ἐκατώρθωσε, διὰ τοῦτο εὑρίσκετο εἰς ἀπορίαν καὶ ἀπόγνωσιν τῆς ἰατρείας του.
Τότε λοιπὸν Κυριλλιανὸς ὁ τῆς Ἀργυρουπόλεως Ἐπίσκοπος, ἐθαυματούργει εἰς τοὺς πλησιοχώρους τόπους τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὅθεν ἐμηνύθη εἰς τὸν Καστῖνον ἐν τῇ Ῥώμῃ, ὅτι εὑρίσκεται τοιοῦτος θαυματουργὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δύναται νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὸ δαιμόνιον. Εὐθὺς λοιπὸν ἀναχωρήσας ἀπὸ τὴν Ῥώμην, ἀνέδραμεν εἰς τὰ μέρη τοῦ Βυζαντίου, καὶ ἀντάμωσε τὸν Ἅγιον Κυριλλιανόν. Ὅθεν προσπεσὼν εἰς τοὺς πόδας του καὶ παρακαλέσας αὐτὸν περὶ τῆς ἀσθενείας του, ἰατρεύθη. Μετὰ δὲ τὴν ἰατρείαν, παρευθὺς ἐβαπτίσθη. Τότε ἀποστείλας εἰς τὴν Ῥώμην, ἐσκόρπισεν εἰς τοὺς πτωχοὺς ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα, αὐτὸς δὲ ἔμεινε μαζὶ μὲ τὸν θαυματουργὸν Κυριλλιανόν, ὑπηρετῶν αὐτόν, ὡσὰν ἕνας δοῦλος καὶ εὐτελής.
Ὁ δὲ μακάριος Κυριλλιανὸς ἔχων προγνωστικὸν χάρισμα, προεῖδεν, ὅτι καὶ ὁ ἀοίδιμος Καστῖνος ἔχει νὰ γένῃ ἱκανὸς διὰ νὰ ποιμάνῃ λαόν. Ὅθεν ἐμαθήτευσεν αὐτὸν κάθε κατάστασιν τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὅταν αὐτὸς ἔμελλε νὰ ἀποθάνῃ, ἐχειροτόνησε τὸν Καστῖνον Ἀρχιερέα τῆς Ἀργυρουπόλεως καὶ τοῦ Βυζαντίου, παραγγείλας εἰς αὐτὸν ταῦτα. Ἰδοὺ τέκνον, ὁποῦ ἔγινες Ἐπίσκοπος μὲ τὴν τοῦ Θεοῦ χάριν διὰ τῆς ἐμῆς χειρός. Ὅθεν ἀγωνίσου νὰ μεταθέσῃς τὴν ἐν τῇ Ἀργυρουπόλει Ἐκκλησίαν, εἰς τὴν ἀντίπεραν γῆν τοῦ Βυζαντίου. Ἐπειδὴ τοῦτο ἐφανερώθη ὑπὸ Θεοῦ εἰς ἐμὲ πρὸ χρόνου πολλοῦ. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐτελεύτησεν ὁ Κυριλλιανός, ἀγωνίσθη ὁ μακάριος Καστῖνος προτίτερα ἀπὸ κάθε ἄλλο, καὶ ἔκτισεν Ἐκκλησίαν ἐν τῷ βορείῳ μέρει τοῦ Βυζαντίου εἰς ὄνομα τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, ἥτις τότε νεωστὶ εἶχε μαρτυρήσει εἰς τὴν Χαλκηδόνα. Καὶ λοιπὸν ἐμετάθεσε τὴν Ἐκκλησίαν ἐκείνην εἰς τὸ ἐπισκοπεῖον τῆς Ἀργυρουπόλεως. Ὥστε ὁποῦ ὁ Καστῖνος οὗτος, εἶναι μέν, δέκατος ὄγδοος Ἐπίσκοπος τῆς Ἀργυρουπόλεως, πρῶτος δέ, (μετὰ τὸν Ἀπόστολον Στάχυν δηλαδή) Ἐπίσκοπος τοῦ Βυζαντίου. Ἀποστολικῶς λοιπὸν καὶ θεαρέστως ποιμάνας τὸ τοῦ Χριστοῦ ποίμνιον εἰς χρόνους ἑπτά, καὶ διάδοχόν του χειροτονήσας ἐν τῷ Βυζαντίῳ Τίτον τινα εὐλαβέστατον, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον (7).
(7) Συμπεραίνεται ἐκ τούτου, ὅτι ἐπειδὴ ἡ Ἁγία Εὐφημία ἐμαρτύρησεν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ ἐν ἔτει σπη΄ [288], διὰ τοῦτο καὶ ὁ Ἅγιος Καστῖνος οὗτος ἦτον εἰς τὸν καιρὸν τῶν τυράννων πρὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, κοντὰ εἰς τοὺς χρόνους ἐκείνους, καθ’ οὓς ἐμαρτύρησεν ἡ Ἁγία Εὐφημία. Καὶ ὅτι ἡ Ἀργυρούπολις, εὑρίσκετο ἀντίπεραν τοῦ Βυζαντίου καθὼς ἦτον καὶ ἡ Χρυσούπολις, ἤτοι τὸ νῦν λεγόμενον Σκούταρι. Ὁ δὲ Μελέτιος, σελ. 318, τοῦ πρώτου τόμ. τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, λέγει, ὅτι ὁ Καστῖνος οὗτος ἢ Κηστῖνος, ἦτον ἐν ἔτει σμα΄ [241], ἐπὶ Γορδιανοῦ βασιλέως καὶ Φιλίππου τοῦ Ἄραβος, καὶ ἐπισκόπησε χρόνους ἑπτά. Καὶ ἔκτισε Ναὸν ἐν τῷ Πετρίῳ ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, ὁποῦ τότε ἐμαρτύρησεν. Ἀριθμεῖ δὲ αὐτόν, οὐχὶ δεύτερον Ἐπίσκοπον Βυζαντίου, ὡς ἀριθμεῖται ἐν τῷ χειρογράφῳ Συναξαριστῇ, ἀλλὰ δέκατον ἕβδομον, ἀπὸ τὸν Στάχυν. Ὁ δὲ Κυριλλιανός, παρὰ τῷ Μελετίῳ ὀνομάζεται Κυριακός. Ὅστις ἐπισκόπησε τοῦ Βυζαντίου πρὸ τοῦ Καστίνου, ἐν ἔτει σκε΄ [225] καὶ ἐστάθη εἰς τὴν ἐπισκοπὴν χρόνους ις΄, ἀριθμούμενος δέκατος ἕκτος ἀπὸ τὸν Στάχυν. Ὅρα καὶ εἰς τὴν εἰκοστὴν ἑβδόμην τοῦ Ὀκτωβρίου, ὅτε ὁ Κυριλλιανὸς οὗτος, ἢ Κυριακός, ἑορτάζεται ἰδιαιτέρως.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Δημητρίου Σκευοφύλακος.
Τῶν γηΐνων οὐκ ἦν τι τῷ Δημητρίῳ,
Ἤδη βλέποντι πρὸς μόνην ἀϋλίαν.
*
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Αὐξέντιος, ὁ μαρτυρήσας ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐν ἔτει ͵αψκ΄ [1720], ξίφει τελειοῦται.
Αὐξεντίῳ στέφανος ηὐξήθη μέγας,
Εἰς οὐράνια διὰ τοῦ μαρτυρίου (8).
(8) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *