Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου25 Αυγούστου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΕ’, η επάνοδος του λειψάνου του Αγίου ενδόξου Αποστόλου Βαρθολομαίου.
Ίνα τρυγώμεν άφθονον πιστοί χάριν,
Βαρθολομαίος ευρέθη κεκρυμμένος.
Σον νέκυν εικάδι Βαρθολομαίε εφεύρον πέμπτη.
Καιρός επιτήδειος είναι εις εμέ, δια να ειπώ το δαβιτικόν εκείνο λόγιον· «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού» (Ψαλ. ξζ’, 38). Επειδή και θέλω να διηγηθώ ένα φοβερόν και εξαίσιον θαύμα, οπού ενήργησεν ο Θεός δια των Αγίων του. Ο Άγιος Απόστολος Βαρθολομαίος, επεριπάτει εις διαφόρους τόπους, κηρύττων το όνομα του Ιησού Χριστού, τελευταίον δε πηγαίνωντας εις την Μεγάλην Αρμενίαν, εκεί εσταυρώθη. Το δε άγιον αυτού λείψανον έβαλον οι εκεί ευρεθέντες Χριστιανοί, μέσα εις ένα σεντούκι πέτρινον, και έκρυψαν αυτό εις την Ουρβανόπολιν. Αλλ’ επειδή το σεντούκι εκείνο, πάντοτε έκαμνε διαφόρους ιατρείας, δια τούτο εσύντρεχον εις αυτό οι λαοί, και ελυτρόνοντο από τα πάθη και ασθενείας οπού είχον. Ταύτα δε τα θαύματα και τας ιατρείας, βλέποντες οι του Διαβόλου υπηρέται Έλληνες, ελύσσαζον εναντίον του αγίου εκείνου σεντουκίου, και του εν αυτώ ευρισκομένου αποστολικού λειψάνου. Όθεν ένα καιρόν ευρόντες άδειαν, έρριψαν το σεντούκι εις την θάλασσαν, μαζί με άλλα τέσσαρα σεντούκια, τα οποία είχον μέσα τα λείψανα τεσσάρων Μαρτύρων, Παπιανού, Λουκιανού, Γρηγορίου, και Ακακίου. Τούτο δε οικονόμησεν ο Θεός να γένη ένα μεν, ίνα και η τόση πολλή θάλασσα οπού διεπέρασαν, αγιασθή δια μέσου αυτών. Και άλλο δε, ίνα και οι τόποι εις τους οποίους εδιαμοιράσθησαν τα άγια ταύτα λείψανα, ευλογηθώσιν. Ο γαρ Άγιος Απόστολος Βαρθολομαίος διαπεράσας τους μεγάλους κόλπους της Μαύρης Θαλάσσης, και παρατρέξας τα στενά βάθη της Ελλησπόντου, ήτοι της Προποντίδος, έφθασεν εις το Αιγαίον Πέλαγος. Και από εκεί επήγεν εις το Αδριατικόν, το οποίον αρχίζει από το Τζυρίγον και φθάνει έως εις την Βενετίαν. Αφήσας δε αριστερά την περιφανή και μεγάλην νήσον της Σικελίας, είχε συνακολουθούντας αυτώ και τους εις τα άλλα σεντούκια ευρισκομένους, τέσσαρας καλλινίκους Μάρτυρας, ους προείπομεν. Κατευωδώθη δε εις την νήσον την καλουμένην Λιπάραν.
Και οι μεν καλλίνικοι τέσσαρες Μάρτυρες (ως θαυμαστά τα έργα σου Κύριε! και τις λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου;) οι τέσσαρες, λέγω, Μάρτυρες εσυντρόφευσαν τον Άγιον Απόστολον Βαρθολομαίον, παραστεκόμενοι εις αυτόν ωσάν εις βασιλέα, έως οπού επήγεν ο Απόστολος εις τον τόπον εκείνον, όπου αυτός ηθέλησεν. Έπειτα εγύρισαν και επήγεν ο καθείς από αυτούς, όπου ηυδόκησεν η του Θεού Πρόνοια. Ο μεν γαρ Μάρτυς Παπιανός, ευγήκεν εις την Άμιλαν πόλιν της Σικελίας. Ο δε Μάρτυς Λουκιανός, ευγήκεν εις την Μεσσήνην της αυτής Σικελίας. Ο δε Γρηγόριος, ευγήκεν εις την Κολίμην, ήτις είναι πόλις της εν τη Ιταλία Καλαβρίας. Ο δε Άγιος Ακάκιος, ευγήκεν εις πόλιν καλουμένην Ασκάλους. Τότε λοιπόν εφανέρωσε τον εαυτόν του ο θείος Απόστολος δια θείας αποκαλυψεως, εις τον Επίσκοπον της νήσου Λιπάρας, Αγάθωνα ονομαζομενον, ο οποίος παρευθύς εσπούδασε και εκατέβη εις τον αιγιαλόν. Βλέπωντας δε το μέγα και φρικτόν τεράστιον, το σεντούκι, λέγω, οπού είχε το αποστολικόν λείψανον, εγέμωσεν από απορίαν και θάμβος, και ταύτα μετά θαύματος ανεβόησε. Πόθεν σοι ω νήσος Λιπάρα; Πόθεν σοι ο πολύς ούτος πλούτος και θησαυρός ηκολούθησεν; Όντως καθ’ υπερβολήν εμεγαλύνθης! Όντως πολλά εδοξάσθης! Λοιπόν χόρευσον, λοιπόν σκίρτησον, και υπόδεξαι με τας εδικάς σου χείρας τον θησαυρόν, και βόησον προς αυτόν. Καλώς ήλθες, καλώς ήλθες ο Απόστολος του Κυρίου. Ταύτα και άλλα πολλά ο Επίσκοπος ειπών, και εγκωμιάσας, τόσον τον Άγιον Απόστολον, όσον και την νήσον της Λιπάρας, κατέπαυσε τον λόγον.
Επειδή δε έπρεπε να αποκατασταθή το ιερόν σεντούκι του Αποστόλου εις τόπον ένδοξον, εις τον οποίον έμελλε μετά ταύτα να κτισθή και Ναός εις δόξαν του πανευφήμου Αποστόλου· δια τούτο, πολλοί μεν ετράβιζαν εις ένα και άλλον τόπον την τιμίαν εκείνην και παμμεγέθη λάρνακα, (ήτοι το σεντούκι) αυτή όμως δεν εκινείτο τελείως από τον τόπον της, ούτε υπήκουεν εις αυτούς, έως οπού ο μακάριος Αγάθων κατά θείαν αποκάλυψιν, έδεσεν αυτήν με σχοινία εις δύω δαμάλεις, και ετράβιξεν αυτήν δια των δαμάλεων εις τον τόπον εκείνον, όπου ήτον του Αποστόλου θέλημα. Κοντά δε εις τα άλλα θαύματα, οπού ενεργήθησαν υπό του Αποστόλου, προσετέθη και άλλο μεγαλώτατον, το οποίον φαίνεται ίσως και άπιστον εις τους απείρους των του Θεού θαυμάτων. Νησάκι μικρόν, Πυρχάνος (ή Βουλκάνος) ονομαζόμενον, είναι κοντά εις την νήσον της Λιπάρας, το οποίον έχει μίαν βρύσιν αναβράζουσαν θερμόν νερόν νύκτα και ημέραν, δια την οποίαν έβλαπτε την Λιπάραν, επειδή και ήτον πολλά κοντά εις αυτήν. Το νησίδιον λοιπόν τούτο κατά την ώραν εκείνην, κατά την οποίαν ετραβίζετο υπό των δαμάλεων η θήκη του Αποστόλου, ετραβίχθη υπό της θείας Δυνάμεως μακράν από την Λιπάραν επτά στάδια, ήτοι εν μίλιον σχεδόν, και ούτω φαίνεται τραβιγμένον έως την σήμερον. Όθεν μήτε την Λιπάραν βλάπτει εις το εξής, και την δύναμιν και χάριν ανακηρύττει πάντοτε του λειψάνου του Αποστόλου. Ω παραδόξων θαυμάτων! ω υπερφυσικών τερατουργημάτων! πού ηκούσθησαν τοιαύτα θαυμάσια εις όλην την υφήλιον;
Όταν δε ο Επίσκοπος Αγάθων έκτισε Ναόν ωραιότατον εις το όνομα του Αποστόλου, τότε απεθησαύρισεν εις αυτόν το σεβάσμιον και αποστολικόν λείφανον, μαζί με την πετρίνην λάρνακα. Όσα δε θαύματα εγίνοντο καθ’ ημέραν εκεί, τις ημπορεί να τα διηγηθή; Αφ’ ου δε επέρασαν πάμπολλοι χρόνοι, κατά τας ημέρας του βασιλέως Θεοφίλου του Εικονομάχου, εν έτει ωκθ’ [829], επάρθη από τους Αγαρηνούς το κάστρον εκείνο, εις το οποίον ευρίσκετο το λείψανον του Αποστόλου, δια τας αμαρτίας των εγκατοίκων, τότε και όλον το νησίον της Λιπάρας έμεινεν έρημον και ακατοίκητον. Όθεν ο άρχων της πόλεως Βενένδου, μαθών τα θαύματα οπού εγίνοντο παρά του αποστολικού λειψάνου, εκινήθη με μίαν ζέουσαν πίστιν, οπού είχε προς τον του Κυρίου Απόστολον. Και προσκαλέσας μερικούς ανθρώπους από την πόλιν την καλουμένην των Αμαλφηνών, επαρακάλεσεν αυτούς να υπάγουν να φέρουν εις αυτόν τον πολύτιμον θησαυρόν του αποστολικού λειψάνου, το οποίον και έγινεν. Όθεν ο ρηθείς άρχων της Βενένδου από μακρόν διάστημα της θαλάσσης, ευγήκεν εις το να προϋπαντήση τον του Κυρίου Απόστολον, έχων μαζί του και τον Επίσκοπον της πόλεως, και άλλους πολλούς κληρικούς και λαϊκούς. Φέρωντας δε μετά πολλής τιμής και ευλαβείας το άγιον λείψανον εις την πόλιν, απέθετο αυτό εις ένα τόπον σεβασμιώτατον, όπου ευρισκόμενον, ενεργεί καθ’ εκάστην διαφόρους ιατρείας και θαύματα τοις μετά πίστεως αυτώ προστρέχουσιν, εις δόξαν του υπεραγάθου Θεού (1).
(1) Σημείωσαι, ότι εγκώμιον έπλεξεν εις την αποστολικήν κορυφήν του Βαρθολομαίου Νικήτας ο Ρήτωρ, ου η αρχή· «Θερμός ο πόθος, αλλά αδρανής ο νους. Ζέων ο έρως, αλλ’ ευτελής ο λόγος». (Σώζεται δε εν τη Λαύρα, εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου, και εν τω πέμπτω Πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου.) Γράφει δε ο Μελέτιος, τόμω β’ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, ότι επί του βασιλέως Λουδοβίκου, μετεκομίσθη το λείψανον του Αγίου τούτου Βαρθολομαίου, από την Λιπάραν νήσον, εις την Βενεβεντόν πόλιν της Ιταλίας.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Αποστόλου Τίτου Επισκόπου Γορτύνης της κατά Κρήτην (2), μαθητού του Αγίου Αποστόλου Παύλου.
Ήτω παρ’ ημίν και Τίτω βραχύς τίτλος,
Τούτου τελευτήν την εν ειρήνη φέρων.
Ούτος ο μακάριος Τίτος εκατάγετο από το γένος του Μίνωνος του βασιλέως της Κρήτης, καθώς λέγει Ζηνάς ο νομικός, ο συγγράψας τον Βίον του Αποστόλου τούτου (3), τον οποίον Ζηνάν αναφέρει και ο Απόστολος Παύλος εν τη προς Τίτον Επιστολή λέγων· «Ζηνάν τον νομικόν σπουδαίως πρόπεμψον» (Τιτ. γ’, 13). Ούτος λοιπόν ο θεσπέσιος Τίτος εις την αρχήν της ζωής του, έδειξε πολλήν σπουδήν και επιμέλειαν εις την παιδείαν και μάθησιν, την παρά των Ελλήνων θαυμαζομένην. Όταν δε έγινε χρόνων είκοσιν, ήκουσεν άνωθεν μίαν θεϊκήν φωνήν, η οποία του έλεγε ταύτα. Τίτε, πρέπει να αναχωρήσης από εδώ, δια να σώσης την ψυχήν σου, επειδή η εξωτερική παιδεία αύτη δεν θέλει σε ωφελήσει. Θέλωντας δε να ακούση και δεύτερον την ιδίαν φωνήν, δια να πληροφορηθή περισσότερον και να μη πλανηθή (ήξευρε γαρ τας πλάνας οπού εγίνοντο από τας φωνάς των ειδώλων και των δαιμόνων) έμεινεν ακόμη εννέα χρόνους εις την των γραμμάτων παιδείαν. Τότε δε επροστάχθη δια θεϊκού οράματος, να αναγνώση την Βίβλον των Εβραίων. Όθεν πέρνωντας ο Τίτος την Παλαιάν Γραφήν, άνοιξεν αυτήν, και ευρίσκει το ρητόν του Προφήτου Ησαΐου το λέγον· «Εγκαινίζεσθε προς με νήσοι πολλαί. Ισραήλ σώζεται παρά Κυρίου σωτηρίαν αιώνιον» (Ησ. με’, 16).
Ο δε ανθύπατος και ηγεμών της Κρήτης, όστις ήτον θείος του Αγίου Τίτου, ακούσας την σωτήριον Γέννησιν του Χριστού, και τα θαύματα οπού έκαμνεν εις τα Ιεροσόλυμα, και εις άλλους τόπους της Παλαιστίνης, εσυμβουλεύθη με τους πρώτους άρχοντας της Κρήτης· και ούτως απέστειλε τούτον τον ανεψιόν του Τίτον εις τα Ιεροσόλυμα, ως όντα ικανόν να ακούση και να παραστήση δια λόγου εκείνα, οπού ήθελεν ακούση. Ο Τίτος λοιπόν πηγαίνωντας εις τα Ιεροσόλυμα, επροσκύνησε τον Δεσπότην Χριστόν, και εθεώρησε τα θαυμάσιά του, είδε δε και τα σωτήρια τούτου Πάθη και την ταφήν και την Ανάστασιν και την θείαν Ανάληψιν και την εις τους σεπτούς Αποστόλους επιδημίαν και έλευσιν του Αγίου Πνεύματος. Όθεν πιστεύσας τω Χριστώ, εσυναριθμήθη και αυτός με τους εκατόν είκοσιν, οπού έλαβον το Πνεύμα το Άγιον κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. Έπειτα χειροτονείται και αποστέλλεται μαζί με τον Παύλον, δια να κηρύττη το Ευαγγέλιον. Επήγε λοιπόν ο θείος Τίτος μετά του Παύλου εις Αντιόχειαν και εις Σελεύκειαν και εις Κύπρον και εις Σαλαμίνα και Πάφον, τας εν τη Κύπρω ευρισκομένας. Από εκεί δε επήγεν εις την Πέργην της Παμφυλίας, και εις Αντιόχειαν της Πισσιδείας, και εις το Ικόνιον εν τω οίκω του Αγίου Ονησιφόρου. Έπειτα επήγεν εις Λύστραν και Δέρβην. Και δια να ειπώ καθολικώς, εις κάθε τόπον και πόλιν εκήρυττε τον λόγον του Θεού μαζί με τον Απόστολον Παύλον. Όταν δε ο εις την αδελφήν του Αγίου Τίτου γαμβρός, Ρουστίλος ονόματι, είχε δύω χρόνους οπού εξουσίαζε την Κρήτην, τότε επήγεν εις την αυτήν Κρήτην ο Τίτος ομού με τον Απόστολον Παύλον. Έπειτα αναχωρήσας από την Κρήτην μετά του Παύλου, επήγεν εις την Ασίαν, και από εκεί επήγεν ομού με τον Παύλον εις την Ρώμην, και εκεί έμεινεν ο Τίτος έως οπού εφονεύθη ο Παύλος από τον Νέρωνα (4).
Μετά δε τον μαρτυρικόν θάνατον του Παύλου, εγύρισεν ο Τίτος εις την Κρήτην, και κατέστησεν, ήτοι εχειροτόνησεν εις αυτήν Επισκόπους και Πρεσβυτέρους, και διαλάμψας εις αυτήν, ανεπαύθη εν Κυρίω. Όλοι δε οι χρόνοι της ζωής του θείου Τίτου έγιναν εννενηντατέσσαρες. Όταν γαρ από την Κρήτην επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα, ήτον χρόνων είκοσιν. Έμεινε δε εις τα Ιεροσόλυμα έως εις την Ανάληψιν του Κυρίου, ήτοι χρόνον ένα. Μετά δε την Ανάληψιν διέτριψεν εις τα Ιεροσόλυμα χρόνους δέκα. Έπειτα εχειροτονήθη Επίσκοπος από τους κορυφαίους Αποστόλους, και διεπέρασε χρόνους δεκαοκτώ εις το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Εκήρυξε δε, εις τα νησία μεν, χρόνους έξι. Εις δε την πατρίδα του την Κρήτην, χρόνους τριανταεννέα. Όθεν όλοι συναπτόμενοι, γίνονται χρόνοι εννενηντατέσσαρες. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία.
(2) Εκ της προς Τίτον όμως επιστολής του Αποστόλου Παύλου ικανώς πιθανολογείται, ότι ο Τίτος ήτον Επίσκοπος κοινώς όλης της Κρήτης, και ουχί μιας πόλεως αυτής Επίσκοπος. Σημείωσαι, ότι ο Απόστολος ούτος Τίτος, εχειροτόνησεν Επίσκοπον Μύρων, τον Άγιον Νίκανδρον, και Πρεσβύτερον, τον Άγιον Ιερομάρτυρα Έρμαιον, οίτινες εορτάζονται κατά την τετάρτην του Νοεμβρίου.
(3) Ο Ζηνάς ούτος, όστις και Ζήνων ονομάζεται, εορτάζεται κατά την εικοστήν εβδόμην του Σεπτεμβρίου μετά Μάρκου και Αριστάρχου.
(4) Εδώ είναι άξιον να απορήση τινάς, ότι εάν ο Τίτος ανεχώρησεν από την Κρήτην μαζί με τον Παύλον, και έμεινε με αυτόν έως ου εφονεύθη, πότε ο Παύλος έγραψε την προς αυτόν Επιστολήν; εις την οποίαν φανερώς γράφει, ότι αφήκε τον Τίτον εις την Κρήτην; ούτω γάρ φησι· «Τούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Κρήτη, ίνα τα ελλείποντα επιδιορθώση, και καταστήσης κατά πόλιν Πρεσβυτέρους, ως εγώ σοι διεταξάμην» (Τιτ. α’, 5). Όθεν ίνα μη αντίφασις παρακολουθή, πρέπει να νοήσωμεν, ότι ο Τίτος έμεινεν εις την Κρήτην, ως γράφεται εν τη Επιστολή. Και ότι δεν ηκολούθησεν εις τον Παύλον, ως γράφεται εδώ.
*
Των εν Αγίοις πατέρων ημών Επιφανίου και Ιωάννου Αρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως.
Εις τον Επιφάνιον.
Σπάσας τελευτής Επιφάνιος μέθυ (ήτοι οίνον),
Κείται τραπείς εις ύπνον ευθύς τω κάρω (5).
Εις τον Ιωάννην.
Ω πώς τελευτή του καλού Ιωάννου,
Σβέννυται λύχνος της Θεού Εκκλησίας! (6)
(5) Ο Επιφάνιος ούτος έγινε μετά τον κατωτέρω Ιωάννην τον δεύτερον Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, πατριαρχεύσας χρόνους δεκαπέντε και μήνας τρεις και ημέρας τινάς, και ετελεύτησε τω φλε’ [535] έτει. Έγινε δε διάδοχός του Άνθιμος ο αιρετικός.
(6) Ο Ιωάννης ούτος ο δεύτερος, έγινε Πατριάρχης μετά τον Τιμόθεον, και μείνας εις τον θρόνον χρόνους δύω και μήνας δέκα, ετελεύτησε τω φκ’ [520] έτει, αφήσας διάδοχόν του τον ανωτέρω Επιφάνιον. Περιττώς δε γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις, η μνήμη του Πατριάρχου Γενναδίου. Αύτη γαρ προεγράφη κατά την δεκάτην εβδόμην του Νοεμβρίου.
*
Μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Μηνά Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.
Ο κόσμος εκλέλοιπε της Εκκλησίας,
Μηνάς γαρ εκλέλοιπεν εκ των ενθάδε.
Ο μακάριος ούτος Μηνάς ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού του Μεγάλου, εν έτει φνγ’ [553], Πρεσβύτερος της εν Κωνσταντινουπόλει αγίας Εκκλησίας. Εχειροτονήθη δε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως από τον Αγαπητόν, τον Πάπαν της Ρώμης, ο οποίος τότε είχεν αναβή εις Κωνσταντινούπολιν, και εκάθηρε μεν, τον αιρετικόν Άνθιμον, Πατριάρχην όντα Κωνσταντινουπόλεως, εχειροτόνησε δε αντ’ αυτού, τον μακάριον τούτον Μηνάν. Καλώς λοιπόν ούτος κυβερνήσας την του Χριστού Εκκλησίαν, και αυξήσας το του Χριστού ποίμνιον, προς Κύριον εξεδήμησε. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία (7).
(7) Ο Μηνάς ούτος έγινε Πατριάρχης μετά τον Τραπεζούντος Άνθιμον τον αιρετικόν, όστις μείνας εις τον θρόνον χρόνους δεκαέξ και μήνας εξ, ετελεύτησεν, αφήσας διάδοχον τον Ευτύχιον, του οποίου όρα το Συναξάριον κατά την έκτην του Απριλλίου. Κατά τους χρόνους του Μηνά τούτου, συνεκροτήθη η αγία και Οικουμενική Πέμπτη Σύνοδος εν έτει φνγ’ [553].
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΕ΄, ἡ ἐπάνοδος τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου Βαρθολομαίου.
Ἵνα τρυγῶμεν ἄφθονον πιστοὶ χάριν,
Βαρθολομαῖος εὑρέθη κεκρυμμένος.
Σὸν νέκυν εἰκάδι Βαρθολομαῖε ἐφεῦρον πέμπτῃ.
Καιρὸς ἐπιτήδειος εἶναι εἰς ἐμέ, διὰ νὰ εἰπῶ τὸ δαβιτικὸν ἐκεῖνο λόγιον· «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ» (Ψαλ. ξζ΄, 38). Ἐπειδὴ καὶ θέλω νὰ διηγηθῶ ἕνα φοβερὸν καὶ ἐξαίσιον θαῦμα, ὁποῦ ἐνήργησεν ὁ Θεὸς διὰ τῶν Ἁγίων του. Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Βαρθολομαῖος, ἐπεριπάτει εἰς διαφόρους τόπους, κηρύττων τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τελευταῖον δὲ πηγαίνωντας εἰς τὴν Μεγάλην Ἁρμενίαν, ἐκεῖ ἐσταυρώθη. Τὸ δὲ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον ἔβαλον οἱ ἐκεῖ εὑρεθέντες Χριστιανοί, μέσα εἰς ἕνα σεντοῦκι πέτρινον, καὶ ἔκρυψαν αὐτὸ εἰς τὴν Οὐρβανόπολιν. Ἀλλ’ ἐπειδὴ τὸ σεντοῦκι ἐκεῖνο, πάντοτε ἔκαμνε διαφόρους ἰατρείας, διὰ τοῦτο ἐσύντρεχον εἰς αὐτὸ οἱ λαοί, καὶ ἐλυτρόνοντο ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἀσθενείας ὁποῦ εἶχον. Ταῦτα δὲ τὰ θαύματα καὶ τὰς ἰατρείας, βλέποντες οἱ τοῦ Διαβόλου ὑπηρέται Ἕλληνες, ἐλύσσαζον ἐναντίον τοῦ ἁγίου ἐκείνου σεντουκίου, καὶ τοῦ ἐν αὐτῷ εὑρισκομένου ἀποστολικοῦ λειψάνου. Ὅθεν ἕνα καιρὸν εὑρόντες ἄδειαν, ἔρριψαν τὸ σεντοῦκι εἰς τὴν θάλασσαν, μαζὶ μὲ ἄλλα τέσσαρα σεντούκια, τὰ ὁποῖα εἶχον μέσα τὰ λείψανα τεσσάρων Μαρτύρων, Παπιανοῦ, Λουκιανοῦ, Γρηγορίου, καὶ Ἀκακίου. Τοῦτο δὲ οἰκονόμησεν ὁ Θεὸς νὰ γένῃ ἕνα μέν, ἵνα καὶ ἡ τόση πολλὴ θάλασσα ὁποῦ διεπέρασαν, ἁγιασθῇ διὰ μέσου αὐτῶν. Καὶ ἄλλο δέ, ἵνα καὶ οἱ τόποι εἰς τοὺς ὁποίους ἐδιαμοιράσθησαν τὰ ἅγια ταῦτα λείψανα, εὐλογηθῶσιν. Ὁ γὰρ Ἅγιος Ἀπόστολος Βαρθολομαῖος διαπεράσας τοὺς μεγάλους κόλπους τῆς Μαύρης Θαλάσσης, καὶ παρατρέξας τὰ στενὰ βάθη τῆς Ἑλλησπόντου, ἤτοι τῆς Προποντίδος, ἔφθασεν εἰς τὸ Αἰγαῖον Πέλαγος. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπῆγεν εἰς τὸ Ἀδριατικόν, τὸ ὁποῖον ἀρχίζει ἀπὸ τὸ Τζυρίγον καὶ φθάνει ἕως εἰς τὴν Βενετίαν. Ἀφήσας δὲ ἀριστερὰ τὴν περιφανῆ καὶ μεγάλην νῆσον τῆς Σικελίας, εἶχε συνακολουθοῦντας αὐτῷ καὶ τοὺς εἰς τὰ ἄλλα σεντούκια εὑρισκομένους, τέσσαρας καλλινίκους Μάρτυρας, οὓς προείπομεν. Κατευωδώθη δὲ εἰς τὴν νῆσον τὴν καλουμένην Λιπάραν.
Καὶ οἱ μὲν καλλίνικοι τέσσαρες Μάρτυρες (ὡς θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου Κύριε! καὶ τίς λόγος ἐξαρκέσει πρὸς ὕμνον τῶν θαυμασίων σου;) οἱ τέσσαρες, λέγω, Μάρτυρες ἐσυντρόφευσαν τὸν Ἅγιον Ἀπόστολον Βαρθολομαῖον, παραστεκόμενοι εἰς αὐτὸν ὡσὰν εἰς βασιλέα, ἕως ὁποῦ ἐπῆγεν ὁ Ἀπόστολος εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὅπου αὐτὸς ἠθέλησεν. Ἔπειτα ἐγύρισαν καὶ ἐπῆγεν ὁ καθεὶς ἀπὸ αὐτούς, ὅπου ηὐδόκησεν ἡ τοῦ Θεοῦ Πρόνοια. Ὁ μὲν γὰρ Μάρτυς Παπιανός, εὐγῆκεν εἰς τὴν Ἅμιλαν πόλιν τῆς Σικελίας. Ὁ δὲ Μάρτυς Λουκιανός, εὐγῆκεν εἰς τὴν Μεσσήνην τῆς αὐτῆς Σικελίας. Ὁ δὲ Γρηγόριος, εὐγῆκεν εἰς τὴν Κολίμην, ἥτις εἶναι πόλις τῆς ἐν τῇ Ἰταλίᾳ Καλαβρίας. Ὁ δὲ Ἅγιος Ἀκάκιος, εὐγῆκεν εἰς πόλιν καλουμένην Ἀσκάλους. Τότε λοιπὸν ἐφανέρωσε τὸν ἑαυτόν του ὁ θεῖος Ἀπόστολος διὰ θείας ἀποκαλυψεως, εἰς τὸν Ἐπίσκοπον τῆς νήσου Λιπάρας, Ἀγάθωνα ὀνομαζομενον, ὁ ὁποῖος παρευθὺς ἐσπούδασε καὶ ἐκατέβη εἰς τὸν αἰγιαλόν. Βλέπωντας δὲ τὸ μέγα καὶ φρικτὸν τεράστιον, τὸ σεντοῦκι, λέγω, ὁποῦ εἶχε τὸ ἀποστολικὸν λείψανον, ἐγέμωσεν ἀπὸ ἀπορίαν καὶ θάμβος, καὶ ταῦτα μετὰ θαύματος ἀνεβόησε. Πόθεν σοι ὦ νῆσος Λιπάρα; Πόθεν σοι ὁ πολὺς οὗτος πλοῦτος καὶ θησαυρὸς ἠκολούθησεν; Ὄντως καθ’ ὑπερβολὴν ἐμεγαλύνθης! Ὄντως πολλὰ ἐδοξάσθης! Λοιπὸν χόρευσον, λοιπὸν σκίρτησον, καὶ ὑπόδεξαι μὲ τὰς ἐδικάς σου χεῖρας τὸν θησαυρόν, καὶ βόησον πρὸς αὐτόν. Καλῶς ἦλθες, καλῶς ἦλθες ὁ Ἀπόστολος τοῦ Κυρίου. Ταῦτα καὶ ἄλλα πολλὰ ὁ Ἐπίσκοπος εἰπών, καὶ ἐγκωμιάσας, τόσον τὸν Ἅγιον Ἀπόστολον, ὅσον καὶ τὴν νῆσον τῆς Λιπάρας, κατέπαυσε τὸν λόγον.
Ἐπειδὴ δὲ ἔπρεπε νὰ ἀποκατασταθῇ τὸ ἱερὸν σεντοῦκι τοῦ Ἀποστόλου εἰς τόπον ἔνδοξον, εἰς τὸν ὁποῖον ἔμελλε μετὰ ταῦτα νὰ κτισθῇ καὶ Ναὸς εἰς δόξαν τοῦ πανευφήμου Ἀποστόλου· διὰ τοῦτο, πολλοὶ μὲν ἐτράβιζαν εἰς ἕνα καὶ ἄλλον τόπον τὴν τιμίαν ἐκείνην καὶ παμμεγέθη λάρνακα, (ἤτοι τὸ σεντοῦκι) αὐτὴ ὅμως δὲν ἐκινεῖτο τελείως ἀπὸ τὸν τόπον της, οὔτε ὑπήκουεν εἰς αὐτούς, ἕως ὁποῦ ὁ μακάριος Ἀγάθων κατὰ θείαν ἀποκάλυψιν, ἔδεσεν αὐτὴν μὲ σχοινία εἰς δύω δαμάλεις, καὶ ἐτράβιξεν αὐτὴν διὰ τῶν δαμάλεων εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὅπου ἦτον τοῦ Ἀποστόλου θέλημα. Κοντὰ δὲ εἰς τὰ ἄλλα θαύματα, ὁποῦ ἐνεργήθησαν ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου, προσετέθη καὶ ἄλλο μεγαλώτατον, τὸ ὁποῖον φαίνεται ἴσως καὶ ἄπιστον εἰς τοὺς ἀπείρους τῶν τοῦ Θεοῦ θαυμάτων. Νησάκι μικρόν, Πυρχάνος (ἢ Βουλκάνος) ὀνομαζόμενον, εἶναι κοντὰ εἰς τὴν νῆσον τῆς Λιπάρας, τὸ ὁποῖον ἔχει μίαν βρύσιν ἀναβράζουσαν θερμὸν νερὸν νύκτα καὶ ἡμέραν, διὰ τὴν ὁποίαν ἔβλαπτε τὴν Λιπάραν, ἐπειδὴ καὶ ἦτον πολλὰ κοντὰ εἰς αὐτήν. Τὸ νησίδιον λοιπὸν τοῦτο κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐτραβίζετο ὑπὸ τῶν δαμάλεων ἡ θήκη τοῦ Ἀποστόλου, ἐτραβίχθη ὑπὸ τῆς θείας Δυνάμεως μακρὰν ἀπὸ τὴν Λιπάραν ἑπτὰ στάδια, ἤτοι ἓν μίλιον σχεδόν, καὶ οὕτω φαίνεται τραβιγμένον ἕως τὴν σήμερον. Ὅθεν μήτε τὴν Λιπάραν βλάπτει εἰς τὸ ἑξῆς, καὶ τὴν δύναμιν καὶ χάριν ἀνακηρύττει πάντοτε τοῦ λειψάνου τοῦ Ἀποστόλου. Ὢ παραδόξων θαυμάτων! ὢ ὑπερφυσικῶν τερατουργημάτων! ποῦ ἠκούσθησαν τοιαῦτα θαυμάσια εἰς ὅλην τὴν ὑφήλιον;
Ὅταν δὲ ὁ Ἐπίσκοπος Ἀγάθων ἔκτισε Ναὸν ὡραιότατον εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἀποστόλου, τότε ἀπεθησαύρισεν εἰς αὐτὸν τὸ σεβάσμιον καὶ ἀποστολικὸν λείφανον, μαζὶ μὲ τὴν πετρίνην λάρνακα. Ὅσα δὲ θαύματα ἐγίνοντο καθ’ ἡμέραν ἐκεῖ, τίς ἠμπορεῖ νὰ τὰ διηγηθῇ; Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν πάμπολλοι χρόνοι, κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ βασιλέως Θεοφίλου τοῦ Εἰκονομάχου, ἐν ἔτει ωκθ΄ [829], ἐπάρθη ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνοὺς τὸ κάστρον ἐκεῖνο, εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο τὸ λείψανον τοῦ Ἀποστόλου, διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν ἐγκατοίκων, τότε καὶ ὅλον τὸ νησίον τῆς Λιπάρας ἔμεινεν ἔρημον καὶ ἀκατοίκητον. Ὅθεν ὁ ἄρχων τῆς πόλεως Βενένδου, μαθὼν τὰ θαύματα ὁποῦ ἐγίνοντο παρὰ τοῦ ἀποστολικοῦ λειψάνου, ἐκινήθη μὲ μίαν ζέουσαν πίστιν, ὁποῦ εἶχε πρὸς τὸν τοῦ Κυρίου Ἀπόστολον. Καὶ προσκαλέσας μερικοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν πόλιν τὴν καλουμένην τῶν Ἀμαλφηνῶν, ἐπαρακάλεσεν αὐτοὺς νὰ ὑπάγουν νὰ φέρουν εἰς αὐτὸν τὸν πολύτιμον θησαυρὸν τοῦ ἀποστολικοῦ λειψάνου, τὸ ὁποῖον καὶ ἔγινεν. Ὅθεν ὁ ῥηθεὶς ἄρχων τῆς Βενένδου ἀπὸ μακρὸν διάστημα τῆς θαλάσσης, εὐγῆκεν εἰς τὸ νὰ προϋπαντήσῃ τὸν τοῦ Κυρίου Ἀπόστολον, ἔχων μαζί του καὶ τὸν Ἐπίσκοπον τῆς πόλεως, καὶ ἄλλους πολλοὺς κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Φέρωντας δὲ μετὰ πολλῆς τιμῆς καὶ εὐλαβείας τὸ ἅγιον λείψανον εἰς τὴν πόλιν, ἀπέθετο αὐτὸ εἰς ἕνα τόπον σεβασμιώτατον, ὅπου εὑρισκόμενον, ἐνεργεῖ καθ’ ἑκάστην διαφόρους ἰατρείας καὶ θαύματα τοῖς μετὰ πίστεως αὐτῷ προστρέχουσιν, εἰς δόξαν τοῦ ὑπεραγάθου Θεοῦ (1).
(1) Σημείωσαι, ὅτι ἐγκώμιον ἔπλεξεν εἰς τὴν ἀποστολικὴν κορυφὴν τοῦ Βαρθολομαίου Νικήτας ὁ Ῥήτωρ, οὗ ἡ ἀρχή· «Θερμὸς ὁ πόθος, ἀλλὰ ἀδρανὴς ὁ νοῦς. Ζέων ὁ ἔρως, ἀλλ’ εὐτελὴς ὁ λόγος». (Σῴζεται δὲ ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου, καὶ ἐν τῷ πέμπτῳ Πανηγυρικῷ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου.) Γράφει δὲ ὁ Μελέτιος, τόμῳ β΄ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, ὅτι ἐπὶ τοῦ βασιλέως Λουδοβίκου, μετεκομίσθη τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου τούτου Βαρθολομαίου, ἀπὸ τὴν Λιπάραν νῆσον, εἰς τὴν Βενεβεντὸν πόλιν τῆς Ἰταλίας.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου Ἐπισκόπου Γορτύνης τῆς κατὰ Κρήτην (2), μαθητοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου.
Ἤτω παρ’ ἡμῖν καὶ Τίτῳ βραχὺς τίτλος,
Τούτου τελευτὴν τὴν ἐν εἰρήνῃ φέρων.
Οὗτος ὁ μακάριος Τίτος ἐκατάγετο ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Μίνωνος τοῦ βασιλέως τῆς Κρήτης, καθὼς λέγει Ζηνᾶς ὁ νομικός, ὁ συγγράψας τὸν Βίον τοῦ Ἀποστόλου τούτου (3), τὸν ὁποῖον Ζηνᾶν ἀναφέρει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐν τῇ πρὸς Τίτον Ἐπιστολῇ λέγων· «Ζηνᾶν τὸν νομικὸν σπουδαίως πρόπεμψον» (Τίτ. γ΄, 13). Οὗτος λοιπὸν ὁ θεσπέσιος Τίτος εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς ζωῆς του, ἔδειξε πολλὴν σπουδὴν καὶ ἐπιμέλειαν εἰς τὴν παιδείαν καὶ μάθησιν, τὴν παρὰ τῶν Ἑλλήνων θαυμαζομένην. Ὅταν δὲ ἔγινε χρόνων εἴκοσιν, ἤκουσεν ἄνωθεν μίαν θεϊκὴν φωνήν, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε ταῦτα. Τίτε, πρέπει νὰ ἀναχωρήσῃς ἀπὸ ἐδῶ, διὰ νὰ σώσῃς τὴν ψυχήν σου, ἐπειδὴ ἡ ἐξωτερικὴ παιδεία αὕτη δὲν θέλει σὲ ὠφελήσει. Θέλωντας δὲ νὰ ἀκούσῃ καὶ δεύτερον τὴν ἰδίαν φωνήν, διὰ νὰ πληροφορηθῇ περισσότερον καὶ νὰ μὴ πλανηθῇ (ἤξευρε γὰρ τὰς πλάνας ὁποῦ ἐγίνοντο ἀπὸ τὰς φωνὰς τῶν εἰδώλων καὶ τῶν δαιμόνων) ἔμεινεν ἀκόμη ἐννέα χρόνους εἰς τὴν τῶν γραμμάτων παιδείαν. Τότε δὲ ἐπροστάχθη διὰ θεϊκοῦ ὁράματος, νὰ ἀναγνώσῃ τὴν Βίβλον τῶν Ἑβραίων. Ὅθεν πέρνωντας ὁ Τίτος τὴν Παλαιὰν Γραφήν, ἄνοιξεν αὐτήν, καὶ εὑρίσκει τὸ ῥητὸν τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου τὸ λέγον· «Ἐγκαινίζεσθε πρός με νῆσοι πολλαί. Ἰσραὴλ σῴζεται παρὰ Κυρίου σωτηρίαν αἰώνιον» (Ἡσ. με΄, 16).
Ὁ δὲ ἀνθύπατος καὶ ἡγεμὼν τῆς Κρήτης, ὅστις ἦτον θεῖος τοῦ Ἁγίου Τίτου, ἀκούσας τὴν σωτήριον Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὰ θαύματα ὁποῦ ἔκαμνεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ εἰς ἄλλους τόπους τῆς Παλαιστίνης, ἐσυμβουλεύθη μὲ τοὺς πρώτους ἄρχοντας τῆς Κρήτης· καὶ οὕτως ἀπέστειλε τοῦτον τὸν ἀνεψιόν του Τίτον εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ὡς ὄντα ἱκανὸν νὰ ἀκούσῃ καὶ νὰ παραστήσῃ διὰ λόγου ἐκεῖνα, ὁποῦ ἤθελεν ἀκούσῃ. Ὁ Τίτος λοιπὸν πηγαίνωντας εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἐπροσκύνησε τὸν Δεσπότην Χριστόν, καὶ ἐθεώρησε τὰ θαυμάσιά του, εἶδε δὲ καὶ τὰ σωτήρια τούτου Πάθη καὶ τὴν ταφὴν καὶ τὴν Ἀνάστασιν καὶ τὴν θείαν Ἀνάληψιν καὶ τὴν εἰς τοὺς σεπτοὺς Ἀποστόλους ἐπιδημίαν καὶ ἔλευσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅθεν πιστεύσας τῷ Χριστῷ, ἐσυναριθμήθη καὶ αὐτὸς μὲ τοὺς ἑκατὸν εἴκοσιν, ὁποῦ ἔλαβον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς. Ἔπειτα χειροτονεῖται καὶ ἀποστέλλεται μαζὶ μὲ τὸν Παῦλον, διὰ νὰ κηρύττῃ τὸ Εὐαγγέλιον. Ἐπῆγε λοιπὸν ὁ θεῖος Τίτος μετὰ τοῦ Παύλου εἰς Ἀντιόχειαν καὶ εἰς Σελεύκειαν καὶ εἰς Κύπρον καὶ εἰς Σαλαμῖνα καὶ Πάφον, τὰς ἐν τῇ Κύπρῳ εὑρισκομένας. Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ ἐπῆγεν εἰς τὴν Πέργην τῆς Παμφυλίας, καὶ εἰς Ἀντιόχειαν τῆς Πισσιδείας, καὶ εἰς τὸ Ἰκόνιον ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Ἁγίου Ὀνησιφόρου. Ἔπειτα ἐπῆγεν εἰς Λύστραν καὶ Δέρβην. Καὶ διὰ νὰ εἰπῶ καθολικῶς, εἰς κάθε τόπον καὶ πόλιν ἐκήρυττε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον. Ὅταν δὲ ὁ εἰς τὴν ἀδελφὴν τοῦ Ἁγίου Τίτου γαμβρός, Ῥουστῖλος ὀνόματι, εἶχε δύω χρόνους ὁποῦ ἐξουσίαζε τὴν Κρήτην, τότε ἐπῆγεν εἰς τὴν αὐτὴν Κρήτην ὁ Τίτος ὁμοῦ μὲ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον. Ἔπειτα ἀναχωρήσας ἀπὸ τὴν Κρήτην μετὰ τοῦ Παύλου, ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἀσίαν, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπῆγεν ὁμοῦ μὲ τὸν Παῦλον εἰς τὴν Ῥώμην, καὶ ἐκεῖ ἔμεινεν ὁ Τίτος ἕως ὁποῦ ἐφονεύθη ὁ Παῦλος ἀπὸ τὸν Νέρωνα (4).
Μετὰ δὲ τὸν μαρτυρικὸν θάνατον τοῦ Παύλου, ἐγύρισεν ὁ Τίτος εἰς τὴν Κρήτην, καὶ κατέστησεν, ἤτοι ἐχειροτόνησεν εἰς αὐτὴν Ἐπισκόπους καὶ Πρεσβυτέρους, καὶ διαλάμψας εἰς αὐτήν, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ. Ὅλοι δὲ οἱ χρόνοι τῆς ζωῆς τοῦ θείου Τίτου ἔγιναν ἐννενηντατέσσαρες. Ὅταν γὰρ ἀπὸ τὴν Κρήτην ἐπῆγεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἦτον χρόνων εἴκοσιν. Ἔμεινε δὲ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἕως εἰς τὴν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου, ἤτοι χρόνον ἕνα. Μετὰ δὲ τὴν Ἀνάληψιν διέτριψεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα χρόνους δέκα. Ἔπειτα ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος ἀπὸ τοὺς κορυφαίους Ἀποστόλους, καὶ διεπέρασε χρόνους δεκαοκτὼ εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐκήρυξε δέ, εἰς τὰ νησία μέν, χρόνους ἕξι. Εἰς δὲ τὴν πατρίδα του τὴν Κρήτην, χρόνους τριανταεννέα. Ὅθεν ὅλοι συναπτόμενοι, γίνονται χρόνοι ἐννενηντατέσσαρες. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ.
(2) Ἐκ τῆς πρὸς Τίτον ὅμως ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἱκανῶς πιθανολογεῖται, ὅτι ὁ Τίτος ἦτον Ἐπίσκοπος κοινῶς ὅλης τῆς Κρήτης, καὶ οὐχὶ μιᾶς πόλεως αὐτῆς Ἐπίσκοπος. Σημείωσαι, ὅτι ὁ Ἀπόστολος οὗτος Τίτος, ἐχειροτόνησεν Ἐπίσκοπον Μύρων, τὸν Ἅγιον Νίκανδρον, καὶ Πρεσβύτερον, τὸν Ἅγιον Ἱερομάρτυρα Ἕρμαιον, οἵτινες ἑορτάζονται κατὰ τὴν τετάρτην τοῦ Νοεμβρίου.
(3) Ὁ Ζηνᾶς οὗτος, ὅστις καὶ Ζήνων ὀνομάζεται, ἑορτάζεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἑβδόμην τοῦ Σεπτεμβρίου μετὰ Μάρκου καὶ Ἀριστάρχου.
(4) Ἐδῶ εἶναι ἄξιον νὰ ἀπορήσῃ τινάς, ὅτι ἐὰν ὁ Τίτος ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν Κρήτην μαζὶ μὲ τὸν Παῦλον, καὶ ἔμεινε μὲ αὐτὸν ἕως οὗ ἐφονεύθη, πότε ὁ Παῦλος ἔγραψε τὴν πρὸς αὐτὸν Ἐπιστολήν; εἰς τὴν ὁποίαν φανερῶς γράφει, ὅτι ἀφῆκε τὸν Τίτον εἰς τὴν Κρήτην; οὕτω γάρ φησι· «Τούτου χάριν κατέλιπόν σε ἐν Κρήτῃ, ἵνα τὰ ἐλλείποντα ἐπιδιορθώσῃ, καὶ καταστήσῃς κατὰ πόλιν Πρεσβυτέρους, ὡς ἐγώ σοι διεταξάμην» (Τίτ. α΄, 5). Ὅθεν ἵνα μὴ ἀντίφασις παρακολουθῇ, πρέπει νὰ νοήσωμεν, ὅτι ὁ Τίτος ἔμεινεν εἰς τὴν Κρήτην, ὡς γράφεται ἐν τῇ Ἐπιστολῇ. Καὶ ὅτι δὲν ἠκολούθησεν εἰς τὸν Παῦλον, ὡς γράφεται ἐδῶ.
*
Τῶν ἐν Ἁγίοις πατέρων ἡμῶν Ἐπιφανίου καὶ Ἰωάννου Ἀρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως.
Εἰς τὸν Ἐπιφάνιον.
Σπάσας τελευτῆς Ἐπιφάνιος μέθυ (ἤτοι οἶνον),
Κεῖται τραπεὶς εἰς ὕπνον εὐθὺς τῷ κάρῳ (5).
Εἰς τὸν Ἰωάννην.
Ὢ πῶς τελευτῇ τοῦ καλοῦ Ἰωάννου,
Σβέννυται λύχνος τῆς Θεοῦ Ἐκκλησίας! (6)
(5) Ὁ Ἐπιφάνιος οὗτος ἔγινε μετὰ τὸν κατωτέρω Ἰωάννην τὸν δεύτερον Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, πατριαρχεύσας χρόνους δεκαπέντε καὶ μῆνας τρεῖς καὶ ἡμέρας τινας, καὶ ἐτελεύτησε τῷ φλε΄ [535] ἔτει. Ἔγινε δὲ διάδοχός του Ἄνθιμος ὁ αἱρετικός.
(6) Ὁ Ἰωάννης οὗτος ὁ δεύτερος, ἔγινε Πατριάρχης μετὰ τὸν Τιμόθεον, καὶ μείνας εἰς τὸν θρόνον χρόνους δύω καὶ μῆνας δέκα, ἐτελεύτησε τῷ φκ΄ [520] ἔτει, ἀφήσας διάδοχόν του τὸν ἀνωτέρω Ἐπιφάνιον. Περιττῶς δὲ γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις, ἡ μνήμη τοῦ Πατριάρχου Γενναδίου. Αὕτη γὰρ προεγράφη κατὰ τὴν δεκάτην ἑβδόμην τοῦ Νοεμβρίου.
*
Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Μηνᾶ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ κόσμος ἐκλέλοιπε τῆς Ἐκκλησίας,
Μηνᾶς γὰρ ἐκλέλοιπεν ἐκ τῶν ἐνθάδε.
Ὁ μακάριος οὗτος Μηνᾶς ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ τοῦ Μεγάλου, ἐν ἔτει φνγ΄ [553], Πρεσβύτερος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει ἁγίας Ἐκκλησίας. Ἐχειροτονήθη δὲ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸν Ἀγαπητόν, τὸν Πάπαν τῆς Ῥώμης, ὁ ὁποῖος τότε εἶχεν ἀναβῆ εἰς Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἐκάθηρε μέν, τὸν αἱρετικὸν Ἄνθιμον, Πατριάρχην ὄντα Κωνσταντινουπόλεως, ἐχειροτόνησε δὲ ἀντ’ αὐτοῦ, τὸν μακάριον τοῦτον Μηνᾶν. Καλῶς λοιπὸν οὗτος κυβερνήσας τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, καὶ αὐξήσας τὸ τοῦ Χριστοῦ ποίμνιον, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις καὶ ἑορτὴ ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ (7).
(7) Ὁ Μηνᾶς οὗτος ἔγινε Πατριάρχης μετὰ τὸν Τραπεζοῦντος Ἄνθιμον τὸν αἱρετικόν, ὅστις μείνας εἰς τὸν θρόνον χρόνους δεκαὲξ καὶ μῆνας ἕξ, ἐτελεύτησεν, ἀφήσας διάδοχον τὸν Εὐτύχιον, τοῦ ὁποίου ὅρα τὸ Συναξάριον κατὰ τὴν ἕκτην τοῦ Ἀπριλλίου. Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Μηνᾶ τούτου, συνεκροτήθη ἡ ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Πέμπτη Σύνοδος ἐν ἔτει φνγ΄ [553].
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *