Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου24 Ιανουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΔ’, μνήμη της Οσίας μητρός ημών Ξένης, και των αυτής δύω θεραπαινίδων.
Εις την Ξένην.
Αποξενούται τούδε του βίου Ξένη,
Ου ζώσα και πριν ως αληθώς ην ξένη.
Εις τας δύω θεραπαινίδας.
Θνήσκουσιν άμφω της Ξένης αι δουλίδες,
Ου των εκείνης αρετών ούσαι ξέναι.
Ουρανού εις ξενίην Ξένη εικάδι ήλθε τετάρτη.
Η μακαρία αύτη και αοίδιμος Ξένη ήτον από την μεγαλόδοξον πόλιν της Ρώμης, καταγομένη από γένος τίμιον και επαινετόν. Όταν δε οι γονείς της Αγίας ηθέλησαν να υπανδρεύσουν αυτήν, και ήδη όλα τα του γάμου ετοιμάσθησαν, τότε η Αγία πέρνουσα δύω δουλεύτρας, ευγήκεν από την νυμφικήν κάμαραν, και εμβαίνουσα εις καΐκι, ανεχώρησε, και αλλάξασα διαφόρους τόπους, επήγεν εις την πόλιν Μύλασσαν, η οποία είναι κάστρον σκληρόν, Μεσσί κοινώς ονομαζόμενον, και ευρισκόμενον εις την εν τη Ασία Καρίαν, με θρόνον Επισκόπου τετιμημένη υπό τον Σταυρουπόλεως. Μάλλον δε εις την πόλιν ταύτην κατεστάθη η Οσία παρά του θεσπεσίου Παύλου του Μοναχού και Πρεσβυτέρου, ο οποίος κατά την νήσον Κω (1), φανείς θεόθεν εις αυτήν, την ωδήγησεν εις τα κρείττω και την κατά Χριστόν ζωήν.
Εκεί λοιπόν εις την πόλιν Μύλασσαν, κατασκευάσασα η μακαρία ένα μικρόν ναόν, εις όνομα του Αγίου Στεφάνου του Πρωτομάρτυρος, πολλήν άσκησιν εμεταχειρίζετο, ομού με τας δύω δουλεύτρας της, και με άλλας τινάς ολίγας παρθένους, οπού εσυνάχθησαν εκεί. Όθεν δια μέσου της αποχής όλων των ηδονών των αισθήσεων, ανεβίβασε τον εαυτόν της η τρισολβία, εις μίαν ουράνιον πολιτείαν. Καλώς ουν διαπεράσασα την ζωήν της, ύστερα αφ’ ου εκοιμήθη οσίως και μακαρίως, έλαβεν από τον Θεόν τοιαύτην μαρτυρίαν. Διότι κατά το μεσημέριον της ημέρας, του ηλίου καθαρώς λάμποντος, εφάνη σταυρός εις τον ουρανόν δια μέσου αστέρων σχηματιζόμενος. Τον φαινόμενον δε εκείνον αστεροειδή σταυρόν, έκλεισεν εις το μέσον ένας χορός επτά αστέρων, οπού ήτον τριγύρω. Εβλέπετο δε ο σταυρός και ο χορός των αστέρων, ότι εσυνώδευαν τον νεκροκράββατον της Οσίας. Όταν γαρ εκείνος εφέρετο, τότε συνεφέροντο και αυτά, και όταν εκείνος έστεκε, τότε εστέκοντο και αυτά. Ώστε οπού εφαίνετο, ότι αυτά ήτον ένας στέφανος της μακαρίας Ξένης, όστις εδόθη εις αυτήν παρά Θεού, αντί δια την πολυχρόνιον νηστείαν, χαμευνίαν και αγρυπνίαν και παρθενίαν της. Και τούτο είναι φανερόν. Διατί όταν το άγιον λείψανον της Οσίας εκρύφθη εις την γην και δεν εφαίνετο, τότε και ο σταυρός εκείνος και ο χορός των αστέρων, έγινεν αφανής και αόρατος. Εφανερώθησαν δε τα κατά την Οσίαν πράγματα από μίαν δουλεύτραν της, η οποία, όταν ετελεύτα η Οσία, εδιηγήθη ποία ήτον, και ποίαν πατρίδα είχε, και εκ ποίου επισήμου γένους εκατάγετο. Και πως πρότερον μεν ωνομάζετο υπό των γονέων της Ευσεβία, ύστερον δε αυτή ωνόμασε τον εαυτόν της Ξένην, θέλουσα να κρυφθή από τους ανθρώπους δια ταπείνωσιν. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτής όρα εις το Εκλόγιον (2).)
(1) Εν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή και τοις Μηναίοις γράφεται, ότι εφάνη ο Μοναχός Παύλος τη Οσία εις την Αλεξάνδρειαν.
(2) Ο ελληνικός Βίος αυτής ευρίσκεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Ο καινός και ξένος της θαυμαστής Ξένης βίος».
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Παύλου, Παυσιρίου, και Θεοδοτίωνος των αυταδέλφων.
Εις τον Παύλον και Παυσίριον.
Παυσίριον και Παύλον άμφω συγγόνους,
Ποτάμιος ρους και συνάθλους δεικνύει.
Εις τον Θεοδοτίωνα.
Ιδού τράχηλος, ελθέτω δη το ξίφος,
Θεόν ποθών έκραζε Θεοδοτίων.
Ούτοι ήτον κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των βασιλέων, και Αρειανού ηγεμονεύοντος εν Κλεοπατρίδι, τη εν Αιγύπτω ευρισκομένη, ήτις τώρα ονομάζεται Σουβέζ, εν έτει σϞ’ [290]. Ήτον δε και οι τρεις, αδελφοί κατά σάρκα. Και ο μεν Παύλος και Παυσίριος, έγιναν Μοναχοί εκ νεαράς ηλικίας. Ο δε Θεοδοτίων, ήτον εις τα βουνά μαζί με τους κλέπτας. Πιασθέντες δε από τον ηγεμόνα, ο μεν Παύλος, όταν ήτον χρόνων τριανταεπτά, ο δε Παυσίριος, όταν ήτον χρόνων εικοσιπέντε, ωμολόγησαν παρρησία την του Χριστού πίστιν. Τότε ο αδελφός αυτών Θεοδοτίων, μαθών πως επιάσθησαν, άφησε τα βουνά και τους κλέπτας, και επήγε δια να τους ιδή και να τους αποχαιρετίση. Βλέπωντας δε αυτούς, πως εκρίνοντο από τον ηγεμόνα, να πλησιάση μεν κοντά, δεν ετόλμησε. Πηγαίνωντας δε εις ένα παράμερον τόπον, εσυλλογίζετο ποίαν άρά γε κληρονομίαν και δόξαν έχουν να απολαύσουν οι αδελφοί του. Όθεν θερμανθείς την καρδίαν υπό της θείας χάριτος, εγύρισε, και παρασταθείς ενώπιον του ηγεμόνος, ωμολόγησε και αυτός τον εαυτόν του Χριστιανόν, και πηδήσας κατ’ επάνω του ηγεμόνος, εκρήμνισεν αυτόν από τον θρόνον του. Ευθύς λοιπόν διαπερνούσι καρφία πυρωμένα εις τας πλευράς του και εις την κοιλίαν του, έπειτα αποκεφαλίζουσιν αυτόν. Και ούτω λαμβάνει ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον. Ο δε Παύλος και Παυσίριος ριφθέντες εις ποταμόν, έλαβον τέλος του μαρτυρίου των.
*
Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Βαβύλα του εν Σικελία, και Αγαπίου, και Τιμοθέου των μαθητών αυτού.
Εις τον Βαβύλαν.
Πριν Βαβύλας ήθλησε κατά δαιμόνων,
Ήθλησε λοιπόν και δια των αιμάτων.
Εις τον Αγάπιον και Τιμόθεον.
Τον Αγάπιον συνάμα Τιμοθέω,
Σαφώς μιμητάς οίδα του Διδασκάλου.
Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Βαβύλας, εκατάγετο μεν, εκ της Ανατολής, εγεννήθη δε, από ευγενείς και φιλοθέους γονείς, εις την επίσημον Θεούπολιν (3). Ούτος λοιπόν επαιδεύθη εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου και έμαθε τα ιερά γράμματα, τα οποία φέρουσι τον άνθρωπον ογλιγωρότερα εις τον Θεόν. Αγαπήσας δε τον Θεόν εκ νεαράς του ηλικίας, εμίσησε τον κόσμον. Όθεν αφ’ ου οι γονείς του απέθανον, διεμοίρασε τον πλούτον τους εις πτωχούς και χήρας και ορφανά. Και έτζι ελευθερώσας τον εαυτόν του από κάθε ταραχήν και φροντίδα βιωτικήν, ανέβη εις το βουνόν και ησύχαζεν, έχωντας μαζί του και δύω μαθητάς, Αγάπιον και Τιμόθεον. Έγινε δε και Ιερεύς, και ετίμησεν αξίως το της ιερωσύνης αξίωμα. Ύστερον δε αναχωρήσας, επήγεν εις Ρώμην.
Επειδή δε οι εκεί αιμοβόροι Έλληνες, εσπούδαζον να προδώσουν αυτόν εις τους άρχοντας, τούτου χάριν αφήσας την Ρώμην ο Άγιος, επήγεν εις την νήσον Σικελίαν ομού με τους δύω μαθητάς του, και εκεί περάσας καιρόν αρκετόν, πολλούς απίστους έφερεν εις την θεογνωσίαν με την εν αυτώ οικούσαν χάριν του Πνεύματος. Επειδή όμως δεν δύναται να κρυφθή πόλις επάνω όρους κειμένη, κατά το λόγιον του Ευαγγελίου, δια τούτο ουδέ ο μακάριος ούτος εδυνήθη να κρυφθή από τον άρχοντα της Σικελίας. Όθεν πιάσας αυτόν ο άρχων και τους δύω του μαθητάς, ευθύς οπού είδεν ότι με παρρησίαν ωμολόγησαν τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, πρώτον μεν, τους έδειρε τόσον πολλά, ώστε οπού κατεκοκκίνισαν τα σώματά των. Έπειτα επρόσταξε τους στρατιώτας, να τους περιτριγυρίσουν εις την πόλιν, και ομού να τους τιμωρούν απανθρώπως με διαφόρους τιμωρίας. Ένα μεν, ίνα δια μέσου της τιμωρίας αυτών, φοβίση τας πόλεις της Σικελίας, και άλλο δε, ίνα πληρώση το πάθος και τον θυμόν, οπού είχε κατά των Αγίων. Οι δε Άγιοι Μάρτυρες εδυναμόνοντο εις τα βασανιστήρια, ελπίζοντες όλως διόλου και αποβλέποντες εις τα αιώνια αγαθά. Κατά δε την ερχομένην ημέραν, κατέσφαξε τους Αγίους με μαχαίρας, και τα σώματα αυτών έρριψεν εις την φωτίαν. Δεν έβλαψεν όμως η φωτία ταύτα με τελειότητα, αλλά σώα και αβλαβή διεφύλαξε. Τα οποία πέρνοντες μερικοί Χριστιανοί, ενταφίασαν τιμίως εις την αυτήν νήσον της Σικελίας.
(3) Θεούπολιν φαίνεται ότι ονομάζει εδώ ο τα Συναξάρια συνάξας, την πόλιν της Αντιοχείας. Αύτη γαρ Θεούπολις κατ’ εξαίρετον ωνομάσθη. Διότι, σεισμών ποτε γενομένων εν Αντιοχεία, εν τω τρίτω χρόνω Τιβερίου του Θρακός του βασιλεύσαντος εν έτει 576, εφοβούντο οι πολίται, και επέγραφεν έκαστος εις τον εαυτού οίκον «Χριστός μεθ’ ημών στήτω». Και ούτως ηλευθερώθησαν από την κατάπτωσιν του σεισμού, ως μαρτυρεί ο Νικηφόρος.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Μακεδόνιος, εν ειρήνη τελειούται.
Μονών απείρων πατρικής σης οικίας,
Μακεδόνιος Χριστέ λαμβάνει μίαν.
Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Μακεδόνιος, παλαίστραν και αγωνιστήριον εμεταχειρίζετο τας κορυφάς των βουνών. Εκεί γαρ είχε την άσκησιν και κατοικίαν του, τώρα μεν, ησυχάζων εις ένα τόπον, τώρα δε, εις άλλον, και άλλοτε μεταβαίνων εις άλλον, εις Φοινίκην δηλαδή, και εις Συρίαν, και εις Κιλικίαν. Έκαμνε δε τας μεταβάσεις ταύτας, δια να φεύγη τας ενοχλήσεις, οπού επροξένουν οι συντρέχοντες εις αυτόν. Διεπέρασε λοιπόν ο μακάριος σαρανταπέντε χρόνους, χωρίς να έχη επάνω της κεφαλής του τένταν, ή καλύβην, ή άλλην καμμίαν σκέπην, αλλά εστέκετο μέσα εις ένα λάκκον βαθύν (4). Όταν δε έγινε γέρων, επείσθη εις τους παρακαλούντας αυτόν, και εκατασκεύασε μίαν καλύβαν. Ύστερον δε εμεταχειρίζετο εις κατοικίαν κάποια κελλάκια, όχι εδικά του, αλλά ξένα. Όθεν διεπέρασεν ακόμη, άλλους εικοσιπέντε χρόνους, ώστε οπού, όλοι οι χρόνοι της ζωής του συμποσούνται εβδομήκοντα. Επειδή δε ετρέφετο με μόνον κριθάρι και νερόν εις τεσσαράκοντα χρόνων διάστημα, δια τούτο έπεσεν ο αοίδιμος ύστερον εις ασθένειαν, και έζη με ολίγον κομμάτι ψωμίου, και με πιοτόν απλού νερού. Με τοιαύτην θαυμασίαν άσκησιν ζων, ηξιώθη παρά Κυρίου να κάμνη θαύματα, ήτοι να διώκη δαιμόνια από τους ανθρώπους, να ιατρεύη διάφορα πάθη και ασθενείας, και να εκτελή άλλα πολλά παράδοξα.
Εις τούτον τον Όσιον έφερον ένα καιρόν μίαν γυναίκα, η οποία από ενέργειαν του Διαβόλου έτρωγε πολύ φαγητόν καθ’ υπερβολήν. Τριάντα γαρ όρνιθας κατοικησίμους έτρωγε την ημέραν, και πάλιν δεν εχόρταινεν, αλλά ακόμη επείνα. Παρεκάλουν λοιπόν τον Όσιον οι συγγενείς της γυναικός, ίνα σπλαγχνισθή και ιατρεύση αυτήν, ήτις είχεν εξοδεύση την περιουσίαν της όλην εις το να τρώγη. Όθεν σπλαγχνισθείς ο του Θεού άνθρωπος, επροσευχήθη εις τον Θεόν. Είτα βαλών την δεξιάν του χείρα εις νερόν, και σφραγίσας αυτό με την σωτήριον σφραγίδα του Σταυρού, επρόσταξε να πίη αυτό η πάσχουσα γυνή, και έτζι έκαμεν αυτήν να τρώγη κατά φύσιν, και να αρκήται μόνον εις μισήν όρνιθα. Γνησίως λοιπόν δουλεύσας τω Θεώ ο αοίδιμος εις χρόνους εβδομήκοντα, απήλθε προς Κύριον (5).
(4) Όθεν, λέγει ο Θεοδώρητος, ότι εκ του λάκκου εκείνου, ωνόμαζον τον Όσιον Γουβάν. Διατί γούβα κατά την συριακήν γλώσσαν, θέλει να ειπή λάκκος. Ο Θεοδώρητος γαρ γράφει και τούτου του Οσίου τον Βίον, εν αριθμώ δεκάτω τρίτω της Φιλοθέου Ιστορίας. Όστις και τούτο λέγει, ότι αυτός ωνομάζετο Κριθοφάγος. Επειδή τροφήν του είχε το κριθάρι, όχι κατεσκευασμένον ψωμίον, όχι βρασμένον, αλλά μόνον κοπανισμένον και βρεγμένον με νερόν.
(5) Προσθέττει δε και ταύτα ο Θεοδώρητος. Ότι μίαν φοράν επήγεν ένας στρατηγός εις το βουνόν εκείνο, οπού εκατοίκει ο Όσιος, δια να κυνηγήση. Βλέπωντας δε από μακράν τον Όσιον, και μαθών από τους ανθρώπους του, ποίος είναι, ευθύς επήδησε κάτω από το άλογον, και επήγε κοντά και τον εχαιρέτισεν. Είτα τον ερώτησε, τι κάμνει εκεί εις το βουνόν. Ο δε Όσιος τον αντερώτησε. Και συ, τι ανέβης εδώ να κάμης; Ο στρατηγός απεκρίθη. Ήλθον δια να κυνηγήσω. Και εγώ, ανταπεκρίθη ο γέρων, και εγώ κυνηγώ τον εδικόν μου Θεόν, και αγαπώ να τον λάβω, και ποθώ να τον ιδώ, και δεν θέλω αφήσω το καλόν τούτο κυνήγιον. Ταύτα ακούσας ο στρατηγός, εθαύμασε, και ωφεληθείς, ανεχώρησεν. Ούτος ο Όσιος ήλεγξε τους στρατιώτας, οπού έστειλεν ο βασιλεύς Θεοδόσιος δια να θανατώσουν τους ανθρώπους εκείνους, οπού εκρήμνισαν εν Αντιοχεία τους ανδριάντας της γυναικός του. Καταβάς γαρ ούτος από το βουνόν, επίασε τους αποσταλέντας δύω στρατηγούς, μέσα εις το παζάρι. Οι δε μαθόντες ποίος είναι, ευθύς επήδησαν από τα άλογα, και ασπάζοντο τας χείρας και τα γόνατά του. Ο δε είπε προς αυτούς, να ειπούν εις τον βασιλέα, ότι άνθρωπος ων, δεν πρέπει να οργίζεται αμέτρως κατά των ομοίων του ανθρώπων, και αντί των εδικών του αψύχων εικόνων, να παραδίδη εις θάνατον τας του Θεού εικόνας, ήτοι τους ανθρώπους. Και μόλον οπού, εις ημάς μεν, είναι εύκολον πάλιν να αναπλάσωμεν τας χαλκάς εικόνας. Εις δε τον βασιλέα, δεν είναι δυνατόν να φέρη τα σφαγέντα σώματα εις την ζωήν. Και τι λέγω σώματα; ουδέ μίαν τρίχα δεν είναι δυνατόν εις αυτόν να κατασκευάση.
Ταύτα είπε με συριακήν γλώσσαν. Οι δε στρατηγοί μεταγλωττίσαντες ταύτα ελληνικά, τα ανέφερον εις τον βασιλέα. Ούτος ο Όσιος Μακεδόνιος, δια προσευχής του έκαμε την μητέρα του ιδίου Θεοδωρήτου να γεννήση υιόν, αυτόν λέγω τον Θεοδώρητον, τον ταύτα γράφοντα. Στείρα γαρ ήτον πρότερον και δεν εγέννα. Όθεν και Θεοδώρητος ωνομάσθη ο υιός της ούτος, ως παρά του Θεού δεδωρημένος. Και επειδή η μήτηρ του εκινδύνευε να αποβάλη όταν ήτον εγγαστρωμένη τον Θεοδώρητον, τούτου χάριν ο Όσιος έδωκε νερόν ευλογημένον παρ’ αυτού, και έπιεν η μήτηρ του, και ούτως ελυτρώθη από τον κίνδυνον. Αποθανόντος δε αυτού, εβάλθη το λείψανόν του με τα λείψανα του Οσίου Αφραάτου, και Θεοδοσίου.
*
Τη αυτή ημέρα γέγονεν η ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Μάρτυρος Αναστασίου του Πέρσου.
Στεφθείς Αναστάσιε των άθλων χάριν,
Παρέσχες ημίν λειψάνων σων την χάριν.
Αφ’ ου ο Ηγούμενος του εν Ιερουσαλήμ Μοναστηρίου του Αγίου Αναστασίου, ο και γέρωντας του Οσιομάρτυρος Αναστασίου του Πέρσου, έμαθεν ότι ο πνευματικός αυτού υιός Αναστάσιος, επεθύμησε να πάθη δια τον Χριστόν και την ευσέβειαν, επαρακάλεσεν όλην την αδελφότητα να δεηθούν του Θεού, δια να τελειώση καλώς τον δρόμον του μαρτυρίου. Έγραψε δε και προς τον ίδιον Αναστάσιον γράμματα με δύω αδελφούς, ενδυναμόνωντας με αυτά την προθυμίαν του περισσότερον. Ο ένας δε από τους αδελφούς, επήγε και μαζί με τον Μάρτυρα από την Καισάρειαν της Παλαιστίνης εις την Περσίαν, καθώς είχε παραγγείλη αυτώ ο Ηγούμενος, ίνα υπηρετή τον Μάρτυρα εις τα χρειώδη, και να παρηγορή την ψυχήν του, η οποία έπασχεν από τόσην κακοπάθειαν. Και προς τούτοις, ίνα ώντας μαζί με τον Μάρτυρα, και βλέπων αυτού οφθαλμοφανώς τα μαρτύρια, ημπορή ύστερον να τα διηγηθή ασφαλώς εις τον Ηγούμενον και εις την αδελφότητα. Αφ’ ου λοιπόν ο μακάριος Αναστάσιος ετελείωσε τον μέγαν και πολύν αγώνα του μαρτυρίου, τότε επήγεν ο απεσταλμένος αδελφός εκείνος ομού με άλλους φιλοθέους Χριστιανούς δια να συστείλουν ιερώς και οσίως το μαρτυρικόν εκείνου σώμα. Και ω του θαύματος! ευρήκαν τους σκύλους, οπού έτρωγαν μεν των άλλων τα σώματα, εις τούτου δε μόνου του Μάρτυρος Αναστασίου το λείψανον τελείως δεν ήγγισαν, αλλά καθήμενοι εφύλαττον αυτό ευλαβώς. Όθεν πέρνωντας αυτό ο αδελφός και τιμήσας, όσον του εσυγχώρει ο καιρός, το ενταφίασεν εις το εκεί Μοναστήριον του Αγίου Μάρτυρος Σεργίου, κατά τον δέκατον μεν χρόνον της βασιλείας Ηρακλείου, κατά την εικοστήν δε δευτέραν του παρόντος Ιαννουαρίου. Έμεινε δε ο απεσταλμένος Μοναχός εις την Περσίαν, διατρίβωντας μερικόν καιρόν, και στοχαζόμενος, πώς να γυρίση οπίσω εις τον Ηγούμενον χωρίς κίνδυνον.
Αφ’ ου δε επέρασαν δέκα ημέρες, εφονεύθη ο δυσσεβής Χοσρόης. Και λοιπόν φθάνει εις Περσίαν άλλος βασιλεύς, συντροφευμένος με στράτευμα Ρωμαϊκόν, πολλά πράος και ήμερος, και κατά πάντα ενάντιος με τον Χοσρόην. Όθεν βλέπωντας ο Μοναχός τα ρωμαϊκά στρατεύματα εις την ξενιτείαν της Περσίας, ωσάν λαμπάδας αναμμένας μέσα εις το σκότος, εχάρη πολλά. Επειδή και ελευθερώθη από τους κινδύνους, οπού εστοχάζετο ότι έμελλε να λάβη εις τον δρόμον. Όθεν γνωρίσας τον εαυτόν του εις τα των Ρωμαίων στρατεύματα ότι είναι Χριστιανός, και Μοναχός, εδιηγήθη χαίρων εις χαίροντας, τα περί του Μάρτυρος Αναστασίου. Δια τούτο έγινε συγκοινωνός της τραπέζης αυτών και συγκατοικίας, και μαζί με αυτούς επέρασε την χώραν των Αρμενίων, και ύστερα από ένα χρόνον έφθασεν εις το Μοναστήριόν του φέρωντας μαζί του και το μοναχικόν του Μάρτυρος Αναστασίου κολόβιον, ήτοι μανδύαν, τον οποίον εφόρει έως κοντά εις τον δια μαρτυρίου θάνατόν του.
Εδιηγήθη λοιπόν ο Μοναχός εις όλην την αδελφότητα, τους γενναίους αγώνας του Μάρτυρος. Επρόσθεττε δε και τούτο, ότι ένας δαιμονισμένος, ευθύς οπού ενδύθη τον άνωθεν μανδύαν του Μάρτυρος, ευθύς εγδύθη και το δαιμόνιον και ελευθερώθη. Όταν δε ο βασιλεύς Ηράκλειος κατά τον εικοστόν χρόνον της βασιλείας του, έφερεν εις Ιερουσαλήμ τα τίμια ξύλα του Σταυρού, τα οποία ηχμαλώτευσεν ο βασιλεύς των Περσών Χοσρόης, τότε απεστάλθη και ένας Επίσκοπος από τον Αρχιεπίσκοπον των Ρωμαϊκών μερών (6) εις την Περσίαν, και έφερεν εις την Καισάρειαν της Παλαιστίνης τα λείψανα του Αγίου Μάρτυρος Αναστασίου. Και έδωκε μεν εκεί, μικράν μερίδα από τα άγια λείψανα, τα δε λοιπά, τα εκράτησεν. Η δε τιμία κεφαλή του Μάρτυρος, και η αγία του εικών, προσκυνείται από τους πιστούς εν τη παλαιά Ρώμη.
(6) Ήτοι τον της παλαιάς Ρώμης Πάπαν.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ερμογένους και Μάμαντος.
Ερμογένης Μάμας τε του Χριστού φίλοι,
Θανείν δι’ αυτόν ουδόλως εδειλίων.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Φύλων Επίσκοπος Καλπασίου, εν ειρήνη τελειούται (7).
Φύλον βροτών προσήξε τω Χριστώ Φύλων,
Άτε προς αυτού προσλαβών θείαν χάριν.
(7) Ο Φύλων ούτος, ή Φίλων, εκ ποίας πατρίδος εκατάγετο, και ποίων γονέων ήτον υιός, άδηλόν εστι. Γράφεται δε εις τον Βίον του Αγίου Επιφανίου περί αυτού, ότι ήτον Διάκονος. Και επειδή η αδελφή του Αρκαδίου και Ονωρίου των βασιλέων, ευρισκομένη εις Ρώμην, ησθένησε, δια τούτο έμαθεν ότι ο Θεός θεραπεύει τους ασθενείς δια μέσου του Αγίου Επιφανίου. Όθεν έστειλεν εις την Κύπρον τον Φίλωνα τούτον, δια να φέρη τον Επιφάνιον εις την Ρώμην. Εκεί λοιπόν πηγαίνοντος του Φίλωνος, κινηθείς ο θείος Επιφάνιος εκ θείας αποκαλύψεως, εχειροτόνησε τον Φίλωνα Επίσκοπον του εν Κύπρω Καρπασίου, ή Καλπασίου, εν έτει 401 (κατά τον Κάβε). Όθεν αφήσας εις αυτόν την μέριμναν της εν Κωνσταντία Εκκλησίας, επήγεν εις Ρώμην (όρα εις τα προλεγόμενα περί των υπομνηματιστών εν τω πρώτω τομ. της Οκτατεύχου). Σημείωσαι ότι του Φίλωνος τούτου φέρονται μερικά υπομνήματα εις την Πεντάτευχον. Και δη και εις το Άσμα των Ασμάτων κατά τον Σουΐδαν.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Φιλιππικός Πρεσβύτερος, εν ειρήνη τελειούται.
Καθώς περ ίπποις τοις πόνοις κεχρημένος,
Χαίρων ανέπτη Φιλιππικός προς πόλον.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Βάρσιμος συν τοις δυσίν αδελφοίς αυτού, ξίφει τελειούται.
Τους τρεις αδελφούς θείος εις συσχών πόθος,
Θείον ποθείν έπειθεν εκ ξίφους τέλους (8).
(8) Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις η μνήμη Ελλαδίου του Κομενταρησίου, του υπό της Αγίας Θεοδούλης ελκυσθέντος. Αύτη γαρ εγράφη κατά την δεκάτην ογδόην Ιαννουαρίου.
*
Ο Όσιος Ζωσιμάς, εν ειρήνη τελειούται (9).
Τις τους μακρούς σου Ζωσιμά φράσει πόνους;
Και τις θανόντος των πόνων σου τα στέφη;
(9) Ο Ζωσιμάς ούτος είναι άλλος από τον Ζωσιμάν, τον ευρόντα την Οσίαν Μαρίαν την Αιγυπτίαν, και ενταφιάσαντα αυτήν, ως εν τω Βίω αυτής οράται, όστις εορτάζεται κατά την τετάρτην του Απριλλίου. Ούτος λοιπόν ο Ζωσιμάς αξιόλογα λόγια αφήκεν εις ημάς περί του θυμού, εν σελ. 499 του Ευεργετινού. Είπε γαρ ούτος, ότι η αρχή του να νικήση τινάς τον θυμόν είναι, το να ταράττεται μέν τινας, να μη λαλή δε. Εκ δε του μη λαλείν, έρχεται και εις το να μη ταράττεται όλως. Καθώς και ο Αββάς Μωϋσής, όταν μεν το πρώτον εξουδενώθη από τους Πατέρας, ειπόντας· «Τι και ο Αιθίοψ ούτος έρχεται εν μέσω ημών;», τότε, εταράχθη μεν, αλλά δεν ελάλησεν, ως μόνος έλεγεν. Όταν δε δεύτερον υβρίσθη από τους κληρικούς και εδιώχθη από το ιερατείον, τότε όχι μόνον δεν εταράχθη, αλλά και τον εαυτόν του επέπληξεν, ειπών· «Σποδόδερμε, μελανέ, καλώς σοι εποίησαν. Μη ων γαρ άνθρωπος, τι έρχη εν μέσω ανθρώπων;» Όθεν ας παύσωμεν από του να λέγωμεν, ότι είναι αδύνατον, το να μη ταράττεται όλως τινάς από τον θυμόν. Και δεν ακούομεν τον Δαβίδ οπού λέγει· «Ητιμάσθην (γράφεται γαρ και ούτω) και ουκ εταράχθην».
*
Μνήμη του Αγίου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου πλησίον του Ταύρου.
Εμή σε γλώσσα κήρυξ πώς αν αινέση,
Ον γλώσσα Χριστού γηγενών μείζω λέγει;
*
Ο Όσιος και θεοφόρος Πατήρ ημών Διονύσιος ο εν τω Ολύμπω, εν ειρήνη τελειούται (10).
Εν σαρκί ως άσαρκος έζησας πάτερ,
Και τοις ασάρκοις νυν συνευφραίνη νόοις.
(10) Τον Βίον τούτου όρα εις τον Νέον Παράδεισον. Τούτου η ασματική Ακολουθία ευρίσκεται τετυπωμένη εν ιδία φυλλάδι, και ο βουλόμενος, ας την ζητήση.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΔ΄, μνήμη τῆς Ὁσίας μητρὸς ἡμῶν Ξένης, καὶ τῶν αὐτῆς δύω θεραπαινίδων.
Εἰς τὴν Ξένην.
Ἀποξενοῦται τοῦδε τοῦ βίου Ξένη,
Οὗ ζῶσα καὶ πρὶν ὡς ἀληθῶς ἦν ξένη.
Εἰς τὰς δύω θεραπαινίδας.
Θνήσκουσιν ἄμφω τῆς Ξένης αἱ δουλίδες,
Οὐ τῶν ἐκείνης ἀρετῶν οὖσαι ξέναι.
Οὐρανοῦ εἰς ξενίην Ξένη εἰκάδι ἦλθε τετάρτῃ.
Ἡ μακαρία αὕτη καὶ ἀοίδιμος Ξένη ἦτον ἀπὸ τὴν μεγαλόδοξον πόλιν τῆς Ῥώμης, καταγομένη ἀπὸ γένος τίμιον καὶ ἐπαινετόν. Ὅταν δὲ οἱ γονεῖς τῆς Ἁγίας ἠθέλησαν νὰ ὑπανδρεύσουν αὐτήν, καὶ ἤδη ὅλα τὰ τοῦ γάμου ἑτοιμάσθησαν, τότε ἡ Ἁγία πέρνουσα δύω δουλεύτρας, εὐγῆκεν ἀπὸ τὴν νυμφικὴν κάμαραν, καὶ ἐμβαίνουσα εἰς καΐκι, ἀνεχώρησε, καὶ ἀλλάξασα διαφόρους τόπους, ἐπῆγεν εἰς τὴν πόλιν Μύλασσαν, ἡ ὁποία εἶναι κάστρον σκληρόν, Μεσσὶ κοινῶς ὀνομαζόμενον, καὶ εὑρισκόμενον εἰς τὴν ἐν τῇ Ἀσίᾳ Καρίαν, μὲ θρόνον Ἐπισκόπου τετιμημένη ὑπὸ τὸν Σταυρουπόλεως. Μᾶλλον δὲ εἰς τὴν πόλιν ταύτην κατεστάθη ἡ Ὁσία παρὰ τοῦ θεσπεσίου Παύλου τοῦ Μοναχοῦ καὶ Πρεσβυτέρου, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν νῆσον Κῶ (1), φανεὶς θεόθεν εἰς αὐτήν, τὴν ὡδήγησεν εἰς τὰ κρείττω καὶ τὴν κατὰ Χριστὸν ζωήν.
Ἐκεῖ λοιπὸν εἰς τὴν πόλιν Μύλασσαν, κατασκευάσασα ἡ μακαρία ἕνα μικρὸν ναόν, εἰς ὄνομα τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τοῦ Πρωτομάρτυρος, πολλὴν ἄσκησιν ἐμεταχειρίζετο, ὁμοῦ μὲ τὰς δύω δουλεύτρας της, καὶ μὲ ἄλλας τινας ὀλίγας παρθένους, ὁποῦ ἐσυνάχθησαν ἐκεῖ. Ὅθεν διὰ μέσου τῆς ἀποχῆς ὅλων τῶν ἡδονῶν τῶν αἰσθήσεων, ἀνεβίβασε τὸν ἑαυτόν της ἡ τρισολβία, εἰς μίαν οὐράνιον πολιτείαν. Καλῶς οὖν διαπεράσασα τὴν ζωήν της, ὕστερα ἀφ’ οὗ ἐκοιμήθη ὁσίως καὶ μακαρίως, ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Θεὸν τοιαύτην μαρτυρίαν. Διότι κατὰ τὸ μεσημέριον τῆς ἡμέρας, τοῦ ἡλίου καθαρῶς λάμποντος, ἐφάνη σταυρὸς εἰς τὸν οὐρανὸν διὰ μέσου ἀστέρων σχηματιζόμενος. Τὸν φαινόμενον δὲ ἐκεῖνον ἀστεροειδῆ σταυρόν, ἔκλεισεν εἰς τὸ μέσον ἕνας χορὸς ἑπτὰ ἀστέρων, ὁποῦ ἦτον τριγύρω. Ἐβλέπετο δὲ ὁ σταυρὸς καὶ ὁ χορὸς τῶν ἀστέρων, ὅτι ἐσυνώδευαν τὸν νεκροκράββατον τῆς Ὁσίας. Ὅταν γὰρ ἐκεῖνος ἐφέρετο, τότε συνεφέροντο καὶ αὐτά, καὶ ὅταν ἐκεῖνος ἔστεκε, τότε ἐστέκοντο καὶ αὐτά. Ὥστε ὁποῦ ἐφαίνετο, ὅτι αὐτὰ ἦτον ἕνας στέφανος τῆς μακαρίας Ξένης, ὅστις ἐδόθη εἰς αὐτὴν παρὰ Θεοῦ, ἀντὶ διὰ τὴν πολυχρόνιον νηστείαν, χαμευνίαν καὶ ἀγρυπνίαν καὶ παρθενίαν της. Καὶ τοῦτο εἶναι φανερόν. Διατὶ ὅταν τὸ ἅγιον λείψανον τῆς Ὁσίας ἐκρύφθη εἰς τὴν γῆν καὶ δὲν ἐφαίνετο, τότε καὶ ὁ σταυρὸς ἐκεῖνος καὶ ὁ χορὸς τῶν ἀστέρων, ἔγινεν ἀφανὴς καὶ ἀόρατος. Ἐφανερώθησαν δὲ τὰ κατὰ τὴν Ὁσίαν πράγματα ἀπὸ μίαν δουλεύτραν της, ἡ ὁποία, ὅταν ἐτελεύτα ἡ Ὁσία, ἐδιηγήθη ποία ἦτον, καὶ ποίαν πατρίδα εἶχε, καὶ ἐκ ποίου ἐπισήμου γένους ἐκατάγετο. Καὶ πῶς πρότερον μὲν ὠνομάζετο ὑπὸ τῶν γονέων της Εὐσεβία, ὕστερον δὲ αὐτὴ ὠνόμασε τὸν ἑαυτόν της Ξένην, θέλουσα νὰ κρυφθῇ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους διὰ ταπείνωσιν. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῆς ὅρα εἰς τὸ Ἐκλόγιον (2).)
(1) Ἐν δὲ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ καὶ τοῖς Μηναίοις γράφεται, ὅτι ἐφάνη ὁ Μοναχὸς Παῦλος τῇ Ὁσίᾳ εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν.
(2) Ὁ ἑλληνικὸς Βίος αὐτῆς εὑρίσκεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὁ καινὸς καὶ ξένος τῆς θαυμαστῆς Ξένης βίος».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Παύλου, Παυσιρίου, καὶ Θεοδοτίωνος τῶν αὐταδέλφων.
Εἰς τὸν Παῦλον καὶ Παυσίριον.
Παυσίριον καὶ Παῦλον ἄμφω συγγόνους,
Ποτάμιος ῥοῦς καὶ συνάθλους δεικνύει.
Εἰς τὸν Θεοδοτίωνα.
Ἰδοὺ τράχηλος, ἐλθέτω δὴ τὸ ξίφος,
Θεὸν ποθῶν ἔκραζε Θεοδοτίων.
Οὗτοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ τῶν βασιλέων, καὶ Ἀρειανοῦ ἡγεμονεύοντος ἐν Κλεοπατρίδι, τῇ ἐν Αἰγύπτῳ εὑρισκομένῃ, ἥτις τώρα ὀνομάζεται Σουβέζ, ἐν ἔτει σϞ΄ [290]. Ἦτον δὲ καὶ οἱ τρεῖς, ἀδελφοὶ κατὰ σάρκα. Καὶ ὁ μὲν Παῦλος καὶ Παυσίριος, ἔγιναν Μοναχοὶ ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας. Ὁ δὲ Θεοδοτίων, ἦτον εἰς τὰ βουνὰ μαζὶ μὲ τοὺς κλέπτας. Πιασθέντες δὲ ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα, ὁ μὲν Παῦλος, ὅταν ἦτον χρόνων τριανταεπτά, ὁ δὲ Παυσίριος, ὅταν ἦτον χρόνων εἰκοσιπέντε, ὡμολόγησαν παρρησίᾳ τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν. Τότε ὁ ἀδελφὸς αὐτῶν Θεοδοτίων, μαθὼν πῶς ἐπιάσθησαν, ἄφησε τὰ βουνὰ καὶ τοὺς κλέπτας, καὶ ἐπῆγε διὰ νὰ τοὺς ἰδῇ καὶ νὰ τοὺς ἀποχαιρετίσῃ. Βλέπωντας δὲ αὐτούς, πῶς ἐκρίνοντο ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα, νὰ πλησιάσῃ μὲν κοντά, δὲν ἐτόλμησε. Πηγαίνωντας δὲ εἰς ἕνα παράμερον τόπον, ἐσυλλογίζετο ποίαν ἆρά γε κληρονομίαν καὶ δόξαν ἔχουν νὰ ἀπολαύσουν οἱ ἀδελφοί του. Ὅθεν θερμανθεὶς τὴν καρδίαν ὑπὸ τῆς θείας χάριτος, ἐγύρισε, καὶ παρασταθεὶς ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος, ὡμολόγησε καὶ αὐτὸς τὸν ἑαυτόν του Χριστιανόν, καὶ πηδήσας κατ’ ἐπάνω τοῦ ἡγεμόνος, ἐκρήμνισεν αὐτὸν ἀπὸ τὸν θρόνον του. Εὐθὺς λοιπὸν διαπερνοῦσι καρφία πυρωμένα εἰς τὰς πλευράς του καὶ εἰς τὴν κοιλίαν του, ἔπειτα ἀποκεφαλίζουσιν αὐτόν. Καὶ οὕτω λαμβάνει ὁ ἀοίδιμος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Ὁ δὲ Παῦλος καὶ Παυσίριος ῥιφθέντες εἰς ποταμόν, ἔλαβον τέλος τοῦ μαρτυρίου των.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Βαβύλα τοῦ ἐν Σικελίᾳ, καὶ Ἀγαπίου, καὶ Τιμοθέου τῶν μαθητῶν αὐτοῦ.
Εἰς τὸν Βαβύλαν.
Πρὶν Βαβύλας ἤθλησε κατὰ δαιμόνων,
Ἤθλησε λοιπὸν καὶ διὰ τῶν αἱμάτων.
Εἰς τὸν Ἀγάπιον καὶ Τιμόθεον.
Τὸν Ἀγάπιον συνάμα Τιμοθέῳ,
Σαφῶς μιμητὰς οἶδα τοῦ Διδασκάλου.
Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Βαβύλας, ἐκατάγετο μέν, ἐκ τῆς Ἀνατολῆς, ἐγεννήθη δέ, ἀπὸ εὐγενεῖς καὶ φιλοθέους γονεῖς, εἰς τὴν ἐπίσημον Θεούπολιν (3). Οὗτος λοιπὸν ἐπαιδεύθη ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου καὶ ἔμαθε τὰ ἱερὰ γράμματα, τὰ ὁποῖα φέρουσι τὸν ἄνθρωπον ὀγλιγωρότερα εἰς τὸν Θεόν. Ἀγαπήσας δὲ τὸν Θεὸν ἐκ νεαρᾶς του ἡλικίας, ἐμίσησε τὸν κόσμον. Ὅθεν ἀφ’ οὗ οἱ γονεῖς του ἀπέθανον, διεμοίρασε τὸν πλοῦτόν τους εἰς πτωχοὺς καὶ χήρας καὶ ὀρφανά. Καὶ ἔτζι ἐλευθερώσας τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ κάθε ταραχὴν καὶ φροντίδα βιωτικήν, ἀνέβη εἰς τὸ βουνὸν καὶ ἡσύχαζεν, ἔχωντας μαζί του καὶ δύω μαθητάς, Ἀγάπιον καὶ Τιμόθεον. Ἔγινε δὲ καὶ Ἱερεύς, καὶ ἐτίμησεν ἀξίως τὸ τῆς ἱερωσύνης ἀξίωμα. Ὕστερον δὲ ἀναχωρήσας, ἐπῆγεν εἰς Ῥώμην.
Ἐπειδὴ δὲ οἱ ἐκεῖ αἱμοβόροι Ἕλληνες, ἐσπούδαζον νὰ προδώσουν αὐτὸν εἰς τοὺς ἄρχοντας, τούτου χάριν ἀφήσας τὴν Ῥώμην ὁ Ἅγιος, ἐπῆγεν εἰς τὴν νῆσον Σικελίαν ὁμοῦ μὲ τοὺς δύω μαθητάς του, καὶ ἐκεῖ περάσας καιρὸν ἀρκετόν, πολλοὺς ἀπίστους ἔφερεν εἰς τὴν θεογνωσίαν μὲ τὴν ἐν αὐτῷ οἰκοῦσαν χάριν τοῦ Πνεύματος. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν δύναται νὰ κρυφθῇ πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη, κατὰ τὸ λόγιον τοῦ Εὐαγγελίου, διὰ τοῦτο οὐδὲ ὁ μακάριος οὗτος ἐδυνήθη νὰ κρυφθῇ ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς Σικελίας. Ὅθεν πιάσας αὐτὸν ὁ ἄρχων καὶ τοὺς δύω του μαθητάς, εὐθὺς ὁποῦ εἶδεν ὅτι μὲ παρρησίαν ὡμολόγησαν τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινόν, πρῶτον μέν, τοὺς ἔδειρε τόσον πολλά, ὥστε ὁποῦ κατεκοκκίνισαν τὰ σώματά των. Ἔπειτα ἐπρόσταξε τοὺς στρατιώτας, νὰ τοὺς περιτριγυρίσουν εἰς τὴν πόλιν, καὶ ὁμοῦ νὰ τοὺς τιμωροῦν ἀπανθρώπως μὲ διαφόρους τιμωρίας. Ἕνα μέν, ἵνα διὰ μέσου τῆς τιμωρίας αὐτῶν, φοβίσῃ τὰς πόλεις τῆς Σικελίας, καὶ ἄλλο δέ, ἵνα πληρώσῃ τὸ πάθος καὶ τὸν θυμόν, ὁποῦ εἶχε κατὰ τῶν Ἁγίων. Οἱ δὲ Ἅγιοι Μάρτυρες ἐδυναμόνοντο εἰς τὰ βασανιστήρια, ἐλπίζοντες ὅλως διόλου καὶ ἀποβλέποντες εἰς τὰ αἰώνια ἀγαθά. Κατὰ δὲ τὴν ἐρχομένην ἡμέραν, κατέσφαξε τοὺς Ἁγίους μὲ μαχαίρας, καὶ τὰ σώματα αὐτῶν ἔρριψεν εἰς τὴν φωτίαν. Δὲν ἔβλαψεν ὅμως ἡ φωτία ταῦτα μὲ τελειότητα, ἀλλὰ σῷα καὶ ἀβλαβῆ διεφύλαξε. Τὰ ὁποῖα πέρνοντες μερικοὶ Χριστιανοί, ἐνταφίασαν τιμίως εἰς τὴν αὐτὴν νῆσον τῆς Σικελίας.
(3) Θεούπολιν φαίνεται ὅτι ὀνομάζει ἐδῶ ὁ τὰ Συναξάρια συνάξας, τὴν πόλιν τῆς Ἀντιοχείας. Αὕτη γὰρ Θεούπολις κατ’ ἐξαίρετον ὠνομάσθη. Διότι, σεισμῶν ποτε γενομένων ἐν Ἀντιοχείᾳ, ἐν τῷ τρίτῳ χρόνῳ Τιβερίου τοῦ Θρᾳκὸς τοῦ βασιλεύσαντος ἐν ἔτει 576, ἐφοβοῦντο οἱ πολῖται, καὶ ἐπέγραφεν ἕκαστος εἰς τὸν ἑαυτοῦ οἶκον «Χριστὸς μεθ’ ἡμῶν στήτω». Καὶ οὕτως ἠλευθερώθησαν ἀπὸ τὴν κατάπτωσιν τοῦ σεισμοῦ, ὡς μαρτυρεῖ ὁ Νικηφόρος.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Μακεδόνιος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Μονῶν ἀπείρων πατρικῆς σῆς οἰκίας,
Μακεδόνιος Χριστὲ λαμβάνει μίαν.
Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Μακεδόνιος, παλαίστραν καὶ ἀγωνιστήριον ἐμεταχειρίζετο τὰς κορυφὰς τῶν βουνῶν. Ἐκεῖ γὰρ εἶχε τὴν ἄσκησιν καὶ κατοικίαν του, τώρα μέν, ἡσυχάζων εἰς ἕνα τόπον, τώρα δέ, εἰς ἄλλον, καὶ ἄλλοτε μεταβαίνων εἰς ἄλλον, εἰς Φοινίκην δηλαδή, καὶ εἰς Συρίαν, καὶ εἰς Κιλικίαν. Ἔκαμνε δὲ τὰς μεταβάσεις ταύτας, διὰ νὰ φεύγῃ τὰς ἐνοχλήσεις, ὁποῦ ἐπροξένουν οἱ συντρέχοντες εἰς αὐτόν. Διεπέρασε λοιπὸν ὁ μακάριος σαρανταπέντε χρόνους, χωρὶς νὰ ἔχῃ ἐπάνω τῆς κεφαλῆς του τένταν, ἢ καλύβην, ἢ ἄλλην κᾀμμίαν σκέπην, ἀλλὰ ἐστέκετο μέσα εἰς ἕνα λάκκον βαθύν (4). Ὅταν δὲ ἔγινε γέρων, ἐπείσθη εἰς τοὺς παρακαλοῦντας αὐτόν, καὶ ἐκατασκεύασε μίαν καλύβαν. Ὕστερον δὲ ἐμεταχειρίζετο εἰς κατοικίαν κᾄποια κελλάκια, ὄχι ἐδικά του, ἀλλὰ ξένα. Ὅθεν διεπέρασεν ἀκόμη, ἄλλους εἰκοσιπέντε χρόνους, ὥστε ὁποῦ, ὅλοι οἱ χρόνοι τῆς ζωῆς του συμποσοῦνται ἑβδομήκοντα. Ἐπειδὴ δὲ ἐτρέφετο μὲ μόνον κριθάρι καὶ νερὸν εἰς τεσσαράκοντα χρόνων διάστημα, διὰ τοῦτο ἔπεσεν ὁ ἀοίδιμος ὕστερον εἰς ἀσθένειαν, καὶ ἔζη μὲ ὀλίγον κομμάτι ψωμίου, καὶ μὲ πιοτὸν ἁπλοῦ νεροῦ. Μὲ τοιαύτην θαυμασίαν ἄσκησιν ζῶν, ἠξιώθη παρὰ Κυρίου νὰ κάμνῃ θαύματα, ἤτοι νὰ διώκῃ δαιμόνια ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ ἰατρεύῃ διάφορα πάθη καὶ ἀσθενείας, καὶ νὰ ἐκτελῇ ἄλλα πολλὰ παράδοξα.
Εἰς τοῦτον τὸν Ὅσιον ἔφερον ἕνα καιρὸν μίαν γυναῖκα, ἡ ὁποία ἀπὸ ἐνέργειαν τοῦ Διαβόλου ἔτρωγε πολὺ φαγητὸν καθ’ ὑπερβολήν. Τριάντα γὰρ ὄρνιθας κατοικησίμους ἔτρωγε τὴν ἡμέραν, καὶ πάλιν δὲν ἐχόρταινεν, ἀλλὰ ἀκόμη ἐπείνα. Παρεκάλουν λοιπὸν τὸν Ὅσιον οἱ συγγενεῖς τῆς γυναικός, ἵνα σπλαγχνισθῇ καὶ ἰατρεύσῃ αὐτήν, ἥτις εἶχεν ἐξοδεύσῃ τὴν περιουσίαν της ὅλην εἰς τὸ νὰ τρώγῃ. Ὅθεν σπλαγχνισθεὶς ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, ἐπροσευχήθη εἰς τὸν Θεόν. Εἶτα βαλὼν τὴν δεξιάν του χεῖρα εἰς νερόν, καὶ σφραγίσας αὐτὸ μὲ τὴν σωτήριον σφραγίδα τοῦ Σταυροῦ, ἐπρόσταξε νὰ πίῃ αὐτὸ ἡ πάσχουσα γυνή, καὶ ἔτζι ἔκαμεν αὐτὴν νὰ τρώγῃ κατὰ φύσιν, καὶ νὰ ἀρκῆται μόνον εἰς μισὴν ὄρνιθα. Γνησίως λοιπὸν δουλεύσας τῷ Θεῷ ὁ ἀοίδιμος εἰς χρόνους ἑβδομήκοντα, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον (5).
(4) Ὅθεν, λέγει ὁ Θεοδώρητος, ὅτι ἐκ τοῦ λάκκου ἐκείνου, ὠνόμαζον τὸν Ὅσιον Γουβᾶν. Διατὶ γούβα κατὰ τὴν συριακὴν γλῶσσαν, θέλει νὰ εἰπῇ λάκκος. Ὁ Θεοδώρητος γὰρ γράφει καὶ τούτου τοῦ Ὁσίου τὸν Βίον, ἐν ἀριθμῷ δεκάτῳ τρίτῳ τῆς Φιλοθέου Ἱστορίας. Ὅστις καὶ τοῦτο λέγει, ὅτι αὐτὸς ὠνομάζετο Κριθοφάγος. Ἐπειδὴ τροφήν του εἶχε τὸ κριθάρι, ὄχι κατεσκευασμένον ψωμίον, ὄχι βρασμένον, ἀλλὰ μόνον κοπανισμένον καὶ βρεγμένον μὲ νερόν.
(5) Προσθέττει δὲ καὶ ταῦτα ὁ Θεοδώρητος. Ὅτι μίαν φορὰν ἐπῆγεν ἕνας στρατηγὸς εἰς τὸ βουνὸν ἐκεῖνο, ὁποῦ ἐκατοίκει ὁ Ὅσιος, διὰ νὰ κυνηγήσῃ. Βλέπωντας δὲ ἀπὸ μακρὰν τὸν Ὅσιον, καὶ μαθὼν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους του, ποῖος εἶναι, εὐθὺς ἐπήδησε κάτω ἀπὸ τὸ ἄλογον, καὶ ἐπῆγε κοντὰ καὶ τὸν ἐχαιρέτισεν. Εἶτα τὸν ἐρώτησε, τί κάμνει ἐκεῖ εἰς τὸ βουνόν. Ὁ δὲ Ὅσιος τὸν ἀντερώτησε. Καὶ σύ, τί ἀνέβης ἐδῶ νὰ κάμῃς; Ὁ στρατηγὸς ἀπεκρίθη. Ἦλθον διὰ νὰ κυνηγήσω. Καὶ ἐγώ, ἀνταπεκρίθη ὁ γέρων, καὶ ἐγὼ κυνηγῶ τὸν ἐδικόν μου Θεόν, καὶ ἀγαπῶ νὰ τὸν λάβω, καὶ ποθῶ νὰ τὸν ἰδῶ, καὶ δὲν θέλω ἀφήσω τὸ καλὸν τοῦτο κυνήγιον. Ταῦτα ἀκούσας ὁ στρατηγός, ἐθαύμασε, καὶ ὠφεληθείς, ἀνεχώρησεν. Οὗτος ὁ Ὅσιος ἤλεγξε τοὺς στρατιώτας, ὁποῦ ἔστειλεν ὁ βασιλεὺς Θεοδόσιος διὰ νὰ θανατώσουν τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους, ὁποῦ ἐκρήμνισαν ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς ἀνδριάντας τῆς γυναικός του. Καταβὰς γὰρ οὗτος ἀπὸ τὸ βουνόν, ἐπίασε τοὺς ἀποσταλέντας δύω στρατηγούς, μέσα εἰς τὸ παζάρι. Οἱ δὲ μαθόντες ποῖος εἶναι, εὐθὺς ἐπήδησαν ἀπὸ τὰ ἄλογα, καὶ ἀσπάζοντο τὰς χεῖρας καὶ τὰ γόνατά του. Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς, νὰ εἰποῦν εἰς τὸν βασιλέα, ὅτι ἄνθρωπος ὤν, δὲν πρέπει νὰ ὀργίζεται ἀμέτρως κατὰ τῶν ὁμοίων του ἀνθρώπων, καὶ ἀντὶ τῶν ἐδικῶν του ἀψύχων εἰκόνων, νὰ παραδίδῃ εἰς θάνατον τὰς τοῦ Θεοῦ εἰκόνας, ἤτοι τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ μὅλον ὁποῦ, εἰς ἡμᾶς μέν, εἶναι εὔκολον πάλιν νὰ ἀναπλάσωμεν τὰς χαλκᾶς εἰκόνας. Εἰς δὲ τὸν βασιλέα, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ φέρῃ τὰ σφαγέντα σώματα εἰς τὴν ζωήν. Καὶ τί λέγω σώματα; οὐδὲ μίαν τρίχα δὲν εἶναι δυνατὸν εἰς αὐτὸν νὰ κατασκευάσῃ.
Ταῦτα εἶπε μὲ συριακὴν γλῶσσαν. Οἱ δὲ στρατηγοὶ μεταγλωττίσαντες ταῦτα ἑλληνικά, τὰ ἀνέφερον εἰς τὸν βασιλέα. Οὗτος ὁ Ὅσιος Μακεδόνιος, διὰ προσευχῆς του ἔκαμε τὴν μητέρα τοῦ ἰδίου Θεοδωρήτου νὰ γεννήσῃ υἱόν, αὐτὸν λέγω τὸν Θεοδώρητον, τὸν ταῦτα γράφοντα. Στεῖρα γὰρ ἦτον πρότερον καὶ δὲν ἐγέννα. Ὅθεν καὶ Θεοδώρητος ὠνομάσθη ὁ υἱός της οὗτος, ὡς παρὰ τοῦ Θεοῦ δεδωρημένος. Καὶ ἐπειδὴ ἡ μήτηρ του ἐκινδύνευε νὰ ἀποβάλῃ ὅταν ἦτον ἐγγαστρωμένη τὸν Θεοδώρητον, τούτου χάριν ὁ Ὅσιος ἔδωκε νερὸν εὐλογημένον παρ’ αὐτοῦ, καὶ ἔπιεν ἡ μήτηρ του, καὶ οὕτως ἐλυτρώθη ἀπὸ τὸν κίνδυνον. Ἀποθανόντος δὲ αὐτοῦ, ἐβάλθη τὸ λείψανόν του μὲ τὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου Ἀφραάτου, καὶ Θεοδοσίου.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ γέγονεν ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου.
Στεφθεὶς Ἀναστάσιε τῶν ἄθλων χάριν,
Παρέσχες ἡμῖν λειψάνων σῶν τὴν χάριν.
Ἀφ’ οὗ ὁ Ἡγούμενος τοῦ ἐν Ἱερουσαλὴμ Μοναστηρίου τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου, ὁ καὶ γέρωντας τοῦ Ὁσιομάρτυρος Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου, ἔμαθεν ὅτι ὁ πνευματικὸς αὑτοῦ υἱὸς Ἀναστάσιος, ἐπεθύμησε νὰ πάθῃ διὰ τὸν Χριστὸν καὶ τὴν εὐσέβειαν, ἐπαρακάλεσεν ὅλην τὴν ἀδελφότητα νὰ δεηθοῦν τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ τελειώσῃ καλῶς τὸν δρόμον τοῦ μαρτυρίου. Ἔγραψε δὲ καὶ πρὸς τὸν ἴδιον Ἀναστάσιον γράμματα μὲ δύω ἀδελφούς, ἐνδυναμόνωντας μὲ αὐτὰ τὴν προθυμίαν του περισσότερον. Ὁ ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, ἐπῆγε καὶ μαζὶ μὲ τὸν Μάρτυρα ἀπὸ τὴν Καισάρειαν τῆς Παλαιστίνης εἰς τὴν Περσίαν, καθὼς εἶχε παραγγείλῃ αὐτῷ ὁ Ἡγούμενος, ἵνα ὑπηρετῇ τὸν Μάρτυρα εἰς τὰ χρειώδη, καὶ νὰ παρηγορῇ τὴν ψυχήν του, ἡ ὁποία ἔπασχεν ἀπὸ τόσην κακοπάθειαν. Καὶ πρὸς τούτοις, ἵνα ὤντας μαζὶ μὲ τὸν Μάρτυρα, καὶ βλέπων αὐτοῦ ὀφθαλμοφανῶς τὰ μαρτύρια, ἠμπορῇ ὕστερον νὰ τὰ διηγηθῇ ἀσφαλῶς εἰς τὸν Ἡγούμενον καὶ εἰς τὴν ἀδελφότητα. Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ὁ μακάριος Ἀναστάσιος ἐτελείωσε τὸν μέγαν καὶ πολὺν ἀγῶνα τοῦ μαρτυρίου, τότε ἐπῆγεν ὁ ἀπεσταλμένος ἀδελφὸς ἐκεῖνος ὁμοῦ μὲ ἄλλους φιλοθέους Χριστιανοὺς διὰ νὰ συστείλουν ἱερῶς καὶ ὁσίως τὸ μαρτυρικὸν ἐκείνου σῶμα. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! εὑρῆκαν τοὺς σκύλους, ὁποῦ ἔτρωγαν μὲν τῶν ἄλλων τὰ σώματα, εἰς τούτου δὲ μόνου τοῦ Μάρτυρος Ἀναστασίου τὸ λείψανον τελείως δὲν ἤγγισαν, ἀλλὰ καθήμενοι ἐφύλαττον αὐτὸ εὐλαβῶς. Ὅθεν πέρνωντας αὐτὸ ὁ ἀδελφὸς καὶ τιμήσας, ὅσον τοῦ ἐσυγχώρει ὁ καιρός, τὸ ἐνταφίασεν εἰς τὸ ἐκεῖ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Σεργίου, κατὰ τὸν δέκατον μὲν χρόνον τῆς βασιλείας Ἡρακλείου, κατὰ τὴν εἰκοστὴν δὲ δευτέραν τοῦ παρόντος Ἰαννουαρίου. Ἔμεινε δὲ ὁ ἀπεσταλμένος Μοναχὸς εἰς τὴν Περσίαν, διατρίβωντας μερικὸν καιρόν, καὶ στοχαζόμενος, πῶς νὰ γυρίσῃ ὀπίσω εἰς τὸν Ἡγούμενον χωρὶς κίνδυνον.
Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν δέκα ἡμέρες, ἐφονεύθη ὁ δυσσεβὴς Χοσρόης. Καὶ λοιπὸν φθάνει εἰς Περσίαν ἄλλος βασιλεύς, συντροφευμένος μὲ στράτευμα Ῥωμαϊκόν, πολλὰ πρᾷος καὶ ἥμερος, καὶ κατὰ πᾶντα ἐνάντιος μὲ τὸν Χοσρόην. Ὅθεν βλέπωντας ὁ Μοναχὸς τὰ ῥωμαϊκὰ στρατεύματα εἰς τὴν ξενιτείαν τῆς Περσίας, ὡσὰν λαμπάδας ἀναμμένας μέσα εἰς τὸ σκότος, ἐχάρη πολλά. Ἐπειδὴ καὶ ἐλευθερώθη ἀπὸ τοὺς κινδύνους, ὁποῦ ἐστοχάζετο ὅτι ἔμελλε νὰ λάβῃ εἰς τὸν δρόμον. Ὅθεν γνωρίσας τὸν ἑαυτόν του εἰς τὰ τῶν Ῥωμαίων στρατεύματα ὅτι εἶναι Χριστιανός, καὶ Μοναχός, ἐδιηγήθη χαίρων εἰς χαίροντας, τὰ περὶ τοῦ Μάρτυρος Ἀναστασίου. Διὰ τοῦτο ἔγινε συγκοινωνὸς τῆς τραπέζης αὐτῶν καὶ συγκατοικίας, καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἐπέρασε τὴν χώραν τῶν Ἁρμενίων, καὶ ὕστερα ἀπὸ ἕνα χρόνον ἔφθασεν εἰς τὸ Μοναστήριόν του φέρωντας μαζί του καὶ τὸ μοναχικὸν τοῦ Μάρτυρος Ἀναστασίου κολόβιον, ἤτοι μανδύαν, τὸν ὁποῖον ἐφόρει ἕως κοντὰ εἰς τὸν διὰ μαρτυρίου θάνατόν του.
Ἐδιηγήθη λοιπὸν ὁ Μοναχὸς εἰς ὅλην τὴν ἀδελφότητα, τοὺς γενναίους ἀγῶνας τοῦ Μάρτυρος. Ἐπρόσθεττε δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι ἕνας δαιμονισμένος, εὐθὺς ὁποῦ ἐνδύθη τὸν ἄνωθεν μανδύαν τοῦ Μάρτυρος, εὐθὺς ἐγδύθη καὶ τὸ δαιμόνιον καὶ ἐλευθερώθη. Ὅταν δὲ ὁ βασιλεὺς Ἡράκλειος κατὰ τὸν εἰκοστὸν χρόνον τῆς βασιλείας του, ἔφερεν εἰς Ἱερουσαλὴμ τὰ τίμια ξύλα τοῦ Σταυροῦ, τὰ ὁποῖα ᾐχμαλώτευσεν ὁ βασιλεὺς τῶν Περσῶν Χοσρόης, τότε ἀπεστάλθη καὶ ἕνας Ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπον τῶν Ῥωμαϊκῶν μερῶν (6) εἰς τὴν Περσίαν, καὶ ἔφερεν εἰς τὴν Καισάρειαν τῆς Παλαιστίνης τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀναστασίου. Καὶ ἔδωκε μὲν ἐκεῖ, μικρὰν μερίδα ἀπὸ τὰ ἅγια λείψανα, τὰ δὲ λοιπά, τὰ ἐκράτησεν. Ἡ δὲ τιμία κεφαλὴ τοῦ Μάρτυρος, καὶ ἡ ἁγία του εἰκών, προσκυνεῖται ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἐν τῇ παλαιᾷ Ῥώμῃ.
(6) Ἤτοι τὸν τῆς παλαιᾶς Ῥώμης Πάπαν.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἑρμογένους καὶ Μάμαντος.
Ἑρμογένης Μάμας τε τοῦ Χριστοῦ φίλοι,
Θανεῖν δι’ αὐτὸν οὐδόλως ἐδειλίων.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Φύλων Ἐπίσκοπος Καλπασίου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (7).
Φῦλον βροτῶν προσῆξε τῷ Χριστῷ Φύλων,
Ἅτε πρὸς αὐτοῦ προσλαβὼν θείαν χάριν.
(7) Ὁ Φύλων οὗτος, ἢ Φίλων, ἐκ ποίας πατρίδος ἐκατάγετο, καὶ ποίων γονέων ἦτον υἱός, ἄδηλόν ἐστι. Γράφεται δὲ εἰς τὸν Βίον τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἦτον Διάκονος. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου τῶν βασιλέων, εὑρισκομένη εἰς Ῥώμην, ἠσθένησε, διὰ τοῦτο ἔμαθεν ὅτι ὁ Θεὸς θεραπεύει τοὺς ἀσθενεῖς διὰ μέσου τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου. Ὅθεν ἔστειλεν εἰς τὴν Κύπρον τὸν Φίλωνα τοῦτον, διὰ νὰ φέρῃ τὸν Ἐπιφάνιον εἰς τὴν Ῥώμην. Ἐκεῖ λοιπὸν πηγαίνοντος τοῦ Φίλωνος, κινηθεὶς ὁ θεῖος Ἐπιφάνιος ἐκ θείας ἀποκαλύψεως, ἐχειροτόνησε τὸν Φίλωνα Ἐπίσκοπον τοῦ ἐν Κύπρῳ Καρπασίου, ἢ Καλπασίου, ἐν ἔτει 401 (κατὰ τὸν Κάβε). Ὅθεν ἀφήσας εἰς αὐτὸν τὴν μέριμναν τῆς ἐν Κωνσταντίᾳ Ἐκκλησίας, ἐπῆγεν εἰς Ῥώμην (ὅρα εἰς τὰ προλεγόμενα περὶ τῶν ὑπομνηματιστῶν ἐν τῷ πρώτῳ τόμ. τῆς Ὀκτατεύχου). Σημείωσαι ὅτι τοῦ Φίλωνος τούτου φέρονται μερικὰ ὑπομνήματα εἰς τὴν Πεντάτευχον. Καὶ δὴ καὶ εἰς τὸ ᾎσμα τῶν ᾈσμάτων κατὰ τὸν Σουΐδαν.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Φιλιππικὸς Πρεσβύτερος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Καθώς περ ἵπποις τοῖς πόνοις κεχρημένος,
Χαίρων ἀνέπτη Φιλιππικὸς πρὸς πόλον.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βάρσιμος σὺν τοῖς δυσὶν ἀδελφοῖς αὑτοῦ, ξίφει τελειοῦται.
Τοὺς τρεῖς ἀδελφοὺς θεῖος εἷς συσχὼν πόθος,
Θεῖον ποθεῖν ἔπειθεν ἐκ ξίφους τέλους (8).
(8) Σημείωσαι, ὅτι περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις ἡ μνήμη Ἑλλαδίου τοῦ Κομενταρησίου, τοῦ ὑπὸ τῆς Ἁγίας Θεοδούλης ἑλκυσθέντος. Αὕτη γὰρ ἐγράφη κατὰ τὴν δεκάτην ὀγδόην Ἰαννουαρίου.
*
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (9).
Τίς τοὺς μακρούς σου Ζωσιμᾶ φράσει πόνους;
Καὶ τίς θανόντος τῶν πόνων σου τὰ στέφη;
(9) Ὁ Ζωσιμᾶς οὗτος εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Ζωσιμᾶν, τὸν εὑρόντα τὴν Ὁσίαν Μαρίαν τὴν Αἰγυπτίαν, καὶ ἐνταφιάσαντα αὐτήν, ὡς ἐν τῷ Βίῳ αὐτῆς ὁρᾶται, ὅστις ἑορτάζεται κατὰ τὴν τετάρτην τοῦ Ἀπριλλίου. Οὗτος λοιπὸν ὁ Ζωσιμᾶς ἀξιόλογα λόγια ἀφῆκεν εἰς ἡμᾶς περὶ τοῦ θυμοῦ, ἐν σελ. 499 τοῦ Εὐεργετινοῦ. Εἶπε γὰρ οὗτος, ὅτι ἡ ἀρχὴ τοῦ νὰ νικήσῃ τινὰς τὸν θυμὸν εἶναι, τὸ νὰ ταράττεται μέν τινας, νὰ μὴ λαλῇ δέ. Ἐκ δὲ τοῦ μὴ λαλεῖν, ἔρχεται καὶ εἰς τὸ νὰ μὴ ταράττεται ὅλως. Καθὼς καὶ ὁ Ἀββᾶς Μωϋσῆς, ὅταν μὲν τὸ πρῶτον ἐξουδενώθη ἀπὸ τοὺς Πατέρας, εἰπόντας· «Τί καὶ ὁ Αἰθίοψ οὗτος ἔρχεται ἐν μέσῳ ἡμῶν;», τότε, ἐταράχθη μέν, ἀλλὰ δὲν ἐλάλησεν, ὡς μόνος ἔλεγεν. Ὅταν δὲ δεύτερον ὑβρίσθη ἀπὸ τοὺς κληρικοὺς καὶ ἐδιώχθη ἀπὸ τὸ ἱερατεῖον, τότε ὄχι μόνον δὲν ἐταράχθη, ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτόν του ἐπέπληξεν, εἰπών· «Σποδόδερμε, μελανέ, καλῶς σοι ἐποίησαν. Μὴ ὢν γὰρ ἄνθρωπος, τί ἔρχῃ ἐν μέσῳ ἀνθρώπων;» Ὅθεν ἂς παύσωμεν ἀπὸ τοῦ νὰ λέγωμεν, ὅτι εἶναι ἀδύνατον, τὸ νὰ μὴ ταράττεται ὅλως τινὰς ἀπὸ τὸν θυμόν. Καὶ δὲν ἀκούομεν τὸν Δαβὶδ ὁποῦ λέγει· «Ἠτιμάσθην (γράφεται γὰρ καὶ οὕτω) καὶ οὐκ ἐταράχθην».
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Προφήτου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου πλησίον τοῦ Ταύρου.
Ἐμή σε γλῶσσα κήρυξ πῶς ἂν αἰνέσῃ,
Ὃν γλῶσσα Χριστοῦ γηγενῶν μείζω λέγει;
*
Ὁ Ὅσιος καὶ θεοφόρος Πατὴρ ἡμῶν Διονύσιος ὁ ἐν τῷ Ὀλύμπῳ, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (10).
Ἐν σαρκὶ ὡς ἄσαρκος ἔζησας πάτερ,
Καὶ τοῖς ἀσάρκοις νῦν συνευφραίνῃ νόοις.
(10) Τὸν Βίον τούτου ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον. Τούτου ἡ ᾀσματικὴ Ἀκολουθία εὑρίσκεται τετυπωμένη ἐν ἰδίᾳ φυλλάδι, καὶ ὁ βουλόμενος, ἂς τὴν ζητήσῃ.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *