Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου24 Μαρτίου

Των Αγίων Αρτέμονος Επισκόπου Σελευκείας, Αρτέμονος Πρεσβυτέρου Λαοδικείας, Ζαχαρίου, Μαρτίνου κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος Αρτέμων ΣελευκείαςΤω αυτώ μηνί ΚΔ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Αρτέμονος Επισκόπου Σελευκείας της Πισσιδείας (1). 

Την σάρκα ρίψας ως έλυτρον Αρτέμων,
Ου γης έχων τι στέλλεται την προς πόλον.

Εικάδι αμφί τετάρτη εδέξατο Αρτέμον Εδέμ.

Ούτος ο μακάριος Αρτέμων εκατάγετο από την Σελεύκειαν της Πισσιδείας, εις την οποίαν και εγεννήθη και ανετράφη κατά τους χρόνους των ιερών Αποστόλων. Όταν γαρ ο μακάριος Απόστολος Παύλος επεριπάτει εις εκείνα τα μέρη, κηρύττων τον λόγον του Ευαγγελίου, τότε ευρών και τούτον τον Άγιον, εκατάστησεν αυτόν Επίσκοπον και ποιμένα και διδάσκαλον της πόλεως εκείνης, επειδή δεν έπρεπεν ο λύχνος να κρύπτεται υποκάτω εις το μόδιον. Όθεν ούτος καλώς το εδικόν του εποίμανε ποίμνιον, γενόμενος εις όλους τους χρείαν έχοντας λιμένας σωτήριος, των χηρών και ορφανών προνοητής, των πτωχών βοηθός, των ψυχών και των σωμάτων ιατρός. Με ταύτα λοιπόν τα θεάρεστα έργα διαπεράσας την ζωήν του ο τρισόλβιος εις γήρας βαθύ, απήλθε προς Κύριον.

(1) Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις, και η μνήμη του Αγίου Ιακώβου Επισκόπου του Ομολογητού. Τούτου γαρ η μνήμη τελείται κατά την εικοστήν πρώτην Μαρτίου, όπου και το Συναξάριον αυτού γράφεται. Όθεν αντί τούτου, εγράφη ο Άγιος Αρτέμων ο Σελευκείας Επίσκοπος. Σημείωσαι, ότι εις την προεόρτιον ταύτην ημέραν του Ευαγγελισμού, λόγος σώζεται εν τω δευτέρω Πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου, Αθανασίου του Μεγάλου, ου η αρχή· «Τους θείους ιεροκήρυκας, ου προς την ασθένειαν της ακροάσεως δει αποβλέπειν».

*

Άγιος Αρτέμων ΛαοδικείαςΤη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Αρτέμονος Πρεσβυτέρου Λαοδικείας.

Κόσμου μεταστάς και Θεώ προσεγγίσας,
Σος ειμι και σώσον με φησίν Αρτέμων.

Όταν ο Διοκλητιανός εβασίλευεν εις την Ρώμην από τα διακόσια ογδοηνταπέντε έτη έως εις τα τριακόσια πέντε, τότε εστάλθησαν προστάγματα βασιλικά δια μέσου αρχόντων και ηγεμόνων εις κάθε πόλιν και χώραν, διορίζοντα να προσφέρουν όλοι θυσίας και σπονδάς εις τα είδωλα. Όθεν δια την αιτίαν ταύτην, εστάλθη εις τα μέρη της Λαοδικείας ένας κόμης (2) ονόματι Πατρίκιος, όστις εβίαζεν όλους τους Χριστιανούς, να θυσιάζουν εις τους ψευδωνύμους θεούς, καθώς επροστάχθη. Τούτο δε μαθών Σισίνιος ο της Λαοδικείας Επίσκοπος, ομού με τον Πρεσβύτερον τούτον Αρτέμονα, επήραν μερικούς Χριστιανούς, και επήγαν την νύκτα μέσα εις τον ναόν της ψευδοθεάς Αρτέμιδος. Και τζακίσαντες τα εκεί ευρισκόμενα είδωλα, το του Απόλλωνος λέγω και του Ασκληπιού, κατέκαυσαν αυτά, και τα έκαμαν στάκτην. Αφάνισαν δε και τους εκεί ευρισκομένους δράκοντας, οι οποίοι, καθώς έλεγον, κατά μεν το μάκρος, ήτον πήχες ογδοήντα, κατά δε το πλάτος, ήτον πήχες είκοσιν. Ταύτα δε μαθών ο ανωτέρω κόμης εγέμισεν από θυμόν, και πέρνωντας μαζί του πλήθος λαού, ευγήκεν ομού με αυτούς έξω της πόλεως, καθήμενος επάνω εις βασιλικόν άλογον, και επήγαινεν εις την Εκκλησίαν των Χριστιανών. Ένα μεν, δια να σφάξουν όλους τους Χριστιανούς και άλλο δε, δια να κατακόψουν μεληδόν τον Σισίνιον και τον Αρτέμονα. Όταν δε επλησίαζε κοντά εις την Εκκλησίαν, ήλθεν ένας φόβος και τρόμος εις αυτόν, και εκυριεύθη από μίαν θερμασίαν, τόσον δυνατήν, ώστε οπού, έβαλον αυτόν εις κλίνην, και τον εγύρισαν σηκωτόν εις τον οίκον του. Ελθών λοιπόν εις άκραν ταλαιπωρίαν και αδυναμίαν σώματος, εμήνυσεν εις τον Επίσκοπον Σισίνιον ταύτα. Παρακάλεσον τον Θεόν δια να ελευθερωθώ από την ασθένειαν, και θέλω σου κάμω ένα χρυσούν ανδριάντα, τον οποίον θέλω στήσω εις το μέσον της πόλεως. Ο δε Επίσκοπος αντέγραψεν αυτώ, το χρυσίον σου ας ήναι εδικόν σου, ανίσως δε πιστεύσης εις τον Χριστόν και Θεόν μου, ήξευρε, ότι ευθύς θέλει σε ιατρεύσει. Ο δε κόμης έγραψεν εις αυτόν, πιστεύω εις τον Θεόν, μόνον ανίσως και με ιατρεύση. Και ω του θαύματος! ευθύς ιατρεύθη και εσηκώθη από την κλίνην.

Περιπατών λοιπόν ούτος και πηγαίνωντας εις την Καισάρειαν, έως τρία μίλια μακράν από την Λαοδίκειαν, απάντησε τον Πρεσβύτερον Άγιον Αρτέμονα εις τον οποίον ηκολούθουν δύω ελάφια, και έξι άγριοι γαϊδάροι, και λέγει αυτώ, πώς επίασες τα ζώα αυτά; Ο δε Αρτέμων απεκρίθη. Με τον λόγον του Χριστού μου τα επίασα. Και ο κόμης λέγει. Λοιπόν Χριστιανός είσαι; Ο Άγιος απεκρίθη. Από την νεαράν μου ηλικίαν είμαι Χριστιανός. Τότε επίασεν αυτόν ο κόμης, και δέσας με δύω αλυσίδας, τον επαράδωκεν εις δύω στρατιώτας, και επρόσταξε να τον ακολουθή οπίσω έως οπού να υπάγη εις την πόλιν Καισάρειαν. Ο δε Άγιος καταβαρυνθείς από τα δεσμά και τας αλυσίδας, εγύρισεν εις τα ζώα οπού τον ηκολούθουν, και λέγει εις αυτά, πηγαίνετε εις τον Επίσκοπον Σισίνιον. Και ευθύς, ωσάν λογικά, υπήκουσαν και επήγαν. Βλέπων δε ταύτα ο Επίσκοπος, ερώτησε τον πορτάρην λέγων, από πού ήλθον εδώ τα ζώα ταύτα; Τότε κατά προσταγήν Θεού, έλαβεν ανθρωπίνην φωνήν ένα ελάφι και είπεν. Ο δούλος του Θεού Αρτέμων επιάσθη από τον ασεβή κόμητα, και φέρνεται δεμένος εις την Καισάρειαν, όθεν επρόσταξεν ημάς τα ζώα, να έλθωμεν εδώ δια να σοι δώσωμεν είδησιν. Ακούσας δε ο Επίσκοπος να λαλή το ζώον, έγινεν έκθαμβος. Όθεν καλέσας Φιλέαν τον Διάκονον, απέστειλεν αυτόν εις την Καισάρειαν λέγων. Πήγαινε και μάθε, ανίσως ήναι αληθινά αυτά οπού ηκούσαμεν από το ελάφι. Πηγαίνωντας δε, εύρε τον Άγιον Αρτέμονα εις την φυλακήν. Και αφ’ ου εχαιρετίσθησαν αναμεταξύ των, επρόσταξαν αυτούς οι φύλακες να μακρυνθούν ένας από τον άλλον.

Την δε ερχομένην ημέραν εκάθισεν ο κόμης εις το κριτήριον, και φέρνει έμπροσθέν του τον Άγιον Αρτέμονα, και λέγει προς αυτόν. Τίμησον το γηρατείον σου άνθρωπε, και θυσίασον εις τους θεούς. Ο δε Άγιος απεκρίθη. Δεκαέξ χρόνους επέρασα Αναγνώστης, διαβάζωντας τας ιεράς Βίβλους εν τω Ναώ του Θεού, εις επήκοον πάντων, εικοσιοκτώ δε χρόνους εποίησα Διάκονος Χριστού, αναγινώσκων εις τον λαόν τα άγια Ευαγγέλια, και τριαντατρείς χρόνους τώρα έχω, οπού είμαι Πρεσβύτερος και Ιερεύς, διδάσκωντας και κηρύττωντας την του Χριστού μου δύναμιν και Θεότητα, και τώρα μοι λέγεις να θυσιάσω εις τον όμοιόν σου αναίσθητον δαίμονα; Μη γένοιτό μοι τούτο εις τον αιώνα!

Ταύτα ακούσας ο κόμης εταράχθη από τον θυμόν, και πυρώσας δυνατά μίαν σκάραν, άπλωσε τον Άγιον Αρτέμονα επάνω εις αυτήν. Πονώντας δε ο Άγιος από το καύσιμον της φωτίας, εσήκωσε τα ομμάτιά του εις τον Ουρανόν, και, Κύριε Ιησού Χριστέ, είπε, μη αφήσης τούτον τον μιαρόν κόμητα, να γελάση εις εμένα τον δούλον σου. Αλλά συ ηξεύρωντας, ότι ταύτα πάσχω δια την εδικήν σου αγάπην, δος μοι υπομονήν, ίνα τελείως κάμω αυτόν να εντραπή. Ταύτα και άλλα λέγοντος του Αγίου, ιδού έφθασε και το ελάφι, οπού εστάλθη εις τον Επίσκοπον Σισίνιον και ελάλησε, το οποίον ελθόν, έγλυφε με την γλώσσαν του τας πληγάς των Αγίων και κατά προσταγήν Θεού, λέγει εις έλεγχον των ασεβών (ουδέν γαρ αδύνατον είναι εις τον Θεόν). Τι δε είπε το ελάφι; «Ήξευρε, ω ασεβέστατε κόμη, ότι ο μεν δούλος του Θεού Αρτέμων, ταχέως θέλει βοηθηθή από τον Θεόν. Εσύ δε δι’ αυτόν έχεις να καταδικασθής από τον ίδιον Θεόν. Επειδή δύω όρνεα θέλουν σε αρπάσουν, και έχουν να σε βάλλουν μέσα εις το καζάνι οπού βράζει, και αι σάρκες σου θέλουν αναλύσουν και να γένουν ωσάν χυλός, διατί εφάνης αχάριστος. Ένα μεν, διατί τον Θεόν, οπού ωμολόγησας και επίστευσας διατί σε ιάτρευσε, τούτον πάλιν αρνήθης. Και άλλο δε, διατί τον δίκαιον άνθρωπον Αρτέμονα, απανθρώπως εβασάνισας». Ταύτα δε ο κόμης ακούσας από το ελάφι, εθυμώθη πολλά, διατί ελέγχθη από ένα άγριον ζώον. Όθεν προστάζει τους στρατιώτας του να το σαϊτεύσουν, το δε ελάφι επήδησε κοντά εις τον άρχοντα, οπού ήτον συγκάθεδρος με τον κόμητα, και έτζι εγλύτωσεν από την σαΐταν, και έφυγεν έξω. Ο δε συγκάθεδρος του κόμητος δεχθείς την σαΐταν, και θανατηφόρως από αυτήν πληγωθείς, απέρριψε την μιαράν του ψυχήν. Ο δε κόμης τούτον ιδών, ελυπήθη και ανεχώρησεν. Έβαλεν όμως πάλιν τον Άγιον Αρτέμονα εις την φυλακήν. Την δε ερχομένην ημέραν επρόσταξεν ο κόμης να βαλθή πίσσα μέσα εις καζάνι και να βράση δυνατά, έπειτα να βαλθή μέσα εις αυτήν ο Άγιος κατακέφαλα. Τούτου δε γενομένου, επήγαν οι στρατιώται εις τον κόμητα λέγοντες, ότι η πίσσα έβρασε δυνατά. Ο δε κόμης δεν επίστευσεν, αλλ’ έλεγεν, ότι να υπάγη μόνος να ιδή με τους ιδίους του οφθαλμούς, και τότε να βεβαιωθή την αλήθειαν. Καβαλικεύσας λοιπόν ένα άλογον, έτρεξεν ίσα εις το καζάνι, και όταν επήγε κοντά εις αυτό, τότε, ω του θαύματος! αιφνιδίως ήλθον δύω Άγγελοι από τον Ουρανόν εις σχήμα αετών, και αρπάσαντες τον κόμητα επάνω από το άλογον, έβαλον αυτόν μέσα εις το καζάνι και τόσον ανέλυσε και εχωνεύθη όλον το σώμα του, ώστε οπού ουδέ κόκκαλον έμεινεν.

Τούτο το θαυμάσιον βλέποντες οι στρατιώται και όλος ο λαός, εξέστησαν, και από τον φόβον τους έφυγον. Έμεινε δε μόνος ο Άγιος εις τον τόπον εκείνον, οπού εστέκετο, δοξάζων και ευλογών τον Θεόν, όστις προσευχηθείς, εύγαλεν εις τον τόπον εκείνον πλήθος νερού. Τούτο βλέποντες Βιτάλιος ο ιερεύς των ειδώλων, και άλλοι πολλοί, εκατηχήθησαν από τον Άγιον, και εβαπτίσθησαν. Την νύκτα δε εκείνην ήλθε φωνή εις τον Άγιον λέγουσα. Εύγα έξω από την πόλιν ταύτην, και πήγαινε εις την στράταν την φέρουσαν εις τους παραθαλασσίους τόπους της Μικράς Ασίας, και εκεί θέλεις καθαρίσεις πολλούς από δαιμόνια, και από διαφόρους ασθενείας, και πολλοί δια μέσου σου έχουν να φωτισθούν και να δοξάσουν τον Θεόν. Όθεν ο Άγιος κατηχήσας εκεί πολλούς, και αποχαιρετίσας αυτούς εκαβαλίκευσεν επάνω εις ένα αγριογάδαρον, και επήγαινεν εκεί, όπου η θεία φωνή τον εδίδαξεν. Αρπαγείς δε από θείον Άγγελον, επήγε παρευθύς εις τον τόπον, όπου απεκαλύφθη. Πολλά δε σημεία και θαύματα εποίησεν εκεί με την δύναμιν του Θεού, και πολλούς εφώτισε και ωδήγησε προς Θεόν. Ύστερον δε κρατηθείς από τους ειδωλολάτρας, απεκεφαλίσθη ο μακάριος και απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς.

(2) Κόμης είναι λέξις Λατινική, και ερμηνεύεται κυρίως, ο ακόλουθος και συνοδοιπόρος και οπαδός. Σημαίνει δε και τον έπαρχον και ηγεμόνα, και ενίοτε σημαίνει τον τουρκιστί λεγόμενον μπεϊλέρμπεϊν, ή και τον στρατηγόν, ήτοι τον στρατηλάτην, και ίσως τοιούτον σημαινόμενον έχει και ο κόμης ενταύθα, τουτέστι το του στρατηλάτου.

*

Ο Όσιος Πατήρ ημών Ζαχαρίας εν ειρήνη τελειούται (3).

Θεώ προς ισχύν, εξομοιωθείς Πάτερ,
Υιώ Θεού σύγκληρος εκστάς γης γίνη.

(3) Ο Όσιος ούτος Ζαχαρίας φαίνεται να ήναι ο χαριτωμένος εκείνος υιός του Αββά Καρίωνος, ο εορταζόμενος κατά την εικοστήν τετάρτην του Νοεμβρίου. Όστις παιδίον ων, επήγε μετά του πατρός αυτού εις την Σκήτιν και έγινε Μοναχός. Και εις τόσην ακρότητα ταπεινώσεως και αρετής έφθασεν, εις τρόπον ότι ηξιώθη να έχη εις την ψυχήν του εγκάτοικον την χάριν του Παναγίου Πνεύματος, και ημέραν και νύκτα εφλέγετο υπ’ αυτής η καρδία του, ως γράφεται εν τω Γεροντικώ. Όθεν πολλοί μεγάλοι Πατέρες και γέροντες, ερώτουν αυτόν δια να μάθουν, γνωρίζοντες, πως ανεπαύετο εις αυτόν το Πνεύμα το Άγιον. Δια τούτο αναγινώσκομεν εις τον Ευεργετινόν, ότι ο Αββάς Μακάριος ηρώτησεν αυτόν λέγων. Ειπέ μοι ποίον είναι το έργον του Μοναχού; Ο δε Ζαχαρίας απεκρίθη. Εμέ ερωτάς Πάτερ; Λέγει ο Αββάς Μακάριος. Πληροφορούμαι εις σε τέκνον Ζαχαρία, διατί ένας με παρακινεί έσωθεν να σε ερωτήσω. Έφη δε ο Ζαχαρίας. Το κατ’ εμέ Πάτερ, το εαυτόν βιάζεσθαι εις πάντα, τούτο εστί το έργον του Μοναχού (σελ. 228).

Ομοίως και σελ. 278, του αυτού, αναγινώσκομεν, ότι ο Αββάς Μωϋσής ηρώτησε τον Ζαχαρίαν τούτον. Ειπέ μοι, τι ποιήσω; Ακούσας δε ο Ζαχαρίας έρριψε τον εαυτόν του εις τους πόδας του Αββά Μωϋσέως λέγων. Συ με ερωτάς Πάτερ; Λέγει αυτώ ο γέρων. Πίστευσόν μοι τέκνον Ζαχαρία, είδον το Πνεύμα το Άγιον κατελθόν επί σε, και εκ τούτου αναγκάζομαι ερωτήσαι σε. Λαβών δε ο Ζαχαρίας το κουκούλιον αυτού, έθηκεν υπό τους πόδας, και καταπατήσας αυτό είπεν. Εάν μη συντριβή ούτως ο άνθρωπος, ου δύναται είναι Μοναχός. Έλεγε δε περί αυτού ο πατήρ αυτού Καρίων. Εγώ πολλούς κόπους εποίησα πλέον του υιού μου Ζαχαρίου, και ουκ έφθασα εις τα μέτρα αυτού δια την ταπείνωσιν και σιωπήν αυτού (αυτόθι). Ελθόντος δέ ποτε εις θεωρίαν του Ζαχαρίου τούτου, εκαίοντο από την ενέργειαν της χάριτος τα εντόσθιά του. Ο δε πατήρ αυτού Καρίων νομίζων, ότι από δαιμόνων ήτον η θεωρία, έδειρεν αυτόν. Απελθών δε ο Ζαχαρίας προς τον Αββάν Ποιμένα, και αναγγείλας, παρά του Ποιμένος δε πάλιν πεμφθείς εις άλλον γέροντα, επληροφορήθη παρ’ εκείνου, ότι θεία ήτον η θεωρία. Ήκουσεν όμως, ότι πρέπει να υποτάσσεται εις τον πατέρα του.

Όταν δε έμελλε να τελευτήση ο Όσιος ούτος Ζαχαρίας, ερώτησεν αυτόν ο ρηθείς Αββάς Μωϋσής. Τι βλέπεις; Ο δε Ζαχαρίας απεκρίθη. Δεν είναι καλλίτερον ω Πάτερ, να σιωπά τινας; Και ο γέρων είπε. Ναι τέκνον, σιώπα. Εν δε τη ώρα του θανάτου αυτού, καθεζόμενος εκεί ο Αββάς Ισίδωρος, και αναβλέψας εις τον Ουρανόν είπεν· «Ευφραίνου τέκνον μου Ζαχαρία, ότι ανεώχθησάν σοι αι πύλαι της των Ουρανών Βασιλείας» (αυτόθι).

*

Οι Άγιοι οκτώ Μάρτυρες οι εν Καισαρεία της Παλαιστίνης (4) ξίφει τελειούνται.

Σωτήρος οκτάριθμος ετμήθη φάλαγξ,
Του πριν περιτμηθέντος οκταημέρου (5).

(4) Εν δε τοις τετυπωμένοις Μηναίοις γράφεται, οι εκ Καισαρείας της Παλαιστίνης.

(5) Περιττώς γράφεται εδώ παρά τω Συναξαριστή το Συναξάριον και το δίστιχον Νικάνδρου του Αιγυπτίου. Ταύτα γαρ προεγράφησαν κατά την δεκάτην πέμπτην του Μαρτίου, ότε η μνήμη αυτού εορτάζεται.

*

Ο Όσιος Μαρτίνος ο Θηβαίος εν ειρήνη τελειούται.

Καλώ τραφείς κάλλιστε γήρα Μαρτίνε,
Θανών θανούσι προστέθεισαι πατράσι.

*

Ο Άγιος νέος Ιερομάρτυς Παρθένιος ο Κωνσταντινουπόλεως, ο εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας εν έτει ͵αχνζ’ [1657], αγχόνη τελειούται.

Τω Παρθενίω επλάκη διπλούν στέφος,
Ως ιερεί τε και αθλητή Κυρίου (6).

(6) Το Μαρτύριον τούτου όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος Αρτέμων ΣελευκείαςΤῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΔ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀρτέμονος Ἐπισκόπου Σελευκείας τῆς Πισσιδείας (1).

Τὴν σάρκα ῥίψας ὡς ἔλυτρον Ἀρτέμων,
Οὐ γῆς ἔχων τι στέλλεται τὴν πρὸς πόλον.

Εἰκάδι ἀμφὶ τετάρτῃ ἐδέξατο Ἀρτέμον Ἐδέμ.

Οὗτος μακάριος Ἀρτέμων ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν Σελεύκειαν τῆς Πισσιδείας, εἰς τὴν ὁποίαν καὶ ἐγεννήθη καὶ ἀνετράφη κατὰ τοὺς χρόνους τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων. Ὅταν γὰρ μακάριος Ἀπόστολος Παῦλος ἐπεριπάτει εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη, κηρύττων τὸν λόγον τοῦ Εὐαγγελίου, τότε εὑρὼν καὶ τοῦτον τὸν Ἅγιον, ἐκατάστησεν αὐτὸν Ἐπίσκοπον καὶ ποιμένα καὶ διδάσκαλον τῆς πόλεως ἐκείνης, ἐπειδὴ δὲν ἔπρεπεν λύχνος νὰ κρύπτεται ὑποκάτω εἰς τὸ μόδιον. Ὅθεν οὗτος καλῶς τὸ ἐδικόν του ἐποίμανε ποίμνιον, γενόμενος εἰς ὅλους τοὺς χρείαν ἔχοντας λιμένας σωτήριος, τῶν χηρῶν καὶ ὀρφανῶν προνοητής, τῶν πτωχῶν βοηθός, τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἰατρός. Μὲ ταῦτα λοιπὸν τὰ θεάρεστα ἔργα διαπεράσας τὴν ζωήν του τρισόλβιος εἰς γῆρας βαθύ, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον.

(1) Σημείωσαι, ὅτι περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις, καὶ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου Ἐπισκόπου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Τούτου γὰρ ἡ μνήμη τελεῖται κατὰ τὴν εἰκοστὴν πρώτην Μαρτίου, ὅπου καὶ τὸ Συναξάριον αὐτοῦ γράφεται. Ὅθεν ἀντὶ τούτου, ἐγράφη ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων ὁ Σελευκείας Ἐπίσκοπος. Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὴν προεόρτιον ταύτην ἡμέραν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, λόγος σῴζεται ἐν τῷ δευτέρῳ Πανηγυρικῷ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου, Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, οὗ ἡ ἀρχή· «Τοὺς θείους ἱεροκήρυκας, οὐ πρὸς τὴν ἀσθένειαν τῆς ἀκροάσεως δεῖ ἀποβλέπειν».

*

Άγιος Αρτέμων ΛαοδικείαςΤῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἀρτέμονος Πρεσβυτέρου Λαοδικείας.

Κόσμου μεταστὰς καὶ Θεῷ προσεγγίσας,
Σός εἰμι καὶ σῶσόν μέ φησιν Ἀρτέμων.

Ὅταν ὁ Διοκλητιανὸς ἐβασίλευεν εἰς τὴν Ῥώμην ἀπὸ τὰ διακόσια ὀγδοηνταπέντε ἔτη ἕως εἰς τὰ τριακόσια πέντε, τότε ἐστάλθησαν προστάγματα βασιλικὰ διὰ μέσου ἀρχόντων καὶ ἡγεμόνων εἰς κάθε πόλιν καὶ χώραν, διορίζοντα νὰ προσφέρουν ὅλοι θυσίας καὶ σπονδὰς εἰς τὰ εἴδωλα. Ὅθεν διὰ τὴν αἰτίαν ταύτην, ἐστάλθη εἰς τὰ μέρη τῆς Λαοδικείας ἕνας κόμης (2) ὀνόματι Πατρίκιος, ὅστις ἐβίαζεν ὅλους τοὺς Χριστιανούς, νὰ θυσιάζουν εἰς τοὺς ψευδωνύμους θεούς, καθὼς ἐπροστάχθη. Τοῦτο δὲ μαθὼν Σισίνιος ὁ τῆς Λαοδικείας Ἐπίσκοπος, ὁμοῦ μὲ τὸν Πρεσβύτερον τοῦτον Ἀρτέμονα, ἐπῆραν μερικοὺς Χριστιανούς, καὶ ἐπῆγαν τὴν νύκτα μέσα εἰς τὸν ναὸν τῆς ψευδοθεᾶς Ἀρτέμιδος. Καὶ τζακίσαντες τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα εἴδωλα, τὸ τοῦ Ἀπόλλωνος λέγω καὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, κατέκαυσαν αὐτά, καὶ τὰ ἔκαμαν στάκτην. Ἀφάνισαν δὲ καὶ τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους δράκοντας, οἱ ὁποῖοι, καθὼς ἔλεγον, κατὰ μὲν τὸ μάκρος, ἦτον πῆχες ὀγδοῆντα, κατὰ δὲ τὸ πλάτος, ἦτον πῆχες εἴκοσιν. Ταῦτα δὲ μαθὼν ὁ ἀνωτέρω κόμης ἐγέμισεν ἀπὸ θυμόν, καὶ πέρνωντας μαζί του πλῆθος λαοῦ, εὐγῆκεν ὁμοῦ μὲ αὐτοὺς ἔξω τῆς πόλεως, καθήμενος ἐπάνω εἰς βασιλικὸν ἄλογον, καὶ ἐπήγαινεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Χριστιανῶν. Ἕνα μέν, διὰ νὰ σφάξουν ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἄλλο δέ, διὰ νὰ κατακόψουν μεληδὸν τὸν Σισίνιον καὶ τὸν Ἀρτέμονα. Ὅταν δὲ ἐπλησίαζε κοντὰ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἦλθεν ἕνας φόβος καὶ τρόμος εἰς αὐτόν, καὶ ἐκυριεύθη ἀπὸ μίαν θερμασίαν, τόσον δυνατήν, ὥστε ὁποῦ, ἔβαλον αὐτὸν εἰς κλίνην, καὶ τὸν ἐγύρισαν σηκωτὸν εἰς τὸν οἶκόν του. Ἐλθὼν λοιπὸν εἰς ἄκραν ταλαιπωρίαν καὶ ἀδυναμίαν σώματος, ἐμήνυσεν εἰς τὸν Ἐπίσκοπον Σισίνιον ταῦτα. Παρακάλεσον τὸν Θεὸν διὰ νὰ ἐλευθερωθῶ ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν, καὶ θέλω σοῦ κάμω ἕνα χρυσοῦν ἀνδριάντα, τὸν ὁποῖον θέλω στήσω εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως. Ὁ δὲ Ἐπίσκοπος ἀντέγραψεν αὐτῷ, τὸ χρυσίον σου ἂς ᾖναι ἐδικόν σου, ἀνίσως δὲ πιστεύσῃς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ Θεόν μου, ἤξευρε, ὅτι εὐθὺς θέλει σε ἰατρεύσει. Ὁ δὲ κόμης ἔγραψεν εἰς αὐτόν, πιστεύω εἰς τὸν Θεόν, μόνον ἀνίσως καὶ μὲ ἰατρεύσῃ. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ἰατρεύθη καὶ ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν κλίνην.

Περιπατῶν λοιπὸν οὗτος καὶ πηγαίνωντας εἰς τὴν Καισάρειαν, ἕως τρία μίλια μακρὰν ἀπὸ τὴν Λαοδίκειαν, ἀπάντησε τὸν Πρεσβύτερον Ἅγιον Ἀρτέμονα εἰς τὸν ὁποῖον ἠκολούθουν δύω ἐλάφια, καὶ ἕξι ἄγριοι γαϊδάροι, καὶ λέγει αὐτῷ, πῶς ἐπίασες τὰ ζῶα αὐτά; Ὁ δὲ Ἀρτέμων ἀπεκρίθη. Μὲ τὸν λόγον τοῦ Χριστοῦ μου τὰ ἐπίασα. Καὶ ὁ κόμης λέγει. Λοιπὸν Χριστιανὸς εἶσαι; Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη. Ἀπὸ τὴν νεαράν μου ἡλικίαν εἶμαι Χριστιανός. Τότε ἐπίασεν αὐτὸν ὁ κόμης, καὶ δέσας μὲ δύω ἁλυσίδας, τὸν ἐπαράδωκεν εἰς δύω στρατιώτας, καὶ ἐπρόσταξε νὰ τὸν ἀκολουθῇ ὀπίσω ἕως ὁποῦ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν πόλιν Καισάρειαν. Ὁ δὲ Ἅγιος καταβαρυνθεὶς ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τὰς ἁλυσίδας, ἐγύρισεν εἰς τὰ ζῶα ὁποῦ τὸν ἠκολούθουν, καὶ λέγει εἰς αὐτά, πηγαίνετε εἰς τὸν Ἐπίσκοπον Σισίνιον. Καὶ εὐθύς, ὡσὰν λογικά, ὑπήκουσαν καὶ ἐπῆγαν. Βλέπων δὲ ταῦτα ὁ Ἐπίσκοπος, ἐρώτησε τὸν πορτάρην λέγων, ἀπὸ ποῦ ἦλθον ἐδῶ τὰ ζῶα ταῦτα; Τότε κατὰ προσταγὴν Θεοῦ, ἔλαβεν ἀνθρωπίνην φωνὴν ἕνα ἐλάφι καὶ εἶπεν. Ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Ἀρτέμων ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν ἀσεβῆ κόμητα, καὶ φέρνεται δεμένος εἰς τὴν Καισάρειαν, ὅθεν ἐπρόσταξεν ἡμᾶς τὰ ζῶα, νὰ ἔλθωμεν ἐδῶ διὰ νὰ σοὶ δώσωμεν εἴδησιν. Ἀκούσας δὲ ὁ Ἐπίσκοπος νὰ λαλῇ τὸ ζῶον, ἔγινεν ἔκθαμβος. Ὅθεν καλέσας Φιλέαν τὸν Διάκονον, ἀπέστειλεν αὐτὸν εἰς τὴν Καισάρειαν λέγων. Πήγαινε καὶ μάθε, ἀνίσως ᾖναι ἀληθινὰ αὐτὰ ὁποῦ ἠκούσαμεν ἀπὸ τὸ ἐλάφι. Πηγαίνωντας δέ, εὗρε τὸν Ἅγιον Ἀρτέμονα εἰς τὴν φυλακήν. Καὶ ἀφ’ οὗ ἐχαιρετίσθησαν ἀναμεταξύ των, ἐπρόσταξαν αὐτοὺς οἱ φύλακες νὰ μακρυνθοῦν ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον.

Τὴν δὲ ἐρχομένην ἡμέραν ἐκάθισεν ὁ κόμης εἰς τὸ κριτήριον, καὶ φέρνει ἔμπροσθέν του τὸν Ἅγιον Ἀρτέμονα, καὶ λέγει πρὸς αὐτόν. Τίμησον τὸ γηρατεῖόν σου ἄνθρωπε, καὶ θυσίασον εἰς τοὺς θεούς. Ὁ δὲ Ἅγιος ἀπεκρίθη. Δεκαὲξ χρόνους ἐπέρασα Ἀναγνώστης, διαβάζωντας τὰς ἱερὰς Βίβλους ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἐπήκοον πάντων, εἰκοσιοκτὼ δὲ χρόνους ἐποίησα Διάκονος Χριστοῦ, ἀναγινώσκων εἰς τὸν λαὸν τὰ ἅγια Εὐαγγέλια, καὶ τριαντατρεῖς χρόνους τώρα ἔχω, ὁποῦ εἶμαι Πρεσβύτερος καὶ Ἱερεύς, διδάσκωντας καὶ κηρύττωντας τὴν τοῦ Χριστοῦ μου δύναμιν καὶ Θεότητα, καὶ τώρα μοι λέγεις νὰ θυσιάσω εἰς τὸν ὅμοιόν σου ἀναίσθητον δαίμονα; Μὴ γένοιτό μοι τοῦτο εἰς τὸν αἰῶνα!

Ταῦτα ἀκούσας ὁ κόμης ἐταράχθη ἀπὸ τὸν θυμόν, καὶ πυρώσας δυνατὰ μίαν σκάραν, ἅπλωσε τὸν Ἅγιον Ἀρτέμονα ἐπάνω εἰς αὐτήν. Πονῶντας δὲ ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὸ καύσιμον τῆς φωτίας, ἐσήκωσε τὰ ὀμμάτιά του εἰς τὸν Οὐρανόν, καί, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, εἶπε, μὴ ἀφήσῃς τοῦτον τὸν μιαρὸν κόμητα, νὰ γελάσῃ εἰς ἐμένα τὸν δοῦλόν σου. Ἀλλὰ σὺ ἠξεύρωντας, ὅτι ταῦτα πάσχω διὰ τὴν ἐδικήν σου ἀγάπην, δός μοι ὑπομονήν, ἵνα τελείως κάμω αὐτὸν νὰ ἐντραπῇ. Ταῦτα καὶ ἄλλα λέγοντος τοῦ Ἁγίου, ἰδοὺ ἔφθασε καὶ τὸ ἐλάφι, ὁποῦ ἐστάλθη εἰς τὸν Ἐπίσκοπον Σισίνιον καὶ ἐλάλησε, τὸ ὁποῖον ἐλθόν, ἔγλυφε μὲ τὴν γλῶσσάν του τὰς πληγὰς τῶν Ἁγίων καὶ κατὰ προσταγὴν Θεοῦ, λέγει εἰς ἔλεγχον τῶν ἀσεβῶν (οὐδὲν γὰρ ἀδύνατον εἶναι εἰς τὸν Θεόν). Τί δὲ εἶπε τὸ ἐλάφι; «Ἤξευρε, ὦ ἀσεβέστατε κόμη, ὅτι ὁ μὲν δοῦλος τοῦ Θεοῦ Ἀρτέμων, ταχέως θέλει βοηθηθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐσὺ δὲ δι’ αὐτὸν ἔχεις νὰ καταδικασθῇς ἀπὸ τὸν ἴδιον Θεόν. Ἐπειδὴ δύω ὄρνεα θέλουν σὲ ἁρπάσουν, καὶ ἔχουν νὰ σὲ βάλλουν μέσα εἰς τὸ καζάνι ὁποῦ βράζει, καὶ αἱ σάρκες σου θέλουν ἀναλύσουν καὶ νὰ γένουν ὡσὰν χυλός, διατὶ ἐφάνης ἀχάριστος. Ἕνα μέν, διατὶ τὸν Θεόν, ὁποῦ ὡμολόγησας καὶ ἐπίστευσας διατὶ σὲ ἰάτρευσε, τοῦτον πάλιν ἀρνήθης. Καὶ ἄλλο δέ, διατὶ τὸν δίκαιον ἄνθρωπον Ἀρτέμονα, ἀπανθρώπως ἐβασάνισας». Ταῦτα δὲ ὁ κόμης ἀκούσας ἀπὸ τὸ ἐλάφι, ἐθυμώθη πολλά, διατὶ ἐλέγχθη ἀπὸ ἕνα ἄγριον ζῶον. Ὅθεν προστάζει τοὺς στρατιώτας του νὰ τὸ σαϊτεύσουν, τὸ δὲ ἐλάφι ἐπήδησε κοντὰ εἰς τὸν ἄρχοντα, ὁποῦ ἦτον συγκάθεδρος μὲ τὸν κόμητα, καὶ ἔτζι ἐγλύτωσεν ἀπὸ τὴν σαΐταν, καὶ ἔφυγεν ἔξω. Ὁ δὲ συγκάθεδρος τοῦ κόμητος δεχθεὶς τὴν σαΐταν, καὶ θανατηφόρως ἀπὸ αὐτὴν πληγωθείς, ἀπέρριψε τὴν μιαράν του ψυχήν. Ὁ δὲ κόμης τοῦτον ἰδών, ἐλυπήθη καὶ ἀνεχώρησεν. Ἔβαλεν ὅμως πάλιν τὸν Ἅγιον Ἀρτέμονα εἰς τὴν φυλακήν. Τὴν δὲ ἐρχομένην ἡμέραν ἐπρόσταξεν ὁ κόμης νὰ βαλθῇ πίσσα μέσα εἰς καζάνι καὶ νὰ βράσῃ δυνατά, ἔπειτα νὰ βαλθῇ μέσα εἰς αὐτὴν ὁ Ἅγιος κατακέφαλα. Τούτου δὲ γενομένου, ἐπῆγαν οἱ στρατιῶται εἰς τὸν κόμητα λέγοντες, ὅτι ἡ πίσσα ἔβρασε δυνατά. Ὁ δὲ κόμης δὲν ἐπίστευσεν, ἀλλ’ ἔλεγεν, ὅτι νὰ ὑπάγῃ μόνος νὰ ἰδῇ μὲ τοὺς ἰδίους του ὀφθαλμούς, καὶ τότε νὰ βεβαιωθῇ τὴν ἀλήθειαν. Καβαλικεύσας λοιπὸν ἕνα ἄλογον, ἔτρεξεν ἶσα εἰς τὸ καζάνι, καὶ ὅταν ἐπῆγε κοντὰ εἰς αὐτό, τότε, ὢ τοῦ θαύματος! αἰφνιδίως ἦλθον δύω Ἄγγελοι ἀπὸ τὸν Οὐρανὸν εἰς σχῆμα ἀετῶν, καὶ ἁρπάσαντες τὸν κόμητα ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἄλογον, ἔβαλον αὐτὸν μέσα εἰς τὸ καζάνι καὶ τόσον ἀνέλυσε καὶ ἐχωνεύθη ὅλον τὸ σῶμά του, ὥστε ὁποῦ οὐδὲ κόκκαλον ἔμεινεν.

Τοῦτο τὸ θαυμάσιον βλέποντες οἱ στρατιῶται καὶ ὅλος ὁ λαός, ἐξέστησαν, καὶ ἀπὸ τὸν φόβον τους ἔφυγον. Ἔμεινε δὲ μόνος ὁ Ἅγιος εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὁποῦ ἐστέκετο, δοξάζων καὶ εὐλογῶν τὸν Θεόν, ὅστις προσευχηθείς, εὔγαλεν εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον πλῆθος νεροῦ. Τοῦτο βλέποντες Βιτάλιος ὁ ἱερεὺς τῶν εἰδώλων, καὶ ἄλλοι πολλοί, ἐκατηχήθησαν ἀπὸ τὸν Ἅγιον, καὶ ἐβαπτίσθησαν. Τὴν νύκτα δὲ ἐκείνην ἦλθε φωνὴ εἰς τὸν Ἅγιον λέγουσα. Εὔγα ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν ταύτην, καὶ πήγαινε εἰς τὴν στράταν τὴν φέρουσαν εἰς τοὺς παραθαλασσίους τόπους τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καὶ ἐκεῖ θέλεις καθαρίσεις πολλοὺς ἀπὸ δαιμόνια, καὶ ἀπὸ διαφόρους ἀσθενείας, καὶ πολλοὶ διὰ μέσου σου ἔχουν νὰ φωτισθοῦν καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Θεόν. Ὅθεν ὁ Ἅγιος κατηχήσας ἐκεῖ πολλούς, καὶ ἀποχαιρετίσας αὐτοὺς ἐκαβαλίκευσεν ἐπάνω εἰς ἕνα ἀγριογάδαρον, καὶ ἐπήγαινεν ἐκεῖ, ὅπου ἡ θεία φωνὴ τὸν ἐδίδαξεν. Ἁρπαγεὶς δὲ ἀπὸ θεῖον Ἄγγελον, ἐπῆγε παρευθὺς εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἀπεκαλύφθη. Πολλὰ δὲ σημεῖα καὶ θαύματα ἐποίησεν ἐκεῖ μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, καὶ πολλοὺς ἐφώτισε καὶ ὡδήγησε πρὸς Θεόν. Ὕστερον δὲ κρατηθεὶς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας, ἀπεκεφαλίσθη ὁ μακάριος καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὰς αἰωνίους μονάς.

(2) Κόμης εἶναι λέξις Λατινική, καὶ ἑρμηνεύεται κυρίως, ὁ ἀκόλουθος καὶ συνοδοιπόρος καὶ ὀπαδός. Σημαίνει δὲ καὶ τὸν ἔπαρχον καὶ ἡγεμόνα, καὶ ἐνίοτε σημαίνει τὸν τουρκιστὶ λεγόμενον μπεϊλέρμπεϊν, ἢ καὶ τὸν στρατηγόν, ἤτοι τὸν στρατηλάτην, καὶ ἴσως τοιοῦτον σημαινόμενον ἔχει καὶ ὁ κόμης ἐνταῦθα, τουτέστι τὸ τοῦ στρατηλάτου.

*

Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ζαχαρίας ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (3).

Θεῷ πρὸς ἰσχύν, ἐξομοιωθεὶς Πάτερ,
Υἱῷ Θεοῦ σύγκληρος ἐκστὰς γῆς γίνῃ.

(3) Ὁ Ὅσιος οὗτος Ζαχαρίας φαίνεται νὰ ᾖναι ὁ χαριτωμένος ἐκεῖνος υἱὸς τοῦ Ἀββᾶ Καρίωνος, ὁ ἑορταζόμενος κατὰ τὴν εἰκοστὴν τετάρτην τοῦ Νοεμβρίου. Ὅστις παιδίον ὤν, ἐπῆγε μετὰ τοῦ πατρὸς αὑτοῦ εἰς τὴν Σκῆτιν καὶ ἔγινε Μοναχός. Καὶ εἰς τόσην ἀκρότητα ταπεινώσεως καὶ ἀρετῆς ἔφθασεν, εἰς τρόπον ὅτι ἠξιώθη νὰ ἔχῃ εἰς τὴν ψυχήν του ἐγκάτοικον τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ ἡμέραν καὶ νύκτα ἐφλέγετο ὑπ’ αὐτῆς ἡ καρδία του, ὡς γράφεται ἐν τῷ Γεροντικῷ. Ὅθεν πολλοὶ μεγάλοι Πατέρες καὶ γέροντες, ἐρώτουν αὐτὸν διὰ νὰ μάθουν, γνωρίζοντες, πῶς ἀνεπαύετο εἰς αὐτὸν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Διὰ τοῦτο ἀναγινώσκομεν εἰς τὸν Εὐεργετινόν, ὅτι ὁ Ἀββᾶς Μακάριος ἠρώτησεν αὐτὸν λέγων. Εἰπέ μοι ποῖον εἶναι τὸ ἔργον τοῦ Μοναχοῦ; Ὁ δὲ Ζαχαρίας ἀπεκρίθη. Ἐμὲ ἐρωτᾷς Πάτερ; Λέγει ὁ Ἀββᾶς Μακάριος. Πληροφοροῦμαι εἰς σὲ τέκνον Ζαχαρία, διατὶ ἕνας μὲ παρακινεῖ ἔσωθεν νὰ σὲ ἐρωτήσω. Ἔφη δὲ ὁ Ζαχαρίας. Τὸ κατ’ ἐμὲ Πάτερ, τὸ ἑαυτὸν βιάζεσθαι εἰς πᾶντα, τοῦτό ἐστι τὸ ἔργον τοῦ Μοναχοῦ (σελ. 228).

Ὁμοίως καὶ σελ. 278, τοῦ αὐτοῦ, ἀναγινώσκομεν, ὅτι ὁ Ἀββᾶς Μωϋσῆς ἠρώτησε τὸν Ζαχαρίαν τοῦτον. Εἰπέ μοι, τί ποιήσω; Ἀκούσας δὲ ὁ Ζαχαρίας ἔρριψε τὸν ἑαυτόν του εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἀββᾶ Μωϋσέως λέγων. Σύ με ἐρωτᾷς Πάτερ; Λέγει αὐτῷ ὁ γέρων. Πίστευσόν μοι τέκνον Ζαχαρία, εἶδον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον κατελθὸν ἐπὶ σέ, καὶ ἐκ τούτου ἀναγκάζομαι ἐρωτῆσαί σε. Λαβὼν δὲ ὁ Ζαχαρίας τὸ κουκούλιον αὐτοῦ, ἔθηκεν ὑπὸ τοὺς πόδας, καὶ καταπατήσας αὐτὸ εἶπεν. Ἐὰν μὴ συντριβῇ οὕτως ὁ ἄνθρωπος, οὐ δύναται εἶναι Μοναχός. Ἔλεγε δὲ περὶ αὐτοῦ ὁ πατὴρ αὐτοῦ Καρίων. Ἐγὼ πολλοὺς κόπους ἐποίησα πλέον τοῦ υἱοῦ μου Ζαχαρίου, καὶ οὐκ ἔφθασα εἰς τὰ μέτρα αὐτοῦ διὰ τὴν ταπείνωσιν καὶ σιωπὴν αὐτοῦ (αὐτόθι). Ἐλθόντος δέ ποτε εἰς θεωρίαν τοῦ Ζαχαρίου τούτου, ἐκαίοντο ἀπὸ τὴν ἐνέργειαν τῆς χάριτος τὰ ἐντόσθιά του. Ὁ δὲ πατὴρ αὐτοῦ Καρίων νομίζων, ὅτι ἀπὸ δαιμόνων ἦτον ἡ θεωρία, ἔδειρεν αὐτόν. Ἀπελθὼν δὲ ὁ Ζαχαρίας πρὸς τὸν Ἀββᾶν Ποιμένα, καὶ ἀναγγείλας, παρὰ τοῦ Ποιμένος δὲ πάλιν πεμφθεὶς εἰς ἄλλον γέροντα, ἐπληροφορήθη παρ’ ἐκείνου, ὅτι θεία ἦτον ἡ θεωρία. Ἤκουσεν ὅμως, ὅτι πρέπει νὰ ὑποτάσσεται εἰς τὸν πατέρα του.

Ὅταν δὲ ἔμελλε νὰ τελευτήσῃ ὁ Ὅσιος οὗτος Ζαχαρίας, ἐρώτησεν αὐτὸν ὁ ῥηθεὶς Ἀββᾶς Μωϋσῆς. Τί βλέπεις; Ὁ δὲ Ζαχαρίας ἀπεκρίθη. Δὲν εἶναι καλλίτερον ὦ Πάτερ, νὰ σιωπᾷ τινας; Καὶ ὁ γέρων εἶπε. Ναὶ τέκνον, σιώπα. Ἐν δὲ τῇ ὥρᾳ τοῦ θανάτου αὐτοῦ, καθεζόμενος ἐκεῖ ὁ Ἀββᾶς Ἰσίδωρος, καὶ ἀναβλέψας εἰς τὸν Οὐρανὸν εἶπεν· «Εὐφραίνου τέκνον μου Ζαχαρία, ὅτι ἀνεώχθησάν σοι αἱ πύλαι τῆς τῶν Οὐρανῶν Βασιλείας» (αὐτόθι).

*

Οἱ Ἅγιοι ὀκτὼ Μάρτυρες οἱ ἐν Καισαρείᾳ τῆς Παλαιστίνης (4) ξίφει τελειοῦνται.

Σωτῆρος ὀκτάριθμος ἐτμήθη φάλαγξ,
Τοῦ πρὶν περιτμηθέντος ὀκταημέρου (5).

(4) Ἐν δὲ τοῖς τετυπωμένοις Μηναίοις γράφεται, οἱ ἐκ Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης.

(5) Περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τῷ Συναξαριστῇ τὸ Συναξάριον καὶ τὸ δίστιχον Νικάνδρου τοῦ Αἰγυπτίου. Ταῦτα γὰρ προεγράφησαν κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην τοῦ Μαρτίου, ὅτε ἡ μνήμη αὐτοῦ ἑορτάζεται.

*

Ὁ Ὅσιος Μαρτῖνος ὁ Θηβαῖος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Καλῷ τραφεὶς κάλλιστε γήρᾳ Μαρτῖνε,
Θανὼν θανοῦσι προστέθεισαι πατράσι.

*

Ὁ Ἅγιος νέος Ἱερομάρτυς Παρθένιος ὁ Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας ἐν ἔτει ͵αχνζ΄ [1657], ἀγχόνῃ τελειοῦται.

Τῷ Παρθενίῳ ἐπλάκη διπλοῦν στέφος,
Ὡς ἱερεῖ τε καὶ ἀθλητῇ Κυρίου (6).

(6) Τὸ Μαρτύριον τούτου ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

 Των Αγίων Αρτέμονος Επισκόπου Σελευκείας, Αρτέμονος Πρεσβυτέρου Λαοδικείας, Ζαχαρίου, Μαρτίνου κ.ά.

 

 

 

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.