Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου22 Δεκεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΒ’, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας.
Αναστασία φάρμακον πιστοίς μέγα,
Παν φάρμακον λύουσα και κεκαυμένη.
Καύθη Αναστασίη πυρί δευτέρα εικάδι λαύρω.
Η Αγία αύτη και ανδρειοτάτη Μάρτυς Αναστασία, ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σϞ’ [290], καταγομένη εκ της πόλεως Ρώμης, θυγάτηρ πατρός μεν Έλληνός τινος, Πρεπεξάστου ονομαζομένου. Μητρός δε, Φαύστης, από την οποίαν επροσφέρθη εις ένα άνδρα θεοσεβή, Χρυσόγονον καλούμενον, και έμαθε παρ’ αυτού τα ιερά γράμματα. Την δε εις Χριστόν πίστιν εδιδάχθη και από αυτόν και από την μητέρα της. Συζευχθείσα δε δια γάμου με ένα άνδρα Πούπλιον ονόματι, απεστρέφετο την μετ’ εκείνου κοινωνίαν δια την απιστίαν του, προφασιζομένη πάντοτε, ότι είναι ασθενής, και μη καταδεχομένη την τούτου συνάφειαν. Ύστερον δε ενδυθείσα φορέματα πενιχρά, και μίαν μόνην δουλεύτραν έχουσα ακολουθούσαν αυτή, πάντοτε συνανεστρέφετο με γυναίκας πτωχάς. Κρυφίως δε ιάτρευε και επεσκέπτετο τους δια τον Χριστόν μαρτυρούντας, εμβαίνουσα μέσα εις τας φυλακάς. Λύουσα αυτούς από τα δεσμά, αλείφουσα αυτούς με λάδι, σφογγίζουσα τα αίματα από τας πληγάς των. Και φαγητά επιτήδεια εις αυτούς προσφέρουσα. Ταύτα δε μαθών ο άνδρας της Πούπλιος, επίασεν αυτήν και την έβαλεν εις την φυλακήν, παραγγείλας εις πολλούς φύλακας να φυλάττουν αυτήν με ασφάλειαν. Επειδή δε ο άνδρας της επνίγη εις την θάλασσαν, από φορτούναν, τούτου χάριν λαβούσα άδειαν η Αγία, διεμοίρασε τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς. Και πλέον χωρίς φόβον επεσκέπτετο τους Μάρτυρας του Χριστού. Και όταν ήθελαν τελειωθούν, τους έπερνε και οσίως τους ενταφίαζε. Πολλούς δε από αυτούς επαρεκίνησε και εις το μαρτύριον. Αύτη εβασανίσθη από διαφόρους ηγεμόνας, και ερρίφθη εις την θάλασσαν ομού με άλλας γυναίκας. Τελευταίον δε, εδέθη εις πάλους. Και τριγύρω περικυκλωθείσα από φωτίαν, έλαβε το τέλος του μαρτυρίου, και απήλθε προς ον επόθει Χριστόν. Τελείται δε η αυτής Σύναξις εις τον μαρτυρικόν της Ναόν, όστις είναι κοντά εις το έμβασμα του Δομνίνου. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτής όρα εις το Εκλόγιον (1).)
(1) Σημείωσαι, ότι εις την Αγίαν ταύτην Αναστασίαν εφιλοπόνησεν ασματικήν Ακολουθίαν, και εγκώμιον, και παρακλητικόν Κανόνα ο πρώην μεν Μοναχός και υποδιάκονος Δαμασκηνός ο Θεσσαλονικεύς, ύστερον δε γενόμενος Επίσκοπος Ρενδίνης, τα οποία και ημείς εβελτιώσαμεν όση δύναμις, και αντεγράψαμεν. Όρα και εις την δεκάτην έκτην του Απριλλίου, όπου αναφέρεται περί της Αγίας ταύτης Αναστασίας. Το δε ελληνικόν Μαρτύριον της Αγίας Αναστασίας συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Αναστασία γυναικών η καλλίστη». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Χρυσογόνου.
Δίδωσι Χρυσόγονος αυχένα ξίφει,
Ο πνεύμα χρυσούς χάλκεος δε το σθένος.
Χρυσόγονος ο του Χριστού Μάρτυς εκατάγετο από την Ρώμην, κατά τους χρόνους Διοκλητιανού εν έτει σϞ’ [290]. Ήτον δε άνθρωπος θεοσεβής και φοβούμενος τον Θεόν. Όστις έγινε διδάσκαλος της ανωτέρω Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας, ως είπομεν, τόσον εις την πίστιν του Χριστού, όσον και εις τα ιερά γράμματα. Επειδή δε τότε εκινήθη διωγμός κατά των Χριστιανών από τον Διοκλητιανόν και Μαξιμιανόν, δια τούτο επιάσθη και αυτός και εβάλθη εις φυλακήν. Τότε δε έγραψε προς αυτόν η μαθήτριά του Αγία Αναστασία, ίνα εύχεται δια λόγου της. Μάλιστα δε και εξαιρέτως, να εύχεται, ώστε ανίσως μεν ο άνδρας της Πούπλιος γένη Χριστιανός, να ζήση και να σωθή. Ειδέ και δεν γένη, να αποθάνη, και να μη ζήση και κατεξοδεύση τον πλούτον της μαζί με τους ειδωλολάτρας. Αλλά αυτή να ευκερώση αυτόν εις βοήθειαν των Αγίων Μαρτύρων, και εις αντίληψιν των πτωχών, το οποίον τούτο και έγινεν. Επειδή ο μεν άνδρας της επνίγη εις την θάλασσαν, ως είρηται ανωτέρω. Αυτή δε επεσκέπτετο τους Αγίους Μάρτυρας, και εξώδευε τα άσπρα της εις την αυτών και των πτωχών επιμέλειαν.
Ο δε Διοκλητιανός ευρισκόμενος εις την Νίκαιαν, έμαθεν ότι εις την Ρώμην ευρίσκεται πολύ πλήθος Χριστιανών μέσα εις τας φυλακάς. Οι οποίοι, μόλον οπού επαρεδόθησαν εις πολλάς και διαφόρους βασάνους, δεν εδυνήθησαν όμως ακόμη να αρνηθούν την πίστιν του Χριστού, με το να έχουν παρακινητήν εις το μαρτύριον τον θείον τούτον Χρυσόγονον, και κρεμώνται όλως διόλου από την γλώσσαν του. Τούτο, λέγω, μαθών ο Διοκλητιανός, επρόσταξε παρευθύς, ότι οι μεν άλλοι Χριστιανοί να θανατωθούν, εάν δεν αρνηθούν τον Χριστόν. Ο δε Χρυσόγονος, να πεμφθή εις αυτόν δέσμιος. Παρασταθείς λοιπόν έμπροσθεν του τυράννου ο Άγιος, μήτε με κολακείας επείσθη να αρνηθή την ευσέβειαν, μήτε με φοβερισμούς εμαλακώθη από την υπέρ της πίστεως γενναίαν του ένστασιν. Αλλά μάλλον επαρρησιάσθη χωρίς κανένα φόβον. Και τον μεν Χριστόν, εκήρυξε, πως είναι μόνος Θεός. Τους δε θεούς, ωνόμασε πλάνην ανθρώπων, και φθοράν ψυχών και απώλειαν. Όθεν ταύτα ακούσας ο τύραννος, εθυμώθη, και προστάζει να πάρουν τούτον εις έρημον τόπον, και εκεί να τον αποκεφαλίσουν. Και έτζι ο μακάριος Χρυσόγονος έλαβε παρά Κυρίου τον του μαρτυρίου στέφανον (2).
(2) Όρα και κατά την δεκάτην έκτην του Απριλλίου, όπου αναφέρεται δια τον Άγιον Χρυσόγονον εν τω Συναξαρίω Αγάπης, Ειρήνης και Χιονίας, ότι απεκεφαλίσθη κοντά εις μίαν λίμνην, όπου έμενον αι ρηθείσαι Μάρτυρες μετά Ζωΐλου τινός δούλου του Θεού.
*
Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Θεοδότης και των τριών τέκνων αυτής.
Η Θεοδότη πυρ φέρει συν φιλτάτοις,
Φίλτρω Θεού ζέουσα και πυρός πλέον.
Ούτη η του Χριστού Μάρτυς Θεοδότη ήτον από την Νίκαιαν της Βιθυνίας, ήτις Χριστιανή ούσα, εκαταγίνετο εις την εργασίαν των εντολών του Κυρίου. Όθεν και τα τρία τέκνα της επαίδευε με θεογνωσίαν και παιδείαν Κυρίου. Ακούσασα δε τας αγαθοεργίας της ανωτέρω Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας, επήγε και εσυνέζη με εκείνην, τόσον αυτή, όσον και τα τέκνα της. Πρότερον δε εζητείτο η Αγία αύτη εις γάμου κοινωνίαν από κάποιον άρχοντα, Λευκάδιον ονομαζόμενον. Εις τον οποίον έδωκεν αυτήν ο βασιλεύς Διοκλητιανός, νομίζωντας, ότι δια την κοινωνίαν και συναναστροφήν εκείνου, έχει να χωρισθή από την πίστιν του Χριστού. Πλην αύτη η μακαρία δεν εκαταπείσθη να έλθη εις γάμου κοινωνίαν με τον Λευκάδιον, και μόλον οπού εκείνος έκαμε κάθε τρόπον δια να την καταπείση εις τούτο. Θέλουσα όμως η Αγία να γλυτώση από αυτόν, του εμήνυσεν, ότι να την αναμένη ολίγον, και τότε να ποιήση την γνώμην του. Επειδή δε ο άρχων τω τότε καιρώ ευγήκεν έξω μαζί με τον βασιλέα, φυλάττων τα περί της Θεοδότης εις τον πρέποντα καιρόν: τότε η Αγία λαβούσα άδειαν, επήγαινε μαζί με την Αγίαν Αναστασίαν μέσα εις τας φυλακάς, και επεσκέπτετο τους Χριστιανούς, οπού ήτον φυλακωμένοι δια την πίστιν του Χριστού. Και εγίνετο εις αυτούς παρακίνησις δυνατωτάτη και παρηγορία, εις το να υπομένουν τα δια τον Χριστόν βάσανα.
Μετά δε ολίγας ημέρας πάλιν ο Λευκάδιος ελάλησεν εις την Θεοδότην λόγια παρακινητικά, όμοια με τα πρότερα. Και επειδή εγνώρισε με την δοκιμήν, ότι αδύνατα πράγματα επιχειρεί, τούτου χάριν έπεμψε την Αγίαν δεμένην ομού με τους υιούς της, εις τον υπατικόν Νικήτιον, τον άρχοντα της Βιθυνίας. Ο οποίος με το να ελέγχθη από τον πρώτον υιόν της Θεοδότης, ονόματι Εύοδον, εθυμώθη. Και ανάψας μεγάλην κάμινον, επρόσταξε να ριφθή μέσα εις αυτήν η Αγία με τους υιούς της. Όθεν με τοιούτον μαρτυρικόν τέλος τελειωθέντες οι μακάριοι, τώρα παραστέκονται εις τον Χριστόν, φορούντες αμαράντινα στέφανα. Τελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εις τον μαρτυρικόν τους Ναόν, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Κάμπον.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ζωΐλου.
Ζωήν ρέουσαν εκλιπών ο Ζωΐλος,
Ζωήν μένουσαν εύρεν εν ζώντων τόπω.
*
Τη αυτή ημέρα τα θυρανοίξια της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας.
Αίρουσιν άνδρες ιεροί Χριστού πύλας,
Τους Δαβίδ ημίν εκτυπούμενοι νόας.
*
Τη αυτή ημέρα το φωτοδρόμιον της του Θεού Μεγάλης Εκκλησίας.
Τρέχοντα φώτα σήμερον Ναού κύκλω,
Δηλούσι φωτός εις το παν θείου δρόμον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΒ΄, μνήμη τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας.
Ἀναστασία φάρμακον πιστοῖς μέγα,
Πᾶν φάρμακον λύουσα καὶ κεκαυμένη.
Καύθη Ἀναστασίη πυρὶ δευτέρᾳ εἰκάδι λαύρῳ.
Ἡ Ἁγία αὕτη καὶ ἀνδρειοτάτη Μάρτυς Ἀναστασία, ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ ἐν ἔτει σϞ΄ [290], καταγομένη ἐκ τῆς πόλεως Ῥώμης, θυγάτηρ πατρὸς μὲν Ἕλληνός τινος, Πρεπεξάστου ὀνομαζομένου. Μητρὸς δέ, Φαύστης, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐπροσφέρθη εἰς ἕνα ἄνδρα θεοσεβῆ, Χρυσόγονον καλούμενον, καὶ ἔμαθε παρ’ αὐτοῦ τὰ ἱερὰ γράμματα. Τὴν δὲ εἰς Χριστὸν πίστιν ἐδιδάχθη καὶ ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἀπὸ τὴν μητέρα της. Συζευχθεῖσα δὲ διὰ γάμου μὲ ἕνα ἄνδρα Πούπλιον ὀνόματι, ἀπεστρέφετο τὴν μετ’ ἐκείνου κοινωνίαν διὰ τὴν ἀπιστίαν του, προφασιζομένη πάντοτε, ὅτι εἶναι ἀσθενής, καὶ μὴ καταδεχομένη τὴν τούτου συνάφειαν. Ὕστερον δὲ ἐνδυθεῖσα φορέματα πενιχρά, καὶ μίαν μόνην δουλεύτραν ἔχουσα ἀκολουθοῦσαν αὐτῇ, πάντοτε συνανεστρέφετο μὲ γυναῖκας πτωχάς. Κρυφίως δὲ ἰάτρευε καὶ ἐπεσκέπτετο τοὺς διὰ τὸν Χριστὸν μαρτυροῦντας, ἐμβαίνουσα μέσα εἰς τὰς φυλακάς. Λύουσα αὐτοὺς ἀπὸ τὰ δεσμά, ἀλείφουσα αὐτοὺς μὲ λάδι, σφογγίζουσα τὰ αἵματα ἀπὸ τὰς πληγάς των. Καὶ φαγητὰ ἐπιτήδεια εἰς αὐτοὺς προσφέρουσα. Ταῦτα δὲ μαθὼν ὁ ἄνδρας της Πούπλιος, ἐπίασεν αὐτὴν καὶ τὴν ἔβαλεν εἰς τὴν φυλακήν, παραγγείλας εἰς πολλοὺς φύλακας νὰ φυλάττουν αὐτὴν μὲ ἀσφάλειαν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἄνδρας της ἐπνίγη εἰς τὴν θάλασσαν, ἀπὸ φορτοῦναν, τούτου χάριν λαβοῦσα ἄδειαν ἡ Ἁγία, διεμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της εἰς τοὺς πτωχούς. Καὶ πλέον χωρὶς φόβον ἐπεσκέπτετο τοὺς Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅταν ἤθελαν τελειωθοῦν, τοὺς ἔπερνε καὶ ὁσίως τοὺς ἐνταφίαζε. Πολλοὺς δὲ ἀπὸ αὐτοὺς ἐπαρεκίνησε καὶ εἰς τὸ μαρτύριον. Αὕτη ἐβασανίσθη ἀπὸ διαφόρους ἡγεμόνας, καὶ ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν ὁμοῦ μὲ ἄλλας γυναῖκας. Τελευταῖον δέ, ἐδέθη εἰς πάλους. Καὶ τριγύρω περικυκλωθεῖσα ἀπὸ φωτίαν, ἔλαβε τὸ τέλος τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἀπῆλθε πρὸς ὃν ἐπόθει Χριστόν. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῆς Σύναξις εἰς τὸν μαρτυρικόν της Ναόν, ὅστις εἶναι κοντὰ εἰς τὸ ἔμβασμα τοῦ Δομνίνου. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῆς ὅρα εἰς τὸ Ἐκλόγιον (1).)
(1) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὴν Ἁγίαν ταύτην Ἀναστασίαν ἐφιλοπόνησεν ᾀσματικὴν Ἀκολουθίαν, καὶ ἐγκώμιον, καὶ παρακλητικὸν Κανόνα ὁ πρῴην μὲν Μοναχὸς καὶ ὑποδιάκονος Δαμασκηνὸς ὁ Θεσσαλονικεύς, ὕστερον δὲ γενόμενος Ἐπίσκοπος Ῥενδίνης, τὰ ὁποῖα καὶ ἡμεῖς ἐβελτιώσαμεν ὅση δύναμις, καὶ ἀντεγράψαμεν. Ὅρα καὶ εἰς τὴν δεκάτην ἕκτην τοῦ Ἀπριλλίου, ὅπου ἀναφέρεται περὶ τῆς Ἁγίας ταύτης Ἀναστασίας. Τὸ δὲ ἑλληνικὸν Μαρτύριον τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἀναστασία γυναικῶν ἡ καλλίστη». (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Χρυσογόνου.
Δίδωσι Χρυσόγονος αὐχένα ξίφει,
Ὁ πνεῦμα χρυσοῦς χάλκεος δὲ τὸ σθένος.
Χρυσόγονος ὁ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν Ῥώμην, κατὰ τοὺς χρόνους Διοκλητιανοῦ ἐν ἔτει σϞ΄ [290]. Ἦτον δὲ ἄνθρωπος θεοσεβὴς καὶ φοβούμενος τὸν Θεόν. Ὅστις ἔγινε διδάσκαλος τῆς ἀνωτέρω Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας, ὡς εἴπομεν, τόσον εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ὅσον καὶ εἰς τὰ ἱερὰ γράμματα. Ἐπειδὴ δὲ τότε ἐκινήθη διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὸν Διοκλητιανὸν καὶ Μαξιμιανόν, διὰ τοῦτο ἐπιάσθη καὶ αὐτὸς καὶ ἐβάλθη εἰς φυλακήν. Τότε δὲ ἔγραψε πρὸς αὐτὸν ἡ μαθήτριά του Ἁγία Ἀναστασία, ἵνα εὔχεται διὰ λόγου της. Μάλιστα δὲ καὶ ἐξαιρέτως, νὰ εὔχεται, ὥστε ἀνίσως μὲν ὁ ἄνδρας της Πούπλιος γένῃ Χριστιανός, νὰ ζήσῃ καὶ νὰ σωθῇ. Εἰδὲ καὶ δὲν γένῃ, νὰ ἀποθάνη, καὶ νὰ μὴ ζήσῃ καὶ κατεξοδεύσῃ τὸν πλοῦτόν της μαζὶ μὲ τοὺς εἰδωλολάτρας. Ἀλλὰ αὐτὴ νὰ εὐκερώσῃ αὐτὸν εἰς βοήθειαν τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, καὶ εἰς ἀντίληψιν τῶν πτωχῶν, τὸ ὁποῖον τοῦτο καὶ ἔγινεν. Ἐπειδὴ ὁ μὲν ἄνδρας της ἐπνίγη εἰς τὴν θάλασσαν, ὡς εἴρηται ἀνωτέρω. Αὐτὴ δὲ ἐπεσκέπτετο τοὺς Ἁγίους Μάρτυρας, καὶ ἐξώδευε τὰ ἄσπρα της εἰς τὴν αὐτῶν καὶ τῶν πτωχῶν ἐπιμέλειαν.
Ὁ δὲ Διοκλητιανὸς εὑρισκόμενος εἰς τὴν Νίκαιαν, ἔμαθεν ὅτι εἰς τὴν Ῥώμην εὑρίσκεται πολὺ πλῆθος Χριστιανῶν μέσα εἰς τὰς φυλακάς. Οἱ ὁποῖοι, μὅλον ὁποῦ ἐπαρεδόθησαν εἰς πολλὰς καὶ διαφόρους βασάνους, δὲν ἐδυνήθησαν ὅμως ἀκόμη νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ νὰ ἔχουν παρακινητὴν εἰς τὸ μαρτύριον τὸν θεῖον τοῦτον Χρυσόγονον, καὶ κρεμῶνται ὅλως διόλου ἀπὸ τὴν γλῶσσάν του. Τοῦτο, λέγω, μαθὼν ὁ Διοκλητιανός, ἐπρόσταξε παρευθύς, ὅτι οἱ μὲν ἄλλοι Χριστιανοὶ νὰ θανατωθοῦν, ἐὰν δὲν ἀρνηθοῦν τὸν Χριστόν. Ὁ δὲ Χρυσόγονος, νὰ πεμφθῇ εἰς αὐτὸν δέσμιος. Παρασταθεὶς λοιπὸν ἔμπροσθεν τοῦ τυράννου ὁ Ἅγιος, μήτε μὲ κολακείας ἐπείσθη νὰ ἀρνηθῇ τὴν εὐσέβειαν, μήτε μὲ φοβερισμοὺς ἐμαλακώθη ἀπὸ τὴν ὑπὲρ τῆς πίστεως γενναίαν του ἔνστασιν. Ἀλλὰ μᾶλλον ἐπαρρησιάσθη χωρὶς κᾀνένα φόβον. Καὶ τὸν μὲν Χριστόν, ἐκήρυξε, πῶς εἶναι μόνος Θεός. Τοὺς δὲ θεούς, ὠνόμασε πλάνην ἀνθρώπων, καὶ φθορὰν ψυχῶν καὶ ἀπώλειαν. Ὅθεν ταῦτα ἀκούσας ὁ τύραννος, ἐθυμώθη, καὶ προστάζει νὰ πάρουν τοῦτον εἰς ἔρημον τόπον, καὶ ἐκεῖ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Καὶ ἔτζι ὁ μακάριος Χρυσόγονος ἔλαβε παρὰ Κυρίου τὸν τοῦ μαρτυρίου στέφανον (2).
(2) Ὅρα καὶ κατὰ τὴν δεκάτην ἕκτην τοῦ Ἀπριλλίου, ὅπου ἀναφέρεται διὰ τὸν Ἅγιον Χρυσόγονον ἐν τῷ Συναξαρίῳ Ἀγάπης, Εἰρήνης καὶ Χιονίας, ὅτι ἀπεκεφαλίσθη κοντὰ εἰς μίαν λίμνην, ὅπου ἔμενον αἱ ῥηθεῖσαι Μάρτυρες μετὰ Ζωΐλου τινος δούλου τοῦ Θεοῦ.
*
Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Θεοδότης καὶ τῶν τριῶν τέκνων αὐτῆς.
Ἡ Θεοδότη πῦρ φέρει σὺν φιλτάτοις,
Φίλτρῳ Θεοῦ ζέουσα καὶ πυρὸς πλέον.
Οὕτη ἡ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς Θεοδότη ἦτον ἀπὸ τὴν Νίκαιαν τῆς Βιθυνίας, ἥτις Χριστιανὴ οὖσα, ἐκαταγίνετο εἰς τὴν ἐργασίαν τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου. Ὅθεν καὶ τὰ τρία τέκνα της ἐπαίδευε μὲ θεογνωσίαν καὶ παιδείαν Κυρίου. Ἀκούσασα δὲ τὰς ἀγαθοεργίας τῆς ἀνωτέρω Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας, ἐπῆγε καὶ ἐσυνέζη μὲ ἐκείνην, τόσον αὐτή, ὅσον καὶ τὰ τέκνα της. Πρότερον δὲ ἐζητεῖτο ἡ Ἁγία αὕτη εἰς γάμου κοινωνίαν ἀπὸ κᾄποιον ἄρχοντα, Λευκάδιον ὀνομαζόμενον. Εἰς τὸν ὁποῖον ἔδωκεν αὐτὴν ὁ βασιλεὺς Διοκλητιανός, νομίζωντας, ὅτι διὰ τὴν κοινωνίαν καὶ συναναστροφὴν ἐκείνου, ἔχει νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Πλὴν αὕτη ἡ μακαρία δὲν ἐκαταπείσθη νὰ ἔλθῃ εἰς γάμου κοινωνίαν μὲ τὸν Λευκάδιον, καὶ μὅλον ὁποῦ ἐκεῖνος ἔκαμε κάθε τρόπον διὰ νὰ τὴν καταπείσῃ εἰς τοῦτο. Θέλουσα ὅμως ἡ Ἁγία νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ αὐτόν, τοῦ ἐμήνυσεν, ὅτι νὰ τὴν ἀναμένῃ ὀλίγον, καὶ τότε νὰ ποιήσῃ τὴν γνώμην του. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἄρχων τῷ τότε καιρῷ εὐγῆκεν ἔξω μαζὶ μὲ τὸν βασιλέα, φυλάττων τὰ περὶ τῆς Θεοδότης εἰς τὸν πρέποντα καιρόν: τότε ἡ Ἁγία λαβοῦσα ἄδειαν, ἐπήγαινε μαζὶ μὲ τὴν Ἁγίαν Ἀναστασίαν μέσα εἰς τὰς φυλακάς, καὶ ἐπεσκέπτετο τοὺς Χριστιανούς, ὁποῦ ἦτον φυλακωμένοι διὰ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐγίνετο εἰς αὐτοὺς παρακίνησις δυνατωτάτη καὶ παρηγορία, εἰς τὸ νὰ ὑπομένουν τὰ διὰ τὸν Χριστὸν βάσανα.
Μετὰ δὲ ὀλίγας ἡμέρας πάλιν ὁ Λευκάδιος ἐλάλησεν εἰς τὴν Θεοδότην λόγια παρακινητικά, ὅμοια μὲ τὰ πρότερα. Καὶ ἐπειδὴ ἐγνώρισε μὲ τὴν δοκιμήν, ὅτι ἀδύνατα πράγματα ἐπιχειρεῖ, τούτου χάριν ἔπεμψε τὴν Ἁγίαν δεμένην ὁμοῦ μὲ τοὺς υἱούς της, εἰς τὸν ὑπατικὸν Νικήτιον, τὸν ἄρχοντα τῆς Βιθυνίας. Ὁ ὁποῖος μὲ τὸ νὰ ἐλέγχθῃ ἀπὸ τὸν πρῶτον υἱὸν τῆς Θεοδότης, ὀνόματι Εὔοδον, ἐθυμώθη. Καὶ ἀνάψας μεγάλην κάμινον, ἐπρόσταξε νὰ ῥιφθῇ μέσα εἰς αὐτὴν ἡ Ἁγία μὲ τοὺς υἱούς της. Ὅθεν μὲ τοιοῦτον μαρτυρικὸν τέλος τελειωθέντες οἱ μακάριοι, τώρα παραστέκονται εἰς τὸν Χριστόν, φοροῦντες ἀμαράντινα στέφανα. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις καὶ ἑορτὴ εἰς τὸν μαρτυρικόν τους Ναόν, τὸν εὑρισκόμενον εἰς τόπον λεγόμενον Κάμπον.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ζωΐλου.
Ζωὴν ῥέουσαν ἐκλιπὼν ὁ Ζωΐλος,
Ζωὴν μένουσαν εὗρεν ἐν ζώντων τόπῳ.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τὰ θυρανοίξια τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας.
Αἴρουσιν ἄνδρες ἱεροὶ Χριστοῦ πύλας,
Τοὺς Δαβὶδ ἡμῖν ἐκτυπούμενοι νόας.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τὸ φωτοδρόμιον τῆς τοῦ Θεοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας.
Τρέχοντα φῶτα σήμερον Ναοῦ κύκλῳ,
Δηλοῦσι φωτὸς εἰς τὸ πᾶν θείου δρόμον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *