Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου24 Νοεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΔ’, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Κλήμεντος Επισκόπου Ρώμης.
Βληθείς ο Κλήμης εις βυθόν συν αγκύρα,
Προς Χριστόν ήκεν άγκυραν την εσχάτην.
Κλήμης ο μακάριος και σοφώτατος ήτον Ρωμαίος, ζων μεν, κατά τους χρόνους του Δομετιανού, εν έτει πβ’ [82], καταγόμενος δε από γένος βασιλικόν, υιός Φαύστου και Ματθιδίας. Ούτος λοιπόν αφ’ ου επέρασεν όλα τα μαθήματα της ελληνικής παιδείας, αντάμωσε τον κορυφαίον των Αποστόλων Πέτρον, και εδιδάχθη από αυτόν την αληθή πίστιν και θεογνωσίαν. Όθεν κήρυξ του Ευαγγελίου γενόμενος, συνέγραψε τας Διατάξεις των Αγίων Αποστόλων (1) και έγινε και Ρώμης Επίσκοπος. Πιασθείς δε από τον βασιλέα Δομετιανόν, τιμωρείται, και μη πεισθείς εις τας προσταγάς του, εξορίζεται εις την έρημον πόλιν (2) ήτις πλησιάζει εις την Χερσώνα. Εκεί δε έδεσαν εις τον λαιμόν του μίαν άγκουραν σιδηράν, και έρριψαν αυτόν εις τον βυθόν της θαλάσσης. Και ούτως ετελειώθη ο τρισμακάριος.
Ο δε των θαυμασίων Θεός, θέλωντας να δοξάση και μετά τον θάνατον τον εδικόν του θεράποντα, ενεργεί ένα τοιούτον μέγα και υπερφυές θαυμάσιον. Από τότε γαρ και ύστερα κάθε χρόνον εις την μνήμην του Αγίου τούτου Κλήμεντος, τραβίζεται η θάλασσα μέσα τρία μίλια. Και ο τόπος της θαλάσσης γίνεται γη ξηρά εις την οποίαν κάθηνται οι εκεί συναθροιζόμενοι Χριστιανοί έως ημέρας επτά. Και ούτω γίνεται εις αυτούς μεγάλη χαρά και ευφροσύνη δια το τοιούτον θαυμάσιον.
Μίαν φοράν δε, αφ’ ου η θάλασσα ετραβίχθη κατά την συνήθειαν, εμβήκεν ο λαός μέσα και ετελείωσε την εορτήν του Αγίου, και έπειτα ευγήκε πάλιν. Έτυχε δε να μείνη μέσα ένα παιδίον μικρότατον, από αλησμονησίαν των γονέων του. Η δε θάλασσα πλημμυρήσασα, εσκέπασε πάλιν τον τόπον. Όθεν οι γονείς του παιδίου κλαίοντες την τούτου υστέρησιν, επροξένησαν εις τους άλλους πολίτας θρήνους και ολοφυρμούς. Όταν δε ήλθεν η εορτή του Αγίου εις τον ερχόμενον χρόνον, ετραβίχθη πάλιν η θάλασσα. Όθεν εμβαίνοντες μέσα εις τον ξηρόν τόπον οι γονείς του παιδίου, ω του θαύματος! εύρον αυτό καθήμενον κοντά εις τον τάφον του Αγίου. Ερωτήσαντες δε αυτό, πώς ετρέφετο! και πώς εφυλάττετο αβλαβές! έμαθον, ότι ετρέφετο από τον εκεί ευρισκόμενον Άγιον. Και παρ’ αυτού εφυλάττετο από κάθε βλάβην και εναντίον. Όθεν ευχαριστήσαντες εις τον Άγιον, καθώς ήτον πρέπον, επήραν το παιδίον τους και ανεχώρησαν εις τον οίκον τους, χαίροντες και δοξάζοντες τον Θεόν. (Τον κατά πλάτος Βίον του Αγίου τούτου όρα εις το Εκλόγιον. Ο δε ελληνικός αυτού Βίος σώζεται εν τη Λαύρα, ου η αρχή· «Κλήμης Ιακώβω τω Κυρίω και Επισκόπω» (3).)
(1) Ου μόνον αι Διατάξεις των Αποστόλων, αλλά και οι Κανόνες αυτών υπό των Αποστόλων δια Κλήμεντος συνεγράφησαν. Και δύω επιστολαί προς Κορινθίους επιστελλόμεναι, ως εκ προσώπου της Ρωμαίων Εκκλησίας. Και άλλα συγγράμματα.
(2) Ο δε χειρόγραφος Συναξαριστής Ερήπολιν ταύτην γράφει. Πώς δε αύτη λέγεται τώρα, ουδέν λέγει ο γεωγράφος Μελέτιος.
(3) Σημείωσαι, ότι ο Κλήμης ούτος αν ήναι Ρωμαίος, πάντη εστίν αμφίβολον· (καθότι ο νεώτερος Καβαίος μαρτυρεί, ότι λέγεται ούτος πως είναι Ρωμαίος, εν τω περί Εκκλησιαστικών Συγγραφέων πονήματι). Το γαρ όνομα αυτού ελληνικόν μάλλον εστίν ή λατινικόν. Κλήμα γαρ ελληνική λέξις εστίν. Εκ του κλήμα δε, παράγεται το Κλήμης. Διο και Έλληνες τούτο έσχον το όνομα. Ει δε Ρωμαίος ην ο Κλήμης, διατί ου ρωμαϊστί αλλ’ ελληνιστί συνέγραψεν; (ο Θεοτόκης, σελ. 448 εν ταις σημειώσεσιν). Σημείωσαι και τούτο, ότι αι δύω επιστολαί του Κλήμεντος τούτου αι προς Κορινθίους, επικυρούνται ότι γνήσιαί εισι (σελ. 4 του Κανονικού Κλήμεντος). Ομοίως σημείωσαι, ότι υπό των Αποστόλων δια του Αγίου Κλήμεντος τούτου συνεγράφησαν οι ΠΕ’ Κανόνες των Αγίων Αποστόλων, και αι Διατάξεις αυτών, ως είρηται ανωτέρω, και ουχί υπό του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως, ήτοι του Στρωματέως, ή συνεγράφησαν, ή εσυναθροίσθησαν. Καθώς ουκ ορθώς γράφεται εν τη Εκατονταετηρίδι τη νεοτυπώτω. Ει γαρ τούτο ην αληθές, έπρεπεν οι Κανόνες αυτοί να ευρίσκωνται εις τα Άπαντα του αυτού Αλεξανδρέως. Επειδή δε αυτοί εν τοις εκείνου συγγράμμασιν ουκ εμφέρονται, άρα ψευδέστατόν εστι τούτο ο λέγει ο της Εκατονταετηρίδος συγγραφεύς. Όρα και εν ταις υποσημειώσεσι του Συναξαρίου των Δώδεκα Αποστόλων κατά την τριακοστήν του Ιουνίου. Περί του Κλήμεντος τούτου όρα και εις την πέμπτην του παρόντος Νοεμβρίου εν τω Συναξαρίω των Αποστόλων Ερμά, Πατρόβα, Λίνου, Γαΐου, και Φιλολόγου.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Πέτρου Αλεξανδρείας.
Άρρηκτος ην την πίστιν ο τμηθείς Πέτρος,
Ος είδε Χριστού την στολήν ερρηγμένην.
Ο Άγιος Πέτρος ο Αλεξανδρείας Επίσκοπος, ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού, εν έτει σϞς’ [296], διδάσκαλος της ευσεβείας, και κήρυξ των ορθών δογμάτων γνωριζόμενος. Ούτος λοιπόν, όταν έμελλε να αποκεφαλισθή δια προσταγής του βασιλέως, τότε παρεκάλει αυτόν ο Άρειος να τω συγχωρήση, και ο λαός όλος εμεσίτευεν υπέρ τούτου. Αλλ’ ο Άγιος δεν επείσθη εις τούτο, ουδέ τω εσυγχώρησεν. Αλλ’ απέβαλεν αυτόν, καταρασθείς και ειπών, ότι αυτός είναι χωρισμένος από την δόξαν του Χριστού, και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι.
Είπε γαρ εις αυτούς, ότι είδε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εις το όνειρόν του εν σχήματι παιδίου μικρού, το οποίον, έλαμπε μεν υπέρ τον ήλιον, ήτον δε ενδυμένον ένα υποκάμισον, σχισμένον από την κεφαλήν έως εις τους πόδας. Ερωτήσας δε αυτό, διατί είναι σχισμένον το υποκάμισόν του, έμαθε παρ’ αυτού, ότι ο Άρειος το έσχισεν. Εφανέρωσε δε με τούτο ο Κύριος, την διαίρεσιν και το σχίσιμον, οπού εποίει ο Άρειος, του Υιού από τον Πατέρα, μη ομολογών αυτόν ομοούσιον με τον Πατέρα, αλλά ετερούσιον του Πατρός. Ομοίως εφανέρονε και τα λοιπά της εκείνου δυσσεβείας βλάσφημα λόγια. Ούτος λοιπόν ο αοίδιμος αποκοπείς την κεφαλήν κατά την προσταγήν του βασιλέως, απέλαβε της αθλήσεως τον αμαράντινον στέφανον. (Τον κατά πλάτος Βίον του Αγίου τούτου, όρα εις το Εκλόγιον. Έγραψε δε τούτον ελληνιστί ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Είχε μεν η επιφανής Νικομήδεια». Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)
*
Ο Άγιος Μάλχος εν ειρήνη τελειούται.
Οι ψυχοπομποί συγκατέπτησαν νόες,
Ψυχήν απάξαι Μάλχε την σην Κυρίω.
*
Ο Όσιος Καρίων εν ειρήνη τελειούται (4).
Θεις πάντα πόρρω Καρίων ψυχής κάρον,
Ήσκησε νω νήφοντι μέχρι και τέλους.
(4) Ο Όσιος ούτος Καρίων είναι κατά σάρκα και πνεύμα πατήρ του κεχαριτωμένου εκείνου τέκνου Οσίου Ζαχαρίου, του κατά την εικοστήν τετάρτην του Μαρτίου εορταζομένου. Περί τούτου του Καρίωνος γράφεται εν τω Ευεργετινώ, σελ. 468, ότι είπε το απόφθεγμα τούτο· «Άνθρωπος μένων μετά παιδίου, ει μεν δεν είναι δυνατός, έρχεται κάτω και βλάπτεται. Ει δε και είναι δυνατός, αγκαλά και δεν έρχεται κάτω· ήτοι δεν βλάπτεται. Όμως εις ανώτερον μέτρον αρετής δεν προκόπτει».
*
Ο Άγιος Ερμογένης Επίσκοπος Ακραγαντίνων εν ειρήνη τελειούται.
Απάρας Ερμόγενες ανθρώπων γένους,
Κατήσχυνας φρύαγμα δαιμόνων γένους.
*
Οι Άγιοι Φιλούμενος και Χριστοφόρος ξίφει τελειούνται.
Φιλούμενον τέμνουσι και Χριστοφόρον,
Αυτώ φανέντας πράγματι Χριστού φίλους.
*
Ο Άγιος Ευγένιος, εν οπή τείχους βληθείς, της εισόδου πηλώ εμφραγείσης, τελειούται.
Μάτην οπή ως κλείθρα τον πηλόν φέρεις.
Ευγενίω γαρ προς Θεόν τρίβος γίνη.
*
Οι Άγιοι Προκόπιος και Χριστοφόρος ξίφει τελειούνται.
Ο Προκόπιος, ως εγώ Χριστοφόρε,
Θου και συ, φησίν, εις τομήν τον αυχένα.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Αλεξάνδρου του εν Κορίνθω, και του Οσίου Πατρός ημών Γρηγορίου του εν τη Χρυσή Πέτρα ασκήσαντος, ος ώρμητο εκ των της Ανατολής μερών, και ελθών κατώκησεν εν τη ρηθείση Πέτρα.
Εις τον Αλέξανδρον.
Ήθλησεν Αλέξανδρος ευσεβοφρόνως,
Σαφώς παριστών, πώς φιλείν Χριστόν πρέπει.
Εις τον Γρηγόριον.
Εξ Ασίας φυς Γρηγόριε πατρίδος,
Ταις αρεταίς έλαμψας ηλίου δίκην (5).
(5) Τούτου του Αγίου Γρηγορίου το λείψανον ευρέθη εν τω οικείω Μοναστηρίω της Χρυσής Πέτρας, ου προ πολλών χρόνων, καθώς ανήγγειλαν ημίν οι τούτο ιδόντες.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Χρυσογόνου, και του Οσίου Μάρκου του Τριγλινού.
Εις τον Χρυσόγονον.
Ο Χρυσόγονος εμφανώς χρυσούς γόνος,
Θεού Πατρός πέφηνε τμηθείς εκ ξίφους.
Εις τον Μάρκον.
Προσχών ο Μάρκος ακλινώς Θεώ Λόγω,
Τρανώς μεταστάς και συνών αυτόν βλέπει.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Θεόδωρος ο εν Αντιοχεία, ξίφει τελειούται.
Δώρον Θεού τέμνουσι μάκαρ σε ξίφει,
Δώρον Θεώ φέροντα αίμα τραχήλου.
Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του αποστάτου Ιουλιανού, εν έτει τξα’ [361]. Επιάσθη δε και αρπάχθη μέσα από το παζάρι υπό του επάρχου Σαλλουστίου εξ αιτίας τοιαύτης. Όταν ο ασεβής Ιουλιανός επρόσταξε να σηκωθούν από την Δάφνην, ήτοι από το της Αντιοχείας προάστειον, τα λείψανα των Αγίων Μαρτύρων Βαβύλα και των συν αυτώ, τότε οι βαστάζοντες τα άγια λείψανα Χριστιανοί έψαλον ένα ψαλμόν του Δαβίδ. Εις κάθε δε περικοπήν έλεγον τον στίχον τούτον· «Αισχυνθήτωσαν πάντες οι προσκυνούντες τοις γλυπτοίς». Επειδή ενόμιζον οι Έλληνες ήτταν και αδυναμίαν του εν τη Δάφνη Απόλλωνος, την των αγίων λειψάνων μετάθεσιν. Τούτον δε τον στίχον ακούσας ο Ιουλιανός, εθυμώθη. Όθεν κατά προσταγήν αυτού, επιάσθη ο Άγιος Θεόδωρος ούτος, με το να ήτον και αυτός ζηλωτής της ευσεβείας, και ένας από τους ψάλλοντας τον ρηθέντα στίχον. Και λοιπόν κρεμασθείς επί ξύλου ο του Χριστού αθλητής, κατεξεσχίσθη με βούνευρα εις ταις πλάταις, και ετρυπήθη εις τα πλευρά με ονύχια. Και ούτως ετιμωρείτο ο Άγιος από το πρωί έως το βράδυ. Έπειτα δεθείς με αλυσίδας, ερρίφθη εις την φυλακήν.
Την δε ερχομένην ημέραν μαθών ο Ιουλιανός την ανδρίαν, οπού έδειξεν ο νέος, και ηξεύρωντας, ότι όσοι Χριστιανοί μέχρι τέλους υπομείνουν το μαρτύριον και θανατωθούν, ο θάνατος αυτός, εις μεν τους τιμωρούντας τυράννους, λογίζεται ήττα και καταισχύνη, εις δε τους τιμωρουμένους Μάρτυρας, λογίζεται νίκη και δόξα και χαρά. Τούτο, λέγω, ηξεύρωντας ο παραβάτης, επρόσταξε να απολύσουν τον Άγιον από την φυλακήν. Μετά ταύτα ερώτησαν μερικοί τον Μάρτυρα τούτον, αν αισθάνετο πόνους, όταν εδοκίμαζε τας πικράς εκείνας βασάνους. Προς τους οποίους απεκρίθη, ότι εις μεν την αρχήν, αισθάνετο ολίγον τινά πόνον. Έπειτα εφάνη ένας εις αυτόν, κρατώντας εις τας χείρας μανδύλιον απαλόν και ψυχρόν, με το οποίον εσπόγγιζε τον ιδρώτα του προσώπου του, και επαρακίνει αυτόν να έχη θάρρος και γενναιοκαρδίαν. Δια τούτο και όταν οι δήμιοι έπαυσαν και δεν ετιμώρουν τον Άγιον, έλεγεν, ότι δεν εχάρη δια τούτο ο Άγιος, αλλά μάλλον ελυπήθη. Επειδή με την παύσιν των βασάνων, έπαυσε και ο φαινόμενος εκείνος, (όστις ήτον ουράνιος Άγγελος) και δεν επροξένει πλέον εις αυτόν το θάρρος εκείνο και την ουράνιον παρηγορίαν. Τοιαύτα ποιήσας ο παράνομος Ιουλιανός, αυτός μεν, με πικρόν και επονείδιστον θάνατον απέρριψε την μιαράν του ψυχήν εις την χώραν των Περσών. Ο δε Άγιος Θεόδωρος τοιαύτα παθών παρ’ αυτού, αυτός αγάλλεται εν Κυρίω και αναπαύεται εις τα ουράνια (6).
(6) Το Συναξάριον τούτο αυτολεξεί ηρανίσθη από το δέκατον κεφάλαιον του τρίτου βιβλίου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Θεοδωρήτου, εξ ου και εγώ ανεπλήρωσα τα ελλείποντα εν τω Συναξαριστή.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΔ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κλήμεντος Ἐπισκόπου Ῥώμης.
Βληθεὶς ὁ Κλήμης εἰς βυθὸν σὺν ἀγκύρᾳ,
Πρὸς Χριστὸν ἧκεν ἄγκυραν τὴν ἐσχάτην.
Κλήμης ὁ μακάριος καὶ σοφώτατος ἦτον Ῥωμαῖος, ζῶν μέν, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Δομετιανοῦ, ἐν ἔτει πβ΄ [82], καταγόμενος δὲ ἀπὸ γένος βασιλικόν, υἱὸς Φαύστου καὶ Ματθιδίας. Οὗτος λοιπὸν ἀφ’ οὗ ἐπέρασεν ὅλα τὰ μαθήματα τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, ἀντάμωσε τὸν κορυφαῖον τῶν Ἀποστόλων Πέτρον, καὶ ἐδιδάχθη ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἀληθῆ πίστιν καὶ θεογνωσίαν. Ὅθεν κήρυξ τοῦ Εὐαγγελίου γενόμενος, συνέγραψε τὰς Διατάξεις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων (1) καὶ ἔγινε καὶ Ῥώμης Ἐπίσκοπος. Πιασθεὶς δὲ ἀπὸ τὸν βασιλέα Δομετιανόν, τιμωρεῖται, καὶ μὴ πεισθεὶς εἰς τὰς προσταγάς του, ἐξορίζεται εἰς τὴν ἔρημον πόλιν (2) ἥτις πλησιάζει εἰς τὴν Χερσῶνα. Ἐκεῖ δὲ ἔδεσαν εἰς τὸν λαιμόν του μίαν ἄγκουραν σιδηρᾶν, καὶ ἔρριψαν αὐτὸν εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης. Καὶ οὕτως ἐτελειώθη ὁ τρισμακάριος.
Ὁ δὲ τῶν θαυμασίων Θεός, θέλωντας νὰ δοξάσῃ καὶ μετὰ τὸν θάνατον τὸν ἐδικόν του θεράποντα, ἐνεργεῖ ἕνα τοιοῦτον μέγα καὶ ὑπερφυὲς θαυμάσιον. Ἀπὸ τότε γὰρ καὶ ὕστερα κάθε χρόνον εἰς τὴν μνήμην τοῦ Ἁγίου τούτου Κλήμεντος, τραβίζεται ἡ θάλασσα μέσα τρία μίλια. Καὶ ὁ τόπος τῆς θαλάσσης γίνεται γῆ ξηρὰ εἰς τὴν ὁποίαν κάθηνται οἱ ἐκεῖ συναθροιζόμενοι Χριστιανοὶ ἕως ἡμέρας ἑπτά. Καὶ οὕτω γίνεται εἰς αὐτοὺς μεγάλη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη διὰ τὸ τοιοῦτον θαυμάσιον.
Μίαν φορὰν δέ, ἀφ’ οὗ ἡ θάλασσα ἐτραβίχθη κατὰ τὴν συνήθειαν, ἐμβῆκεν ὁ λαὸς μέσα καὶ ἐτελείωσε τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου, καὶ ἔπειτα εὐγῆκε πάλιν. Ἔτυχε δὲ νὰ μείνῃ μέσα ἕνα παιδίον μικρότατον, ἀπὸ ἀλησμονησίαν τῶν γονέων του. Ἡ δὲ θάλασσα πλημμυρήσασα, ἐσκέπασε πάλιν τὸν τόπον. Ὅθεν οἱ γονεῖς τοῦ παιδίου κλαίοντες τὴν τούτου ὑστέρησιν, ἐπροξένησαν εἰς τοὺς ἄλλους πολίτας θρήνους καὶ ὀλοφυρμούς. Ὅταν δὲ ἦλθεν ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου εἰς τὸν ἐρχόμενον χρόνον, ἐτραβίχθη πάλιν ἡ θάλασσα. Ὅθεν ἐμβαίνοντες μέσα εἰς τὸν ξηρὸν τόπον οἱ γονεῖς τοῦ παιδίου, ὢ τοῦ θαύματος! εὗρον αὐτὸ καθήμενον κοντὰ εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου. Ἐρωτήσαντες δὲ αὐτό, πῶς ἐτρέφετο! καὶ πῶς ἐφυλάττετο ἀβλαβές! ἔμαθον, ὅτι ἐτρέφετο ἀπὸ τὸν ἐκεῖ εὑρισκόμενον Ἅγιον. Καὶ παρ’ αὐτοῦ ἐφυλάττετο ἀπὸ κάθε βλάβην καὶ ἐναντίον. Ὅθεν εὐχαριστήσαντες εἰς τὸν Ἅγιον, καθὼς ἦτον πρέπον, ἐπῆραν τὸ παιδίον τους καὶ ἀνεχώρησαν εἰς τὸν οἶκόν τους, χαίροντες καὶ δοξάζοντες τὸν Θεόν. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ Ἁγίου τούτου ὅρα εἰς τὸ Ἐκλόγιον. Ὁ δὲ ἑλληνικὸς αὐτοῦ Βίος σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, οὗ ἡ ἀρχή· «Κλήμης Ἰακώβῳ τῷ Κυρίῳ καὶ Ἐπισκόπῳ» (3).)
(1) Οὐ μόνον αἱ Διατάξεις τῶν Ἀποστόλων, ἀλλὰ καὶ οἱ Κανόνες αὐτῶν ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων διὰ Κλήμεντος συνεγράφησαν. Καὶ δύω ἐπιστολαὶ πρὸς Κορινθίους ἐπιστελλόμεναι, ὡς ἐκ προσώπου τῆς Ῥωμαίων Ἐκκλησίας. Καὶ ἄλλα συγγράμματα.
(2) Ὁ δὲ χειρόγραφος Συναξαριστὴς Ἐρήπολιν ταύτην γράφει. Πῶς δὲ αὕτη λέγεται τώρα, οὐδὲν λέγει ὁ γεωγράφος Μελέτιος.
(3) Σημείωσαι, ὅτι ὁ Κλήμης οὗτος ἂν ᾖναι Ῥωμαῖος, πάντῃ ἐστὶν ἀμφίβολον· (καθότι ὁ νεώτερος Καβαῖος μαρτυρεῖ, ὅτι λέγεται οὗτος πῶς εἶναι Ῥωμαῖος, ἐν τῷ περὶ Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων πονήματι). Τὸ γὰρ ὄνομα αὐτοῦ ἑλληνικὸν μᾶλλόν ἐστιν ἢ λατινικόν. Κλῆμα γὰρ ἑλληνικὴ λέξις ἐστίν. Ἐκ τοῦ κλῆμα δέ, παράγεται τὸ Κλήμης. Διὸ καὶ Ἕλληνες τοῦτο ἔσχον τὸ ὄνομα. Εἰ δὲ Ῥωμαῖος ἦν ὁ Κλήμης, διατί οὐ ῥωμαϊστὶ ἀλλ’ ἑλληνιστὶ συνέγραψεν; (ὁ Θεοτόκης, σελ. 448 ἐν ταῖς σημειώσεσιν). Σημείωσαι καὶ τοῦτο, ὅτι αἱ δύω ἐπιστολαὶ τοῦ Κλήμεντος τούτου αἱ πρὸς Κορινθίους, ἐπικυροῦνται ὅτι γνήσιαί εἰσι (σελ. 4 τοῦ Κανονικοῦ Κλήμεντος). Ὁμοίως σημείωσαι, ὅτι ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων διὰ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος τούτου συνεγράφησαν οἱ ΠΕ΄ Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, καὶ αἱ Διατάξεις αὐτῶν, ὡς εἴρηται ἀνωτέρω, καὶ οὐχὶ ὑπὸ τοῦ Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως, ἤτοι τοῦ Στρωματέως, ἢ συνεγράφησαν, ἢ ἐσυναθροίσθησαν. Καθὼς οὐκ ὀρθῶς γράφεται ἐν τῇ Ἑκατονταετηρίδι τῇ νεοτυπώτῳ. Εἰ γὰρ τοῦτο ἦν ἀληθές, ἔπρεπεν οἱ Κανόνες αὐτοὶ νὰ εὑρίσκωνται εἰς τὰ Ἅπαντα τοῦ αὐτοῦ Ἀλεξανδρέως. Ἐπειδὴ δὲ αὐτοὶ ἐν τοῖς ἐκείνου συγγράμμασιν οὐκ ἐμφέρονται, ἄρα ψευδέστατόν ἐστι τοῦτο ὃ λέγει ὁ τῆς Ἑκατονταετηρίδος συγγραφεύς. Ὅρα καὶ ἐν ταῖς ὑποσημειώσεσι τοῦ Συναξαρίου τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων κατὰ τὴν τριακοστὴν τοῦ Ἰουνίου. Περὶ τοῦ Κλήμεντος τούτου ὅρα καὶ εἰς τὴν πέμπτην τοῦ παρόντος Νοεμβρίου ἐν τῷ Συναξαρίῳ τῶν Ἀποστόλων Ἑρμᾶ, Πατρόβα, Λίνου, Γαΐου, καὶ Φιλολόγου.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πέτρου Ἀλεξανδρείας.
Ἄρρηκτος ἦν τὴν πίστιν ὁ τμηθεὶς Πέτρος,
Ὃς εἶδε Χριστοῦ τὴν στολὴν ἐρρηγμένην.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Ἀλεξανδρείας Ἐπίσκοπος, ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει σϞς΄ [296], διδάσκαλος τῆς εὐσεβείας, καὶ κήρυξ τῶν ὀρθῶν δογμάτων γνωριζόμενος. Οὗτος λοιπόν, ὅταν ἔμελλε νὰ ἀποκεφαλισθῇ διὰ προσταγῆς τοῦ βασιλέως, τότε παρεκάλει αὐτὸν ὁ Ἄρειος νὰ τῷ συγχωρήσῃ, καὶ ὁ λαὸς ὅλος ἐμεσίτευεν ὑπὲρ τούτου. Ἀλλ’ ὁ Ἅγιος δὲν ἐπείσθη εἰς τοῦτο, οὐδὲ τῷ ἐσυγχώρησεν. Ἀλλ’ ἀπέβαλεν αὐτόν, καταρασθεὶς καὶ εἰπών, ὅτι αὐτὸς εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι καὶ ἐν τῷ μέλλοντι.
Εἶπε γὰρ εἰς αὐτούς, ὅτι εἶδε τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς τὸ ὄνειρόν του ἐν σχήματι παιδίου μικροῦ, τὸ ὁποῖον, ἔλαμπε μὲν ὑπὲρ τὸν ἥλιον, ἦτον δὲ ἐνδυμένον ἕνα ὑποκάμισον, σχισμένον ἀπὸ τὴν κεφαλὴν ἕως εἰς τοὺς πόδας. Ἐρωτήσας δὲ αὐτό, διατί εἶναι σχισμένον τὸ ὑποκάμισόν του, ἔμαθε παρ’ αὐτοῦ, ὅτι ὁ Ἄρειος τὸ ἔσχισεν. Ἐφανέρωσε δὲ μὲ τοῦτο ὁ Κύριος, τὴν διαίρεσιν καὶ τὸ σχίσιμον, ὁποῦ ἐποίει ὁ Ἄρειος, τοῦ Υἱοῦ ἀπὸ τὸν Πατέρα, μὴ ὁμολογῶν αὐτὸν ὁμοούσιον μὲ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ ἑτερούσιον τοῦ Πατρός. Ὁμοίως ἐφανέρονε καὶ τὰ λοιπὰ τῆς ἐκείνου δυσσεβείας βλάσφημα λόγια. Οὗτος λοιπὸν ὁ ἀοίδιμος ἀποκοπεὶς τὴν κεφαλὴν κατὰ τὴν προσταγὴν τοῦ βασιλέως, ἀπέλαβε τῆς ἀθλήσεως τὸν ἀμαράντινον στέφανον. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ Ἁγίου τούτου, ὅρα εἰς τὸ Ἐκλόγιον. Ἔγραψε δὲ τοῦτον ἑλληνιστὶ ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Εἶχε μὲν ἡ ἐπιφανὴς Νικομήδεια». Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Ὁ Ἅγιος Μάλχος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Οἱ ψυχοπομποὶ συγκατέπτησαν νόες,
Ψυχὴν ἀπάξαι Μάλχε τὴν σὴν Κυρίῳ.
*
Ὁ Ὅσιος Καρίων ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (4).
Θεὶς πᾶντα πόρρω Καρίων ψυχῆς κάρον,
Ἤσκησε νῷ νήφοντι μέχρι καὶ τέλους.
(4) Ὁ Ὅσιος οὗτος Καρίων εἶναι κατὰ σάρκα καὶ πνεῦμα πατὴρ τοῦ κεχαριτωμένου ἐκείνου τέκνου Ὁσίου Ζαχαρίου, τοῦ κατὰ τὴν εἰκοστὴν τετάρτην τοῦ Μαρτίου ἑορταζομένου. Περὶ τούτου τοῦ Καρίωνος γράφεται ἐν τῷ Εὐεργετινῷ, σελ. 468, ὅτι εἶπε τὸ ἀπόφθεγμα τοῦτο· «Ἄνθρωπος μένων μετὰ παιδίου, εἰ μὲν δὲν εἶναι δυνατός, ἔρχεται κάτω καὶ βλάπτεται. Εἰ δὲ καὶ εἶναι δυνατός, ἀγκαλὰ καὶ δὲν ἔρχεται κάτω· ἤτοι δὲν βλάπτεται. Ὅμως εἰς ἀνώτερον μέτρον ἀρετῆς δὲν προκόπτει».
*
Ὁ Ἅγιος Ἑρμογένης Ἐπίσκοπος Ἀκραγαντίνων ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἀπάρας Ἑρμόγενες ἀνθρώπων γένους,
Κατῄσχυνας φρύαγμα δαιμόνων γένους.
*
Οἱ Ἅγιοι Φιλούμενος καὶ Χριστοφόρος ξίφει τελειοῦνται.
Φιλούμενον τέμνουσι καὶ Χριστοφόρον,
Αὐτῷ φανέντας πράγματι Χριστοῦ φίλους.
*
Ὁ Ἅγιος Εὐγένιος, ἐν ὀπῇ τείχους βληθείς, τῆς εἰσόδου πηλῷ ἐμφραγείσης, τελειοῦται.
Μάτην ὀπὴ ὡς κλεῖθρα τὸν πηλὸν φέρεις.
Εὐγενίῳ γὰρ πρὸς Θεὸν τρίβος γίνῃ.
*
Οἱ Ἅγιοι Προκόπιος καὶ Χριστοφόρος ξίφει τελειοῦνται.
Ὁ Προκόπιος, ὡς ἐγὼ Χριστοφόρε,
Θοῦ καὶ σύ, φησίν, εἰς τομὴν τὸν αὐχένα.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀλεξάνδρου τοῦ ἐν Κορίνθῳ, καὶ τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ ἐν τῇ Χρυσῇ Πέτρᾳ ἀσκήσαντος, ὃς ὥρμητο ἐκ τῶν τῆς Ἀνατολῆς μερῶν, καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν ἐν τῇ ῥηθείσῃ Πέτρᾳ.
Εἰς τὸν Ἀλέξανδρον.
Ἤθλησεν Ἀλέξανδρος εὐσεβοφρόνως,
Σαφῶς παριστῶν, πῶς φιλεῖν Χριστὸν πρέπει.
Εἰς τὸν Γρηγόριον.
Ἐξ Ἀσίας φὺς Γρηγόριε πατρίδος,
Ταῖς ἀρεταῖς ἔλαμψας ἡλίου δίκην (5).
(5) Τούτου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τὸ λείψανον εὑρέθη ἐν τῷ οἰκείῳ Μοναστηρίῳ τῆς Χρυσῆς Πέτρας, οὐ πρὸ πολλῶν χρόνων, καθὼς ἀνήγγειλαν ἡμῖν οἱ τοῦτο ἰδόντες.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Χρυσογόνου, καὶ τοῦ Ὁσίου Μάρκου τοῦ Τριγλινοῦ.
Εἰς τὸν Χρυσόγονον.
Ὁ Χρυσόγονος ἐμφανῶς χρυσοῦς γόνος,
Θεοῦ Πατρὸς πέφηνε τμηθεὶς ἐκ ξίφους.
Εἰς τὸν Μάρκον.
Προσχὼν ὁ Μάρκος ἀκλινῶς Θεῷ Λόγῳ,
Τρανῶς μεταστὰς καὶ συνὼν αὐτὸν βλέπει.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος ὁ ἐν Ἀντιοχείᾳ, ξίφει τελειοῦται.
Δῶρον Θεοῦ τέμνουσι μάκαρ σὲ ξίφει,
Δῶρον Θεῷ φέροντα αἷμα τραχήλου.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἀποστάτου Ἰουλιανοῦ, ἐν ἔτει τξα΄ [361]. Ἐπιάσθη δὲ καὶ ἁρπάχθη μέσα ἀπὸ τὸ παζάρι ὑπὸ τοῦ ἐπάρχου Σαλλουστίου ἐξ αἰτίας τοιαύτης. Ὅταν ὁ ἀσεβὴς Ἰουλιανὸς ἐπρόσταξε νὰ σηκωθοῦν ἀπὸ τὴν Δάφνην, ἤτοι ἀπὸ τὸ τῆς Ἀντιοχείας προάστειον, τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Βαβύλα καὶ τῶν σὺν αὐτῷ, τότε οἱ βαστάζοντες τὰ ἅγια λείψανα Χριστιανοὶ ἔψαλον ἕνα ψαλμὸν τοῦ Δαβίδ. Εἰς κάθε δὲ περικοπὴν ἔλεγον τὸν στίχον τοῦτον· «Αἰσχυνθήτωσαν πᾶντες οἱ προσκυνοῦντες τοῖς γλυπτοῖς». Ἐπειδὴ ἐνόμιζον οἱ Ἕλληνες ἧτταν καὶ ἀδυναμίαν τοῦ ἐν τῇ Δάφνῃ Ἀπόλλωνος, τὴν τῶν ἁγίων λειψάνων μετάθεσιν. Τοῦτον δὲ τὸν στίχον ἀκούσας ὁ Ἰουλιανός, ἐθυμώθη. Ὅθεν κατὰ προσταγὴν αὐτοῦ, ἐπιάσθη ὁ Ἅγιος Θεόδωρος οὗτος, μὲ τὸ νὰ ἦτον καὶ αὐτὸς ζηλωτὴς τῆς εὐσεβείας, καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ψάλλοντας τὸν ῥηθέντα στίχον. Καὶ λοιπὸν κρεμασθεὶς ἐπὶ ξύλου ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητής, κατεξεσχίσθη μὲ βούνευρα εἰς ταῖς πλάταις, καὶ ἐτρυπήθη εἰς τὰ πλευρὰ μὲ ὀνύχια. Καὶ οὕτως ἐτιμωρεῖτο ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὸ πρωῒ ἕως τὸ βράδυ. Ἔπειτα δεθεὶς μὲ ἁλυσίδας, ἐρρίφθη εἰς τὴν φυλακήν.
Τὴν δὲ ἐρχομένην ἡμέραν μαθὼν ὁ Ἰουλιανὸς τὴν ἀνδρίαν, ὁποῦ ἔδειξεν ὁ νέος, καὶ ἠξεύρωντας, ὅτι ὅσοι Χριστιανοὶ μέχρι τέλους ὑπομείνουν τὸ μαρτύριον καὶ θανατωθοῦν, ὁ θάνατος αὐτός, εἰς μὲν τοὺς τιμωροῦντας τυράννους, λογίζεται ἧττα καὶ καταισχύνη, εἰς δὲ τοὺς τιμωρουμένους Μάρτυρας, λογίζεται νίκη καὶ δόξα καὶ χαρά. Τοῦτο, λέγω, ἠξεύρωντας ὁ παραβάτης, ἐπρόσταξε νὰ ἀπολύσουν τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὴν φυλακήν. Μετὰ ταῦτα ἐρώτησαν μερικοὶ τὸν Μάρτυρα τοῦτον, ἂν αἰσθάνετο πόνους, ὅταν ἐδοκίμαζε τὰς πικρὰς ἐκείνας βασάνους. Πρὸς τοὺς ὁποίους ἀπεκρίθη, ὅτι εἰς μὲν τὴν ἀρχήν, αἰσθάνετο ὀλίγον τινα πόνον. Ἔπειτα ἐφάνη ἕνας εἰς αὐτόν, κρατῶντας εἰς τὰς χεῖρας μανδύλιον ἁπαλὸν καὶ ψυχρόν, μὲ τὸ ὁποῖον ἐσπόγγιζε τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου του, καὶ ἐπαρακίνει αὐτὸν νὰ ἔχῃ θάρρος καὶ γενναιοκαρδίαν. Διὰ τοῦτο καὶ ὅταν οἱ δήμιοι ἔπαυσαν καὶ δὲν ἐτιμώρουν τὸν Ἅγιον, ἔλεγεν, ὅτι δὲν ἐχάρη διὰ τοῦτο ὁ Ἅγιος, ἀλλὰ μᾶλλον ἐλυπήθη. Ἐπειδὴ μὲ τὴν παῦσιν τῶν βασάνων, ἔπαυσε καὶ ὁ φαινόμενος ἐκεῖνος, (ὅστις ἦτον οὐράνιος Ἄγγελος) καὶ δὲν ἐπροξένει πλέον εἰς αὐτὸν τὸ θάρρος ἐκεῖνο καὶ τὴν οὐράνιον παρηγορίαν. Τοιαῦτα ποιήσας ὁ παράνομος Ἰουλιανός, αὐτὸς μέν, μὲ πικρὸν καὶ ἐπονείδιστον θάνατον ἀπέρριψε τὴν μιαράν του ψυχὴν εἰς τὴν χώραν τῶν Περσῶν. Ὁ δὲ Ἅγιος Θεόδωρος τοιαῦτα παθὼν παρ’ αὐτοῦ, αὐτὸς ἀγάλλεται ἐν Κυρίῳ καὶ ἀναπαύεται εἰς τὰ οὐράνια (6).
(6) Τὸ Συναξάριον τοῦτο αὐτολεξεὶ ἠρανίσθη ἀπὸ τὸ δέκατον κεφάλαιον τοῦ τρίτου βιβλίου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ Θεοδωρήτου, ἐξ οὗ καὶ ἐγὼ ἀνεπλήρωσα τὰ ἐλλείποντα ἐν τῷ Συναξαριστῇ.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *