Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου23 Ιουλίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΓ’, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Φωκά του νέου του εκ Σινώπης, ήτοι της ανακομιδής του λειψάνου αυτού.
Φως Κυρίου ένδοξε Φωκά φωτίσαν,
Σην καρδίαν έδειξε φωτός δοχείον.
Έτερον εις την ανακομιδήν του λειψάνου αυτού.
Νέαν κιβωτόν Ισραήλ αίρει νέος,
Φωκά νεκρόν φέρουσαν ως άλλας πλάκας.
Εικάδι τη τριτάτη Φωκά νεκρός αμφεκομίσθη (1).
(1) Το Συναξάριον τούτου όρα εις την εικοστήν δευτέραν του Σεπτεμβρίου. Περιττώς γαρ γράφεται εδώ, εις καιρόν οπού εγράφη κατ’ εκείνην. Σημειούμεν εδώ το θαύμα, οπού ενήργησεν ο Άγιος ούτος Ιερομάρτυς Φωκάς, το οποίον εδιηγήθη Λέων ο Ποντιανός. Ήγουν ότι ο ανδρείος εκείνος Περσισινάκιος επιάσθη από τους Σαρακηνούς, κατά τους χρόνους του αρχηγού αυτών Μάλσαβα, και αφ’ ου εφόρεσαν αυτόν σίδηρα, και τον εξαγκώνισαν, ευρίσκετο κατά γης ερριμμένος. Ούτω λοιπόν ευρισκόμενος, επεκαλέσθη τον Άγιον τούτον λέγων. Άγιε Μάρτυς Φωκά, ελέησόν με, και λύτρωσαί με από την ανάγκην μου ταύτην και από τα δεσμά. Λέγων δε ταύτα, εκοιμήθη ολίγον, και ιδού βλέπει τον Άγιον εις σχήμα Ιερέως λέγοντα αυτώ· σηκώσου σηκώσου επάνω και φύγε. Εξυπνήσας δε ευρήκε τον εαυτόν του λυμένον από τα σίδηρα και δεσμά. Όθεν ευθύς ανεχώρησεν αβλαβής, φθάσας δε εις τον οίκον του, κάθε χρόνον εώρταζε την εορτήν του Αγίου, και ευχαρίστει δοξάζων τον Θεόν και τον Άγιον. (Ούτως εύρομεν αυτό γεγραμμένον εν τω Συναξαριστή της του Διονυσίου Μονής.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Προφήτου Ιεζεκιήλ.
Ιεζεκιήλ εβράϊζε καν πόλω,
Αδωνάϊ βλέπω σε, φάσκων Κυρίω.
Ούτος ήτον υιός του Βουζί, από την γην του Αριρά την ιερατικήν, και επροφήτευσε χρόνους είκοσιν, επρόλαβε δε την έλευσιν του Χριστού χρόνους τετρακοσίους εβδομηνταεπτά (2). Όταν δε εσκλαβώθησαν οι Εβραίοι εις την Βαβυλώνα, επήγε και αυτός μαζί με αυτούς. Και αφ’ ου επροφήτευσε πολλάς προφητείας εις τον λαόν των Ιουδαίων, έδωκε και τούτο το παράδοξον σημείον, ήγουν ότι να προσέχουν εις τον ποταμόν της Βαβυλώνος τον καλούμενον Χοβάρ, και όταν ιδούν, πως ξηραίνεται, τότε να ελπίζουν, πως θέλει έλθη κατά της Βαβυλώνος το δρεπάνι της ερημώσεως. Όταν δε ιδούν πως αυξάνει, τότε να ελπίζουν, πως έχουν να γυρίσουν εις την Ιερουσαλήμ. Μίαν φοράν εσυνάχθησαν εις αυτόν Εβραίοι πολλοί, επειδή εφοβήθησαν, μήπως οι Βαβυλώνιοι σηκωθούν κατ’ αυτών και τους θανατώσουν. Όθεν ο Προφήτης έκαμε να σταθή το νερόν του ποταμού, δια τούτο περάσαντες αυτόν οι Εβραίοι αντίπερα, εγλύτωσαν. Οι δε Βαβυλώνιοι, επειδή ετόλμησαν να κυνηγήσουν αυτούς, δια τούτο κατεποντίσθησαν εις τον ποταμόν. Ούτος δια προσευχής του εχάρισε μίαν φοράν εις τους πεινώντας Εβραίους πλουσίαν τροφήν από οψάρια, και εις άλλους, οπού ελειποθύμουν, εχάρισε ζωήν και παρηγορίαν. Ούτος μίαν φοράν οπού οι εθνικοί έβλαπτον τον ισραηλιτικόν λαόν, επήγεν εις τους πρώτους των εθνικών, και ποιήσας έμπροσθέν τους θαυμάσια, εφόβισεν αυτούς, και τους έκαμε να παύσουν από το να βλάπτουν τον Ισραήλ.
Επειδή δε οι Ισραηλίται εφώναζον, ότι εχάθη η ελπίς μας, και πλέον δεν ελπίζομεν να ελευθερωθώμεν από την σκλαβίαν, δια τούτο ο Προφήτης ούτος με το θαύμα των νεκρών κοκκάλων, οπού είδεν εν οπτασία, έπεισεν αυτούς, ότι είναι ελπίς ελευθερίας εις τον Ισραήλ. Ούτος είδε τον τύπον του Ναού, καθώς τον είδε και ο Μωϋσής, και είπεν, ότι πάλιν θέλει κτισθή, καθώς το είπε και ο Δανιήλ. Ούτος ετιμώρησεν εις την Βαβυλώνα την φυλήν του Γαδ, επειδή αυτή ασεβούσε μεν εις τον Κύριον, ενομίζετο δε, ότι φυλάττει τον νόμον Κυρίου. Όθεν έκαμε να θανατώσουν οι όφεις τα βρέφη και κτήνη αυτών. Και επροείπεν ότι δι’ αυτούς, δεν θέλει επιστρέψει ο λαός του Ισραήλ εις την Ιερουσαλήμ, αλλά θέλουν μένουν εις τους Μήδας, έως οπού να αφήσουν την πλάνην και κακίαν τους. Δια τούτο και η φυλή αύτη του Γαδ, μη υποφέρουσα να ακούη ταύτα, εθανάτωσε τον μακάριον τούτον Προφήτην, ως εναντιούμενον καθ’ εκάστην ημέραν, και ελέγχοντα αυτήν, διατί επροσκύνει τα είδωλα. Έθαψε δε αυτόν ο λαός του Ισραήλ εις τον αγρόν Θουρ, εν τω τάφω του Αρφαξάδ. Είναι δε ο τάφος αυτού σπήλαιον διπλούν, διπλούν δε λέγεται, ότι είναι απόκρυφον, με το να έχη μέσα γυρίσματα, τα οποία έδειχνον αυτό πως ήτον δύω σπήλαια. Ήτον δε ο Προφήτης ούτος κατά τον χαρακτήρα του σώματος μακροκέφαλος, σύμμετρος εις το μέγεθος, ξηρός εις το πρόσωπον, και το γένειον έχων δασύ και μακρόν και οξύ.
(2) Εν δε τω Ωρολογίω γράφεται, τετρακοσίους δεκατρείς.
*
Μνήμη των Αγίων Ιερομαρτύρων Απολιναρίου και Βιταλίου, Επισκόπων Ραβέννης της εν Ιταλία.
Τον Απολινάριον εκτετμημένον,
Έσπευσε Βιτάλιος αυτίκα φθάσαι.
*
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Απολλώνιος ο Επίσκοπος Ρώμης, τοξευθείς και εις πυρ βληθείς, τελειούται.
Απολλωνίω διπλόμοχθος η πάλη,
Μοχθούντι προς πυρ και τα των τόξων βέλη.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων των υπό Βουλγάρων ποικίλοις τιμωριών τρόποις τελειωθέντων επί Νικηφόρου του βασιλέως.
Άνδρας δικαίους και τρόποις ου ποικίλους,
Άνδρες φονείς κτείνουσι ποικιλοτρόπως.
Νικηφόρος ο βασιλεύς, ο επικαλούμενος Πατρίκιος και γενικός λογοθέτης, κατά τον ένατον μεν χρόνον της βασιλείας του, εν έτει δε από Χριστού ωια’ [811], ευγήκεν από την Κωνσταντινούπολιν δια να πολεμήση τους Βουλγάρους με όλα του τα στρατεύματα, έχων μαζί του και τον υιόν του Σταυράκιον, και τον γαμβρόν του Μιχαήλ. Συγκροτήσας λοιπόν τον πόλεμον μετά των Βουλγάρων, ενίκησεν αυτούς κατά κράτος, και τρόπαιον περιφανέστατον ήγειρεν. Υπερηφανευθείς όμως δια την τοιαύτην νίκην, ως ελαφρός εις τον νουν, εκάθητο τρυφών, καταγινόμενος μεν εις φαγοπότια, αμελών δε τα βασιλικά πράγματα· αύτη δε η αμέλεια έκαμε τους Βουλγάρους να λάβουν θάρρος. Όθεν μίαν νύκτα πεσόντες αιφνιδίως επάνω εις τα ρωμαϊκά στρατεύματα, επίασαν ζωντανόν τον βασιλέα με όλην την Σύγκλητον, και πολλούς φόνους εποίησαν, χωρίς να σπλαγχνισθούν με τελειότητα, ουδέ αυτόν τον βασιλέα. Και αυτόν γαρ εθανάτωσεν ο των Βουλγάρων αρχηγός, Κρούμος ονόματι. Και όσοι μεν στρατιώται Χριστιανοί εκτυπήθησαν θανατηφόρως, ευθύς απέθανον. Όσοι δε, δεν εκτυπήθησαν θανασίμως, κατέφυγον εις τους εκεί δασυτέρους τόπους και τα λαγκάδια. Όσοι δε ζωντανοί επιάσθησαν, ετιμωρήθησαν με διάφορα βάσανα δια να αρνηθούν τον Χριστόν και να πιστεύσουν εις την θρησκείαν των Σκαφών. Όθεν επειδή οι μεν Βούλγαροι ηνάγκαζον αυτούς να αρνηθούν τον Χριστόν, οι δε Χριστιανοί αντιστέκοντο δυνατά, και έλεγον, ότι προτιμώσι καλλίτερα να αποθάνουν, πάρεξ να αρνηθούν την ευσέβειαν, τούτου χάριν εθανατώθησαν με δεινούς και με πολυτρόπους θανάτους. Άλλοι μεν γαρ από αυτούς, απεκεφαλίσθησαν δια ξίφους. Άλλοι δε, εκρεμάσθησαν. Άλλοι, εσαϊτεύθησαν με πυκνάς σαΐτας. Και άλλοι, εκαταδικάσθησαν με φυλακάς και πείναν και δίψαν. Και έτζι όλοι τελειωθέντες, έλαβον οι μακάριοι τους αφθάρτους στεφάνους της αθλήσεως (3).
(3) Ο δε υιός του βασιλέως Σταυράκιος φεύγωντας πληγωμένος από τον πόλεμον, διεσώθη εις την Αδριανούπολιν, όπου και αυτοκράτωρ αναγορευθείς, δύω μήνας μόνον απόλαυσε την βασιλείαν. Όρα εις τον β’ τόμον του Μελετίου, σελ. 259.
*
Μνήμη των εν Καρθαγένη επτά Μαρτύρων.
Αθληταί επτά θανατωθέντες ξίφει,
Χριστώ πάρεισιν Άγιοι τω Αγίω.
*
Η Σύναξις του Αγίου Προφήτου και Βαπτιστού Ιωάννου εν τοις Ολύμπου, πλησίον του Αγίου Θωμά.
*
Μνήμη της Οσίας Άννης της εν τω Λευκαδίω (ή εν τω Λευκάτη).
Σος δέσμιος νους σαρκικάς ρίψας πέδας,
Είργοντος Άννα μηδενός Θεόν βλέπει.
Αύτη η Αγία ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοφίλου του εικονομάχου, εν έτει ωκθ’ [829], καταγομένη μεν από γένος λαμπρόν και περιφανές, έχουσα δε, πλούτον και περιουσίαν πολλήν. Ταύτην την Αγίαν επιμελείτο η μήτηρ της δια να αναθρέψη με κοσμιότητα και ευλάβειαν, επειδή και ο πατήρ της είχεν αποθάνη προτίτερα. Αφ’ ου δε η μήτηρ της Αγίας έζησεν ομού με αυτήν ολίγον καιρόν, και αφ’ ου η Αγία εσύναξεν εις τον εαυτόν της κάθε καλόν και αρετήν, και με την εδικήν της προαίρεσιν, και με την παρακίνησιν της μητρός της, τότε απέθανε και η μήτηρ της. Όθεν έγινεν η μακαρία Άννα κυρία πλούτου πολλού, από τον οποίον εμοίραζεν εις τους πτωχούς και ενδεείς τας αναγκαίας των χρείας. Εις καιρόν δε οπού η Οσία αύτη εφημίζετο με τα τοιαύτα καλά έργα, ηκολούθησε να έλθη εις την βασιλείαν των Ρωμαίων ένας άνθρωπος, Αγαρηνός μεν κατά το γένος, πονηρός δε κατά τον τρόπον. Ήτον δε τότε βασιλεύς, ο Μακεδών Βασίλειος εν έτει ωξζ’ [867]. Ο Αγαρηνός λοιπόν αυτός εζήτησεν άδειαν από τον βασιλέα δια να πάρη γυναίκα την μακαρίαν Άνναν. Ο δε βασιλεύς έδωκεν άδειαν εις αυτόν να την πάρη· αλλ’ η αοίδιμος Άννα τούτο να κάμη δεν έστεργεν, όθεν εδοκίμαζε πολλάς θλίψεις και στενοχωρίας από τον μιαρόν Αγαρηνόν. Και ο μεν Αγαρηνός εφιλονείκει και έλεγεν, ότι έχει να την πάρη γυναίκα. Η δε Άννα παρεκάλει τον Θεόν, με προσευχάς και δάκρυα, δια να την ελευθερώση ταχέως από τον πειρασμόν αυτόν. Όθεν εισήκουσεν ο Θεός την προσευχήν της, και υστέρησε μεν τον βιαστήν Αγαρηνόν από την παρούσαν ζωήν, ετελείωσε δε το θέλημα της Άννης της φοβουμένης αυτόν. Τι δε εκ τούτου ηκολούθησεν; Απέρριψεν η μακαρία Άννα όλα τα του βίου πράγματα, και εμβαίνουσα μέσα εις ένα Ναόν της Θεοτόκου, έδωκε τον εαυτόν της εις νηστείαν, εις αγρυπνίαν, και εις εγκράτειαν· εις όλην γαρ την εβδομάδα έμενε νηστική.
Όθεν τόσον πολλά κατεμάρανε το σώμα της, ώστε οπού εφαίνοντο έξωθεν όλα τα νεύρα και αι αρμονίαι των μελών. Επειδή γαρ αι σάρκες της κατεξηράνθησαν από την υπερβολικήν σκληραγωγίαν και σχεδόν ενεκρώθησαν, δια τούτο και η εσωτερική σύνθεσις και αρμονία των νεύρων, με την οποίαν ο Πλάστης συνέδεσεν όλον το σώμα, καθαρά εγνωρίζετο έξωθεν, και μόνον το δέρμα ευρίσκετο επάνω εις τας αρμονίας και κόκκαλα. Με την τοιαύτην λοιπόν ζωήν διεπέρασεν η Αγία χρόνους πεντήκοντα. Έπειτα ασθενήσασα ολίγον, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Το δε πολυπαθές και καρτερικόν αυτής σώμα, εβάλθη από τους συγγενείς της μέσα εις σεντούκι, και ενταφιάσθη εις ένα τόπον, όπου και άλλοι πολλοί συγγενείς της ευρίσκοντο ενταφιασμένοι. Αφ’ ου δε επέρασαν χρόνοι πολλοί, μερικοί άνθρωποι ενοχλούμενοι από ακάθαρτα πνεύματα, επήγαν και εύγαλαν από τον τάφον το σώμα της Αγίας, το οποίον ω του θαύματος! ευρέθη λαμπρόν, σώον, άφθαρτον, και γεμάτον από κάθε ευωδίαν θεϊκήν τε ομού και ανθρωπίνην. Θαύμα δε ήτον τούτο βέβαια υπερφυσικόν και παράδοξον, καθώς εκ τούτου δύναταί τινας να το καταλάβη. Διότι, αγκαλά και ήτον και άλλα πολλά σώματα ενταφιασμένα εις τον τόπον εκείνον, ομού με το σώμα της μακαρίας, εκείνα όμως φυσικώς διελύθησαν και εφθάρησαν, το δε σώμα της Οσίας Άννης έμεινεν υπερφυσικώς σώον και αδιάφθορον. Όθεν αληθώς επληρώθη εις την Οσίαν ταύτην το Δαβιτικόν εκείνο· «Φυλάσσει Κύριος πάντα τα οστά των Αγίων, και εν εξ αυτών ου συντριβήσεται». Εκ της χάριτος δε του λειψάνου τούτου, δαίμονες εδιώχθησαν, τυφλοί ανέβλεψαν, χωλοί περιεπάτησαν, και απλώς, κάθε ασθένεια, δια την οποίαν οι άνθρωποι πάσχουσι, και τότε και τώρα δι’ αυτού ιατρεύεται. Έτζι ηξεύρει ο Θεός να αντιδοξάζη τους αυτόν δοξάζοντας.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΓ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Φωκᾶ τοῦ νέου τοῦ ἐκ Σινώπης, ἤτοι τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ λειψάνου αὐτοῦ.
Φῶς Κυρίου ἔνδοξε Φωκᾶ φωτίσαν,
Σὴν καρδίαν ἔδειξε φωτὸς δοχεῖον.
Ἕτερον εἰς τὴν ἀνακομιδὴν τοῦ λειψάνου αὐτοῦ.
Νέαν κιβωτὸν Ἰσραὴλ αἴρει νέος,
Φωκᾶ νεκρὸν φέρουσαν ὡς ἄλλας πλάκας.
Εἰκάδι τῇ τριτάτῃ Φωκᾶ νεκρὸς ἀμφεκομίσθη (1).
(1) Τὸ Συναξάριον τούτου ὅρα εἰς τὴν εἰκοστὴν δευτέραν τοῦ Σεπτεμβρίου. Περιττῶς γὰρ γράφεται ἐδῶ, εἰς καιρὸν ὁποῦ ἐγράφη κατ’ ἐκείνην. Σημειοῦμεν ἐδῶ τὸ θαῦμα, ὁποῦ ἐνήργησεν ὁ Ἅγιος οὗτος Ἱερομάρτυς Φωκᾶς, τὸ ὁποῖον ἐδιηγήθη Λέων ὁ Ποντιανός. Ἤγουν ὅτι ὁ ἀνδρεῖος ἐκεῖνος Περσισινάκιος ἐπιάσθη ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἀρχηγοῦ αὐτῶν Μάλσαβα, καὶ ἀφ’ οὗ ἐφόρεσαν αὐτὸν σίδηρα, καὶ τὸν ἐξαγκώνισαν, εὑρίσκετο κατὰ γῆς ἐρριμμένος. Οὕτω λοιπὸν εὑρισκόμενος, ἐπεκαλέσθη τὸν Ἅγιον τοῦτον λέγων. Ἅγιε Μάρτυς Φωκᾶ, ἐλέησόν με, καὶ λύτρωσαί με ἀπὸ τὴν ἀνάγκην μου ταύτην καὶ ἀπὸ τὰ δεσμά. Λέγων δὲ ταῦτα, ἐκοιμήθη ὀλίγον, καὶ ἰδοὺ βλέπει τὸν Ἅγιον εἰς σχῆμα Ἱερέως λέγοντα αὐτῷ· σηκώσου σηκώσου ἐπάνω καὶ φύγε. Ἐξυπνήσας δὲ εὑρῆκε τὸν ἑαυτόν του λυμένον ἀπὸ τὰ σίδηρα καὶ δεσμά. Ὅθεν εὐθὺς ἀνεχώρησεν ἀβλαβής, φθάσας δὲ εἰς τὸν οἶκόν του, κάθε χρόνον ἑώρταζε τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου, καὶ εὐχαρίστει δοξάζων τὸν Θεὸν καὶ τὸν Ἅγιον. (Οὕτως εὕρομεν αὐτὸ γεγραμμένον ἐν τῷ Συναξαριστῇ τῆς τοῦ Διονυσίου Μονῆς.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Προφήτου Ἰεζεκιήλ.
Ἰεζεκιὴλ ἑβράϊζε κᾂν πόλῳ,
Ἀδωνάϊ βλέπω σε, φάσκων Κυρίῳ.
Οὗτος ἦτον υἱὸς τοῦ Βουζί, ἀπὸ τὴν γῆν τοῦ Ἀριρὰ τὴν ἱερατικήν, καὶ ἐπροφήτευσε χρόνους εἴκοσιν, ἐπρόλαβε δὲ τὴν ἔλευσιν τοῦ Χριστοῦ χρόνους τετρακοσίους ἑβδομηνταεπτά (2). Ὅταν δὲ ἐσκλαβώθησαν οἱ Ἑβραῖοι εἰς τὴν Βαβυλῶνα, ἐπῆγε καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ αὐτούς. Καὶ ἀφ’ οὗ ἐπροφήτευσε πολλὰς προφητείας εἰς τὸν λαὸν τῶν Ἰουδαίων, ἔδωκε καὶ τοῦτο τὸ παράδοξον σημεῖον, ἤγουν ὅτι νὰ προσέχουν εἰς τὸν ποταμὸν τῆς Βαβυλῶνος τὸν καλούμενον Χοβάρ, καὶ ὅταν ἰδοῦν, πῶς ξηραίνεται, τότε νὰ ἐλπίζουν, πῶς θέλει ἔλθῃ κατὰ τῆς Βαβυλῶνος τὸ δρεπάνι τῆς ἐρημώσεως. Ὅταν δὲ ἰδοῦν πῶς αὐξάνει, τότε νὰ ἐλπίζουν, πῶς ἔχουν νὰ γυρίσουν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Μίαν φορὰν ἐσυνάχθησαν εἰς αὐτὸν Ἑβραῖοι πολλοί, ἐπειδὴ ἐφοβήθησαν, μήπως οἱ Βαβυλώνιοι σηκωθοῦν κατ’ αὐτῶν καὶ τοὺς θανατώσουν. Ὅθεν ὁ Προφήτης ἔκαμε νὰ σταθῇ τὸ νερὸν τοῦ ποταμοῦ, διὰ τοῦτο περάσαντες αὐτὸν οἱ Ἑβραῖοι ἀντίπερα, ἐγλύτωσαν. Οἱ δὲ Βαβυλώνιοι, ἐπειδὴ ἐτόλμησαν νὰ κυνηγήσουν αὐτούς, διὰ τοῦτο κατεποντίσθησαν εἰς τὸν ποταμόν. Οὗτος διὰ προσευχῆς του ἐχάρισε μίαν φορὰν εἰς τοὺς πεινῶντας Ἑβραίους πλουσίαν τροφὴν ἀπὸ ὀψάρια, καὶ εἰς ἄλλους, ὁποῦ ἐλειποθύμουν, ἐχάρισε ζωὴν καὶ παρηγορίαν. Οὗτος μίαν φορὰν ὁποῦ οἱ ἐθνικοὶ ἔβλαπτον τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν, ἐπῆγεν εἰς τοὺς πρώτους τῶν ἐθνικῶν, καὶ ποιήσας ἔμπροσθέν τους θαυμάσια, ἐφόβισεν αὐτούς, καὶ τοὺς ἔκαμε νὰ παύσουν ἀπὸ τὸ νὰ βλάπτουν τὸν Ἰσραήλ.
Ἐπειδὴ δὲ οἱ Ἰσραηλῖται ἐφώναζον, ὅτι ἐχάθη ἡ ἐλπίς μας, καὶ πλέον δὲν ἐλπίζομεν νὰ ἐλευθερωθῶμεν ἀπὸ τὴν σκλαβίαν, διὰ τοῦτο ὁ Προφήτης οὗτος μὲ τὸ θαῦμα τῶν νεκρῶν κοκκάλων, ὁποῦ εἶδεν ἐν ὀπτασίᾳ, ἔπεισεν αὐτούς, ὅτι εἶναι ἐλπὶς ἐλευθερίας εἰς τὸν Ἰσραήλ. Οὗτος εἶδε τὸν τύπον τοῦ Ναοῦ, καθὼς τὸν εἶδε καὶ ὁ Μωϋσῆς, καὶ εἶπεν, ὅτι πάλιν θέλει κτισθῇ, καθὼς τὸ εἶπε καὶ ὁ Δανιήλ. Οὗτος ἐτιμώρησεν εἰς τὴν Βαβυλῶνα τὴν φυλὴν τοῦ Γάδ, ἐπειδὴ αὐτὴ ἀσεβοῦσε μὲν εἰς τὸν Κύριον, ἐνομίζετο δέ, ὅτι φυλάττει τὸν νόμον Κυρίου. Ὅθεν ἔκαμε νὰ θανατώσουν οἱ ὄφεις τὰ βρέφη καὶ κτήνη αὐτῶν. Καὶ ἐπροεῖπεν ὅτι δι’ αὐτούς, δὲν θέλει ἐπιστρέψει ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ θέλουν μένουν εἰς τοὺς Μήδας, ἕως ὁποῦ νὰ ἀφήσουν τὴν πλάνην καὶ κακίαν τους. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ φυλὴ αὕτη τοῦ Γάδ, μὴ ὑποφέρουσα νὰ ἀκούῃ ταῦτα, ἐθανάτωσε τὸν μακάριον τοῦτον Προφήτην, ὡς ἐναντιούμενον καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, καὶ ἐλέγχοντα αὐτήν, διατὶ ἐπροσκύνει τὰ εἴδωλα. Ἔθαψε δὲ αὐτὸν ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ εἰς τὸν ἀγρὸν Θούρ, ἐν τῷ τάφῳ τοῦ Ἀρφαξάδ. Εἶναι δὲ ὁ τάφος αὐτοῦ σπήλαιον διπλοῦν, διπλοῦν δὲ λέγεται, ὅτι εἶναι ἀπόκρυφον, μὲ τὸ νὰ ἔχῃ μέσα γυρίσματα, τὰ ὁποῖα ἔδειχνον αὐτὸ πῶς ἦτον δύω σπήλαια. Ἦτον δὲ ὁ Προφήτης οὗτος κατὰ τὸν χαρακτῆρα τοῦ σώματος μακροκέφαλος, σύμμετρος εἰς τὸ μέγεθος, ξηρὸς εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ τὸ γένειον ἔχων δασὺ καὶ μακρὸν καὶ ὀξύ.
(2) Ἐν δὲ τῷ Ὡρολογίῳ γράφεται, τετρακοσίους δεκατρεῖς.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Ἱερομαρτύρων Ἀπολιναρίου καὶ Βιταλίου, Ἐπισκόπων Ῥαβέννης τῆς ἐν Ἰταλίᾳ.
Τὸν Ἀπολινάριον ἐκτετμημένον,
Ἔσπευσε Βιτάλιος αὐτίκα φθάσαι.
*
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀπολλώνιος ὁ Ἐπίσκοπος Ῥώμης, τοξευθεὶς καὶ εἰς πῦρ βληθείς, τελειοῦται.
Ἀπολλωνίῳ διπλόμοχθος ἡ πάλη,
Μοχθοῦντι πρὸς πῦρ καὶ τὰ τῶν τόξων βέλη.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων τῶν ὑπὸ Βουλγάρων ποικίλοις τιμωριῶν τρόποις τελειωθέντων ἐπὶ Νικηφόρου τοῦ βασιλέως.
Ἄνδρας δικαίους καὶ τρόποις οὐ ποικίλους,
Ἄνδρες φονεῖς κτείνουσι ποικιλοτρόπως.
Νικηφόρος ὁ βασιλεύς, ὁ ἐπικαλούμενος Πατρίκιος καὶ γενικὸς λογοθέτης, κατὰ τὸν ἔνατον μὲν χρόνον τῆς βασιλείας του, ἐν ἔτει δὲ ἀπὸ Χριστοῦ ωια΄ [811], εὐγῆκεν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν διὰ νὰ πολεμήσῃ τοὺς Βουλγάρους μὲ ὅλα του τὰ στρατεύματα, ἔχων μαζί του καὶ τὸν υἱόν του Σταυράκιον, καὶ τὸν γαμβρόν του Μιχαήλ. Συγκροτήσας λοιπὸν τὸν πόλεμον μετὰ τῶν Βουλγάρων, ἐνίκησεν αὐτοὺς κατὰ κράτος, καὶ τρόπαιον περιφανέστατον ἤγειρεν. Ὑπερηφανευθεὶς ὅμως διὰ τὴν τοιαύτην νίκην, ὡς ἐλαφρὸς εἰς τὸν νοῦν, ἐκάθητο τρυφῶν, καταγινόμενος μὲν εἰς φαγοπότια, ἀμελῶν δὲ τὰ βασιλικὰ πράγματα· αὕτη δὲ ἡ ἀμέλεια ἔκαμε τοὺς Βουλγάρους νὰ λάβουν θάρρος. Ὅθεν μίαν νύκτα πεσόντες αἰφνιδίως ἐπάνω εἰς τὰ ῥωμαϊκὰ στρατεύματα, ἐπίασαν ζωντανὸν τὸν βασιλέα μὲ ὅλην τὴν Σύγκλητον, καὶ πολλοὺς φόνους ἐποίησαν, χωρὶς νὰ σπλαγχνισθοῦν μὲ τελειότητα, οὐδὲ αὐτὸν τὸν βασιλέα. Καὶ αὐτὸν γὰρ ἐθανάτωσεν ὁ τῶν Βουλγάρων ἀρχηγός, Κροῦμος ὀνόματι. Καὶ ὅσοι μὲν στρατιῶται Χριστιανοὶ ἐκτυπήθησαν θανατηφόρως, εὐθὺς ἀπέθανον. Ὅσοι δέ, δὲν ἐκτυπήθησαν θανασίμως, κατέφυγον εἰς τοὺς ἐκεῖ δασυτέρους τόπους καὶ τὰ λαγκάδια. Ὅσοι δὲ ζωντανοὶ ἐπιάσθησαν, ἐτιμωρήθησαν μὲ διάφορα βάσανα διὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸν καὶ νὰ πιστεύσουν εἰς τὴν θρῃσκείαν τῶν Σκαφῶν. Ὅθεν ἐπειδὴ οἱ μὲν Βούλγαροι ἠνάγκαζον αὐτοὺς νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστόν, οἱ δὲ Χριστιανοὶ ἀντιστέκοντο δυνατά, καὶ ἔλεγον, ὅτι προτιμῶσι καλλίτερα νὰ ἀποθάνουν, πάρεξ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν εὐσέβειαν, τούτου χάριν ἐθανατώθησαν μὲ δεινοὺς καὶ μὲ πολυτρόπους θανάτους. Ἄλλοι μὲν γὰρ ἀπὸ αὐτούς, ἀπεκεφαλίσθησαν διὰ ξίφους. Ἄλλοι δέ, ἐκρεμάσθησαν. Ἄλλοι, ἐσαϊτεύθησαν μὲ πυκνὰς σαΐτας. Καὶ ἄλλοι, ἐκαταδικάσθησαν μὲ φυλακὰς καὶ πεῖναν καὶ δίψαν. Καὶ ἔτζι ὅλοι τελειωθέντες, ἔλαβον οἱ μακάριοι τοὺς ἀφθάρτους στεφάνους τῆς ἀθλήσεως (3).
(3) Ὁ δὲ υἱὸς τοῦ βασιλέως Σταυράκιος φεύγωντας πληγωμένος ἀπὸ τὸν πόλεμον, διεσώθη εἰς τὴν Ἀδριανούπολιν, ὅπου καὶ αὐτοκράτωρ ἀναγορευθείς, δύω μῆνας μόνον ἀπόλαυσε τὴν βασιλείαν. Ὅρα εἰς τὸν β΄ τόμον τοῦ Μελετίου, σελ. 259.
*
Μνήμη τῶν ἐν Καρθαγένῃ ἑπτὰ Μαρτύρων.
Ἀθληταὶ ἑπτὰ θανατωθέντες ξίφει,
Χριστῷ πάρεισιν Ἅγιοι τῷ Ἁγίῳ.
*
Ἡ Σύναξις τοῦ Ἁγίου Προφήτου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου ἐν τοῖς Ὀλύμπου, πλησίον τοῦ Ἁγίου Θωμᾶ.
*
Μνήμη τῆς Ὁσίας Ἄννης τῆς ἐν τῷ Λευκαδίῳ (ἢ ἐν τῷ Λευκάτῃ).
Σὸς δέσμιος νοῦς σαρκικὰς ῥίψας πέδας,
Εἴργοντος Ἄννα μηδενὸς Θεὸν βλέπει.
Αὕτη ἡ Ἁγία ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου, ἐν ἔτει ωκθ΄ [829], καταγομένη μὲν ἀπὸ γένος λαμπρὸν καὶ περιφανές, ἔχουσα δέ, πλοῦτον καὶ περιουσίαν πολλήν. Ταύτην τὴν Ἁγίαν ἐπιμελεῖτο ἡ μήτηρ της διὰ νὰ ἀναθρέψῃ μὲ κοσμιότητα καὶ εὐλάβειαν, ἐπειδὴ καὶ ὁ πατήρ της εἶχεν ἀποθάνῃ προτίτερα. Ἀφ’ οὗ δὲ ἡ μήτηρ τῆς Ἁγίας ἔζησεν ὁμοῦ μὲ αὐτὴν ὀλίγον καιρόν, καὶ ἀφ’ οὗ ἡ Ἁγία ἐσύναξεν εἰς τὸν ἑαυτόν της κάθε καλὸν καὶ ἀρετήν, καὶ μὲ τὴν ἐδικήν της προαίρεσιν, καὶ μὲ τὴν παρακίνησιν τῆς μητρός της, τότε ἀπέθανε καὶ ἡ μήτηρ της. Ὅθεν ἔγινεν ἡ μακαρία Ἄννα κυρία πλούτου πολλοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐμοίραζεν εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ ἐνδεεῖς τὰς ἀναγκαίας των χρείας. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἡ Ὁσία αὕτη ἐφημίζετο μὲ τὰ τοιαῦτα καλὰ ἔργα, ἠκολούθησε νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν βασιλείαν τῶν Ῥωμαίων ἕνας ἄνθρωπος, Ἀγαρηνὸς μὲν κατὰ τὸ γένος, πονηρὸς δὲ κατὰ τὸν τρόπον. Ἦτον δὲ τότε βασιλεύς, ὁ Μακεδὼν Βασίλειος ἐν ἔτει ωξζ΄ [867]. Ὁ Ἀγαρηνὸς λοιπὸν αὐτὸς ἐζήτησεν ἄδειαν ἀπὸ τὸν βασιλέα διὰ νὰ πάρῃ γυναῖκα τὴν μακαρίαν Ἄνναν. Ὁ δὲ βασιλεὺς ἔδωκεν ἄδειαν εἰς αὐτὸν νὰ τὴν πάρῃ· ἀλλ’ ἡ ἀοίδιμος Ἄννα τοῦτο νὰ κάμῃ δὲν ἔστεργεν, ὅθεν ἐδοκίμαζε πολλὰς θλίψεις καὶ στενοχωρίας ἀπὸ τὸν μιαρὸν Ἀγαρηνόν. Καὶ ὁ μὲν Ἀγαρηνὸς ἐφιλονείκει καὶ ἔλεγεν, ὅτι ἔχει νὰ τὴν πάρῃ γυναῖκα. Ἡ δὲ Ἄννα παρεκάλει τὸν Θεόν, μὲ προσευχὰς καὶ δάκρυα, διὰ νὰ τὴν ἐλευθερώσῃ ταχέως ἀπὸ τὸν πειρασμὸν αὐτόν. Ὅθεν εἰσήκουσεν ὁ Θεὸς τὴν προσευχήν της, καὶ ὑστέρησε μὲν τὸν βιαστὴν Ἀγαρηνὸν ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωήν, ἐτελείωσε δὲ τὸ θέλημα τῆς Ἄννης τῆς φοβουμένης αὐτόν. Τί δὲ ἐκ τούτου ἠκολούθησεν; Ἀπέρριψεν ἡ μακαρία Ἄννα ὅλα τὰ τοῦ βίου πράγματα, καὶ ἐμβαίνουσα μέσα εἰς ἕνα Ναὸν τῆς Θεοτόκου, ἔδωκε τὸν ἑαυτόν της εἰς νηστείαν, εἰς ἀγρυπνίαν, καὶ εἰς ἐγκράτειαν· εἰς ὅλην γὰρ τὴν ἑβδομάδα ἔμενε νηστική.
Ὅθεν τόσον πολλὰ κατεμάρανε τὸ σῶμά της, ὥστε ὁποῦ ἐφαίνοντο ἔξωθεν ὅλα τὰ νεῦρα καὶ αἱ ἁρμονίαι τῶν μελῶν. Ἐπειδὴ γὰρ αἱ σάρκες της κατεξηράνθησαν ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴν σκληραγωγίαν καὶ σχεδὸν ἐνεκρώθησαν, διὰ τοῦτο καὶ ἡ ἐσωτερικὴ σύνθεσις καὶ ἁρμονία τῶν νεύρων, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ Πλάστης συνέδεσεν ὅλον τὸ σῶμα, καθαρὰ ἐγνωρίζετο ἔξωθεν, καὶ μόνον τὸ δέρμα εὑρίσκετο ἐπάνω εἰς τὰς ἁρμονίας καὶ κόκκαλα. Μὲ τὴν τοιαύτην λοιπὸν ζωὴν διεπέρασεν ἡ Ἁγία χρόνους πεντήκοντα. Ἔπειτα ἀσθενήσασα ὀλίγον, παρέδωκε τὴν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ. Τὸ δὲ πολυπαθὲς καὶ καρτερικὸν αὐτῆς σῶμα, ἐβάλθη ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς της μέσα εἰς σεντοῦκι, καὶ ἐνταφιάσθη εἰς ἕνα τόπον, ὅπου καὶ ἄλλοι πολλοὶ συγγενεῖς της εὑρίσκοντο ἐνταφιασμένοι. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν χρόνοι πολλοί, μερικοὶ ἄνθρωποι ἐνοχλούμενοι ἀπὸ ἀκάθαρτα πνεύματα, ἐπῆγαν καὶ εὔγαλαν ἀπὸ τὸν τάφον τὸ σῶμα τῆς Ἁγίας, τὸ ὁποῖον ὢ τοῦ θαύματος! εὑρέθη λαμπρόν, σῶον, ἄφθαρτον, καὶ γεμάτον ἀπὸ κάθε εὐωδίαν θεϊκήν τε ὁμοῦ καὶ ἀνθρωπίνην. Θαῦμα δὲ ἦτον τοῦτο βέβαια ὑπερφυσικὸν καὶ παράδοξον, καθὼς ἐκ τούτου δύναταί τινας νὰ τὸ καταλάβῃ. Διότι, ἀγκαλὰ καὶ ἦτον καὶ ἄλλα πολλὰ σώματα ἐνταφιασμένα εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὁμοῦ μὲ τὸ σῶμα τῆς μακαρίας, ἐκεῖνα ὅμως φυσικῶς διελύθησαν καὶ ἐφθάρησαν, τὸ δὲ σῶμα τῆς Ὁσίας Ἄννης ἔμεινεν ὑπερφυσικῶς σῶον καὶ ἀδιάφθορον. Ὅθεν ἀληθῶς ἐπληρώθη εἰς τὴν Ὁσίαν ταύτην τὸ Δαβιτικὸν ἐκεῖνο· «Φυλάσσει Κύριος πᾶντα τὰ ὀστᾶ τῶν Ἁγίων, καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐ συντριβήσεται». Ἐκ τῆς χάριτος δὲ τοῦ λειψάνου τούτου, δαίμονες ἐδιώχθησαν, τυφλοὶ ἀνέβλεψαν, χωλοὶ περιεπάτησαν, καὶ ἁπλῶς, κάθε ἀσθένεια, διὰ τὴν ὁποίαν οἱ ἄνθρωποι πάσχουσι, καὶ τότε καὶ τώρα δι’ αὐτοῦ ἰατρεύεται. Ἔτζι ἠξεύρει ὁ Θεὸς νὰ ἀντιδοξάζῃ τοὺς αὐτὸν δοξάζοντας.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *