Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου23 Φεβρουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΓ’, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Πολυκάρπου Επισκόπου Σμύρνης.
Σοι Πολύκαρπος ολοκαυτώθη Λόγε,
Καρπόν πολύν δους εκ πυρός ξενοτρόπως.
Εικάδι τη τριτάτη κατά φλοξ Πολύκαρπον έκαυσεν.
Ούτος ο Άγιος εμαθητεύθη κοντά εις τον Θεολόγον και Ευαγγελιστήν Ιωάννην, ομού με τον Θεοφόρον Ιγνάτιον. Έγινε δε Σμύρνης Επίσκοπος ύστερα από τον Άγιον Βουκόλον, ο οποίος επροφήτευσε δια την αρχιερωσύνην οπού έμελλεν ούτος να λάβη. Όταν δε εκίνησε διωγμόν εναντίον των Χριστιανών ο ασεβής Δέκιος (1) εν έτει ρμγ’ [143], τότε επιάσθη και ο θείος ούτος Πολύκαρπος, και επροσφέρθη εις τον ανθύπατον, ήτοι τον δεύτερον όντα του υπάτου, ο οποίος είναι ο νυν τουρκιστί λεγόμενος καϊμακάμης. Και ομολογήσας παρρησία τον Χριστόν, ετελείωσε με φωτίαν το μαρτύριον, και ούτως έλαβεν ο μακάριος παρά Κυρίου τον αμαράντινον στέφανον.
Ούτος ο Άγιος έλαβε και την χάριν των θαυμάτων παρά Κυρίου. Όθεν προ του μεν να γένη Αρχιερεύς, δια προσευχής του εγέμωσεν από σιτάρι τα αμπάρια της γυναικός εκείνης, οπού τον ανέθρεψε, τα οποία αμπάρια είχεν ευκερώσει προτίτερα εις τας χρείας των πτωχών αδελφών. Αφ’ ου δε έγινεν Αρχιερεύς, εκράτησε την ορμήν μιας πυρκαϊάς, και δια προσευχής του έφερε βροχήν εις την γην εν καιρώ αβροχίας, και πάλιν εμπόδισε την αμετρίαν και υπερβολήν της βροχής. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία. (Τον κατά πλάτος Βίον του Αγίου τούτου, όρα εις το Νέον Εκλόγιον (2). Τον δε ελληνικόν τούτου Βίον συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Η Εκκλησία του Θεού». Σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)
(1) Ουχί ο Δέκιος, αλλ’ ο Αντωνίνος ούτος εστίν, όστις και Πίος, ήτοι ευσεβής ωνομάζετο, καθώς και εν τω Ωρολογίω Αντωνίνος γράφεται και ουχί Δέκιος. Ο μεν γαρ Αντωνίνος εβασίλευσεν εν έτει 139, ο δε Δέκιος εν έτει 250, επί της αρχιερατείας δε, του επί του αυτού Αντωνίνου, όντος Ανικήτου Πάπα Ρώμης, επήγεν ο Πολύκαρπος ούτος εις την Ρώμην, και εδιαλέχθη περί της εορτής του Πάσχα, ως ιστορεί ο Ειρηναίος (βιβλίω γ’, κεφ. γ’, Κατά αιρέσεων), μη συμφωνήσας δε τω Ρώμης δια το ζήτημα αυτό, ανεχώρησεν από την Ρώμην, ως λέγει ο Βαρώνιος και άλλοι ιστορικοί. (Όρα σελ. 199 του α’ τομ. του Μελετίου.)
(2) Ο αποστολικός ούτος ανήρ Πολύκαρπος, δεινοπαθών και λυπούμενος δια τους επί του καιρού του ασεβείς και ειδωλολάτρας, έλεγε το αξιομνημόνευτον τούτο λόγιον· «Ω Θεέ μου, εις τίνα με καιρόν διετήρησας!» Περί τούτου του Αγίου Πολυκάρπου, εβόων τα πλήθη των Ιουδαίων και των εθνών· «Ούτος εστίν ο της Ασίας διδάσκαλος, ο πατήρ των Χριστιανών». Τούτον ο Ευσέβιος καλεί αποστολικόν και προφητικόν άνδρα, και χαρακτήρα της πίστεως και της αληθείας (Βιβλίω δ’, κεφ. ιδ’, ιε’). Σημείωσαι, ότι εις το βιβλίον το καλούμενον Νέον Άνθος χαρίτων, και ταύτα τα αξιόλογα γράφονται περί της σταθερότητος του Αγίου τούτου Πολυκάρπου. Ήγουν ότι ούτος επαραστάθη έμπροσθεν του ανθυπάτου. Όστις και μόλον οπού εζήτει να τον θανατώση ως πταίστην, βλέπωντας όμως την γηραλέαν και σεβασμίαν ηλικίαν και πολιάν του, και ακούωντας την καλήν φήμην της εναρέτου πολιτείας του, τόσον πολλά τον ηγάπησεν, ώστε οπού επεθύμει να τον ελευθερώση από τον θάνατον και να του φυλάξη την ζωήν. Όθεν εις όλον το ύστερον είπεν εις αυτόν, ότι να βλασφημήση το όνομα του Χριστού μίαν μόνην φοράν, όχι με την καρδίαν, αλλά καν μόνον με την γλώσσαν. Και αν τούτο κάμη, ευθύς έχει να τον στείλη εις την επισκοπήν του, όχι μόνον ελεύθερον από κάθε ύβριν, αλλά και γεμάτον από πολλά χαρίσματα. Εις τούτον δε τον διαβολικόν λόγον εφοβήθη και ετρόμαξεν ο σεβάσμιος γέρων. Έπειτα σηκόνωντας τα ομμάτιά του εις τον Ουρανόν, είναι, απεκρίθη, ογδοηκονταέξι χρόνοι, κατά τους οποίους, εγώ δουλεύω τούτον τον καλόν αυθέντην μου τον Ιησούν Χριστόν, ο οποίος δεν μοι επροξένησε καμμίαν λύπην εις το τόσον διάστημα της ζωής μου, μάλιστα δε μοι εχάρισε μυρίας ευεργεσίας. Και λοιπόν, πώς εσύ θέλεις τώρα να υβρίσω εγώ τοιούτον αγαθόν και ευεργετικώτατόν μου αυθέντην; μη μοι γένοιτο τούτο πώποτε! Ου μόνον δε τα λόγιά του εστάθησαν τοιαύτα σταθερά και γενναία, αλλά και τα έργα του εστάθησαν σύμφωνα με τα λόγια. Διατί όταν ανάφθη η πυρκαϊά, και απεφασίσθη δια να βαλθή εις αυτήν, τότε ο γενναίος της ευσεβείας αγωνιστής, όλος χαίρων και αγαλλόμενος, μόνος έλυσε τα υποδήματά του, μόνος εκδύθη το επανωφόρι του, και μόνος αναβαίνοντας επάνω εις την πυρκαϊάν, εξαπλώθη ήσυχα, όχι ωσάν πταίστης δια να αφήση την ζωήν, αλλά ωσάν ο θρυλλούμενος φοίνιξ, δια να αλλάξη τα πτερά, και να πετάξη εις τα Ουράνια. Τα αυτά γράφονται και εις τον ρηθέντα Βίον του με ολίγην παραλλαγήν.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη των Οσίων Πατέρων ημών Ιωάννου, Μωϋσέως, Αντιόχου, και Αντωνίνου.
Σύνταγμα τετράριθμον ανδρών τιμίων,
Συντάσσεταί σοι (Χριστέ δηλαδή) και μεθίσταται βίου.
Από τους τέσσαρας τούτους Οσίους, ο μεν Ιωάννης, έγινε μαθητής και γνώριμος του Οσίου Λιμναίου, ο οποίος ασκήτευσεν εις το βουνόν οπού πλησιάζει εις το χωρίον Τάργαλα, καθώς προείπομεν εις την εικοστήν δευτέραν του παρόντος μηνός. Ούτος λοιπόν πηγαίνωντας εις μίαν ράχιν πολλά ψυχράν, (ευρίσκεται γαρ εις το βόρειον μέρος), εις εκείνην επέρασεν εικοσιπέντε χρόνους ασκεπής και χωρίς στέγην. Η δε τροφή του, ήτον ψωμί και άλας. Φόρεμα εφόρει υφασμένον από τρίχας γηδίσσας. Είχε το σώμα του δεμένον με βαρύτατα σίδηρα, από τα οποία καταβαρυνόμενος, και από τας ακτίνας του ηλίου καταφλεγόμενος, δεν ηθέλησε ποτέ να λάβη ο γενναίος αγωνιστής καμμίαν άνεσιν και παρηγορίαν εις τας κακοπαθείας αυτάς. Όθεν και την αμυγδαλίαν εκείνην, οπού εφύτευσεν ένας γνώριμός του κοντά εις την κλίνην του, η οποία με τον καιρόν έγινε δένδρον και του έκαμνεν ίσκιον, και αυτήν, λέγω, επρόσταξε και την έκοψαν, δια να μην απολαμβάνη από τον ίσκιόν της καμμίαν παρηγορίαν. Με τοιούτον τρόπον λοιπόν ο Όσιος ούτος Ιωάννης αγωνιζόμενος, προς Κύριον εξεδήμησεν.
Ο δε μακάριος Μωϋσής, μιμηθείς την ζωήν του ρηθέντος Οσίου Ιωάννου, επήγεν εις μίαν κορυφήν, η οποία ευρίσκετο επάνω εις το χωρίον το ονομαζόμενον Ραμά, και εκεί ηγωνίζετο με αγώνας ασκητικούς. Ο δε αοίδιμος Αντίοχος, και μόλον οπού ήτον γέρωντας εις την ηλικίαν, μεγάλην όμως άσκησιν εμεταχειρίζετο. Αλλά και ο τρισόλβιος Αντωνίνος, γέρων ώντας, έκτισεν ένα περιτείχισμα εις ένα ερημότατον τόπον, και εκεί ηγωνίζετο παρομοίως με τους νέους. Την αυτήν γαρ τροφήν των νέων, δηλαδή το ψωμί και το άλας, έτρωγαν και οι δύω αυτοί. Και το αυτό ποτόν των νέων έπινον, δηλαδή το νερόν, και το αυτό εκείνων τρίχινον φόρεμα, εφόρουν και αυτοί, και τας αυτάς εκείνων αγρυπνίας και προσευχάς, εποίουν και οι δύω. Και δια να ειπώ καθολικώς, πάντοτε οι τέσσαρες ούτοι Όσιοι ευρίσκοντο εις πόνους και κόπους, τόσον όλην την ημέραν, όσον και όλην την νύκτα, και ούτε η πολυκαιρία της ασκήσεως, ούτε το γηρατείον, ούτε η ασθένεια της φύσεως, ωλιγόστευσε την υπομονήν και ανδρίαν τους. Είχον γαρ εν τη καρδία των ένθεον έρωτα και προθυμίαν, εις το να κοπιάζουν δια τον Θεόν και να αγωνίζωνται. Όθεν με τοιούτους αγώνας διαπεράσαντες την ζωήν τους, εν ειρήνη παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού (3).
(3) Και τούτων των τεσσάρων Οσίων γράφει τους Βίους ο Θεοδώρητος εν αριθμώ εικοστώ τρίτω της Φιλοθέου Ιστορίας, από τους οποίους ηρανίσθη και το παρόν Συναξάριον.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Ζεβινάς εν ειρήνη τελειούται.
Θείος Ζεβινάς λήξιν εις θείαν φθάνει,
Λήξαντος αυτώ του παρ’ ανθρώποις βίου.
*
Μνήμη των Οσίων Πατέρων ημών Πολυχρονίου, Μωσέως, και Δαμιανού, των μαθητών του Ζεβινά.
Πολυχρόνιος και συνασκηταί δύω,
Οι τρεις ομού πληρούσι της ζωής χρόνους.
Από τούτους τους τέσσαρας Οσίους, ο μεν θείος Ζεβινάς επάνω εις ένα βουνόν κατασκευάσας κελλίον ασκητικόν, εμεταχειρίζετο εις αυτό αγώνας ασκητικούς έως εις το γηρατείον του. Υπερέβαλε δε όλους τους Οσίους του καιρού του, κατά την υπομονήν, οπού είχεν εν τη αγία προσευχή. Επειδή γαρ από το γηρατείον δεν εδύνετο να στέκη όρθιος εις την προσευχήν, δια τούτο ακουμβίζωντας επάνω εις το ραβδί του, επροσηύχετο και εδοξολόγει τον Θεόν ο αοίδιμος. Όθεν ζήσας με θαυμασίαν και θεάρεστον ζωήν, ανεχώρησεν από τον παρόντα βίον, και απήλθε προς Κύριον. Ο δε θείος Πολυχρόνιος, έγινε μαθητής του Οσίου Ζεβινά, και τόσον πολλά εμιμήθη τας αρετάς του διδασκάλου του, και ετύπωσεν εις τον εαυτόν του τους χαρακτήρας εκείνου, εις τρόπον ότι, δεν τυπόνεται τόσον καθαρά εις το κηρί του δακτυλιδίου ο τύπος. Το ίδιον γαρ στάσιμον και αδιάλειπτον της εκείνου προσευχής, εμεταχειρίζετο και ούτος. Σίδηρα όμως δεν ηθέλησε να φορέση, φοβούμενος μήπως η ψυχή του υπερηφανευθή δια τούτο. Αντί όμως των σιδήρων, επρόσταξε και του έφεραν μίαν ρίζαν δένδρου βαρυτάτην, την οποίαν εσήκονε την νύκτα επάνω εις τους ώμους του, και έτζι φορτωμένος ων, επροσηύχετο. Όταν δε ήθελεν έλθη τινάς να κτυπήση εις το κελλίον του, έκρυπτε την ρίζαν εις απόκρυφον τόπον, δια να φύγη την δόξαν των ανθρώπων και έπαινον (4). Από τους τοιούτους δε αγώνας έλαβε χάριν των θαυμάτων παρά Θεού ο τρισόλβιος. Δια προσευχής του γαρ έλυσέ ποτε ξηρασίαν και εκατέβασε βροχήν, και ένα λαδικόν άδειον ον, εγέμωσεν αυτό από έλαιον. Ταύτα και άλλα θαυμάσια ποιήσας, προς Κύριον εξεδήμησεν.
Οι δε άλλοι ανωτέρω δύω Όσιοι, ο Μωϋσής λέγω και ο Δαμιανός, εστάθησαν και αυτοί μαθηταί του αυτού θείου Ζεβινά, αλλ’ ο μεν Μωϋσής, έμεινε μέχρι τέλους κοντά εις τον Ζεβινάν, προσφέρωντας εις αυτόν ως εις πατέρα και αυθέντην του, κάθε υπακοήν και υπηρεσίαν, και μορφόνωντας εις τον εαυτόν του ωσάν εις καθρέπτην, την αρετήν, οπού άστραπτεν από την ιεράν ψυχήν του μακαρίου εκείνου γέροντος. Ο δε Δαμιανός διδάσκαλον της μοναδικής πολιτείας μεταχειρισθείς πρότερον τον Όσιον Πολυχρόνιον, ύστερον επήγεν εις ένα χωρίον, οπού ήτον εκεί κοντά, Νιαρά καλούμενον, ευρών δε έξω του χωρίου ένα μικρόν κελλάκι, και εμβαίνωντας εις αυτό, εμεταχειρίζετο την ιδίαν πολιτείαν του διδασκάλου του Πολυχρονίου. Ώστε οπού, όποιος ήξευρε καλά και τους δύω, τον Πολυχρόνιον και τον Δαμιανόν, έπειτα έβλεπε μόνον τον Δαμιανόν, του εφαίνετο, ότι βλέπει εν ταυτώ και τον Πολυχρόνιον, και θεωρεί την του Πολυχρονίου ψυχήν, ηνωμένην με το σώμα του Δαμιανού. Επειδή και εις τους δύω έλαμπεν η αυτή απλότης, η αυτή πραότης, η αυτή μετριότης, η αυτή γλυκύτης της ομιλίας, η αυτή νήψις και προσοχή της ψυχής, η αυτή κατανόησις του Θεού, ο αυτός κόπος και η αγρυπνία και η τροφή και η ακτημοσύνη. Διότι το κελλίον του, άλλο δεν είχε πάρεξ φακήν βρεκτήν. Τόσην ωφέλειαν απόκτησεν ο Όσιος Δαμιανός, από την συναναστροφήν του θείου Πολυχρονίου (5).
(4) Ομοίως και τούτων των τεσσάρων Οσίων τους Βίους γράφει ο Θεοδώρητος εν αριθμώ εικοστώ τετάρτω της Φιλοθέου Ιστορίας, από τους οποίους ερανίσθη και το παρόν Συναξάριον. Προσθέττει δε ο Θεοδώρητος, ότι αυτός γνώριμος ων του Οσίου Πολυχρονίου τούτου, ηθέλησε να πάρη την ρίζαν εκείνην από το κελλίον του δια να τον ελαφρώση από τον κόπον, αλλ’ ο Όσιος δεν τον άφησεν. Ήτον δε η ρίζα τόσον βαρεία, ώστε οπού μόλις εσηκόνετο από την γην με τα δύω χέρια.
(5) Προσθέττει δε ο Θεοδώρητος περί του Πολυχρονίου και τούτο, ότι ήτον τόσον πολλά ταπεινός, ώστε οπού εκείνων οπού ήρχοντο εις αυτόν επίανε και ηγκαλίζετο τους δύω πόδας, και το μέτωπόν του βάλλωντας κάτω εις την γην, εζήτει από αυτούς να εύχωνται δια λόγου του, είτε στρατιώται ήτον, είτε χειροτέχναι, είτε άγροικοι. Όθεν επήγε μίαν φοράν εις αυτόν και ένας ηγεμών, της δικαιοσύνης δεφενδευτής και των ευσεβών εραστής. Ο δε Όσιος μαθών, ότι είναι τοιούτος, επίασε με τας χείρας του τους δύω πόδας εκείνου, λέγων, ότι ζητεί από λόγου του ένα αίτημα. Ο δε ηγεμών υπεσχέθη να του κάμη, ο,τι ήθελεν. Ενόμισε γαρ ότι είχε να τον παρακαλέση δια κανένα υπήκοόν του. Ο δε Όσιος είπεν αυτώ. Επειδή και μοι υπεσχέθης βεβαίως, σε παρακαλώ να προσφέρης εις τον Θεόν ευχάς δια λόγου μου. Ο δε ηγεμών κτυπήσας το εδικόν του μέτωπον, δεινοπαθώς έλεγεν, ότι δεν είναι άξιος να παρακαλέση τον Θεόν, ούτε δια τον εαυτόν του. Όθεν δικαίως προσθέττει ο Θεοδώρητος περί του Οσίου τούτου τα αξιόλογα ταύτα· «Τον εν τοσούτω τοίνυν φιλοσοφίας ύψει, τοσαύτην έχοντα του φρονήματος μετριότητα, ποίος αν λόγος ευφημήσαι προς αξίαν αρκέσειε;»
*
Η Αγία Γοργονία, η αδελφή Γρηγορίου του Θεολόγου, εν ειρήνη τελειούται.
Τιμώ τελευτήν σην σιγή Γοργονία,
Γρηγορίου μέλψαντος αυτήν εκ λόγων (6).
(6) Το επιτάφιον εγκώμιον της Αγίας Γοργονίας, όρα εις το Νέον Εκλόγιον, μεταφρασμένον.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Κλήμης ξίφει τελειούται.
Κλήμης το κλήμα της νοητής αμπέλου,
Καινόν τι γλεύκος αίμα τμηθείς εκχέει.
*
Η Αγία Μάρτυς Θεή ξίφει τελειούται.
Θεήν αποσκώπτουσαν εις θεούς πλάνους,
Οι της πλάνης κτείνουσι προστάται ξίφει.
*
Ο Όσιος νέος Οσιομάρτυς Δαμιανός, ο εν τοις ορίοις της εν τω Άθω Ιεράς Μονής του Φιλοθέου πρότερον ασκήσας, είτα μαρτυρήσας εις Λάρισσαν εν έτει ͵αφξη’ [1568], αγχόνη τελειούται (7).
Ευαγγελίου καρπόν είληφας μάκαρ,
Ω Δαμιανέ αγχόνη λαβείν τέλος.
(7) Όρα περί τούτου εις το Νέον Μαρτυρολόγιον, και εις την Ακολουθίαν των Αγιορειτών Πατέρων.
*
Ο Όσιος Δαμιανός, ο εν τοις ορίοις της κατά τον Άθω Ιεράς Μονής του Εσφιγμένου ασκήσας, εν ειρήνη τελειούται κατά το ͵ασπ’ [1280] έτος (8).
Δαμιανού ο τάφος ην των χαρίτων,
Λειμών γλυκύπνους, ω ξένης ευωδίας!
(8) Ούτος ο Όσιος είχεν εντολήν να μη κοιμάται ποτέ έξω του κελλίου του. Όθεν ευρεθείς μίαν φοράν έξω της καλύβης του, και μη γινώσκων πού απέρχεται δια τον ομιχλώδη καιρόν, επικαλέσθη τον Θεόν εις βοήθειαν. Όθεν Άγγελος Κυρίου αρπάσας αυτόν, έστησεν έμπροσθεν της καλύβης του. Τόση δε πολλή ευωδία μύρου έπνεεν εκ του τάφου του μετά θάνατον, ώστε οπού αισθάνοντο αυτήν οι εν τη Μονή του Εσφιγμένου Πατέρες, οι μακράν όντες ένα μίλιον και επέκεινα.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΓ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πολυκάρπου Ἐπισκόπου Σμύρνης.
Σοὶ Πολύκαρπος ὁλοκαυτώθη Λόγε,
Καρπὸν πολὺν δοὺς ἐκ πυρὸς ξενοτρόπως.
Εἰκάδι τῇ τριτάτῃ κατὰ φλὸξ Πολύκαρπον ἔκαυσεν.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἐμαθητεύθη κοντὰ εἰς τὸν Θεολόγον καὶ Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην, ὁμοῦ μὲ τὸν Θεοφόρον Ἰγνάτιον. Ἔγινε δὲ Σμύρνης Ἐπίσκοπος ὕστερα ἀπὸ τὸν Ἅγιον Βουκόλον, ὁ ὁποῖος ἐπροφήτευσε διὰ τὴν ἀρχιερωσύνην ὁποῦ ἔμελλεν οὗτος νὰ λάβῃ. Ὅταν δὲ ἐκίνησε διωγμὸν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν ὁ ἀσεβὴς Δέκιος (1) ἐν ἔτει ρμγ΄ [143], τότε ἐπιάσθη καὶ ὁ θεῖος οὗτος Πολύκαρπος, καὶ ἐπροσφέρθη εἰς τὸν ἀνθύπατον, ἤτοι τὸν δεύτερον ὄντα τοῦ ὑπάτου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ νῦν τουρκιστὶ λεγόμενος καϊμακάμης. Καὶ ὁμολογήσας παρρησίᾳ τὸν Χριστόν, ἐτελείωσε μὲ φωτίαν τὸ μαρτύριον, καὶ οὕτως ἔλαβεν ὁ μακάριος παρὰ Κυρίου τὸν ἀμαράντινον στέφανον.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἔλαβε καὶ τὴν χάριν τῶν θαυμάτων παρὰ Κυρίου. Ὅθεν πρὸ τοῦ μὲν νὰ γένῃ Ἀρχιερεύς, διὰ προσευχῆς του ἐγέμωσεν ἀπὸ σιτάρι τὰ ἀμπάρια τῆς γυναικὸς ἐκείνης, ὁποῦ τὸν ἀνέθρεψε, τὰ ὁποῖα ἀμπάρια εἶχεν εὐκερώσει προτίτερα εἰς τὰς χρείας τῶν πτωχῶν ἀδελφῶν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἔγινεν Ἀρχιερεύς, ἐκράτησε τὴν ὁρμὴν μιᾶς πυρκαϊᾶς, καὶ διὰ προσευχῆς του ἔφερε βροχὴν εἰς τὴν γῆν ἐν καιρῷ ἀβροχίας, καὶ πάλιν ἐμπόδισε τὴν ἀμετρίαν καὶ ὑπερβολὴν τῆς βροχῆς. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ Ἁγίου τούτου, ὅρα εἰς τὸ Νέον Ἐκλόγιον (2). Τὸν δὲ ἑλληνικὸν τούτου Βίον συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ». Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
(1) Οὐχὶ ὁ Δέκιος, ἀλλ’ ὁ Ἀντωνῖνος οὗτός ἐστιν, ὅστις καὶ Πῖος, ἤτοι εὐσεβὴς ὠνομάζετο, καθὼς καὶ ἐν τῷ Ὡρολογίῳ Ἀντωνῖνος γράφεται καὶ οὐχὶ Δέκιος. Ὁ μὲν γὰρ Ἀντωνῖνος ἐβασίλευσεν ἐν ἔτει 139, ὁ δὲ Δέκιος ἐν ἔτει 250, ἐπὶ τῆς ἀρχιερατείας δέ, τοῦ ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ Ἀντωνίνου, ὄντος Ἀνικήτου Πάπα Ῥώμης, ἐπῆγεν ὁ Πολύκαρπος οὗτος εἰς τὴν Ῥώμην, καὶ ἐδιαλέχθη περὶ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, ὡς ἱστορεῖ ὁ Εἰρηναῖος (βιβλίῳ γ΄, κεφ. γ΄, Κατὰ αἱρέσεων), μὴ συμφωνήσας δὲ τῷ Ῥώμης διὰ τὸ ζήτημα αὐτό, ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν Ῥώμην, ὡς λέγει ὁ Βαρώνιος καὶ ἄλλοι ἱστορικοί. (Ὅρα σελ. 199 τοῦ α΄ τόμ. τοῦ Μελετίου.)
(2) Ὁ ἀποστολικὸς οὗτος ἀνὴρ Πολύκαρπος, δεινοπαθῶν καὶ λυπούμενος διὰ τοὺς ἐπὶ τοῦ καιροῦ του ἀσεβεῖς καὶ εἰδωλολάτρας, ἔλεγε τὸ ἀξιομνημόνευτον τοῦτο λόγιον· «Ὦ Θεέ μου, εἰς τίνα με καιρὸν διετήρησας!» Περὶ τούτου τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου, ἐβόων τὰ πλήθη τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν ἐθνῶν· «Οὗτός ἐστιν ὁ τῆς Ἀσίας διδάσκαλος, ὁ πατὴρ τῶν Χριστιανῶν». Τοῦτον ὁ Εὐσέβιος καλεῖ ἀποστολικὸν καὶ προφητικὸν ἄνδρα, καὶ χαρακτῆρα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀληθείας (Βιβλίῳ δ΄, κεφ. ιδ΄, ιε΄). Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὸ βιβλίον τὸ καλούμενον Νέον Ἄνθος χαρίτων, καὶ ταῦτα τὰ ἀξιόλογα γράφονται περὶ τῆς σταθερότητος τοῦ Ἁγίου τούτου Πολυκάρπου. Ἤγουν ὅτι οὗτος ἐπαραστάθη ἔμπροσθεν τοῦ ἀνθυπάτου. Ὅστις καὶ μὅλον ὁποῦ ἐζήτει νὰ τὸν θανατώσῃ ὡς πταίστην, βλέπωντας ὅμως τὴν γηραλέαν καὶ σεβασμίαν ἡλικίαν καὶ πολιάν του, καὶ ἀκούωντας τὴν καλὴν φήμην τῆς ἐναρέτου πολιτείας του, τόσον πολλὰ τὸν ἠγάπησεν, ὥστε ὁποῦ ἐπεθύμει νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὸν θάνατον καὶ νὰ τοῦ φυλάξῃ τὴν ζωήν. Ὅθεν εἰς ὅλον τὸ ὕστερον εἶπεν εἰς αὐτόν, ὅτι νὰ βλασφημήσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μίαν μόνην φοράν, ὄχι μὲ τὴν καρδίαν, ἀλλὰ κᾂν μόνον μὲ τὴν γλῶσσαν. Καὶ ἂν τοῦτο κάμῃ, εὐθὺς ἔχει νὰ τὸν στείλῃ εἰς τὴν ἐπισκοπήν του, ὄχι μόνον ἐλεύθερον ἀπὸ κάθε ὕβριν, ἀλλὰ καὶ γεμάτον ἀπὸ πολλὰ χαρίσματα. Εἰς τοῦτον δὲ τὸν διαβολικὸν λόγον ἐφοβήθη καὶ ἐτρόμαξεν ὁ σεβάσμιος γέρων. Ἔπειτα σηκόνωντας τὰ ὀμμάτιά του εἰς τὸν Οὐρανόν, εἶναι, ἀπεκρίθη, ὀγδοηκονταέξι χρόνοι, κατὰ τοὺς ὁποίους, ἐγὼ δουλεύω τοῦτον τὸν καλὸν αὐθέντην μου τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ ὁποῖος δέν μοι ἐπροξένησε κᾀμμίαν λύπην εἰς τὸ τόσον διάστημα τῆς ζωῆς μου, μάλιστα δέ μοι ἐχάρισε μυρίας εὐεργεσίας. Καὶ λοιπόν, πῶς ἐσὺ θέλεις τώρα νὰ ὑβρίσω ἐγὼ τοιοῦτον ἀγαθὸν καὶ εὐεργετικώτατόν μου αὐθέντην; μή μοι γένοιτο τοῦτο πώποτε! Οὐ μόνον δὲ τὰ λόγιά του ἐστάθησαν τοιαῦτα σταθερὰ καὶ γενναῖα, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔργα του ἐστάθησαν σύμφωνα μὲ τὰ λόγια. Διατὶ ὅταν ἀνάφθη ἡ πυρκαϊά, καὶ ἀπεφασίσθη διὰ νὰ βαλθῇ εἰς αὐτήν, τότε ὁ γενναῖος τῆς εὐσεβείας ἀγωνιστής, ὅλος χαίρων καὶ ἀγαλλόμενος, μόνος ἔλυσε τὰ ὑποδήματά του, μόνος ἐκδύθη τὸ ἐπανωφόρι του, καὶ μόνος ἀναβαίνοντας ἐπάνω εἰς τὴν πυρκαϊάν, ἐξαπλώθη ἥσυχα, ὄχι ὡσὰν πταίστης διὰ νὰ ἀφήσῃ τὴν ζωήν, ἀλλὰ ὡσὰν ὁ θρυλλούμενος φοίνιξ, διὰ νὰ ἀλλάξῃ τὰ πτερά, καὶ νὰ πετάξῃ εἰς τὰ Οὐράνια. Τὰ αὐτὰ γράφονται καὶ εἰς τὸν ῥηθέντα Βίον του μὲ ὀλίγην παραλλαγήν.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ὁσίων Πατέρων ἡμῶν Ἰωάννου, Μωϋσέως, Ἀντιόχου, καὶ Ἀντωνίνου.
Σύνταγμα τετράριθμον ἀνδρῶν τιμίων,
Συντάσσεταί σοι (Χριστὲ δηλαδή) καὶ μεθίσταται βίου.
Ἀπὸ τοὺς τέσσαρας τούτους Ὁσίους, ὁ μὲν Ἰωάννης, ἔγινε μαθητὴς καὶ γνώριμος τοῦ Ὁσίου Λιμναίου, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευσεν εἰς τὸ βουνὸν ὁποῦ πλησιάζει εἰς τὸ χωρίον Τάργαλα, καθὼς προείπομεν εἰς τὴν εἰκοστὴν δευτέραν τοῦ παρόντος μηνός. Οὗτος λοιπὸν πηγαίνωντας εἰς μίαν ῥάχιν πολλὰ ψυχράν, (εὑρίσκεται γὰρ εἰς τὸ βόρειον μέρος), εἰς ἐκείνην ἐπέρασεν εἰκοσιπέντε χρόνους ἀσκεπὴς καὶ χωρὶς στέγην. Ἡ δὲ τροφή του, ἦτον ψωμὶ καὶ ἅλας. Φόρεμα ἐφόρει ὑφασμένον ἀπὸ τρίχας γηδίσσας. Εἶχε τὸ σῶμά του δεμένον μὲ βαρύτατα σίδηρα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα καταβαρυνόμενος, καὶ ἀπὸ τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου καταφλεγόμενος, δὲν ἠθέλησε ποτὲ νὰ λάβῃ ὁ γενναῖος ἀγωνιστὴς κᾀμμίαν ἄνεσιν καὶ παρηγορίαν εἰς τὰς κακοπαθείας αὐτάς. Ὅθεν καὶ τὴν ἀμυγδαλίαν ἐκείνην, ὁποῦ ἐφύτευσεν ἕνας γνώριμός του κοντὰ εἰς τὴν κλίνην του, ἡ ὁποία μὲ τὸν καιρὸν ἔγινε δένδρον καὶ τοῦ ἔκαμνεν ἴσκιον, καὶ αὐτήν, λέγω, ἐπρόσταξε καὶ τὴν ἔκοψαν, διὰ νὰ μὴν ἀπολαμβάνῃ ἀπὸ τὸν ἴσκιόν της κᾀμμίαν παρηγορίαν. Μὲ τοιοῦτον τρόπον λοιπὸν ὁ Ὅσιος οὗτος Ἰωάννης ἀγωνιζόμενος, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν.
Ὁ δὲ μακάριος Μωϋσῆς, μιμηθεὶς τὴν ζωὴν τοῦ ῥηθέντος Ὁσίου Ἰωάννου, ἐπῆγεν εἰς μίαν κορυφήν, ἡ ὁποία εὑρίσκετο ἐπάνω εἰς τὸ χωρίον τὸ ὀνομαζόμενον Ῥαμᾶ, καὶ ἐκεῖ ἠγωνίζετο μὲ ἀγῶνας ἀσκητικούς. Ὁ δὲ ἀοίδιμος Ἀντίοχος, καὶ μὅλον ὁποῦ ἦτον γέρωντας εἰς τὴν ἡλικίαν, μεγάλην ὅμως ἄσκησιν ἐμεταχειρίζετο. Ἀλλὰ καὶ ὁ τρισόλβιος Ἀντωνῖνος, γέρων ὤντας, ἔκτισεν ἕνα περιτείχισμα εἰς ἕνα ἐρημότατον τόπον, καὶ ἐκεῖ ἠγωνίζετο παρομοίως μὲ τοὺς νέους. Τὴν αὐτὴν γὰρ τροφὴν τῶν νέων, δηλαδὴ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ ἅλας, ἔτρωγαν καὶ οἱ δύω αὐτοί. Καὶ τὸ αὐτὸ ποτὸν τῶν νέων ἔπινον, δηλαδὴ τὸ νερόν, καὶ τὸ αὐτὸ ἐκείνων τρίχινον φόρεμα, ἐφόρουν καὶ αὐτοί, καὶ τὰς αὐτὰς ἐκείνων ἀγρυπνίας καὶ προσευχάς, ἐποίουν καὶ οἱ δύω. Καὶ διὰ νὰ εἰπῶ καθολικῶς, πάντοτε οἱ τέσσαρες οὗτοι Ὅσιοι εὑρίσκοντο εἰς πόνους καὶ κόπους, τόσον ὅλην τὴν ἡμέραν, ὅσον καὶ ὅλην τὴν νύκτα, καὶ οὔτε ἡ πολυκαιρία τῆς ἀσκήσεως, οὔτε τὸ γηρατεῖον, οὔτε ἡ ἀσθένεια τῆς φύσεως, ὠλιγόστευσε τὴν ὑπομονὴν καὶ ἀνδρίαν τους. Εἶχον γὰρ ἐν τῇ καρδίᾳ των ἔνθεον ἔρωτα καὶ προθυμίαν, εἰς τὸ νὰ κοπιάζουν διὰ τὸν Θεὸν καὶ νὰ ἀγωνίζωνται. Ὅθεν μὲ τοιούτους ἀγῶνας διαπεράσαντες τὴν ζωήν τους, ἐν εἰρήνῃ παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ (3).
(3) Καὶ τούτων τῶν τεσσάρων Ὁσίων γράφει τοὺς Βίους ὁ Θεοδώρητος ἐν ἀριθμῷ εἰκοστῷ τρίτῳ τῆς Φιλοθέου Ἱστορίας, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἠρανίσθη καὶ τὸ παρὸν Συναξάριον.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ζεβινᾶς ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Θεῖος Ζεβινᾶς λῆξιν εἰς θείαν φθάνει,
Λήξαντος αὐτῷ τοῦ παρ’ ἀνθρώποις βίου.
*
Μνήμη τῶν Ὁσίων Πατέρων ἡμῶν Πολυχρονίου, Μωσέως, καὶ Δαμιανοῦ, τῶν μαθητῶν τοῦ Ζεβινᾶ.
Πολυχρόνιος καὶ συνασκηταὶ δύω,
Οἱ τρεῖς ὁμοῦ πληροῦσι τῆς ζωῆς χρόνους.
Ἀπὸ τούτους τοὺς τέσσαρας Ὁσίους, ὁ μὲν θεῖος Ζεβινᾶς ἐπάνω εἰς ἕνα βουνὸν κατασκευάσας κελλίον ἀσκητικόν, ἐμεταχειρίζετο εἰς αὐτὸ ἀγῶνας ἀσκητικοὺς ἕως εἰς τὸ γηρατεῖόν του. Ὑπερέβαλε δὲ ὅλους τοὺς Ὁσίους τοῦ καιροῦ του, κατὰ τὴν ὑπομονήν, ὁποῦ εἶχεν ἐν τῇ ἁγίᾳ προσευχῇ. Ἐπειδὴ γὰρ ἀπὸ τὸ γηρατεῖον δὲν ἐδύνετο νὰ στέκῃ ὄρθιος εἰς τὴν προσευχήν, διὰ τοῦτο ἀκουμβίζωντας ἐπάνω εἰς τὸ ῥαβδί του, ἐπροσηύχετο καὶ ἐδοξολόγει τὸν Θεὸν ὁ ἀοίδιμος. Ὅθεν ζήσας μὲ θαυμασίαν καὶ θεάρεστον ζωήν, ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸν παρόντα βίον, καὶ ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. Ὁ δὲ θεῖος Πολυχρόνιος, ἔγινε μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Ζεβινᾶ, καὶ τόσον πολλὰ ἐμιμήθη τὰς ἀρετὰς τοῦ διδασκάλου του, καὶ ἐτύπωσεν εἰς τὸν ἑαυτόν του τοὺς χαρακτῆρας ἐκείνου, εἰς τρόπον ὅτι, δὲν τυπόνεται τόσον καθαρὰ εἰς τὸ κηρὶ τοῦ δακτυλιδίου ὁ τύπος. Τὸ ἴδιον γὰρ στάσιμον καὶ ἀδιάλειπτον τῆς ἐκείνου προσευχῆς, ἐμεταχειρίζετο καὶ οὗτος. Σίδηρα ὅμως δὲν ἠθέλησε νὰ φορέσῃ, φοβούμενος μήπως ἡ ψυχή του ὑπερηφανευθῇ διὰ τοῦτο. Ἀντὶ ὅμως τῶν σιδήρων, ἐπρόσταξε καὶ τοῦ ἔφεραν μίαν ῥίζαν δένδρου βαρυτάτην, τὴν ὁποίαν ἐσήκονε τὴν νύκτα ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους του, καὶ ἔτζι φορτωμένος ὤν, ἐπροσηύχετο. Ὅταν δὲ ἤθελεν ἔλθῃ τινὰς νὰ κτυπήσῃ εἰς τὸ κελλίον του, ἔκρυπτε τὴν ῥίζαν εἰς ἀπόκρυφον τόπον, διὰ νὰ φύγῃ τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔπαινον (4). Ἀπὸ τοὺς τοιούτους δὲ ἀγῶνας ἔλαβε χάριν τῶν θαυμάτων παρὰ Θεοῦ ὁ τρισόλβιος. Διὰ προσευχῆς του γὰρ ἔλυσέ ποτε ξηρασίαν καὶ ἐκατέβασε βροχήν, καὶ ἕνα λαδικὸν ἄδειον ὄν, ἐγέμωσεν αὐτὸ ἀπὸ ἔλαιον. Ταῦτα καὶ ἄλλα θαυμάσια ποιήσας, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν.
Οἱ δὲ ἄλλοι ἀνωτέρω δύω Ὅσιοι, ὁ Μωϋσῆς λέγω καὶ ὁ Δαμιανός, ἐστάθησαν καὶ αὐτοὶ μαθηταὶ τοῦ αὐτοῦ θείου Ζεβινᾶ, ἀλλ’ ὁ μὲν Μωϋσῆς, ἔμεινε μέχρι τέλους κοντὰ εἰς τὸν Ζεβινᾶν, προσφέρωντας εἰς αὐτὸν ὡς εἰς πατέρα καὶ αὐθέντην του, κάθε ὑπακοὴν καὶ ὑπηρεσίαν, καὶ μορφόνωντας εἰς τὸν ἑαυτόν του ὡσὰν εἰς καθρέπτην, τὴν ἀρετήν, ὁποῦ ἄστραπτεν ἀπὸ τὴν ἱερὰν ψυχὴν τοῦ μακαρίου ἐκείνου γέροντος. Ὁ δὲ Δαμιανὸς διδάσκαλον τῆς μοναδικῆς πολιτείας μεταχειρισθεὶς πρότερον τὸν Ὅσιον Πολυχρόνιον, ὕστερον ἐπῆγεν εἰς ἕνα χωρίον, ὁποῦ ἦτον ἐκεῖ κοντά, Νιαρὰ καλούμενον, εὑρὼν δὲ ἔξω τοῦ χωρίου ἕνα μικρὸν κελλάκι, καὶ ἐμβαίνωντας εἰς αὐτό, ἐμεταχειρίζετο τὴν ἰδίαν πολιτείαν τοῦ διδασκάλου του Πολυχρονίου. Ὥστε ὁποῦ, ὅποιος ἤξευρε καλὰ καὶ τοὺς δύω, τὸν Πολυχρόνιον καὶ τὸν Δαμιανόν, ἔπειτα ἔβλεπε μόνον τὸν Δαμιανόν, τοῦ ἐφαίνετο, ὅτι βλέπει ἐν ταυτῷ καὶ τὸν Πολυχρόνιον, καὶ θεωρεῖ τὴν τοῦ Πολυχρονίου ψυχήν, ἡνωμένην μὲ τὸ σῶμα τοῦ Δαμιανοῦ. Ἐπειδὴ καὶ εἰς τοὺς δύω ἔλαμπεν ἡ αὐτὴ ἁπλότης, ἡ αὐτὴ πρᾳότης, ἡ αὐτὴ μετριότης, ἡ αὐτὴ γλυκύτης τῆς ὁμιλίας, ἡ αὐτὴ νῆψις καὶ προσοχὴ τῆς ψυχῆς, ἡ αὐτὴ κατανόησις τοῦ Θεοῦ, ὁ αὐτὸς κόπος καὶ ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ τροφὴ καὶ ἡ ἀκτημοσύνη. Διότι τὸ κελλίον του, ἄλλο δὲν εἶχε πάρεξ φακὴν βρεκτήν. Τόσην ὠφέλειαν ἀπόκτησεν ὁ Ὅσιος Δαμιανός, ἀπὸ τὴν συναναστροφὴν τοῦ θείου Πολυχρονίου (5).
(4) Ὁμοίως καὶ τούτων τῶν τεσσάρων Ὁσίων τοὺς Βίους γράφει ὁ Θεοδώρητος ἐν ἀριθμῷ εἰκοστῷ τετάρτῳ τῆς Φιλοθέου Ἱστορίας, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐρανίσθη καὶ τὸ παρὸν Συναξάριον. Προσθέττει δὲ ὁ Θεοδώρητος, ὅτι αὐτὸς γνώριμος ὢν τοῦ Ὁσίου Πολυχρονίου τούτου, ἠθέλησε νὰ πάρῃ τὴν ῥίζαν ἐκείνην ἀπὸ τὸ κελλίον του διὰ νὰ τὸν ἐλαφρώσῃ ἀπὸ τὸν κόπον, ἀλλ’ ὁ Ὅσιος δὲν τὸν ἄφησεν. Ἦτον δὲ ἡ ῥίζα τόσον βαρεῖα, ὥστε ὁποῦ μόλις ἐσηκόνετο ἀπὸ τὴν γῆν μὲ τὰ δύω χέρια.
(5) Προσθέττει δὲ ὁ Θεοδώρητος περὶ τοῦ Πολυχρονίου καὶ τοῦτο, ὅτι ἦτον τόσον πολλὰ ταπεινός, ὥστε ὁποῦ ἐκείνων ὁποῦ ἤρχοντο εἰς αὐτὸν ἐπίανε καὶ ἠγκαλίζετο τοὺς δύω πόδας, καὶ τὸ μέτωπόν του βάλλωντας κάτω εἰς τὴν γῆν, ἐζήτει ἀπὸ αὐτοὺς νὰ εὔχωνται διὰ λόγου του, εἴτε στρατιῶται ἦτον, εἴτε χειροτέχναι, εἴτε ἄγροικοι. Ὅθεν ἐπῆγε μίαν φορὰν εἰς αὐτὸν καὶ ἕνας ἡγεμών, τῆς δικαιοσύνης δεφενδευτὴς καὶ τῶν εὐσεβῶν ἐραστής. Ὁ δὲ Ὅσιος μαθών, ὅτι εἶναι τοιοῦτος, ἐπίασε μὲ τὰς χεῖράς του τοὺς δύω πόδας ἐκείνου, λέγων, ὅτι ζητεῖ ἀπὸ λόγου του ἕνα αἴτημα. Ὁ δὲ ἡγεμὼν ὑπεσχέθη νὰ τοῦ κάμῃ, ὅ,τι ἤθελεν. Ἐνόμισε γὰρ ὅτι εἶχε νὰ τὸν παρακαλέσῃ διὰ κᾀνένα ὑπήκοόν του. Ὁ δὲ Ὅσιος εἶπεν αὐτῷ. Ἐπειδὴ καί μοι ὑπεσχέθης βεβαίως, σὲ παρακαλῶ νὰ προσφέρῃς εἰς τὸν Θεὸν εὐχὰς διὰ λόγου μου. Ὁ δὲ ἡγεμὼν κτυπήσας τὸ ἐδικόν του μέτωπον, δεινοπαθῶς ἔλεγεν, ὅτι δὲν εἶναι ἄξιος νὰ παρακαλέσῃ τὸν Θεόν, οὔτε διὰ τὸν ἑαυτόν του. Ὅθεν δικαίως προσθέττει ὁ Θεοδώρητος περὶ τοῦ Ὁσίου τούτου τὰ ἀξιόλογα ταῦτα· «Τὸν ἐν τοσούτῳ τοίνυν φιλοσοφίας ὕψει, τοσαύτην ἔχοντα τοῦ φρονήματος μετριότητα, ποῖος ἂν λόγος εὐφημῆσαι πρὸς ἀξίαν ἀρκέσειε;»
*
Ἡ Ἁγία Γοργονία, ἡ ἀδελφὴ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Τιμῶ τελευτὴν σὴν σιγῇ Γοργονία,
Γρηγορίου μέλψαντος αὐτὴν ἐκ λόγων (6).
(6) Τὸ ἐπιτάφιον ἐγκώμιον τῆς Ἁγίας Γοργονίας, ὅρα εἰς τὸ Νέον Ἐκλόγιον, μεταφρασμένον.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κλήμης ξίφει τελειοῦται.
Κλήμης τὸ κλῆμα τῆς νοητῆς ἀμπέλου,
Καινόν τι γλεῦκος αἷμα τμηθεὶς ἐκχέει.
*
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Θεὴ ξίφει τελειοῦται.
Θεὴν ἀποσκώπτουσαν εἰς θεοὺς πλάνους,
Οἱ τῆς πλάνης κτείνουσι προστάται ξίφει.
*
Ὁ Ὅσιος νέος Ὁσιομάρτυς Δαμιανός, ὁ ἐν τοῖς ὁρίοις τῆς ἐν τῷ Ἄθῳ Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Φιλοθέου πρότερον ἀσκήσας, εἶτα μαρτυρήσας εἰς Λάρισσαν ἐν ἔτει ͵αφξη΄ [1568], ἀγχόνῃ τελειοῦται (7).
Εὐαγγελίου καρπὸν εἴληφας μάκαρ,
Ὦ Δαμιανὲ ἀγχόνῃ λαβεῖν τέλος.
(7) Ὅρα περὶ τούτου εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον, καὶ εἰς τὴν Ἀκολουθίαν τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων.
*
Ὁ Ὅσιος Δαμιανός, ὁ ἐν τοῖς ὁρίοις τῆς κατὰ τὸν Ἄθω Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἐσφιγμένου ἀσκήσας, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται κατὰ τὸ ͵ασπ΄ [1280] ἔτος (8).
Δαμιανοῦ ὁ τάφος ἦν τῶν χαρίτων,
Λειμὼν γλυκύπνους, ὢ ξένης εὐωδίας!
(8) Οὗτος ὁ Ὅσιος εἶχεν ἐντολὴν νὰ μὴ κοιμᾶταί ποτε ἔξω τοῦ κελλίου του. Ὅθεν εὑρεθεὶς μίαν φορὰν ἔξω τῆς καλύβης του, καὶ μὴ γινώσκων ποῦ ἀπέρχεται διὰ τὸν ὁμιχλώδη καιρόν, ἐπικαλέσθη τὸν Θεὸν εἰς βοήθειαν. Ὅθεν Ἄγγελος Κυρίου ἁρπάσας αὐτόν, ἔστησεν ἔμπροσθεν τῆς καλύβης του. Τόση δὲ πολλὴ εὐωδία μύρου ἔπνεεν ἐκ τοῦ τάφου του μετὰ θάνατον, ὥστε ὁποῦ αἰσθάνοντο αὐτὴν οἱ ἐν τῇ Μονῇ τοῦ Ἐσφιγμένου Πατέρες, οἱ μακρὰν ὄντες ἕνα μίλιον καὶ ἐπέκεινα.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *