Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου24 Σεπτεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΔ’, μνήμη της Αγίας Πρωτομάρτυρος και Ισαποστόλου Θέκλης.
Αυτός σε σώζει Θέκλα ρήξας την πέτραν,
Ου τω πάθει πριν ερράγησαν αι πέτραι.
Πέτρη αμφί, τετάρτην εικάδα δέξατο Θέκλην.
Αύτη ήτον από την πόλιν του Ικονίου, θυγάτηρ μεν Θεοκλείας, ευγενούς τινος και επιφανούς γυναικός Ελληνίδος, αρραβωνισμένη δε με άνδρα Θάμυριν ονομαζόμενον, όταν ήτον χρόνων δεκαοκτώ. Όταν δε ο Απόστολος Παύλος επήγεν από την Αντιόχειαν εις το Ικόνιον, εξενοδοχείτο εις τον οίκον του Ονησιφόρου, και εκεί εδίδασκε την εις Χριστόν πίστιν όλους εκείνους, οπού προς αυτόν εσύντρεχον. Τότε και η μακαρία αύτη Θέκλα εν τη γειτωνεία εκείνη καθημένη, ήκουεν από την θυρίδα τα γλυκύτατα λόγια του μακαρίου Παύλου, με τόσην ηδονήν και επιθυμίαν, ώστε οπού αλησμόνει και φαγητόν, και πιοτόν, και όλα της τα προς το ζην αναγκαία. Αλησμόνει δε και αυτήν ακόμη την μητέρα, και τον αρραβωνιστικόν της. Και μόλον οπού η μήτηρ και ο αρραβωνιστικός της εσπούδαζον να εμποδίσουν αυτήν από την ακρόασιν των γλυκυτάτων λογίων του Παύλου. Όθεν όταν ο Παύλος εφυλακώθη, τότε η αοίδιμος αύτη πηγαίνουσα την νύκτα εις την φυλακήν, ενετρύφα εις την ουράνιον διδασκαλίαν του Αποστόλου, και από τότε ηκολούθει αυτώ.
Επειδή δε και οι δύω παρεστάθησαν εις τον ανθύπατον, ο μεν Παύλος δαρθείς, εδιώχθη έξω από την χώραν του Ικονίου. Η δε Θέκλα, εβάλθη εις την φωτίαν. Και δια της θείας χάριτος μείνασα αβλαβής, ευγήκε δια να υπάγη εις αναζήτησιν του Αποστόλου. Όθεν ευρούσα αυτόν κρυπτόμενον μέσα εις ένα τάφον, ομού με τον Ονησιφόρον τον ξενοδόχον του, επήγε μαζί με αυτόν εις την Αντιόχειαν. Ευθύς δε οπού εμβήκαν εις την πόλιν, ένας πρώτος άρχων της Αντιοχείας, Αλέξανδρος ονομαζόμενος, βλέπωντας την Θέκλαν, αιχμαλωτίσθη από τον αυτής έρωτα. Όθεν επειδή παρεκάλεσε τον Παύλον δια να πάρη αυτήν εις γυναίκα του, και δεν επέτυχε του ποθουμένου, δια τούτο επίασεν αυτήν αδιάντροπα εις το μέσον του δρόμου, και κατεφίλησεν αυτήν. Η δε Αγία φωνάζουσα, έσχισε το επανωφόρι του άρχοντος, και ρίπτουσα από την κεφαλήν του τον στέφανον οπού εφόρει, εζήτει μόνον τον πνευματικόν νυμφίον της Παύλον. Ο δε Αλέξανδρος μη υπομείνας την εντροπήν ταύτην και ατιμίαν, εγκαλεί την Θέκλαν εις τον ηγεμόνα. Και λοιπόν δίδεται η Μάρτυς τροφή εις μίαν λέαιναν, και έπειτα δίδεται εις λέοντας και αρκούδας. Διαφυλαχθείσα δε από τα θηρία αβλαβής, βλέπει ένα λάκκον γεμάτον από νερόν. Και επειδή προ πολλού επεθύμει να βαπτισθή, δια τούτο εμβαίνει μέσα εις το νερόν. Η δε φώκαις οπού ήτον μέσα εις το νερόν, ευθύς από θείαν δύναμιν έμειναν νεκραίς.
Έπειτα δίδεται πάλιν η Παρθένος εις τα θηρία. Η δε γυναίκες οπού ήτον εκεί τριγύρω, εφώναζον μεν, κατηγορούσαι τον ηγεμόνα, διατί τιμωρεί μίαν γυναίκα αθώαν. Προς δε την Αγίαν έδειχναν μεγάλην αγάπην και φιλοφροσύνην. Και μάλιστα η συγγενής του Καίσαρος Τρύφαινα, η οποία εμπιστεύθη εξ αρχής δια να φυλάττη την Αγίαν· και αντί δια την αποθανούσαν θυγατέρα της Φαλκονίλλαν είχε την Αγίαν Θέκλαν.
Μετά ταύτα εδέθη η Αγία κοντά εις δύω φοβερούς ταύρους του Αλεξάνδρου. Αλλά και από αυτούς έμεινεν αβλαβής. Όθεν επειδή, τόσον ο ηγεμών, όσον και ο άρχων Αλέξανδρος εστοχάσθησαν, ότι επιχειρούσιν αδύνατα πράγματα, μάλιστα δε, επειδή και έβλεπον την ευγενεστάτην Τρύφαιναν να λειποθυμή από την υπερβολικήν λύπην οπού εδοκίμαζε δια τα βάσανα της Θέκλης, τούτου χάριν φοβηθέντες, αφήκαν την Αγίαν ελευθέραν, δια να ζη όπως θέλει. Και λοιπόν ελευθερίαν λαβούσα η Αγία, μετά παρέλευσιν καιρού, επήγεν εις τα Μύρα και αντάμωσε τον μακάριον Παύλον. Και από εκεί πάλιν εγύρισεν εις το Ικόνιον με την γνώμην του Αποστόλου, διδάσκουσα εις τους απίστους το Ευαγγέλιον του Χριστού.
Επειδή δε έβλεπε την κατά σάρκα μητέρα της πως ήτον κωφή εις τα λόγια του Ευαγγελίου, και δεν ήθελε να πιστεύση, δια τούτο την άφησε, και ευγαίνουσα από το Ικόνιον, επήγεν εις τον τάφον, όπου εύρε πρότερον κεκρυμμένον τον Απόστολον Παύλον μαζί με τον Ονησιφόρον. Και τούτον προσκυνήσασα και καταφιλήσασα, επήγεν εις την Σελεύκειαν. Είτα ευγαίνουσα έξω από αυτήν έως ένα μίλιον, ανέβη εις το βουνόν το καλούμενον Καλαμών, και κατοικεί μέσα εις ένα σπήλαιον. Εκεί δε πολλάς ενοχλήσεις εδοκίμασεν η μακαρία από τους δαίμονας. Γενομένη δε γνώριμος εις όλους, τόσον δια τας αρετάς της, όσον και δια τα θαύματα, ετράβιξε πολλάς γυναίκας ευγενείς και αρχοντίσσας εις τον όμοιον ζήλον και μίμησιν της ασκήσεως.
Επειδή δε η Αγία εφαίνετο εις όλους άμισθος ιατρός της ψυχής και του σώματος, και εδίωκεν από τους ανθρώπους τους δαίμονας, τούτου χάριν εφθονήθη από τους ιατρούς της Σελευκείας. Όθεν έστειλαν οι μιαροί εκείνοι μερικούς νέους ασελγείς δια να ατιμάσουν αυτήν. Αλλ’ η τιμία γραυς βλέπουσα αυτούς ορμήσαντας κατ’ επάνω της αδιάντροπα, επικαλέσθη τον Θεόν εις βοήθειαν. Και, ω του θαύματος! ακούει θείαν φωνήν οπού έλεγεν άνωθεν να έμβη μέσα εις την πέτραν, η οποία έχει να σχισθή δι’ αυτήν, και εκεί να αναπαυθή. Όθεν εισελθούσα εις την σχισθείσαν πέτραν, εγλύτωσε μεν από τα χέρια των ακολάστων εκείνων νέων, ανέβη δε η μακαρία εις τον νυμφίον της Χριστόν, ούσα χρόνων εννενήκοντα. (Ο κατά πλάτος Βίος αυτής συνεγράφη από Συμεών τον Μεταφραστήν, ου η αρχή· «Άρτι του μεγάλου της αληθείας», και ευρίσκεται απλούς εις τον Παράδεισον (1).)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Κόπριος.
Ουκ ην ο Κόπρις κόπρις, αλλ’ άλλος βότρυς,
Καλών κυπρισμόν προσφέρων τω Κυρίω.
Ούτος εγεννήθη εις μίαν κοπρίαν, ευρισκομένην έξωθεν του μοναστηρίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου. Διωκομένη γαρ η μήτηρ αυτού από τους Αγαρηνούς, ομού με άλλους πολλούς πλησιοχώρους, και καταφεύγουσα προς τον Άγιον Θεοδόσιον δια να γλυτώση από τας χείρας των ασεβών, εκρατήθη από τα κοιλοπονήματα. Και ευρίσκουσα την εκεί κοπρίαν, εγέννησε επάνω εις αυτήν. Αφ’ ου δε απέρασαν οι Αγαρηνοί, ευρίσκοντες οι Μοναχοί το βρέφος εν τη κοπρία, κατά προσταγήν του Αγίου Θεοδοσίου έλαβον αυτό, και Κόπριν επωνόμασαν. Έτρεφον δε αυτό με γάλα μιας αιγός. Η οποία έβοσκε μεν ομού με τας άλλας αίγας, όταν δε ήρχετο ο καιρός δια να βυζάνη το παιδίον, τότε εχώριζεν από τας άλλας, και μόνη εκατέβαινεν από το βουνόν. Και αφ’ ου εβύζανε το παιδίον, πάλιν εγύριζεν εις την συνήθη της βοσκήν. Και τούτο έκαμνεν, έως οπού το παιδίον αύξησε, και έτρωγε στερεωτέραν τροφήν.
Ούτος λοιπόν, όταν έφθασεν εις ηλικίαν τελειοτέραν, έγινεν αγαπητός κοντά εις τον Μέγαν Θεοδόσιον. Και επειδή εφύλαξεν αμόλυντον το κατ’ εικόνα, δια τούτο ηξιώθη και της του Πνεύματος χάριτος και τα θηρία υπέτασσε. Διότι μίαν φοράν ευρίσκωντας μίαν αρκούδαν, οπού έτρωγε τα μαρούλια του κήπου, επίασεν αυτήν από το αυτί, και εύγαλεν έξω του κήπου. Και επιτιμήσας αυτήν με την ευχήν του μεγάλου Θεοδοσίου, την έκαμε να μην έμβη πλέον εις τον κήπον.
Αλλά και μίαν φοράν αναβαίνωντας εις το βουνόν ομού με τον γαΐδαρον του μοναστηρίου δια να κόψη ξύλα, επειδή μία αρκούδα επλήγωσε τον γαΐδαρον εις το μηρί, επίασεν ο Όσιος την αρκούδαν, και εφόρτωσεν εις αυτήν τα ξύλα, ειπών· δεν θέλω σε αφήσω, αλλ’ εσύ θέλεις κάμνεις την υπηρεσίαν του γαϊδάρου οπού επλήγωσες, έως οπού να υγιάνη εκείνος. Και λοιπόν δια της ευχής του Αγίου Θεοδοσίου υπετάσσετο εις αυτόν η αρκούδα, και έφερνε τα ξύλα. Ούτος μίαν φοράν υπηρετών εις το μαγειρείον, και βλέπωντας οπού το καζάνι έβραζε, και εχύνετο έξω το μαγειρευόμενον όσπριον, επειδή δεν εύρε την συνειθισμένην χουλιάραν, έβαλε γυμνόν το χέρι του μέσα εις το καζάνι εκείνο, και ω του θαύματος! ευθύς έπαυσε το υπερβολικόν βράσιμον, χωρίς να λάβη παραμικράν βλάβην το χέρι του.
Επειδή δε ήτον στολισμένος με κάθε είδος αρετής, και μέχρι του γηρατείου του δεν αμέλησε την άσκησιν (διότι και με όλον οπού ήτον χρόνων εννενήκοντα, όμως ο τρισμακάριστος, πάντοτε εστέκετο εις τόπον απόκρυφον και επροσηύχετο). Δια ταύτα λέγω τα ένθεα αυτού κατορθώματα, ηξιώθη να βλέπη τον Μέγαν Θεοδόσιον, μετά τον εκείνου θάνατον, ο οποίος εφαίνετο εις αυτόν και συνέψαλλε με αυτόν. Εις όλον δε το ύστερον ήκουσε και μίαν φωνήν αυτού του ιδίου Θεοδοσίου οπού έλεγεν αυτώ ταύτα. Αδελφέ Κόπρι, ιδού οπού έφθασεν ο καιρός του θανάτου σου. Όθεν ελθέ προς εμέ, δια να αναπαυθής εις τον ετοιμασθέντα τόπον της αναπαύσεως. Λάμψας λοιπόν ο Όσιος ούτος ανάμεσα εις τους αγίους Πατέρας εκείνους, ωσάν ήλιος, στολισμένος μάλιστα ώντας και με το λαμπρόν της ιερωσύνης αξίωμα, μετά ολίγας ημέρας αφ’ ου ήκουσε την άνωθεν φωνήν, ασθένησεν ολίγον. Και αποχαιρετίσας όλους τους Πατέρας, και αδελφούς, απήλθε προς Κύριον.
(1) Σημείωσαι, ότι ο αυτός Μεταφραστής έχει και εγκώμιον εις την Αγίαν ταύτην Θέκλαν, ου η αρχή· «Θέκλης η μνήμη της μεγάλης Μάρτυρος». (Σώζεται εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων.)
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΔ΄, μνήμη τῆς Ἁγίας Πρωτομάρτυρος καὶ Ἰσαποστόλου Θέκλης.
Αὐτός σε σῴζει Θέκλα ῥήξας τὴν πέτραν,
Οὗ τῷ πάθει πρὶν ἐρράγησαν αἱ πέτραι.
Πέτρη ἀμφί, τετάρτην εἰκάδα δέξατο Θέκλην.
Αὕτη ἦτον ἀπὸ τὴν πόλιν τοῦ Ἰκονίου, θυγάτηρ μὲν Θεοκλείας, εὐγενοῦς τινος καὶ ἐπιφανοῦς γυναικὸς Ἑλληνίδος, ἀρραβωνισμένη δὲ μὲ ἄνδρα Θάμυριν ὀνομαζόμενον, ὅταν ἦτον χρόνων δεκαοκτώ. Ὅταν δὲ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπῆγεν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν εἰς τὸ Ἰκόνιον, ἐξενοδοχεῖτο εἰς τὸν οἶκον τοῦ Ὀνησιφόρου, καὶ ἐκεῖ ἐδίδασκε τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν ὅλους ἐκείνους, ὁποῦ πρὸς αὐτὸν ἐσύντρεχον. Τότε καὶ ἡ μακαρία αὕτη Θέκλα ἐν τῇ γειτωνείᾳ ἐκείνῃ καθημένη, ἤκουεν ἀπὸ τὴν θυρίδα τὰ γλυκύτατα λόγια τοῦ μακαρίου Παύλου, μὲ τόσην ἡδονὴν καὶ ἐπιθυμίαν, ὥστε ὁποῦ ἀλησμόνει καὶ φαγητόν, καὶ πιοτόν, καὶ ὅλα της τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα. Ἀλησμόνει δὲ καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν μητέρα, καὶ τὸν ἀρραβωνιστικόν της. Καὶ μὅλον ὁποῦ ἡ μήτηρ καὶ ὁ ἀρραβωνιστικός της ἐσπούδαζον νὰ ἐμποδίσουν αὐτὴν ἀπὸ τὴν ἀκρόασιν τῶν γλυκυτάτων λογίων τοῦ Παύλου. Ὅθεν ὅταν ὁ Παῦλος ἐφυλακώθη, τότε ἡ ἀοίδιμος αὕτη πηγαίνουσα τὴν νύκτα εἰς τὴν φυλακήν, ἐνετρύφα εἰς τὴν οὐράνιον διδασκαλίαν τοῦ Ἀποστόλου, καὶ ἀπὸ τότε ἠκολούθει αὐτῷ.
Ἐπειδὴ δὲ καὶ οἱ δύω παρεστάθησαν εἰς τὸν ἀνθύπατον, ὁ μὲν Παῦλος δαρθείς, ἐδιώχθη ἔξω ἀπὸ τὴν χώραν τοῦ Ἰκονίου. Ἡ δὲ Θέκλα, ἐβάλθη εἰς τὴν φωτίαν. Καὶ διὰ τῆς θείας χάριτος μείνασα ἀβλαβής, εὐγῆκε διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς ἀναζήτησιν τοῦ Ἀποστόλου. Ὅθεν εὑροῦσα αὐτὸν κρυπτόμενον μέσα εἰς ἕνα τάφον, ὁμοῦ μὲ τὸν Ὀνησιφόρον τὸν ξενοδόχον του, ἐπῆγε μαζὶ μὲ αὐτὸν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν. Εὐθὺς δὲ ὁποῦ ἐμβῆκαν εἰς τὴν πόλιν, ἕνας πρῶτος ἄρχων τῆς Ἀντιοχείας, Ἀλέξανδρος ὀνομαζόμενος, βλέπωντας τὴν Θέκλαν, αἰχμαλωτίσθη ἀπὸ τὸν αὐτῆς ἔρωτα. Ὅθεν ἐπειδὴ παρεκάλεσε τὸν Παῦλον διὰ νὰ πάρῃ αὐτὴν εἰς γυναῖκά του, καὶ δὲν ἐπέτυχε τοῦ ποθουμένου, διὰ τοῦτο ἐπίασεν αὐτὴν ἀδιάντροπα εἰς τὸ μέσον τοῦ δρόμου, καὶ κατεφίλησεν αὐτήν. Ἡ δὲ Ἁγία φωνάζουσα, ἔσχισε τὸ ἐπανωφόρι τοῦ ἄρχοντος, καὶ ῥίπτουσα ἀπὸ τὴν κεφαλήν του τὸν στέφανον ὁποῦ ἐφόρει, ἐζήτει μόνον τὸν πνευματικὸν νυμφίον της Παῦλον. Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος μὴ ὑπομείνας τὴν ἐντροπὴν ταύτην καὶ ἀτιμίαν, ἐγκαλεῖ τὴν Θέκλαν εἰς τὸν ἡγεμόνα. Καὶ λοιπὸν δίδεται ἡ Μάρτυς τροφὴ εἰς μίαν λέαιναν, καὶ ἔπειτα δίδεται εἰς λέοντας καὶ ἀρκούδας. Διαφυλαχθεῖσα δὲ ἀπὸ τὰ θηρία ἀβλαβής, βλέπει ἕνα λάκκον γεμάτον ἀπὸ νερόν. Καὶ ἐπειδὴ πρὸ πολλοῦ ἐπεθύμει νὰ βαπτισθῇ, διὰ τοῦτο ἐμβαίνει μέσα εἰς τὸ νερόν. ᾙ δὲ φῶκαις ὁποῦ ἦτον μέσα εἰς τὸ νερόν, εὐθὺς ἀπὸ θείαν δύναμιν ἔμειναν νεκραῖς.
Ἔπειτα δίδεται πάλιν ἡ Παρθένος εἰς τὰ θηρία. ᾙ δὲ γυναῖκες ὁποῦ ἦτον ἐκεῖ τριγύρω, ἐφώναζον μέν, κατηγοροῦσαι τὸν ἡγεμόνα, διατὶ τιμωρεῖ μίαν γυναῖκα ἀθώαν. Πρὸς δὲ τὴν Ἁγίαν ἔδειχναν μεγάλην ἀγάπην καὶ φιλοφροσύνην. Καὶ μάλιστα ἡ συγγενὴς τοῦ Καίσαρος Τρύφαινα, ἡ ὁποία ἐμπιστεύθη ἐξ ἀρχῆς διὰ νὰ φυλάττῃ τὴν Ἁγίαν· καὶ ἀντὶ διὰ τὴν ἀποθανοῦσαν θυγατέρα της Φαλκονίλλαν εἶχε τὴν Ἁγίαν Θέκλαν.
Μετὰ ταῦτα ἐδέθη ἡ Ἁγία κοντὰ εἰς δύω φοβεροὺς ταύρους τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔμεινεν ἀβλαβής. Ὅθεν ἐπειδή, τόσον ὁ ἡγεμών, ὅσον καὶ ὁ ἄρχων Ἀλέξανδρος ἐστοχάσθησαν, ὅτι ἐπιχειροῦσιν ἀδύνατα πράγματα, μάλιστα δέ, ἐπειδὴ καὶ ἔβλεπον τὴν εὐγενεστάτην Τρύφαιναν νὰ λειποθυμῇ ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴν λύπην ὁποῦ ἐδοκίμαζε διὰ τὰ βάσανα τῆς Θέκλης, τούτου χάριν φοβηθέντες, ἀφῆκαν τὴν Ἁγίαν ἐλευθέραν, διὰ νὰ ζῇ ὅπως θέλει. Καὶ λοιπὸν ἐλευθερίαν λαβοῦσα ἡ Ἁγία, μετὰ παρέλευσιν καιροῦ, ἐπῆγεν εἰς τὰ Μύρα καὶ ἀντάμωσε τὸν μακάριον Παῦλον. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πάλιν ἐγύρισεν εἰς τὸ Ἰκόνιον μὲ τὴν γνώμην τοῦ Ἀποστόλου, διδάσκουσα εἰς τοὺς ἀπίστους τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ.
Ἐπειδὴ δὲ ἔβλεπε τὴν κατὰ σάρκα μητέρα της πῶς ἦτον κωφὴ εἰς τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ δὲν ἤθελε νὰ πιστεύσῃ, διὰ τοῦτο τὴν ἄφησε, καὶ εὐγαίνουσα ἀπὸ τὸ Ἰκόνιον, ἐπῆγεν εἰς τὸν τάφον, ὅπου εὗρε πρότερον κεκρυμμένον τὸν Ἀπόστολον Παῦλον μαζὶ μὲ τὸν Ὀνησιφόρον. Καὶ τοῦτον προσκυνήσασα καὶ καταφιλήσασα, ἐπῆγεν εἰς τὴν Σελεύκειαν. Εἶτα εὐγαίνουσα ἔξω ἀπὸ αὐτὴν ἕως ἕνα μίλιον, ἀνέβη εἰς τὸ βουνὸν τὸ καλούμενον Καλαμών, καὶ κατοικεῖ μέσα εἰς ἕνα σπήλαιον. Ἐκεῖ δὲ πολλὰς ἐνοχλήσεις ἐδοκίμασεν ἡ μακαρία ἀπὸ τοὺς δαίμονας. Γενομένη δὲ γνώριμος εἰς ὅλους, τόσον διὰ τὰς ἀρετάς της, ὅσον καὶ διὰ τὰ θαύματα, ἐτράβιξε πολλὰς γυναῖκας εὐγενεῖς καὶ ἀρχοντίσσας εἰς τὸν ὅμοιον ζῆλον καὶ μίμησιν τῆς ἀσκήσεως.
Ἐπειδὴ δὲ ἡ Ἁγία ἐφαίνετο εἰς ὅλους ἄμισθος ἰατρὸς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, καὶ ἐδίωκεν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς δαίμονας, τούτου χάριν ἐφθονήθη ἀπὸ τοὺς ἰατροὺς τῆς Σελευκείας. Ὅθεν ἔστειλαν οἱ μιαροὶ ἐκεῖνοι μερικοὺς νέους ἀσελγεῖς διὰ νὰ ἀτιμάσουν αὐτήν. Ἀλλ’ ἡ τιμία γραῦς βλέπουσα αὐτοὺς ὁρμήσαντας κατ’ ἐπάνω της ἀδιάντροπα, ἐπικαλέσθη τὸν Θεὸν εἰς βοήθειαν. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! ἀκούει θείαν φωνὴν ὁποῦ ἔλεγεν ἄνωθεν νὰ ἔμβῃ μέσα εἰς τὴν πέτραν, ἡ ὁποία ἔχει νὰ σχισθῇ δι’ αὐτήν, καὶ ἐκεῖ νὰ ἀναπαυθῇ. Ὅθεν εἰσελθοῦσα εἰς τὴν σχισθεῖσαν πέτραν, ἐγλύτωσε μὲν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀκολάστων ἐκείνων νέων, ἀνέβη δὲ ἡ μακαρία εἰς τὸν νυμφίον της Χριστόν, οὖσα χρόνων ἐννενήκοντα. (Ὁ κατὰ πλάτος Βίος αὐτῆς συνεγράφη ἀπὸ Συμεὼν τὸν Μεταφραστήν, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἄρτι τοῦ μεγάλου τῆς ἀληθείας», καὶ εὑρίσκεται ἁπλοῦς εἰς τὸν Παράδεισον (1).)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Κόπριος.
Οὐκ ἦν ὁ Κόπρις κόπρις, ἀλλ’ ἄλλος βότρυς,
Καλῶν κυπρισμὸν προσφέρων τῷ Κυρίῳ.
Οὗτος ἐγεννήθη εἰς μίαν κοπρίαν, εὑρισκομένην ἔξωθεν τοῦ μοναστηρίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου. Διωκομένη γὰρ ἡ μήτηρ αὐτοῦ ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς, ὁμοῦ μὲ ἄλλους πολλοὺς πλησιοχώρους, καὶ καταφεύγουσα πρὸς τὸν Ἅγιον Θεοδόσιον διὰ νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἀσεβῶν, ἐκρατήθη ἀπὸ τὰ κοιλοπονήματα. Καὶ εὑρίσκουσα τὴν ἐκεῖ κοπρίαν, ἐγέννησε ἐπάνω εἰς αὐτήν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀπέρασαν οἱ Ἀγαρηνοί, εὑρίσκοντες οἱ Μοναχοὶ τὸ βρέφος ἐν τῇ κοπρίᾳ, κατὰ προσταγὴν τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου ἔλαβον αὐτό, καὶ Κόπριν ἐπωνόμασαν. Ἔτρεφον δὲ αὐτὸ μὲ γάλα μιᾶς αἰγός. Ἡ ὁποία ἔβοσκε μὲν ὁμοῦ μὲ τὰς ἄλλας αἶγας, ὅταν δὲ ἤρχετο ὁ καιρὸς διὰ νὰ βυζάνῃ τὸ παιδίον, τότε ἐχώριζεν ἀπὸ τὰς ἄλλας, καὶ μόνη ἐκατέβαινεν ἀπὸ τὸ βουνόν. Καὶ ἀφ’ οὗ ἐβύζανε τὸ παιδίον, πάλιν ἐγύριζεν εἰς τὴν συνήθη της βοσκήν. Καὶ τοῦτο ἔκαμνεν, ἕως ὁποῦ τὸ παιδίον αὔξησε, καὶ ἔτρωγε στερεωτέραν τροφήν.
Οὗτος λοιπόν, ὅταν ἔφθασεν εἰς ἡλικίαν τελειοτέραν, ἔγινεν ἀγαπητὸς κοντὰ εἰς τὸν Μέγαν Θεοδόσιον. Καὶ ἐπειδὴ ἐφύλαξεν ἀμόλυντον τὸ κατ’ εἰκόνα, διὰ τοῦτο ἠξιώθη καὶ τῆς τοῦ Πνεύματος χάριτος καὶ τὰ θηρία ὑπέτασσε. Διότι μίαν φορὰν εὑρίσκωντας μίαν ἀρκούδαν, ὁποῦ ἔτρωγε τὰ μαρούλια τοῦ κήπου, ἐπίασεν αὐτὴν ἀπὸ τὸ αὐτί, καὶ εὔγαλεν ἔξω τοῦ κήπου. Καὶ ἐπιτιμήσας αὐτὴν μὲ τὴν εὐχὴν τοῦ μεγάλου Θεοδοσίου, τὴν ἔκαμε νὰ μὴν ἔμβῃ πλέον εἰς τὸν κῆπον.
Ἀλλὰ καὶ μίαν φορὰν ἀναβαίνωντας εἰς τὸ βουνὸν ὁμοῦ μὲ τὸν γαΐδαρον τοῦ μοναστηρίου διὰ νὰ κόψῃ ξύλα, ἐπειδὴ μία ἀρκούδα ἐπλήγωσε τὸν γαΐδαρον εἰς τὸ μηρί, ἐπίασεν ὁ Ὅσιος τὴν ἀρκούδαν, καὶ ἐφόρτωσεν εἰς αὐτὴν τὰ ξύλα, εἰπών· δὲν θέλω σὲ ἀφήσω, ἀλλ’ ἐσὺ θέλεις κάμνεις τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ γαϊδάρου ὁποῦ ἐπλήγωσες, ἕως ὁποῦ νὰ ὑγιάνῃ ἐκεῖνος. Καὶ λοιπὸν διὰ τῆς εὐχῆς τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου ὑπετάσσετο εἰς αὐτὸν ἡ ἀρκούδα, καὶ ἔφερνε τὰ ξύλα. Οὗτος μίαν φορὰν ὑπηρετῶν εἰς τὸ μαγειρεῖον, καὶ βλέπωντας ὁποῦ τὸ καζάνι ἔβραζε, καὶ ἐχύνετο ἔξω τὸ μαγειρευόμενον ὄσπριον, ἐπειδὴ δὲν εὗρε τὴν συνειθισμένην χουλιάραν, ἔβαλε γυμνὸν τὸ χέρι του μέσα εἰς τὸ καζάνι ἐκεῖνο, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ἔπαυσε τὸ ὑπερβολικὸν βράσιμον, χωρὶς νὰ λάβῃ παραμικρὰν βλάβην τὸ χέρι του.
Ἐπειδὴ δὲ ἦτον στολισμένος μὲ κάθε εἶδος ἀρετῆς, καὶ μέχρι τοῦ γηρατείου του δὲν ἀμέλησε τὴν ἄσκησιν (διότι καὶ μὲ ὅλον ὁποῦ ἦτον χρόνων ἐννενήκοντα, ὅμως ὁ τρισμακάριστος, πάντοτε ἐστέκετο εἰς τόπον ἀπόκρυφον καὶ ἐπροσηύχετο). Διὰ ταῦτα λέγω τὰ ἔνθεα αὐτοῦ κατορθώματα, ἠξιώθη νὰ βλέπῃ τὸν Μέγαν Θεοδόσιον, μετὰ τὸν ἐκείνου θάνατον, ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο εἰς αὐτὸν καὶ συνέψαλλε μὲ αὐτόν. Εἰς ὅλον δὲ τὸ ὕστερον ἤκουσε καὶ μίαν φωνὴν αὐτοῦ τοῦ ἰδίου Θεοδοσίου ὁποῦ ἔλεγεν αὐτῷ ταῦτα. Ἀδελφὲ Κόπρι, ἰδοὺ ὁποῦ ἔφθασεν ὁ καιρὸς τοῦ θανάτου σου. Ὅθεν ἐλθὲ πρὸς ἐμέ, διὰ νὰ ἀναπαυθῇς εἰς τὸν ἑτοιμασθέντα τόπον τῆς ἀναπαύσεως. Λάμψας λοιπὸν ὁ Ὅσιος οὗτος ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἁγίους Πατέρας ἐκείνους, ὡσὰν ἥλιος, στολισμένος μάλιστα ὤντας καὶ μὲ τὸ λαμπρὸν τῆς ἱερωσύνης ἀξίωμα, μετὰ ὀλίγας ἡμέρας ἀφ’ οὗ ἤκουσε τὴν ἄνωθεν φωνήν, ἀσθένησεν ὀλίγον. Καὶ ἀποχαιρετίσας ὅλους τοὺς Πατέρας, καὶ ἀδελφούς, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον.
(1) Σημείωσαι, ὅτι ὁ αὐτὸς Μεταφραστὴς ἔχει καὶ ἐγκώμιον εἰς τὴν Ἁγίαν ταύτην Θέκλαν, οὗ ἡ ἀρχή· «Θέκλης ἡ μνήμη τῆς μεγάλης Μάρτυρος». (Σῴζεται ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων.)
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *