Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου23 Δεκεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΓ’, μνήμη των Αγίων δέκα Μαρτύρων των εν τη Κρήτη μαρτυρησάντων.
Του Ποιμενάρχου θρέμματα Χριστού δέκα,
Εισηλάθη τμηθέντα μάνδρα Μαρτύρων.
Εικάδι τη τριτάτη δέκα εν Κρήτη τάμον άνδρας.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου, εν έτει σν’ [250], καταγόμενοι εκ της νήσου Κρήτης, όχι από μίαν πόλιν, αλλά από διαφόρους πόλεις και χωρία αυτής. Διότι από μεν την Μητρόπολιν Γορτύνης, ήτον πέντε, ο Θεόδουλος, ο Σατορνίνος, ο Εύπορος, ο Γελάσιος, και ο Ευνικιανός. Από δε την Κνωσού, ήτον ο Ζωτικός. Από τον λιμένα του Πανόρμου, ήτον ο Αγαθόπους. Από τας Κυδωνίας, ήτον ο Βασιλείδης. Και από το Ηράκλειον, ήτον ο Ευάρεστος και ο Πόμπιος. Ούτοι λοιπόν παρεδόθησαν από τους απίστους εις τον άρχοντα της Κρήτης. Ο δε άρχων επρόσταξε τον δήμιον να τριγυρίζη αυτούς εις τους βωμούς των ειδώλων. Και εάν δεν θέλουν να θυσιάσουν εις αυτά, να τιμωρή αυτούς με διαφόρους τιμωρίας. Εις διάστημα λοιπόν τριάκοντα ολοκλήρων ημερών, εδιώκοντο οι του Χριστού αθληταί από τους ατάκτους Έλληνας, και επεριπαίζοντο, και εδέρνοντο, και ελιθοβολούντο, και εκολαφίζοντο. Ήγουν με βαθουλήν την παλάμην εκτυπούντο όπισθεν εις τον λαιμόν, ώστε οπού εκ του κτυπήματος εγίνετο κρότος προς περιγέλασμα. Και εμπτύοντο εις το πρόσωπον, και εσύρνοντο κατά γης επάνω εις τας κοπρίας. Ύστερον δε καθίσας ο άρχων επί του κριτηρίου, επαράστησεν αυτούς έμπροσθέν του και βλέπωντας, πως είχον το φρόνημα στερεόν, και έμενον ασφαλώς εις την του Χριστού πίστιν, επρόσταξε και εστρεβλώθησαν τα μέλη των Αγίων. Και αφ’ ου με πολλάς βασάνους εβασανίσθησαν, τελευταίον απεκεφαλίσθησαν. Και ούτως έλαβον οι μακάριοι του μαρτυρίου τους στεφάνους. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εις τον μαρτυρικόν Ναόν του Αγίου Στεφάνου, κοντά εις τον τόπον τον καλούμενον των Πλακιδίων. (Όρα το κατά πλάτος αυτών Μαρτύριον εις τον Εφραίμ (1).)
(1) Το ελληνικόν αυτών Μαρτύριον συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Άλλος μεν άλλο τι της θρυλλουμένης». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Παύλου Αρχιεπισκόπου Νεοκαισαρείας, ενός των εν Νικαία τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων Πατέρων.
Όντως ο Παύλος κατά Παύλον ην φέρων,
Τα του Χριστού στίγματα τη σαρκί ξένως.
Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Παύλος, έγινε τόσον περιβόητος κατά τας αρετάς, ώστε οπού έφθασε το περίφημον όνομά του και εις τας ακοάς Λικινίου του εν Νικομηδεία βασιλεύοντος, εν έτει τε’ [305]. Όθεν αποστείλας ανθρώπους επαράστησε τον Άγιον ενώπιόν του. Και πρώτον μεν εδοκίμαζεν ο τύραννος να τον φοβίση με φοβερισμούς. Όταν δε άρχισε και να τον δέρνη, τότε εξεπλάγη αυτός και όλοι οι παρεστώτες δια την ασύγκριτον τούτου ανδρίαν και υπομονήν. Έπειτα κατά προσταγήν του, πυρώσας ο χαλκεύς ένα κομμάτι σίδηρον, έβαλεν αυτό μέσα εις την μίαν παλάμην του Αγίου, επάνω δε του σιδήρου, έβαλε και την άλλην παλάμην του. Έπειτα έσφιγξεν αυτάς εις τόσον πολύ διάστημα, έως ου εψυχράνθη το πυρωμένον σίδηρον. Εκ δε της βασάνου ταύτης έμειναν νεκρά και ακίνητα τα κινητικά νεύρα των δύω χειρών του. Μετά ταύτα εξώρισεν αυτόν εις το κάστρον, οπού ευρίσκεται εις τας άκρας του Ευφράτου ποταμού.
Όταν δε ο Μέγας Κωνσταντίνος ήλθεν από την Ρώμην εις το Βυζάντιον, τότε ελευθερόνοντο όλοι οι Χριστιανοί οι ευρισκόμενοι εις φυλακάς και εξορίας, και ο κάθε ένας επήγαινεν εις την πατρίδα του. Τότε λοιπόν και ο Άγιος ούτος ελευθερωθείς από την εξορίαν, επήγεν εις τον θρόνον του την Νεοκαισάρειαν, διαλάμπων με τας αρετάς ως και πρότερον. Εις καιρόν δε οπού εσυνάχθη η εν Νικαία αγία και Οικουμενική Πρώτη Σύνοδος, εν έτει τκε’ [325], ήτον και ούτος ένας από τους εκεί συναχθέντας τριακοσίους δέκα και οκτώ θεοφόρους Πατέρας. Οίτινες όλοι εβάσταζον εις το σώμα των τα στίγματα και πληγάς του Χριστού, ως λέγει ο Παύλος, και εις αυτά εκαλλωπίζοντο, και τα έδειχνον ένας εις τον άλλον. Άλλος μεν γαρ έδειχνε το χέρι του, οπού ήτον κομμένον από τους ειδωλολάτρας. Άλλος δε, τα αυτία του, άλλος, την μύτην του, έτερος τους οφθαλμούς του. Και άλλος άλλο μέλος του σώματός του έδειχνε βεβλαμένον και μισερωμένον από τους προλαβόντας τυράννους υπέρ της πίστεως. Άλλοι έδειχνον τα πρίσματα, τα εκ των βουνεύρων προξενηθέντα και των ροπάλων. Και τα καυσίματα τα εκ των πεπυρωμένων σιδήρων. Τα οποία όλα υπέμειναν οι τρισμακάριοι, βασανιζόμενοι δια τον Χριστόν. Όθεν και τα έδειχνον εις όλους, ωσάν κάποια σημεία λαμπρά της εις τον Χριστόν αγάπης των. Τότε λοιπόν και ο μακάριος ούτος Παύλος έδειχνε τα εκ των ροπάλων τζακίσματα, οπού είχεν εις το σώμα του. Ομοίως και τας αγίας χείρας του τας σιδηροκαύστους ούσας και ανενεργήτους.
Αφ’ ου δε όλοι οι τριακόσιοι δεκαοκτώ Πατέρες εσυνάχθησαν εις την Νίκαιαν, και εκάθηραν και ανεθεμάτισαν τον δυσσεβή Άρειον, τότε επήγαν όλοι μαζί με τον βασιλέα εις το Βυζάντιον. Ο δε αοίδιμος βασιλεύς Κωνσταντίνος επίανε με τα ίδιά του χέρια τας χείρας του μακαρίου τούτου Παύλου, και κατεφίλει αυτάς. Και ακουμβίζωντας ταύτας επάνω εις τους οφθαλμούς του, και εις τα άλλα του μέλη, επεφώνει τα αξιομνημόνευτα ταύτα λόγια. Δεν χορταίνω να καταφιλώ τας χείρας ταύτας, αίτινες δια τον Χριστόν μου έγιναν νεκραί και ανενέργητοι. Απελθών δε ύστερον εις τον θρόνον του ο αοίδιμος ούτος Παύλος, και ζήσας μερικούς χρόνους, προς Κύριον εξεδήμησε, και έλαβε παρ’ αυτού της ομολογίας τον στέφανον.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου και θεοφόρου Πατρός ημών Ναούμ του Θαυματουργού, του φωτιστού και ιεροκήρυκος Βουλγαρίας.
Την Βουλγαρίας γην άπασαν παμμάκαρ,
Ναούμ λόγοις σοις λαμπρύνεις και θαύμασιν.
Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Ναούμ ήκμαζε κατά τους χρόνους Μιχαήλ του βασιλέως Ρωμαίων, του υιού Θεοφίλου του εικονομάχου, εν έτει ωμβ’ [842], ότε και ο Άγιος Κύριλλος και Μεθόδιος και Κλήμης διέτριβον εις τα μέρη της Βουλγαρίας, αγωνιζόμενοι εις το να φωτίσουν με την πίστιν του Χριστού και Ορθοδοξίαν, το πεπλανημένον έθνος των Βουλγάρων. Εις τούτους γαρ τους πρώτους φωτιστάς της Βουλγαρίας, γενόμενος κατά πάντα ακόλουθος ο θείος ούτος Ναούμ, επεριπάτει με αυτούς εις όλας τας πόλεις της Βουλγαρίας, κηρύττων τον λόγον της ευσεβείας, τυπτόμενος, λοιδορούμενος, θλιβόμενος, και διωγμούς και μάστιγας υπομένων από τους απίστους και εχθρούς του Χριστού. Επειδή δε οι ανωτέρω Πατέρες, ο θείος Κύριλλος δηλαδή, και ο Μεθόδιος και Κλήμης οι Ισαπόστολοι, ηθέλησαν να μεταγλωττίσουν την Παλαιάν και Νέαν Γραφήν από την ελληνικήν γλώσσαν εις την βουλγαρικήν, με τα στοιχεία και λέξεις, οπού εφεύρηκαν εις κατάληψιν των Βουλγάρων, δια τούτο έκριναν εύλογον να αναφέρουν το έργον αυτό εις τον τότε Πάπαν της Ρώμης Αδριανόν, δια να λάβη και εξ εκείνου το κύρος και την βεβαίωσιν.
Όθεν μαζί με αυτούς επήγεν εις Ρώμην και ο θεσπέσιος ούτος Ναούμ. Εδέχθη δε αυτούς με μεγάλην τιμήν και φιλοφροσύνην ο ρηθείς Πάπας. Έδειξε δε ο Θεός δια των ανωτέρω δούλων του, πολλά θαύματα εκεί εις την Ρώμην. Από τα οποία θαύματα, και από άλλας αποκαλύψεις, εγνώρισεν ο Πάπας, ότι το έργον οπού εποίησαν της μεταγλωττίσεως, ήτον εκ Θεού. Μάλιστα δε παραβάλλωντας το ελληνικόν κείμενον των Γραφών με το βουλγαρικόν, ευρήκεν αυτά σύμφωνα κατά πάντα. Όθεν εβεβαίωσε και εκύρωσε την μεταγλώττισιν ταύτην, και εψήφισεν, ίνα αύτη δοθή εις μάθησιν των Βουλγάρων, προς κατάληψιν περισσοτέραν της ευσεβείας. Ο δε Άγιος ούτος Ναούμ, ως νεώτερος οπού ήτον των ανωτέρω Αγίων, και ως θερμότερος κατά τον ζήλον, ηγωνίζετο περισσότερον, υπηρετών προθύμως εις όλα τα παρ’ αυτών προσταττόμενα. Όταν δε έμελλον να αναχωρήσουν από την Ρώμην, εποίησε δι’ αυτών ο Θεός πολλά θαύματα. Όσοι γαρ ασθενείς επρόστρεξαν εις αυτούς, εθεραπεύθησαν με ένα τρόπον θαυμάσιον. Ευθύς γαρ οπού έβλεπον τους Αγίους εις τα ομμάτια, ελευθερόνοντο από τας ασθενείας, οπού είχον. Τόσον ήτον χαριτωμένοι οι Άγιοι, ώστε οπού και δύναμις ιαματική εύγαινεν από τους οφθαλμούς των. Και ο μεν θείος Κύριλλος ο αρχηγός της μεταγλωττίσεως των Γραφών, έμεινεν εις την Ρώμην. Και φθάσας εις έσχατον γήρας, απήλθε προς Κύριον. Ο δε ιερός Μεθόδιος πέρνωντας τους μαθητάς του, ένας από τους οποίους ήτον και ο θείος ούτος Ναούμ, απεφάσισε να γυρίση πάλιν εις Βουλγαρίαν. Γυρίζωντας δε, επήγεν εις την γην των Αλαμάνων, ήτοι των Γερμανών, οίτινες είχον πολλάς αιρέσεις, και αυτήν ακόμη την του Απολιναρίου. Και εβλασφήμουν κατά του Αγίου Πνεύματος (2). Επειδή δε ο θείος Μεθόδιος συν τω Ναούμ τούτω, ηγωνίζοντο να τραβίξουν αυτούς εις την Ορθοδοξίαν, τούτου χάριν οι βάρβαροι εκείνοι ετιμώρησαν τους Αγίους με δαρμούς και ξεσχισμούς και με άλλα βάσανα, και ύστερον τους έβαλαν εις την φυλακήν.
Εις καιρόν λοιπόν οπού οι Άγιοι επροσηύχοντο εν τη φυλακή, ω του θαύματος! έγινε σεισμός μέγας. Από τον οποίον, ο μεν τόπος όλος εσαλεύθη, και εκρημνίσθησαν πολλά οσπήτια των δυσσεβών εκείνων. Ελύθησαν δε τα δεσμά, και η πόρταις της φυλακής ανοίχθησαν. Όθεν ευγαίνοντες έξω οι Άγιοι, επορεύοντο χαίροντες εις την οδόν, ώς ποτε οι θείοι Απόστολοι. Διατί ηξιώθησαν να ατιμασθούν δια το Πνεύμα το Άγιον. Πηγαίνοντες δε εις την Βουλγαρίαν, εδέχθηκαν από τον αρχηγόν των Βουλγάρων Μιχαήλ. Ο οποίος διεμοίρασεν αυτούς εις τας πέριξ χώρας, δια να κηρύττουν το όνομα του Χριστού, και την βουλγαρικήν εξήγησιν των θείων Γραφών. Τότε ο θείος Κλήμης πέρνωντας τον Άγιον τούτον Ναούμ, επεριπάτει εις διαφόρους τόπους της Βουλγαρίας. Μάλιστα δε, εις την Διάβυαν και Μοισίαν και Πανονίαν, ήτοι Ουγγαρίαν, κηρύττων τον λόγον της ευσεβείας. Και από την συντροφίαν αυτού δεν εχωρίσθη ο θείος Ναούμ έως εσχάτης του αναπνοής, συμβοηθών αυτώ, ως ο Ααρών εβοήθει τω Μωϋσή. Διατρίβων λοιπόν ο Άγιος Ναούμ εις την ρηθείσαν Διάβυαν, και εκεί ζήσας μερικόν καιρόν οσίως και θεαρέστως, απήλθε προς Κύριον, αφίνωντας το ιερόν του λείψανον, θησαυρόν θαυμάτων ακένωτον τοις μετά πίστεως τούτω προστρέχουσιν. (Όρα και τον πλατύτερον Βίον τούτου εν τη εκδεδομένη αυτού φυλλάδι, τη περιεχούση την ασματικήν του Ακολουθίαν, εξ ης φυλλάδος μετεφράσθη εν συντόμω το παρόν Συναξάριον υπ’ εμού. Όρα και το Συναξάριον του Αγίου Κλήμεντος του βουλγαροκήρυκος και διδασκάλου του, κατά την εικοστήν δευτέραν του Νοεμβρίου.)
(2) Βλασφημίαν εδώ ονομάζει κατά του Αγίου Πνεύματος, το λατινικόν φρόνημα, το περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος. Ήτοι ότι το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται εκ του Πατρός και Υιού. Όπερ ουκ εδέχετο ο θείος Ναούμ ούτος μετά του Αγίου Μεθοδίου.
*
Τη αυτή ημέρα, εορτάζομεν τα Εγκαίνια της του Χριστού μεγάλης Εκκλησίας, ήτοι της Αγίας Σοφίας.
Εγκαινίοις καλοίς σε τοις εγκωμίοις,
Τιμώ καλών κάλλιστε γης Ναών όλον.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Σχίνων ξίφει τελειούται.
Ουκ αν λαθοίμην ουδέ σου Μάρτυς Σχίνων,
Του μη λαθόντος, ως απετμήθης κάραν.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΓ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων δέκα Μαρτύρων τῶν ἐν τῇ Κρήτῃ μαρτυρησάντων.
Τοῦ Ποιμενάρχου θρέμματα Χριστοῦ δέκα,
Εἰσηλάθη τμηθέντα μάνδρᾳ Μαρτύρων.
Εἰκάδι τῇ τριτάτῃ δέκα ἐν Κρήτῃ τάμον ἄνδρας.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Δεκίου, ἐν ἔτει σν΄ [250], καταγόμενοι ἐκ τῆς νήσου Κρήτης, ὄχι ἀπὸ μίαν πόλιν, ἀλλὰ ἀπὸ διαφόρους πόλεις καὶ χωρία αὐτῆς. Διότι ἀπὸ μὲν τὴν Μητρόπολιν Γορτύνης, ἦτον πέντε, ὁ Θεόδουλος, ὁ Σατορνῖνος, ὁ Εὔπορος, ὁ Γελάσιος, καὶ ὁ Εὐνικιανός. Ἀπὸ δὲ τὴν Κνωσοῦ, ἦτον ὁ Ζωτικός. Ἀπὸ τὸν λιμένα τοῦ Πανόρμου, ἦτον ὁ Ἀγαθόπους. Ἀπὸ τὰς Κυδωνίας, ἦτον ὁ Βασιλείδης. Καὶ ἀπὸ τὸ Ἡράκλειον, ἦτον ὁ Εὐάρεστος καὶ ὁ Πόμπιος. Οὗτοι λοιπὸν παρεδόθησαν ἀπὸ τοὺς ἀπίστους εἰς τὸν ἄρχοντα τῆς Κρήτης. Ὁ δὲ ἄρχων ἐπρόσταξε τὸν δήμιον νὰ τριγυρίζῃ αὐτοὺς εἰς τοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων. Καὶ ἐὰν δὲν θέλουν νὰ θυσιάσουν εἰς αὐτά, νὰ τιμωρῇ αὐτοὺς μὲ διαφόρους τιμωρίας. Εἰς διάστημα λοιπὸν τριάκοντα ὁλοκλήρων ἡμερῶν, ἐδιώκοντο οἱ τοῦ Χριστοῦ ἀθληταὶ ἀπὸ τοὺς ἀτάκτους Ἕλληνας, καὶ ἐπεριπαίζοντο, καὶ ἐδέρνοντο, καὶ ἐλιθοβολοῦντο, καὶ ἐκολαφίζοντο. Ἤγουν μὲ βαθουλὴν τὴν παλάμην ἐκτυποῦντο ὄπισθεν εἰς τὸν λαιμόν, ὥστε ὁποῦ ἐκ τοῦ κτυπήματος ἐγίνετο κρότος πρὸς περιγέλασμα. Καὶ ἐμπτύοντο εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ ἐσύρνοντο κατὰ γῆς ἐπάνω εἰς τὰς κοπρίας. Ὕστερον δὲ καθίσας ὁ ἄρχων ἐπὶ τοῦ κριτηρίου, ἐπαράστησεν αὐτοὺς ἔμπροσθέν του καὶ βλέπωντας, πῶς εἶχον τὸ φρόνημα στερεόν, καὶ ἔμενον ἀσφαλῶς εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, ἐπρόσταξε καὶ ἐστρεβλώθησαν τὰ μέλη τῶν Ἁγίων. Καὶ ἀφ’ οὗ μὲ πολλὰς βασάνους ἐβασανίσθησαν, τελευταῖον ἀπεκεφαλίσθησαν. Καὶ οὕτως ἔλαβον οἱ μακάριοι τοῦ μαρτυρίου τοὺς στεφάνους. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις εἰς τὸν μαρτυρικὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, κοντὰ εἰς τὸν τόπον τὸν καλούμενον τῶν Πλακιδίων. (Ὅρα τὸ κατὰ πλάτος αὐτῶν Μαρτύριον εἰς τὸν Ἐφραίμ (1).)
(1) Τὸ ἑλληνικὸν αὐτῶν Μαρτύριον συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἄλλος μὲν ἄλλο τι τῆς θρυλλουμένης». (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Παύλου Ἀρχιεπισκόπου Νεοκαισαρείας, ἑνὸς τῶν ἐν Νικαίᾳ τριακοσίων δέκα καὶ ὀκτὼ θεοφόρων Πατέρων.
Ὄντως ὁ Παῦλος κατὰ Παῦλον ἦν φέρων,
Τὰ τοῦ Χριστοῦ στίγματα τῇ σαρκὶ ξένως.
Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Παῦλος, ἔγινε τόσον περιβόητος κατὰ τὰς ἀρετάς, ὥστε ὁποῦ ἔφθασε τὸ περίφημον ὄνομά του καὶ εἰς τὰς ἀκοὰς Λικινίου τοῦ ἐν Νικομηδείᾳ βασιλεύοντος, ἐν ἔτει τε΄ [305]. Ὅθεν ἀποστείλας ἀνθρώπους ἐπαράστησε τὸν Ἅγιον ἐνώπιόν του. Καὶ πρῶτον μὲν ἐδοκίμαζεν ὁ τύραννος νὰ τὸν φοβίσῃ μὲ φοβερισμούς. Ὅταν δὲ ἄρχισε καὶ νὰ τὸν δέρνῃ, τότε ἐξεπλάγη αὐτὸς καὶ ὅλοι οἱ παρεστῶτες διὰ τὴν ἀσύγκριτον τούτου ἀνδρίαν καὶ ὑπομονήν. Ἔπειτα κατὰ προσταγήν του, πυρώσας ὁ χαλκεὺς ἕνα κομμάτι σίδηρον, ἔβαλεν αὐτὸ μέσα εἰς τὴν μίαν παλάμην τοῦ Ἁγίου, ἐπάνω δὲ τοῦ σιδήρου, ἔβαλε καὶ τὴν ἄλλην παλάμην του. Ἔπειτα ἔσφιγξεν αὐτὰς εἰς τόσον πολὺ διάστημα, ἕως οὗ ἐψυχράνθη τὸ πυρωμένον σίδηρον. Ἐκ δὲ τῆς βασάνου ταύτης ἔμειναν νεκρὰ καὶ ἀκίνητα τὰ κινητικὰ νεῦρα τῶν δύω χειρῶν του. Μετὰ ταῦτα ἐξώρισεν αὐτὸν εἰς τὸ κάστρον, ὁποῦ εὑρίσκεται εἰς τὰς ἄκρας τοῦ Εὐφράτου ποταμοῦ.
Ὅταν δὲ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἦλθεν ἀπὸ τὴν Ῥώμην εἰς τὸ Βυζάντιον, τότε ἐλευθερόνοντο ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ οἱ εὑρισκόμενοι εἰς φυλακὰς καὶ ἐξορίας, καὶ ὁ κάθε ἕνας ἐπήγαινεν εἰς τὴν πατρίδα του. Τότε λοιπὸν καὶ ὁ Ἅγιος οὗτος ἐλευθερωθεὶς ἀπὸ τὴν ἐξορίαν, ἐπῆγεν εἰς τὸν θρόνον του τὴν Νεοκαισάρειαν, διαλάμπων μὲ τὰς ἀρετὰς ὡς καὶ πρότερον. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἐσυνάχθη ἡ ἐν Νικαίᾳ ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Πρώτη Σύνοδος, ἐν ἔτει τκε΄ [325], ἦτον καὶ οὗτος ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ συναχθέντας τριακοσίους δέκα καὶ ὀκτὼ θεοφόρους Πατέρας. Οἵτινες ὅλοι ἐβάσταζον εἰς τὸ σῶμά των τὰ στίγματα καὶ πληγὰς τοῦ Χριστοῦ, ὡς λέγει ὁ Παῦλος, καὶ εἰς αὐτὰ ἐκαλλωπίζοντο, καὶ τὰ ἔδειχνον ἕνας εἰς τὸν ἄλλον. Ἄλλος μὲν γὰρ ἔδειχνε τὸ χέρι του, ὁποῦ ἦτον κομμένον ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας. Ἄλλος δέ, τὰ αὐτία του, ἄλλος, τὴν μύτην του, ἕτερος τοὺς ὀφθαλμούς του. Καὶ ἄλλος ἄλλο μέλος τοῦ σώματός του ἔδειχνε βεβλαμένον καὶ μισερωμένον ἀπὸ τοὺς προλαβόντας τυράννους ὑπὲρ τῆς πίστεως. Ἄλλοι ἔδειχνον τὰ πρίσματα, τὰ ἐκ τῶν βουνεύρων προξενηθέντα καὶ τῶν ῥοπάλων. Καὶ τὰ καυσίματα τὰ ἐκ τῶν πεπυρωμένων σιδήρων. Τὰ ὁποῖα ὅλα ὑπέμειναν οἱ τρισμακάριοι, βασανιζόμενοι διὰ τὸν Χριστόν. Ὅθεν καὶ τὰ ἔδειχνον εἰς ὅλους, ὡσὰν κᾄποια σημεῖα λαμπρὰ τῆς εἰς τὸν Χριστὸν ἀγάπης των. Τότε λοιπὸν καὶ ὁ μακάριος οὗτος Παῦλος ἔδειχνε τὰ ἐκ τῶν ῥοπάλων τζακίσματα, ὁποῦ εἶχεν εἰς τὸ σῶμά του. Ὁμοίως καὶ τὰς ἁγίας χεῖράς του τὰς σιδηροκαύστους οὔσας καὶ ἀνενεργήτους.
Ἀφ’ οὗ δὲ ὅλοι οἱ τριακόσιοι δεκαοκτὼ Πατέρες ἐσυνάχθησαν εἰς τὴν Νίκαιαν, καὶ ἐκάθηραν καὶ ἀνεθεμάτισαν τὸν δυσσεβῆ Ἄρειον, τότε ἐπῆγαν ὅλοι μαζὶ μὲ τὸν βασιλέα εἰς τὸ Βυζάντιον. Ὁ δὲ ἀοίδιμος βασιλεὺς Κωνσταντῖνος ἐπίανε μὲ τὰ ἴδιά του χέρια τὰς χεῖρας τοῦ μακαρίου τούτου Παύλου, καὶ κατεφίλει αὐτάς. Καὶ ἀκουμβίζωντας ταύτας ἐπάνω εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του, καὶ εἰς τὰ ἄλλα του μέλη, ἐπεφώνει τὰ ἀξιομνημόνευτα ταῦτα λόγια. Δὲν χορταίνω νὰ καταφιλῶ τὰς χεῖρας ταύτας, αἵτινες διὰ τὸν Χριστόν μου ἔγιναν νεκραὶ καὶ ἀνενέργητοι. Ἀπελθὼν δὲ ὕστερον εἰς τὸν θρόνον του ὁ ἀοίδιμος οὗτος Παῦλος, καὶ ζήσας μερικοὺς χρόνους, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε, καὶ ἔλαβε παρ’ αὐτοῦ τῆς ὁμολογίας τὸν στέφανον.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου καὶ θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ναοὺμ τοῦ Θαυματουργοῦ, τοῦ φωτιστοῦ καὶ ἱεροκήρυκος Βουλγαρίας.
Τὴν Βουλγαρίας γῆν ἅπασαν παμμάκαρ,
Ναοὺμ λόγοις σοῖς λαμπρύνεις καὶ θαύμασιν.
Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Ναοὺμ ἤκμαζε κατὰ τοὺς χρόνους Μιχαὴλ τοῦ βασιλέως Ῥωμαίων, τοῦ υἱοῦ Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου, ἐν ἔτει ωμβ΄ [842], ὅτε καὶ ὁ Ἅγιος Κύριλλος καὶ Μεθόδιος καὶ Κλήμης διέτριβον εἰς τὰ μέρη τῆς Βουλγαρίας, ἀγωνιζόμενοι εἰς τὸ νὰ φωτίσουν μὲ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ Ὀρθοδοξίαν, τὸ πεπλανημένον ἔθνος τῶν Βουλγάρων. Εἰς τούτους γὰρ τοὺς πρώτους φωτιστὰς τῆς Βουλγαρίας, γενόμενος κατὰ πᾶντα ἀκόλουθος ὁ θεῖος οὗτος Ναούμ, ἐπεριπάτει μὲ αὐτοὺς εἰς ὅλας τὰς πόλεις τῆς Βουλγαρίας, κηρύττων τὸν λόγον τῆς εὐσεβείας, τυπτόμενος, λοιδορούμενος, θλιβόμενος, καὶ διωγμοὺς καὶ μάστιγας ὑπομένων ἀπὸ τοὺς ἀπίστους καὶ ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδὴ δὲ οἱ ἀνωτέρω Πατέρες, ὁ θεῖος Κύριλλος δηλαδή, καὶ ὁ Μεθόδιος καὶ Κλήμης οἱ Ἰσαπόστολοι, ἠθέλησαν νὰ μεταγλωττίσουν τὴν Παλαιὰν καὶ Νέαν Γραφὴν ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν εἰς τὴν βουλγαρικήν, μὲ τὰ στοιχεῖα καὶ λέξεις, ὁποῦ ἐφεύρηκαν εἰς κατάληψιν τῶν Βουλγάρων, διὰ τοῦτο ἔκριναν εὔλογον νὰ ἀναφέρουν τὸ ἔργον αὐτὸ εἰς τὸν τότε Πάπαν τῆς Ῥώμης Ἀδριανόν, διὰ νὰ λάβῃ καὶ ἐξ ἐκείνου τὸ κῦρος καὶ τὴν βεβαίωσιν.
Ὅθεν μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἐπῆγεν εἰς Ῥώμην καὶ ὁ θεσπέσιος οὗτος Ναούμ. Ἐδέχθη δὲ αὐτοὺς μὲ μεγάλην τιμὴν καὶ φιλοφροσύνην ὁ ῥηθεὶς Πάπας. Ἔδειξε δὲ ὁ Θεὸς διὰ τῶν ἀνωτέρω δούλων του, πολλὰ θαύματα ἐκεῖ εἰς τὴν Ῥώμην. Ἀπὸ τὰ ὁποῖα θαύματα, καὶ ἀπὸ ἄλλας ἀποκαλύψεις, ἐγνώρισεν ὁ Πάπας, ὅτι τὸ ἔργον ὁποῦ ἐποίησαν τῆς μεταγλωττίσεως, ἦτον ἐκ Θεοῦ. Μάλιστα δὲ παραβάλλωντας τὸ ἑλληνικὸν κείμενον τῶν Γραφῶν μὲ τὸ βουλγαρικόν, εὑρῆκεν αὐτὰ σύμφωνα κατὰ πᾶντα. Ὅθεν ἐβεβαίωσε καὶ ἐκύρωσε τὴν μεταγλώττισιν ταύτην, καὶ ἐψήφισεν, ἵνα αὕτη δοθῇ εἰς μάθησιν τῶν Βουλγάρων, πρὸς κατάληψιν περισσοτέραν τῆς εὐσεβείας. Ὁ δὲ Ἅγιος οὗτος Ναούμ, ὡς νεώτερος ὁποῦ ἦτον τῶν ἀνωτέρω Ἁγίων, καὶ ὡς θερμότερος κατὰ τὸν ζῆλον, ἠγωνίζετο περισσότερον, ὑπηρετῶν προθύμως εἰς ὅλα τὰ παρ’ αὐτῶν προσταττόμενα. Ὅταν δὲ ἔμελλον νὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τὴν Ῥώμην, ἐποίησε δι’ αὐτῶν ὁ Θεὸς πολλὰ θαύματα. Ὅσοι γὰρ ἀσθενεῖς ἐπρόστρεξαν εἰς αὐτούς, ἐθεραπεύθησαν μὲ ἕνα τρόπον θαυμάσιον. Εὐθὺς γὰρ ὁποῦ ἔβλεπον τοὺς Ἁγίους εἰς τὰ ὀμμάτια, ἐλευθερόνοντο ἀπὸ τὰς ἀσθενείας, ὁποῦ εἶχον. Τόσον ἦτον χαριτωμένοι οἱ Ἅγιοι, ὥστε ὁποῦ καὶ δύναμις ἰαματικὴ εὔγαινεν ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς των. Καὶ ὁ μὲν θεῖος Κύριλλος ὁ ἀρχηγὸς τῆς μεταγλωττίσεως τῶν Γραφῶν, ἔμεινεν εἰς τὴν Ῥώμην. Καὶ φθάσας εἰς ἔσχατον γῆρας, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. Ὁ δὲ ἱερὸς Μεθόδιος πέρνωντας τοὺς μαθητάς του, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦτον καὶ ὁ θεῖος οὗτος Ναούμ, ἀπεφάσισε νὰ γυρίσῃ πάλιν εἰς Βουλγαρίαν. Γυρίζωντας δέ, ἐπῆγεν εἰς τὴν γῆν τῶν Ἀλαμάνων, ἤτοι τῶν Γερμανῶν, οἵτινες εἶχον πολλὰς αἱρέσεις, καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν τοῦ Ἀπολιναρίου. Καὶ ἐβλασφήμουν κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (2). Ἐπειδὴ δὲ ὁ θεῖος Μεθόδιος σὺν τῷ Ναοὺμ τούτῳ, ἠγωνίζοντο νὰ τραβίξουν αὐτοὺς εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν, τούτου χάριν οἱ βάρβαροι ἐκεῖνοι ἐτιμώρησαν τοὺς Ἁγίους μὲ δαρμοὺς καὶ ξεσχισμοὺς καὶ μὲ ἄλλα βάσανα, καὶ ὕστερον τοὺς ἔβαλαν εἰς τὴν φυλακήν.
Εἰς καιρὸν λοιπὸν ὁποῦ οἱ Ἅγιοι ἐπροσηύχοντο ἐν τῇ φυλακῇ, ὢ τοῦ θαύματος! ἔγινε σεισμὸς μέγας. Ἀπὸ τὸν ὁποῖον, ὁ μὲν τόπος ὅλος ἐσαλεύθη, καὶ ἐκρημνίσθησαν πολλὰ ὁσπήτια τῶν δυσσεβῶν ἐκείνων. Ἐλύθησαν δὲ τὰ δεσμά, καὶ ᾑ πόρταις τῆς φυλακῆς ἀνοίχθησαν. Ὅθεν εὐγαίνοντες ἔξω οἱ Ἅγιοι, ἐπορεύοντο χαίροντες εἰς τὴν ὁδόν, ὥς ποτε οἱ θεῖοι Ἁπόστολοι. Διατὶ ἠξιώθησαν νὰ ἀτιμασθοῦν διὰ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Πηγαίνοντες δὲ εἰς τὴν Βουλγαρίαν, ἐδέχθηκαν ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸν τῶν Βουλγάρων Μιχαήλ. Ὁ ὁποῖος διεμοίρασεν αὐτοὺς εἰς τὰς πέριξ χώρας, διὰ νὰ κηρύττουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν βουλγαρικὴν ἐξήγησιν τῶν θείων Γραφῶν. Τότε ὁ θεῖος Κλήμης πέρνωντας τὸν Ἅγιον τοῦτον Ναούμ, ἐπεριπάτει εἰς διαφόρους τόπους τῆς Βουλγαρίας. Μάλιστα δέ, εἰς τὴν Διάβυαν καὶ Μοισίαν καὶ Πανονίαν, ἤτοι Οὐγγαρίαν, κηρύττων τὸν λόγον τῆς εὐσεβείας. Καὶ ἀπὸ τὴν συντροφίαν αὐτοῦ δὲν ἐχωρίσθη ὁ θεῖος Ναοὺμ ἕως ἐσχάτης του ἀναπνοῆς, συμβοηθῶν αὐτῷ, ὡς ὁ Ἀαρὼν ἐβοήθει τῷ Μωϋσῇ. Διατρίβων λοιπὸν ὁ Ἅγιος Ναοὺμ εἰς τὴν ῥηθεῖσαν Διάβυαν, καὶ ἐκεῖ ζήσας μερικὸν καιρὸν ὁσίως καὶ θεαρέστως, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον, ἀφίνωντας τὸ ἱερόν του λείψανον, θησαυρὸν θαυμάτων ἀκένωτον τοῖς μετὰ πίστεως τούτῳ προστρέχουσιν. (Ὅρα καὶ τὸν πλατύτερον Βίον τούτου ἐν τῇ ἐκδεδομένῃ αὐτοῦ φυλλάδι, τῇ περιεχούσῃ τὴν ᾀσματικήν του Ἀκολουθίαν, ἐξ ἧς φυλλάδος μετεφράσθη ἐν συντόμῳ τὸ παρὸν Συναξάριον ὑπ’ ἐμοῦ. Ὅρα καὶ τὸ Συναξάριον τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος τοῦ βουλγαροκήρυκος καὶ διδασκάλου του, κατὰ τὴν εἰκοστὴν δευτέραν τοῦ Νοεμβρίου.)
(2) Βλασφημίαν ἐδῶ ὀνομάζει κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ λατινικὸν φρόνημα, τὸ περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἤτοι ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ. Ὅπερ οὐκ ἐδέχετο ὁ θεῖος Ναοὺμ οὗτος μετὰ τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἑορτάζομεν τὰ Ἐγκαίνια τῆς τοῦ Χριστοῦ μεγάλης Ἐκκλησίας, ἤτοι τῆς Ἁγίας Σοφίας.
Ἐγκαινίοις καλοῖς σε τοῖς ἐγκωμίοις,
Τιμῶ καλῶν κάλλιστε γῆς Ναῶν ὅλον.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σχίνων ξίφει τελειοῦται.
Οὐκ ἂν λαθοίμην οὐδὲ σοῦ Μάρτυς Σχίνων,
Τοῦ μὴ λαθόντος, ὡς ἀπετμήθης κάραν.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *