Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου24 Οκτωβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΔ’, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Αρέθα και των συν αυτώ.
Τμηθείς Θεώ προσήξε Μάρτυς Αρέθας,
Πολλούς ομοίως Μάρτυρας τετμημένους.
Αρέθα εικάδι συν γνωστοίσι τετάρτη τμήθης.
Ούτος ήτον πρώτος εις την πόλιν Νεγράν, όταν, ο μεν Ιουστίνος εβασίλευεν εις τους Ρωμαίους, εν έτει φμβ’ [542], ο δε χριστιανικώτατος Ελεσβαάν, εβασίλευεν εις την Αιθιοπίαν. Και ο δυσσεβής Δουναάν ο Εβραίος, εβασίλευεν εις την Ομηρίτιν χώραν. Η Ομηρίτις δε αύτη, από μεν την Αγίαν Γραφήν ονομάζεται Σαβά, από δε τους Έλληνας ονομάζεται Ευδαίμων Αραβία. Επειδή δε ο ευσεβής Ελεσβαάν υπόταζε τον ασεβή Δουναάν, και έβαλε φύλακας και άρχοντας εδικούς του, δια να φυλάττουν και να διοικούν την πόλιν εκείνου, δια τούτο ο αλιτήριος Δουναάν έκαμεν αποστασίαν και εθανάτωσε τους φύλακας του ορθοδόξου Ελεσβαάν. Και όχι μόνον τούτο εποίησεν, αλλά ακόμη επήγε και εις την πόλιν Νεγράν και επολιόρκησεν αυτήν. Έπειτα ποιήσας όρκους, ότι δεν θέλει πειράξει τους εν αυτή Χριστιανούς, εμβήκεν εις την πόλιν. Αθετήσας δε τους όρκους, εθανάτωσεν ο αιμοβόρος όλους, όσους εύρεν εις αυτήν, τόσον άνδρας, όσον και γυναίκας, οίτινες όλοι εστάθησαν ανδρείως και ωμολόγησαν την εις Χριστόν πίστιν. Τότε λοιπόν και ο Άγιος ούτος Αρέθας, εστάθη ανδρείος και μεγαλόψυχος εις τον αγώνα του μαρτυρίου. Και μόλον οπού ήτον τόσον πολλά γέρων, ώστε οπού, ουδέ να περιπατήση εδύνετο. Αφ’ ου γαρ ο γενναίος ούτος της ευσεβείας αγωνιστής, εστήριζε πρότερον με τα λόγιά του όλους τους συμπολίτας του εις την του Χριστού πίστιν, έλαβε τον δια ξίφους θάνατον. Και ούτως απήλθε προς Κύριον. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Νέον Παράδεισον. Τούτον δε ελληνιστί συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Έτος μεν ήδη πέμπτον». Σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις και προ τούτων εν τη Λαύρα.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη της μετά του Αγίου Αρέθα γυναικός και του βρέφους αυτής, ην ιδόν το βρέφος εν τω πυρί, και επιρρίψαν εαυτό εν τη φλογί, τελειούται (1).
Τη μητρί προς πυρ ησύχως τεφρουμένη,
Φωναίς υποψελλίζον είπετο βρέφος.
(1) Δεν δύναμαι εδώ να σιωπήσω το περί του βρέφους τούτου και νηπίου διήγημα. Όπερ συνεγράφη μεν ελληνιστί, υπό του Αγίου Συμεών του Μεταφραστού, ευρίσκεται δε μεταφρασμένον εις τον Νέον Παράδεισον. Επειδή και τη αληθεία είναι χαριέστατον, κατανυκτικώτατον και τριπόθητον εις τας των Χριστιανών ακοάς. Έστι δε τοιούτον. Μία γυναίκα ευλαβής και ενάρετος είχε παιδίον αρσενικόν, έως πέντε χρόνων. Όταν δε απεκεφαλίσθη ο ανωτέρω Άγιος Μάρτυς Αρέθας, επήγε κοντά εις το λείψανον, και πέρνουσα από το αίμα του Μάρτυρος, άλειψε τον εαυτόν της ομού και το τέκνον της. Έπειτα κατανυχθείσα και θερμανθείσα από τον θείον έρωτα, εκαταράτο και ύβριζε τον τύραννον Εβραίον. Οι δε στρατιώται τας ύβρεις ακούσαντες, άρπασαν αυτήν και την επήγαν εις τον βασιλέα, λέγοντες, όσα κατ’ αυτού ελάλησεν. Όστις παρευθύς έδωκεν απόφασιν να την καύσουν. Άψαντες λοιπόν οι στρατιώται πυρκαϊάν, έδεσαν την Αγίαν αγαλλομένην και χαίρουσαν. Το δε παιδίον εθλίβετο και ανεστέναζε, μη υποφέρον την στέρησιν της μητρός του, καθώς και το μικρόν πωλάρι φωνάζει και θλίβεται, όταν χωρισθή από την μητέρα του. Όθεν το μακάριον εκείνο παιδίον, στρέφον τα ομμάτιά του εις ένα και άλλο μέρος, άλλο τι δεν επικαλείτο, πάρεξ το όνομα της ηγαπημένης μητρός του.
Έπειτα βλέπον τον βασιλέα επί θρόνου καθήμενον, τρέχει προς αυτόν και πίπτει εις τους πόδας του, κλαίον και παρακαλών αυτόν ως εδύνετο, με την άναρθρον και ψελλίζουσάν του φωνήν, δια την μητέρα του. Ο δε βασιλεύς ωρέχθη το παιδίον, τούτο μεν, διατί ήτον ωραίον εις την όψιν και χαριέστατον, τούτο δε, και διατί η λαλιά του, αγκαλά και άναρθρος, ήτον όμως γλυκυτάτη και νόστιμη. Πέρνωντας λοιπόν το παιδίον ο βασιλεύς, το εκάθισεν επάνω εις τα γόνατά του και λέγει αυτώ. Ποίον αγαπάς, παιδί μου, από όλα τα πράγματα του κόσμου καλλίτερα; Το παιδίον απεκρίθη, την μητέρα μου αγαπώ. Και δι’ αυτήν ήλθον να σε παρακαλέσω, δια να προστάξης να την λύσουν. Ίνα πάρη μαζί της και εμένα εις το μαρτύριον. Ότι πολλαίς φοραίς με εδίδασκε, παρακινούσα με εις το μαρτύριον. Ο δε βασιλεύς, και τι είναι, του είπεν, αυτό το μαρτύριον; Τότε το βρέφος (ω των θαυμασίων σου Δέσποτα, όστις με την χάριν σου σοφίζεις τα νήπια!), τότε λέγω, το θεοφώτιστον νήπιον απεκρίθη. Μαρτύριον είναι, το να αποθάνω δια τον Χριστόν, και πάλιν να ζήσω με αυτόν. Ο τύραννος του λέγει. Και ποίος είναι αυτός ο Χριστός; Το παιδίον απεκρίθη. Ελθέ να υπάγωμεν εις την Εκκλησίαν δια να σου τον δείξω. Τότε βλέπον το βρέφος, πως ετράβιζαν οι στρατιώται την μητέρα του, δια να την ρίψουν εις την πυρκαϊάν, έκλαυσε, λέγον προς τον τύραννον. Άφες με να τρέξω δια να φθάσω την μητέρα μου. Ο τύραννος του λέγει. Άφες την μητέρα σου, και έλα με εμένα. Και εγώ να σου δίδω πωρικά εύμορφα. Τότε το χαριτωμένον και θεόσοφον βρέφος απεκρίθη και λέγει του. Εγώ ελογίαζα πως είσαι Χριστιανός. Και δια τούτο ήλθον και σε επαρακάλουν δια την μητέρα μου. Τώρα δε οπού εκατάλαβα, πως είσαι Εβραίος, λέγω σοι, ότι με Εβραίον δεν θέλω να συγκατοικήσω ποτέ. Αλλ’ ούτε όλως καταδέχομαι να λάβω από λόγου σου τίποτε. Μόνον άφες με να υπάγω εις την μητέρα μου.
Θαυμάζοντος δε του βασιλέως την του παιδίου φρονιμάδα και σύνεσιν, συνεβούλευσάν τινες αυτόν να το στείλη εις την βασίλισσαν, μήπως εκείνη με κολακείας, δυνηθή να πείση αυτό ίνα μείνη εις το παλάτιον. Αλλ’ όμως η γνώσις του θεοσόφου παιδίου ενίκησε τας πανουργίας εκείνων και μηχανήματα. Το γαρ θεοφώτιστον νήπιον, ουδέ απόκρισιν έδωκεν εις τας συμβουλάς του βασιλέως και λόγια, αλλά όλως διόλου προς μόνην την μητέρα του έβλεπεν. Όταν δε είδε, πως έρριψαν αυτήν εις την φωτίαν, εσυμπόνεσεν η καρδία του. Και καθώς ήτον καθήμενον εις τα γόνατα του βασιλέως, έσκυψε και εδάγκασε δυνατά το μηρί του. Ο δε βασιλεύς πονέσας, το έρριψεν από τα γόνατά του προστάσσωντας ένα άρχοντα δια να το πάρη, και να το κάμη να αρνηθή τον Χριστόν. Αλλά το παιδίον φεύγον επιτηδείως, από εκείνον οπού το έσυρνεν, έτρεξε δρομαίως εις την κάμινον, και πασίχαρον επήδησεν (ω της ανδρίας!) εις το μέσον της καμίνου, εναγκαλισθέν δε γλυκερώς την ποθουμένην μητέρα του, μαζί με αυτήν κληρονομεί του μαρτυρίου τον στέφανον.
Ας λάβουν παράδειγμα από το διήγημα τούτο αι τωριναί μητέρες των Χριστιανών, και ας διδάσκουν τα τέκνα των έτι νήπια όντα, να στέκωνται στερεά εις την πίστιν και ευσέβειαν. Και να αγαπούν ολοκαρδίως τον Ιησούν Χριστόν τον ποιητήν και πλάστην τους. Και αν το καλέση ο καιρός και η χρεία, να προτιμούν θάνατον και μαρτύριον, πάρεξ να αρνηθούν το του Χριστού γλυκύτατον όνομα.
*
Η Αγία Μάρτυς Σεβαστιανή ξίφει τελειούται.
Σεβαστιανή τη τομή βλύζει γάλα,
Ουχ’ αίμα και σαρξ ώσπερ ούσα προς ξίφος.
Κατά τους χρόνους του βασιλέως Δομετιανού εν έτει πβ’ [82], διέτριβεν εις την πόλιν του Μαρκιανού η Αγία αύτη Σεβαστιανή, κηρύττουσα τον Χριστόν. Όθεν εδιαβάλθη εις τον ηγεμόνα Σέργιον ως Χριστιανή. Παρασταθείσα λοιπόν εις αυτόν, ωμολόγησεν ότι πιστεύει εις τον Χριστόν. Και ότι εδιδάχθη και εβαπτίσθη από τον Απόστολον Παύλον. Και ότι είναι ετοίμη να αποθάνη δια τον Χριστόν. Τούτου χάριν πρώτον μεν, έδειραν αυτήν εις όλον το σώμα με μπάλλας μολυβένας, έπειτα έβαλον αυτήν εις την φυλακήν. Εκεί δε εφάνη εις αυτήν ο Απόστολος Παύλος και της είπε. Χαίρε και μη λυπήσαι, διότι θέλεις υπάγης δεμένη και εις την εδικήν σου πατρίδα δια την ομολογίαν του Χριστού. Μετά επτά ημέρας λοιπόν εύγαλεν αυτήν ο άρχων από την φυλακήν. Και καύσας με υπερβολήν ένα καμίνι, επρόσταξε να βάλουν εις αυτό την Αγίαν. Όθεν ερρίφθη εις το καμίνι, και εστάθη μέσα αρκετήν ώραν. Φυλαχθείσα δε αβλαβής, ευγήκεν έξω, και έκαμεν όλους να θαυμάζουν και να εξίστανται. Είτα, εις καιρόν οπού η Μάρτυς επροσηύχετο, έγινεν ένας κτύπος από τον ουρανόν, και μία αστραπή και βροντή. Έπεσε δε και χάλαζα τόση πολλή, ώστε οπού, έσβυσε μεν το πυρ της καμίνου, πολλοί δε από αυτήν εκινδύνευσαν να αποθάνουν. Αλλά και αυτός ο ηγεμών έφυγεν από τον φόβον του με τους εκεί παρευρεθέντας.
Μετά ταύτα λέγει εις αυτήν ο ηγεμών. Τις είσαι εσύ; και ποία είναι τα κατά σε; και από ποίαν χώραν κατάγεσαι; Η δε Αγία εσιώπα. Μαθών δε από τους παρεστώτας, ότι ήτον από την μητρόπολιν της Ηρακλείας, έστειλεν αυτήν δεμένην εις τον εκεί ηγεμόνα. Τότε Άγγελος Κυρίου εφάνη εις αυτήν και της είπεν. Έχε θάρρος θύγατερ. Διατί όταν μέλλης να παρασταθής εις τον ηγεμόνα, τότε εγώ θέλω είμαι με εσένα. Φθάσασα δε εις την Ηράκλειαν, παρεστάθη εις τον ηγεμόνα. Ο οποίος κρεμάσας αυτήν επάνω εις ξύλον, το οποίον ήτον ωσάν μάγγανος, κατεξέσχιζε το σώμα της, έως τριών ωρών διάστημα. Και αι μεν σάρκες της Αγίας κοπτόμεναι, εύγανον ευωδίαν μύρου. Αυτή δε με σιωπήν επροσηύχετο, ώστε οπού έλεγον όλοι, ότι δεν πάσχει σώμα έμψυχον και ζωντανόν, αλλά άψυχον. Κατεβάσας δε αυτήν από τον μάγγανον, την έρριψεν εις τα θηρία δια να την φάγουν. Ένα δε λεοντάρι μεγάλον επλησίασε κοντά εις την Αγίαν, και λαβόν παραδόξως ανθρωπίνην φωνήν, την μεν του Χριστού Μάρτυρα, επαινούσε και εμακάριζε. Τους δε απίστους και παρανόμους, ήλεγχε και εκατηγόρει. Έπειτα αφέθη και μία λέαινα κατά της Αγίας, ήτις πλησιάσασα κοντά, εστάθη εις το άλλο μέρος της Μάρτυρος. Και λοιπόν εστέκοντο τα δύω λεοντάρια, το ένα από τα δεξιά, και το άλλο από τα αριστερά της Αγίας, ωσάν αρνία άκακα.
Επειδή λοιπόν ο ηγεμών απορούσε, και δεν ήξευρε τι να κάμη, δια τούτο επρόσταξε να αποκεφαλίσουν την Μάρτυρα έξω από την πόλιν. Η δε Αγία αποκεφαλισθείσα, ω του θαύματος! αντί να βλύση αίμα, έβλυσε γάλα. Το δε άγιον αυτής σώμα και την κεφαλήν, επρόσταξεν ο δυσσεβέστατος ηγεμών να βάλουν μέσα εις σάκκον, και μαζί με αυτά να βάλουν και τριακοσίας λίτρας μολύβι, και ούτω να ρίψουν αυτά εις την θάλασσαν. Άγγελος δε Κυρίου διέσχισε τον σάκκον, και εύγαλε το λείψανον εις τόπον λεγόμενον Ρισηστόν. Τούτο δε μανθάνουσα μία γυνή της συγκλήτου, Αμμία ονομαζομένη, επήγεν εις τον τόπον εκείνον. Και τειλίξασα με σενδόνια, και με μύρα αλείψασα το τίμιον λείψανον, ενταφίασεν αυτό εις ένα ξεχωριστόν τόπον του Ρισηστού εις δόξαν Θεού (2).
(2) Περιττώς εδώ γράφεται εν τω τετυπωμένω Συναξαριστή και εν τοις Μηναίοις το Συναξάριον του Αγίου Πρόκλου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Καθότι αυτό εγράφη αρμοδιώτερον κατά την εικοστήν του Νοεμβρίου. Τότε γαρ η μνήμη αυτού εορτάζεται.
*
Οι Άγιοι Μάρκος, Σωτήριχος και Ουαλεντίνος, κατά γης συρόμενοι, τελειούνται.
Την γην συνάθλων η τριας στήλην έχει,
Βοώσαν αυτών τους αοιδίμους πόνους.
*
Ο Άγιος Ακάκιος ο Πρεσβύτερος ξίφει τελειούται.
Ακάκιος προθείς σε και ψυχής Λόγε,
Ψυχήν προέσθαι, σου χάριν σπεύδει ξίφει.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Νέρδων πυρί τελειούται.
Πυρός κρατήρι καμίνω βεβλημένος,
Κρατήρα Νέρδων εκροφά θείου τέλους.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΔ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Ἀρέθα καὶ τῶν σὺν αὐτῷ.
Τμηθεὶς Θεῷ προσῆξε Μάρτυς Ἀρέθας,
Πολλοὺς ὁμοίως Μάρτυρας τετμημένους.
Ἀρέθα εἰκάδι σὺν γνωστοῖσι τετάρτῃ τμήθης.
Οὗτος ἦτον πρῶτος εἰς τὴν πόλιν Νεγρᾶν, ὅταν, ὁ μὲν Ἰουστῖνος ἐβασίλευεν εἰς τοὺς Ῥωμαίους, ἐν ἔτει φμβ΄ [542], ὁ δὲ χριστιανικώτατος Ἐλεσβαάν, ἐβασίλευεν εἰς τὴν Αἰθιοπίαν. Καὶ ὁ δυσσεβὴς Δουναὰν ὁ Ἑβραῖος, ἐβασίλευεν εἰς τὴν Ὁμηρίτιν χώραν. Ἡ Ὁμηρίτις δὲ αὕτη, ἀπὸ μὲν τὴν Ἁγίαν Γραφὴν ὀνομάζεται Σαβά, ἀπὸ δὲ τοὺς Ἕλληνας ὀνομάζεται Εὐδαίμων Ἀραβία. Ἐπειδὴ δὲ ὁ εὐσεβὴς Ἐλεσβαὰν ὑπόταζε τὸν ἀσεβῆ Δουναάν, καὶ ἔβαλε φύλακας καὶ ἄρχοντας ἐδικούς του, διὰ νὰ φυλάττουν καὶ νὰ διοικοῦν τὴν πόλιν ἐκείνου, διὰ τοῦτο ὁ ἀλιτήριος Δουναὰν ἔκαμεν ἀποστασίαν καὶ ἐθανάτωσε τοὺς φύλακας τοῦ ὀρθοδόξου Ἐλεσβαάν. Καὶ ὄχι μόνον τοῦτο ἐποίησεν, ἀλλὰ ἀκόμη ἐπῆγε καὶ εἰς τὴν πόλιν Νεγρᾶν καὶ ἐπολιόρκησεν αὐτήν. Ἔπειτα ποιήσας ὅρκους, ὅτι δὲν θέλει πειράξει τοὺς ἐν αὐτῇ Χριστιανούς, ἐμβῆκεν εἰς τὴν πόλιν. Ἀθετήσας δὲ τοὺς ὅρκους, ἐθανάτωσεν ὁ αἱμοβόρος ὅλους, ὅσους εὗρεν εἰς αὐτήν, τόσον ἄνδρας, ὅσον καὶ γυναῖκας, οἵτινες ὅλοι ἐστάθησαν ἀνδρείως καὶ ὡμολόγησαν τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν. Τότε λοιπὸν καὶ ὁ Ἅγιος οὗτος Ἀρέθας, ἐστάθη ἀνδρεῖος καὶ μεγαλόψυχος εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦ μαρτυρίου. Καὶ μὅλον ὁποῦ ἦτον τόσον πολλὰ γέρων, ὥστε ὁποῦ, οὐδὲ νὰ περιπατήσῃ ἐδύνετο. Ἀφ’ οὗ γὰρ ὁ γενναῖος οὗτος τῆς εὐσεβείας ἀγωνιστής, ἐστήριζε πρότερον μὲ τὰ λόγιά του ὅλους τοὺς συμπολίτας του εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, ἔλαβε τὸν διὰ ξίφους θάνατον. Καὶ οὕτως ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον. Τοῦτον δὲ ἑλληνιστὶ συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἔτος μὲν ἤδη πέμπτον». Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις καὶ πρὸ τούτων ἐν τῇ Λαύρᾳ.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς μετὰ τοῦ Ἁγίου Ἀρέθα γυναικὸς καὶ τοῦ βρέφους αὐτῆς, ἣν ἰδὸν τὸ βρέφος ἐν τῷ πυρί, καὶ ἐπιρρίψαν ἑαυτὸ ἐν τῇ φλογί, τελειοῦται (1).
Τῇ μητρὶ πρὸς πῦρ ἡσύχως τεφρουμένῃ,
Φωναῖς ὑποψελλίζον εἵπετο βρέφος.
(1) Δὲν δύναμαι ἐδῶ νὰ σιωπήσω τὸ περὶ τοῦ βρέφους τούτου καὶ νηπίου διήγημα. Ὅπερ συνεγράφη μὲν ἑλληνιστί, ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ, εὑρίσκεται δὲ μεταφρασμένον εἰς τὸν Νέον Παράδεισον. Ἐπειδὴ καὶ τῇ ἀληθείᾳ εἶναι χαριέστατον, κατανυκτικώτατον καὶ τριπόθητον εἰς τὰς τῶν Χριστιανῶν ἀκοάς. Ἔστι δὲ τοιοῦτον. Μία γυναῖκα εὐλαβὴς καὶ ἐνάρετος εἶχε παιδίον ἀρσενικόν, ἕως πέντε χρόνων. Ὅταν δὲ ἀπεκεφαλίσθη ὁ ἀνωτέρω Ἅγιος Μάρτυς Ἀρέθας, ἐπῆγε κοντὰ εἰς τὸ λείψανον, καὶ πέρνουσα ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Μάρτυρος, ἄλειψε τὸν ἑαυτόν της ὁμοῦ καὶ τὸ τέκνον της. Ἔπειτα κατανυχθεῖσα καὶ θερμανθεῖσα ἀπὸ τὸν θεῖον ἔρωτα, ἐκαταρᾶτο καὶ ὕβριζε τὸν τύραννον Ἑβραῖον. Οἱ δὲ στρατιῶται τὰς ὕβρεις ἀκούσαντες, ἅρπασαν αὐτὴν καὶ τὴν ἐπῆγαν εἰς τὸν βασιλέα, λέγοντες, ὅσα κατ’ αὐτοῦ ἐλάλησεν. Ὅστις παρευθὺς ἔδωκεν ἀπόφασιν νὰ τὴν καύσουν. Ἅψαντες λοιπὸν οἱ στρατιῶται πυρκαϊάν, ἔδεσαν τὴν Ἁγίαν ἀγαλλομένην καὶ χαίρουσαν. Τὸ δὲ παιδίον ἐθλίβετο καὶ ἀνεστέναζε, μὴ ὑποφέρον τὴν στέρησιν τῆς μητρός του, καθὼς καὶ τὸ μικρὸν πωλάρι φωνάζει καὶ θλίβεται, ὅταν χωρισθῇ ἀπὸ τὴν μητέρα του. Ὅθεν τὸ μακάριον ἐκεῖνο παιδίον, στρέφον τὰ ὀμμάτιά του εἰς ἕνα καὶ ἄλλο μέρος, ἄλλο τι δὲν ἐπικαλεῖτο, πάρεξ τὸ ὄνομα τῆς ἠγαπημένης μητρός του.
Ἔπειτα βλέπον τὸν βασιλέα ἐπὶ θρόνου καθήμενον, τρέχει πρὸς αὐτὸν καὶ πίπτει εἰς τοὺς πόδας του, κλαῖον καὶ παρακαλῶν αὐτὸν ὡς ἐδύνετο, μὲ τὴν ἄναρθρον καὶ ψελλίζουσάν του φωνήν, διὰ τὴν μητέρα του. Ὁ δὲ βασιλεὺς ὠρέχθη τὸ παιδίον, τοῦτο μέν, διατὶ ἦτον ὡραῖον εἰς τὴν ὄψιν καὶ χαριέστατον, τοῦτο δέ, καὶ διατὶ ἡ λαλιά του, ἀγκαλὰ καὶ ἄναρθρος, ἦτον ὅμως γλυκυτάτη καὶ νόστιμη. Πέρνωντας λοιπὸν τὸ παιδίον ὁ βασιλεύς, τὸ ἐκάθισεν ἐπάνω εἰς τὰ γόνατά του καὶ λέγει αὐτῷ. Ποῖον ἀγαπᾷς, παιδί μου, ἀπὸ ὅλα τὰ πράγματα τοῦ κόσμου καλλίτερα; Τὸ παιδίον ἀπεκρίθη, τὴν μητέρα μου ἀγαπῶ. Καὶ δι’ αὐτὴν ἦλθον νὰ σὲ παρακαλέσω, διὰ νὰ προστάξῃς νὰ τὴν λύσουν. Ἵνα πάρῃ μαζί της καὶ ἐμένα εἰς τὸ μαρτύριον. Ὅτι πολλαῖς φοραῖς μὲ ἐδίδασκε, παρακινοῦσά με εἰς τὸ μαρτύριον. Ὁ δὲ βασιλεύς, καὶ τί εἶναι, τοῦ εἶπεν, αὐτὸ τὸ μαρτύριον; Τότε τὸ βρέφος (ὢ τῶν θαυμασίων σου Δέσποτα, ὅστις μὲ τὴν χάριν σου σοφίζεις τὰ νήπια!), τότε λέγω, τὸ θεοφώτιστον νήπιον ἀπεκρίθη. Μαρτύριον εἶναι, τὸ νὰ ἀποθάνω διὰ τὸν Χριστόν, καὶ πάλιν νὰ ζήσω μὲ αὐτόν. Ὁ τύραννος τοῦ λέγει. Καὶ ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός; Τὸ παιδίον ἀπεκρίθη. Ἐλθὲ νὰ ὑπάγωμεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ νὰ σοῦ τὸν δείξω. Τότε βλέπον τὸ βρέφος, πῶς ἐτράβιζαν οἱ στρατιῶται τὴν μητέρα του, διὰ νὰ τὴν ῥίψουν εἰς τὴν πυρκαϊάν, ἔκλαυσε, λέγον πρὸς τὸν τύραννον. Ἄφες με νὰ τρέξω διὰ νὰ φθάσω τὴν μητέρα μου. Ὁ τύραννος τοῦ λέγει. Ἄφες τὴν μητέρα σου, καὶ ἔλα μὲ ἐμένα. Καὶ ἐγὼ νὰ σοῦ δίδω πωρικὰ εὔμορφα. Τότε τὸ χαριτωμένον καὶ θεόσοφον βρέφος ἀπεκρίθη καὶ λέγει του. Ἐγὼ ἐλογίαζα πῶς εἶσαι Χριστιανός. Καὶ διὰ τοῦτο ἦλθον καὶ σὲ ἐπαρακάλουν διὰ τὴν μητέρα μου. Τώρα δὲ ὁποῦ ἐκατάλαβα, πῶς εἶσαι Ἑβραῖος, λέγω σοι, ὅτι μὲ Ἑβραῖον δὲν θέλω νὰ συγκατοικήσω ποτέ. Ἀλλ’ οὔτε ὅλως καταδέχομαι νὰ λάβω ἀπὸ λόγου σου τίποτε. Μόνον ἄφες με νὰ ὑπάγω εἰς τὴν μητέρα μου.
Θαυμάζοντος δὲ τοῦ βασιλέως τὴν τοῦ παιδίου φρονιμάδα καὶ σύνεσιν, συνεβούλευσάν τινες αὐτὸν νὰ τὸ στείλῃ εἰς τὴν βασίλισσαν, μήπως ἐκείνη μὲ κολακείας, δυνηθῇ νὰ πείσῃ αὐτὸ ἵνα μείνῃ εἰς τὸ παλάτιον. Ἀλλ’ ὅμως ἡ γνῶσις τοῦ θεοσόφου παιδίου ἐνίκησε τὰς πανουργίας ἐκείνων καὶ μηχανήματα. Τὸ γὰρ θεοφώτιστον νήπιον, οὐδὲ ἀπόκρισιν ἔδωκεν εἰς τὰς συμβουλὰς τοῦ βασιλέως καὶ λόγια, ἀλλὰ ὅλως διόλου πρὸς μόνην τὴν μητέρα του ἔβλεπεν. Ὅταν δὲ εἶδε, πῶς ἔρριψαν αὐτὴν εἰς τὴν φωτίαν, ἐσυμπόνεσεν ἡ καρδία του. Καὶ καθὼς ἦτον καθήμενον εἰς τὰ γόνατα τοῦ βασιλέως, ἔσκυψε καὶ ἐδάγκασε δυνατὰ τὸ μηρί του. Ὁ δὲ βασιλεὺς πονέσας, τὸ ἔρριψεν ἀπὸ τὰ γόνατά του προστάσσωντας ἕνα ἄρχοντα διὰ νὰ τὸ πάρῃ, καὶ νὰ τὸ κάμῃ νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν. Ἀλλὰ τὸ παιδίον φεῦγον ἐπιτηδείως, ἀπὸ ἐκεῖνον ὁποῦ τὸ ἔσυρνεν, ἔτρεξε δρομαίως εἰς τὴν κάμινον, καὶ πασίχαρον ἐπήδησεν (ὢ τῆς ἀνδρίας!) εἰς τὸ μέσον τῆς καμίνου, ἐναγκαλισθὲν δὲ γλυκερῶς τὴν ποθουμένην μητέρα του, μαζὶ μὲ αὐτὴν κληρονομεῖ τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.
Ἂς λάβουν παράδειγμα ἀπὸ τὸ διήγημα τοῦτο αἱ τωριναὶ μητέρες τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἂς διδάσκουν τὰ τέκνα των ἔτι νήπια ὄντα, νὰ στέκωνται στερεὰ εἰς τὴν πίστιν καὶ εὐσέβειαν. Καὶ νὰ ἀγαποῦν ὁλοκαρδίως τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν ποιητὴν καὶ πλάστην τους. Καὶ ἂν τὸ καλέσῃ ὁ καιρὸς καὶ ἡ χρεία, νὰ προτιμοῦν θάνατον καὶ μαρτύριον, πάρεξ νὰ ἀρνηθοῦν τὸ τοῦ Χριστοῦ γλυκύτατον ὄνομα.
*
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Σεβαστιανὴ ξίφει τελειοῦται.
Σεβαστιανὴ τῇ τομῇ βλύζει γάλα,
Οὐχ’ αἷμα καὶ σὰρξ ὥσπερ οὖσα πρὸς ξίφος.
Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Δομετιανοῦ ἐν ἔτει πβ΄ [82], διέτριβεν εἰς τὴν πόλιν τοῦ Μαρκιανοῦ ἡ Ἁγία αὕτη Σεβαστιανή, κηρύττουσα τὸν Χριστόν. Ὅθεν ἐδιαβάλθη εἰς τὸν ἡγεμόνα Σέργιον ὡς Χριστιανή. Παρασταθεῖσα λοιπὸν εἰς αὐτόν, ὡμολόγησεν ὅτι πιστεύει εἰς τὸν Χριστόν. Καὶ ὅτι ἐδιδάχθη καὶ ἐβαπτίσθη ἀπὸ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον. Καὶ ὅτι εἶναι ἑτοίμη νὰ ἀποθάνῃ διὰ τὸν Χριστόν. Τούτου χάριν πρῶτον μέν, ἔδειραν αὐτὴν εἰς ὅλον τὸ σῶμα μὲ μπάλλας μολυβένας, ἔπειτα ἔβαλον αὐτὴν εἰς τὴν φυλακήν. Ἐκεῖ δὲ ἐφάνη εἰς αὐτὴν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ τῆς εἶπε. Χαῖρε καὶ μὴ λυπῆσαι, διότι θέλεις ὑπάγῃς δεμένη καὶ εἰς τὴν ἐδικήν σου πατρίδα διὰ τὴν ὁμολογίαν τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ ἑπτὰ ἡμέρας λοιπὸν εὔγαλεν αὐτὴν ὁ ἄρχων ἀπὸ τὴν φυλακήν. Καὶ καύσας μὲ ὑπερβολὴν ἕνα καμίνι, ἐπρόσταξε νὰ βάλουν εἰς αὐτὸ τὴν Ἁγίαν. Ὅθεν ἐρρίφθη εἰς τὸ καμίνι, καὶ ἐστάθη μέσα ἀρκετὴν ὥραν. Φυλαχθεῖσα δὲ ἀβλαβής, εὐγῆκεν ἔξω, καὶ ἔκαμεν ὅλους νὰ θαυμάζουν καὶ νὰ ἐξίστανται. Εἶτα, εἰς καιρὸν ὁποῦ ἡ Μάρτυς ἐπροσηύχετο, ἔγινεν ἕνας κτύπος ἀπὸ τὸν οὐρανόν, καὶ μία ἀστραπὴ καὶ βροντή. Ἔπεσε δὲ καὶ χάλαζα τόση πολλή, ὥστε ὁποῦ, ἔσβυσε μὲν τὸ πῦρ τῆς καμίνου, πολλοὶ δὲ ἀπὸ αὐτὴν ἐκινδύνευσαν νὰ ἀποθάνουν. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ ἡγεμὼν ἔφυγεν ἀπὸ τὸν φόβον του μὲ τοὺς ἐκεῖ παρευρεθέντας.
Μετὰ ταῦτα λέγει εἰς αὐτὴν ὁ ἡγεμών. Τίς εἶσαι ἐσύ; καὶ ποῖα εἶναι τὰ κατὰ σέ; καὶ ἀπὸ ποίαν χώραν κατάγεσαι; Ἡ δὲ Ἁγία ἐσιώπα. Μαθὼν δὲ ἀπὸ τοὺς παρεστῶτας, ὅτι ἦτον ἀπὸ τὴν μητρόπολιν τῆς Ἡρακλείας, ἔστειλεν αὐτὴν δεμένην εἰς τὸν ἐκεῖ ἡγεμόνα. Τότε Ἄγγελος Κυρίου ἐφάνη εἰς αὐτὴν καὶ τῆς εἶπεν. Ἔχε θάρρος θύγατερ. Διατὶ ὅταν μέλλῃς νὰ παρασταθῇς εἰς τὸν ἡγεμόνα, τότε ἐγὼ θέλω εἶμαι μὲ ἐσένα. Φθάσασα δὲ εἰς τὴν Ἡράκλειαν, παρεστάθη εἰς τὸν ἡγεμόνα. Ὁ ὁποῖος κρεμάσας αὐτὴν ἐπάνω εἰς ξύλον, τὸ ὁποῖον ἦτον ὡσὰν μάγγανος, κατεξέσχιζε τὸ σῶμά της, ἕως τριῶν ὡρῶν διάστημα. Καὶ αἱ μὲν σάρκες τῆς Ἁγίας κοπτόμεναι, εὔγανον εὐωδίαν μύρου. Αὐτὴ δὲ μὲ σιωπὴν ἐπροσηύχετο, ὥστε ὁποῦ ἔλεγον ὅλοι, ὅτι δὲν πάσχει σῶμα ἔμψυχον καὶ ζωντανόν, ἀλλὰ ἄψυχον. Κατεβάσας δὲ αὐτὴν ἀπὸ τὸν μάγγανον, τὴν ἔρριψεν εἰς τὰ θηρία διὰ νὰ τὴν φάγουν. Ἕνα δὲ λεοντάρι μεγάλον ἐπλησίασε κοντὰ εἰς τὴν Ἁγίαν, καὶ λαβὸν παραδόξως ἀνθρωπίνην φωνήν, τὴν μὲν τοῦ Χριστοῦ Μάρτυρα, ἐπαινοῦσε καὶ ἐμακάριζε. Τοὺς δὲ ἀπίστους καὶ παρανόμους, ἤλεγχε καὶ ἐκατηγόρει. Ἔπειτα ἀφέθη καὶ μία λέαινα κατὰ τῆς Ἁγίας, ἥτις πλησιάσασα κοντά, ἐστάθη εἰς τὸ ἄλλο μέρος τῆς Μάρτυρος. Καὶ λοιπὸν ἐστέκοντο τὰ δύω λεοντάρια, τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δεξιά, καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ τὰ ἀριστερὰ τῆς Ἁγίας, ὡσὰν ἀρνία ἄκακα.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ ἡγεμὼν ἀποροῦσε, καὶ δὲν ἤξευρε τί νὰ κάμῃ, διὰ τοῦτο ἐπρόσταξε νὰ ἀποκεφαλίσουν τὴν Μάρτυρα ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν. Ἡ δὲ Ἁγία ἀποκεφαλισθεῖσα, ὢ τοῦ θαύματος! ἀντὶ νὰ βλύσῃ αἷμα, ἔβλυσε γάλα. Τὸ δὲ ἅγιον αὐτῆς σῶμα καὶ τὴν κεφαλήν, ἐπρόσταξεν ὁ δυσσεβέστατος ἡγεμὼν νὰ βάλουν μέσα εἰς σάκκον, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ νὰ βάλουν καὶ τριακοσίας λίτρας μολύβι, καὶ οὕτω νὰ ῥίψουν αὐτὰ εἰς τὴν θάλασσαν. Ἄγγελος δὲ Κυρίου διέσχισε τὸν σάκκον, καὶ εὔγαλε τὸ λείψανον εἰς τόπον λεγόμενον Ῥισηστόν. Τοῦτο δὲ μανθάνουσα μία γυνὴ τῆς συγκλήτου, Ἀμμία ὀνομαζομένη, ἐπῆγεν εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον. Καὶ τειλίξασα μὲ σενδόνια, καὶ μὲ μῦρα ἀλείψασα τὸ τίμιον λείψανον, ἐνταφίασεν αὐτὸ εἰς ἕνα ξεχωριστὸν τόπον τοῦ Ῥισηστοῦ εἰς δόξαν Θεοῦ (2).
(2) Περιττῶς ἐδῶ γράφεται ἐν τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ καὶ ἐν τοῖς Μηναίοις τὸ Συναξάριον τοῦ Ἁγίου Πρόκλου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Καθότι αὐτὸ ἐγράφη ἁρμοδιώτερον κατὰ τὴν εἰκοστὴν τοῦ Νοεμβρίου. Τότε γὰρ ἡ μνήμη αὐτοῦ ἑορτάζεται.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρκος, Σωτήριχος καὶ Οὐαλεντῖνος, κατὰ γῆς συρόμενοι, τελειοῦνται.
Τὴν γῆν συνάθλων ἡ τριὰς στήλην ἔχει,
Βοῶσαν αὐτῶν τοὺς ἀοιδίμους πόνους.
*
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Πρεσβύτερος ξίφει τελειοῦται.
Ἀκάκιος προθείς σε καὶ ψυχῆς Λόγε,
Ψυχὴν προέσθαι, σοῦ χάριν σπεύδει ξίφει.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νέρδων πυρὶ τελειοῦται.
Πυρὸς κρατῆρι καμίνῳ βεβλημένος,
Κρατῆρα Νέρδων ἐκροφᾷ θείου τέλους.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *