Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου24 Φεβρουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΔ’, γέγονεν η πρώτη και δευτέρα εύρεσις της τιμίας κεφαλής του Αγίου ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου.
Εκ γης προφαίνει Πρόδρομος σεπτήν κάραν,
Καρπούς παραινών αξίους ποιείν πάλιν.
Ο βαπτίσας πριν υδάτων πηγαίς όχλους,
Γήθεν φανείς βάπτιζε πηγαίς θαυμάτων.
Εικοστήν Προδρόμοιο φάνη κάρη αμφί τετάρτην.
Η τιμία αύτη και Αγγέλοις αιδέσιμος του Προδρόμου κεφαλή, πρώτον μεν ευρέθη από δύω Μοναχούς εις τον οίκον του Ηρώδου, δια της επιφανείας και αποκαλύψεως του ιδίου Προδρόμου, οι οποίοι Μοναχοί επήγαιναν εις προσκύνησιν του ζωοδόχου Τάφου του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Από τους Μοναχούς δε εκείνους επήρεν αυτήν ένας κεραμεύς, ήτοι τζουκαλάς, και την επήγεν εις την πόλιν Έμεσαν, η οποία κοινώς Εμς λέγεται. Και επειδή ο τζουκαλάς εκείνος εγνώρισεν, ότι δια μέσου της αγίας κάρας έλαβεν ευτυχίαν, δια τούτο ετίμα αυτήν με υπερβολήν. Όταν δε αυτός έμελλε να αποθάνη, αφήκε την αγίαν κάραν εις την αδελφήν του, παραγγείλας αυτή να μη την σηκώση από τον τόπον της, μήτε να την δείξη εις άλλον, αλλά να την τιμά και να την προσκυνή.
Αφ’ ου δε και η αδελφή εκείνου απέθανεν, επήραν την αγίαν κάραν πολλοί, ένας από τον άλλον κατά διαδοχήν. Εις όλον δε το ύστερον, κατήντησεν ο πολύτιμος αυτός θησαυρός εις ένα ιερομόναχον Αρειανόν, Ευστάθιον ονομαζόμενον, ο οποίος εδιώχθη παρά των Ορθοδόξων από το σπήλαιον, όπου εκατοίκει. Διατί επέγραφεν εις την κακοδοξίαν και αίρεσίν του τας ιατρείας, οπού ενήργει η αγία κάρα, ήγουν έλεγεν, ότι δια τούτο ενεργεί εκείνη τας ιατρείας, διατί αυτός οπού την έχει, είναι Αρειανός. Αφ’ ου λέγω εκείνος ο κακόδοξος εδιώχθη από εκεί, αφήκεν εις το σπήλαιον την τιμίαν κεφαλήν κατά θείαν οικονομίαν, και εκεί ευρίσκετο αυτή κεκρυμμένη, έως εις τους χρόνους Μαρκέλλου του Αρχιμανδρίτου, και του Επισκόπου Εμέσης Ουρανίου λεγομένου, κατά τους χρόνους του νέου Ουαλεντιανού εν έτει υλα’ [431]. Τότε λοιπόν πολλοί έλαβον θείας αποκαλύψεις δια την προδρομικήν ταύτην κεφαλήν. Όθεν ευρέθη αύτη δεύτερον μέσα εις μίαν στάμναν, ήτις φερθείσα εις την Εκκλησίαν από τον ανωτέρω ρηθέντα Ουράνιον, τον Επίσκοπον Εμέσης, ενήργει διαφόρους ιατρείας, και παράδοξα θαύματα. Τελείται δε η της αυτής ευρέσεως Σύναξις και εορτή εις τον αγιώτατον και προφητικόν Ναόν του τιμίου Προδρόμου, τον ευρισκόμενον εις τόπον ονομαζόμενον Φωρακίου (1).
(1) Ο δε Δοσίθεος λέγει, ότι η κάρα του Βαπτιστού εφυλάχθη σώα. Όθεν Γεώργιος ο Κωδινός ιστορεί, ότι τινές από της Μακεδονίου αιρέσεως, (καίπερ ο Μεταφραστής δεν λέγει ότι ήτον αιρετικοί), ευρόντες αυτήν εις την Παλαιστίνην, έφερον εις Κιλικίαν. Ο βασιλεύς δε Ουάλης εμήνυσε τω αρχιευνούχω αυτού Μιρδονίω όντι εις Κιλικίαν, να αποστείλη την κάραν εις Κωνσταντινούπολιν. Ελθούσα δε αύτη εις το Παντείχιον, εστάθη. Και επειδή δεν εδύνοντο να φέρουν αυτήν παρέμπροσθεν, την αφήκαν εις χωρίον Κολάου λεγόμενον. Όθεν ο Μέγας Θεοδόσιος πηγαίνωντας εκεί, έβαλεν αυτήν εις την βασιλικήν αλουργίδα του, και την έφερεν εις την Κωνσταντινούπολιν, εις τόπον καλούμενον Έβδομον, όπου και Ναόν εγείρας περιβόητον του Βαπτιστού, έβαλεν αυτήν εκεί. Ταύτης της τιμίας κάρας μέρος μεν ην εις το ιερόν Μοναστήριον του Αγίου Διονυσίου κατά το όρος του Άθω. Αλλά σκλαβωθέν, ηφανίσθη, και πού ήδη ευρίσκεται, εστίν άδηλον. Μέρος δε ήτον εις την Ουγγροβλαχίαν, εις Μοναστήριον επιλεγόμενον Καλούτι, όπερ έγινεν αφιέρωμα του Αγίου Τάφου. Δια δε τας εκεί περιστάσεις, έλαβε το μέρος εκείνο ο αοίδιμος Δοσίθεος, και έφερεν αυτό εις Ιερουσαλήμ. Όθεν ευρίσκετο ένδον εν τω Ναώ του Αγίου Τάφου. Εκείνο δε οπού γράφει ο Θεοφάνης, ότι η κάρα του Βαπτιστού μετετέθη εκ του σπηλαίου εις τον Ναόν αυτού εις την Έμεσαν, ίσως ήτον η ημίσεια (σελ. 267 της Δωδεκαβίβλου.) Όρα και εις τας εικοσιεννέα του Αυγούστου εν τη υποσημειώσει. Σημείωσαι, ότι εις την πρώτην ταύτην και δευτέραν εύρεσιν της κεφαλής του Βαπτιστού λόγος ελληνικός σώζεται εν τη Λαύρα, και εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου, ου η αρχή· «Πάλιν ημίν ο θείος εφέστηκε Πρόδρομος». Εν δε τω δευτέρω πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου λόγος διηγηματικός σώζεται περί της ευρέσεως της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου διαλαμβάνων, ου η αρχή· «Μοναχοί δύω εκ της Εώας ορμώμενοι». Ο αυτός δε σώζεται και εν τη των Ιβήρων. Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα σώζεται και άλλος λόγος, περί αυτής διαλαμβάνων, ου η αρχή· «Ο αγαθότητι και φιλανθρωπία, και τη αρρήτω αυτού σοφία».
Ταις του σου Προδρόμου πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΔ΄, γέγονεν ἡ πρώτη καὶ δευτέρα εὕρεσις τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Προφήτου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου.
Ἐκ γῆς προφαίνει Πρόδρομος σεπτὴν κάραν,
Καρποὺς παραινῶν ἀξίους ποιεῖν πάλιν.
Ὁ βαπτίσας πρὶν ὑδάτων πηγαῖς ὄχλους,
Γῆθεν φανεὶς βάπτιζε πηγαῖς θαυμάτων.
Εἰκοστὴν Προδρόμοιο φάνη κάρη ἀμφὶ τετάρτην.
Ἡ τιμία αὕτη καὶ Ἀγγέλοις αἰδέσιμος τοῦ Προδρόμου κεφαλή, πρῶτον μὲν εὑρέθη ἀπὸ δύω Μοναχοὺς εἰς τὸν οἶκον τοῦ Ἡρώδου, διὰ τῆς ἐπιφανείας καὶ ἀποκαλύψεως τοῦ ἰδίου Προδρόμου, οἱ ὁποῖοι Μοναχοὶ ἐπήγαιναν εἰς προσκύνησιν τοῦ ζωοδόχου Τάφου τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τοὺς Μοναχοὺς δὲ ἐκείνους ἐπῆρεν αὐτὴν ἕνας κεραμεύς, ἤτοι τζουκαλᾶς, καὶ τὴν ἐπῆγεν εἰς τὴν πόλιν Ἔμεσαν, ἡ ὁποία κοινῶς Ἒμς λέγεται. Καὶ ἐπειδὴ ὁ τζουκαλᾶς ἐκεῖνος ἐγνώρισεν, ὅτι διὰ μέσου τῆς ἁγίας κάρας ἔλαβεν εὐτυχίαν, διὰ τοῦτο ἐτίμα αὐτὴν μὲ ὑπερβολήν. Ὅταν δὲ αὐτὸς ἔμελλε νὰ ἀποθάνῃ, ἀφῆκε τὴν ἁγίαν κάραν εἰς τὴν ἀδελφήν του, παραγγείλας αὐτῇ νὰ μὴ τὴν σηκώσῃ ἀπὸ τὸν τόπον της, μήτε νὰ τὴν δείξη εἰς ἄλλον, ἀλλὰ νὰ τὴν τιμᾷ καὶ νὰ τὴν προσκυνῇ.
Ἀφ’ οὗ δὲ καὶ ἡ ἀδελφὴ ἐκείνου ἀπέθανεν, ἐπῆραν τὴν ἁγίαν κάραν πολλοί, ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον κατὰ διαδοχήν. Εἰς ὅλον δὲ τὸ ὕστερον, κατήντησεν ὁ πολύτιμος αὐτὸς θησαυρὸς εἰς ἕνα ἱερομόναχον Ἀρειανόν, Εὐστάθιον ὀνομαζόμενον, ὁ ὁποῖος ἐδιώχθη παρὰ τῶν Ὀρθοδόξων ἀπὸ τὸ σπήλαιον, ὅπου ἐκατοίκει. Διατὶ ἐπέγραφεν εἰς τὴν κακοδοξίαν καὶ αἵρεσίν του τὰς ἰατρείας, ὁποῦ ἐνήργει ἡ ἁγία κάρα, ἤγουν ἔλεγεν, ὅτι διὰ τοῦτο ἐνεργεῖ ἐκείνη τὰς ἰατρείας, διατὶ αὐτὸς ὁποῦ τὴν ἔχει, εἶναι Ἀρειανός. Ἀφ’ οὗ λέγω ἐκεῖνος ὁ κακόδοξος ἐδιώχθη ἀπὸ ἐκεῖ, ἀφῆκεν εἰς τὸ σπήλαιον τὴν τιμίαν κεφαλὴν κατὰ θείαν οἰκονομίαν, καὶ ἐκεῖ εὑρίσκετο αὐτὴ κεκρυμμένη, ἕως εἰς τοὺς χρόνους Μαρκέλλου τοῦ Ἀρχιμανδρίτου, καὶ τοῦ Ἐπισκόπου Ἐμέσης Οὐρανίου λεγομένου, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ νέου Οὐαλεντιανοῦ ἐν ἔτει υλα΄ [431]. Τότε λοιπὸν πολλοὶ ἔλαβον θείας ἀποκαλύψεις διὰ τὴν προδρομικὴν ταύτην κεφαλήν. Ὅθεν εὑρέθη αὕτη δεύτερον μέσα εἰς μίαν στάμναν, ἥτις φερθεῖσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ τὸν ἀνωτέρω ῥηθέντα Οὐράνιον, τὸν Ἐπίσκοπον Ἐμέσης, ἐνήργει διαφόρους ἰατρείας, καὶ παράδοξα θαύματα. Τελεῖται δὲ ἡ τῆς αὐτῆς εὑρέσεως Σύναξις καὶ ἑορτὴ εἰς τὸν ἁγιώτατον καὶ προφητικὸν Ναὸν τοῦ τιμίου Προδρόμου, τὸν εὑρισκόμενον εἰς τόπον ὀνομαζόμενον Φωρακίου (1).
(1) Ὁ δὲ Δοσίθεος λέγει, ὅτι ἡ κάρα τοῦ Βαπτιστοῦ ἐφυλάχθη σῷα. Ὅθεν Γεώργιος ὁ Κωδινὸς ἱστορεῖ, ὅτι τινὲς ἀπὸ τῆς Μακεδονίου αἱρέσεως, (καίπερ ὁ Μεταφραστὴς δὲν λέγει ὅτι ἦτον αἱρετικοί), εὑρόντες αὐτὴν εἰς τὴν Παλαιστίνην, ἔφερον εἰς Κιλικίαν. Ὁ βασιλεὺς δὲ Οὐάλης ἐμήνυσε τῷ ἀρχιευνούχῳ αὑτοῦ Μιρδονίῳ ὄντι εἰς Κιλικίαν, νὰ ἀποστείλῃ τὴν κάραν εἰς Κωνσταντινούπολιν. Ἐλθοῦσα δὲ αὕτη εἰς τὸ Παντείχιον, ἐστάθη. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐδύνοντο νὰ φέρουν αὐτὴν παρέμπροσθεν, τὴν ἀφῆκαν εἰς χωρίον Κολάου λεγόμενον. Ὅθεν ὁ Μέγας Θεοδόσιος πηγαίνωντας ἐκεῖ, ἔβαλεν αὐτὴν εἰς τὴν βασιλικὴν ἁλουργίδα του, καὶ τὴν ἔφερεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, εἰς τόπον καλούμενον Ἕβδομον, ὅπου καὶ Ναὸν ἐγείρας περιβόητον τοῦ Βαπτιστοῦ, ἔβαλεν αὐτὴν ἐκεῖ. Ταύτης τῆς τιμίας κάρας μέρος μὲν ἦν εἰς τὸ ἱερὸν Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου Διονυσίου κατὰ τὸ ὄρος τοῦ Ἄθω. Ἀλλὰ σκλαβωθέν, ἠφανίσθη, καὶ ποῦ ἤδη εὑρίσκεται, ἐστὶν ἄδηλον. Μέρος δὲ ἦτον εἰς τὴν Οὐγγροβλαχίαν, εἰς Μοναστήριον ἐπιλεγόμενον Καλούτι, ὅπερ ἔγινεν ἀφιέρωμα τοῦ Ἁγίου Τάφου. Διὰ δὲ τὰς ἐκεῖ περιστάσεις, ἔλαβε τὸ μέρος ἐκεῖνο ὁ ἀοίδιμος Δοσίθεος, καὶ ἔφερεν αὐτὸ εἰς Ἱερουσαλήμ. Ὅθεν εὑρίσκετο ἔνδον ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Τάφου. Ἐκεῖνο δὲ ὁποῦ γράφει ὁ Θεοφάνης, ὅτι ἡ κάρα τοῦ Βαπτιστοῦ μετετέθη ἐκ τοῦ σπηλαίου εἰς τὸν Ναὸν αὐτοῦ εἰς τὴν Ἔμεσαν, ἴσως ἦτον ἡ ἡμίσεια (σελ. 267 τῆς Δωδεκαβίβλου.) Ὅρα καὶ εἰς τὰς εἰκοσιεννέα τοῦ Αὐγούστου ἐν τῇ ὑποσημειώσει. Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὴν πρώτην ταύτην καὶ δευτέραν εὕρεσιν τῆς κεφαλῆς τοῦ Βαπτιστοῦ λόγος ἑλληνικὸς σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, καὶ ἐν τῷ Κοινοβίῳ τοῦ Διονυσίου, οὗ ἡ ἀρχή· «Πάλιν ἡμῖν ὁ θεῖος ἐφέστηκε Πρόδρομος». Ἐν δὲ τῷ δευτέρῳ πανηγυρικῷ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου λόγος διηγηματικὸς σῴζεται περὶ τῆς εὑρέσεως τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου διαλαμβάνων, οὗ ἡ ἀρχή· «Μοναχοὶ δύω ἐκ τῆς Ἑώας ὁρμώμενοι». Ὁ αὐτὸς δὲ σῴζεται καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων. Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ σῴζεται καὶ ἄλλος λόγος, περὶ αὐτῆς διαλαμβάνων, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὁ ἀγαθότητι καὶ φιλανθρωπίᾳ, καὶ τῇ ἀρρήτῳ αὑτοῦ σοφίᾳ».
Ταῖς τοῦ σοῦ Προδρόμου πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *