Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου25 Δεκεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΕ’, η κατά σάρκα Γέννησις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Θεός το τεχθέν, η δε Μήτηρ Παρθένος,
Τι μείζον άλλο καινόν είδεν η κτίσις;
Παρθενική Μαρίη Θεόν εικάδι γείνατο πέμπτη.
Βλέπωντας ο φιλάνθρωπος Θεός το γένος των ανθρώπων, πως ετυραννείτο υπό του Διαβόλου, εσπλαγχνίσθη. Και αποστείλας τον Άγγελον αυτού Γαβριήλ, με το μέσον αυτού εμήνυσεν εις την Θεοτόκον το «Χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου», και ειπούσης αυτής το «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», ευθύς συνελήφθη εν τη αχράντω και παρθενική μήτρα αυτής ο Υιός και Λόγος του Θεού, και Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Όταν δε ήτον κοντά να τελειώσουν εννέα μήνες από την σύλληψιν, τότε ευγήκεν ορισμός από τον Καίσαρα Αύγουστον, δια να απογραφθή όλη η οικουμένη υποκάτω εις την εξουσίαν του. Ταύτην δε την απογραφήν δια να ενεργήση, απεστάλη ο ηγεμών Κυρήνιος εις τα Ιεροσόλυμα. Τότε λοιπόν ανέβη και Ιωσήφ ο φύλαξ της Θεοτόκου μαζί με αυτήν την Θεοτόκον εις την Βηθλεέμ, δια να απογραφθούν εκεί (1). Και επειδή έμελλε να γεννήση η Παρθένος, δεν ευρήκε κατοικίαν να κατοικήση, δια τον πολύν λαόν οπού εσυνάχθη εκεί, και επρόλαβε και εκατοίκησεν εις όλα τα της Βηθλεέμ οσπήτια. Δια τούτο εμβήκε μέσα εις ένα πτωχικόν σπήλαιον. Και εκεί εγέννησεν αφθόρως τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και εσπαργάνωσεν ως Βρέφος, τον Κτίστην των απάντων. Και έβαλεν αυτόν επάνω εις την φάτνην των αλόγων ζώων. Διατί έμελλε να ελευθερώση ημάς από την αλογίαν (2). (Όρα εις τον απλούν Δαμασκηνόν, εις την Σάλπιγγα, εις τον Χρύσανθον, εις τον Αυλόν τον ποιμενικόν, εις τα Γυμνάσματα τα πνευματικά, και εις τον Μακάριον τον Κωφόν, τους περί της εορτής ταύτης απλοϊκούς λόγους.)
(1) Σημείωσαι, ότι δύω απογραφαί έγιναν εις τον καιρόν του Καίσαρος Αυγούστου. Πρώτη και δευτέρα. Και εν μεν τη πρώτη, έγινε μία μόνη ψιλή απαρίθμησις των υπηκόων, χωρίς καμμίαν δασμοφορίαν. Ταύτην δε την πρώτην απογραφήν αναφέρει μεν ο Ευαγγελιστής Λουκάς, λέγων· «Αύτη η απογραφή πρώτη εγένετο, ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου» (Λουκ. β’, 2). Δεν αναφέρει δε ο Ιώσηπος ταύτην, ένα μεν, διατί δεν ανήκεν εις τον Ηρώδην. Και άλλο δε, διατί δεν αναφέρεται εις τα απομνημονεύματα Νικολάου του Δαμασκηνού, του φίλου Αυγούστου και του Ηρώδου.
Επειδή δέ τινες απορούντες λέγουσιν, ότι εν τη πρώτη απογραφή δεν ηγεμόνευε της Συρίας ο Κυρήνιος, ως γράφει ο Ευαγγελιστής, αλλά ο Σέντιος Σατορνίνος, ή ο Κυϊντίλιος Ούαρος ο μετά τον Σέντιον ηγεμονεύσας (ο γαρ Κυρήνιος ηγεμόνευεν εν τη δευτέρα απογραφή), δια τούτο άλλοι αποκρίνονται εις τούτο. Η πως ο Κυρήνιος απεστάλθη δια να επιστατήση εις την πρώτην απογραφήν, ωσάν ένας επίτροπος μόνον του Αυγούστου. Ή το, αύτη η απογραφή πρώτη εγένετο, το, πρώτη λέγω τούτο, πρέπει να νοηθή αντί του προτίτερα εγένετο κατά τον χρόνον της ηγεμονίας του Κυρηνίου. Σαφέστερον ειπείν, αύτη η απογραφή εγένετο προ του να ηγεμονεύση ο Κυρήνιος της Συρίας. Καθώς νοείται και εκείνο το του Ματθαίου· «τη δε πρώτη των αζύμων (ήτοι τη προ των αζύμων ημέρα, τουτέστι τη Μεγάλη Πέμπτη) προσήλθον οι μαθηταί τω Ιησού λέγοντες αυτώ. Πού θέλεις ετοιμάσωμέν σοι φαγείν το Πάσχα;» (Ματθ. κς’, 17).
Η δευτέρα δε απογραφή έγινε μετά δέκα χρόνους της πρώτης απογραφής, κατά την οποίαν απεγράφοντο οι Ιουδαίοι δια να πληρώνουν εις τον Καίσαρα τα βασιλικά δοσίματα και τας δεκατίας των υποστατικών τους. Δια τούτο έγινε και η αποστασία του Γαλιλαίου Ιούδα, ως αναφέρει ο Λουκάς εν ταις Πράξεσι. Δεν αναφέρουσι δε οι εξωτερικοί ιστορικοί δια τας δύω ταύτας απογραφάς. Επειδή και εσώζοντο οι δημόσιοι Πίνακες ή Κώδικες, περί των απογραφών τούτων διαλαμβάνοντες. Όθεν ήτον το πράγμα πασίδηλον. Δια τούτο και ο θείος Ιουστίνος εν τη β’ Απολογία, και ο Τερτυλλιανός κατά Μαρκίωνος, αποστέλλουν τους Εθνικούς εις τους ανωτέρω βασιλικούς Κώδικας δια να πληροφορηθούν εξ αυτών. (Όρα εις την νεοτύπωτον Εκατονταετηρίδα, σελ. 12.)
(2) Σημείωσαι, ότι ο Κύριος εγεννήθη ημέρα τετράδι της εβδομάδος, και όρα εις τον Σεβαστόν Τραπεζούντιον, σελ. 128. Το αυτό λέγει και ο Αθηνών Μελέτιος, τόμω πρώτω, κατά την ημέραν δηλαδή, καθ’ ην εκτίσθη ο αισθητός ήλιος και η σελήνη και τα άστρα, εν έτει μβ’ [42] της Αυγούστου μοναρχίας, και εν έτει λγ’ [33] της Ηρώδου βασιλείας. Αγκαλά και ο μεν Ιππόλυτος ο Θηβαίος εν τω χρονικώ είπεν, ότι εγεννήθη ο Κύριος εν ημέρα Κυριακή. Ο δε νεώτερος Καλμέτος εν τη αρμονία των Ευαγγελίων, θέλει να εγεννήθη ημέρα πέμπτη της εβδομάδος. (Όρα εν τη νεοτυπώτω Εκατονταετηρίδι του κυρού Ευγενίου.) Ότι δε εγεννήθη κατά την εικοστήν πέμπτην του Δεκεμβρίου, όρα εις την υποσημείωσιν εν τη δεκάτη πέμπτη του Δεκεμβρίου, ότε εχειροτονήθη ο Χρυσόστομος Ιωάννης.
Σημείωσαι, ότι εις την εορτήν της Χριστού Γεννήσεως λόγους πανηγυρικούς έχουσι Γρηγόριος ο Θεολόγος, ου η αρχή· «Χριστός γεννάται». Ο Μέγας Βασίλειος, ου η αρχή· «Χριστού γέννησις η μεν οικεία και πρώτη». Ο Χρυσόστομος τέσσαρας, ων του μεν ενός η αρχή εστιν αύτη· «Εις τρεις διείλε μερίδας τας γενεάς», του δε ετέρου· «Τι τούτο; σημείον αντιλεγόμενον», του δε τρίτου· «Πολλής ημίν ο της αγρυπνίας», του δε τετάρτου· «Α πάλαι Πατριάρχαι μεν ώδινον». Γρηγόριος ο Νύσσης, ου η αρχή· «Σαλπίσατε εν νεομηνία σάλπιγγι». Ο Δαμασκηνός, ου η αρχή· «Οπόταν το έαρ επέλθη». (Σώζονται πάντες εν τη Λαύρα, και εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου.) Αλλά και ο Πρόκλος εγκώμιον έχει εις αυτήν. Ο δε θείος Επιφάνιος (λόγω εις την Ανάληψιν του Κυρίου) λέγει, ότι πρώτη εορτή εστιν η φρικτή και θαυμαστή κατά σάρκα Γέννησις αύτη, δευτέρα η των Θεοφανείων, τρίτη η του σωτηριώδους Πάθους, τετάρτη η Ανάστασις, πέμπτη η Ανάληψις, έκτη η της Πεντηκοστής. Ο δε Χρυσόστομος μητρόπολιν πασών των εορτών την Χριστού Γέννησιν ονομάζει (λόγω προς Φιλογόνιον). Αλλά και Γρηγόριος ο Παλαμάς εγκώμιον έχει, ου η αρχή· «Της παρθενικής λοχείας τα σήμαντρα». (Σώζεται εν τη Λαύρα και εν τω πρώτω πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου). Αλλά και πέμπτον λόγον συνέγραψεν ο Χρυσορρήμων εις την του Χριστού Γέννησιν, σωζόμενον εν τω ε’ τόμω της εν Ετόνη εκδόσεως, ου η αρχή· «Μυστήριον ξένον και παράδοξον βλέπω». Από τούτο φαίνεται ότι ερανίσθη και ο Κοσμάς τον ειρμόν της ενάτης ωδής του εις την Χριστού Γέννησιν Κανόνος, ήτοι το «Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον». Ο δε Άγιος Εφραίμ ο Σύρος δεκατρείς λόγους έχει εις την Γέννησιν του Κυρίου, σωζομένους συριστί και λατινιστί. Και όρα εις την υποσημείωσιν του Συναξαρίου αυτού κατά την εικοστήν ογδόην του Ιαννουαρίου.
*
Τη αυτή ημέρα η Προσκύνησις των Μάγων.
Σε προσκυνούσα τάξις εθνική Λόγε,
Το προς σε δηλοί των εθνών μέλλον σέβας.
Κατά τους χρόνους του προφήτου Μωϋσέως εστάθη ένας μάντις, ονομαζόμενος Βαλαάμ, κατοικών εις την χώραν των Περσών, και κοντά οπού εμαντεύετο και επρόλεγε και άλλα πολλά, είπε και τούτο. Θέλει ανατείλει ένα άστρον από το γένος του Ιακώβ, και θέλει τζακίσει τους αρχηγούς του Μωάβ (Αριθ. κδ’, 17). Λοιπόν την προφητείαν ταύτην ενθυμούμενοι κατά διαδοχήν ένας από τον άλλον οι μάντεις και μάγοι της Περσίας, εδίδασκον αυτήν και εις τους βασιλείς των Περσών. Όθεν επαρατήρουν πότε να ιδούν τοιούτον αστέρα. Και λοιπόν βλέποντες αυτόν ως αστρονόμοι οπού ήτον, ότι δεν έκαμνε την κίνησίν του από Ανατολής εις την Δύσιν, καθώς την κάμνουσιν οι άλλοι αστέρες, αλλά από την άρκτον εις την μεσημβρίαν, ήγουν από τον βορράν εις τον νότον (καθότι η Περσία μεν, ευρίσκεται προς βορράν, η δε Ιερουσαλήμ, προς νότον), τούτο λέγω περιεργασθέντες, εγνώρισαν ότι αυτός δηλοί γέννησιν ενός μεγάλου βασιλέως. Και λοιπόν ακολουθήσαντες εις τον αστέρα, ήλθον εις τα Ιεροσόλυμα λέγοντες. Πού είναι ο βασιλεύς των Ιουδαίων οπού εγεννήθη; Ακούσας δε τούτο ο Ηρώδης, εταράχθη. Και συνάξας όλους τους αρχιερείς και γραμματείς των Ιουδαίων, ερωτά να μάθη, πού λέγει η Γραφή ότι γεννάται ο Χριστός; Εκείνοι δε του είπον, ότι εις την Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Έπειτα καλέσας κρυφίως τους Μάγους, είπεν εις αυτούς. Πηγαίνετε και εξετάσατε καλά δια το παιδίον. Και όταν το ευρήτε, φανερώσατε και εις εμένα, δια να έλθω και εγώ να το προσκυνήσω. Τούτο δε το έλεγε δολίως, δια να μάθη πού ευρίσκεται. Και ακολούθως δια να αποστείλη και να φονεύση αυτό.
Οι δε Μάγοι ευρόντες τον Χριστόν δια του αστέρος, έπεσον και προσεκύνησαν αυτόν. Και ανοίξαντες τους θησαυρούς των, επρόσφεραν αυτώ δώρα, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν. Και έτζι μετά την προσκύνησιν, εγύρισαν εις την χώραν τους, χωρίς να γυρίσουν εις τον Ηρώδην και να του δώσουν είδησιν. Καθώς Άγγελος Κυρίου φανείς εις τον ύπνον, τους επαρήγγειλε τούτο να κάμουν (3). Ο δε Ηρώδης, βλέπωντας πως ενεπαίχθη από τους Μάγους, έστειλε τα στρατεύματά του και εφόνευσαν όλα τα παιδία, οπού ευρίσκοντο εις την Βηθλεέμ, όσα ήτον κατώτερα από δύω χρόνους. Δια τούτο απεστάλη Άγγελος εκ Θεού και είπεν εις τον Ιωσήφ. Σηκώσου και έπαρε το παιδίον και την Μητέρα του, και φεύγε εις το Μισήρι. Ο δε Ιωσήφ ποιήσας κατά την παραγγελίαν του Αγγέλου, κατέβη εις το Μισήρι. Καθώς ταύτα πάντα αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος εν κεφαλαίω δευτέρω.
(3) Σημειούμεν εδώ, ότι δύω γνώμαι φέρονται περί των Μάγων τούτων. Μερικοί θέλουν (ήτοι ο Χρυσόστομος, ο Θεοφύλακτος, ο Αθηνών Μελέτιος, όστις και φέρει εις τούτο συμφώνους τον Ιουστίνον, και Αθανάσιον, και Δαμασκηνόν Ιωάννην και άλλους), ούτοι λέγω θέλουν, ότι οι Μάγοι εύρον και επροσκύνησαν τον Χριστόν νεογέννητον εν σπαργάνοις και εν τω σπηλαίω. Επειδή και ο αστήρ εφάνη εις αυτούς προ της Χριστού γεννήσεως. Άλλοι δε θέλουν (ήτοι ο θείος Επιφάνιος, αιρέσει να’ και νβ’, ο Ιερώνυμος εν τοις κατ’ Ευσέβιον τον Παμφίλου χρονικοίς, Ιππόλυτος ο Θηβαίος εν τω χρονικώ συντάγματι, Νικηφόρος ο Κάλλιστος βιβλίω α’, κεφαλ. ιγ’, Νικήτας ο Σερρών εν τη Σειρά του κατά Ματθαίον, και άλλοι νεώτεροι), αυτοί λέγω θέλουν, ότι οι Μάγοι έφθασαν εις Ιερουσαλήμ μετά δύω σχεδόν χρόνους της Γεννήσεως του Κυρίου. Καθότι ο αστήρ εφάνη εις αυτούς κατ’ αυτήν την ημέραν, οπού εγεννήθη ο Χριστός. Δικαιολογούσι δε οι δεύτεροι την γνώμην αυτών δια τα ακόλουθα.
Α’. Διατί αν οι Μάγοι επροσκύνησαν τον Χριστόν εν τω σπηλαίω προ των τεσσαράκοντα ημερών του καθαρισμού της υπεράγνου Μαρίας, πώς ακινδύνως επροσφέρθη το παιδίον εις τον Ναόν μετά την φυγήν των Μάγων, εις καιρόν οπού ο Ηρώδης εταράττετο με όλα τα Ιεροσόλυμα; και εζήτουν επιμελώς να εύρουν και να φονεύσουν το βρέφος; Β’. Αν οι Μάγοι ευρήκαν τον Χριστόν εις το σπήλαιον, πώς ο Ματθαίος λέγει, ότι εύρον το παιδίον εις την οικίαν; Γ’. Αν ο αστήρ εφάνη προ της Γεννήσεως του Χριστού, ως οι πρώτοι λέγουσι, και οι Μάγοι επροσκύνησαν τον Χριστόν εν τω σπηλαίω, έπρεπεν ο Ηρώδης να θανατώση, ουχί τα προ δύω σχεδόν χρόνων γεννηθέντα βρέφη, αλλά τα νεογέννητα. Επειδή δε ο Ηρώδης εθανάτωσε τα από διετούς και κατωτέρω βρέφη κατά τον χρόνον, ον ηκρίβωσε παρά των Μάγων, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, δια τούτο έπεται ότι ο μεν αστήρ εφάνη εις τους Μάγους κατ’ αυτήν την ημέραν, καθ’ ην εγεννήθη ο Κύριος. Οι δε Μάγοι μετά δύω σχεδόν χρόνους ήλθον εις τα Ιεροσόλυμα και επροσκύνησαν τον Κύριον.
Ει δε και οι πρώτοι δικαιολογούντες την γνώμην τους λέγουσιν, ότι αν οι Μάγοι ήλθον μετά δύω σχεδόν χρόνους εις Ιεροσόλυμα, πώς τον επροσκύνησαν εις την Βηθλεέμ; ο γαρ Κύριος ευρίσκετο εις την Ναζαρέτ και όχι εις την Βηθλεέμ. Την απορίαν δε ταύτην λύοντες οι δεύτεροι λέγουσιν, ότι οι γονείς του Κυρίου συν αυτώ τω Κυρίω, μετέβησαν από την Ναζαρέτ εις την Βηθλεέμ. Επειδή, ως γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, συνήθειαν είχον να αναβαίνουν εις Ιεροσόλυμα οι γονείς του Κυρίου κατά την εορτήν του Πάσχα, ήτις ετελείτο κατά τον Μάρτιον, ή Απρίλλιον μήνα. Κατά τον καιρόν εκείνον λοιπόν εκατάλυσαν μεν οι γονείς του Κυρίου εις την πατρίδα των Βηθλεέμ. Οι Μάγοι δε, ευρόντες αυτόν εκεί, προσεκύνησαν. Και μετά την φυγήν των Μάγων, ευθύς και ο Κύριος μετά των γονέων του κατέβη εις Αίγυπτον.
Αύτη είναι η μάλλον δεκτή και πιθανωτέρα γνώμη, η των δευτέρων δηλαδή, ως σύμφωνος κατά πάντα, και ως συμβιβαζομένη τοις θείοις χρησμοίς των Ευαγγελιστών. Δια τούτο και ο κύριος Ευγένιος εις την νεοτύπωτον Εκατονταετηρίδα του, και ο κύριος Νικηφόρος ο Θεοτόκης εις την ερμηνείαν του Ευαγγελίου της μετά την Χριστού Γέννησιν Κυριακής, ταύτην εγκρίνουσιν. Ει δε και ο αυτός κύριος Νικηφόρος λέγει, ότι πιθανά εισι ταύτα οπού γράφει ο Συναξαριστής εδώ, όστις κατ’ αυτήν την ημέραν της Χριστού Γεννήσεως έταξε την προσκύνησιν των Μάγων. Την δε φυγήν εις την Αίγυπτον έταξε κατά την ακόλουθον ημέραν. Ομοίως και την βρεφοκτονίαν, κατά την τετάρτην ημέραν της μετά την Χριστού Γέννησιν. Αλλ’ όμως παρακάτω ο αυτός Θεοτόκης αναιρών την πιθανότητα των ανωτέρω λέγει, ότι, τούτο μόνον φαίνεται δύσκολον. Πως δηλονότι ο Ιωσήφ συν τω παιδίω και τη μητρί αυτού επέστρεψεν από της Αιγύπτου εις την Ιερουσαλήμ προ των τεσσαράκοντα ημερών, δια την εις ιερόν παράστασιν. Όθεν θαυμάζω, πώς σοφός ων, δεν έλυσε την δυσκολίαν αυτήν με τον ανωτέρω συμβιβασμόν, οπού είπομεν. Αλλά αφήκεν τους αναγνώστας του εις απορίαν και δεσμόν.
Την ανωτέρω γνώμην των δευτέρων, όχι ολιγώτερον βεβαιοί και ο ιστορικός λόγος Ιωάννου του Δαμασκηνού εις το Γενέθλιον του Κυρίου περί των εν Περσία γενομένων. Τον οποίον λόγον επιβεβαιοί ως γνήσιον ο διαληφθείς κύριος Νικηφόρος εν τω δευτέρω τόμω της σειράς της Οκτατεύχου, εν οις αναφέρει τα ανέκδοτα συγγράμματα του Δαμασκηνού. Ταύτα τα εν Περσία γενόμενα αναφέρει και ο Σιναΐτης Αναστάσιος, παρών κατά την εν Περσία γενομένην Σύνοδον των εκατόν και έτι προς, Επισκόπων, και πολλών Αρχιμανδριτών, ότε εγένετο φιλονεικία μεταξύ Ελλήνων και Χριστιανών και Εβραίων, και ο φιλόσοφος Αφροδιτιανός εδιηγήθη ταύτα επί της Συνόδου. Φέρουσι δε ταύτα επιγραφήν τοιαύτην· «Αναστασίου Πατριάρχου Θεουπόλεως εξήγησις περί των εν Περσίδι πραχθέντων».
Εκ τούτου λοιπόν γίνεται φανερόν, ότι ο Συναξαριστής Μαυρίκιος διατάσσων εδώ κατά τας ημέρας ταύτας, την προσκύνησιν των Μάγων, και την φυγήν της Θεοτόκου εις Αίγυπτον, και την βρεφοκτονίαν του Ηρώδου, την μνήμην μόνον αυτών αναφέρει. Και ουχί ότι έγιναν αυτά εν ταις ημέραις ταύταις. Καθώς και η Εκκλησία εν τω Σαββάτω του Λαζάρου, την μνήμην μόνην της εγέρσεως του Λαζάρου αναφέρει και εορτάζει. Και ουχί τον χρόνον και την ημέραν, καθ’ ην αύτη εγένετο. Επειδή αυτή προ πολλών ημερών πραγματικώς απέβη, ως βεβαιοί ο Ιωάννης εν κεφαλ. ια’, και όποιος θέλει να βεβαιωθή, ότι ο λόγος μας ούτος είναι αληθινός, ας αναγνώση το ρηθέν αυτό του Ιωάννου κεφάλαιον όλον.
*
Μνήμη των θεασαμένων Ποιμένων τον Κύριον.
Ποίμνην αφέντες την εαυτών Ποιμένες,
Ιδείν καλόν σπεύδουσι Χριστόν Ποιμένα.
Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΕ΄, ἡ κατὰ σάρκα Γέννησις τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Θεὸς τὸ τεχθέν, ἡ δὲ Μήτηρ Παρθένος,
Τί μεῖζον ἄλλο καινὸν εἶδεν ἡ κτίσις;
Παρθενικὴ Μαρίη Θεὸν εἰκάδι γείνατο πέμπτῃ.
Βλέπωντας ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, πῶς ἐτυραννεῖτο ὑπὸ τοῦ Διαβόλου, ἐσπλαγχνίσθη. Καὶ ἀποστείλας τὸν Ἄγγελον αὐτοῦ Γαβριήλ, μὲ τὸ μέσον αὐτοῦ ἐμήνυσεν εἰς τὴν Θεοτόκον τὸ «Χαῖρε κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ», καὶ εἰπούσης αὐτῆς τὸ «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου», εὐθὺς συνελήφθη ἐν τῇ ἀχράντῳ καὶ παρθενικῇ μήτρᾳ αὐτῆς ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅταν δὲ ἦτον κοντὰ νὰ τελειώσουν ἐννέα μῆνες ἀπὸ τὴν σύλληψιν, τότε εὐγῆκεν ὁρισμὸς ἀπὸ τὸν Καίσαρα Αὔγουστον, διὰ νὰ ἀπογραφθῇ ὅλη ἡ οἰκουμένη ὑποκάτω εἰς τὴν ἐξουσίαν του. Ταύτην δὲ τὴν ἀπογραφὴν διὰ νὰ ἐνεργήσῃ, ἀπεστάλη ὁ ἡγεμὼν Κυρήνιος εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Τότε λοιπὸν ἀνέβη καὶ Ἰωσὴφ ὁ φύλαξ τῆς Θεοτόκου μαζὶ μὲ αὐτὴν τὴν Θεοτόκον εἰς τὴν Βηθλεέμ, διὰ νὰ ἀπογραφθοῦν ἐκεῖ (1). Καὶ ἐπειδὴ ἔμελλε νὰ γεννήσῃ ἡ Παρθένος, δὲν εὑρῆκε κατοικίαν νὰ κατοικήσῃ, διὰ τὸν πολὺν λαὸν ὁποῦ ἐσυνάχθη ἐκεῖ, καὶ ἐπρόλαβε καὶ ἐκατοίκησεν εἰς ὅλα τὰ τῆς Βηθλεὲμ ὁσπήτια. Διὰ τοῦτο ἐμβῆκε μέσα εἰς ἕνα πτωχικὸν σπήλαιον. Καὶ ἐκεῖ ἐγέννησεν ἀφθόρως τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ ἐσπαργάνωσεν ὡς Βρέφος, τὸν Κτίστην τῶν ἁπάντων. Καὶ ἔβαλεν αὐτὸν ἐπάνω εἰς τὴν φάτνην τῶν ἀλόγων ζώων. Διατὶ ἔμελλε νὰ ἐλευθερώσῃ ἡμᾶς ἀπὸ τὴν ἀλογίαν (2). (Ὅρα εἰς τὸν ἁπλοῦν Δαμασκηνόν, εἰς τὴν Σάλπιγγα, εἰς τὸν Χρύσανθον, εἰς τὸν Αὐλὸν τὸν ποιμενικόν, εἰς τὰ Γυμνάσματα τὰ πνευματικά, καὶ εἰς τὸν Μακάριον τὸν Κωφόν, τοὺς περὶ τῆς ἑορτῆς ταύτης ἁπλοϊκοὺς λόγους.)
(1) Σημείωσαι, ὅτι δύω ἀπογραφαὶ ἔγιναν εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου. Πρώτη καὶ δευτέρα. Καὶ ἐν μὲν τῇ πρώτῃ, ἔγινε μία μόνη ψιλὴ ἀπαρίθμησις τῶν ὑπηκόων, χωρὶς κᾀμμίαν δασμοφορίαν. Ταύτην δὲ τὴν πρώτην ἀπογραφὴν ἀναφέρει μὲν ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, λέγων· «Αὕτη ἡ ἀπογραφὴ πρώτη ἐγένετο, ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου» (Λουκ. β΄, 2). Δὲν ἀναφέρει δὲ ὁ Ἰώσηπος ταύτην, ἕνα μέν, διατὶ δὲν ἀνῆκεν εἰς τὸν Ἡρώδην. Καὶ ἄλλο δέ, διατὶ δὲν ἀναφέρεται εἰς τὰ ἀπομνημονεύματα Νικολάου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τοῦ φίλου Αὐγούστου καὶ τοῦ Ἡρώδου.
Ἐπειδὴ δέ τινες ἀποροῦντες λέγουσιν, ὅτι ἐν τῇ πρώτῃ ἀπογραφῇ δὲν ἡγεμόνευε τῆς Συρίας ὁ Κυρήνιος, ὡς γράφει ὁ Εὐαγγελιστής, ἀλλὰ ὁ Σέντιος Σατορνῖνος, ἢ ὁ Κυϊντίλιος Οὔαρος ὁ μετὰ τὸν Σέντιον ἡγεμονεύσας (ὁ γὰρ Κυρήνιος ἡγεμόνευεν ἐν τῇ δευτέρᾳ ἀπογραφῇ), διὰ τοῦτο ἄλλοι ἀποκρίνονται εἰς τοῦτο. Ἤ πῶς ὁ Κυρήνιος ἀπεστάλθη διὰ νὰ ἐπιστατήσῃ εἰς τὴν πρώτην ἀπογραφήν, ὡσὰν ἕνας ἐπίτροπος μόνον τοῦ Αὐγούστου. Ἢ τό, αὕτη ἡ ἀπογραφὴ πρώτη ἐγένετο, τό, πρώτη λέγω τοῦτο, πρέπει νὰ νοηθῇ ἀντὶ τοῦ προτίτερα ἐγένετο κατὰ τὸν χρόνον τῆς ἡγεμονίας τοῦ Κυρηνίου. Σαφέστερον εἰπεῖν, αὕτη ἡ ἀπογραφὴ ἐγένετο πρὸ τοῦ νὰ ἡγεμονεύσῃ ὁ Κυρήνιος τῆς Συρίας. Καθὼς νοεῖται καὶ ἐκεῖνο τὸ τοῦ Ματθαίου· «τῇ δὲ πρώτῃ τῶν ἀζύμων (ἤτοι τῇ πρὸ τῶν ἀζύμων ἡμέρᾳ, τοὐτέστι τῇ Μεγάλῃ Πέμπτῃ) προσῆλθον οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ λέγοντες αὐτῷ. Ποῦ θέλεις ἑτοιμάσωμέν σοι φαγεῖν τὸ Πάσχα;» (Ματθ. κς΄, 17).
Ἡ δευτέρα δὲ ἀπογραφὴ ἔγινε μετὰ δέκα χρόνους τῆς πρώτης ἀπογραφῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν ἀπεγράφοντο οἱ Ἰουδαῖοι διὰ νὰ πληρώνουν εἰς τὸν Καίσαρα τὰ βασιλικὰ δοσίματα καὶ τὰς δεκατίας τῶν ὑποστατικῶν τους. Διὰ τοῦτο ἔγινε καὶ ἡ ἀποστασία τοῦ Γαλιλαίου Ἰούδα, ὡς ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς ἐν ταῖς Πράξεσι. Δὲν ἀναφέρουσι δὲ οἱ ἐξωτερικοὶ ἱστορικοὶ διὰ τὰς δύω ταύτας ἀπογραφάς. Ἐπειδὴ καὶ ἐσῴζοντο οἱ δημόσιοι Πίνακες ἢ Κώδικες, περὶ τῶν ἀπογραφῶν τούτων διαλαμβάνοντες. Ὅθεν ἦτον τὸ πρᾶγμα πασίδηλον. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ θεῖος Ἰουστῖνος ἐν τῇ β΄ Ἀπολογίᾳ, καὶ ὁ Τερτυλλιανὸς κατὰ Μαρκίωνος, ἀποστέλλουν τοὺς Ἐθνικοὺς εἰς τοὺς ἀνωτέρω βασιλικοὺς Κώδικας διὰ νὰ πληροφορηθοῦν ἐξ αὐτῶν. (Ὅρα εἰς τὴν νεοτύπωτον Ἑκατονταετηρίδα, σελ. 12.)
(2) Σημείωσαι, ὅτι ὁ Κύριος ἐγεννήθη ἡμέρα τετράδι τῆς ἑβδομάδος, καὶ ὅρα εἰς τὸν Σεβαστὸν Τραπεζούντιον, σελ. 128. Τὸ αὐτὸ λέγει καὶ ὁ Ἀθηνῶν Μελέτιος, τόμῳ πρώτῳ, κατὰ τὴν ἡμέραν δηλαδή, καθ’ ἣν ἐκτίσθη ὁ αἰσθητὸς ἥλιος καὶ ἡ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα, ἐν ἔτει μβ΄ [42] τῆς Αὐγούστου μοναρχίας, καὶ ἐν ἔτει λγ΄ [33] τῆς Ἡρώδου βασιλείας. Ἀγκαλὰ καὶ ὁ μὲν Ἱππόλυτος ὁ Θηβαῖος ἐν τῷ χρονικῷ εἶπεν, ὅτι ἐγεννήθη ὁ Κύριος ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ. Ὁ δὲ νεώτερος Καλμέτος ἐν τῇ ἁρμονίᾳ τῶν Εὐαγγελίων, θέλει νὰ ἐγεννήθη ἡμέρᾳ πέμπτῃ τῆς ἑβδομάδος. (Ὅρα ἐν τῇ νεοτυπώτῳ Ἑκατονταετηρίδι τοῦ κυροῦ Εὐγενίου.) Ὅτι δὲ ἐγεννήθη κατὰ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην τοῦ Δεκεμβρίου, ὅρα εἰς τὴν ὑποσημείωσιν ἐν τῇ δεκάτῃ πέμπτῃ τοῦ Δεκεμβρίου, ὅτε ἐχειροτονήθη ὁ Χρυσόστομος Ἰωάννης.
Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὴν ἑορτὴν τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως λόγους πανηγυρικοὺς ἔχουσι Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, οὗ ἡ ἀρχή· «Χριστὸς γεννᾶται». Ὁ Μέγας Βασίλειος, οὗ ἡ ἀρχή· «Χριστοῦ γέννησις ἡ μὲν οἰκεία καὶ πρώτη». Ὁ Χρυσόστομος τέσσαρας, ὧν τοῦ μὲν ἑνὸς ἡ ἀρχή ἐστιν αὕτη· «Εἰς τρεῖς διεῖλε μερίδας τὰς γενεάς», τοῦ δὲ ἑτέρου· «Τί τοῦτο; σημεῖον ἀντιλεγόμενον», τοῦ δὲ τρίτου· «Πολλῆς ἡμῖν ὁ τῆς ἀγρυπνίας», τοῦ δὲ τετάρτου· «Ἃ πάλαι Πατριάρχαι μὲν ὤδινον». Γρηγόριος ὁ Νύσσης, οὗ ἡ ἀρχή· «Σαλπίσατε ἐν νεομηνίᾳ σάλπιγγι». Ὁ Δαμασκηνός, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὁπόταν τὸ ἔαρ ἐπέλθῃ». (Σῴζονται πᾶντες ἐν τῇ Λαύρᾳ, καὶ ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου.) Ἀλλὰ καὶ ὁ Πρόκλος ἐγκώμιον ἔχει εἰς αὐτήν. Ὁ δὲ θεῖος Ἐπιφάνιος (λόγῳ εἰς τὴν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου) λέγει, ὅτι πρώτη ἑορτή ἐστιν ἡ φρικτὴ καὶ θαυμαστὴ κατὰ σάρκα Γέννησις αὕτη, δευτέρα ἡ τῶν Θεοφανείων, τρίτη ἡ τοῦ σωτηριώδους Πάθους, τετάρτη ἡ Ἀνάστασις, πέμπτη ἡ Ἀνάληψις, ἕκτη ἡ τῆς Πεντηκοστῆς. Ὁ δὲ Χρυσόστομος μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν τὴν Χριστοῦ Γέννησιν ὀνομάζει (λόγῳ πρὸς Φιλογόνιον). Ἀλλὰ καὶ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐγκώμιον ἔχει, οὗ ἡ ἀρχή· «Τῆς παρθενικῆς λοχείας τὰ σήμαντρα». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ καὶ ἐν τῷ πρώτῳ πανηγυρικῷ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου). Ἀλλὰ καὶ πέμπτον λόγον συνέγραψεν ὁ Χρυσορρήμων εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν, σῳζόμενον ἐν τῷ ε΄ τόμῳ τῆς ἐν Ἐτόνῃ ἐκδόσεως, οὗ ἡ ἀρχή· «Μυστήριον ξένον καὶ παράδοξον βλέπω». Ἀπὸ τοῦτο φαίνεται ὅτι ἐρανίσθη καὶ ὁ Κοσμᾶς τὸν εἱρμὸν τῆς ἐνάτης ᾠδῆς τοῦ εἰς τὴν Χριστοῦ Γέννησιν Κανόνος, ἤτοι τὸ «Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον». Ὁ δὲ Ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος δεκατρεῖς λόγους ἔχει εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Κυρίου, σῳζομένους συριστὶ καὶ λατινιστί. Καὶ ὅρα εἰς τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ Συναξαρίου αὐτοῦ κατὰ τὴν εἰκοστὴν ὀγδόην τοῦ Ἰαννουαρίου.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ Προσκύνησις τῶν Μάγων.
Σὲ προσκυνοῦσα τάξις ἐθνικὴ Λόγε,
Τὸ πρὸς σὲ δηλοῖ τῶν ἐθνῶν μέλλον σέβας.
Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ προφήτου Μωϋσέως ἐστάθη ἕνας μάντις, ὀνομαζόμενος Βαλαάμ, κατοικῶν εἰς τὴν χώραν τῶν Περσῶν, καὶ κοντὰ ὁποῦ ἐμαντεύετο καὶ ἐπρόλεγε καὶ ἄλλα πολλά, εἶπε καὶ τοῦτο. Θέλει ἀνατείλει ἕνα ἄστρον ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Ἰακώβ, καὶ θέλει τζακίσει τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ Μωάβ (Ἀριθ. κδ΄, 17). Λοιπὸν τὴν προφητείαν ταύτην ἐνθυμούμενοι κατὰ διαδοχὴν ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον οἱ μάντεις καὶ μάγοι τῆς Περσίας, ἐδίδασκον αὐτὴν καὶ εἰς τοὺς βασιλεῖς τῶν Περσῶν. Ὅθεν ἐπαρατήρουν πότε νὰ ἰδοῦν τοιοῦτον ἀστέρα. Καὶ λοιπὸν βλέποντες αὐτὸν ὡς ἀστρονόμοι ὁποῦ ἦτον, ὅτι δὲν ἔκαμνε τὴν κίνησίν του ἀπὸ Ἀνατολῆς εἰς τὴν Δύσιν, καθὼς τὴν κάμνουσιν οἱ ἄλλοι ἀστέρες, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄρκτον εἰς τὴν μεσημβρίαν, ἤγουν ἀπὸ τὸν βορρᾶν εἰς τὸν νότον (καθότι ἡ Περσία μέν, εὑρίσκεται πρὸς βορρᾶν, ἡ δὲ Ἱερουσαλήμ, πρὸς νότον), τοῦτο λέγω περιεργασθέντες, ἐγνώρισαν ὅτι αὐτὸς δηλοῖ γέννησιν ἑνὸς μεγάλου βασιλέως. Καὶ λοιπὸν ἀκολουθήσαντες εἰς τὸν ἀστέρα, ἦλθον εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα λέγοντες. Ποῦ εἶναι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων ὁποῦ ἐγεννήθη; Ἀκούσας δὲ τοῦτο ὁ Ἡρώδης, ἐταράχθη. Καὶ συνάξας ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τῶν Ἰουδαίων, ἐρωτᾷ νὰ μάθῃ, ποῦ λέγει ἡ Γραφὴ ὅτι γεννᾶται ὁ Χριστός; Ἐκεῖνοι δὲ τοῦ εἶπον, ὅτι εἰς τὴν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας. Ἔπειτα καλέσας κρυφίως τοὺς Μάγους, εἶπεν εἰς αὐτούς. Πηγαίνετε καὶ ἐξετάσατε καλὰ διὰ τὸ παιδίον. Καὶ ὅταν τὸ εὑρῆτε, φανερώσατε καὶ εἰς ἐμένα, διὰ νὰ ἔλθω καὶ ἐγὼ νὰ τὸ προσκυνήσω. Τοῦτο δὲ τὸ ἔλεγε δολίως, διὰ νὰ μάθῃ ποῦ εὑρίσκεται. Καὶ ἀκολούθως διὰ νὰ ἀποστείλῃ καὶ νὰ φονεύσῃ αὐτό.
Οἱ δὲ Μάγοι εὑρόντες τὸν Χριστὸν διὰ τοῦ ἀστέρος, ἔπεσον καὶ προσεκύνησαν αὐτόν. Καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυρούς των, ἐπρόσφεραν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν. Καὶ ἔτζι μετὰ τὴν προσκύνησιν, ἐγύρισαν εἰς τὴν χώραν τους, χωρὶς νὰ γυρίσουν εἰς τὸν Ἡρώδην καὶ νὰ τοῦ δώσουν εἴδησιν. Καθὼς Ἄγγελος Κυρίου φανεὶς εἰς τὸν ὕπνον, τοὺς ἐπαρήγγειλε τοῦτο νὰ κάμουν (3). Ὁ δὲ Ἡρώδης, βλέπωντας πῶς ἐνεπαίχθη ἀπὸ τοὺς Μάγους, ἔστειλε τὰ στρατεύματά του καὶ ἐφόνευσαν ὅλα τὰ παιδία, ὁποῦ εὑρίσκοντο εἰς τὴν Βηθλεέμ, ὅσα ἦτον κατώτερα ἀπὸ δύω χρόνους. Διὰ τοῦτο ἀπεστάλη Ἄγγελος ἐκ Θεοῦ καὶ εἶπεν εἰς τὸν Ἰωσήφ. Σηκώσου καὶ ἔπαρε τὸ παιδίον καὶ τὴν Μητέρα του, καὶ φεῦγε εἰς τὸ Μισῆρι. Ὁ δὲ Ἰωσὴφ ποιήσας κατὰ τὴν παραγγελίαν τοῦ Ἀγγέλου, κατέβη εἰς τὸ Μισῆρι. Καθὼς ταῦτα πάντα ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἐν κεφαλαίῳ δευτέρῳ.
(3) Σημειοῦμεν ἐδῶ, ὅτι δύω γνῶμαι φέρονται περὶ τῶν Μάγων τούτων. Μερικοὶ θέλουν (ἤτοι ὁ Χρυσόστομος, ὁ Θεοφύλακτος, ὁ Ἀθηνῶν Μελέτιος, ὅστις καὶ φέρει εἰς τοῦτο συμφώνους τὸν Ἰουστῖνον, καὶ Ἀθανάσιον, καὶ Δαμασκηνὸν Ἰωάννην καὶ ἄλλους), οὗτοι λέγω θέλουν, ὅτι οἱ Μάγοι εὗρον καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν Χριστὸν νεογέννητον ἐν σπαργάνοις καὶ ἐν τῷ σπηλαίῳ. Ἐπειδὴ καὶ ὁ ἀστὴρ ἐφάνη εἰς αὐτοὺς πρὸ τῆς Χριστοῦ γεννήσεως. Ἄλλοι δὲ θέλουν (ἤτοι ὁ θεῖος Ἐπιφάνιος, αἱρέσει να΄ καὶ νβ΄, ὁ Ἱερώνυμος ἐν τοῖς κατ’ Εὐσέβιον τὸν Παμφίλου χρονικοῖς, Ἱππόλυτος ὁ Θηβαῖος ἐν τῷ χρονικῷ συντάγματι, Νικηφόρος ὁ Κάλλιστος βιβλίῳ α΄, κεφαλ. ιγ΄, Νικήτας ὁ Σερρῶν ἐν τῇ Σειρᾷ τοῦ κατὰ Ματθαῖον, καὶ ἄλλοι νεώτεροι), αὐτοὶ λέγω θέλουν, ὅτι οἱ Μάγοι ἔφθασαν εἰς Ἱερουσαλὴμ μετὰ δύω σχεδὸν χρόνους τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυ-ρίου. Καθότι ὁ ἀστὴρ ἐφάνη εἰς αὐτοὺς κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέραν, ὁποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός. Δικαιολογοῦσι δὲ οἱ δεύτεροι τὴν γνώμην αὐτῶν διὰ τὰ ἀκόλουθα.
Α΄. Διατὶ ἂν οἱ Μάγοι ἐπροσκύνησαν τὸν Χριστὸν ἐν τῷ σπηλαίῳ πρὸ τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν τοῦ καθαρισμοῦ τῆς ὑπεράγνου Μαρίας, πῶς ἀκινδύνως ἐπροσφέρθη τὸ παιδίον εἰς τὸν Ναὸν μετὰ τὴν φυγὴν τῶν Μάγων, εἰς καιρὸν ὁποῦ ὁ Ἡρώδης ἐταράττετο μὲ ὅλα τὰ Ἱεροσόλυμα; καὶ ἐζήτουν ἐπιμελῶς νὰ εὕρουν καὶ νὰ φονεύσουν τὸ βρέφος; Β΄. Ἂν οἱ Μάγοι εὑρῆκαν τὸν Χριστὸν εἰς τὸ σπήλαιον, πῶς ὁ Ματθαῖος λέγει, ὅτι εὗρον τὸ παιδίον εἰς τὴν οἰκίαν; Γ΄. Ἂν ὁ ἀστὴρ ἐφάνη πρὸ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ὡς οἱ πρῶτοι λέγουσι, καὶ οἱ Μάγοι ἐπροσκύνησαν τὸν Χριστὸν ἐν τῷ σπηλαίῳ, ἔπρεπεν ὁ Ἡρώδης νὰ θανατώσῃ, οὐχὶ τὰ πρὸ δύω σχεδὸν χρόνων γεννηθέντα βρέφη, ἀλλὰ τὰ νεογέννητα. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἡρώδης ἐθανάτωσε τὰ ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω βρέφη κατὰ τὸν χρόνον, ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν Μάγων, ὡς λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, διὰ τοῦτο ἕπεται ὅτι ὁ μὲν ἀστὴρ ἐφάνη εἰς τοὺς Μάγους κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέραν, καθ’ ἣν ἐγεννήθη ὁ Κύριος. Οἱ δὲ Μάγοι μετὰ δύω σχεδὸν χρόνους ἦλθον εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν Κύριον.
Εἰ δὲ καὶ οἱ πρῶτοι δικαιολογοῦντες τὴν γνώμην τους λέγουσιν, ὅτι ἂν οἱ Μάγοι ἦλθον μετὰ δύω σχεδὸν χρόνους εἰς Ἱεροσόλυμα, πῶς τὸν ἐπροσκύνησαν εἰς τὴν Βηθλεέμ; ὁ γὰρ Κύριος εὑρίσκετο εἰς τὴν Ναζαρὲτ καὶ ὄχι εἰς τὴν Βηθλεέμ. Τὴν ἀπορίαν δὲ ταύτην λύοντες οἱ δεύτεροι λέγουσιν, ὅτι οἱ γονεῖς τοῦ Κυρίου σὺν αὐτῷ τῷ Κυρίῳ, μετέβησαν ἀπὸ τὴν Ναζαρὲτ εἰς τὴν Βηθλεέμ. Ἐπειδή, ὡς γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, συνήθειαν εἶχον νὰ ἀναβαίνουν εἰς Ἱεροσόλυμα οἱ γονεῖς τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα, ἥτις ἐτελεῖτο κατὰ τὸν Μάρτιον, ἢ Ἀπρίλλιον μῆνα. Κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον λοιπὸν ἐκατάλυσαν μὲν οἱ γονεῖς τοῦ Κυρίου εἰς τὴν πατρίδα των Βηθλεέμ. Οἱ Μάγοι δέ, εὑρόντες αὐτὸν ἐκεῖ, προσεκύνησαν. Καὶ μετὰ τὴν φυγὴν τῶν Μάγων, εὐθὺς καὶ ὁ Κύριος μετὰ τῶν γονέων του κατέβη εἰς Αἴγυπτον.
Αὕτη εἶναι ἡ μᾶλλον δεκτὴ καὶ πιθανωτέρα γνώμη, ἡ τῶν δευτέρων δηλαδή, ὡς σύμφωνος κατὰ πᾶντα, καὶ ὡς συμβιβαζομένη τοῖς θείοις χρησμοῖς τῶν Εὐαγγελιστῶν. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ κύριος Εὐγένιος εἰς τὴν νεοτύπωτον Ἑκατονταετηρίδα του, καὶ ὁ κύριος Νικηφόρος ὁ Θεοτόκης εἰς τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Εὐαγγελίου τῆς μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν Κυριακῆς, ταύτην ἐγκρίνουσιν. Εἰ δὲ καὶ ὁ αὐτὸς κύριος Νικηφόρος λέγει, ὅτι πιθανά εἰσι ταῦτα ὁποῦ γράφει ὁ Συναξαριστὴς ἐδῶ, ὅστις κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέραν τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ἔταξε τὴν προσκύνησιν τῶν Μάγων. Τὴν δὲ φυγὴν εἰς τὴν Αἴγυπτον ἔταξε κατὰ τὴν ἀκόλουθον ἡμέραν. Ὁμοίως καὶ τὴν βρεφοκτονίαν, κατὰ τὴν τετάρτην ἡμέραν τῆς μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν. Ἀλλ’ ὅμως παρακάτω ὁ αὐτὸς Θεοτόκης ἀναιρῶν τὴν πιθανότητα τῶν ἀνωτέρω λέγει, ὅτι, τοῦτο μόνον φαίνεται δύσκολον. Πῶς δηλονότι ὁ Ἰωσὴφ σὺν τῷ παιδίῳ καὶ τῇ μητρὶ αὐτοῦ ἐπέστρεψεν ἀπὸ τῆς Αἰγύπτου εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ πρὸ τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν, διὰ τὴν εἰς ἱερὸν παράστασιν. Ὅθεν θαυμάζω, πῶς σοφὸς ὤν, δὲν ἔλυσε τὴν δυσκολίαν αὐτὴν μὲ τὸν ἀνωτέρω συμβιβασμόν, ὁποῦ εἴπομεν. Ἀλλὰ ἀφῆκεν τοὺς ἀναγνώστας του εἰς ἀπορίαν καὶ δεσμόν.
Τὴν ἀνωτέρω γνώμην τῶν δευτέρων, ὄχι ὀλιγώτερον βεβαιοῖ καὶ ὁ ἱστορικὸς λόγος Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ εἰς τὸ Γενέθλιον τοῦ Κυρίου περὶ τῶν ἐν Περσίᾳ γενομένων. Τὸν ὁποῖον λόγον ἐπιβεβαιοῖ ὡς γνήσιον ὁ διαληφθεὶς κύριος Νικηφόρος ἐν τῷ δευτέρῳ τόμῳ τῆς σειρᾶς τῆς Ὀκτατεύχου, ἐν οἷς ἀναφέρει τὰ ἀνέκδοτα συγγράμματα τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ταῦτα τὰ ἐν Περσίᾳ γενόμενα ἀναφέρει καὶ ὁ Σιναΐτης Ἀναστάσιος, παρὼν κατὰ τὴν ἐν Περσίᾳ γενομένην Σύνοδον τῶν ἑκατὸν καὶ ἔτι πρός, Ἐπισκόπων, καὶ πολλῶν Ἀρχιμανδριτῶν, ὅτε ἐγένετο φιλονεικία μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Χριστιανῶν καὶ Ἑβραίων, καὶ ὁ φιλόσοφος Ἀφροδιτιανὸς ἐδιηγήθη ταῦτα ἐπὶ τῆς Συνόδου. Φέρουσι δὲ ταῦτα ἐπιγραφὴν τοιαύτην· «Ἀναστασίου Πατριάρχου Θεουπόλεως ἐξήγησις περὶ τῶν ἐν Περσίδι πραχθέντων».
Ἐκ τούτου λοιπὸν γίνεται φανερόν, ὅτι ὁ Συναξαριστὴς Μαυρίκιος διατάσσων ἐδῶ κατὰ τὰς ἡμέρας ταύτας, τὴν προσκύνησιν τῶν Μάγων, καὶ τὴν φυγὴν τῆς Θεοτόκου εἰς Αἴγυπτον, καὶ τὴν βρεφοκτονίαν τοῦ Ἡρώδου, τὴν μνήμην μόνον αὐτῶν ἀναφέρει. Καὶ οὐχὶ ὅτι ἔγιναν αὐτὰ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις. Καθὼς καὶ ἡ Ἐκκλησία ἐν τῷ Σαββάτῳ τοῦ Λαζάρου, τὴν μνήμην μόνην τῆς ἐγέρσεως τοῦ Λαζάρου ἀναφέρει καὶ ἑορτάζει. Καὶ οὐχὶ τὸν χρόνον καὶ τὴν ἡμέραν, καθ’ ἣν αὕτη ἐγένετο. Ἐπειδὴ αὐτὴ πρὸ πολλῶν ἡμερῶν πραγματικῶς ἀπέβη, ὡς βεβαιοῖ ὁ Ἰωάννης ἐν κεφαλ. ια΄, καὶ ὅποιος θέλει νὰ βεβαιωθῇ, ὅτι ὁ λόγος μας οὗτος εἶναι ἀληθινός, ἂς ἀναγνώσῃ τὸ ῥηθὲν αὐτὸ τοῦ Ἰωάννου κεφάλαιον ὅλον.
*
Μνήμη τῶν θεασαμένων Ποιμένων τὸν Κύριον.
Ποίμνην ἀφέντες τὴν ἑαυτῶν Ποιμένες,
Ἰδεῖν καλὸν σπεύδουσι Χριστὸν Ποιμένα.
Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *