Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου24 Δεκεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΔ’, μνήμη της Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος Ευγενίας.
Στεφθείσα πρώτον τοις πόνοις Ευγενία (1),
Βαφήν εβάψω δευσοποιόν εκ ξίφους.
Τέτλαθι Ευγενίη ξίφος εικάδι αμφί τετάρτη.
Αύτη η Αγία Ευγενία εγεννήθη από γένος ευγενικόν, ωσάν ένας ευγενής κλάδος και μία δόξα του γένους της, καταγομένη από την παλαιάν Ρώμην κατά τους χρόνους του βασιλέως Κομμόδου, εν έτει σο’ [270], οι γονείς δε αυτής ωνομάζοντο Φίλιππος και Ευγενία. Οίτινες έλαβον από τον τότε βασιλέα, ως τιμήν και αξίωμα, το να υπάγουν εις την Αλεξάνδρειαν, και να κατοικήσουν εις αυτήν ομού με την θυγατέρα των ταύτην Ευγενίαν. Αύτη λοιπόν η μακαρία έφυγε κρυφίως από τους γονείς και όλους τους συγγενείς της. Και πέρνουσα δύω υπηρέτας, ευγήκε την νύκτα έξω από το οσπήτιον των γονέων της. Και πηγαίνουσα εις ένα Επίσκοπον με ανδρίκειον φόρεμα, έλαβε παρ’ εκείνου το Άγιον Βάπτισμα. Είτα κουρεύσασα τας τρίχας της κεφαλής, ωνομάσθη Ευγένιος. Όθεν επήγεν εις ένα Μοναστήριον κατά τον βαθύν όρθρον, και εκεί εμεταχειρίζετο η μακαρία κάθε αρετήν, με πόνους και μόχθους. Με ασκητικούς αγώνας και με στάσεις και αγρυπνίας ολονυκτίους. Τι να πολυλογώ; τόσον πολλά έλαμψε κατά τας αρετάς η Αγία αύτη, ως άλλος μέγας φωστήρ ήλιος, ώστε οπού, με την παρακάλεσιν όλων των αδελφών του Μοναστηρίου, εδέχθη την προστασίαν αυτών και ηγουμενίαν, αφ’ ου απέθανεν ο πρότερος Ηγούμενος. Και αγκαλά αύτη δεν ήθελε τούτο εις τας αρχάς, βιασθείσα όμως και δυσωπηθείσα από τους λόγους και από τον πόθον των αδελφών, εσυγκατένευσε και μη θέλουσα.
Με τοιούτον τρόπον έδειξεν εις όλους τον Ευγένιον τούτον μέγαν και λαμπρόν, όχι λόγος απλούς και φήμη ξηρά, αλλά πράξις και έργα μεγάλα και θαυμαστά. Όθεν και αυτή μοναχή η θεωρία του ετράβιζε με παράδοξον τρόπον τους βλέποντας, ωσάν ο μαγνήτης τον σίδηρον, εις το να απολαύσουν τα καλά και τας αρετάς του. Αλλ’ όμως μία μοναχή, Μελανθία ονομαζομένη, μέλαινα και μαύρη ούσα κατά την ψυχήν, ως δηλοί και το όνομά της, αύτη λέγω, βλέπουσα τον Ευγένιον τούτον, πως ήτον ωραίος φυσικά, εκυριεύθη με ένα δεινόν και σατανικόν έρωτα εκ της θεωρίας του. Όθεν ευρούσα πρόφασιν, ότι είχε μίαν μακράν ασθένειαν, παρεκάλει αυτόν δια να υπάγη να του την φανερώση κρυφίως και κατά μόνας. Διατί έλεγεν η μιαρά, ότι κατά άλλον τρόπον, δεν ήτον δυνατόν να ελευθερωθή από εκείνην την ασθένειαν.
Ο δε Ευγένιος συντριβόμενος και λυπούμενος κατά την καρδίαν, επείσθη από απλότητα εις τα δολερά λόγια της Μελανθίας, και εσυγκατάνευσε να υπάγη προς αυτήν, μη ηξεύρωντας τον κεκρυμμένον δόλον. Ο δε διαβολικός έρως της Μελανθίας, άναψε φλόγα εις την καρδίαν της προς τον Ευγένιον. Και καθώς αυτός είναι τυφλός, ως τον ονομάζουσιν οι σοφοί, έτζι ετύφλωσε και τα ψυχικά ομμάτια της Μελανθίας, και επροξένησεν εις αυτήν μίαν καύσιν πορνικού πάθους. Επειδή όμως δεν επέτυχε του διαβολικού σκοπού, οπού είχεν, αλλά απεστράφη παρά του Ευγενίου, δια τούτο από το κακόν της συνέρραψε την συκοφαντίαν ταύτην, λέγουσα δηλαδή, ότι ο Ηγούμενος του δείνος Μοναστηρίου Ευγένιος, απατών με τα λόγιά του τας σώφρονας και καθαράς γυναίκας, εζήτησε να απατήση και εμένα ο πόρνος και τολμητίας, αλλ’ όμως δεν το επέτυχε. Ταύτα ακούσας ο πατήρ της Ευγενίας και έπαρχος, ευθύς εθυμώθη. Όθεν πέμψας εις το Μοναστήριον, έφερεν ογλίγωρα τον Ηγούμενον Ευγένιον, και τους Μοναχούς του Μοναστηρίου δεδεμένους, ως ψευδολάτρας και κακοποιούς. Και επαράστησεν αυτούς εις το κριτήριον δια να απολογηθούν περί της υποθέσεως ταύτης. Όταν λοιπόν επαραστάθησαν και τα δύω μέρη, άρχισεν η συκοφάντρια Μελανθία να λέγη κατά του Ευγενίου, υβρίζουσα, περιγελούσα, λοιδορούσα, με θρασύτητα φωνάζουσα, και με το δάκτυλον δείχνουσα αυτόν εις τους παρεστώτας, ως εργάτην της αμαρτίας. Ομοίως και τους υποτασσομένους αυτώ Μοναχούς ονομάζουσα φθορείς. Έλεγε δε και ταύτα η πάντολμος εις επήκοον πάντων. Ακούσατε όλοι εσείς οι παρεστώτες τα λόγιά μου, τα οποία είναι αληθινά και βέβαια. Ω της ανοχής σου Δέσποτα Κύριε, με την οποίαν υπέμεινες την συκοφάντριαν, και δεν έσχισες την γην δια να την καταπίη!
Ταύτα η Ευγενία ακούσασα, ευθύς έσχισε το φόρεμά της, και έδειξεν εις τους παρόντας θέαμα φρικτόν και εξαίσιον. Και ακολούθως λέγει παρρησία εις τους περιεστώτας. Έπρεπεν ημείς οι Μοναχοί να υποφέρωμεν ύβρεις και περιγελάσματα, και δαρμούς του σώματος, και δι’ αυτά όλα να ευχαριστούμεν. Όμως δια να μη περιγελάται το σεμνόν και αγγελικόν σχήμα των Μοναχών, ακούσατε. Εγώ κατά την φύσιν είμαι γυναίκα, θυγάτηρ του φιλτάτου πατρός μου τούτου και κριτού, έμπροσθεν του οποίου κρίνομαι σήμερον. Μήτηρ μου δε είναι η τούτου σύζυγος, ούτοι δε οι παριστάμενοι αδελφοί, είναι δούλοι μου. Ταύτα τα λόγια της καλής Ευγενίας ακούσαντες, εξέστησαν άπαντες. Με ποίον δε τρόπον ετιμώρησεν η θεία δίκη την Μελανθίαν, βέβαια έχει να θαυμάση, όποιος ήθελε τον ακούση (2). Εκ της αιτίας λοιπόν ταύτης παρακινηθείς ο πατήρ της Αγίας Ευγενίας, αφήκε παρευθύς την δόξαν του κόσμου ομού και τον πλούτον, και όλην την του βίου φαντασίαν, και ανεγεννήθη δια του Αγίου Βαπτίσματος. Και ο πρώην λύκος γίνεται ποιμήν των εν τη πόλει Χριστιανών. Όθεν διαπεράσας καλώς την ζωήν του, εις όλον το ύστερον ετελείωσε με μαρτύριον. Καταπληγωθείς γαρ αυτός από τους απίστους δια την εις Χριστόν πίστιν, χαίρων ανέβη εις τας ουρανίους Μονάς. Η δε μήτηρ της Οσίας αφίνουσα την γην της Αλεξανδρείας, εγύρισεν εις την πατρίδα της Ρώμην, ομού με τας θυγατέρας της, και εκεί πάλιν κατοικεί κατά τον πόθον της. Επειδή δε τότε ευγήκε βασιλικός ορισμός, ή να θυσιάζουν οι Χριστιανοί εις τα είδωλα, ή να θανατόνωνται κακώς, τούτου χάριν η Αγία αύτη Ευγενία, αφ’ ου έλαμψεν εις όλους με τας αρετάς της, τέλος πάντων καταφλεγομένη από τον πνευματικόν έρωτα του Χριστού, επαρρησιάσθη και εκήρυξε την ευσέβειαν. Όθεν δεθείσα από ένα λίθον βαρύτατον, ερρίφθη εις την θάλασσαν. Επειδή όμως έμεινεν αβλαβής, δια τούτο απεκεφαλίσθη, και έτζι χαίρουσα απήλθεν η μακαρία προς ον επόθει νυμφίον Χριστόν. Ίνα μετ’ αυτού συμβασιλεύη αιώνια. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτής όρα εις τον Παράδεισον (3).)
(1) Σημείωσαι, ότι εν τη ημέρα ταύτη της παραμονής των Χριστού Γεννών λόγος λέγεται του Χρυσοστόμου, ου η αρχή· «Μέλλοντος αγαπητοί του κοινού Σωτήρος». Και ο του Αθανασίου, ου η αρχή· «Ώσπερ οι την χρυσίτιν γην μεταλλεύειν». (Σώζονται και οι δύω εν τη Μεγίστη Λαύρα, και εν τη του Διονυσίου.)
(2) Ο γαρ παντοδύναμος και δικαιοκρίτης Θεός, ο εν υψηλοίς κατοικών και τα ταπεινά εφορών, έρριψε πυρ από τον ουρανόν, και κατέκαυσε την Μελανθίαν και όλον τον οίκον της εκ θεμελίων. Όθεν πολλοί επίστευσαν τω Χριστώ, βλέποντες τοιούτον θαυμάσιον (εν τω κατά πλάτος Βίω αυτής).
(3) Σημείωσαι, ότι το Συναξάριον της Οσίας ταύτης Ευγενίας συνεγράφη δια στίχων ιαμβικών εξ ων και μετεφράσθη. Γράφει δε και ο Μεταφραστής τον Βίον αυτής, ου η αρχή· «Κομμόδου μετά Μάρκον». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις.)
*
Τη αυτή ημέρα η Αγία Μάρτυς Βασίλλα, η συμμαρτυρήσασα τη Αγία Ευγενία, ξίφει τελειούται.
Τις αν παραδράμη σε τμηθείσαν ξίφει,
Μάρτυς Βασίλλα πίστεως θείας βάσις;
*
Ο Άγιος Μάρτυς Φίλιππος, ο πατήρ της Αγίας Ευγενίας, μαχαίρα τελειούται.
Μάχαιραν όντως δίστομον κατά πλάνης,
Κτείνει Φίλιππον της μαχαίρας το στόμα.
*
Οι Άγιοι Πρωτάς και Υάκινθος, οι ευνούχοι και συνασκηταί της Αγίας Ευγενίας, ξίφει τελειούνται.
Τμηθέντες Υάκινθε και Πρωτά ξίφει,
Κληρούσθε πρώτα Μαρτύρων Θεού γέρα.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Νικολάου του από στρατιωτών, και διήγησις ωφέλιμος.
Κανών πρόκειται σωφρονούσιν εν βίω,
Ο Νικολάου σωφρονέστατος βίος.
Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Νικόλαος έγινε στρατιώτης κατά τους χρόνους Νικηφόρου του βασιλέως, του Πατρικίου και Σταυρακίου επικαλουμένου, εν έτει ωβ’ [802]. Και όταν εκείνος εσύναξε στρατεύματα δια να πολεμήση τους Βουλγάρους, τότε και αυτός ευγήκε μαζί με το στράτευμα. Και διαπερνώντας από ένα τόπον, επειδή ήτον βράδυ, έμεινεν εις ένα πανδοχείον, ήγουν χάνι. Και αφ’ ου εδείπνησε μαζί με τον πανδοχέα, έκαμε την προσευχήν του και επλαγίασε δια να κοιμηθή. Κατά δε τας εξ, ή και επτά ώρας της νυκτός, η θυγάτηρ του πανδοχέως τρωθείσα από σατανικόν έρωτα, επήγεν εκεί, οπού εκοιμάτο ο Όσιος, και τον εκέντησε, τραβίζουσα αυτόν εις αισχράν μίξιν. Ο δε Άγιος είπε προς αυτήν. Παύσαι, ω γύναι, από τον σατανικόν και άθεσμον έρωτα. Και μη θελήσης και εσύ να μολύνης την παρθενίαν σου, και εμένα τον ταλαίπωρον να καταβιβάσης εις του Άδου το πέταυρον. Εκείνη δε ανεχώρησε μεν προς ολίγον. Αλλά πάλιν μετά ολίγην ώραν, επήγε και ενώχλει τον δίκαιον. Ο δε Όσιος απέβαλεν αυτήν και το δεύτερον, ελέγξας και επιτιμήσας αυτήν δυνατά. Εκείνη δε πάλιν ανεχώρησε, και πάλιν εγύρισε, μεθυσμένη ούσα από τον έρωτα.
Τότε ο Άγιος λέγει προς αυτήν. Ταλαίπωρε και γεμάτη από κάθε αδιαντροπίαν, δεν βλέπεις πως οι δαίμονες σε ταράττουσιν, ίνα και την παρθενίαν σου φθείρωσι, και την ψυχήν σου κολάσωσι; και ακολούθως ποιήσωσί σε εις όλους τους ανθρώπους γέλωτα και όνειδος; Δεν βλέπεις, πως και εγώ ο ελάχιστος πηγαίνω εις έθνη βάρβαρα, και εις πόλεμον και αιματοχυσίαν, με του Θεού την βοήθειαν; Πώς λοιπόν να μολύνω την σάρκα μου, εις καιρόν οπού πηγαίνω εις πόλεμον; Ταύτα και άλλα όμοια επιπληκτικά λόγια ειπών ο δίκαιος προς την γυναίκα, και αποβαλών αυτήν, εσηκώθη επάνω. Και αφ’ ου έκαμε την προσευχήν του, επήγεν εις την προκειμένην υπηρεσίαν του. Την δε ερχομένην νύκτα, καθώς εκοιμήθη, βλέπει πως εστέκετο εις ένα υψηλόν και περίοπτον τόπον. Κοντά του δε, βλέπει πως εκάθητο ένας κριτής, όστις είχε το δεξιόν του ποδάρι βαλμένον επάνω εις το αριστερόν, και έλεγε προς αυτόν. Βλέπεις τα στρατεύματα του ενός μέρους των Ρωμαίων, και του άλλου μέρους των Βουλγάρων; Ο δε Νικόλαος απεκρίνατο. Ναι Κύριε, βλέπω, ότι οι Ρωμαίοι συγκόπτουσι και νικώσι τους Βουλγάρους. Τότε ο φαινόμενος λέγει προς τον δίκαιον. Βλέπε εις εμέ. Ο δε επιστρέψας τους οφθαλμούς του προς αυτόν, είδεν οπού, το μεν δεξιόν του ποδάρι, είχεν επάνω, εις την γην. Το δε αριστερόν, είχεν επάνω εις το δεξιόν. Έπειτα γυρίσας τους οφθαλμούς του εις τα στρατεύματα, βλέπει, πως οι εχθροί Βούλγαροι κατέκοπτον τους Ρωμαίους.
Αφ’ ου δε έπαυσεν η συγκοπή και ο πόλεμος, λέγει ο φαινόμενος κριτής προς τον δίκαιον. Στοχάσου καλά τους τόπους των φονευθέντων σωμάτων, και λέγε μοι τι βλέπεις. Ο δε Νικόλαος στοχασθείς καλώς, είδεν όλην την γην εκείνην γεμάτην από νεκρά σώματα των φονευθέντων Ρωμαίων. Αναμεταξύ δε αυτών, βλέπει και ένα τόπον πράσινον και ωραίον διάστημα έχοντα έως μιας κλίνης ενός ανθρώπου. Τότε ο φαινόμενος φοβερός είπεν εις τον στρατιώτην Νικόλαον. Και τίνος λογιάζεις να ήναι η μία κλίνη εκείνη; Ο δε Νικόλαος απεκρίθη. Ιδιώτης και αμαθής είμαι, αυθέντα μου, και δεν ηξεύρω. Λέγει προς αυτόν πάλιν εκείνος ο φοβερός. Η μία κλίνη οπού βλέπεις, είναι εδική σου. Και εις αυτήν έμελλες να πέσης και συ, μαζί με τους άλλους φονευθέντας συστρατιώτας σου. Επειδή δε κατά την περασμένην νύκτα, απετίναξας επιτηδείως, και ενίκησας τον τρίπλοκον όφιν, ήγουν την γυναίκα, οπού σε επολέμησε τρεις φοραίς, παρακινώντας σε εις αισχράν μίξιν, δια τούτο εσύ ο ίδιος ελύτρωσες τον εαυτόν σου από την συγκοπήν ταύτην και τον θάνατον, και έσωσας την ψυχήν σου μαζί και το σώμα σου. Λοιπόν ουδέ φυσικός θάνατος θέλει σε κυριεύσει, ανίσως με δουλεύσης γνησίως.
Ταύτα θεασάμενος ο δίκαιος, και γενόμενος έμφοβος, εξύπνισε. Και σηκωθείς από την κλίνην του, επροσευχήθη. Γυρίσας δε οπίσω μιας ημέρας τόπον, ανέβη εις ένα βουνόν, και εκεί επροσηύχετο μετά ησυχίας προς τον Θεόν, δια το Ρωμαϊκόν στράτευμα. Επειδή δε ο βασιλεύς επήγεν εις τας κλεισούρας της Βουλγαρίας, ανέβηκαν και οι Βούλγαροι εις το βουνόν, αφήσαντες εις φύλαξιν του τόπου, δεκαπέντε χιλιάδας στράτευμα, ή και περισσότερόν τι, ή και ολιγώτερον, τους οποίους οι Ρωμαίοι κατέσφαξαν. Όθεν υπερηφανευθέντες δια την νίκην αυτήν, αμέλησαν. Και λοιπόν εις ένα καιρόν, οπού όλοι οι Ρωμαίοι αμερίμνως και αφυλάκτως εκοιμώντο, ήλθον την νύκτα κατ’ επάνω των οι Βούλγαροι, και όλους σχεδόν, μαζί με τον βασιλέα Νικηφόρον, τους επέρασαν εν στόματι μαχαίρας. Τότε ο δίκαιος Νικόλαος ενθυμηθείς την οπτασίαν οπού είδεν, ευχαρίστησε τω Θεώ, και εγύρισεν οπίσω κλαίων και οδυρόμενος. Έπειτα πηγαίνωντας εις ένα Μοναστήριον, έλαβε το αγγελικόν σχήμα των Μοναχών. Και δουλεύσας γνησίως εις τον Θεόν χρόνους αρκετούς, έγινε διακριτικώτατος και μέγας Πατήρ.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Αχαϊκός ξίφει τελειούται.
Παν Αχαϊκός εκβαλών ψυχής άχος,
Όλη χαρά δέδωκε την κάραν ξίφει.
*
Ο Όσιος Αντίοχος εν ειρήνη τελειούται (4).
Αντιόχω βδέλυγμα τύρβαι του βίου,
Και βίος άπας, ον παρήλθεν ηδέως.
(4) Ο Αντίοχος ούτος φαίνεται να ήναι ο χρηματίσας επί Ηρακλείου του βασιλέως εν έτει χι’ [610], όστις ήτον εκ Παλαιστίνης Μοναχός, και της Λαύρας του Αγίου Σάββα, διαβεβοημένος εν αρετή και αγιότητι. Όστις εθρήνησεν ως άλλος Ιερεμίας, δια την αιχμαλωτισθείσαν υπό Περσών Ιερουσαλήμ, και δια τον εμπρησμόν αυτής, και δια την του αγίου Σταυρού μετάστασιν εις Περσίαν, ως αυτός γράφει λόγω ρζ’. Ούτος έγραψε προς Ευστάθιον Ηγούμενον Μονής Ατταλίνης πόλεως Αγκύρας της Γαλατίας, επιστολήν περί των εκείσε Αγίων Πατέρων, κεφαλ. ρλ’, και προσευχήν εξομολογήσεως παντός επαίνου κρείττονα, άπερ ετυπώθησαν εις την Βιβλιοθήκην των Πατέρων (όρα σελ. 168, του β’ τόμου του Μελετίου)· ούτος ελέγετο Πάνδεκτος. Και έγραψε πολλάς ευχάς εις τον Κύριον. Μία από τας οποίας είναι και η επικοίτιος ευχή, το «Και δος ημίν Δέσποτα προς ύπνον απιούσιν». Σχεδόν τα αυτά γράφει και ο Δοσίθεος περί του Αντιόχου τούτου, προσθείς ότι είχεν αυτός και την επιστασίαν της Λαύρας του Αγίου Σάββα. Και ότι η βίβλος αυτού ονομάζεται Πανδέκτη (αφ’ ης ως φαίνεται ωνομάσθη και Πάνδεκτος) έχουσα κεφάλαια διάφορα εκατόν τριάκοντα. (Τα κεφάλαια ταύτα ευρίσκονται εν τω χειρογράφω Κουβαρά της του Διονυσίου.) Ούτος θρηνεί και οδύρεται δια τους Οσίους Πατέρας τους φονευθέντας υπό των Ισμαηλιτών εν τη Λαύρα του Αγίου Σάββα, τους εορταζομένους κατά την εικοστήν του Μαρτίου (σελίδι 535, της Δωδεκαβίβλου). Ούτος είπε και το αξιομνημόνευτον τούτο απόφθεγμα· «Υπερήφανος Μοναχός, δένδρον άκαρπον και άρριζον και ου μη ενέγκη προσβολήν ανέμου. Και ώσπερ πομφόλυξ ραγείσα, αφανίζεται, ούτω μνήμη υπερηφάνου μετά θάνατον όλλυται. Και ώσπερ η του ταπεινού προσευχή κάμπτει Θεόν, ούτως η του υπερηφάνου δέησις παροργίζει τον Ύψιστον» (σελ. 715, του Ευεργετινού).
*
Ο Όσιος Βιτιμίων εν ειρήνη τελειούται (5).
Τον φθαρτόν εκδύς θύλακον Βιτιμίων,
Άφθαρτον αυτόν εις ανάστασιν λάβοι.
(5) Ο Όσιος ούτος φαίνεται εις τον Παράδεισον των Πατέρων, ότι ονομάζεται Βιτίμιος. Εις τούτον έδωκαν μίαν φοράν μήλα δια να τα δώση εις τους εν τη Σκήτη γέροντας. Απελθών δε και κτυπήσας την πόρταν του κελλίου του Αββά Αχιλλά, ηθέλησε δια να δώση εις αυτόν από τα μήλα. Ο δε Αχιλλάς απεκρίθη αυτώ. Κατ’ αυτήν την ώραν δεν ήθελα, αδελφέ, να κτυπήσης εις την πόρταν μου, καν και ήθελες να μοι δώσης μάννα Ουράνιον. Όθεν ουδέ εις άλλου κελλίον μη υπάγης. Ο Βιτίμιος λοιπόν επήγε μεν τα μήλα εις την Εκκλησίαν, αυτός δε ανεχώρησεν εις το κελλίον του.
*
Ο Όσιος Αφροδίσιος εν ειρήνη τελειούται.
Ψυχήν Αφροδίσιος ωραίος σφόδρα,
Ως εκθανών άγευστος αφροδισίων.
*
Ο Άγιος Νεομάρτυς Άχμεδ, ο μαρτυρήσας εν Κωνσταντινουπόλει κατά το ͵αχπβ’ [1682] έτος, ξίφει τελειούται.
Πάντων μεγίστη πίστις Ιησού πέλει,
Άχμεδ βοήσας πάμμεγα στέφος δέχη (6).
(6) Όρα το Μαρτύριον αυτού εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΔ΄, μνήμη τῆς Ἁγίας Ὁσιοπαρθενομάρτυρος Εὐγενίας.
Στεφθεῖσα πρῶτον τοῖς πόνοις Εὐγενία (1),
Βαφὴν ἐβάψω δευσοποιὸν ἐκ ξίφους.
Τέτλαθι Εὐγενίη ξίφος εἰκάδι ἀμφὶ τετάρτῃ.
Αὕτη ἡ Ἁγία Εὐγενία ἐγεννήθη ἀπὸ γένος εὐγενικόν, ὡσὰν ἕνας εὐγενὴς κλάδος καὶ μία δόξα τοῦ γένους της, καταγομένη ἀπὸ τὴν παλαιὰν Ῥώμην κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Κομμόδου, ἐν ἔτει σο΄ [270], οἱ γονεῖς δὲ αὐτῆς ὠνομάζοντο Φίλιππος καὶ Εὐγενία. Οἵτινες ἔλαβον ἀπὸ τὸν τότε βασιλέα, ὡς τιμὴν καὶ ἀξίωμα, τὸ νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, καὶ νὰ κατοικήσουν εἰς αὐτὴν ὁμοῦ μὲ τὴν θυγατέρα των ταύτην Εὐγενίαν. Αὕτη λοιπὸν ἡ μακαρία ἔφυγε κρυφίως ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ ὅλους τοὺς συγγενεῖς της. Καὶ πέρνουσα δύω ὑπηρέτας, εὐγῆκε τὴν νύκτα ἔξω ἀπὸ τὸ ὁσπήτιον τῶν γονέων της. Καὶ πηγαίνουσα εἰς ἕνα Ἐπίσκοπον μὲ ἀνδρίκειον φόρεμα, ἔλαβε παρ’ ἐκείνου τὸ Ἅγιον Βάπτισμα. Εἶτα κουρεύσασα τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς, ὠνομάσθη Εὐγένιος. Ὅθεν ἐπῆγεν εἰς ἕνα Μοναστήριον κατὰ τὸν βαθὺν ὄρθρον, καὶ ἐκεῖ ἐμεταχειρίζετο ἡ μακαρία κάθε ἀρετήν, μὲ πόνους καὶ μόχθους. Μὲ ἀσκητικοὺς ἀγῶνας καὶ μὲ στάσεις καὶ ἀγρυπνίας ὁλονυκτίους. Τί νὰ πολυλογῶ; τόσον πολλὰ ἔλαμψε κατὰ τὰς ἀρετὰς ἡ Ἁγία αὕτη, ὡς ἄλλος μέγας φωστὴρ ἥλιος, ὥστε ὁποῦ, μὲ τὴν παρακάλεσιν ὅλων τῶν ἀδελφῶν τοῦ Μοναστηρίου, ἐδέχθη τὴν προστασίαν αὐτῶν καὶ ἡγουμενίαν, ἀφ’ οὗ ἀπέθανεν ὁ πρότερος Ἡγούμενος. Καὶ ἀγκαλὰ αὕτη δὲν ἤθελε τοῦτο εἰς τὰς ἀρχάς, βιασθεῖσα ὅμως καὶ δυσωπηθεῖσα ἀπὸ τοὺς λόγους καὶ ἀπὸ τὸν πόθον τῶν ἀδελφῶν, ἐσυγκατένευσε καὶ μὴ θέλουσα.
Μὲ τοιοῦτον τρόπον ἔδειξεν εἰς ὅλους τὸν Εὐγένιον τοῦτον μέγαν καὶ λαμπρόν, ὄχι λόγος ἁπλοῦς καὶ φήμη ξηρά, ἀλλὰ πρᾶξις καὶ ἔργα μεγάλα καὶ θαυμαστά. Ὅθεν καὶ αὐτὴ μοναχὴ ἡ θεωρία του ἐτράβιζε μὲ παράδοξον τρόπον τοὺς βλέποντας, ὡσὰν ὁ μαγνήτης τὸν σίδηρον, εἰς τὸ νὰ ἀπολαύσουν τὰ καλὰ καὶ τὰς ἀρετάς του. Ἀλλ’ ὅμως μία μοναχή, Μελανθία ὀνομαζομένη, μέλαινα καὶ μαύρη οὖσα κατὰ τὴν ψυχήν, ὡς δηλοῖ καὶ τὸ ὄνομά της, αὕτη λέγω, βλέπουσα τὸν Εὐγένιον τοῦτον, πῶς ἦτον ὡραῖος φυσικά, ἐκυριεύθη μὲ ἕνα δεινὸν καὶ σατανικὸν ἔρωτα ἐκ τῆς θεωρίας του. Ὅθεν εὑροῦσα πρόφασιν, ὅτι εἶχε μίαν μακρὰν ἀσθένειαν, παρεκάλει αὐτὸν διὰ νὰ ὑπάγῃ νὰ τοῦ τὴν φανερώσῃ κρυφίως καὶ κατὰ μόνας. Διατὶ ἔλεγεν ἡ μιαρά, ὅτι κατὰ ἄλλον τρόπον, δὲν ἦτον δυνατὸν νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ ἐκείνην τὴν ἀσθένειαν.
Ὁ δὲ Εὐγένιος συντριβόμενος καὶ λυπούμενος κατὰ τὴν καρδίαν, ἐπείσθη ἀπὸ ἁπλότητα εἰς τὰ δολερὰ λόγια τῆς Μελανθίας, καὶ ἐσυγκατάνευσε νὰ ὑπάγῃ πρὸς αὐτήν, μὴ ἠξεύρωντας τὸν κεκρυμμένον δόλον. Ὁ δὲ διαβολικὸς ἔρως τῆς Μελανθίας, ἄναψε φλόγα εἰς τὴν καρδίαν της πρὸς τὸν Εὐγένιον. Καὶ καθὼς αὐτὸς εἶναι τυφλός, ὡς τὸν ὀνομάζουσιν οἱ σοφοί, ἔτζι ἐτύφλωσε καὶ τὰ ψυχικὰ ὀμμάτια τῆς Μελανθίας, καὶ ἐπροξένησεν εἰς αὐτὴν μίαν καῦσιν πορνικοῦ πάθους. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐπέτυχε τοῦ διαβολικοῦ σκοποῦ, ὁποῦ εἶχεν, ἀλλὰ ἀπεστράφη παρὰ τοῦ Εὐγενίου, διὰ τοῦτο ἀπὸ τὸ κακόν της συνέρραψε τὴν συκοφαντίαν ταύτην, λέγουσα δηλαδή, ὅτι ὁ Ἡγούμενος τοῦ δεῖνος Μοναστηρίου Εὐγένιος, ἀπατῶν μὲ τὰ λόγιά του τὰς σώφρονας καὶ καθαρὰς γυναῖκας, ἐζήτησε νὰ ἀπατήσῃ καὶ ἐμένα ὁ πόρνος καὶ τολμητίας, ἀλλ’ ὅμως δὲν τὸ ἐπέτυχε. Ταῦτα ἀκούσας ὁ πατὴρ τῆς Εὐγενίας καὶ ἔπαρχος, εὐθὺς ἐθυμώθη. Ὅθεν πέμψας εἰς τὸ Μοναστήριον, ἔφερεν ὀγλίγωρα τὸν Ἡγούμενον Εὐγένιον, καὶ τοὺς Μοναχοὺς τοῦ Μοναστηρίου δεδεμένους, ὡς ψευδολάτρας καὶ κακοποιούς. Καὶ ἐπαράστησεν αὐτοὺς εἰς τὸ κριτήριον διὰ νὰ ἀπολογηθοῦν περὶ τῆς ὑποθέσεως ταύτης. Ὅταν λοιπὸν ἐπαραστάθησαν καὶ τὰ δύω μέρη, ἄρχισεν ἡ συκοφάντρια Μελανθία νὰ λέγῃ κατὰ τοῦ Εὐγενίου, ὑβρίζουσα, περιγελοῦσα, λοιδοροῦσα, μὲ θρασύτητα φωνάζουσα, καὶ μὲ τὸ δάκτυλον δείχνουσα αὐτὸν εἰς τοὺς παρεστῶτας, ὡς ἐργάτην τῆς ἁμαρτίας. Ὁμοίως καὶ τοὺς ὑποτασσομένους αὐτῷ Μοναχοὺς ὀνομάζουσα φθορεῖς. Ἔλεγε δὲ καὶ ταῦτα ἡ πάντολμος εἰς ἐπήκοον πάντων. Ἀκούσατε ὅλοι ἐσεῖς οἱ παρεστῶτες τὰ λόγιά μου, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀληθινὰ καὶ βέβαια. Ὢ τῆς ἀνοχῆς σου Δέσποτα Κύριε, μὲ τὴν ὁποίαν ὑπέμεινες τὴν συκοφάντριαν, καὶ δὲν ἔσχισες τὴν γῆν διὰ νὰ τὴν καταπίῃ!
Ταῦτα ἡ Εὐγενία ἀκούσασα, εὐθὺς ἔσχισε τὸ φόρεμά της, καὶ ἔδειξεν εἰς τοὺς παρόντας θέαμα φρικτὸν καὶ ἐξαίσιον. Καὶ ἀκολούθως λέγει παρρησίᾳ εἰς τοὺς περιεστῶτας. Ἔπρεπεν ἡμεῖς οἱ Μοναχοὶ νὰ ὑποφέρωμεν ὕβρεις καὶ περιγελάσματα, καὶ δαρμοὺς τοῦ σώματος, καὶ δι’ αὐτὰ ὅλα νὰ εὐχαριστοῦμεν. Ὅμως διὰ νὰ μὴ περιγελᾶται τὸ σεμνὸν καὶ ἀγγελικὸν σχῆμα τῶν Μοναχῶν, ἀκούσατε. Ἐγὼ κατὰ τὴν φύσιν εἶμαι γυναῖκα, θυγάτηρ τοῦ φιλτάτου πατρός μου τούτου καὶ κριτοῦ, ἔμπροσθεν τοῦ ὁποίου κρίνομαι σήμερον. Μήτηρ μου δὲ εἶναι ἡ τούτου σύζυγος, οὗτοι δὲ οἱ παριστάμενοι ἀδελφοί, εἶναι δοῦλοί μου. Ταῦτα τὰ λόγια τῆς καλῆς Εὐγενίας ἀκούσαντες, ἐξέστησαν ἅπαντες. Μὲ ποῖον δὲ τρόπον ἐτιμώρησεν ἡ θεία δίκη τὴν Μελανθίαν, βέβαια ἔχει νὰ θαυμάσῃ, ὅποιος ἤθελε τὸν ἀκούσῃ (2). Ἐκ τῆς αἰτίας λοιπὸν ταύτης παρακινηθεὶς ὁ πατὴρ τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, ἀφῆκε παρευθὺς τὴν δόξαν τοῦ κόσμου ὁμοῦ καὶ τὸν πλοῦτον, καὶ ὅλην τὴν τοῦ βίου φαντασίαν, καὶ ἀνεγεννήθη διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Καὶ ὁ πρῴην λύκος γίνεται ποιμὴν τῶν ἐν τῇ πόλει Χριστιανῶν. Ὅθεν διαπεράσας καλῶς τὴν ζωήν του, εἰς ὅλον τὸ ὕστερον ἐτελείωσε μὲ μαρτύριον. Καταπληγωθεὶς γὰρ αὐτὸς ἀπὸ τοὺς ἀπίστους διὰ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, χαίρων ἀνέβη εἰς τὰς οὐρανίους Μονάς. Ἡ δὲ μήτηρ τῆς Ὁσίας ἀφίνουσα τὴν γῆν τῆς Ἀλεξανδρείας, ἐγύρισεν εἰς τὴν πατρίδα της Ῥώμην, ὁμοῦ μὲ τὰς θυγατέρας της, καὶ ἐκεῖ πάλιν κατοικεῖ κατὰ τὸν πόθον της. Ἐπειδὴ δὲ τότε εὐγῆκε βασιλικὸς ὁρισμός, ἢ νὰ θυσιάζουν οἱ Χριστιανοὶ εἰς τὰ εἴδωλα, ἢ νὰ θανατόνωνται κακῶς, τούτου χάριν ἡ Ἁγία αὕτη Εὐγενία, ἀφ’ οὗ ἔλαμψεν εἰς ὅλους μὲ τὰς ἀρετάς της, τέλος πάντων καταφλεγομένη ἀπὸ τὸν πνευματικὸν ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ, ἐπαρρησιάσθη καὶ ἐκήρυξε τὴν εὐσέβειαν. Ὅθεν δεθεῖσα ἀπὸ ἕνα λίθον βαρύτατον, ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν. Ἐπειδὴ ὅμως ἔμεινεν ἀβλαβής, διὰ τοῦτο ἀπεκεφαλίσθη, καὶ ἔτζι χαίρουσα ἀπῆλθεν ἡ μακαρία πρὸς ὃν ἐπόθει νυμφίον Χριστόν. Ἵνα μετ’ αὐτοῦ συμβασιλεύῃ αἰώνια. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῆς ὅρα εἰς τὸν Παράδεισον (3).)
(1) Σημείωσαι, ὅτι ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ τῆς παραμονῆς τῶν Χριστοῦ Γεννῶν λόγος λέγεται τοῦ Χρυσοστόμου, οὗ ἡ ἀρχή· «Μέλλοντος ἀγαπητοὶ τοῦ κοινοῦ Σωτῆρος». Καὶ ὁ τοῦ Ἀθανασίου, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὥσπερ οἱ τὴν χρυσίτιν γῆν μεταλλεύειν». (Σῴζονται καὶ οἱ δύω ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, καὶ ἐν τῇ τοῦ Διονυσίου.)
(2) Ὁ γὰρ παντοδύναμος καὶ δικαιοκρίτης Θεός, ὁ ἐν ὑψηλοῖς κατοικῶν καὶ τὰ ταπεινὰ ἐφορῶν, ἔρριψε πῦρ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, καὶ κατέκαυσε τὴν Μελανθίαν καὶ ὅλον τὸν οἶκόν της ἐκ θεμελίων. Ὅθεν πολλοὶ ἐπίστευσαν τῷ Χριστῷ, βλέποντες τοιοῦτον θαυμάσιον (ἐν τῷ κατὰ πλάτος Βίῳ αὐτῆς).
(3) Σημείωσαι, ὅτι τὸ Συναξάριον τῆς Ὁσίας ταύτης Εὐγενίας συνεγράφη διὰ στίχων ἰαμβικῶν ἐξ ὧν καὶ μετεφράσθη. Γράφει δὲ καὶ ὁ Μεταφραστὴς τὸν Βίον αὐτῆς, οὗ ἡ ἀρχή· «Κομμόδου μετὰ Μάρκον». (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ Ἁγία Μάρτυς Βασίλλα, ἡ συμμαρτυρήσασα τῇ Ἁγίᾳ Εὐγενίᾳ, ξίφει τελειοῦται.
Τίς ἂν παραδράμῃ σε τμηθεῖσαν ξίφει,
Μάρτυς Βασίλλα πίστεως θείας βάσις;
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Φίλιππος, ὁ πατὴρ τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, μαχαίρᾳ τελειοῦται.
Μάχαιραν ὄντως δίστομον κατὰ πλάνης,
Κτείνει Φίλιππον τῆς μαχαίρας τὸ στόμα.
*
Οἱ Ἅγιοι Πρωτᾶς καὶ Ὑάκινθος, οἱ εὐνοῦχοι καὶ συνασκηταὶ τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, ξίφει τελειοῦνται.
Τμηθέντες Ὑάκινθε καὶ Πρωτᾶ ξίφει,
Κληροῦσθε πρῶτα Μαρτύρων Θεοῦ γέρα.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Νικολάου τοῦ ἀπὸ στρατιωτῶν, καὶ διήγησις ὠφέλιμος.
Κανὼν πρόκειται σωφρονοῦσιν ἐν βίῳ,
Ὁ Νικολάου σωφρονέστατος βίος.
Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Νικόλαος ἔγινε στρατιώτης κατὰ τοὺς χρόνους Νικηφόρου τοῦ βασιλέως, τοῦ Πατρικίου καὶ Σταυρακίου ἐπικαλουμένου, ἐν ἔτει ωβ΄ [802]. Καὶ ὅταν ἐκεῖνος ἐσύναξε στρατεύματα διὰ νὰ πολεμήσῃ τοὺς Βουλγάρους, τότε καὶ αὐτὸς εὐγῆκε μαζὶ μὲ τὸ στράτευμα. Καὶ διαπερνῶντας ἀπὸ ἕνα τόπον, ἐπειδὴ ἦτον βράδυ, ἔμεινεν εἰς ἕνα πανδοχεῖον, ἤγουν χάνι. Καὶ ἀφ’ οὗ ἐδείπνησε μαζὶ μὲ τὸν πανδοχέα, ἔκαμε τὴν προσευχήν του καὶ ἐπλαγίασε διὰ νὰ κοιμηθῇ. Κατὰ δὲ τὰς ἕξ, ἢ καὶ ἑπτὰ ὥρας τῆς νυκτός, ἡ θυγάτηρ τοῦ πανδοχέως τρωθεῖσα ἀπὸ σατανικὸν ἔρωτα, ἐπῆγεν ἐκεῖ, ὁποῦ ἐκοιμᾶτο ὁ Ὅσιος, καὶ τὸν ἐκέντησε, τραβίζουσα αὐτὸν εἰς αἰσχρὰν μίξιν. Ὁ δὲ Ἅγιος εἶπε πρὸς αὐτήν. Παῦσαι, ὦ γύναι, ἀπὸ τὸν σατανικὸν καὶ ἄθεσμον ἔρωτα. Καὶ μὴ θελήσῃς καὶ ἐσὺ νὰ μολύνῃς τὴν παρθενίαν σου, καὶ ἐμένα τὸν ταλαίπωρον νὰ καταβιβάσῃς εἰς τοῦ ᾍδου τὸ πέταυρον. Ἐκείνη δὲ ἀνεχώρησε μὲν πρὸς ὀλίγον. Ἀλλὰ πάλιν μετὰ ὀλίγην ὥραν, ἐπῆγε καὶ ἐνώχλει τὸν δίκαιον. Ὁ δὲ Ὅσιος ἀπέβαλεν αὐτὴν καὶ τὸ δεύτερον, ἐλέγξας καὶ ἐπιτιμήσας αὐτὴν δυνατά. Ἐκείνη δὲ πάλιν ἀνεχώρησε, καὶ πάλιν ἐγύρισε, μεθυσμένη οὖσα ἀπὸ τὸν ἔρωτα.
Τότε ὁ Ἅγιος λέγει πρὸς αὐτήν. Ταλαίπωρε καὶ γεμάτη ἀπὸ κάθε ἀδιαντροπίαν, δὲν βλέπεις πῶς οἱ δαίμονες σὲ ταράττουσιν, ἵνα καὶ τὴν παρθενίαν σου φθείρωσι, καὶ τὴν ψυχήν σου κολάσωσι; καὶ ἀκολούθως ποιήσωσί σε εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους γέλωτα καὶ ὄνειδος; Δὲν βλέπεις, πῶς καὶ ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος πηγαίνω εἰς ἔθνη βάρβαρα, καὶ εἰς πόλεμον καὶ αἱματοχυσίαν, μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν βοήθειαν; Πῶς λοιπὸν νὰ μολύνω τὴν σάρκα μου, εἰς καιρὸν ὁποῦ πηγαίνω εἰς πόλεμον; Ταῦτα καὶ ἄλλα ὅμοια ἐπιπληκτικὰ λόγια εἰπὼν ὁ δίκαιος πρὸς τὴν γυναῖκα, καὶ ἀποβαλὼν αὐτήν, ἐσηκώθη ἐπάνω. Καὶ ἀφ’ οὗ ἔκαμε τὴν προσευχήν του, ἐπῆγεν εἰς τὴν προκειμένην ὑπηρεσίαν του. Τὴν δὲ ἐρχομένην νύκτα, καθὼς ἐκοιμήθη, βλέπει πῶς ἐστέκετο εἰς ἕνα ὑψηλὸν καὶ περίοπτον τόπον. Κοντά του δέ, βλέπει πῶς ἐκάθητο ἕνας κριτής, ὅστις εἶχε τὸ δεξιόν του ποδάρι βαλμένον ἐπάνω εἰς τὸ ἀριστερόν, καὶ ἔλεγε πρὸς αὐτόν. Βλέπεις τὰ στρατεύματα τοῦ ἑνὸς μέρους τῶν Ῥωμαίων, καὶ τοῦ ἄλλου μέρους τῶν Βουλγάρων; Ὁ δὲ Νικόλαος ἀπεκρίνατο. Ναὶ Κύριε, βλέπω, ὅτι οἱ Ῥωμαῖοι συγκόπτουσι καὶ νικῶσι τοὺς Βουλγάρους. Τότε ὁ φαινόμενος λέγει πρὸς τὸν δίκαιον. Βλέπε εἰς ἐμέ. Ὁ δὲ ἐπιστρέψας τοὺς ὀφθαλμούς του πρὸς αὐτόν, εἶδεν ὁποῦ, τὸ μὲν δεξιόν του ποδάρι, εἶχεν ἐπάνω, εἰς τὴν γῆν. Τὸ δὲ ἀριστερόν, εἶχεν ἐπάνω εἰς τὸ δεξιόν. Ἔπειτα γυρίσας τοὺς ὀφθαλμούς του εἰς τὰ στρατεύματα, βλέπει, πὼς οἱ ἐχθροὶ Βούλγαροι κατέκοπτον τοὺς Ῥωμαίους.
Ἀφ’ οὗ δὲ ἔπαυσεν ἡ συγκοπὴ καὶ ὁ πόλεμος, λέγει ὁ φαινόμενος κριτὴς πρὸς τὸν δίκαιον. Στοχάσου καλὰ τοὺς τόπους τῶν φονευθέντων σωμάτων, καὶ λέγε μοι τί βλέπεις. Ὁ δὲ Νικόλαος στοχασθεὶς καλῶς, εἶδεν ὅλην τὴν γῆν ἐκείνην γεμάτην ἀπὸ νεκρὰ σώματα τῶν φονευθέντων Ῥωμαίων. Ἀναμεταξὺ δὲ αὐτῶν, βλέπει καὶ ἕνα τόπον πράσινον καὶ ὡραῖον διάστημα ἔχοντα ἕως μιᾶς κλίνης ἑνὸς ἀνθρώπου. Τότε ὁ φαινόμενος φοβερὸς εἶπεν εἰς τὸν στρατιώτην Νικόλαον. Καὶ τίνος λογιάζεις νὰ ᾖναι ἡ μία κλίνη ἐκείνη; Ὁ δὲ Νικόλαος ἀπεκρίθη. Ἰδιώτης καὶ ἀμαθὴς εἶμαι, αὐθέντα μου, καὶ δὲν ἠξεύρω. Λέγει πρὸς αὐτὸν πάλιν ἐκεῖνος ὁ φοβερός. Ἡ μία κλίνη ὁποῦ βλέπεις, εἶναι ἐδική σου. Καὶ εἰς αὐτὴν ἔμελλες νὰ πέσῃς καὶ σύ, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους φονευθέντας συστρατιώτας σου. Ἐπειδὴ δὲ κατὰ τὴν περασμένην νύκτα, ἀπετίναξας ἐπιτηδείως, καὶ ἐνίκησας τὸν τρίπλοκον ὄφιν, ἤγουν τὴν γυναῖκα, ὁποῦ σὲ ἐπολέμησε τρεῖς φοραῖς, παρακινῶντάς σε εἰς αἰσχρὰν μίξιν, διὰ τοῦτο ἐσὺ ὁ ἴδιος ἐλύτρωσες τὸν ἑαυτόν σου ἀπὸ τὴν συγκοπὴν ταύτην καὶ τὸν θάνατον, καὶ ἔσωσας τὴν ψυχήν σου μαζὶ καὶ τὸ σῶμά σου. Λοιπὸν οὐδὲ φυσικὸς θάνατος θέλει σὲ κυριεύσει, ἀνίσως με δουλεύσῃς γνησίως.
Ταῦτα θεασάμενος ὁ δίκαιος, καὶ γενόμενος ἔμφοβος, ἐξύπνισε. Καὶ σηκωθεὶς ἀπὸ τὴν κλίνην του, ἐπροσευχήθη. Γυρίσας δὲ ὀπίσω μιᾶς ἡμέρας τόπον, ἀνέβη εἰς ἕνα βουνόν, καὶ ἐκεῖ ἐπροσηύχετο μετὰ ἡσυχίας πρὸς τὸν Θεόν, διὰ τὸ Ῥωμαϊκὸν στράτευμα. Ἐπειδὴ δὲ ὁ βασιλεὺς ἐπῆγεν εἰς τὰς κλεισούρας τῆς Βουλγαρίας, ἀνέβηκαν καὶ οἱ Βούλγαροι εἰς τὸ βουνόν, ἀφήσαντες εἰς φύλαξιν τοῦ τόπου, δεκαπέντε χιλιάδας στράτευμα, ἢ καὶ περισσότερόν τι, ἢ καὶ ὀλιγώτερον, τοὺς ὁποίους οἱ Ῥωμαῖοι κατέσφαξαν. Ὅθεν ὑπερηφανευθέντες διὰ τὴν νίκην αὐτήν, ἀμέλησαν. Καὶ λοιπὸν εἰς ἕνα καιρόν, ὁποῦ ὅλοι οἱ Ῥωμαῖοι ἀμερίμνως καὶ ἀφυλάκτως ἐκοιμῶντο, ἦλθον τὴν νύκτα κατ’ ἐπάνω των οἱ Βούλγαροι, καὶ ὅλους σχεδόν, μαζὶ μὲ τὸν βασιλέα Νικηφόρον, τοὺς ἐπέρασαν ἐν στόματι μαχαίρας. Τότε ὁ δίκαιος Νικόλαος ἐνθυμηθεὶς τὴν ὀπτασίαν ὁποῦ εἶδεν, εὐχαρίστησε τῷ Θεῷ, καὶ ἐγύρισεν ὀπίσω κλαίων καὶ ὀδυρόμενος. Ἔπειτα πηγαίνωντας εἰς ἕνα Μοναστήριον, ἔλαβε τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα τῶν Μοναχῶν. Καὶ δουλεύσας γνησίως εἰς τὸν Θεὸν χρόνους ἀρκετούς, ἔγινε διακριτικώτατος καὶ μέγας Πατήρ.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀχαϊκὸς ξίφει τελειοῦται.
Πᾶν Ἀχαϊκὸς ἐκβαλὼν ψυχῆς ἄχος,
Ὅλῃ χαρᾷ δέδωκε τὴν κάραν ξίφει.
*
Ὁ Ὅσιος Ἀντίοχος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (4).
Ἀντιόχῳ βδέλυγμα τύρβαι τοῦ βίου,
Καὶ βίος ἅπας, ὃν παρῆλθεν ἡδέως.
(4) Ὁ Ἀντίοχος οὗτος φαίνεται νὰ ᾖναι ὁ χρηματίσας ἐπὶ Ἡρακλείου τοῦ βασιλέως ἐν ἔτει χι΄ [610], ὅστις ἦτον ἐκ Παλαιστίνης Μοναχός, καὶ τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σάββα, διαβεβοημένος ἐν ἀρετῇ καὶ ἁγιότητι. Ὅστις ἐθρήνησεν ὡς ἄλλος Ἱερεμίας, διὰ τὴν αἰχμαλωτισθεῖσαν ὑπὸ Περσῶν Ἱερουσαλήμ, καὶ διὰ τὸν ἐμπρησμὸν αὐτῆς, καὶ διὰ τὴν τοῦ ἁγίου Σταυροῦ μετάστασιν εἰς Περσίαν, ὡς αὐτὸς γράφει λόγῳ ρζ΄. Οὗτος ἔγραψε πρὸς Εὐστάθιον Ἡγούμενον Μονῆς Ἀτταλίνης πόλεως Ἀγκύρας τῆς Γαλατίας, ἐπιστολὴν περὶ τῶν ἐκεῖσε Ἁγίων Πατέρων, κεφαλ. ρλ΄, καὶ προσευχὴν ἐξομολογήσεως παντὸς ἐπαίνου κρείττονα, ἅπερ ἐτυπώθησαν εἰς τὴν Βιβλιοθήκην τῶν Πατέρων (ὅρα σελ. 168, τοῦ β΄ τόμου τοῦ Μελετίου)· οὗτος ἐλέγετο Πάνδεκτος. Καὶ ἔγραψε πολλὰς εὐχὰς εἰς τὸν Κύριον. Μία ἀπὸ τὰς ὁποίας εἶναι καὶ ἡ ἐπικοίτιος εὐχή, τὸ «Καὶ δὸς ἡμῖν Δέσποτα πρὸς ὕπνον ἀπιοῦσιν». Σχεδὸν τὰ αὐτὰ γράφει καὶ ὁ Δοσίθεος περὶ τοῦ Ἀντιόχου τούτου, προσθεὶς ὅτι εἶχεν αὐτὸς καὶ τὴν ἐπιστασίαν τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σάββα. Καὶ ὅτι ἡ βίβλος αὐτοῦ ὀνομάζεται Πανδέκτη (ἀφ’ ἧς ὡς φαίνεται ὠνομάσθη καὶ Πάνδεκτος) ἔχουσα κεφάλαια διάφορα ἑκατὸν τριάκοντα. (Τὰ κεφάλαια ταῦτα εὑρίσκονται ἐν τῷ χειρογράφῳ Κουβαρᾷ τῆς τοῦ Διονυσίου.) Οὗτος θρηνεῖ καὶ ὀδύρεται διὰ τοὺς Ὁσίους Πατέρας τοὺς φονευθέντας ὑπὸ τῶν Ἰσμαηλιτῶν ἐν τῇ Λαύρᾳ τοῦ Ἁγίου Σάββα, τοὺς ἑορταζομένους κατὰ τὴν εἰκοστὴν τοῦ Μαρτίου (σελίδι 535, τῆς Δωδεκαβίβλου). Οὗτος εἶπε καὶ τὸ ἀξιομνημόνευτον τοῦτο ἀπόφθεγμα· «Ὑπερήφανος Μοναχός, δένδρον ἄκαρπον καὶ ἄρριζον καὶ οὐ μὴ ἐνέγκῃ προσβολὴν ἀνέμου. Καὶ ὥσπερ πομφόλυξ ῥαγεῖσα, ἀφανίζεται, οὕτω μνήμη ὑπερηφάνου μετὰ θάνατον ὄλλυται. Καὶ ὥσπερ ἡ τοῦ ταπεινοῦ προσευχὴ κάμπτει Θεόν, οὕτως ἡ τοῦ ὑπερηφάνου δέησις παροργίζει τὸν Ὕψιστον» (σελ. 715, τοῦ Εὐεργετινοῦ).
*
Ὁ Ὅσιος Βιτιμίων ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (5).
Τὸν φθαρτὸν ἐκδὺς θύλακον Βιτιμίων,
Ἄφθαρτον αὐτὸν εἰς ἀνάστασιν λάβοι.
(5) Ὁ Ὅσιος οὗτος φαίνεται εἰς τὸν Παράδεισον τῶν Πατέρων, ὅτι ὀνομάζεται Βιτίμιος. Εἰς τοῦτον ἔδωκαν μίαν φορὰν μῆλα διὰ νὰ τὰ δώσῃ εἰς τοὺς ἐν τῇ Σκήτῃ γέροντας. Ἀπελθὼν δὲ καὶ κτυπήσας τὴν πόρταν τοῦ κελλίου τοῦ Ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ, ἠθέλησε διὰ νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὰ μῆλα. Ὁ δὲ Ἀχιλλᾶς ἀπεκρίθη αὐτῷ. Κατ’ αὐτὴν τὴν ὥραν δὲν ἤθελα, ἀδελφέ, νὰ κτυπήσῃς εἰς τὴν πόρταν μου, κᾂν καὶ ἤθελες νά μοι δώσῃς μάννα Οὐράνιον. Ὅθεν οὐδὲ εἰς ἄλλου κελλίον μὴ ὑπάγῃς. Ὁ Βιτίμιος λοιπὸν ἐπῆγε μὲν τὰ μῆλα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, αὐτὸς δὲ ἀνεχώρησεν εἰς τὸ κελλίον του.
*
Ὁ Ὅσιος Ἀφροδίσιος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ψυχὴν Ἀφροδίσιος ὡραῖος σφόδρα,
Ὡς ἐκθανὼν ἄγευστος ἀφροδισίων.
*
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἄχμεδ, ὁ μαρτυρήσας ἐν Κωνσταντινουπόλει κατὰ τὸ ͵αχπβ΄ [1682] ἔτος, ξίφει τελειοῦται.
Πάντων μεγίστη πίστις Ἰησοῦ πέλει,
Ἄχμεδ βοήσας πάμμεγα στέφος δέχῃ (6).
(6) Ὅρα τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *